Ορθοδοξία & Ρωμαιοκαθολικισμός. Το πρωτείο εξουσίας του Πάπα.
Ένα ιστορικό κείμενο.
Α. (Εκκλησιαστική Ιστορία, Βλασίου Φειδά τόμος Β σελ. 336-337)«…. Οί βασικές ιδέες τού μεταρρυθμιστή πάπα Γρηγοιου Ζ΄ Ιλδεμβράνδη διατυπώθηκαν στίς 27 σύντο¬μες προτάσεις τού περίφημου κειμένου "Dictatus papae" (1075), oι οποίες έχουν ώς ακολούθως (PL 148, 107):
1 ) Η Ρωμαϊκή Εκκλησία ιδρύθηκε από τόν ίδιο τόν Θεό.
2) Μόνο ο ρωμαίος ποντίφηκας νομίμως καλείται Οικουμενικός (solus Romanus pontifex iure dicatur universalis).
3) Μόνος αυτός δύναται νά καθαιρή καί νά αποκαθιστά επισκόπους.
4) Ο αντιπρόσωπός του προκάθηται όλων τών έπισκόπων στή σύνοδο, έστω καί αν είναι κατώτερου βαθμού, καί δύναται νά εκφέρη κατ’αύτών απόφαση καθαιρέσεως.
5) Ο πάπας δύναται νά καθαιρή καί απόντες.
6) Οφείλουμε, εκτός τών άλλων, νά μή διαμένουμε στήν ίδια κατοικία μέ τούς αφορισμένους από εκεϊνον (= πάπα),
7) Μόνο σέ αυτόν επιτρέπεται γιά τήν ανάγκη τών καιρών νά εκδίδη νέους νόμους, νά συγκροτή νέες κοινότητες, νά ιδρύη ένα κανονικό μοναστήρι, όπως επίσης νά διαιρή πλούσιες επισκοπές καί νά συνενώνη τίς πτωχές σέ μία.
8) Μόνος αυτός δύναται νά χρησιμοποιή τά αυτοκρατορικά διάσημα (solus possií uti imperialibus insigniis).
9) Μόνου τού πάπα τούς πόδες ασπάζονται όλοι οί ηγεμόνες (solius papae pedes omnes principes deosculentur),
10) Μόνου εκείνου τό όνομα αναφέρεται στις εκκλησίες.
11) Τούτο (= πάπας) είναι μοναδικό όνομα στόν κόσμο (Hoc unicum est nomen in mundo).
12) Σε αύτόν έπιτρέπεται νά εκθρονίζη αυτοκράτορες (illi liceaí imperatores deponere).
13) Σε αυτόν έπιτρέπεται σέ περίπτωση ανάγκης νά μεταθέτη επισκόπους από τή μία επισκοπή σέ άλλη.
14) Αυτός δύναται νά χειροτονή οποιονδήποτε θέλει κληρικό από κάθε εκκλησία.
15) Ο χειροτονημένος από αυτόν (= πάπα) δύναται νά προΐσταται σε άλλη εκκλησία, αλλά
όχι καί νά ύπηρετή σέ αύτήν, δέν πρέπει δέ νά λάβη ανώτερο βαθμό από άλλον επίσκοπο.
16) Καμμία σύνοδος δεν δύναται χωρίς την εντολή εκείνου νά ονομασθή γενική (nulla synodus absque precepto eius debet generalis vocari).
17) Κανένα Διάταγμα (capitulum) καί κανένα κανονικό βιβλίο δέν γίνεται δεκτό χωρίς τήν αυθεντία (auctoritate) εκείνου.
18) Οι αποφάσεις εκείνου πρέπει να μήν ακυρώνονται από κανένα, αλλ' αυτός μόνος δύναται να ακυρώνη (= τίς αποφάσεις) όλων (Sententia illius a nullo debeat retractan et ipse omnium solus retractare possit),
19) Αυτός δέν πρέπει να κρίνεται από κανένα (α nemine ipse iudicari debeat).
20) Κανείς δεν δύναται νά καταδικάση τόν προσφεύγοντα στόον αποστολικό θρόνο (nullus audeat condemnare apostolicam sedem apellantem).
21) Πρός αυτόν πρέπει νά παραπέμπονται οι μείζονες υποθέσεις οποιασδήποτε Εκκλησίας (majores causae cuiuscunque ecclesiae ad earn refeni debeant).
22) Ή Ρωμαϊκή Εκκλησία δεν πλανήθηκε ποτέ και κατά τη μαρτυρία τής Γραφής δεν θά πλανηθή είς τόν αιώνα (Romana ecclesia nunquam erravit nec in perpetuum Scriptura testante errabit).
