ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ – Ο ΥΙΟΣ ΤΗΣ ΒΡΟΝΤΗΣ –
ΑΦΓΗΓΗΜΑΤΙΚΗ ΒΙΟΓΑΦΙΑ – ΣΩΤΟΥ ΧΟΝΔΡΟΠΟΥΛΟΥ
ΣΗΜΕΡΑ όπου καί έπιχειροϋμε νά σκιαγραφήσουμε μιά
τρισμέγιστη προσωπικότητα της 'Ιστορίας - ταπεινή σάν ένα σπυρί σιτάρι - ζοΰμε
σέ έποχή «φαρμακείας καί δηλητηριάσεως». Ό μϋθος τοϋ βασιλιά όπου ζήτησε άπό
τόν μάγο νά τόν γεμίσει κτήματα, χρυσαφικά, τρόφιμα, ροϋχα, κοντολογής τοϋ
πουλιού τό γάλα, δίχως νά σκεφθεΐ ότι γιά ένα άνώτερο δημιούργημα αύτά όλα
άποτελοΰν έλάχιστο ποσοστό εύτυχίας (άφοϋ άκόμη καί τό ζώο μπουχτίζει),
έφαρμόζεται στίς ημέρες μας, μέ τήν οδυνηρή συνέπεια ένός άνίατου άγχους. Μιάς
μανίας αύ-τοκαταστροφής άνευ προηγουμένου. Ένός αιτήματος ύποδουλώσεως σέ
δικτάτορες δολοφόνους, ανήθικους, άδίστακτους θεοποιημένους τυράννους.
Πώς καί γιατί μέσα σέ είκοσι αιώνες παραμερίστηκε,
πώς λησμονήθηκε ή τραγική Θυσία της ένανθρω-πήσεως τοϋ προαιώνιου Λόγου καί τής
άναρτήσεώς του στό έξαγοραστικό ξύλο; Είναι λοιπόν ή άθεΐα τρέλλα; Κατάντησε ό
κόσμος άπέραντο τρελλοκομείο; Ναί, έτσι κατάντησε, άφοΰ ό Δημιουργός τού
σύμπαντος έδώ καί δυό χιλιάδες χρόνια έδωσε άποστομωτική άπάντηση στό πνεϋμα
τοϋ κακοϋ, ταυτόχρονα καί στους σοφούς τοΰ κόσμου. Όπως άναφέρει ό σοφός
σύγχρονός μας Ρώσος Φλωρόφσκυ τό κακό ένώ τρέφεται, στηρίζοντας τήν ύπαρξή του,
άπό τό χώμα της γλάστρας τοΰ δημιουργού Θεού, τού μόνου δημιουργού, ύφαρπάζει
τό δημιούργημά του, τό λουλούδι του, καί τό ρίχνει σε τρομερή πτώση καί
αύτοκαταστροφή. Σέ άνέκφραστη γελοιοποίηση. Τό φανερό ώστόσο πιά τούτο μυστικό
έπεκτείνεται. Έχει τήν έξαίρεσή του. Ό ταπεινός όλων τών έποχών όπου ξέρει νά
θάβει τό θέλημά του κάτω άπό τό θέλημα τού Θεού, ό «έγκαταλελειμμένος» στήν
άκρη τών στεναγμών, κατέχει δίπλα του τήν παντοδυναμία. Γεμίζει τήν καρδιά τού
Δυνατού μέ τέτοια συμπό-νοια ώστε τόν άναγκάζει νά τού προσφέρει άρρητα καί
ύπερφυσικά. Νά έκτελεί κάθε είδους αίτημά του - έκτός βέβαια τών ψυχοφθόρων.
Γιά όποιον ξέρει νά θάβει τό θέλημά του κάτω άπό τό θέλημα τοΰ Θεού δέν ύπάρχει
άπογοήτευση. Ποτέ. Μπορεί λόγου χάρη ένα βασανισμένο σήμερα παιδάκι νά ψελλίσει
τού άπειρου Θεού: «άνοιξέ μου αύτό τόν βράχο» καί εύθύς άμέσως νά τού
έκτελεσθεϊ ή έπιθυμία. Όπως καί μιά βασανισμένη γεροντική ψυχή ή όποια υπομένει
«έν όσιότητι», μπορεί μέ αίτημα γονάτων νά γιατρέψει τόν καρκίνο.
... Βασανισμένη έπειτα άπό μιά φοβερή δοκιμασία
έξοντώσεως στή Ρώμη, γερασμένη στά μετέπειτα χρόνια ψυχή, «ζώσα έν στεναγμοϊς,
έν υπομονή, πραότητι, ά-νοχη καί έν έξορία», ήταν ή προσωπικότητα:
Εύαγγελιστής ’Ιωάννης.
Οί σημερινοί όλοι έμείς, τά άνθρωπάκια της
τεχνοκρατίας, όπου σάν τό πολύχρωμο παγώνι στραφήκαμε στόν έγωκεντρικό
ναρκισσισμό καί γεμίσαμε καί τό παραμικρό μας κύτταρο μέ τό ύπερδραστικό
φαρμάκι της ύπερηφάνειας, είναι άδύνατο νά συναντηθούμε μέ τήν λαμπερή αύτή
Μορφή της 'Ιστορίας. Σφιχταγκαλιάσαμε τό έφήμερο καί «κατέστημεν τυφλοί». Παρ’
όλα αύτά ή έλάχιστη εύσέβεια πού μάς άπομένει, μάς άναγκάζει νά στεκόμαστε
καταμπροστά στήν όλόγλυκια μορφή του, μέ συντριβή καί δέος.
