Θεόδωρος Ι. Ρηγινιώτης
Θεολόγος
Αρκετή αναστάτωση προκάλεσε στη διεθνή διανόηση (φιλοσοφική και θεολογική) η πρόσφατη δήλωση του διάσημου αστροφυσικού St. Hawking ότι, κατά τη γνώμη του, το σύμπαν θα μπορούσε να έχει δημιουργηθεί χωρίς την παρέμβαση κάποιου δημιουργικού Νου.
Βέβαια, οι ορθόδοξοι χριστιανοί δεν πιστεύουμε στο Θεό για να μπορέσουμε να ερμηνεύσουμε την προέλευση του σύμπαντος, αλλά ερμηνεύουμε το σύμπαν ως δημιούργημα ενός Θεού επειδή ο Θεός αποκαλύπτει τον εαυτό Του σε πάρα πολλούς ανθρώπους όλων των εποχών, στους ανθρώπους που βαδίζουν το δρόμο της κάθαρσης της καρδιάς, του φωτισμού του νου και της θέωσης (αγιότητας). Αυτοί συχνά είναι κοινοί άνθρωποι, έκπληκτοι και οι ίδιοι για τις αποκαλύψεις της θείας παρουσίας στη ζωή τους, και όχι κάποια «θεσμικά πρόσωπα», μέλη ενός ιερατείου, που «διαχειρίζονται» τις θρησκευτικές πεποιθήσεις των λαών. Ωστόσο, με αφορμή τις πρόσφατες συζητήσεις, μπορούμε να σχολιάσουμε κάπως το θέμα…
Επιστήμη και ορθόδοξη πνευματικότητα
Η διάκριση επιστήμης και πίστης στον ορθόδοξο κόσμο.
Στην αρχαία χριστιανική παράδοση, δηλαδή τη σκέψη των αγίων των πρώτων χιλίων χρόνων και στη συνέχεια της ορθόδοξης Εκκλησίας, η Αγία Γραφή δεν αντιμετωπίστηκε ως πηγή πληροφόρησης για τη δημιουργία του κόσμου. Η γνώση σ’ αυτόν τον τομέα θεωρήθηκε πάντα αντικείμενο της φιλοσοφικής –δηλαδή της επιστημονικής– έρευνας.
Καθώς γίνονται χριστιανοί, οι λόγιοι του ελληνορωμαϊκού κόσμου –από τους οποίους προέρχονται το 2ο αι. μ.Χ. οι Απολογητές και, ήδη από τότε, οι Πατέρες της Εκκλησίας– αντιμετωπίζουν επιλεκτικά την αρχαία φιλοσοφία (1). Για την ακρίβεια, αποδέχονται σε μεγάλο βαθμό το τμήμα της που αφορά στην ανθρώπινη ηθική (2) και εξολοκλήρου ό,τι αφορά στη γνώση του κόσμου (της, κατά τους χριστιανούς, κτίσεως). Αντικαθιστούν όμως τα μεταφυσικά δόγματα (δηλ. απόψεις) των αρχαίων φιλοσόφων με την εμπειρική γνώση για το Θεό και τα συναφή θέματα που προκύπτει από την κάθαρση της καρδιάς, το φωτισμό και τη θέωση και επαληθεύεται με την επιστήμη της διάκρισης των πνευμάτων.
Αγία Ερμιόνη, γιατρός του 1ου αιώνα μ.Χ. Όπως όλοι οι άγιοι γιατροί, εικονίζεται να κρατάει και να προσφέρει φάρμακα. Βιογραφία εδώ. Φωτο από εδώ.
Ήδη στην κλασική και ελληνιστική αρχαιότητα οι φιλόσοφοι και οι σχολές που προέκυπταν απ’ αυτούς απέρριπταν διδασκαλίες άλλων φιλοσόφων ή «αντίπαλων» σχολών: ο Ηράκλειτος τον Πυθαγόρα, ο Ξενοφάνης τον Εμπεδοκλή, ο Αριστοτέλης τον Πλάτωνα και τους κυνικούς, ο στωικός Διότιμος, ο σκεπτικός (πυρρωνιστής) Τίμων αλλά και ο Πλούταρχος τον Επίκουρο, ο Επίκουρος σχεδόν όλους τους άλλους κ.ο.κ. Συχνά μάλιστα οι κρίσεις του ενός για τον άλλο ήταν σκληρότατες, μερικές φορές και υβριστικές.
Η απόρριψη λοιπόν από τους χριστιανούς φιλοσόφους δογμάτων άλλων φιλοσοφικών σχολών (από μερικούς και της φιλοσοφίας εν γένει, πράγμα ακραίο που δεν επικράτησε ως κυρίαρχη θέση στην πατερική παράδοση), εκτός από εύλογη (ακόμη και σήμερα μεταξύ των επιστημόνων υπάρχουν «αντίπαλες» τάσεις), ήταν και κάτι σύνηθες στον ελληνικό κόσμο. Υπάρχει βέβαια μια διαφορά: τα μεταφυσικά δόγματα των εθνικών φιλοσόφων προέρχονταν από στοχασμό και ήταν αυθαίρετα (γι’ αυτό και ποίκιλλαν), ενώ των χριστιανών από την εμπειρία της θέωσης, ήταν δηλαδή γνώση προερχόμενη από την εμπειρία και στη συνέχεια επεξεργασμένη και εκφρασμένη με τα εργαλεία του ανθρώπινου νου, όπως αντίστοιχα η γνώση του κόσμου.
Γι’ αυτό και το Συνοδικό της Ορθοδοξίας (9ος αι. μ.Χ.), αναφερόμενο κυρίως στις νεοπλατωνικές ιδέες του Ιωάννη Ιταλού, απορρίπτει ως αιρετικούς εκείνους που σπουδάζουν την ελληνική φιλοσοφία πιστεύοντας τα μεταφυσικά της δόγματα, ενώ αποδέχεται ως χριστιανούς εκείνους που τη σπουδάζουν «διὰ παίδευσιν», δηλαδή ως μέρος της φιλοσοφικής κατάρτισής τους («τοῖς τὰ ῾Ελληνικὰ δεξιοῦσι μαθήματα, καὶ μὴ διὰ παίδευσιν μόνον ταῦτα παιδευομένοις, ἀλλὰ καὶ ταῖς δόξαις αὐτῶν ταῖς ματαίαις ἑπομένοις») (3).
Έτσι, οι Πατέρες της Εκκλησίας απέρριψαν αρχαίες φιλοσοφικές ιδέες που η θεοπτική εμπειρία των αγίων αποδεικνύει εσφαλμένες, όπως η αιωνιότητα του κόσμου, ο ρόλος του δημιουργού Θεού ως απλού διακοσμητή (και όχι δημιουργού εκ του μηδενός), ο απρόσωπος χαρακτήρας του θείου (ως δυνάμεως), η μετεμψύχωση, η προΰπαρξη των ψυχών, ο πλατωνικός κόσμος των ιδεών κ.λ.π. Αντίθετα, στον τομέα της γνώσης του κόσμου συνεχίζουν σαφώς τους
προγενέστερους φιλοσόφους, ακολουθώντας, όπως και εκείνοι, τη μέθοδο της παρατήρησης και του στοχασμού. Αρχίζοντας, ούτως ειπείν, από το χριστιανό Γαληνό, το «διάδοχο του Ιπποκράτη», βρισκόμαστε σε μια εξαιρετικά σοβαρή παράδοση φιλοσοφικών (κοσμολογικών και ανθρωπολογικών) έργων που αποτελεί μέρος της πατερικής γραμματείας. «Τὸ μὲν ἐξεταστικόν τε καὶ θεωρητικὸν ἐδεξάμεθα, ὅσον δὲ εἰς δαίμονας φέρει καὶ πλάνην καὶ ἀπωλείας βυθὸν διεπτύσαμεν» τονίζει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος (Επιτάφιος εις τον Μέγαν Βασίλειον, 11, P.G. 36, 508-509). [Πολλά στοιχεία για την επιστήμη στο Βυζάντιο δες εδώ]
Αυτή είναι η διάκριση φιλοσοφίας και θεολογίας στον πατερικό χώρο, η διάκριση μεταξύ γνώσης του κόσμου και γνώσης του Θεού. Απορρίφθηκε η παρέμβαση του ενός χώρου στον άλλο, δηλαδή η απόπειρα κατοχής του Θεού με τα εργαλεία της φιλοσοφίας, ενώ η προσπάθεια της θεσμικής Εκκλησίας να ποδηγετήσει την επιστημονική έρευνα ήταν κάτι άγνωστο στον πατερικό χώρο. Συνέβη μόνο στη διαστρεβλωμένη χριστιανοσύνη του ευρωπαϊκού μεσαίωνα, στην οποία, σημειωτέον, η αρχαία πατερική παράδοση αγνοήθηκε, γι’ αυτό αγνοήθηκε και κατά την επιστημονική επανάσταση των νεώτερων χρόνων, με συνέπεια να απορριφθεί ο χριστιανισμός ως συνώνυμο της πνευματικής τρομοκρατίας και του σκοταδισμού.
