Αρχιμ. Βασιλείου Γοντικάκη
Όταν μιλούμε για το κάλλος που δεν είναι απλώς θέαμα εξωτερικό και πρόσκαιρο ή αισθητικό κατηγόρημα, αλλά δύναμι που σώζει τον κόσμο, τότε το Άγιον Όρος, με την ύπαρξι και τη ζωή του, έχει κάτι να μας πη γιατί ονομάζεται Περιβόλι της Παναγίας και όρος της Μεταμορφώσεως.
Δημιουργηθήκαμε από αγάπη, πού είναι θυσία και προσφορά. Σωζόμαστε με την ίδια κίνησι της αγάπης και της προσφοράς του εαυτού μας από ευγνωμοσύνη σ' Αυτόν πού πρώτος μας αγάπησε.
Στην καρδιά της θείας Λειτουργίας λάμπει αυτή η αλήθεια της θείας δόξης και αγάπης· της θυσίας του Υιού του Θεού! Και της πίστεως πού σώζει τον κόσμο...
Άγιος ει και πανάγιος και μεγαλοπρεπής η δόξα σου·
ος τον κόσμον σου ούτως ηγάπησας
ώστε τον Υιόν σου τον μονογενή δούναι,
ίνα πας ο πιστεύων εις αυτόν μη απόληται,
άλλ' έχη ζωήν αίώνιον.
Αυτή η έκρηξι της θείας αγάπης δημιουργεί και συντηρεί το μυστήριο της ζωής και της σωτηρίας του κόσμου. Αυτή καταυγάζει τα σύμπαντα. Αυτή σφραγίζει το Άγιον Όρος και κάνει θεία Λειτουργία όλη του τη ζωή, καθιστώντας τη μονολόγιστη ευχή («Κύριε, Ιησού Χριστέ, ελέησόν με») αναπνοή των μοναχών.
Με την ευχή ομολογούμε την πίστι μας σ' Αυτόν και ζητούμε το έλεος Του: Κύριε, Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με, τον αμαρτωλόν.
Εσύ είσαι ο Υιός του Θεού, ο Θεός, ο δυνατός (σε γνωρίζω και δεν σε γνωρίζω, είσαι απερινόητος).
Εγώ είμαι αδύνατος και αμαρτωλός. Ομολογώ την αδυναμία μου (πού τη γνωρίζω και δεν τη γνωρίζω). Ζητώ το έλεος Σου. Βοήθει μου τη απιστία. Ελέησόν με.
Κύριε, Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με, τον αμαρτωλόν.
Αυτό λέγεται με τα χείλη, με τον νου και την καρδιά. Λέγεται με το σημείο του τιμίου σταυρού, με τις μετάνοιες. Όσο πιο πολύ συνειδητοποιώ αυτό πού λέω, αυτό πού συμβαίνει: ότι Αυτός είναι ο δυνατός, ο Θεός της αγάπης και εγώ είμαι αδύνατος, τόσο και η ενέργεια της ευχής προχωρεί ως ευλογία και εμποτίζει τον νου και την καρδιά μου. Με κρατά στη ζωή. Και με χαροποιεί η αίσθησι ότι, ενώ είμαι αδύνατος και αμαρτωλός, είμαι αντικείμενο της αγάπης του Δυνατού.
Και εγκλιματίζεται ο άνθρωπος σ' αυτόν τον χώρο της αγάπης και ησυχίας. Γίνεται ένα με την ευχή. Ενώνεται φυσιολογικά η αναπνοή και ο χτύπος της καρδιάς του με αυτήν. Και με κάθε κίνησι των σπλάγχνων του δεν αναπνέει μόνο το οξυγόνο του αέρα, αλλά και τη χάρι του Πνεύματος, ως παράκλησι θεία. Βρίσκεται στο φυσικό του κλίμα και περιβάλλον, πού τον γεμίζει με χαρά.
