Τό συναξάρι τοῦ Κυρ Βασίλη
Στά γρανιτένια δόντια τῆς ἠπειρώτικης Νεμέρτσικας ἡ γέννα ἦταν πόνος καί ἡ διαχείρηση τοῦ πόνου μέ περιφάνεια ἦταν τό ζηλευτό ἄγαλμα πού πῆρε ψυχή καί ὑπόσταση στή χήρα νεομάνα μέ τά τέσσερα παιδιά. Παρόλο πού ὁ συγγραφέας μᾶς λέει ἀπαρχῆς γιά τή χηρέψασα νιότη της, ὁ ἀναγνώστης ἔχει ἤδη ἐντυπώσει στά πτυχοκάρδια του ὅτι πρέπει νά ζωγραφίσει μέ τά μάτια του μία γηράσκουσα νιότη ἤ μία νεανίζουσα γηραιότητα. Δέν εἶναι, λοιπόν, μόνο ἡ πλούσια πενία, εἶναι καί αὐτή ἡ παραδοξολογία πού χρωματίζει τό μυθαλήθεμα τοῦ κυρ Βασίλη. Τί νά περιγράψει κανείς ἀπό τούς χαμούς πού ἔζησε ἡ νιά γερόντισσα; Τήν κόρη της τήν Ἀρετή πού χάθηκε μικρή περιστερά; Μέ τρία γεννίδια ἔμεινε ἡ παράδοξη νεογερόντισσα, ἀναπαρθενεύοντας τή ζωή της μέσα στόν ξεχειλωμένο κόσμο πού παράγει χαλασμούς κι ἐρείπια. Σαράντα χρόνια Τουρκιᾶς τά ἔζησε ἡ φτωχή.
Ὄχι ὅμως πώς οἱ Τούρκοι ‘ξέραν τό χωριό κεῖ πάνω. Κανείς ἐκτός τῆς φτώχειας δέν μποροῦσε νά καταχτήσει τοῦτο τό χωριό. Αὐτή τό κατέλαβε ἐλευθερώνοντάς το! Ἡ φτώχεια τούτη ἦταν ἐλευθεροποιός. Ὅποιος θέλει νά καταχτηθεῖ συνάζει ὕλη, ὅποιος δέν θέλει νά
καταχτηθεῖ χτίζει ἀπ’ τή φτώχεια πνεῦμα μεταμορφώνοντας τήν ὕλη δημιουργικά.
Ἔρχεται στή μνήμη μου ἐδῶ ὁ Εὐγένιος ὁ Αἰτωλός πού μιλοῦσε στίς ἐπιστολές του γιά τήν ταπεινή τροφή, τά κραμβολάχανα, τά ὁποῖα πνευμάτωναν τή γλώσσα του, ὥστε νά μή διστάζει νά τά βάλει μέ τούς τρανούς, γιά νά ὑποστηρίξει τούς ταπεινούς. Ἡ φτωχιά γυναίκα τοῦ Μποντσικοῦ μοῦ θύμισε ἔντονα αὐτόν τόν ἀγραφιώτη ὅσιο, ἐφόσον ἡ τίμια φτωχιά μέ τήν ἁγνή πίστη της στόν Θεό χόρταινε τήν πνευματική ἀνάγκη τῶν παιδιῶν της.
Ὁ κυρ Βασίλης μάλιστα δέν συνοστίζει τή σκέψη του! Μιλᾶ γιά τό κρυφό σχολειό τοῦ παπα-Δωρόθεου στήν ἐποχή μας, ὅπου συνασπίζονται φανερά οἱ ἀθεόδωρες ἀντιλήψεις γιά τήν παιδεία αὐτοῦ τοῦ τόπου καί τόν πολιτισμό της. Στόν Πωγωνίσκο ἄφησε τήν περπατησιά του ὁ πατροκοσμάς. Αὐτό τό κινοούμενο καταφανές σχολειό τῆς Ρωμιοσύνης. Ἡ ἐκκλησιά ἦταν σχολειό, μιά κι αὐτή ἐξάγνιζε τή φτώχεια μέσα στόν πλοῦτο τῆς ἀδαπάνητης λειτουργιᾶς. «Χωρίς Θεό δέν φτουράει ὁ ἄνθρωπος», ἔλεγε στά παιδιά της ἡ φτωχιά.