Εικόνες αρχαίων φιλοσόφων στην ιστορική μονή Bachkovo της Βουλγαρίας (φωτο & άρθρο εδώ - δες ΚΙ ΑΛΛΕΣ εδώ)
Στο θέμα της δημιουργίας του κόσμου, ο Μέγας Βασίλειος (Εις την Εξαήμερον, Ομιλία Β΄, 3, P.G. 29, 33 [ολόκληρο εδώ]) θεωρεί ότι η Γένεση όχι μόνον δεν περιγράφει λεπτομερώς τη δημιουργία, αλλά και λειτουργεί ως προτροπή για επιστημονική (κατά την εποχή του, φιλοσοφική) έρευνα:
«Ειπών, Εν αρχή εποίησεν ο Θεός τον ουρανόν και την γην, πολλά απεσιώπησεν, ύδωρ, αέρα, πυρ, τα εκ τούτων απογεννώμενα πάθη× … παρέλιπε δε η ιστορία, τον ημέτερον νουν γυμνάζουσα προς εντρέχειαν, εξ ολίγων αφορμών παρεχομένη επιλογίζεσθαι τα λειπόμενα» (γράφοντας “Στην αρχή ο Θεός δημιούργησε τον ουρανό και τη γη”, πολλά αποσιώπησε, το νερό, τον αέρα, τη φωτιά [τα στοιχεία της φύσεως κατά τους αρχαίους] και τις ενώσεις που προέρχονται απ’ αυτά…· τα παρέλειψε δε η διήγηση, για να γυμνάσει το δικό μας νου, κάνοντάς μας από μικρές αφορμές να ανακαλύψουμε τα υπόλοιπα).
Το βιβλίο λοιπόν της Γένεσης δεν είναι βιβλίο κοσμολογίας ούτε βιολογίας. Δε θέλει να δώσει γνώση του πώς δημιουργήθηκε ο κόσμος, αλλά να θέσει κάποιες θεολογικές αρχές, με βάση τις οποίες προτείνει την κατανόηση του κόσμου, του ανθρώπου και της σχέσης ανθρώπου-κόσμου και ανθρώπου-Θεού. Τέτοιες αρχές είναι π.χ. ότι δεν υπάρχουν πολλοί θεοί, αλλά ένας, ότι τα άστρα, η γη, τα ζώα, τα δέντρα κ.τ.λ. δεν είναι θεοί, αλλά δημιουργήματα, ότι ο άνθρωπος δημιουργήθηκε κατ’ εικόνα Θεού, ως κωρωνίδα της κτίσεως, ότι ξεκίνησε από μια ζωή γνώσης του Θεού και σχέσης μ’ Αυτόν, αλλά κατόπιν Τον αποστράφηκε με ολέθριες συνέπειες, κ.τ.λ.
Εδώ ίσως είναι το κατάλληλο σημείο για να επισημάνουμε την τεράστια διαφορά των ανθρωπολογικών ιδεών της Βίβλου, τις οποίες προαναφέραμε, με τις αντίστοιχες των αρχαίων ανθρωπογονικών μύθων. Κατά τη βαβυλωνιακή μυθολογία π.χ., όπως εκφράζεται στο έπος Ενούμα Ελίς, ο Μαρδούκ έπλασε τους ανθρώπους από το κομμένο κεφάλι του Έα, για να υπηρετούν τους θεούς, και τους έκανε αδύναμους και προπαντός θνητούς, για να μη μπορούν να τους απειλήσουν• κατά την ελληνική μυθολογία, όπου ούτως ή άλλως οι θεοί δεν αγαπούν τους ανθρώπους, εκτός από τους ευνοούμενούς τους, ο Δίας τους αποκλείει ζηλότυπα από τη φωτιά και τιμωρεί τον Προμηθέα –το μόνο αληθινό φίλο, και κατά μία εκδοχή δημιουργό, των ανθρώπων– με τη γνωστή σαδιστική ποινή.
Αντίθετα, κατά τη Βίβλο, ο άνθρωπος πλάστηκε κατ’ εικόνα του Θεού, προορισμένος όχι για να υπηρετεί το Θεό (που είναι ανενδεής, αντίθετα από τους θεούς του πολυθεϊσμού), αλλά για την αθανασία, την οποία έχασε από δική του ευθύνη, ενώ κατά τη χριστιανική ερμηνεία της βιβλικής αφήγησης, ο Θεός όχι μόνο δεν τιμώρησε τον άνθρωπο, αλλά έγινε ο Ίδιος άνθρωπος και αφέθηκε να γευτεί το ποτήρι της κακίας του πλάσματός Του για να το σώσει (πρβ. κατά Ιωάννην 3, 14-17, Γαλάτας 4, 1-7, Φιλιππησίους 2, 6-8, Α΄ Ιωάννου 4, 7-11, κ.λ.π. [Για τις παραπομπές στην Καινή Διαθήκη μπες εδώ]). Όλες οι εντολές του Θεού προς τον άνθρωπο και ο αγώνας του ανθρώπου για την τήρησή τους αποσκοπεί όχι σε κάποια «υπηρεσία προς το Θεό», αλλά στην κάθαρση της καρδιάς του ανθρώπου από τα πάθη και στην ύψιστη τιμή της ένωσής του με το Θεό, αφού ο Χριστός ήδη ανύψωσε την ανθρώπινη φύση με την ανάληψή Του και «την κάθισε στα δεξιά του Θεού».
Χριστιανικές ιδέες περί ανθρώπου
Κατά το σύγχρονο άγιο Ιουστίνο Πόποβιτς:
«είναι ευαγγέλιο, παναληθινό ευαγγέλιο –όχι δικό μου, αλλά των αγίων του Θεού– ότι ο άνθρωπος είναι ένα μεγάλο μυστήριο, ιερό μυστήριο του Θεού. Τόσο μεγάλο και τόσο ιερό, ώστε ο ίδιος ο Θεός έγινε άνθρωπος για να μας ερμηνεύσει όλο το βάθος του ανθρώπινου μυστηρίου. Η αλήθεια του ευαγγελίου, η παναλήθεια, είναι ότι ο Θεός έγινε άνθρωπος για να κάμει τον άνθρωπο θεό κατά χάριν. […] Κατ’ ουσίαν, ο αγώνας για το Θεάνθρωπο είναι αγώνας για τον άνθρωπο».