* * *
Τό Ιερό Εύαγγέλιο (Θεόπνευστη, άτράνταχτη Γραφή) μάς
σκιαγραφεί σέ μερικά σημεία γιά τόν μικρότερο γιό τού Ζεβεδαίου, τόν έπιστήθιο
φίλο τού «Υιού τού Θεού τού ζώντος». («Λαβών ούς προέκρινας τών Ιερών μαθητών,
άνήλθες εις όρος καί μετεμορφώθης, έμπροσθεν αύτών, πρό τού τιμίου σταυρού σου
καί τού πάθους»). Ένας «εκ τών
προκριθέντων» ήταν μαζί μέ τόν Ιάκωβο καί ό
νεαρός τότε τήν ήλικία Ιωάννης. Πιστός άλλοτε, τοΰ Βαπτιστή. Καί συγκεκριμένα
σάν φλογερός άνεμος, τίς πρώτες λαχτάρες τής νιότης, τίς έσπρωξε στήν έναγώνια
πνευματική έκκρεμότητα. 05 νομοδιδάσκαλοι καί οί Φαρισαίοι «χτυπούσαν τύμπανα στήν
μούχλα». "Αλλα έλεγαν, άλλα σκέπτονταν, άλλα σκάρωναν. Τίς πρώτες λοιπόν
λαχτάρες έκεΐ, στό πνευματικό σταυροδρόμι. «Τό άείποτε άσπαΐρον». Ή καρδιά του
μόλις άκουσε τήν λαλιά τού Προδρόμου πού διαλα-λούσε γιά μετάνοια, δηλαδή γιά
άμεση άλλαγή νοοτροπίας καί ζωής, άνασκίρτησε. Προαισθάνθηκε φώς ρο-δαυγής. Καί
μέ τήν όρμή τού νέου γιά ιδανικά, τού πήρε τό κατόπιν, τόν άκολούθησε. Έγινε
μαθητής του. Όμως ό γιός τού Ζαχαρία, διαλεγμένος άπό καταβολής κόσμου στό
κεφάλαιο τοΰ λυτρωμοΰ γιά Πρόδρομος, μιλοΰσε λίγο άργότερα γιά Κάποιον όπου
άδυνατοΰσε νά σκύψει νά Λύσει «τούς ιμάντες ιών υποδημάτων του». Ύπόδειχνε
στούς φίλους του νά προσέξουν Εκείνον. Κάποιον άλλο.
Τήν ζωή, τήν καθημερινότητα, τις σκέψεις, τις
πράξεις, τίς έπιθυμίες, τό ιστορικό κάθε ψυχής άπό τήν υπεύθυνη ένηλικίωση
ώσαμε τήν στερνή πνοή, ποιός τάχα συνάνθρωπος είναι σέ θέση νά γνωρίζει;
Κανείς. Μονάχα ό Καρδιογνώστης. Οί βιογραφίες, όπως κι αύτή εδώ, στηρίζονται σέ
γεγονότα καί «πανθομολο-γούμενες» πληροφορίες. Γιά όσες μορφές άφιερώθη-καν στό
θέλημα τού Θεού. ’Αλλά καί σέ άδιαφιλονίκη-τα ύπερφυσικά σημεία. Όλες οί
περίτεχνες άφηγήσεις, άποτελοΰν κομψοτεχνήματα ύφους, πληροφοριών, φαντασίας.
* * *
... Τό άτομο, ή μονάδα όπου μαγνητίζεται άπό τήν
δόξα τού κόσμου καί άπό τήν έδώ χειροπιαστή λάμψη του, καί άναζητεΐ νά τά
βολέψει όπως - όπως καί νά ολοκληρώσει τίς κατακτήσεις του, είναι άδύνατο νά
κατανοήσει τήν θέληση καί τήν έντολή τού Θεού, τόν προορισμό του, τήν όντως
εύτυχία του. Ή τραγωδία του ξεκινάει άπό τήν άπιστία. Κάπου - κάπου σωφρο-νεϊται,
λαχταράει τά ύψηλά. Ρίχνει ματιές στήν άγία Γραφή καί παρατηρεί τά θαυμάσια τής
Δημιουργίας. «Πρός στιγμήν» εκπλήσσεται, μαγνητίζεται, πέφτει σέ μελαγχολία.
Συλλογιέται. 'Ύστερα όμως τόν ξανατρα-βάει τό χώμα. Έρχονται τά πετεινό τοΰ
ούρανοΰ μέ τά φολιδωτά φτερά τής λογικής καί τού άρπάζουν, καταβροχθίζοντας τόν
σπόρο. Πρέπει ό ταλαίπωρος νά περιμένει νά ξανάρθει έποχή (ή εύκαιρία ) σποράς.
Καί πάλι άν τά καταφέρει νά ρίξει, νά άπαρνηθεΐ τόν έαυτό του. Τόν πιό φθονερό
δηλαδή τής έπιτυχίας του καταστροφέα.
Έάν Λόγου χάρη ό Κύριος δεν ήταν «ό συνάναρχος Λόγος
Πατρί καί Πνεύματι, ό τά σύμπαντα έν τη δρακί περιέχων», τό γεγονός της
ένανθρωπήσεως θά χανόταν στά πλοκάμια τοϋ παμφάγου χρόνου. Θά τό έξαφάνιζαν τό
ψέμα, τά έγκλήματα, θά τό καταχώνιαζε στήν άνελέητη άβυσσό της ή Ιστορία. Τό
πλήρωμα όμως τοΰ χρόνου διαλέχτηκε σε έποχή όπου ή τεχνοκρατία μέ τά
καταπληκτικά της έπιτεύγματα βαθειά κοιμότανε. «'Ύπνο βαθύ». Ή ναυσιπλοΐα; Στήν
κατάσταση των ιστίων καί στήν διάθεση των άνέμων. Τά ταξίδια; Μικρές οδύσσειες.