Στόν σύγχρονο ἄνθρωπο, μά καί στόν περασμένο, ἡ φτώχεια δέν εἶναι καμάρι, γιατί ὁ πολύς «κόσμος μας» εἶναι ὀντολογικά ἀνεκκλησίαστος καί ἀλειτούργητος. Εἶναι ἀθεόκοσμος. Κι ἄν πάει στήν ἐκκλησιά εἶναι γιά νά δεῖ καί νά εἰδωθεῖ, ὄχι ὅμως ὡς ἴσος πρός ἴσον κατάματα στό σῶμα τοῦ πτχωχεύσαντος Θεοῦ. Εἶναι ὁ εἷς μέ τόν ἄλλον ἄλλος καί ἄλλος! Εἶναι ὁ εἷς μετά τόν ἄλλον, ὅπως ἀλλοπρόσαλλη εἶναι καί ἡ χορτασιά ἀπό ὕλη καί ψευδοερωτικότητα ἀθεόφιλη τώρα καί πάντοτε, ὅταν κανείς δέν ἀσκεῖται στή φιλότιμη σάρκα τοῦ Θεοῦ. Ἀλλοπρόσαλλος ἦταν καί εἶναι ἐπίσης ὁ λόγος περί φτώχειας καί περί ἀλλόφιλης ξενολογίας, ἐφόσον καί ὅταν εὔκολα πουλιέται «μέ τό καντάρι» ἀπό τούς χορτάτους ὡς ἰδεολογία, ὥστε νά γίνονται πιό πλούσιοι οἱ ἴδιοι κι ὄχι γιά νά γλυκαθοῦν ἐσώψυχα καί πραγματικά οἱ δυστυχεῖς.
Ἔτσι, ἡ ἁγιαφτωχιά τοῦ Μποντσικοῦ μέ στηλωτή τήν ὀσφυϊκή μοίρα δέν ἔψαχνε τή μοίρα της στίς θολοῦρες τῶν ἰδεολόγων τοῦ πολέμου γιά νά σωθεῖ. Ὑποστασιοποιοῦσε τήν ἁγιότητα τῆς φτώχειας ἐκκλησιάζοντάς την. Ὁ παπα Δωρόθεος τό φώναζε στήν ἐκκλησιά τοῦ χωριοῦ: Ὁ ἄνθρωπος δέν ἁγιάζει μέ τόν θάνατό του, ἀλλά μέ τή ζωή του. Μείνετε φτωχοί καί τίμιοι, τούς ἔλεγε, στή φτωχοεκκλησιά. Ἔτσι κήρυττε τήν ἁγία πτωχεία, ἁγιογραφώντας τή ζωή τῶν χωριανῶν μέσα ἀπό μία βαθιά ὀντολογία. Ναί, ὁ πραγματικός δάσκαλος δέν διαφημίζει τούς τίτλους του. Ἔτσι, ὁ παπα Δωρόθεος ξεσκόλιζε μαθητές ὡς ἄριστους στή ζωή καί στά γράμματα, ὅπως ξεσκόλισε αὐτός ὁ ταπεινός παπαδάσκαλος τόν ἕνα ἀπό τούς δύο γιούς τῆς πονεμένης, τόν Σωκράτη. Αὐτός ἦταν ὁ τίτλος τοῦ πραγματικοῦ δασκάλου.
Κόντευε μέ τόν καιρό νά ῤθεῖ τό ρωμαίικο, μά ἡ φτώχεια φτώχεια! Φτώχεια πού ἀποδεικνύονταν σύν τῶ χρόνω ὄχι μόνο ἅγια καί τίμια, μά καί σοφή. Μετά τόν Τοῦρκο ἦθρε ὁ Ἀλβανός στήν ἔρμη περιοχή καί χωρίστηκε ἡ γῆς μέ μιά μαχαιριά τῶν ψευδαρχόντων τοῦ κόσμου. Καί τί νά πεῖς γιά τίς μάχες τοῦ ’40 κεῖ πάνω; Ἔδωσαν, ὅμως, αὐτές μιά ἐλπίδα ἑνότητας στό ρωμαίικο! Ὁ Εὐτύχιος, τ’ ἄλλο ἀγόρι τῆς φτωχιᾶς γύρισε σῶο ἀπό δαῦτο τόν πόλεμο, στόν ὁποῖο οἱ Γερμανοί σκόρπισαν ἀκόμη περισσότερη δυστυχία, πείνα καί θάνατο. Τά λάχανα ἔμειναν στή γῆς παρηγοριά, μά δέν μποροῦσες νά τά ἑνώσεις μέ τό ψωμί. Πάλι καλά πού φύτρωναν κι αὐτά τά ἔρμα..!