Τα πάντα φωτίζονται έσωθεν:
Όπως το πρόσωπο του Κυρίου και τα ιμάτια Του έλαμψαν από την άχτιστη και προαιώνια δόξα της Θεότητος,
- το κάλλος της Παρθένου λάμπει έσωθεν, είναι ο της κοιλίας αυτής καρπός,
- παρόμοια, οι ταπεινοί και δοσμένοι στον Θεό λάμπουν από μια εσωτερική χάρι και ελευθερία. Δοξολογούν αυθόρμητα, εκούσια και ακούσια, τον Θεό μέρα και νύχτα.
Και ή πλησμονή της αναπαύσεως, ως δύναμι πού τους τρέφει και φως πού τους φωτίζει, παρουσιάζεται σ' όλα τους τα έργα και τις κινήσεις.
Κάτι το αληθινό, αχειροποίητο και ελεύθερο, αναδύεται ακόπως ως θεία δωρεά απ' όλη τους την ύπαρξι. Αλλά, για να γίνη αυτό, πρέπει κανείς πολύ να κουραστή, να πέραση δοκιμασίες, να πεθάνη ατέλειωτες φορές -«καθ' ημέραν αποθνήσκω». Να γίνη (συχνά) μαρτύριο η ζωή του και "κρανίου τόπος" η διαμονή του. Να το αποδεχθή χωρίς δυσανασχέτησι. Τότε μία αίγλη ακτίστου δόξης ανατέλλει γι' αυτούς τους πονεμένους και σφαγμένους, πού χαρίζει την ελευθερία του μέλλοντος αιώνος από σήμερα, προς όφελος των πολλών.
Το κάλλος αυτής της πνευματικής ανέσεως, πού δεν είναι απλώς καρπός κόπου και θυσίας αλλά δωρεά της Χάριτος, πλάθει μέσα στο πέρασμα των αιώνων το ήθος, το πρόγραμμα, τις ακολουθίες, την αρχιτεκτονική των ναών των μονών και όλου του Όρους. Κάτι το αόρατο και άκτιστο διαμορφώνει τα ορατά και κτιστά.
Ολόκληρο το μυστήριο της Εκκλησίας, που είναι απόδειξι της μεθ' ημών παρουσίας του Κυρίου, φανερώνεται ως κάλλος αμήχανον μέσα απ' όλη τη λειτουργική θεολογία και λατρευτική ζωή, με τα τυπικά, τις προσευχές, τα λειτουργικά σκεύη, τις εικόνες και την υμνολογία, όπου ψάλλεται σε όλους τους ήχους η δογματική αλήθεια πού έγινε ποίησι.
Και όπως το κάλλος της θείας καλοσύνης σώζει, η αληθινή σωτηρία μέσα στην Εκκλησία γεννά αγίους-καλλιτέχνες. Και συνεχίζεται η ζωή, ως φιλοκαλία Παραδείσου.
Όταν τον δέκατο τέταρτο αιώνα συκοφάντησαν τους ησυχαστές του Αγίου Όρους ως πεπλανημένους, ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και οι συνασκητές του υπερασπίσθηκαν τη γνησιότητα της μοναχικής εμπειρίας, μιλώντας για το φως της Μεταμορφώσεως. Η θεολογία του ακτίστου φωτός είναι αυτή πού ορίζει τον χαρακτήρα και το περιεχόμενο της ζωής των μοναχών.
Είπαν ότι το φως της Μεταμορφώσεως δεν είναι ούτε κτιστό ούτε η αμέθεκτη ουσία του Θεού. Δεν είναι λάμψι υλική, πού μια στιγμή φαίνεται και μετά χάνεται. Δεν είναι ίνδαλμα φαντασίας, πού ρίχνει τον άνθρωπο «πολλάκις ... εις το πυρ και πολλάκις εις το ύδωρ». Είναι η άκτιστη χάρι και ενέργεια πού προΐεται αχωρίστως από τη θεία ουσία. Είναι η φυσική δόξα της Θεότητος. Είναι Θεότης. Είναι «κάλλος δε αληθινόν και εράσμιον περί την θείαν και μακαρίαν φύσιν». Είναι η βασιλεία του θεού.