Κίνδυνοι καί ληστές σχεδόν σέ κάθε σταυροδρόμι. Σέ στεριές καί θάλασσες. Μήτε
έφημερίδες, μήτε ραδιόφωνο, μήτε τηλεόραση, μήτε κάν ταχυδρομεία. Τό πλήρωμα
τοϋ χρόνου όμως άκριβώς γι’ αύτό διαλέχτηκε σέ τέτοια έποχή. Γιά ν’
άποδεικνύεται τό μεγαλείο τής θεότητας. Πώς άπλώθηκε στόν σκληροτράχηλο κόσμο
τό Φώς άπό τούς ταπεινούς καί καταφρονεμένους; Άπό τούς άσήμαντους, τούς
κουρασμένους οδοιπόρους; Ό μαραγκός τής Ναζαρέτ, ή Κυρία Θεοτόκος, άγνωστη τότε
σχεδόν σέ όλους, τά παιδιά τής Γαλιλαίας, οί Ρωμαίοι, ό Πιλάτος, οί σταυρωτές,
ό προδότης, ό φρικτός Γολγοθάς καί ή ’Ανάσταση, προπαντός αυτή, έχουν πιά τόν
δρομοδείχτη τους ’Αστέρα στόν προνομιούχο άνάμεσα στούς πλανήτες, πλανήτη Γή. Ή
καταπληκτική σήμερα τεχνοκρατία ένώ κραυγάζει καί καυχιέται, δίχως μισή άκτϊνα
φωτός Ευαγγελίου, άπό στιγμή σέ στιγμή κινδυνεύει νά έξαφανίσει τόν πλανήτη. Νά
τόν άνατινάξει πλήθος άποκαΐδια στόν άστερισμό τοΰ Γαλαξία. Τά σημερινά μας
τραγικά τέκνα, όπου έμπλεξαν μέ τίς συμπληγάδες ιοϋ εύδαιμονισμοΰ, της
φυγοτεκνίας, της Λατρείας της ύλης, δπου τούς κληροδοτήσαμε, κάθε αύγή καί κάθε
δειλινό μάς φωνάζουν: «Δέν βλέπετε λοιπόν τά τραγικά έρωτήματα όπου μάς
άπασχολοϋν; Κωφάλαλοι είσθε; Δέν άνπλαμβάνεσθε ότι άπό μισό λάθος, η άπό
κάποιον μεθυσμένο υπεύθυνο, κινδυνεύουμε νά χάσουμε τά ώραΐα πού ζοΰμε καί νά
κονιορτοποιηθούμε, νά άνατιναχθούμε στό σύμπαν;» Μέ στήριγμα τό Ευαγγέλιο, «άν
υπάρχουν άκόμη άγιοι, πού ύποτάσσουν τό θέλημα τους στό θέλημα τού Θεού», τούς
άπαντοΰμε, «δίχως τήν θέληση τού Δημιουργού τίποτα δέν θά έξαφανισθεϊ». ’Από
ψευδαίσθηση νομίζουμε ότι σάν άπαρτο κάστρο κατέχουμε τόν πλανήτη. Άλλος τόν
έφτιαξε, άλλος είναι ό «τάς κλείδας κρατών».
Αύτός λίγο πρίν άπό τήν οδυνηρή σταύρωσή Του στό
ξύλο, στήν περίφημή του προσευχή πρός τόν Πατέρα, στήν προσευχή όπου σάν πιστός
άκόλουθος καί σάν αύτόπτης καί αύτήκοος μάς διέσωσε ό ιερός Μαθητής μέ τόν
οποίο θά τολμήσουμε ν’ άσχοληθοΰμε πιό κάτω, είπε: «Πατέρα, ήλθε ή ώρα. Δόξασε
τόν Υιόν σου, γιά νά σέ δοξάσει καί ό Υιός σου, σύμφωνα μέ τήν εξουσία όπου τού
έδωκες πάνω σέ όλους τούς άνθρώπους, ώστε νά δώσει ζωή αιώνιο στόν καθένα άπό
έκείνους πού τού έδωκες. Αύτή είναι ή αιώνια ζωή: τό νά γνωρίζουν Σέ, τόν μόνο
άληθινό Θεό καί τόν ’Ιησού Χριστό, τόν όποιο έστειλες. Έγώ σέ έδόξασα πάνω στό
χώμα της γης, έτελείωσα τό έργο όπου μοΰ άνέθεσες καί νά, τώρα δόξασέ με Σύ,
Πατέρα, κοντά σου. Μέ τήν δόξα όπου είχα στούς κόλπους σου. Πρίν νά υπάρξει ό
κόσμος. ’Ιδού έτελείωσα τόέργο». Δηλαδή ιό έξετέλεσε ώσαμε ιήν παραμικρή
Λεπτομέρεια. Έργο τεράστιας σημασίας. ’Αποφασιστικό καί τελεσίδικο γι’ αμέτρητα
τρισεκατομμύρια, τρισεκατομμυρίων ψυχές! ’Από κει καί πέρα, δέν τοΰ ήταν
άπαραίτητη ή χρήσιμη ή άνάπτυξη τής τεχνοκρατίας γιά τήν διάδοσή του. Μήτε τά
διαφημιστικά παρακλάδια των κρατουντών. Τό άπέδειξαν άδιάψευστα τά γεγονότα, ό
χρόνος, ή Ιστορία. Ό Θεός είναι παντοδύναμος. "Ο,τι μέ άγάπη άποφασίζει,
τό έκτελεΐ άκόμη καί μέ τά άψυχα, τά άόρατα, άκόμη καί μέ τίς πέτρες.
