ΣΥΜΕΩΝ, ΛΟΓΟΘΕΤΟΥ, ΤΟΥ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΟΥ
ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΚΑΙ ΜΕΡΙΚΗ ΘΑΥΜΑΤΩΝ ΔΙΗΓΗΣΙΣ ΤΟΥ ΕΝΘΑΥΜΑΣΙ ΠΕΡΙΩΝΥΜΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ
ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΜΥΡΩΝ ΤΗΣ ΛΥΚΙΩΝ ΕΠΑΡΧΙΑΣ
(Απόδοση στη νεοελληνική γλώσσα)
Μεγάλη ή σημασία τής διήγησης των βίων των Αγίων
ΠΡΟΟΙΜΙΟ (Πρόλογος). Τό χέρι των ζωγράφων είναι επιδέξιο καί ικανό νά μιμηθεί την αλήθεια καί νά παρουσιάσει μπροστά στά μάτια μας ολοκάθαρα τά σύμβολα των (αντικειμένων. Ό λόγος όμως έχει τη δύναμη καί νά δείξει πολύ πιο καθαρό καί λαμπρό έκείνο πού θέλει, άπό ο,τι ή ζωγραφική, καί μπροστά στά μάτια νά παρουσιάσει ζωντανό ένα γεγονός. Έπί πλέον, ό λόγος γνωρίζει καί νά βάζει μέσα στην ψυχή τού όννθρώπου ένα κεντρί, πού νά τού κεντρίζει τό θείο ζήλο, καί νά παρακινεί στή μίμηση καλών όννθρώπων. Συγχρόνως ό βίος όννθρώπων πού έζησαν σύμφωνα μέ τό θέλημα τού Θεού, όταν παρουσιάζεται μέ τό λόγο, έχει τή δύναμη νά έλκύσει πολλούς στήν άρετή καί νά τούς δημιουργήσει θερμουργό ζήλο γιά ζωή όμοια μέ των Άγιων.
Εξαιρετικά όμως ό βίος τού θείου Πατρός Νικολάου καί τήν άκοή περισσότερο ευχαριστεί καί τήν ψυχή ευφραίνει καί γιά τήν έκτέλεση καλών καί όνγιων έργων υποκινεί. Θά σάς διηγηθώ, λοιπόν, καί θά πραγματευθώ τά έργα καί τις πράξεις αυτού τού όνγιου όννθρώπου, μέ σκοπό τήν πνευματική καί ήθική σας ένίσχυση, αν καί είναι γνωστά στούς πολλούς καί δέν έχουν όννόνγκη όχπό καμιά έξιστόρηση. Παρά ταϋτα όμως έπιβόχλλεται νά τά ξαναθυμηθοϋμε, νά τά φέρουμε στή μνήμη μας καί νά εύφρόννουμε τις ψυχές αυτών πού όνγαποϋν τήν άρετή, σύμφωνα άλλωστε μέ αυτό πού λέγει ή Άγια Γραφή, δηλαδή: «όταν έγκωμιάζεται ό δίκαιος, θά εύφρανθοϋν οι λαοί»4.
Καταγωγή καί βρεφική ήλικία τού άγιου Νικολάου
Α. Ό μεγάλος, λοιπόν, και άξιος θαυμασμού αυτός Πατήρ είχε ιδιαίτερη πατρίδα τα Πάταρα τής Λυκίας, πού ήταν παλαιότερα μια από τις επιφανείς πόλεις. Οι γονείς του ήταν ευσεβείς και είχαν περιουσία νά ζούν με κάποια άνεση, χωρίς όμως περιττές δαπάνες. Ποτέ δε γεύτηκαν κοσμική δόξα και διακρίνονταν γιά τήν ταπεινοφροσύνη τους. Υπήρξαν γιά τό παιδί τους ώραίο ύπόδειγμα γονέων πού δέν ένδιαφέρονταν γιά δόξες και πλούτη εκείνο πού φρόντιζαν ήταν νά μένουν προσκολλημένοι στήν άρετή και αυτήν νά έπιδιώκουν μέ κάθε τρόπο.
Έτσι, φυτεμένοι εκεί πού χύνονται τά νερά τής εύσέβιας, έφεραν μαζί στον κόσμο τον ωραιότατο καρπό, τό Αγιο Νικόλαο. Ή μητέρα τού Άγιου δέ δοκίμασε πόνους άλλου τοκετού, γιατί ταυτόχρονα μέ τή γέννησή του έμεινε άγονος, σάν ή φύση νά τής απαγόρευε νά μπορεί νά φέρει στον κόσμο άλλο τέτοιο τέκνο. ’Αφού όμως έφερε στο φως πρώτο και συνάμα τελευταίο τον εύγενικό κλάδο, παρέδωσε μαζί μέ τό σύζυγό της στο Αγιο Πνεύμα πλούσιο τον καρπό, τό θησαυρό των άρετών, τή θάλασσα των άγαθών, ιόν θαυμαστό σέ όλους, δηλαδή τό Νικόλαο.
Μόλις ό "Αγιος γεννήθηκε άπό αύτούς τούς εύλογημένους γονείς, καθώς μοιάζει ό καρπός μέ τό σπέρμα — άπόδειξη τής ομοιότητας και προς τον Βαπτιστή — , προκάλεσε τή στειρότητα τής μητέρας του. Και πραγματικά, ό Νικόλαος μέ τή γέννησή του έθεσε τέρμα πλέον σέ ώδινες τοκετού γιά τή μητέρα του, άφού αύτή κατέστη στο έξής στείρα και ό Ιωάννης όμως ό Βαπτιστής μέ τή γέννησή του έθεσε τέρμα σέ ώδινες τοκετού γιά τή μητέρα του,αφού αυτός υπήρξε και τό μοναδικό τέκνο πού αυτή έφερε στον κόσμο με τις θερμές της προσευχές, αν και ήταν στείρα.