Η ιδέα αυτή συναντά την άποψη του π. Νικολάου Λουδοβίκου, που, μελετώντας τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή και τους λοιπούς αγίους Πατέρες, αναφέρει ότι μόνο στα έσχατα θα δούμε τι είδους ον είναι πραγματικά ο άνθρωπος. Και προσθέτει:
«Ο Θεός δηλαδή δημιουργεί ακριβώς αυτό που φαίνεται αδιανόητο και αδύνατο: μια πρόθεση απίστευτα και απόλυτα ανεξάρτητα από τη δική Του. Αυτό σημαίνει ότι δεν δημιουργεί έναν αναίσθητο κόσμο αλλά μια απολύτως θεοειδή εικόνα της δικής του ελευθερίας, έναν ίσο εταίρο για μια αιώνια, “επικίνδυνη” συζήτηση. […] (Οι λόγοι των όντων) είναι η θέληση του Θεού ως Λόγου να θέσει τον εαυτό Του σ’ έναν εσχατολογικό διάλογο μ’ έναν πραγματικά θεοειδή συνομιλητή. Όχι να εκπληρώσει την αϊδίως εκπληρωμένη (μέσα στην ενδο-Τριαδική κοινωνία) ουσία Του, αλλά να υπερβεί την ίδια Του την υπερβατικότητα, σε μια διπλή υπέρβαση η οποία Τον καθιστά πιθανώς ανύπαρκτο μέσα στην ελευθερία του Άλλου: αυτό είναι που ονομάζουμε θεία αγάπη» (4).
Ο άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς έχει γράψει γι’ αυτό το περίεργο ον, τον άνθρωπο:
«Κοιτάζοντας από τον ουρανό, τι είναι εκείνο που διακρίνουμε περισσότερο πάνω στη γη; Όχι τα βουνά ούτε οι θάλασσες ούτε οι πόλεις ούτε οι ουρανοξύστες. Είναι ο άνθρωπος. Διότι η θεοειδής ψυχή του ανθρώπου είναι ένας ήλιος επί της γης. Όσοι είναι οι άνθρωποι, τόσοι είναι οι ήλιοι επί της γης. Και καθένας απ’ αυτούς τους ήλιους είναι ορατός από τον ουρανό. Αγαπημένο θαύμα του Θεού! Η μικρούτσικη γη, ένα αστεράκι από τα πιο μικρά, να χωράει δισεκατομμύρια ήλιους! Μέσα από το χωματένιο σώμα του ανθρώπου λάμπει ο ήλιος! Ο άνθρωπος! Ένας μικρός θεός μέσα στη λάσπη».
Ταξιδεύοντας στη χριστιανική αρχαιότητα αξίζει να σταθούμε σ’ ένα ανθρωπολογικό κρεσέντο του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου:
«[Ο Θεός] δημιουργεί τον άνθρωπο ως πλάσμα από δύο στοιχεία, δηλαδή από ορατή φύση και αόρατη. Και, ενώ πήρε το σώμα του από την ύλη που υπήρχε ήδη, έβαλε μέσα πνοή από τον εαυτό του (που η Αγία Γραφή το ξέρει ως «νοερά ψυχή» και «εικόνα Θεού»). Έτσι τον τοποθέτησε στη γη ως άλλον κόσμο [=άλλο από όλο το υπόλοιπο σύμπαν], μικρό και, μέσα στο μικρό, μεγάλο, άλλον άγγελο, προσκυνητή μικτό, επόπτη της ορατής κτίσης και μύστη της νοερής [=δηλ. γνώστη, μέτοχο της νοερής, της αγιότητας, των αγγέλων κ.τ.λ.], βασιλιά της γης, αλλά με βασιλιά δικό του από πάνω, επίγειο και ουράνιο, πρόσκαιρο και αθάνατο, ορατό και νοερό, ανάμεσα στο μεγαλείο και την ταπεινότητα, τον ίδιο πνεύμα και σάρκα… Πλάσμα που τελειοποιείται εδώ και μεταφέρεται αλλού και –τέρμα του μυστηρίου– θεοποιούμενο με το να στρέφεται προς το Θεό» (5).
Η Βίβλος ως πηγή πληροφοριών προς τον αρχαίο άνθρωπο
Αν και η Γένεση είναι βιβλίο θεολογικού και όχι επιστημονικού ενδιαφέροντος, είναι η πιο κοντινή στη δική μας σκέψη κοσμογονία που μας έρχεται από τον αρχαίο κόσμο. Κατ’ αρχάς θεωρεί τον ουρανό, τη γη και όσα περιέχονται σ’ αυτά –ουράνια σώματα, όρη, θάλασσες και όλα τα όντα– ως απλά μέρη του σύμπαντος και όχι ως θεούς• αυτό και μόνο συνιστά ένα κολοσσιαίο άλμα για τον ανθρώπινο πολιτισμό. Τα θεωρεί βέβαια δημιουργήματα του Θεού κι όχι προϊόντα χαοτικών συμπτώσεων, αλλά αυτό δεν είναι συνετό να μας κάνει να την απορρίψουμε εκ των προτέρων. Μάλλον το λογικό θα ήταν να θέσουμε το ερώτημα: πώς κατέληξε στο συμπέρασμα ο συγγραφέας ότι υπάρχει Θεός;
Όπως κι αν κατέληξε σ’ αυτό το συμπέρασμα, ακόμη κι αν μας είναι αδιάφορο αν έχει δίκιο ή όχι, είναι βέβαιο πως η Γένεση δε γράφτηκε στο γόνατο.
Ο άγιος και δίκαιος προφήτης Μωυσής -συγγραφέας της Γένεσης- προκαλεί το μίσος των εθνικιστών, που δεν ανέχονται να τιμά η Εκκλησία "Εβραίους προφήτες" κι όχι μόνο Έλληνες! Από την άλλη, κάποιοι κατηγορούν την Εκκλησία για "εθνικισμό" (ο οποίος έχει χαρακτηριστεί αίρεση από τη Σύνοδο του 1872). Ας αποφασίσουν επιτέλους οι αδελφοί... τι είμαστε!
Επιπλέον, μιλάει όχι για μάχες ή ενώσεις μεταξύ ανθρωπόμορφων θεών, που προκάλεσαν κοσμικές ανακατατάξεις, αλλά για έναν αόρατο, υπερβατικό Θεό, κοσμικών διαστάσεων, που με άυλα μέσα, με το λόγο Του, δημιουργεί κλιμακωτά το σύμπαν, τη γη και τελικά τον άνθρωπο. Κλιμακωτά• η πρώτη διατύπωση της θεωρίας της εξέλιξης βρίσκεται στη Βίβλο.
Έτσι, σε μας η Γένεση δεν έχει προφανώς να προσφέρει γνώση για τα γεγονότα της κοσμογονίας, στο κοινό όμως, στο οποίο αρχικά απευθύνθηκε, είχε να προσφέρει και τέτοια γνώση. Για να γίνει κατανοητή η διαφορά, ας θυμηθούμε ότι, στον ίδιο ιστορικό χώρο με τον ποιμενικό πολιτισμό της Βίβλου, η απείρως πλουσιότερη και ισχυρότερη αυτοκρατορία της Βαβυλώνας είχε ένα σύνθετο εξωτικό πολυθεϊσμό και μια τυπική μυθική κοσμογονία, με αποκορύφωμα το διαμελισμό της Τιαμάτ από το Μαρδούκ και το σχηματισμό του ουρανού και της γης από τα κομμάτια της.
Όμως, παραδόξως, οι αναφορές της Γένεσης στα ίδια τα γεγονότα της κοσμογονίας έχουν αναλογίες με τις προτάσεις τις σύγχρονης επιστήμης για το πώς έγιναν τα πράγματα. Οι αναλογίες αυτές είναι δευτερεύουσες και μπορεί να παραπλανήσουν κάποιους, κάνοντάς τους να νομίσουν πως αυτές είναι που πρέπει να τονιστούν, ενώ το ζητούμενο είναι η πρόσκληση του ανθρώπου για την αγιότητα. Έχουν ωστόσο σημασία, γιατί χτυπούν ένα καμπανάκι που λέει ότι θα ήταν καλό να προσέξουμε τη Γένεση.