... Καί λίγο πιό κάτω, λίγο προτού τερματίσει τήν
καταπληκτική στήν 'Ιστορία εκείνη προσευχή, στρέφει τήν προσοχή του στά παιδιά
της Γαλιλαίος. Στούς πιστούς όλων τών έποχών. «Πατέρα άγιε, φύλαξέ τους μέ τήν
δύναμη τού ονόματος σου. Γιά νά σταθούν ένω-μένοι όπως είμαστε έμεϊς. 'Όσο
ήμουν κοντά τους στόν κόσμο, τούς έφύλαγα μέ τήν δύναμη τοΰ ονόματος σου.
Εκείνους όπου μοΰ έμπιστεύθηκες, τούς έφύλαξα. Καί κανένας τους δέν χάθηκε,
παρά ό υιός τού χαμού, γιά νά έκπληρωθεΐ ή προφητεία τής Γραφής. Όμως τώρα άπό
στιγμή σέ στιγμή έρχομαι κοντά σου καί όσα λέγω, τά λέγω ένώ είμαι άκόμη στόν
κόσμο. Γιά νά πάρουν καί νά διατηρήσουν μέσα τους τήν χαρά τέλεια. Τούς
μεταβίβασα τόν λόγο σου καί ό κόσμος τούς έμίσησε. Γιατί δέν είναι άπό τόν
κόσμο. Καθώς κι εγώ δέν είμαι άπό τόν κόσμο. Δέν σέ παρακαλώ νά τούς πάρεις, νά
τούς άποτραβήξεις, νά τούς μεταφέρεις στούς ούρανούς. Άλλά νά τούς φυλάξεις άπό
τόν Πονηρό όπου κυριαρχεί στόν κόσμο. (Γιά νά τόν άναποδογυρίζει στό ψέμα).
Άγίασέ τους μέ τήν κρυσταλλένια σου άλήθεια. Κάθε λόγος δικός σου τοξεύει
άλήθεια».
Βλέπουμε ότι ό «πάντων άγιων άγιώιαιος Λόγος», μέ
ταπεινό φρόνημα άκρατης ύπακοής, ζητεί τήν παντοδυναμία τοϋ Πατέρα γιά μερικά
όστράκινα σκεύη. Πα-ρακαλεΐ νά διατηρήσει τούς έλάχιστους άνάμεσα στήν
άνθρωποθάλασσα διαλεκτούς, τό πρώτο δηλαδή «μικρό ποίμνιο», τά πρώτα
καταφρονεμένα άπό τόν κόσμο μέλη τής μέλλουσας νά Ιδρυθεί μέ τό αίμα τοϋ
Γολγοθά, Εκκλησίας. Άπό τί νά τούς διατηρήσει; Άπό τόν πονηρό, τόν άρχοντα τοϋ
έρέβους. Άπό τόν δρομοδείχτη τής προσωρινότητας μέ δόλωμα τήν λεωφόρο. Άπό τήν
έγωπάθεια, τήν μάταιη τέρψη, τήν ψευδαίσθηση τοϋ τώρα, τήν έπανάσταση τής
σάρκας, τήν ένοχη έπι-θυμία, τήν διάκριση. Άπό τήν άπελπισία καί τό χάσιμο της
ύπομονής. Άπό κάθε ψυχοφθόρο παραστράτημα όπου σφιχτοδένει τήν καρδιά μέ τό
χώμα. Καί τήν «καθιστά» ταλαίπωρο καί τραγικό δημιούργημα. Ξεστρατι-σμένο άπό
τό γιδόστρατο τής σωτηρίας. Δυστυχισμένο.
* * *
Γιά νά έπανέλθουμε στήν συγκλονιστική άλήθεια όπου
ύστερα άπό δύο χιλιάδες χρόνια διαλαλεΐ σήμερα ό σύγχρονός μας Ρώσος Φλωρόφσκυ,
ένώ τό Ευαγγέλιο έχει τήν πρώτη άπό όλα τά βιβλία τής οικουμένης κυκλοφορία,
ένώ σύμφωνα μέ τήν προφητεία τοϋ 'Ιδρυτή τής Εκκλησίας «κατέστη» πλέον στούς
κόσμους «σημεΐον γνωστόν καί άντιλεγόμενον», ένώ υπάρχουν έξωτερικές
ιεραποστολές καί οί μαϋροι στήν Αφρική βαπτίζονται «άγεληδόν» έπιστρέφοντας στό
Φώς, ένώ στά σταυροδρόμια τών διεθνών διαβάσεων υψώνονται καλλιμάρμαροι χριστιανικοί
ναοί, μέ λαμπροστόλιστους μέσα ιερείς, Επισκόπους, Αρχιεπισκόπους, Πατριάρχες,
καρδινάλιους καί Ποντίφηκες, δισεκατομμύρια ψυχές γεννιούνται γιά νά καυχηθοΰν,
νά ψευτογΛεντή-σουν, νά διακριθοϋν, νά μεθύσουν, νά σπιλώσουν τήν κατοικία της
ψυχής, νά έγκληματίσουν, νά γελοιοποιηθούν καί νά χαθούνε. Νά τούς καταπιεί
δηλαδή σάν άπορρίμματα ό άπορροφητήρας της φθοράς καί τής άκολασίας. «Ή
έτεροσυντήρητη δύναμη τού κακού, τό δηλητηριώδες μανιτάρι» τονίζει ό Ρώσος,
«υφαρπάζει άπό τά χέρια τού Δημιουργού τό άγαπημένο του δημιούργημα, τό
άναποδογυρίζει, τό άπομυζά σάν τήν άράχνη, τό αύτοκαταστρέφει μέ φοβερή μανία.