23) Ο Ρωμαίος ποντίφηκας, αv έχη χειροτονηθή κανονικώς, καθίσταται αναμφιβόλως άγιος διά των αξιομισθιών τούυ μακαρίου Πέτρου... (Romanus pontifex, si canonice fuerit ordinatus, meritis beati Petri indubitanter effïcitur sanctus...).
24) Με εντολή καί έγκριση εκείνου οί υποκείμενοι επιτρέπεται νά καταγγέλλουν.
25) Δύναται χωρίς συνοδική απόφαση νά καθαιρή καί νά αποκαθιστά επισκόπους.
26) Δεν θεωρείται καθολικός, όποιος δεν συμφωνεί με τη Ρωμαϊκή Εκκλησία (Catholicus non habeatur, qui non concordat Romanae ecclesiae).
27) Δύναται να απαλλάσση τούς υπηκόους από τήν υποχρέωση πίστεως πρός αδίκους (α fidelitate iniquorum subiectos potest absolvere). "
Η γνησιότητα του συντόμου αυτού κειμένου δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, αλλά είναι αβάσιμη και η ιστορική ερμηνεία του ως προγραμματικού κειμένου της επιχειρούμενης μεταρρυθμίσεως. Η υπόθεση του G.B. Borino (Archivio della R. Deputazione Romana de storia patria, 67, 1944, 237-252), ότι το κείμενο αποτελεί απλές και σύντομες θεματολογικές σημειώσεις προς έρευνα για επαλήθευση στις κανονικές συλλογές, έτυχε ευνοϊκής υποδοχής (K. Hofmman, Studi Gregoriani, I, 533-540) και θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί εύλογη τόσο από την ιδιότυπη μορφή των προτάσεων, όσο και από την άτακτη παράθεση ή σύνδεσή τους. Είναι όμως αναντίρρητο ότι και υπό την έννοια αυτή η επιλογή των έστω προς μελέτη θεμάτων των κανονικών παραπομπών υποδηλώνει την αναφορά των συγκεκριμένων προτάσεων σε μία ήδη συγκροτημένη θεωρεία στη σκέψη του Γρηγορίου Ζ΄ περί της παπικής αυθεντίας.
Όλες οι προτάσεις απορρέουν μεν από την ήδη υφιστάμενη κανονική θεωρία, αλλά όλες έχουν και μία συγκεκριμένη αναφορά στα ειδικότερα πρακτικά προβλήματα του μεταρρυθμιστικού αγώνα του Γρηγορίου Ζ΄. Είναι γεγονός ότι στις προτάσεις αυτές του Dictatus papac αποδόθηκε από την ιστορική έρευνα, το όλο βάρος του περί «περιβολής» αγώνα του παπισμού και οι συγκρούσεις δύο αιώνων περίπου μεταξύ των παπών και των γερμανών αυτοκρατόρων. Συμπεριλαμβάνονται βεβαίως στο παπικό αυτό κείμενο προτάσεις για το πρωτείο του πάπα στην Εκκλησία (18, 19, 22, και 23), οι οποίες προκύπτουν από παλαιότερες ερμηνείες των κανονολόγων στα πλαστά κείμενα της ψευδο-Κωνσταντινείου Δωρεάς και των ψευδο-Ισιδωρείων Διατάξεων και ήσαν αναγκαίες στον αγώνα του πάπα για την «περιβόλη» των επισκόπων από τους κοσμικούς άρχοντες».
(Εκκλησιαστική Ιστορία, Βλασίου Φειδά τόμος Β σελ. 336-337)
«…. Το παπικό πρωτείο ενισχύθηκε με τις ψευδο-Ισιδώρειες Διατάξεις, οι οποίες αποδόθηκαν στον Ισίδωρο Μερκάτορα και συντάχθηκαν οπωσδήποτε πριν από τα μέσα του Θ΄ αιώνα είτε στη Γαλλία, είτε στην Ισπανία ή και σε κάποιο άλλο μέρος της Δύσεως, οπωσδήποτε όμως όχι στη Ρώμη. Συγκροτήθηκαν από τέσσερα τμήματα (Collectio Hispana – Gallica Augustidunensis, Capitula Angilrami, Capitularia του Βενεδίκτου Λεβίτα, ψευδο-Ισιδώριοι Διατάξεις).