Και γίνονται κοινωνοί αυτής της χάριτος όχι οπωσδήποτε οι διανοητικά ισχυροί ή οι θεολογικά καταρτισμένοι, αλλά οι πνευματικά κεκαθαρμένοι, με την ταπείνωσι, τη συντριβή της καρδιάς, την πίστι και την αγάπη. Αυτοί πού διαρκώς μετανοούν, ζητούν το έλεος του Κυρίου και παρακαταθέτουν τον εαυτό τους και όλους τους άλλους Χριστώ τω Θεώ.
Αυτοί δέχονται μέσα τους τη Χάρι και τη βιώνουν ως ανάπαυσι ψυχής, Βασιλεία του Θεού και δύναμι αγάπης.
Ζης το γεγονός ότι «η βασιλεία του Θεού εντός ημών εστί». Πιστεύεις όχι επειδή κάποιος κάτι σου είπε, αλλά επειδή γεννιέται μέσα σου η πίστι, γεννιέται μέσα σου η ζωή. Αντανακλάται από παντού μια χάρι άκτιστη. Και ακούγεται από την ησυχία «φωνή αύρας λεπτής».
Δεν υπάρχει κάτι πού να το συνηθίζης. Όλα είναι μια ειρηναία έκπληξι, ανατολή φωτός πού ταυτίζεται με τη ζωή και σωτηρία του κόσμου. Όλα τροφοδοτούν μια πηγή παρακλήσεως, πού νοιώθεις μέσα σου να ενοποιή τα πάντα.
Μένεις μόνος και βρίσκεις όλους. Χάνεις δυνάμεις με το πέρασμα του χρόνου και χαίρεσαι μυστικώς, γιατί χάνεται κάτι το πρόσκαιρο και φθειρόμενο, ενώ μένει το αιώνιο και ανανεούμενο, που λέει καλά για όλο τον κόσμο.
Ξεκουράζεσαι με τον κόπο. Αγαπάς τους ταπεινούς.Αδελφώνεσαι με τους βασανισμένους. Εντυπωσιάζεσαι από τους ανύπαρκτους. Αυτοί, ως οι τολμηροί της πίστεως και ελεύθεροι, δόθηκαν στον Δυνατό. Δεν ζήτησαν τίποτε για τον εαυτό τους. Δέχθηκαν το πλήρωμα της ζωής. Έζησαν το «αρκεί σοι η χάρις μου» που είπε ο Κύριος στον Παύλο. Και σου μεταδίδουν δωρεάν, χωρίς να ζητούν κανένα αντάλλαγμα, τη χάρι που πήραν από την πηγή της ζωής.
Έτσι, ο απλός και αληθινός αγιορείτης είναι αυτός που σε βοηθά με μόνη την παρουσία του. Δεν θέλει να κατάπληξη κανένα με τις αρετές και τις γνώσεις του. Δεν θέλει να επίπληξη κανένα για τα ελαττώματα ή τις ελλείψεις του. Ο ίδιος κατακρίνει τον εαυτό του ολοχρονίς. Και φανερώνεται δι' όλης της συμπεριφοράς του η εύσπλαγχνία του Θεού, που του μαλάκωσε την καρδιά και τον κατέπληξε, κατά τη φράσι του αγίου Ιγνατίου: «καταπέπληγμαι την επιείκειαν» του Θεού.
Η αγάπη πού συναντάς, η λεπτότης πού βρίσκεις, σου κάνουν καλό.
Και η επίθεσι πού δέχεσαι αργότερα από πειρασμούς και συμφορές πού πέφτουν επάνω σου, η μία μετά την άλλη, με πρόθεσι να σε εξαφανίσουν κυριολεκτικά, σε ευεργετούν περισσότερο.