Το αποκορύφωμα της αναλογίας ανάμεσα στη Γένεση και τη σημερινή επιστήμη είναι η περιγραφή της δημιουργίας των γήινων όντων (κεφ. 1), που ακολουθεί μια σειρά σχηματική βέβαια, αλλά επιστημονικά σωστή:
α) φυτά (χόρτα και δέντρα), β) από το νερό «βγαίνουν» τα ερπετά, τα κήτη και τα πουλιά, γ) από τη γη «βγαίνουν» θηλαστικά και ερπετά (ξανά, γιατί τα πρώτα ερπετά, οι δεινόσαυροι, έχουν χαθεί), δ) δημιουργείται ο άνθρωπος.
Υπάρχει βέβαια μια τερατώδης ανακρίβεια: ο ήλιος, η σελήνη και τα άλλα ουράνια σώματα φαίνεται να δημιουργούνται την τέταρτη μέρα κι όχι την πρώτη, όπως θα περίμενε ο αναγνώστης! Ο Μέγας Βασίλειος δίνει μια θεολογική εξήγηση: ο ήλιος δημιουργείται στο μέσον του δημιουργικού χρόνου, για να μη θεωρηθεί πρωταρχική πηγή του φωτός και δημιουργός της ζωής, δηλαδή θεός (ό.π., Ὁμιλία Στ΄, 2, P.G. 29, 120)..
Μια επιπλέον εξήγηση είναι ότι ο συγγραφέας της Γένεσης, ο Μωυσής, κατά την παράδοση, γράφει σαν παρατηρητής, που βλέπει να γίνονται «ο ουρανός, η Γη και πάντα τα εν αυτή». Ο ίδιος βλέπει τα ουράνια σώματα την τέταρτη μέρα, όταν ξεκαθαρίζει ο ουρανός από τα πυκνά νέφη της εξάτμισης των υδάτων. Γνωρίζει όμως ότι ημέρα και νύχτα υπάρχουν από την πρώτη μέρα (εννοείται ότι οι επτά «ημέρες» δεν είναι 24ωρα: «είτε ημέρα πεις, είτε αιώνας, το ίδιο πράγμα είναι», Μ. Βασίλειος).
Επίσης, η Γένεση και η χριστιανική παράδοση που την ακολουθεί γνωρίζει τη βιολογική συγγένεια του ανθρώπου με τα ζώα: τόσο ο άνθρωπος όσο και τα ζώα δημιουργήθηκαν «ἐκ τῆς γῆς» (από το χώμα, τα υλικά της γης), Γεν. 2, 19. «[Χωρίς το Άγιο Πνεύμα] προὔχει τῶν θηρίων ὁ ἄνθρωπος κατὰ τὴν ἔναρθρον φωνὴν μόνον, τὰ δὲ λοιπὰ τῆς αὐτῆς ἐκείνοις διαίτης ἐστίν, οὐκ ὢν ὁμοίωσις τοῦ Θεοῦ» (Τατιανός ο Σύρος, 2ος αι. μ.Χ.). «Δύο τινῶν κατὰ τὸ ἀκρότατον πρὸς ἄλληλα διεστηκότων, μέσόν ἐστι τὸ ἀνθρώπινον, τῆς τε θείας καὶ ἀσωμάτου φύσεως καὶ τῆς ἀλόγου καὶ κτηνώδους ζωῆς» (άγ. Γρηγόριος Νύσσης). Η διαφορά είναι ότι, κατά τη Γένεση και τους χριστιανούς, ο άνθρωπος δημιουργήθηκε κατ’ εικόνα (πνευματική) και καθ’ ομοίωσιν του Θεού.
Η διαμάχη επιστήμης και πίστης
Η διαμάχη επιστημόνων και θεολόγων ή εκπροσώπων της θεσμικής Εκκλησίας για την προέλευση του σύμπαντος και της γήινης ζωής ταλαιπώρησε την ευρωπαϊκή διανόηση σε όλο το διάστημα των νεώτερων χρόνων. Ήταν μια διαμάχη για την εξουσία της «πίστης» ή του «ορθού λόγου», που ξεκίνησε το μεσαίωνα με τη διεκδίκηση των επιστημόνων να ερευνούν χωρίς το φόβητρο της Ιεράς Εξέτασης.
Τα πρώτα βήματα στην κήρυξη του πολέμου είχαν γίνει από τη Καθολική (παπική) Εκκλησία, με την καταδίκη των προσπαθειών των πρωτοπόρων της νεώτερης αστρονομίας (απαγόρευση από τον πάπα του Περί των περιφορών των ουρανίων σφαιρών του Κοπέρνικου το 1593, καταδίκη του Γαλιλαίου το 1632), ενώ η επιστήμη εκδικήθηκε, αρχικά με τους διαφωτιστές, που συχνά στρατεύθηκαν με ένταση κατά της Εκκλησίας (όπως ο Βολταίρος), και, το 19ο αιώνα, με τη θεωρία του Δαρβίνου, που χρησιμοποιήθηκε ως όπλο στον αγώνα κατά της εκκλησιαστικής αυθεντίας.
Περιττεύει να επισημάνω ότι η «Εκκλησία», ενάντια στην οποία αγωνίστηκαν οι παραπάνω, από ορθόδοξη άποψη είναι μια αιρετική χριστιανική κοινότητα, που διεκδικεί τον τίτλο της Εκκλησίας απλώς λόγω της οικονομικής και πολιτικής ισχύος της και του πλήθους των λαών, στους οποίους απλώνεται η εξουσία της. Ο παπισμός δεν είναι Εκκλησία, πολύ δε περισσότερο δεν είναι η Εκκλησία.
Ωστόσο η θεωρία της Μεγάλης Έκρηξης (Big Bang) για την προέλευση του σύμπαντος ήταν μια έκπληξη: θυμίζει τόσο πολύ την Αγία Γραφή (δημιουργία του κόσμου από το μηδέν), ώστε το 1951 ο πάπας τη χαιρέτισε με ενθουσιασμό! Οι επιστήμονες που την πρότειναν κατηγορήθηκαν ότι την επινόησαν για να «αποκαταστήσουν το χριστιανισμό», που η διεθνής επιστημονική κοινότητα καμάρωνε για την κατάργησή του στα μυαλά των «λογικών ανθρώπων» (6).
Η θεωρία της εξέλιξης των ειδών θεωρήθηκε βόμβα πολλών μεγατόνων στα θεμέλια του δογματισμού και της δεισιδαιμονίας των χριστιανών, που «επέμεναν ότι ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο σε έξη μέρες», ότι τα πλάσματα της γης εμφανίστηκαν αυτόματα μ’ ένα πανηγυρικό θεϊκό θαύμα και φυσικά ότι «ο Θεός έπλασε από χώμα» ένα πρώτο ζευγάρι ανθρώπων, από το οποίο προέκυψαν όλοι οι υπόλοιποι.
Φυσικά, δέσμιοι των ιστορικών συνθηκών, οι νεώτεροι στοχαστές δεν υποπτεύονταν καν ότι, κατά την άποψη των αρχαίων χριστιανών διδασκάλων, τα ανθρωπομορφικά χαρακτηριστικά του Θεού στη βιβλική αφήγηση πρέπει να νοηθούν αλληγορικά. Όσα ανθρωπομορφικά χαρακτηριστικά αποδίδονται στο Θεό «συμβολικῶς ἐστι λεγεγμένα» (άγ. Ιωάννης ο Δαμασκηνός) και η Βίβλος εκφράζεται έτσι «δι’ ἡμᾶς καὶ τὸ ἀσθενὲς τὸ ἡμέτερον», ώστε «ταύτης ἀξιωθέντες τῆς συγκαταβάσεως, ἀνελθεῖν πρὸς τὸ ὕψος ἐκεῖνο ἰσχύσωμεν» (άγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος) (7). Τι είπα; Δεν υποπτεύονταν καν ότι υπήρχε στο χριστιανισμό η παράδοση αυτή – πολλώ μάλλον, αφού δεν υπήρχαν ίχνη της ούτε στην ακαδημαϊκή θεολογία του καιρού μας, πλην εξαιρέσεων.