Επειδή κατά τή βρεφική του ήλικία ό Νικόλαος έπρεπε νά θηλάζει και νά βρίσκεται κοντά στο μητρικό μαστό, έδειξε και έδώ ό Θεός μέ θειο σημείο τι άνθρωπος θά γινόταν στο μέλλον, άφοΰ ήδη παρουσίαζε γνωρίσματα ήλικίας πού σκέπτεται μέ φρόνηση. Και συγκεκριμένα, όλη τήν έβδομάδα (έκτος άπό τήν Τετάρτη και Παρασκευή) θήλαζε όπως και τά άλλα βρέφη' τήν Τετάρτη όμως και τήν Παρασκευή θήλαζε μιά φορά μόνον τήν ήμέρα, και μάλιστα μετά τή δύση τού ήλιου. Θηλάζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, άκολουθούσε τέλειο κανόνα και πριν άπό τήν παιδική του ήλικία. Έτσι ύποδήλωνε άπό τήν αρχή τής ζωής του ότι είχε οικειότητα μέ τήν εγκράτεια .
Ανατροφή, σπουδές, χειροτονία σέ ιερέα
Β. Κατ’ αύτόν, λοιπόν, τον τρόπο προέκοπτε στήν αρετή. Και τά χρηστά ήθη άλλα άντλοΰσε άπό τούς γονείς του και άλλα είχε έμφυτα και τά καλλιεργούσε σάν γή άγαθή και εύκαρπη. Όταν έφτασε στήν κατάλληλη ήλικία, τον παρέδωσαν οι γονείς του στο δάσκαλο των γραμμάτων. Ένεκα και των φυσικών του ικανοτήτων και τής οξύτητας τής διάνοιάς του πέτυχε μέσα σέ μικρό χρονικό διάστημα, τρέχοντας ανάλαφρα χωρίς εμπόδιο, νά μελετήσει και νά άφομοιώσει πάρα πολλά μαθήματα. Έτσι έμαθε νά ενεργεί σωστά ώς πολίτης και άπέκτησε τήν ικανότητα νά όμι- λεί δημοσίως. Έφευγε μακριά άπό άκοσμες συντροφιές και άπρεπεϊς συνομιλίες. Δέ συνομιλούσε μέ γυναίκες και δέν έπέτρεπε στά μάτια του νά τις κοιτάζουν. Φρόντιζε γιά τήν πραγματική σωφροσύνη. Δέν πήγαινε σέ κοσμικούς τόπους συναντήσεως. Περνούσε τό χρόνο του έξολοκλήρου οπούς οίκους τού Θεού, διαμορφώνοντας έτσι ό ίδιος τον εαυτό του άξιο οικο τού Δεσπότη Χριστού.
Και έπειδή είχε μελετήσει και είχε μάθει πολύ καλά και την Άγια Γραφή και τις δογματικές άλήθειες περί Θεού και επειδή ήταν κοσμημένος μέ μύρια πνευματικά χαρίσματα και έπειδή παρουσίαζε είλικρινά στή ζωή του τή σοβαρότητα και αύστηρότητα πού ταιριάζει στους ιερείς — άλλά βέβαια και τό ήθος του, και πριν άπό τή γεροντική ήλικία, ήταν και σταθερό και πρεσβυτικό —, άξίωναν νά ψηφιστεί πρεσβύτερος (ιερέας). Και όπως τό γήρας διασώζει τήν πρέπουσα σωφροσύνη, μερικές όμως φορές και τή δυσφημεί, έτσι βέβαια και ή νεότητα, όταν νικάει τις ορμές τού σώματος, μπορεί νά συντηρεί και τήν κοσμιότητα τού γήρατος. Γι αυτό και τήν έκτιμάμε όπως ταιριάζει και τή θεωρούμε άξια πολλών επαίνων.
Μέ τή γνώμη, λοιπόν, τού θειου7 του, άδελφού τού πατέρα του, χειροτονήθηκε πρεσβύτερος (ιερέας), και άνταποδόθηκε έτσι στο Θεό αυτός πού ύπήρξε δώρο προσευχής γιά τούς γονείς του. Ό αρχιερέας όμως τής πόλεως των Μυρέων, ό οποίος κατά καλή τύχη είχε άξιωθεί τού φωτισμού τού Άγιου Πνεύματος, βλέποντας τήν ψυχή τού νέου πλούσια σέ άρετές, χωρίς κανένα δισταγμό γιά τή μελλοντική χάρη πού θά πλεόναζε σ’ αύτόν, είπε τά έξης προφητικά λόγια: «Θά είναι ευεργετική παρηγοριά γιά τούς πενθούντες, θά ποιμάνει μέ πετυχημένο και καλό τρόπο ψυχές, θά έπαναφέρει πλανημένους στά λιβάδια τής ορθής πίστεως και θά παρουσιαστεί σέ όλους ώς σωτήρας στους κινδύνους». Τό άν πραγματοποιήθηκαν τά παραπάνω προφητικά λόγια θά τό φανερώσει ό λόγος στή συνέχεια.