Τότε βρίσκεις μια θεία επίσκεψι και ξένη παρηγοριά. Σαν να είχε μαζευτή πολύ πουρί γύρω σου. Σαν να ήσουν φασκιωμένος, γυψωμένος από γεγονότα και αισθήσεις πού σε πνίγανε. Και ενώ εσύ δεν μπορούσες να ελευθερωθής, ήλθαν άλλοι έξωθεν και σε χτύπησαν, θέλοντας να σε σκοτώσουν. Χτύπαγαν μετά μανίας. Έριχναν τα τείχη πού σε είχαν φυλακίσει. Έσπαζαν τη γερή κρούστα από κάποιο ψέμα πού σε είχε περιβάλει· ενώ αυτόι χτύπαγαν μανιασμένα, εσύ άκουγες έντρομος.
Εν τέλει, αυτόι πού θέλησαν να σε εξαφανίσουν σε ελευθέρωσαν από μια ψευτιά και αορασία καταχνιάς, πού σε χώριζε από την αλήθεια. Σ' αφήσανε μόνο, «ημιθανή τυγχάνοντα», αλλά σκεπασμένο από τη φροντίδα κάποιου καλού Σαμαρείτη, πού τον ένοιωσες δίπλα σου.
Και αποδείχθηκαν βοηθοί σου οι πειρασμόι πού θέλησαν να σε εξαφανίσουν. Έκαναν αυτό πού εσύ έπρεπε να κάνης, και δεν το μπορούσες. Έζησες την αλήθεια του Γεροντικού: «Έπαρον τους πειρασμούς, και ουδείς ο σωζόμενος».
Κατέστρεψαν ό,τι χρειαζόταν καταστροφή. Και φάνηκε μέσα σου κάτι πού δεν καταστρέφεται, γιατί έχει άλλη αντοχή και φύσι· «χαίρει εν τοις παθήμασι».
Τελικά μας σώζει αυτό πού μας καταστρέφει, όπως σώζει τον σπόρο ο θάνατος του μέσα στη γη, όταν έλθη η ώρα του. Σωτηρία δεν είναι οι επιτυχίες και η σταδιοδρομία μας στον χώρο της φθοράς αλλά η κατάργησι του θανάτου και η βασιλεία της αγάπης.
Και θέωσι δεν είναι η άπόκτησι των αρετών αλλά η ύπ' αυτών θεία αλλοίωσι και μεταμόρφωσι.
Και το βραβείο στους αγίους δεν δίδεται, κατά τον αββά Ισαάκ, για τις αρετές ούτε για τον κόπο των αρετών, αλλά για την ταπείνωσι πού άπ' αυτές γεννιέται. Με την ταπείνωσι ο άνθρωπος συστέλλεται. Χάνεται. Γίνεται «ως μη ελθών εις το είναι»· και ταυτόχρονα διαστέλλεται, γινόμενος κατά χάριν χώρα του Αχώρητου.
Όλα αυτά αποκτούν υπόστασι και αξία όταν τα βλέπης σαρκούμενα στη ζωή των Αγίων, δηλαδή στη ζωή και στο ήθος των όντως ταπεινών.
Στις μέρες μας είχαμε μια μεγάλη ευλογία, ως λάμψι θείου κάλλους και χαράς, στο πρόσωπο ενός γέροντα πού από παιδί δόθηκε ολοκληρωτικά στον Θεό.
Γεννήθηκε το 1906. Σε ηλικία δώδεκα ετών ήλθε στο Όρος μόνος του, εν αγνοία των γονέων του. Η Παναγία τον οδήγησε στα Καυσοκαλύβια, σ' ένα καλύβι με καλούς γέροντες. Έζησε μέσα στον παράδεισο του Αγίου Όρους.
Με την καθαρή του καρδιά, σύντομα εντόπισε τη μοναδική χάρι των μυστικών ασκητών, των περιφρονημένων, των αγνώστων και ανύπαρκτων. Και θέλησε να χαθή μαζί τους· να χαθή μέσα στις χοροστασίες των Αγγέλων. Και είπε: «Θέλω να φύγω, να χαθώ, να μην υπάρχω». Είχε τέτοια αγάπη προς τον Χριστό. Ζούσε και μίλαγε ως παράφορα ερωτευμένος. Και ο Θεός δεν αγνόησε τον πόθο του αγνού αυτού πλάσματος.