Τό έξα-πατά, τό παρασύρει, τό πολτοποιεί καί τελικά τό πετά «όζον πτώμα» στόν
Καιάδα τού άφανισμοΰ. Γεγονός πού γίνεται παρά τήν θεϊκή θέληση καί έπιθυμία».
Παντού υλισμός, παντού ύψηγορία, μεγαλομανία, πάλη τών τάξεων, αύτοερωτισμός,
προβολή τού έγώ, στροφή πρός τήν άγέλη, συγκρούσεις, πάθη, καταστροφή. Άν
προσθέσουμε καί φαινόμενα τών τελευταίων εξελίξεων, τόν χαμό δηλαδή τής
γυναίκας, τόν έξευτελισμό τής κόρης, τήν γυναικοποίηση του άνδρός, τά
ναρκωτικά, τόν άναι-δέστατο καί προκλητικό άθεϊσμό καί πολλά άλλα σύγχρονα
φαινόμενα, μάς καταλαμβάνει μελαγχολία. ’Ανομολόγητη θλίψη.
Γιάτι τάχα ό «έχων εξουσίαν έπί πάντων τών
άν-θρώπων», γιατί άνέχεται νά γίνεται τέτοια ομαδική, ξέφρενη αύτοκαταστροφή;
Γιατί δέν έπεμβαίνει νά τήν άνακόψει; Ό Ρώσος μέ περίσκεψη μάς άπαντά:
«'Απλούστατα, γιατί σέβεται τήν έλευθερία καί τήν άνεξαρ-τησία τού ύπερτέλειου
τούτου ψυχοσωματικού δημιουργήματος. Δέν θέλει νά τό σπρώξει, παρά τήν θέλησή
του, δέν θέλει νά τό άναγκάσει νά προχωρήσει στήν εύτυχία του. Τοϋ τήν δείχνει
άδιάκοπα μέ χίλιους τρόπους. Καί μέ ιόν άπέραντο χρόνο, καί μέ ιά γεγονότα καί μέ
ΐήν στιγμή. Όμως οί άνθρωποι άγάπησαν καί άγαποΰν τό σκότος. Προσκολλήθηκαν μέ
καλπάζουσα τρυφηλότητα στά πονηρά έργα τους, μέ κανένα τρόπο δεν ματαγυρίζουν
στην στενή πύλη, στήν τεθλιμμένη όδό πού όδηγεΐ στήν σωτηρία». Τί τραγωδία!
«Επιμένουν στήν προσωρινότητα, στήν άσέλγεια καί τό σήμερα. Φάγωμεν, πίωμεν,
αΰριον γάρ άποθνήσκομεν. Τούς ύπερμεθάει τό ψεύδος. Ό ένας ξεγελάει τόν άλλο
καί αύτοηδονίζονται μέ τήν χλεύη, τήν άπάτη, τόν φα-τριασμό, τήν δολοπλοκία, τό
μίσος».
Υπάρχουν άραγε στόν αιώνα μας παιδιά τής Γαλιλαίος;
Ώ άν δέν υπήρχαν... Μήτε μισή στιγμή ό πανόμορφος τούτος πλανήτης, τό
κομψοτέχνημα τής Δημιουργίας, θά στεκόταν στόν περίγυρό του. Δίχως πολλές
διατυπώσεις καί πρό τής ώρας του, θά γινόταν ό,τι τρέμουν σήμερα τά σκεπτόμενα
παιδιά μας. Θά άνατι-ναζόταν στόν άέρα. Μονολιθικές άναθυμιάσεις άηδίας στήν
μεγαλειώδη άρμονία «ορατών τε καί άοράτων» δέν γίνονται ανεκτές. Υπάρχουν, ναι
υπάρχουν, σέ όλο τόν κόσμο τής φθοράς. Πόσοι καί ποιοί; Κανείς δέν ξέρει.
Σκορπισμένοι σέ σταυροδρόμια, ώκεανούς καί λαγκαδιές. Ταπεινοί καί
καταφρονεμένοι, θαρραλέοι κι ετοιμοπαράδοτοι γιά διωγμό, θλίψη, μαρτύριο.
Προσεύχονται, θλίβονται, έλπίζουν. Καί περιμένουν. ’Άνδρες, γυναίκες, έφηβοι,
παιδιά. Τό μικρό ποίμνιο ποτέ δέν θά έκλείψει. «Πύλαι άδου, ού κατισχύσουσιν» στήν
ιερή αίματόβρεκτη μέ θεϊκό αίμα Κιβωτό.