Οι εξ ολοκλήρου ή εν μέρει χαλκευμένες παπικές διατάξεις της συλλογής περιέχουν:
α) 60 πλαστά παπικά δεκρετάλια από τον Κλήμη μέχρι τον Μιλτιάδη (314),
β) νοθευμένα συνοδικά κείμενα από την ήδη νοθευμένη συλλογή Hispana Gallica, και
γ) παπικά δεκρετάλια από τον Σίλβεστρο μέχρι τον Γρηγόριο Α’ τον Μέγα (590-604), από τα οποία τα 115 είναι εξ ολοκλήρου πλαστά και τα 125 έχουν υποστεί επί μέρους νοθείες, τροποποιήσεις και προσθαφαιρέσεις. Η ακολουθηθείσα τεχνική κατά τη νόθευση των αυθεντικών κειμένων ή κατά τη δημιουργία των πλαστών υπήρξε πράγματι εντυπωσιακή. Στόχος βεβαίως των ψευδο-Ισιδωρείων Διατάξεων ήταν η κατοχύρωση της συγκεντρωτικής παπικής εξουσίας με την ιστορικοκανονική θεμελίωση του παπικού πρωτείου.
Σύμφωνα με τις ψευδο-Ισιδώρειες Διατάξεις ο πάπας είναι η Κεφαλή της Εκκλησίας, αφού στον πάπα, ως βικάριο του Πέτρου (vicarious Petri) ή και ως προέκταση του ιδίου του Πέτρου (Petrus ipse) έχουν δοθεί αφ’ενός μεν οι κλείδες της Βασιλείας, οι οποίες παραχωρήθηκαν από τον Κύριο μόνο στον απόστολο Πέτρο, αφ’ετέρου δε η ιερατική εξουσία, η οποία παραχωρήθηκε από τον Κύριο πρώτα στον απόστολο Πέτρο και διά μέσου αυτού στους λοιπούς αποστόλους.
Ο πάπας είναι ο παρατεινόμενος Πέτρος (Petrus ipse) στον ιστορικό βίο της Εκκλησίας, από τον οποίο λαμβάνουν την ιερατική εξουσία όλοι οι άλλοι επίσκοποι της Εκκλησίας. Οι επίσκοποι είναι απλοί εκπρόσωποι (vicarii) του πάπα στις κατά τόπους εκκλησίες, γι’αυτό και τα δημιουργούμενα σοβαρά εκκλησιαστικά ζητήματα (causae majores) πρέπει να επιλύονται από τον πάπα, αφού και αυτή ακόμη η αυθεντία των Οικουμενικών συνόδων πηγάζει από τον πάπα, κ.α.
Οι ψευδο-Ισιδώρειες Διατάξεις έγιναν γνωστές πριν από τα μέσα του Θ’ αιώνα στη Ρώμη, χρησιμοποιήθηκαν από τον Νικόλαο Α΄ και τους διαδόχους του και επηρέασαν σοβαρά την εκκλησιαστική ζωή της Δύσεως. Η προϋπάρχουσα λοιπόν διαφοροποίηση του παπικού θρόνου από την Ανατολή και η εξάρτηση του από το Φραγκικό κράτος κατέστησαν πλέον τη ρήξη Ανατολής και Δύσεως ζήτημα χρόνου. Το σχίσμα της εποχής του Φωτίου (863-867) και το μέγα σχίσμα (1054) συνδέονται άρρηκτα προς τις μεταβολές, οι οποίες επήλθαν κατά την περίοδο της εικονομαχίας στις σχέσεις των Εκκλησιών Ανατολής και Δύσεως».