Ένα βράδυ πού πήγε στο Κυριάκο της Σκήτης, πριν αρχίση η ακολουθία, κάθισε στον πρόναο κάτω από μια σκάλα. Μετά από λίγο μπαίνει στον ίδιο σκοτεινό χώρο ο Γερο-Δημάς, ένας ασκητής πού έμενε μόνος πάνω από τη Σκήτη, σε μια πρωτόγονη καλύβη. Κοιτάζει γύρω του. Δεν βλέπει κανένα. Παίρνει το κομποσχοίνι και αρχίζει τις μετάνοιες. Λέει την ευχή. Δεν ελέγχει τον εαυτό του και τις κινήσεις του. Βγάζει μια κραυγή ευαρέσκειας. Λάμπει μέσα στο φως. Αυτό μεταδίδεται αμέσως στην εύφλεκτη ύλη του νέου μοναχού, πού συγκλονίζεται και κλαίει ασυγκράτητα. Μπήκε δια μιας στον κόσμο της χάριτος του περιφρονημένου ασκητή.
Και γίνεται ό Γερο-Δημάς ο αρχάγγελος Γαβριήλ για τον ευαγγελισμό του μικρού και άγνωστου μονάχου, που θα ονομαστή αργότερα Πορφύριος και θα αναδειχθή ο πυρφόρος άγγελος της χαράς για όλο τον κόσμο.
Όταν τέλειωσε η ακολουθία, δεν μπορούσε να μιλήση σε κανένα. Πάει στο δάσος. Ξεσπάει σε κραυγές: Δόξα σοι, ο Θεός! Δόξα σοι, ο Θεός!
Ήδη έχουν ανοιχθή οι αισθήσεις του. Βλέπει, ακούει, οσφραίνεται από μακριά. Διακρίνει τι γίνεται στην ψυχή του κάθε ανθρώπου. Του μιλούν τα βράχια, του λένε όλη την Ιστορία και τα μυστικά των Καυσοκαλυβίων.
Ομολογεί:
«Από τότε που έγινα μοναχός, κατάλαβα ότι δεν υπάρχει θάνατος».
«Όλα τα έβλεπα, αλλά δεν μιλούσα».
Ενώ δέχθηκε το πλήρωμα της ανεκλάλητης χαράς και της υγείας του Πνεύματος, ο Θεός του στέλνει μια αρρώστια. Δεν μπορεί να μείνη στα Καυσοκαλύβια. Βγαίνει στον κόσμο. Χειροτονείται ιερεύς 20 ετών. Γίνεται πνευματικός στα 22.
Είναι αυτός πού φώτισε, δρόσισε και χαροποίησε με το θειο χαμόγελο του την καρδιά του εικοστού αιώνα. Έμεινε από το 1940 έως το 1973 στην Ομόνοια, ως εφημέριος της Πολυκλινικής Αθηνών, και ουσιαστικά δεν έφυγε ποτέ από τα Καυσοκαλύβια.
Είπε: «Είμαστε ένα, ακόμα και με τους ανθρώπους πού δεν είναι κοντά στην Εκκλησία... Το παν είναι ο έρωτας στον Χριστό».
Όταν το βρης, τα δίδεις όλα γι' αυτό το ένα. Και έτσι, τα βρίσκεις όλα, συλλειτουργούντα και χαρούμενα.
Από το ένα οδηγείσαι στα πολλά. Και από τα πολλά και μπλεγμένα φτάνεις στο ένα και καθαρό -αρχικό και τελικό- χωρίς να ταραχθής.
Ο π. Πορφύριος δεν ταράχθηκε ποτέ. Αλλά μετέδιδε σε όλους τη θεία αγάπη και χαρά, επειδή είχε τον Χριστό μέσα του.
Δεν έδωσε σημασία στα χαρίσματα. Ούτε τα ζήτησε, ούτε τα καλλιέργησε, ούτε τα πρόβαλε. Δεν ήθελε να παρουσιαστή ως θαυματουργός και χαρισματούχος. Ήθελε να φανέρωση αυτό πού έζησε και γνώρισε: το πόσον ο Θεός είναι αγάπη και έλεος προς όλους.