ΝΑ υπέροχο παλληκάρι της Γαλιλαίος, μέ ιίς λιγότερες
ίσως άιέλειες ήταν καί ό Ιωάννης. Δέν ήταν υπεράνθρωπος, μήτε θεός. Ήταν κι
αύτός χωματένιος. Νεαρός τότε, άκουμποϋσε τήν άνασαιμιά του στήν έλπίδα,
έντρυφοΰσε στόν Μωσαϊκό νόμο μέ τά μή καί τό μαστίγιο, στήν Παλαιά Διαθήκη,
στίς παρηγορητικές προφητείες. Καί άκακος σάν άρνί, βοηθοϋσε τόν γέρο Ζεβεδαΐο,
τόν πατέρα του, μαζί μέ τόν άδελφό του τόν ’Ιάκωβο στόν μόχθο τής βιοπάλης.
Στήν ψαρική. Κοντολογής σ’ επάγγελμα όπου στηρίζεται στήν ύπομονή, στόν
όλονύ-κτιο άγώνα, στήν ολιγάρκεια. Μητέρα του ήταν ή Σαλώμη μιά άπό τις
θυγατέρες τοϋ δίκαιου Ιωσήφ. Όταν ό άνθρωπος δουλεύει ταπεινά, όταν άποφεύγει
τήν αύ-τοπροβολή, τήν επίδειξη, τήν άτομική του θέληση καί άκουμπά τήν σκέψη
του στήν θεία δικαιοσύνη, δίχως νά τό καταλαβαίνει, εισπράττει. Παίρνει. Τί
άραγε; ’Αξιώματα, θέσεις, θαυμαστές, άργύρια, περιουσία, καλοπερνάει σάν
πρίγκηπας; Όχι. Άπό άνεμο σέ άνεμο, άπό βραδιά σέ βραδιά «άοράτως», κατακτά
χιλιάδες φορές άνώτερα βραβεία. Παίρνει πνευματικούς θησαυρούς. Χαρίσματα όπου
μήτε κλέβονται, μήτε άφαιροΰν-ται. Ποιός τούς προσφέρει, ποιός τούς άκουμπά στόείναι
του, στήν καρδιά του; Ό φυτευτής Παράκλητος. Τό Πνεϋμα τής άλήθειας.
Ό ’Ιωάννης άπό τά είκοσι δύο του χρόνια, δίχως νά τό
διαισθάνεται είχε κιόλας πάρει άγάπη. Ή άγάπη δέν μυρίζει ποτέ χώμα, δέν
γνωρίζει άρρώστεια ή ά-σχήμια. Είναι πάντα πρόθυμη νά έξυπηρετεΐ.
Προδια-κατέχει τό μυστικό τής άγνότητας τό όποιο μαγνητίζει καί έμπνέει
έμπιστοσύνη. Άπόκοντα καί άλυσιδωτά είχε πάρει τήν άθωότητα. Τό άκηλίδωτο τής
σκέψεως. Τό πεντακάθαρο τής ολοκληρωμένης παρθενίας. Όπως έμεις οΐ άμαρτωλοί
άδυνατούμε νά καταλάβουμε τό χάρισμα τής νοερής προσευχής, όπου μερικοί όσιοι
άξιώ-θηκαν νά τήν λένε άκόμη καί στόν ύπνο, έτσι δέν κατορθώνουμε νά
καταλάβουμε τό «εν συνεχεία» άκηλίδωτο τής σκέψεως. Έδώ καί χίλια χρόνια άν
κανείς κουβέντιαζε στίς άγορές καί στίς πλατείες, γιά έρτζιανά κύματα,
ραδιόφωνα κουτάκια ή τηλεόραση, θά τόν έδεναν πισθάγκωνα καί θά τόν έσερναν στό
τρελλοκομεΐο. Εφόσον λοιπόν ό χωματένιος άνθρωπάκος άνακαλύ-πτει συνέχεια
μυστηριώδεις ένέργειες τής ύλης, ποιός μπορεΤ νά άμφισβητήσει τήν δύναμη τών
χαρισμάτων τού Δημιουργού;
Μέ τό χάρισμα τούτο φυτεμένο «άοράτως» σάν άει-θαλές
εύοσμο άνθος άπό τόν Παράκλητο στήν καρδιά, μόλις άντήχησε άπό τήν έρημο ή φωνή
τού Προδρόμου, ό νεαρός ιδαλγός, είκοσι δύο περίπου χρονών, βρέθηκε καταγεμάτος
ένθουσιασμό στίς όχθες τού ’Ιορδάνη. Ή φλόγα τής νιότης όπου τόν έκαιγε καί ή
θλίψη γιά τήν κατάπτωση τής έποχής του, στήν πύρινη ματιά τού μεγαλύτερου
Προφήτη τής οικουμένης, άνα-κάλυψαν διέξοδο. Σταυροδρόμι καί ψηλοκορφή γιά να γνωρίσει
νέους ορίζοντες. Ό ισχνός έρημίτης μέ τά λιοκαμένα καλαμένια πόδια καί τό
τρίχινο ροϋχο, περι-φρονητής της κοιλιάς καί της λαιμαργίας, συντραβοϋσε,
μαγνήτιζε τήν άνεμοδαρμένη έλπίδα. Επόμενο νά μήν ξεκολλάει άπό τό μαχαίρι
έκεϊνο τοϋ πνεύματος. Επόμενο ό Προφήτης νά διαισθανθεί τό χαρισματοϋχο
παλληκάρι τής Βηθσαϊδά. Επόμενο νά τού υποδείξει λίγο άργότερα τόν «όπίσω του
’Ερχόμενο όσης» σάν ισχυρότερος μέλλει νά βαπτίζει τούς «μετανοοΰντας εν
Πνεύματι δυνάμεως, έν Πνεύματι άγίω». Δέν είμαι ικανός νά σκύψω νά τού λύσω τά
κορδόνια άπό τά σανδάλια. .. διαβεβαίωνε.