Αυτονόητα και η ιστορία του προπατορικού αμαρτήματος θεωρήθηκε μύθος, που μάλιστα βύθισε την ανθρωπότητα σ’ έναν ωκεανό ανυπόστατων ενοχών. Η αλήθεια, όπως την ανακάλυψε η επιστήμη, είναι πολύ πιο απλή: ο άνθρωπος δεν είναι παρά η φυσική και «τυχαία» εξέλιξη ενός έμβιου όντος• ένα είδος του ζωικού βασιλείου, στο οποίο ο εγκέφαλος, εντελώς τυχαία, αναπτύχθηκε υπερβολικά, αυτό είναι όλο.
Βέβαια, αφού ο Θεός είναι «η αρχή του κόσμου» κι εμείς βρήκαμε πώς άρχισε ο κόσμος, «αποδείξαμε» ότι δεν υπάρχει Θεός. «Είμαστε απόγονοι των πιθήκων» στη σκέψη του δυτικού ανθρώπου ισοδυναμεί με το «δεν είμαστε κατ’ εικόνα Θεού» και, σε πιο ακραία περίπτωση, «δεν υπάρχει Θεός ή, κι αν υπάρχει, αποκλείεται να είναι ο χριστιανικός Θεός». Φυσικά, η ιδέα ότι η Μεγάλη Έκρηξη, ο σχηματισμός των γαλαξιών, η εμφάνιση και η εξέλιξη της ζωής έγιναν τυχαία και όχι με το σχεδιασμό ενός ανώτατου Νου, δεν είναι «επιστημονικό πόρισμα» αλλά μεταφυσική ερμηνεία, την οποία διδάσκουν αβασάνιστα πολλοί επιστήμονες επειδή στη σκέψη τους κυριαρχεί μια συγκεκριμένη φιλοσοφία.
Στην πραγματικότητα, η θεωρία της εξέλιξης δεν ήταν πλήγμα κατά του χριστιανισμού, αλλά εξελήφθη ως τέτοιο επειδή ο δυτικός επιστημονικός κόσμος, φέροντας τις αγιάτρευτες πληγές του μεσαίωνα, ένιωθε την ανάγκη να τη δει έτσι. Κατά την εύστοχη παρατήρηση του Μπέρναρντ Σω, «Ο Δαρβίνος είχε την τύχη να ικανοποιήσει κάθε ένα που ήθελε να εξυπηρετήσει τους ιδιοτελείς σκοπούς του» (8).
Από ορθόδοξη σκοπιά, το πρόβλημα έχει λυθεί ήδη από τον 4ο αιώνα μ.Χ., όταν ο μέγας Βασίλειος, ερμηνεύοντας την αρχή της Γένεσης στις περίφημες Ομιλίες εις την Εξαήμερον, με τη βοήθεια όλων των επιστημονικών γνώσεων της εποχής του, είπε:
«Ου γαρ ελαττούται η επί τοις μεγίστοις έκπληξις επειδάν ο τρόπος καθ’ ον γίνεται τι των παραδόξων εξευρεθή»,
ήτοι δεν ελαττώνεται ο θαυμασμός μας για τα μεγαλεία της δημιουργίας όταν ανακαλυφθεί ο τρόπος με τον οποίο έγινε κάποιο από αυτά (Εις την Εξαήμερον, Ομιλία Α΄, 10, P.G. 29, 25).
Συνεπώς, ο Βασίλειος, γιατρός, μαθηματικός και φιλόσοφος ο ίδιος, ανέμενε την εξεύρεση της φυσικής αιτίας όλων των «παραδόξων» της δημιουργίας, δηλαδή την επιστημονική εξέλιξη όπως την ξέρουμε σήμερα• δεν ανησυχούσε, γιατί η θεολογία και η φιλοσοφία στα χρόνια του –και σε όλους τους ορθόδοξους αγίους όλων των εποχών– ήταν δύο επιστήμες με διαφορετική μεθοδολογία, ενώ η νεώτερη δυτική θεολογία, που μεταφέρθηκε και στην Ελλάδα από το 19ο αιώνα και μετά, είναι στην πραγματικότητα φιλοσοφία θρησκευτικού ενδιαφέροντος, η δε προτεσταντική θεολογία δεν είναι παρά ένας κλάδος της φιλολογίας.
["Νεκρός": Για μια ορθόδοξη θεώρηση της επιστημονικής θεωρίας της εξέλιξης προτείνω το site Εξελικτική Δημιουργία].
Θεός και κβαντική φυσική
Αν οι ανακαλύψεις της κλασικής περιόδου της επιστημονικής αφύπνισης δεν καταρρίπτουν το χριστιανισμό, οι σύγχρονες εξελίξεις μάλλον τον ενισχύουν. Και τούτο, εκτός των άλλων, γιατί πρώτη φορά ο επιστημονικός κόσμος συνειδητοποιεί ότι υπάρχει μια πλευρά της πραγματικότητας –η πιο θεμελιώδης– απρόσιτη στην ανθρώπινη κατανόηση, καθότι εντελώς διαφορετική από την καθημερινή μας εμπειρία• το σύμπαν, τα δομικά στοιχεία της ύλης και οι νόμοι που τα διέπουν ανακαλύπτονται αλλά δεν κατανοούνται: «αν νομίζεις ότι κατανοείς την κβαντική φυσική» λέει κάποιος φυσικός, «τότε δεν την κατανοείς».
Ο άγιος Λουκάς ο Ιατρός, πρωτοπόρος Ρώσος χειρουργός, καθηγητής του παν/μίο της Τασκένδης, εξορισμένος από τον κομουνισμό. Blog γι' αυτόν εδώ. Άρθρο του περί επιστήμης και θρησκείας εδώ.
Αυτό κάνει τους επιστήμονες πιο ταπεινούς, ώστε τους βλέπουμε έκπληκτοι να πλησιάζουν την ταπείνωση των αγίων, οι οποίοι ποτέ δεν ισχυρίστηκαν ότι κατέχουν ή κατανοούν ή μπορούν να εκφράσουν την ουσία του Θεού. Το σύμπαν λοιπόν δεν είναι ορθολογικό και η πραγματικότητα χωράει πλέον ως ενδεχόμενα τα πάντα, όπως καμπύλες διαστάσεις και παράλληλα σύμπαντα.
Ίσως δεν είναι χωρίς σημασία ότι, υπό το πρίσμα της σύγχρονης επιστήμης, τα θαύματα (ακόμη και η ανάσταση των νεκρών, σε ό,τι αφορά στα σώματα) δεν αποτελούν αναίρεση των φυσικών νόμων, αλλά συνέπεια των δυνατοτήτων ενός Όντος με πλήρη έλεγχο της ύλης, την οποία Εκείνο έχει δημιουργήσει. Είναι το «ἡγεμονικὸν ἐπὶ τῆς κτίσεως», που, κατά τους αγίους Πατέρες, εκτός από ιδιότητα του Θεού, αποτελεί και αρχέγονη ιδιότητα του ανθρώπου απολεσθείσα λόγω του προπατορικού αμαρτήματος, που όμως αποκαθίσταται καθώς προοδεύει στην αγιότητα, δηλαδή προσεγγίζει τον Τριατικό Θεό εν Χριστώ.
Είναι αστείο ότι κάτι παρόμοιο με το Μ. Βασίλειο είπε ο Ρίτσαρντ Φέινμαν, Νόμπελ Φυσικής 1965: «Οι ποιητές λένε πως η επιστήμη διώχνει την ομορφιά των άστρων. […] Η αίσθηση του μυστηρίου δε μειώνεται όταν γνωρίζουμε κάτι περισσότερο• η αλήθεια είναι πολύ πιο όμορφη απ’ όσο τη φαντάζεται οποιοσδήποτε καλλιτέχνης» (9).