(Εκκλησιαστική Ιστορία, Βλασίου Φειδά τόμος Α σελ. 802)
Β. Πλαστογραφίες των παπικών
Η ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΠΛΑΣΤΟΓΡΑΦΙΑΣ ΕΚ ΜΕΡΟΥΣ ΤΩΝ ΠΑΠΙΚΩΝ ΚΑΙ ΟΙ ΨΕΥΔΟΙΣΙΔΩΡΙΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Το εντελώς ασύστατο, αντιευαγγελικό, αντιπατερικό και αντίθετο προς κάθε έννοια Δογματικής για το πρωτείο εξουσίας του πάπα, το στηριζόμενο στην παρερμηνεία της λέξης «πέτρα» των λόγων του Κυρίου προς τον Απόστολο Πέτρο, γίνεται τελικά φανερό και από την χρήση της πλαστογραφίας εκ μέρους των παπικών. Όταν δηλαδή, οι παπικοί είδαν ότι οι αξιώσεις τους για κυριαρχία δεν γίνονταν με κανένα τρόπο δεκτές από την Ανατολή, αποφάσισαν να χρησιμοποιήσουν την αντιχριστιανική μέθοδο της πλαστογράφησης της Ιστορίας, με την βοήθεια της οποίας παρουσίασαν σε κάποια στιγμή την λεγόμενη ψευδο-Κωνσταντίνεια Δωρεά και κατόπιν τις λεγόμενες ψευδο-Ισιδώρειες Διατάξεις, που είχαν σκοπό την υποστήριξη των περί πρωτείου εξουσίας αντιλήψεων των παπών και ταυτόχρονα την καταπολέμηση των θεοκρατικών ιδεών των αυτοκρατόρων. Για τούτο, κατά τον Β. Στεφανίδη, «παρομοιάσθηκαν προς το πελώριον μαγικόν ξίφος του θρυλικού Ζείγκφρειδ», που σφυρηλατήθηκε στα μέσα της θ' εκατονταετηρίδας, για να χρησιμοποιηθεί σαν αποτελεσματικό όπλο, στον αγώνα των παπών, το στρεφόμενο εναντίον κάθε άλλης εκκλησιαστικής εξουσίας. (Βλ. Β. Στεφανίδη, Εκκλησιαστική Ιστορία, Αθήναι 1959, 300) Α. Η ΨΕΥΔΟ-ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΕΙΟΣ ΔΩΡΕΑΗ δήθεν δωρεά του Μ. Κωνσταντίνου προς τον πάπα Σίλβεστρο χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά, ως δήθεν αληθινή, από τον πάπα Ανδριανό στην επιστολή που έστειλε προς τον Κάρολο το Μέγα στα τέλη του όγδοου μ.Χ. αιώνα (771-795), ώστε να αναγνωρίσει και να αποδώσει στο πρόσωπό του όλα τα προνόμια και τα δικαιώματα, που περιλαμβάνονται σ' αυτήν. Από την εποχή εκείνη, και για 800 και περισσότερα χρόνια η «Δωρεά» αυτή προβαλλόταν από τους παπικούς ως αληθινή, παρά τα καταφανή ψεύδη, που περιλαμβάνονταν σ' αυτήν, μέχρις ότου αποδείχθηκε και από Δυτικούς ερευνητές η νόθευση και η πλαστογράφησή τους. «Όσον ανεπιτήδειος και αν ήτο ο δόλος ούτως, σημειώνει για τούτο ο ιστορικός Fleury, ηπάτησεν όμως άπασαν την Λατινικήν Εκκλησίαν και εν διαστήματι 800 ετών εθεώρουν τούτον ως αληθή και μόλις εγκατέλιπον αυτόν κατά την παρελθούσαν εκατονταετηρίδα, σήμερον Δε πας τις, οποσούν καλώς ανατεθραμμένος, πείθεται ευκόλως περί της δολιότητος ταύτης» (Livre quaranfe quatrieme C.XXII, vol. III, ρ157).
Β) Το περιεχόμενο της ψευδο-Κωνσταντίνειας Δωρεάς.
Κατά τον ιστορικό Ευσέβειο Καισαρίας, ο Μ. Κωνσταντίνος Δε βαπτίσθηκε από τον πάπα Σίλβεστρο (314-335), αλλά από τον εξάδελφο του αυτοκράτορα Ευσέβιο Νικομηδείας με την συμπαράσταση και άλλων Επισκόπων σε ένα προάστιο της Νικομήδειας λίγο πιο μπροστά από το θάνατό του (Περί του βίου του Μ. Κωνσταντίνου, βιβ. Δ' κεφ. 61,62,63) από τον ιστορικό Σωζόμενο (Εκκλ. Ιστορία, βιβ.β, κεφ. λβ) από τον ιστορικό Σωκράτη (Εκ. Ιστ., βιβ. Α, κεφ. 39) κ.α. Σύμφωνα με τους πιο πάνω αναφερόμενους ιστορικούς, δηλαδή, η βάπτιση του Μ. Κωνσταντίνου δεν έγινε πριν τη μεταφορά της πρωτεύουσας από την Δύση στην Ανατολή, αλλά μετάαπό αυτήν και ακριβέστερα πριν από το τέλος της ζωής του. Όσον αφορά δε την ασθένεια, δε θεραπεύθηκε από αυτήν ποτέ, εφόσον εξ' αυτής οδηγήθηκε το 337 στο θάνατο. Όλα επομένως εκείνα,που αναφέρονται στην λεγόμενη Κωνσταντίνεια Δωρεά είναι ψευδή και για τούτο δίκαια χαρακτηρίζεται ως Ψευδο-Κωνσταντίνεια.
3) Από τους νεότερους ερευνητές, που αρνούνται τη γνησιότητα της Ψευδο-Κωνσταντίνειας Δωρεάς.