Έτσι καλλιεργημένο καί μακρυά άπό τίς πονηριές, τούς
βουβοπαλμούς καί τά μικροσυμφέροντα τού κόσμου, τόν παραλαμβάνει ό «πάντων
άγίων, άγιώτατος Δόγος. (Έγώ Πατέρα, έδωκα αύτοΐς τόν λόγον σου καί ό κόσμος
έμίσησεν αυτούς, ότι ούκ είσίν έκ του κόσμου). Τόν παραλαμβάνει, κουβεντιάζουν,
σεργια-νούν, περπατούν στίς άκρογιαλιές. Στίς ταντελλωτές ά-βάλες τής
Γαλιλαίας. Τού χορηγεί μέ άπλοχεριά δικαιοσύνης όπως καί στούς έντεκα νά βγάζει
δαιμόνια, νά θεραπεύει άρρώστειες, λίγο πρωτύτερα άπό τόν φρικτό Γολγοθά, τόν
προκρίνει νά παραβρεθεί στήν Μεταμόρφωση, στό ύπέρλαμπρο έκεϊνο Θαβώρειο Φως.
Ώ, τό θαβώρειο Φώς! Πόσο άνασυντάσσει, πόσο μαγνητίζει τίς καθαρές - άπλοϊκές
καρδιές, όπου λυώνουν γιά ραντισμούς λατρείας στόν ύπερευεργέτη ’Εσταυρωμένο!
Όσο περνούν οί ημέρες ό ’Ιωάννης δίχως νά παύσει
νάναι πήλινο σκεύος, χωματένιος δίχως ν’ άπο-τινάξει έντελώς κάθε ’ίχνος σκόνης
άπό τίς άδυναμίες τής καθημερινότητας, σέ στιγμές «θεϊκής τραγωδίας»,
θά συμφωνήσει μέ τήν Σαλώμη τήν μητέρα του καί τόν
άδελφό του Ιάκωβο, νά έπωφεληθοϋν τής ευκαιρίας, γιά νά κερδίσουν τήν
παραπλήσια θέση στήν μεσσιανική κυριαρχία. Τήν θέση τοϋ άχώριστου συμπαραστάτη.
Σέ Βασιλεία φανταστική, μέ ύλική ύπερδύναμη καί άτε-λεύτητη διάρκεια. Κράμα
άφοσίωσης, ευσέβειας μέ υπόβαθρο διακριτικής προβολής. Άλλά μόλις άκούσει τήν
συγκλονιστική άπόκριση «δέν ξέρετε τί άκριβώς μοϋ ζητάτε», θά σκύψει υπάκουος
τόν αυχένα. Όσο γιά τό ποτήρι τό καταγεμάτο βάσανα, ήταν άποφασισμένος. Καί
δίχως άνυπομονησία, δίχως εγωιστική πλέον βλέψη ή παραπονετική διάθεση, θά τά
καταφέρει νά φθά-σει «παραπλήσιος τώ Διδασκάλω», στόν μυστικό δείπνο. Στήν
άπαρχή τού μυστηρίου τών μυστηρίων. ’Απροσδόκητα θά τά καταφέρει νά γείρει, ν’
άκουμπήσει στό ιερό έκεϊνο στήθος, στήν καρδιά τού Ενός τής όμοου-σίου καί
ζωοποιού καί άδιαιρέτου Τριάδος. Γιά νά τού μεταδοθούν «έν σπέρματι» τά
«κεκρυμμένα ρήματα» τής άνω καθέδρας. Γιά νά γίνει δέκτης μεταφοράς τους
άργότερα, καί στήν Μητέρα τών χριστιανών. Σέ στιγμές πού θά «σιγοψελλισθεΤ» άπό
τά άχραντα χείλη ή πληροφορία έκείνης τής «έκ τών ένδον» προδοσίας, αυθόρμητα ή
παρθένα συνείδηση άναταράζεται άπό έκπληξη. «Ταύτα είπών ό ’Ιησούς έταράχθη τώ
πνεύματι καί έμαρτύρησε καί είπε: ’Αμήν - άμήν λέγω Ύμΐν ότι εις έξ ύμών
παραδώσει με. Έβλεπον ούν εις άλλήλους οί μαθηταί, άπορούμενοι περί τίνος
λέγει. Ήν δέ άνα-κείμενος εις έκ τών μαθητών αύτού έν τώ κόλπω τού ’Ιησού, όν
ήγάπα ό ’Ιησούς. Νεύει ούν τούτψ Σίμων Πέτρος πυθέσθαι τίς άν εϊη περί ου
λέγει. Έπιπεσών δέ έκεΐνος επί τώ στήθος τού ’Ιησού λέγει αύτώ: Κύριε, τίς
έστίν;»
Ωρες άργότερα, μέ ιό κϋρος φαίνεται κάποιας
μαθητείας του στήν μεγάλη σχολή τών νομοδιδασκάλων σάν γνώριμος στόν ’Αρχιερέα,
θά τόν άκολουθήσει μέ ταραγμένη διαίσθηση. Δεμένο, σερνάμενο νύκτα στήν αύλή
τών πρώτων έξευτελισμών, τών πρώτων ταλαιπωριών καί βασάνων. Στήν ’ίδια αύλή
πού θά τρυπώσει κι ό Πέτρος. Γιά νά τόν άπαρνηθεί πανικόβλητος άπό άνεύθυνες
έρωτήσεις. Γιά νά καταλάβει τήν άδυναμία του. Καί νά κλάψει.