Είχε τον θείο ερωτά και τη δύναμι του Χρίστου μέσα του. Γι΄ αυτό, τα χαρίσματα ήσαν απλώς βοηθητικά για τη φανέρωσι της αγάπης του Θεού στους ανθρώπους.
Όποιος δεν έχει αυτή τη θεία παρουσία ως δύναμι ζωής, φροντίζει για τα χαρίσματα του και την προβολή τους. Για να αυξηθή η φήμη και το κύρος του.
Και ενώ προσπαθεί να φανή ότι όλο αυτό γίνεται εν αγνοία του και παρά τη θέλησί του, όλοι αντιλαμβάνονται τι συμβαίνει.
Όποιος, σαν τον π. Πορφύριο, έχει τα θεία χαρίσματα, αγωνίζεται να τα κρύψη, και να φανή μόνο ο Χριστός.
Τελικά όμως δεν μπορεί κανείς να κρυφτή· και οι δυο φανερώνονται:
- Φαίνεται η ελευθερία και η χάρι αυτού πού μέσα του σκιρτά η θεία χαρά.
- Και φανερώνεται, αντίστοιχα, η επώδυνη μέριμνα του άλλου πού θέλει να τιμηθή.
Όποιος θέλει να σώση το κύρος του υποφέρει. Δεν μπορεί να κρύψη την αρρώστια πού τον κατατρώει. Κολακεύεται ενδόμυχα (έως συγκλονισμού), όταν επαινήται. Και καταθλίβεται (έως καταρρακώσεως), όταν θίγεται και αμφισβητήται η ιδέα πού έχει για τον εαυτό του.
Γι' αυτό, παρουσιάζει μεγάλες μεταπτώσεις. «Πίπτει πολλάκις εις το πυρ και πολλάκις εις το ύδωρ». Άλλοτε χαίρεται και ευφραίνεται, και άλλοτε ταράζεται και σκοτίζεται. Άλλους αγαπά και δέχεται. Και άλλους αποπαίρνει και αρνείται.
Αλλά έχει ο Θεός για όλους μας, δικαίους και αδίκους. Ο π. Πορφύριος είναι άλλη περίπτωσι. Δεν έχει κύρος να σώση· έχει τον Χριστό μέσα του, πού τον σώζει.
Δεν ζη αυτός. Ζη εν αυτω ο Χριστός. Και αυτό φανερώνεται πάνω στα πράγματα.
Είναι πέρα από τα πάθη και τα χαρίσματα· πέρα από τις κολακείες και τους ψόγους. Όλα τα δέχεται, αλλά από τίποτε δεν ταράζεται και σε τίποτε δεν υποτάσσεται. Έχει τον Χριστό μέσα του, ως φως και ελπίδα για τον εαυτό του και όλο τον κόσμο.
Αυτό τον κράτησε μακριά από κάθε ταραχή και ψευδοπροβληματισμό, πού θα μπορούσε να σκότιση την ψυχή του και όσους βρίσκονταν κοντά του.
Ενώ έζησε μέσα στον κόσμο, δεν έχασε τη γαλήνη και τη χάρι της έρημου.
Ενώ έζησε κατά την περίοδο της αλλαγής του εκκλησιαστικού ημερολογίου, πού τόσους κούρασε και έμπλεξε, αυτός έμεινε ανενόχλητος, ασχολούμενος με άλλα θέματα.
Ενώ τα τελευταία χρόνια πολλή σύγχυσι και φοβία απλώθηκε παντού με τον αριθμό του αντίχριστου και την ελευσί του, ο π. Πορφύριος έμεινε ατάραχος και γελαστός. Είπε: όταν έχω τον Χριστό μέσα μου, δεν φοβάμαι και δεν ασχολούμαι, με κανένα αντίχριστο.
Μετέδωσε σε όλους την ειρήνη και τη σιγουριά της πίστεως που έχουν οι ταπεινοί και θεοφόροι.