Ο πρώτος από τους νεότερους ερευνητές της Δύσης, που αρνήθηκε τη γνησιότητα της Ψευδο-Κωνσταντίνειας Δωρεάς, ήταν ο Λαυρέντιος Βάλλα, που έζησε κατά τον ιε' αιώνα μ.Χ. Στη συνέχεια δε έγραψαν για την νοθεία αυτή ή ακριβέστερα την πλαστογράφηση και πάρα πολλοί άλλοι και μάλιστα ο περίφημος Döllinger, που εξέδωσε το έργο του «οι περί παπισμού μύθοι των μέσων αιώνων» το 1863 στο Μόναχο, διαχωρίζοντας την θέση του από τον Παπισμό, εξαιτίας κυρίως του πρωτείου.
4) Από την σιωπή των παπών μέχρι τον 8ο μ.Χ. αιώνα.
Όλοι οι διάδοχοι του Σιλβέστρου πάπες, που έδρασαν μέχρι την εποχή του Αδριανού Α' (771-795), Δε χρησιμοποίησαν ποτέ ούτε έκαναν λόγο για την λεγόμενη του Μ. Κωνσταντίνου δωρεά, παρότι ήλθαν σε έριδες και προστριβές με πολλούς αυτοκράτορες. Αν, δηλαδή, η δωρεά είχε κάποια ιστορική βάση, τότε κάποιοι υπερφίαλοι πάπες θα τη μεταχειρίζονταν ασφαλώς, σαν όπλο, στις αντιδικίες που είχαν κάθε τόσο με τους αυτοκράτορες του βυζαντίου.
5) Από το αντιευαγγελικό περιεχόμενο και το ύφος της.
Β. ΟΙ ΨΕΥΔΟ-ΙΣΙΔΩΡΕΙΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Σαν να μην έφθανε όμως η μία γκάφα, στην οποία περιέπεσαν οι παπικοί, για να στηρίξουν τα αστήρικτα, προχώρησαν δυστυχώς και σε μία άλλη παρόμοια, ανακατεύοντας, όπως θα φανεί πιο κάτω, αλήθειες και ψεύδη, με την δημιουργία των Ψευδο-Ισιδώρειων Διατάξεων. α) Γιατί ονομάσθηκαν Ψευδο-Ισιδώρειοι Διατάξεις.
Ως Ψευδο-Ισιδώρειοι Διατάξεις χαρακτηρίσθηκε η συλλογή των νόθων παπικών Δεκρεταλίων, των οποίων η κατάρτιση αποδόθηκε στον Ισπανό Ισίδωρο τον Μερκάτορα (ΘΗΕ 12,482). Το όνομα αυτό προέκυψε από την ένωση των ονομάτων δύο συγγραφέων, από τον Ισίδωρο της Σεβίλλης και από τον συγγραφέα μεταφράσεων εκκλησιαστικών αποφάσεων Μάριο Μερκάτορα (Β.Στεφανίδου, Εκ. Ιστορία, Αθήναι 1959, σ.299). Με το όνομα του Ισιδώρου της Σεβίλλης (560-636) υπήρχε παλαιότερη συλλογή γνήσιων κανόνων και παπικών διατάξεων. Στη συλλογή εκείνη στα μέσα του ενάτου μ.Χ. αιώνα αναμίχθηκαν με τρόπο σατανικό τα αληθινά με 94 ψεύτικα δεκρετάλια, ώστε να ενισχυθεί η παπική εξουσία έναντι των αυτοκρατόρων και των ηγετών των άλλων εκκλησιών. Για τον λόγο αυτό αναφέρεται από τον ιστορικό Β. Στεφανίδη, ότι «Ουδεμία άλλη νοθεία εν τη παγκοσμίω ιστορία συνετελέσθη μετά τόσης τέχνης και ουδεμία άλλη είχε τόσο μεγάλα αποτελέσματα» (ο.π.). Από την επισταμένη μελέτη, δηλαδή, των θεολογικών πηγών, κατά τον πιο πάνω συγγραφέα, «ελήφθησαν στοιχεία», τα οποία παραμορφώθηκαν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να λάβουν το ποθούμενο από τους παπικούς νόημα, χωρίς να γίνεται εύκολα αντιληπτή η φοβερή νόθευσή τους (ο.π. 299-300). β) Τα περιεχόμενα των πλαστών διατάξεων.
Το ψευδές και πλαστό των Ψευδο-Ισιδώρειων Διατάξεων αποδεικνύουν πολλοί λόγοι και μάλιστα οι πιο κάτω:
Εκδόσεις "Ορθόδοξος Κυψέλη"
ΠΗΓΗ
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.