Δαρβίνος και Εκκλησία
Ως θεολόγος γνωρίζω κάτι που δε γνωρίζουν οι προκατειλημμένοι κατά του χριστιανισμού συνάνθρωποί μου, είτε είναι «μορφωμένοι» είτε όχι: ότι στα Θρησκευτικά της Β΄ Λυκείου (σελ. 91 του σχολικού βιβλίου) προβάλλεται η θεωρία της εξέλιξης των ειδών ως η τελευταία λέξη της επιστήμης στο ζήτημα της προέλευσης της ζωής. Αν λοιπόν το ελληνικό κράτος, μέχρι το 2010, δεν τη διδάσκει στο μάθημα της Βιολογίας, δε φταίμε εμείς οι θεολόγοι, διότι (πολύ απλά) οι ίδιοι τη διδάσκουμε.
Δεν είναι αλήθεια ότι η Εκκλησία ήταν ή είναι εναντίον της θεωρίας του Δαρβίνου (ή, πιο σωστά πλέον, της θεωρίας για την εξέλιξη των ειδών). Η αλήθεια, όσο παράξενο κι αν φανεί, είναι ακριβώς το αντίθετο: μεγάλο μέρος της επιστημονικής κοινότητας επιτέθηκε στην Εκκλησία, χρησιμοποιώντας τη θεωρία του Δαρβίνου ως σκληρό ιδεολογικό όπλο.
Υποτίθεται ότι, με την επιβεβαίωση της καταγωγής του ανθρώπου από τα πρωτεύοντα θηλαστικά (πιθήκους) και γενικά του ενός είδους ζωής από το άλλο, αυτόματα «αποδεικνυόταν» ότι η Βίβλος λέει ανοησίες για τη Δημιουργία του κόσμου και, ακόμη παραπέρα, ότι «δεν υπάρχει Θεός».
Ήταν επόμενο η Εκκλησία να απαντήσει (μιλάμε βέβαια για τους ρωμαιοκαθολικούς και τους προτεστάντες, ενώ εμείς οι ορθόδοξοι μπήκαμε στο «παιχνίδι» αργότερα, όταν η ιδεολογική διαμάχη ήρθε στη Ρωσία και την Ελλάδα), δεδομένου ότι, όταν δημοσιεύτηκε, η δαρβινική άποψη δεν ήταν παρά μια εύλογη θεωρία, γεμάτη ασάφειες και υποθέσεις. Είναι αλήθεια ότι ήταν περισσότερο ιδεολόγημα παρά επιστημονικά τεκμηριωμένη άποψη – αυτό φάνηκε και από την υποχρεωτική επιβολή της στην αθεϊστική Σοβιετική Ένωση ως μόνης θεωρίας αποδεκτής από το καθεστώς!
Η πρώτη «μάχη»
Ως γνωστόν, από το 18ο αιώνα, ανάμεσα στους διανοούμενους από τις χώρες της δυτικής Ευρώπης αναπτύχθηκαν διάφορες μορφές αθεϊσμού. Για τις αιτίες που τον παρήγαγαν μιλήσαμε στο πρώτο δοκίμιο αυτού του τόμου. Όπως ήταν φυσικό, τον αθεϊσμό, ιδίως τις πιο επιθετικές εκδοχές του, ακολούθησε μια έξαρση της χριστιανικής απολογητικής.
Στη Μεγάλη Βρετανία, διάσημος χριστιανός απολογητής έγινε ο αγγλικανός Ουίλλιαμ Πάλει (1743-1805), που τα βιβλία του Μία άποψη για τη βασιμότητα του χριστιανισμού και Φυσική Θεολογία άσκησαν εξαιρετικά μεγάλη επίδραση το 19ο αιώνα και έγιναν αποδεκτά ακόμη και από τους καθηγητές Φυσικής του Πανεπιστημίου του Καίμπριτζ. Επιστρατεύοντας ένα τεράστιο όγκο παρατηρήσεων, ο Πάλει προσπάθησε να αποδείξει ότι η φύση είναι ένας τέλειος μηχανισμός, προσεχτικά σχεδιασμένος, όπου όλα τα τμήματα εξυπηρετούν κάποιο σκοπό. Αυτό «αποδείκνυε» ότι η φύση έχει δημιουργό, γιατί ένας μηχανισμός δε μπορεί να κατασκευάστηκε «από μόνος του».
Ο Κάρολος Δαρβίνος (1809-1882) ως σπουδαστής είχε γοητευτεί από τη θεολογία του Πάλει. Όμως, κατά τις θρυλικές έρευνές του στις Νότιες Θάλασσες παρατήρησε κάποια στοιχεία, που τον οδήγησαν σε αντίθετους προβληματισμούς: τέτοια στοιχεία ήταν π.χ. η άνιση κατανομή των ειδών στα διάφορα μέρη του κόσμου, καθώς και ότι, όπως έδειχναν τα απολιθώματα, κάποια είδη ζωής είχαν εξαφανιστεί. Επίσης, οι «υποτυπώδεις δομές», όπως οι θηλές των αρσενικών θηλαστικών, έδειχναν ότι ο κόσμος δεν είχε δημιουργηθεί σχεδιασμένος με τόσο προσεχτική λεπτομέρεια όσο ισχυρίζονταν ο Πάλει και οι υποστηρικτές του.
Επομένως, ο κόσμος δεν είναι μια «μηχανή», ούτε και δημιουργήθηκε ακριβώς όπως είναι τώρα. Η διδασκαλία του Πάλει κατέρρεε και, μαζί μ’ αυτήν, η πίστη που προσπαθούσε να υποστηρίξει. Αυτή είναι η μόνη πραγματική αντιπαράθεση του δαρβινισμού με κάποια μορφή χριστιανισμού. Στη συνέχεια, διάφοροι μαχητικοί αθεϊστές επιστήμονες και (προτεστάντες κυρίως) χριστιανοί πήραν τη σκυτάλη υψώνοντας τους τόνους και φτάνοντας σε απίθανα έκτροπα, ιδίως στις ΗΠΑ (10).
Δεν πρέπει να ξεχνάμε πάντως ότι ήδη από το 19ο αι. υπήρξαν χριστιανοί που απέρριψαν τη διαμάχη και όχι μόνο είδαν ευνοϊκά τη θεωρία της εξέλιξης, από επιστημονική σκοπιά, αλλά και την αναγνώρισαν ως συμβατή με τη χριστιανική διδασκαλία για τη δημιουργία. Τέτοιοι άνθρωποι ήταν, για παράδειγμα, ο Φρέντερικ Τεμπλ (1884), μετέπειτα αρχιεπίσκοπος του Καντέρμπουρυ, ή ο διακεκριμένος Αμερικανός βοτανολόγος Άσα Γκρε, 1810-1888 (11). Αυτό όμως αποσιωπάται –τυχαία;– από τους υπέρμαχους του αθεϊσμού. Γιατί; Δεν είναι Εκκλησία εκείνοι που αποδέχονται τη θεωρία της εξέλιξης, αλλά μόνο εκείνοι που την απορρίπτουν;
Σημειωτέον ότι δεν υπάρχει εκκλησιαστική σύνοδος (πολύ περισσότερο, ορθόδοξη σύνοδος), που να έχει αποφανθεί «θεσμικά» για την εξελικτική θεωρία, πράγμα που θα μας επέτρεπε να θεωρήσουμε ότι «η Εκκλησία» την απορρίπτει, ενώ από τους χριστιανούς που εκφράζονται ιδιωτικά, όπως θα δούμε παρακάτω για τον ορθόδοξο χώρο, εκείνοι που την αποδέχονται δεν είναι λίγοι.
Σήμερα;
Σήμερα η θεωρία της εξέλιξης έχει μάλλον τεκμηριωθεί επαρκώς, αν και εξακολουθεί να εμφανίζει κενά, όπως η απότομη έκρηξη της εξέλιξης σε ορισμένες χρονικές περιόδους και η απουσία απολιθωμάτων από πολλά ενδιάμεσα είδη ζωής. Τα κενά αυτά, καθώς φαίνεται, δεν επηρεάζουν την εγκυρότητά της και κάποια στιγμή θα καλυφθούν.