Ζωή αγγελική σέ σώμα θνητό. Διοίκηση τού Μοναστηριού καί ύπευθυνότητα γιά τούς Ιερούς Ναούς
Γ. Και πώς θά μπορούσε νά έλθει σέ γνώση μέ άποτελεσματικό τρόπο πόση ύπήρξε ή έπίδοσή του στήν καλλιέργεια τών άρετών ύστερα άπό τή χειροτονία του; Και βέβαια, μέ τις αγρυπνίες και τις νηστείες και τις προσευχές, στις οποίες είχε παραδώσει τον έαυτό του. Έτσι κατόρθωσε νά διατηρήσει καθαρή και άμόλυντη τήν ιεροσύνη του και φιλοδοξούσε κατ’ αυτό τον τρόπο να επιτύχει συμπεριφορά αγγελική σε σώμα θνητό. Με τό γεγονός αυτό έδινε αφορμή στους πολλούς να αναμένουν άπ’ αύτόν μεγάλα και θαυμαστά πράγματα.
’Αφού έβλεπε τό ύψος αυτό τής αρετής τού νέου ό θειος του, τον όποιο μνημονεύσαμε προηγουμένως και ονομαζόταν και αύτός Νικόλαος, τού άνέθεσε τή διοίκηση ιού θειου Ναού —τον όποιο έκτισε πρώτα επ’ όνόματι τής αγίας Σιών και κατόπιν τον μετέβαλε σέ Μοναστήρι— και διόρισε συνεργάτες του στο έργο αύτό όσους έγνώριζε ότι ήταν και συνεργοί του στήν άρετή, μέ σκοπό νά συνενδιαφέρονται μέ αύτόν γιά τις έκκλησιαστικές ύποθέσεις και νά προνοούν μέ μεγάλη επιμέλεια γιά τούς ιερούς Ναούς. Και κάποτε πού σηκώθηκε και πήγε στήν Παλαιστίνη ό θαυμαστός αύτός Νικόλαος, μέ σκοπό νά γνωρίσει καλά τούς Αγιους Τόπους, καθώς βέβαια μετά άπό αύτά θά φανερώσει ό λόγος, αύτοί, δηλαδή ό άγιος Νικόλαος μέ τούς διορισθέντες συνεργάτες του, τον άναπλήρωναν στή διοίκηση τής έπισκοπής και χειρίζονταν τις ύποθέσεις τού Ναού (Μοναστηριού) και τά διάφορα διαχειριστικά θέματα μέ τέτοιο τρόπο, σάν νά ήταν κατά τύχη παρών ό ίδιος. Αυτά όμως έγιναν άργότερα.
Ή άποψη τού 'Αγίου γιά τά υλικά άγαθά
Δ. Ένώ ό Αγιος ήταν άκόμη νέος, πέθαναν οι γονείς του και έμεινε αύτός μόνος κληρονόμος τής περιουσίας τους. Τότε έκαμε γιά τήν κηδεία τους όσα πρέπει νά κάνει σέ φιλόστοργους γονείς ένα παιδί πού τούς σέβεται και τούς αγαπάει. Δέν κοίταξε άμέσως προς τήν κληρονομιά, όπως θά έκανε κάποια άλλη φιλοχρήματη ψυχή, ούτε φρόντισε τό παραμικρό πώς θά μπορούσε νά τού αύξηθεί ό πλούτος και νά διατηρηθεί ρέοντας άφθόνως προς χάρη του. Γιατί άπό τά πρώτα βήματα τής ζωής του παραιτήθηκε άπό κάθε κοσμική επιθυμία και προσπαθούσε νά παρουσιάσει, μέ τή μετέπειτα διαγωγή του, τον τρόπο ζωής πού είχε έπιλέξει άπό την αρχή για τον εαυτό του. Και, επιπλέον, ακούε και τό θειο Δαβίδ πού έλεγε: «Έάν ρέει μπροστά σας ό πλούτος σαν ποτάμι, μην προσκολλάτε σ’ αύτόν την καρδιά σας»8, και τό σοφό Σολομώντα πού έγραφε: «Οι ελεημοσύνες και ή πιστή τήρηση των υποχρεώσεων νά μή σε έγκαταλείψουν»9 και «Νά μήν παύσεις νά βοηθεϊς τον φτωχό»10.
Γιά τό λόγο, λοιπόν, αύτό δε χρησιμοποίησε τά χέρια του γιά τή συγκέντρωση χρημάτων. ’Αντίθετα, ύπήρξε άπλόχερος σέ καθέναν πού είχε άνάγκη, κοινό πλούσιο συμπόσιο και ποταμός πού έρεε μέ πολύ και ήσυχο ρεύμα άγάπης και καλοσύνης. Ποταμός μέ πολύ ρεύμα, γιατί οι εύεργεσιες του προς εκείνους πού είχαν ύλικές ανάγκες ήταν πλουσιοπάροχες μέ ήσυχο ρεύμα, γιατί έκανε τις εύεργεσιες κρυφά και χωρίς νά τον παίρνει κανένας είδηση.
Και τώρα άξίζει πραγματικά νά ύπενθυμίσουμε συγκεκριμένα τις άγαθοεργίες του, γιά νά γίνει γνωστός μέ περισσότερη άκρίβεια ό πλούτος τής άγαθότητας και τής φιλανθρωπίας του.