’Αμίλητος, σκυφτός, καταγεμάτος σιωπηλή περίσκεψη,
οδύνη, θά συναριθμηθεΐ μέ τούς δυό ή τρεις όπου άκολούθησαν μέ τόν άγέρα τής
φρίκης τήν πορεία τών θεοκτόνων στόν Γολγοθά. Σιμά στήν Παρθένο θά «θεάται» τήν
άχαριστία τού δημιουργήματος στόν Δημιουργό. Τό έγκλημα τής 'Ιστορίας. Άπό
στιγμή σέ στιγμή ή καρδιά του θά πολτοποιείται στήν άπορία. Θά γίνεται
συντρίμμια.
Ναί, έγινε σκότος. Παντού. Έγινε σεισμός καί
κατατρόμαξε ό εκατόνταρχος. Κιτρίνισαν οΐ στρατιώτες, διαδόθηκε ότι σκίστηκε
καί τό παραπέτασμα τού ναού στά δύο. Άλλά δέν φαινόταν άκαριαία, δυναμική,
σίγουρη λύση. Οί Φαρισαίοι ολόγυρα έκάγχαζαν, καμιά κατατρόπωση τού ολέθρου.
Άραγε σέ τέτοια δευτερόλεπτα, άναθυμόταν τάχα τήν Μεταμόρφωση, τήν
συγκλονιστική προσευχή τής τελευταίας νύχτας; Αδύνατο τότε σέ τέτοιες ώρες ό
άνθρωπος νά σταθεί άκλόνητος. Τό πνεύμα του χανόταν, κουκουλωνόταν στόν
σπαραγμό, στήν άπαισιοδοξία. Αφού ό ’ίδιος ό ’Εσταυρωμένος, ό μόλις χθές
«κάλλει ώραίος», καταματωμένος καί «έν άτιμώσει», γυμνός, έκτεθειμένος στά
βλέμματα κάθε φιλοπερίεργου, παραπονέθηκε συγκλονιστικά στόν Πατέρα. Γιά
έγκατάλειψη... Τί άσύλληπτη σέ ύψος καί βάθος άλήθεια, χρονική ώρα! Γιά ιούς
εμπόρους, ιούς άργυραμοιβούς, τόν δίβουλο όχλο, δέν συνέβαινε τίποτα τό σημαντικό.
Κάθε δά λίγο καί λιγάκι, δέν άκού-γονταν άτιμωτικές έκτελέσεις; Οί τρανοί,
άπολάμβαναν τήν τρεχούμενη σιγουριά. Κι όμως γιά τήν οικουμένη καί γιά τό
μυστήριο τής σιωπής, ένα ιερό σφάγιο, τής πνευματικής παντοδυναμίας ό Λόγος,
άποτελείωνε τήν ύπερτραγική, προαιώνια άπόφαση. Ώ, ’Ιωάννη!
’Αντίκρυ στήν άσήμαντη γιά τόν κόσμο έκείνη Μητέρα,
είκοσι έπτά περίπου χρονών, παρακολουθούσε. Τόν πόνο καί τό δάκρυ.
Άν τού έλεγαν ότι κινδύνευε νά τόν έκτελέσουν, ότι
σέ λίγο θά πέθαινε δέν τού καιγότανε καρφί. Καλύτερα. Νά μήν ζοΰσε, νά μήν
ματάβλεπε τέτοια γεγονότα. Έλεγε βέβαια ό Ραββί, γιά τόν θάνατό του. ’Αλλά πάλι
έτσι...έτσι τραγικά, τόσο δυστυχισμένα. Πώς θά τελείωναν;
Όταν ξάφνου, άπό τούς στερνούς λυτρωτικούς πόνους
άντήχησε: «Γύναι ϊδε ό υιός σου.,.ϊδε ή μήτηρ σου». Τό τέλος ήταν πιά κοντά.
Έφθασε. Ό θάνατος βέβαιος γιά τήν έξουσία του, ιδού, άνάγειρε πλάι τήν ποιό
συγκλονιστική Μορφή τού διχασμού τής 'Ιστορίας «Τετέλεσται». Ή ολιγάριθμη
συνοδεία τών γυναικών καί τού εαυτού του, τί μπορούσε άλλο νά κάνει; Δέν έμενε,
γιά νά μήν πέσουν χάμου, ν’ άποτραβηχθοΰν ό καθένας στό σπιτικό του. «Καί άπ’
έκείνης τής ώρας έλαβεν ό μαθητής αύτήν εις τά ’ίδια». "Απλωνε τό χέρι
προστατευτικά καί ξανά μέ άργό βήμα οδήγησε τήν Μητέρα τού σπαραγμού στό
σπιτικό του. Πόσο άσύνθε-τη πού είναι ή άπλότητα! Δεύτερος γιός καί παρθένος...
’Αντάξιος νά παρασταθεί στήν Παρθένο. Καί δίχως νά
τό αισθάνεται, άπό τό θεϊκό στήθος γινόταν δέκτης, ταμεϊον θησαυροϋ γιά νά τής
μεταβιβάσει τά μυστήρια της ήρωϊκής Εκκλησίας. Γιά νά γίνει αύτή πιά μεσίτρια,
προστάτρια τών χριστιανών. «Ελπίς άπηλπισμένων, ρόδον τό άμάραντον».
* * *
Συνεχίζεται
Πρώτη αποκλειστική δημοσίευση στο Ορθόδοξο Διδίκτυο
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση με αναφορά πηγης την Ιστοσελίδα
ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.