Δυστυχώς όμως πλήθος επιστημόνων διεθνώς συνεχίζει να νομίζει ότι η θεωρία αυτή αποδεικνύει κάτι σχετικά με την ύπαρξη ή την ανυπαρξία του Θεού. Η επαλήθευση των επιστημονικών θεωριών, κατά τους επιστήμονες, αποτελεί νίκη κατά της θρησκείας, ιδιαίτερα μάλιστα της χριστιανικής.
Από μια άποψη, οι επιστήμονες αυτοί είναι «δικαιολογημένοι», γιατί αγνοούν εντελώς την αρχαία και την ορθόδοξη χριστιανική παράδοση για τη γνώση του κόσμου, τη γνώση του Θεού και τη σχέση μεταξύ «των δύο αυτών γνώσεων». Από την άλλη όμως, είναι απορίας άξιο που δεν βλέπουν τις εξόφθαλμες επιστημονικά σωστές πληροφορίες για τον κόσμο που είναι ενσωματωμένες στη Γένεση, αλλά απολυτοποιούν το συμβολικό στοιχείο και αυτό που οι ίδιοι θεωρούν λάθος χωρίς να ξέρουν πώς ερμηνεύεται και χωρίς να αναρωτιούνται γιατί είναι γραμμένο έτσι ή αλλιώς – στην απώτατη αρχαιότητα, στην οποία γράφτηκε η Γένεση.
Οι επιστήμονες αυτοί (πολλοί είναι σπουδαίοι στον τομέα τους) έχουν πέσει σε δυο μεγάλες πλάνες, που επιβλήθηκαν στη δυτική ανθρωπότητα τους τελευταίους αιώνες, από το Διαφωτισμό και μετά:
Α) ότι το πιο σημαντικό πράγμα είναι η κατάκτηση όσο το δυνατόν πληρέστερης γνώσης για το σύμπαν – επομένως αγνοούν ή αδιαφορούν για τη γνώση του Θεού, και φυσικά και για την απόκτηση της χάρης του Αγίου Πνεύματος (που νομίζουν ότι δεν υπάρχει),
Β) ότι οι μέθοδοι των δυτικών επιστημών είναι οι μόνες κατάλληλες για να αποκτήσουμε γνώσεις σε όλους τους τομείς – έτσι οι «επιστήμες του ανθρώπου», π.χ. η κοινωνιολογία, η ψυχολογία, η κοινωνική ανθρωπολογία, πάσχισαν με κόπο να αναγνωριστούν ως επιστήμες σε ένα επιστημονικό κατεστημένο που θεωρούσε επιστήμες μόνο τις θετικές επιστήμες.
Οι σχολαστικοί, οι φιλόσοφοι της δυτικής χριστιανοσύνης που έφεραν τον τίτλο του «θεολόγου» (ο οποίος με αυτούς πήρε ακαδημαϊκό περιεχόμενο αντί να σημαίνει τον άγιο), υποστήριξαν ότι η γνώση για το Θεό κατακτάται με τη φιλοσοφία. Εξαιτίας αυτού του σφάλματος, οι δυτικοί επιστήμονες και οι μαθητές τους αγνοούν την αρχαία και την ορθόδοξη χριστιανική διδασκαλία, στην οποία αναφερθήκαμε και αλλού, ότι η γνώση του Θεού αποκτάται με την κάθαρση της καρδιάς από τα πάθη και την εγκατάσταση σ’ αυτήν της ανιδιοτελούς αγάπης για όλους και για όλα τα όντα. Αυτή η κάθαρση της καρδιάς είναι το πρώτο στάδιο σε μια πορεία, που συνεχίζεται με στάδια όπως ο φωτισμός του νου (από το Άγιο Πνεύμα) και τελικά η θέωση (αγιότητα), η οποία συμβαίνει εδώ και τώρα (όχι μετά το θάνατο), διαρκεί αιώνια και ταυτίζεται με τον παράδεισο. Η τριπλή αυτή πορεία γνώσης του Θεού είναι δοκιμασμένη και επιβεβαιωμένη χιλιάδες φορές στο χώρο του αρχαίου και του ορθόδοξου χριστιανισμού, όσο και οι επιστημονικές απόψεις στους ακαδημαϊκούς κύκλους.
Στην Ορθόδοξη Εκκλησία η θεωρία της εξέλιξης στο παρελθόν αντιμετωπίστηκε ως ιδεολόγημα από σοβαρούς ερευνητές, όπως ο άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς, ο οποίος την απέρριψε λόγω της επιβολής της από τα αθεϊστικά καθεστώτα της ανατολικής Ευρώπης, οι πατέρες Σεραφείμ Ρόουζ και Ιωάννης Κωστώφ και ο Νικόλαος Βασιλειάδης, οι οποίοι της άσκησαν κριτική σε καθαρά επιστημονική βάση, με τα δεδομένα των δεκαετιών του 1970 και 80. Ας μην ξεχνάμε όμως τα λόγια του π. Σ. Ρόουζ: "οφείλω να δηλώσω μια βασική αλήθεια: η μοντέρνα επιστήμη, όταν ασχολείται με επιστημονικά δεδομένα, όντως γνωρίζει περισσότερα από τους αγίους Πατέρες, και οι άγιοι Πατέρες θα μπορούσαν εύκολα να κάνουν λάθος πάνω σε επιστημονικά δεδομένα" [από εδώ].
Και τότε ακόμη όμως, πολύ περισσότερο σήμερα, συναντάμε πολλούς ορθόδοξους ερευνητές, ενίοτε και επισκόπους, που απορρίπτουν κάθε αντιπαλότητα ανάμεσα στη θεωρία της εξέλιξης και τη χριστιανική διδασκαλία για τη δημιουργία. Ανάμεσά τους ο επίσκοπος Περγάμου Ιωάννης Ζηζιούλας, ο επίσκοπος Αλέξανδρος (Mileant) του Μπουένος Άιρες και Νοτίου Αμερικής (ROCOR), ο δρ Ιωάννης Boojamra, ο Kevin Basil Fritts, ο Fr. Gregory Hallam, ο δρ Αλέξανδρος Καλόμοιρος, ο π. Ανδρέας Kuraev, ο π. Γεώργιος Nicozisin, οι Γεώργιος και Elizabeth Theokritoff κ.π.ά. (12), ενώ μια εξαντλητική μελέτη του θέματος, όπως ήδη είπαμε, θεωρώ πως περιέχεται στην αρθρογραφία που δημοσιεύεται στον ιστότοπο http://exeldim.site40.net/.
Επίλογος: ένας παπάς μιλάει
Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης, καθηγητής των παν/μίων Θεσσαλονίκης και Μπαλαμάντ, θέτει σε σωστές βάσεις το θέμα της "σχέσης" επιστήμης και ορθόδοξης πνευματικότητας. Ας τον ακούσουμε [από εδώ, κεφ. Δ΄ 2]:
Ο θεόπτης γνωρίζει τον Θεόν. Ο φιλόσοφος ή ο επιστήμων ερευνά τα κτίσματα. Ούτε ο φιλόσοφος, ούτε ο επιστήμων δύναται να έχη την περί Θεού γνώσιν του θεόπτου προφήτου, αποστόλου και αγίου, εφ' όσον ο Θεός δεν ομοιάζει με τίποτε από αυτά πού ερευνά μέσω της επιστημονικής του μεθόδου ή της φιλοσοφικής του φαντασίας. Αντιθέτως ο θεόπτης δύναται να είναι ή να γίνη επιστήμων, αλλά όχι όμως μέσω της θεοπτίας.
Ο θεόπης γνωρίζει πως να ετοιμάση τους ανθρώπους δια την θεοπτίαν. Ο επιστήμων γνωρίζει πώς να διδάξη την επιστημονικήν του μέθοδον εις τους μαθητάς του. Ο θεόπτης δύναται να γνωρίζη τον τρόπον ερεύνης των φυσικών φαινομένων, όχι όμως από την θεοπτίαν, αλλά από τον επιστήμονα. Και ο επιστήμων δύναται να γίνη θεόπτης, αλλά όχι μέσω της επιστήμης του, αλλά μόνον μέσω του θεόπτου. Ο θεόπτης δύναται να είναι κατά κόσμον εγγράμματος η αγράμματος. Ο επιστήμων δύναται να είναι κατά Θεόν εγγράμματος η αγράμματος.