Τρεις αδελφές μπροστά στον κίνδυνο τής ατίμωσης.Ό Άγιος, ανέλπιστος προστάτης
Ε. Κάποιος άνθρωπος ύπέστη οικονομική καταστροφή και κατάντησε άδοξος άπό ένδοξος και φτωχός άπό πλούσιος. Ό άνθρωπος αυτός σχέδιαζε όλες τις δυνατές λύσεις στήν περιπέτειά του, άφού είχε καταντήσει πάμφτωχος, επειδή τού έλειπαν ήδη και αύτά τά άπολύτως άναγκαία γιά τήν έπιβίωση τής οίκογένειάς του. ’Αλίμονο! μέχρι και ποιο σημείο ή άνέχεια βιάζεται νά προχωρεί! Στήν άπελπισία του, λοιπόν, επάνω πήρε τήν άπόφαση νά εκδίδει τις θυγατέρες του (είχε τρεις, πού διακρινονταν γιά τό υπέροχο κάλλος και τήν εξαιρετική ομορφιά τους) προς άκολασία σ’ αύτούς πού τό επιθυμούν, παίρνοντας χρήματα, και έτσι νά έξασφαλίζει τήν τροφή γιά τον έαυτό του και τά παιδιά του.
Και βέβαια λένε: τό να θέλει να βορβορολογέΐ κάποιος από τό βόρβορο και να εξασφαλίζει πόρους για τον έαυτό του ποιας άραγε φτώχειας δέν είναι περισσότερο χαλεπό;
Επιθυμούσε, λοιπόν, ό άνθρωπος νά τις παντρέψει δέν μπορούσε όμως έξαιτίας τής μεγάλης φτώχειας του. Έτσι αυτές θά άτιμάζονταν άπ’ όλους και ό σωματικός έρωτας άξίωνε εδώ τό δεύτερο άθλο γιά τον έρωτα των χρημάτων. Ό άνθρωπος, λοιπόν, αυτός βρισκόταν σ’ αύτή τη δυσάρεστη κατάσταση και ύπέφερε ψυχικά γιά την κακή αύτή σκέψη του όμως προχωρούσε ήδη νά κάμει πράξη τήν άπόφασή του. Λένε ότι, πραγματικά, δέν ύπάρχει τίποτε πιο φοβερό άπό τήν άνέχεια. Αλλά Συ ό φιλάνθρωπος, ό άγαθοποιός προς όλους τούς άνθρώπους Θεός, Συ πού κάμπτεσαι μέ φιλανθρωπία άπό τις άνάγκες μας, ποιόν τρόπο βρίσκεις, λοιπόν, καί ποιά θεραπεία γιά τό άκαταμάχητο αυτό κακό; Καί πράγματι, βρίσκεις τρόπο νά φτάσει στ’ αυτιά τού θεράποντά σου, τού άγιου Νικολάου, αυτό πού πρόκειται νά συμβεί μέ τά τρία κορίτσια καί τον στέλνεις μέ τρόπο άξιοθαύμαστο, ώς άγαθό άγγελο, στον πατέρα τους, πού πιέζεται σωματικά καί κινδυνεύει ή ψυχή του, νά τον συντρέξει στή φτώχεια του καί νά τον διασώσει άπό τήν άπώλεια στήν όποια αύτή τον οδηγεί.
Εκτός άπό τά άλλα, κοίτα καί τή μεγαλοψυχία τού Άγιου, πώς δηλαδή συνδυάζει τή σύνεση μέ τή συμπάθεια. Νά τι έκαμε: Δέ σκέφτηκε καθόλου νά προσέλθει στο δυστυχισμένο άνθρωπο, ούτε καί νά συζητήσει γιά λίγο τό θέμα, ούτε νά φανερώσει σ’ αυτόν καί μόνον τό ευεργετικό του χέρι, πράγμα πού συνηθίζουν όλοι οι μικρόψυχοι πού κάνουν κάποια μικροελεημοσύνη. Γιατί ήξερε ότι αυτά είναι ενοχλητικά γι’ αυτούς πού ξέπεσαν άπό τον πλούτο καί τή δόξα στήν άνέχεια καί στή δυστυχία, άφού καί τούς ντροπιάζουν καί τήν εύημερία πού είχαν πριν τούς ύπενθυ- μίζουν. ’Αλλά, νομίζω, σάν νά έπιθυμούσε έκείνος νά ξεπεράσει καί τήν ευαγγελική παραγγελία, δηλαδή τό νά μή γνωρίζει τό άριστερό χέρι τί κάνει τό δεξιό, δέν ή θέλησε νά έχει ώς μάρτυρα τής πράξεώς του ούτε τον ίδιο τον ευεργετούμενο. Έτσι απείχε πολύ από τού νά ζητεί τή δόξα των άνθρώπων, άφού και περισσότερο αύτός φρόντιζε νά κρύβει τις άγαθοεργίες του, παρά άλλοι πού έκαναν αισχρές πράξεις. Πήρε, λοιπόν, κομπόδεμα με χρυσάφι, πήγε τά μεσάνυχτα κοντά στο σπίτι τού φτωχού άνθρώπου, τό έριξε άπό ένα παραθυράκι μέσα και γύρισε άμέσως σπίτι του, σάν νά ντρεπόταν μήν τον ίδούν, όταν έκανε αύτή τήν άγαθοεργία.