Καί νά τέλειωναν ὅλα μέ τούς Γερμανούς; Ποῦ τέτοια τύχη! «Ὅ,τι δέν ἔκαναν παλαιότερα οἱ Τούρκοι καί ἀργότερα οἱ Γερμανοί, τό καναν οἱ ἀντάρτες μέ ἰδιαίτερη μάλιστα σκληρότητα (!)» (σ. 52). Ἀδερφοσκοτωμοί γιά τό τίποτα! Ἤ, μᾶλλον, τίποτα γιά τούς ἀδελφοσκοτωμούς πού ν’ ἀξίζει λόγου. Μόνο ξεριζωμός, γιατί ἡ φτωχιά ἔπρεπε τώρα νά φύγει ἀπό τήν πέτρινη φωλιά της καί νά ξενιτευθεῖ, γιά νά γλιτώσει ἀπό τή μανία τοῦ πλούσιου σέ ἰδεολογία πολέμου. Ἄν δέν περιφανευόταν ἐνυπόστατα στή φτώχεια της, δέν θά ’ταν τόσο πράγματι πλούσια καί στόν ξεριζωμό τῆς φαμίλιας της στήν Κόνιτσα. Ἐκεῖ, ὅμως, βρῆκε ὁ γιός της δουλειά καί κουτσά στραβά γυρνοῦσε ὁ χρόνος. Γύρισε τόσο πού κι ἡ ἐγονή της, ἡ Ἀρετούλα, ἦρθε μετά ἀπό ἑφτά χρόνια ἀπό τά βασιλικά οἰκοτροφεῖα τῆς Ἀθήνας πίσω στήν ξέσπιτη ἑστία, κλείνοντας τίς ρωγμές τοῦ χωρισμοῦ τῆς μάνας, τῆς Χαρικλιῶς, μέ τό παιδί.
Ὁ Εὐτύχης, ὁ γιός της, παρέμεινε μόνιμα ἡ κοντινή της εὐτυχία ὥς τό τέλος. Κάποιος μένει πίσω…, ὅταν τ’ ἀδέλφια εἶναι πολλά. Εὐτυχῶς…, γιατί δέν εἶναι πάντα ἔτσι στή ζωή! Ἡ Χαρικλιώ, ἡ γυναίκα τοῦ γιοῦ της, περιφέρεται στίς περιγραφές τοῦ βιβλίου ὡς ἡ ἅγια ὑπομονή, ἡ ἅγια ὑποταγή. Ὑποταγή, ὅμως, στήν τίμια πτωχεία καί συγκατοίκηση μαζί της! Ἀπό σπίτι σέ σπίτι, ἀπό προσφυγιά σέ προσφυγιά! Ἀπό τήν ἀνυποστασία τῆς ζωῆς σέ μιά ἄλλη ἐνυποστασία… τῆς ὄντως ζωῆς!
Τό σπίτι, ὅμως, πού χρεώθηκε, μετά τόν πρῶτο δύσκολο καιρό, γιά ν’ ἀγοράσει ὁ Εὐτύχης στήν Κόνιτσα, εἶχε αὐλή, ὅ,τι χρειάζεται ὁ ἄνθρωπος, πού εἶναι φτιαγμένος ἀπό γῆ κι ἐλευθερία. Οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι τήν ξέρουν καλά αὐτή τήν ἐλευθερία, τήν ἀναπνέουν. Ἔτσι δέν ξεστομίζουν μέ αὐθάδεια τό γιατί ἀπέναντι στόν Θεό γιά τίς δυστυχίες τους: «Νά χαίρεστε», ἔλεγε στά παιδιά της ἡ γερόντισσα, «ὅταν πονᾶτε καί ὑποφέρετε γιατί ὁ πόνος εἶναι τό χάδι τοῦ Θεοῦ» (σ. 107).