Ο θεόπτης είναι θεόπνευστος και ομιλεί απλανώς περί Θεού και οδηγεί αλαθήτως προς τον Θεόν, αλλά δεν είναι αλάθητος εις τα αφορώντα τας θετικάς και αλλάς επιστήμας θέματα, περί των οποίων δύναται να γνωρίζη μόνον όσα γνωρίζουν οι σύγχρονοι του επιστήμονες. Ο επιστήμων όμως ημπορεί να συγχέη τα περί της φύσεως του κόσμου πορίσματά του με τας περί Θεού απόψεις του και να λέγη ανεύθυνα πράγματα, αλλά μόνον φιλοσοφών, εφ' όσον εκφεύγει της αυστηράς του επιστημονικής μεθόδου.
Παρομοίως και ο «θεολόγος» δύναται να ισχυρίζεται επιστημονικάς ανοησίας, αλλά μόνον φιλοσοφών, εφ' όσον εκφεύγει της αυστηράς θεολογικής μεθόδου των θεοπτών.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας είχον την ιδίαν περίπου περιφρόνησιν προς την φιλοσοφίαν, ήτις παρατηρείται σήμερον εις τας θετικάς επιστήμας. Ακριβώς, επειδή εγνώριζον ότι μεταξύ Θεού και κόσμου δεν υπάρχει καμμία ομοιότης, παρεδέχοντο ως την μόνην απλανή γέφυραν εις την περί Θεού γνώσιν τον θεόπτην προφήτην, απόστολον και άγιον, ουδέποτε την φαντασίαν του φιλοσόφου. Δηλαδή η θεολογία της Ρωμαιοσύνης βασίζεται αποκλειστικώς εις την εμπειρίαν της θεώσεως ή της θεοπτίας των θεουμένων. Εις τούτο ακριβώς συνίσταται η καταπληκτική ενότης και ταυτότης εις την θεολογίαν των Πατέρων της Ρωμαιοσύνης. Οι έχοντες την ιδίαν περί Θεού εμπειρίαν έχουν την ιδίαν θεολογίαν μη συγχέοντες αυτήν με τας φαντασιώσεις των φιλοσόφων και με τας περί της φύσεως του κόσμου γνώσεις.
Ούτως η Ρωμαιοσύνη ουδόλως θίγεται από την σύγχρονον επιστημονικήν πρόοδον, αλλά απεναντίας ενισχύεται, αφού αι σταθεραί ιστορικαί απόψεις της περί της ανυπαρξίας των φιλοσοφικών μεταφυσικών συστημάτων απεδείχθησαν πλέον ορθαί.
[...] Το τραγικόν είναι ότι οι μη γνωρίζοντες πλέον την Ρωμαιοσύνην και συγχέοντες την Ορθοδοξίαν με τας θρησκευτικάς παραδόσεις των Ευρωπαίων νομίζουν ότι, ό,τι ισχύει κατά ή υπέρ του ευρωπαϊκού Χριστιανισμού, ισχύει και κατά ή υπέρ της Ορθοδοξίας.
Παραπομπές
(1) Για μια συνολική αποτίμηση των σχέσεων του χριστιανισμού με τη φιλοσοφική, αλλά και τη θρησκευτική πραγματικότητα του ελληνορωμαϊκού κόσμου, βλ., μεταξύ πολλών άλλων, Jean Pépin, «Ελληνισμός και Χριστιανισμός», στο Francois Châtelet (επιμ.), Η Φιλοσοφία, τόμ. Α΄, Από τον Πλάτωνα ώς τον Θωμά Ακινάτη, μτφρ. Κωστής Παπαγιώργης, Γνώση, Αθήνα 1999, και Γ. Ζωγραφίδη, «Βυζαντινή Φιλοσοφία» στο Κ. Ιεροδιακόνου-Σ. Βιρβιδάκης (επιμ.), Ελληνική Φιλοσοφία, Αθήνα, Ανοικτό Πανεπιστήμιο, 1999.
(2) Ως τεκμηρίωση του παρόντος αρκεί μια ανάγνωση των δύο Απολογιών του αγίου Ιουστίνου του Φιλοσόφου (P.G. τ. 6) και του λόγου (στην πραγματικότητα, επιστολής) του Μ. Βασιλείου Πρὸς τοὺς νέους, ὅπως ἂν ἐξ Ἑλληνικῶν ὠφελοῖντο λόγων (P.G. 31, 564 εξ.). Ο Χρυσόστομος προβάλλει ως ηθικά παραδείγματα τον Πλάτωνα και το Σωκράτη, τον Αριστείδη, το Διογένη και τον Επαμεινώνδα (Πρὸς ἄπιστον πατέρα, P.G. 47, 332-348) και άλλοι άλλα.
(3) Βλ. σχετικά Αρχιμανδρίτου Ιεροθέου Σ. Βλάχου, Εκκλησία και εκκλησιαστικό φρόνημα, έκδ. Ι. Μονής Γενεθλίου της Θεοτόκου (Πελαγίας), Λεβαδειά 1990, σελ. 249-279.
(4) π. Νικ. Λουδοβίκου, Θεοποιΐα – Η μετανεωτερική θεολογική απορία, Αρμός 2007, σελ. 14-15. 17.
(5) Λόγος ΜΕ΄, Εἰς τὸ ἅγιον Πάσχα, 7 (P.G. 36, 632). Βλ. και αγ. Γρηγορίου Νύσσης Περὶ κατασκευῆς του ἀνθρώπου και Εἰς τὰ τῆς Γραφῆς ρήματα• Ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ’ εἰκόνα ἡμετέραν καὶ ὁμοίωσιν, Λόγοι Α΄ και Β΄ (P.G. 44, 125-256 και 257-297). Από τη φράση «οἷόν τινα κόσμον δεύτερον, ἐν μικρῷ μέγαν» (βλ. και P.G. 37, 689) πιθανόν έχει εμπνευστεί ο Οδυσσέας Ελύτης τη γνωστή επωδό «Αυτός ο κόσμος ο μικρός ο μέγας».
(6) Simon Singh, Big Bang, εκδ. Τραυλός 2005, σελ. 414-419.
(7) Αγ. Ιωάννη του Δαμασκηνού, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, αγ. Ιωάννη του Χρυσοστόμου, P.G. 53, 102-105. Τα παραθέματα από το επισκόπου Ιερόθεου Βλάχου Ορθόδοξη Ψυχοθεραπεία, Ιερά Μονή Γενεθλίου της Θεοτόκου (Πελαγίας), 82004, σελ. 96, όπου και ενδιαφέροντα σχόλια.
(8) Το παράθεμα από το Νικ. Π. Βασιλειάδη Ο Δαρβίνος και η θεωρία της εξελίξεως, εκδ. Σωτήρ, Αθήνα, κεφ. 12, όπου αναλυτική παρουσίαση της ιδεολογικής χρησιμοποίησης της θεωρίας του Δαρβίνου κατά το 19ο και τον 20ό αιώνα. ["Νεκρός": Δες για το θέμα και εδώ].
(9) Jim Al-Khalili, Quantικά Παράδοξα, Τραυλός 2005, εισαγωγή, σελ. 6-7.
(10) Αναλυτική παρουσίαση βλ. στην εξαίρετη μελέτη του Άλιστερ ΜακΓκραθ, καθηγητή στην Οξφόρδη, Το λυκόφως του Αθεϊσμού, εκδ. «Ουρανός» (σειρά των εκδ. «Ψυχογιός») 2008, κεφ. 4, σελ. 116-157 [απόσπασμα εδώ].
(11) Άλιστερ ΜακΓκραθ, στο ίδιο, σελ. 150-151.
(12) Βλ. http://orthodoxwiki.org/Evolution.
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.