Μία άπό τις αδελφές παντρεύεται. Χρυσάφι καί για άλλη
ΣΤ'. Πρωί πρωί, πού ξύπνησε ό άνθρωπος, βρήκε τό χρυσάφι και, στή συνέχεια, άφού έλυσε τό κομπόδεμα, έξεπλάγη και νόμιζε ότι μπορεί νά είχε έξαπατηθεί, φοβούμενος μήπως δέν είναι χρυσάφι αύτό πού έβλεπε. ’Αναρωτιόταν, λοιπόν, γιά ποιο λόγο δέ θέλησε ό εύεργέτης νά έχει ώς μάρτυ ρα τής εύεργεσίας του αύτόν πού εύεργετή- θηκε. Τή στιγμή έκείνη, τρίβοντας τό μέταλλο μέ τά άκρα των δακτύλων του και παρατηρώντας το πιο προσεκτικά, διαπίστωσε ότι ήταν πράγματι χρυσάφι. Γιά τό άπροσδό- κητο αύτό γεγονός χαιρόταν πολύ, ένιωθε έκπληξη και άπορούσε, ένώ έχυνε θερμά α άπό τή μεγάλη του χαρά* δέν είχε και τι νά κάνει. Και επειδή, στριφογυρίζοντας πολλά στο νού του, δέν είχε κανέναν άπό τούς γνωστούς του στον όποιο νά άποδώσει τό γεγονός τής άγαθοεργίας αύτής, τό άπέδωσε στο Θεό και δέ σταματούσε νά εκφράζει μέ δάκρυα τις εύχαριστίες του. Τώρα βέβαια, πριν άπό τις άλλες άνάγκες, βιαζόταν νά άπαλλαγεί άπό τήν άμαρτία του προς τό Θεό και πάντρεψε μια άπό τις θυγατέρες του, τήν πρώτη, δίνοντάς της ώς προίκα τό χρυσάφι πού έρευσε μόνο του ή, καλύτερα, θά έλεγα τό θεόσταλτο, πού ήταν σημαντικό.
Τό γεγονός τού γάμου τό πληροφορήθηκε ό θαυμαστός Νικόλαος και διαπίστωσε ότι ό πατέρας έπραξε σύμφωνα μέ τή γνώμη του —αύτό πράγματι και έπιθυμούσε, δηλαδή νά τού λύσει μέ τό γάμο την πρόφαση τής αμαρτίας—, γι’ αυτό και ετοιμάστηκε νά προσφέρει βοήθεια και γιά τό δεύτερο κορίτσι. Και πραγματικά, και άλλο κομπόδεμα μέ χρυσάφι, ισόποσο προς τό προηγούμενο, προσέφερε σ’ αύτόν τή νύχτα, χωρίς νά τον πάρει κανείς είδηση. Τά χαράματα, λοιπόν, πού σηκώθηκε ό πατέρας των κοριτσιών, βρήκε οπό δάπεδο τό χρυσάφι. Και, άφού είδε πώς ό Θεός, χωρίς ό ίδιος νά κοπιάσει καθόλου, έριξε σάν βροχή τον πλούτο σ’ αύτόν και τού έδωσε, όπως λέει ό λόγος, σιτάρι άλεσμένο, διακατεχόταν και πάλι άπό τήν ίδια έκπληξη.
’Ακολούθως, άφού έσκυψε βαθιά και στήριξε στο έδαφος τό μέτωπό του, έχυνε θερμότερα δάκρυα λέγοντας: «Θεέ άγαθέ, Θεέ κηδεμόνα των πάντων και αίτιε κάθε άγαθού, οικονόμε τής σωτηρίας μας, Σύ πού έγινες άνθρωπος και γιά τις δικές μου αμαρτίες και τώρα σώζεις εμέ μαζί μέ τά παιδιά μου άπό τήν άναπόφευκτη παγίδα τού έχθρού, Σέ παρακαλώ γνώρισέ μου ποιος είναι ό υπηρέτης τού θελήματος σου, ό μιμητής σου, ό άγγελος άνάμεσα στούς άνθρώπους, αύτός πού έτσι πάλι μέ άναπλάθει, πού άποκαθιστά τήν εύη μέρια μου και μέ λυτρώνει άπό τήν ολέθρια άπόφασή μου. Και νά, μέ τό δικό σου έλεος δίνω και τή δεύτερη κόρη μου σέ νόμιμο άνδρα. Έτσι γλίτωσε πλέον και αύτή τή «μνηστεία» μέ τό διάβολο και εγώ είχα κέρδος, άφού δέν έκτέλεσα πράξη πού θά μού προκαλούσε ζημιά στήν ψυχή».
Ό γάμος τής δεύτερης κόρης. Ό Αγιος προσφέρει χρυσάφι καί γιά τήν τρίτη κόρη. Ό πατέρας ανακαλύπτει τον ευεργέτη του
Ζ. Αύτά έλεγε, και πολύ γρήγορα πάντρεψε και τή δεύτερη κόρη του, έχοντας πλέον και τήν άγαθή έλπίδα ότι δέ θά καθυστερήσει νά παντρέψει και τήν τρίτη.
Πράγματι, πίστευε ότι είχε ήδη τήν προίκα στά χέρια του. Και τό πίστευε αυτό, στηριζόμενος, καθώς ήταν φυσικό, σέ ό,τι είχε συμβεϊ μέ τις δύο άλλες κόρες του. Ύστερα άπό αυτά, λοιπόν, παρακολουθούσε προσεκτικά και βρισκόταν σε ετοιμότητα μήπως έλθει ό ευεργέτης και πάλι δεν τον άντιληφτεί. Βέβαια θά εύφραινόταν μέ την παροχή, θά στενοχωριόταν όμως, αν δέν τον έβλεπε και, άκόμη, σν δέν ήθελε νά δεχτεί νά τού έκφράσει μέ λόγια τήν ευγνωμοσύνη του.
Έμενε, λοιπόν, άγρυπνος και έτσι περίμενε τήν έλευς τού φιλανθρώπου. Ό εύεργέτης πήγε και γιά τρίτη φορά Πήγε όμως πάρα πολύ προσεκτικά, αργά τή νύχτα, χωρίς νά άκούγεται καθόλου τό περπάτημά του, και, μόλις έφτασε στο συνηθισμένο τόπο, έριξε άπό τό ίδιο παραθυράκι μέσα στο σπίτι κομπόδεμα μέ ίση ποσότητα χρυσού. Αμέσως άπομακρύνθηκε τρέχοντας και γύρισε στο σπίτι του.