Παρέπεμψε όλους στον Χριστό και στην Εκκλησία, όχι στην αυθεντία η στην αρετή του.
Αυτός τρεφόταν από τον θείο έρωτα του Χριστού. Θαύμαζε το κάλλος όλης της δημιουργίας και σκιρτούσε σαν παιδί. Έβλεπε τα βάθη της ανθρώπινης ψυχής και συνέπασχε. Εκεί πού ένας ηθικολόγος θα εκνευριζόταν βλέποντας κάποια παρεκτροπή, ο π. Πορφύριος ταυτόχρονα έβλεπε τον πόνο της ευαίσθητης ψυχής του παρασυρμένου ανθρώπου, πού ζητούσε βοήθεια.
Μόνο αγαπούσε, ευλογούσε και θεράπευε. Δεν απόπαιρνε, δεν καταριόταν κανένα.
Όσο και αν προσπάθησε να διάλυση τον εαυτό του, να πετάξη τα οστά του, να κρύψη τα χαρίσματα του, το φως της θεϊκής του καλοσύνης τον πρόδωσε· έλαμψε και έγινε σε όλους αισθητό. Η αλήθεια του θείου κάλλους και της αγάπης πού έκρυβε στην ψυχή μένει ζωντανή και μετά την κοίμησί του.
Η μορφή του δεν περιγράφεται με την αναφορά θαυμάτων και χαρισμάτων. Πιο πολύ η παρουσία του εντοπίζεται ως πύλη φωτός. Και αγαλλίασι ψυχής, πού προσφέρεται δωρεάν σε όλους.
Κανένα δεν πλήγωσε, μέχρι τέλους της ζωής του.
Όλων μαλάκωσε τον πόνο και γλύκανε την ψυχή. Είπε: «Όταν φύγω, θα είμαι πιο πολύ μαζί σας». Και έτσι συμβαίνει. Η βασιλεία του Θεού μοιάζει με κόκκο σινάπεως και με το λίγο προζύμι πού κρύβει μέσα του τον πολύ δυναμισμό.
Ταυτόχρονα, η βασιλεία του Θεού μοιάζει με τη συγκεχυμένη κατάστασι της καθημερινής ζωής πού όλοι γνωρίζομε. Μοιάζει με τη σαγήνη πού μάζεψε τα «καλά και τα σαπρά» μοιάζει με το χωράφι πού έχει τον καλό σπόρο και τα ζιζάνια. Και -όχι τώρα, αλλά στο τέλος- γίνεται το ξεκαθάρισμα. Εκείνος όμως πού ζη εν Χριστώ βρίσκεται από τώρα στο τέλος. Τα βλέπει όλα καθαρά και γαλήνια. «Πάντα ... καθαρά τοις καθαροίς»
Είναι μια αίσθησι πού βλέπει, και ένα φως πού φωτίζει· μας μεταδίδει την αρχική και τελική σιγουριά της αγάπης πού σώζει.
Εάν είσαι Πορφύριος, γνωρίζεις τον δρόμο του θείου έρωτα.
Εάν είσαι σαν τον Πέτρο, πού ήταν αυθόρμητος και συμπαθής, αλλά έφτασε μέχρι την άρνησι, μπορείς να μιμηθής τη διαγωγή του, που «εξελθών έξω έκλαυσε πικρώς». Έτσι μπήκε μέσα στον Παράδεισο και γεύτηκε τη γλύκα της σωτηρίας.
Εάν είσαι σαν τον πατέρα με τη λίγη πίστι και την απιστία, με τις πολλές αρρώστιες και τις συμφορές· χωρίς αναλύσεις, εγκατάλειψε τον εαυτό σου και τους άλλους Χριστώ τω Θεώ. Και τότε μυστικά θα λάμψη μέσα σου το φως που θα σου λέη ότι ο Θεός είναι αγάπη και «καλά λίαν» εποίησε τα πάντα και ποιεί.
Αυτώ η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας. Αμήν.
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.