Ἡ ἐγγονή της, ἡ Ἀρετή ἔμαθε μοδιστρική στήν Κόνιτσα καί ἔντυνε τόν κόσμο (της). Ὁ ἐγγονός της ὁ Βασίλης ἔδειχνε πώς ἦταν ἐρωτευμένος μέ τά γράμματα καί τά πήγαινε ἔξοχα στό σχολειό. Ὅλα αὐτά ἦταν εὐλογημένα. Μά ἡ γερόντισσα ζοῦσε τόν χωρισμό ἀπό τό Μποντσικό καί τήν πατροπαράδοτη γῆ. Δέν ἄντεχε νά μήν μπορεῖ νά πάει στά ἑλληναλβανικά νέα σύνορα, πού γίνονταν σίδερα ἀνάμεσα στό σῶμα καί τήν ψυχή της. Ὅταν κι ὁ γιός της κατάλαβε μετά ἀπό καιρό πώς κανείς δέν μποροῦσε νά ἐμποδίσει τούτη τήν ἕνωση. Ἡ γερόντισσα, λαβωμένη κι ἀπ΄ τήν ἀρρώστια τοῦ ἐγονοῦ της, γιοῦ τοῦ γιοῦ της τοῦ Εὐτύχη, κίνησε νά ξαναδεῖ τό χωριό της, νά ξαναναπνέψει ἀέρα καί ἀναμνήσεις…, παίρνοντας μαζί της τόν μικρό Βασίλη, … νά ἀναπνεύσει κι ἀπ’τά μελλούμενα πού ἔρχονταν καί τήν ἤθελαν νά ξεπεζεύει ἀπό τόν κόσμο τοῦτο, τόν χαλασμένο.
Τό καλοκαίρι τοῦ ’51 ξεκίνησε ἄφοβα μέ τόν ἐγγονό της γιά τό Μποντσικό, νά δεῖ τό σπιτικό της. Ἄν καί φρουρούμενη τότε ‘κείνη ἡ περιοχή, ἡ γερόντισσα δέν σκιάχτηκε ν’ ἀνεβεῖ ἀπό κεῖ πού κατέβηκε, ἀπό τόν Πωγωνίσκο, ἐκεῖ πού εἶχε φτάσει κάποτε ὁ αὐτοκράτορας Κωνσταντίνος Πωγωνᾶτος. Ἐκεῖ εἶπε στόν ἐγγονό της τί σημαίνει καλό καί κακό, ἤ καλός καί κακός: «Ὅποιος μᾶς κάνει κακό, παιδί μου, χωρίς ἐμεῖς νά τοῦ φταίξουμε σέ τίποτε, εἶναι κακός» (σ. 122).
Τό μυστήριο τοῦ κακοῦ τό ἔζησε σύγκορμα καί σύψυχα ἡ γερόντισσα σ’ ὅλη της τή ζωή, ὥστε ὁ θανατός της στά 90 της χρόνια νά φαίνεται σ’ αὐτήν, πρίν ἀκόμη ἐπέλθει, ὡς ἡ μυστική ἐνατένιση τῶν ἐσχάτων. Ἡ φτωχοζωή περνοῦσε ἔτσι κι οἱ νέοι μεγάλωναν στή φαμίλια, … οἱ παλιοί μακάρι νά φεύγαν ὅλοι ὄρθιοι, καμαρωτοί, ὅπως ἡ φτωχιά! «Χῶμα νά πατᾶς καί μάλαμα νά γίνεται!», ἔλεγε στόν ἐγονό της, τόν Βασιλάκη, τόν κύριο τοῦ βιβλίου τῆς φτωχοζωῆς, πού ἔπαιρνε τό ‘να πάνω στ’ ἄλλο τ’ ἀριστεῖα… καί τήν φίλευε ἀπό τά γράμματα τοῦ Κόντογλου… Τό νιό ἐρχόταν μέ ὑποσχέσεις γιά κατακτήσεις, στίς ὁποῖες ὁ πόνος εἶχε μπήξει βαθιά τά θεμέλια, ὥστε νά ‘ναι ἔμπονες ἀνθρώπινες κατακτήσεις κι ὄχι καταλήψεις. Τό παλιό εἶχε ἁγιάσει αὐτά τά θεμέλια, ὥστε τό τελευταῖο Πάσχα τῆς γερόντισσας νά εἶναι «κατά τάξιν καί εὐσχημόνως»…, μάλαμα στά χέρια τοῦ Βασιλάκη!
Αἰωνία σου ἡ μνήμη ἅγια μάνα, ἁγιαφτωχιά ἡμῶν, πού εἴχαμε τήν εὐτυχία νά γευθοῦμε πτωχία τιμία καί πλουσία πενία!
Ἰωάννης Κουρεμπελές
Ἀναπλ. Καθηγητής ΑΠΘ
Σκέψεις καί ἀναδιπλώσεις στό μυθαλήθεμα τοῦ Β. Νικόπουλου (Τό συναξάρι τῆς ἁγια-φτωχιᾶς, ἐκδ. ἀδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2011).
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.