Ό πατέρας των κοριτσιών, πού δεχόταν τις ευεργεσίες τού φιλάνθρωπου, μόλις ακούσε τό θόρυβο τού χρυσού πού έπεσε στο δάπεδο —καί δέν είχε τήν παραμικρή αμφιβολία ότι τού συμπαρίσταται ό ίδιος πλουτοδότης —, έτρεξε πίσω του μέ όση ταχύτητα μπορούσε, γιά νά τον φτάσει. Αφού τον έφτασε καί γνώρισε ποιος είναι —γιατί ήιαν πασίγνωστος γιά τήν άρετή του — , ή χαρά του ήταν απερίγραπτη, επειδή κρατούσε άσφαλώς τό θήραμά του και είχε στά χέρια του τον εύεργέτη του. Έπεσε, λοιπόν, με εύχαρίστηση στά πόδια του καί τον άποκαλούσε λυτρωτή καί βοηθό καί σωτήρα ψυχών πού κινδύνευσαν νά φτάσουν στο έσχατο τής καταστροφής καί τής άμαρτίας. «Έάν πραγματικά, έλεγε, δέν ύποκινούσε τά σπλαχνικά σου αισθήματα ό πολυέλεος Κύριος, θά είχαμε άπό καιρό ψυχικώς» χαθεί έγώ ό άθλιος πατέρας μαζί μέ τις τρεις, άλίμονο, θυγατέρες μου. ’Αλλά τώρα μάς έσωσε μέσω τού προσώπου σου καί μάς διαφύλαξε άπό τήν πικρή πτώση στήν αμαρτία καί σήκωσε ό Κύριος φτωχούς άπό τήν κατάσταση της βρωμιάς καί άνέσυρε άπό τή γή δυστυχισμένους». Αυτά τα λόγια, λοιπόν, έλεγε στον "Αγιο εκείνος ό πατέρας, μέ δάκρυα χαράς καί θερμή πίστη, καί παρέμεινε πολύ» χρόνο πεσμένος μπροστά στά εύλογημένα πόδια του.
Ό Άγιος όμως, επειδή διαπίστωσε ότι έγινε γνωστός πλέον στον πατέρα των κοριτσιών, τον σήκωσε έπάνω και τον δέσμευσε μέ πολύ μεγάλους όρκους να μήν ανακοινώσει ποτέ σέ άλλους αυτά πού είχαν γίνει, ούτε νά γνωστοποιήσει τήν έλεημοσύνη γενικότερα στο λαό.
Όμως ή παραπάνω άγαθοεργία είναι μια άπό τις εύεργεσίες πού έχει κάνει ό "Αγιος, και τόσο πολύ μεγάλη και πολύ γνωστή. ’Αλλά ό "Αγιος μοίραζε κάθε ήμέρα υλικά άγαθά σ’ αύτούς πού είχαν άνάγκη. Δηλαδή και χόρταινε τούς φτωχούς μέ ψωμί και διέτρεφε αύτούς σέ περίοδο πείνας και πλούσια παρείχε τά άγαθά σέ πεινασμένες ψυχές. Όμως όλα αύτά βέβαια δέ θά μπορούσε κάποιος ούτε περιληπτικά νά άναφέρει.
Προσκυνητής στους 'Αγίους Τόπους. Θαύμα τού Αγίου κατά τό ταξίδι στή θάλασσα.
Η. ’Επειδή επιθυμούσε διακαώς νά φτάσει σέ τελειότερα στάδια αρετής καί νά άπολαύσει μεγαλύτερη άγάπη κοντά στο Θεό, τον κατέλαβε ή σφοδρή επιθυμία τής ήσυχίας σέ έρημο τόπο. ’Αφού όμως δέν υπήρχε ή δυνατότητα νά πετύχει μέ διαφορετικό τρόπο τό ποθούμενο, λαχτάρησε έτσι μέ θέρμη τήν άποδημία. ’Αλήθεια, ό προφήτης λέγει: «Άφοσιωθεϊτε στή ζωή τής ήσυχίας καί άποκτήστε τή θεία γνώση». Γιά τούτο σκέφτηκε νά άπομακρυνθεί άπό τον κόσμο καί, σύμφωνα μέ τήν προτροπή τού προφήτη, σχέδιαζε νά κατοικήσει σέ έρημο τόπο. Καί πραγματικά, ή ερημιά είναι μητέρα τής ήσυχίας, ενώ ή ήσυχία συνάπτει μέ πολύ κατάλληλο τρόπο τις θείες έννοιες καί τή θεωρία μέ τό Θεό. Έτσι κάποτε θεώρησε εύλογο νά πάει στήν Παλαιστίνη, γιά νά έπισκεφτεί τούς Άγιους Τόπους, όπου έζησε ό Κύριος, ό όποιος ύπέστη τά φρικτά πάθη γιά τή σωτηρία μας. ’Επιβιβάστηκε λοιπόν σέ αιγυπτιακό πλοίο, πού εκείνο τον καιρό άπέπλευσε άπό έκεί, καί έφτασε στήν Παλαιστίνη, μέ σκοπό νά βρει έκεί τήν πολυπόθητη έρημία καί ταυτόχρονα νά περιέλθει καί νά ίδεί, όπως προείπαμε, τούς Άγιους Τόπους.
Άλλα άς διακοπεί ό λόγος προς τό παρόν για τό σκοπό της μεταβάσεως τού Άγιου στην Παλαιστίνη και άς ασχοληθούμε για λίγο με τό ταξίδι στη θάλασσα. Τό αιγυπτιακό πλοίο, λοιπόν, κατευθυνόταν στον προορισμό του και, ενώ οι ναυτικοί δεν προέβλεπαν τι καιρικές συνθήκες θά επικρατούσαν κατά τον πλού, ό Άγιος τούς προανήγγειλε τρικυμία με πολύ άγριους και ορμητικούς άνεμους. Γιατί, είπε, είδε στον ύπνο του ότι ό ίδιος ό διάβολος άνέβηκε στο πλοίο, έκοψε με μαχαίρι τά καλώδια τού ιστίου και τών πηδαλίων,έδεσε γύρω γύρω όλο τό πλοίο, τό στριφογύρισε και προσπαθούσε να τό βυθίσει αύτανδρο.
Αυτά είπε ό Άγιος, και αμέσως, σαν άπό κάποιο άόρατο σύνθημα, ένας σφοδρότατος άνεμος, άφού πέρασε άνάμεσα άπό τά νέφη, σήκωσε στο πέλαγος πολύ μεγάλη φουρτούνα. Ταραχή και τρόμος κατέλαβε τούς συμπλέοντες. Και γι αυτό, άφού στάθηκαν κοντά στο μεγάλο Άγιο, προσεύχονταν στο Θεό και παρακαλούσαν τον Άγιο νά τούς βοηθήσει, γιατί βρίσκονταν σέ φοβερό κίνδυνο και δέν είχαν καμιά ελπίδα γιά σωτηρία, παρά μόνο άν βοηθούσε αυτός πού προειπε τον κίνδυνο. Τό γεγονός ότι ό Άγιος τούς προείπε τον κίνδυνο τούς δημιούργησε τήν ελπίδα ότι θά μπορούσε να τούς βοηθήσει.
Εκείνος, λοιπόν, τούς έλεγε νά έχουν θάρρος και τούς διαβεβαίωνε ότι γρήγορα θά άπαλλαγούν άπό τον κίνδυνο. Και πραγματικά, ή κατάσταση έξελίχτηκε όπως τούς είπε και εκείνα πού τούς στενοχωρούσαν γρήγορα τελείωσαν. Ή θαλασσα ήρέμησε και γαλήνεψε. Τότε αύτοί, άφού ξέχασαν αμέσως τούς θρήνους, ξέσπασαν σέ ευθυμία και χαρά, ομολογώντας ότι τή σωτηρία τους τή χρωστούσαν στο Θεό και στον υπηρέτη του, τον άγιο Νικόλαο. Και έθαύμαζαν τον Αγιο γιά δύο λόγους, και γιά τό ότι προείπε τον κίνδυνο και για το ότι βοήθησε νά διασωθούν άπό αύτόν.
Ο Αγιος άνασταίνει ένα ναύτη. Αλλα θαύματα
Θ. Αλλά, ένώ έτσι είχαν αυτά τά άξιοθαύμαστα γεγονότα ένας ναύτης (άλήθεια, ό διάβολος πάλι προσπάθησε να τούς στενοχωρήσει, γιατί θεώρησε προσβολή για τον εαυτό του το θαύμα πού έγινε) ανέβηκε στήν κορυφή τού μεσαίου καταρτιού, για να διορθώσει κάποιο σχοινί τού πλοίου. Όταν έπρόκειτο πλέον να κατεβεί, γλίστρησε και έπεσε στο μέσο τού πλοίου. Μέ τήν πτώση του χτύπησε θανάσιμα και τό άψυχο σώμα του κοίτονταν στο κατάστρωμα και όλοι τον έβλεπαν νεκρό. Τότε ό "Αγιος, πού συνήθιζε μέ τήν προσευχή του νά προσφέρει άμέσως βοήθεια, τον άνέστησε μέ περισσότερη ευκολία άπό τό νά ξυπνούσε έναν πού κοιμόταν. Έτσι τον παρέδωσε πάλι ζωντανό στούς άλλους ναύτες τού πλοίου. Έπειτα οι ναυτικοί ξεδίπλωσαν όλα τά ιστία και ώς τον προορισμό τους έπλευσαν μέ άεράκι λεπτό και ευχάριστο.
Όταν πλέον προσέγγισαν στο λιμάνι και άγκυροβόληοε τό πλοίο, άμέσως συντελούνταν πολλά θαύματα, πού και ή θάλασσα άγαλλόταν. Και άν πρέπει νά τά παρουσιάσω συνοπτικά, θά έλεγα ότι δέν ύπήρχε κανένας πού νά ύπέφερε άπό δυστύχημα ή άρρώστια, ή νά πιεζόταν άπό κάποια μεγάλη στενοχώρια, ό όποιος νά προσερχόταν στον Νικόλαο και νά μήν εύρισκε άμέσως θεραπεία και άπαλλαγή άπό τό αίτιο πού τον στενοχωρούσε.
Έτσι λοιπόν, άφού ή θεραπεία τών άοθενών γινόταν όχι μόνο μέ εύκολία, άλλά και χωρίς πληρωμή, ό λόγος είναι σέ θέση νά δώσει τή δυνατότητα νά εξετάσουμε συγχρόνως πόσοι ήταν έκείνοι πού θεραπεύτηκαν, πόση ευχαριστία προς τό Θεό έκδηλώθηκε και πόση ήταν ή χαρά όλων μαζί έκείνων πού δοξολογούσαν τό Θεό.
Τό νά παρουσιάσει όμως ένας μέ τή γραφή καθένα χωριστά άπό τά θαύματα αυτά τού Αγιου είναι παρόμοιο μέ τήν προσπάθεια κάποιου άλλου πού θά ήθελε νά άπαριθμήσει τήν άμμο τής θάλασσας και τό πλήθος τών άστέρων.
Στα ιερά Προσκυνήματα. Επιστροφή. Άλλες θαυματουργικές ενέργειες
I. Ό Άγιος άναχώρησε άπό εκεί και πήγε στον Τάφο τού Χριστού και ακολούθως στο σεβάσμιο Γολγοθά, στον όποιο είχε στηθεί ό σωτήριος Σταυρός. Στη συνέχεια προσήλθε, νυχτερινή ώρα, στο θειο ξύλο τού Σταυρού, πού είχε τοποθετηθεί οέ ιερό Ναό. Μόλις πλησίασε στο Ναό, οι πύλες άνοιξαν αύτομάτως. Εκεί προσευχήθηκε θερμά καί προσκύνησε με πολλή εύλάβεια. Έτσι έλαβε πλουσιότερη τή χάρη καί τή δύναμη τού άγαθού καί παναγίου Πνεύματος.
’Αφού διέμείνε στήν Παλαιστίνη άρκετό χρονικό διάστημα καί γιά νά μή στερηθεί τό ποίμνιό του γιά περισσότερο χρόνο τή γλυκιά του φωνή, πήρε έντολή άπό τό Θεό, με θείο όραμα, νά γυρίσει στον τόπο του. Γιά τήν επιστροφή χρησιμοποίησε πάλι πλοίο. Καί έδώ πάλι, μόλις ό θαυμαστός "Αγιος επιβιβάστηκε, συνέβησαν θαύματα: άφενός φανερώθηκε ή κακουργία των ναυτικών, άφετέρου άποδείχτηκε στο πρόσωπό του κατά τρόπο θαυμαστό ή δύναμη τού θείου Πνεύματος.
Ό Άγιος, λοιπόν, έπρόκειτο νά επιστρέφει μέ πλοίο στήν πατρίδα του καί, άφού πρώτα έκαμε τή σχετική συμφωνία μέ τούς ναύτες, οι όποιοι βέβαια δέν ήταν καλοί, επιβιβάστηκε στο πλοίο. Εκείνοι όμως, όταν σήκωσαν τις άγκυρες, θυμήθηκαν τήν πατρίδα τους. ’Αφού, λοιπόν, βγήκαν άπό τό λιμάνι, άνοιξαν τά πανιά καί, έπείδή ό άνεμος έπνεε εύνοϊκά γι’ αύτούς, κατευθύνονταν προς τήν πατρίδα τους. Ή θεία Δικαιοσύνη όμως δέν τούς άφησε καθόλου, άλλά τούς άκολουθούσε κατά πόδας καί τιμώρησε τήν κακουργία τους. Έπνευσε, λοιπόν, άμέσως μέ άντίθετη κατεύθυνση μιά σφοδρή καταιγίδα, ή οποία μετατόπισε τό μοχλό τού πηδαλίου καί τό ίδιο τό πηδάλιο τό άπέσπασε άπό τή θέση του. Ή καταιγίδα αύτή άπείλησε τούς ναύτες μέ τον έσχατο κίνδυνο τού καταποντισμού, ενώ τον Άγιο τον έφερε στο λιμάνι τής πατρίδας του, άφού εκεί κατά τρόπο θαυμαστό προσορμίστηκε τό άκυβέρνητο πλοίο.
Πώς όμως άντιμετώπισε τήν κακή συμπεριφορά των ναυτών εκείνος ό εύαίσθητος καί μεγαλόψυχος άνθρωπος; Δέν πικράθηκε, ούτε θεώρησε άναγκαίο νά τούς άπευθύνει κάποιο σκληρό λόγο. Άλλα και οι ίδιοι είχαν μετανοήσει πικρά γιά την πράξη τους και ό Άγιος νικήθηκε άπό τή φιλάνθρωπη καρδιά του, και έτσι τούς έστειλε στήν πατρίδα τους με καλό και γρήγορο ταξίδι. Αυτός έπέστρεψε στήν ιερά Μονή τής Άγιας Σιών, τήν όποια, όπως είπαμε, είχε οικοδομήσει ώραιότατα ό θειος του. Εκεί έγινε δεκτός με πολλή χαρά και γέμιζε τήν ψυχή όλων με άπερίγράπτη ευχαρίστηση.
Αλλά γνωρίζω ότι σάς διακατέχει θερμός πόθος και διψάτε νά μάθετε πώς άνέβη στον άρχιερατικό θρόνο και πώς έργάστηκε ύστερα άπό τή χειροτονία του στο βαθμό τού έπισκόπου. Αύτά, λοιπόν, έρχεται νά σάς κάμει γνωστά ό λόγος. Επειδή, λοιπόν, ή θεία Πρόνοια ρύθμιζε μέ σοφία τά σχετικά μέ αύτόν και τό μεγάλο αυτό πνευματικό φώς έπρόκειτο νά τοποθετηθεί σέ μεγάλη λυχνία, τον κατέβασε πάλι στήν πόλη, μέ σκοπό νά εργάζεται φιλόπονα τή θεία γλυκύτητα τής άρετής.
Αναζήτηση κατάλληλου προσώπου γιά τόν άρχιεπισκοπικό θρόνο. Θεία οπτασία
ΙΑ. Και ένώ ό Άγιος έπιτελούσε έτσι τά έργα τής άρετής, ώστε νά μήν τόν βλέπει άνθρώπινο μάτι, έκανε περισσότερο φανερό τόν κατά πάντα άξιο εαυτό του. Ή άρετή, πράγματι, δέν έκρυβε τόν έργάτη περισσότερο άπ’ ό,τι κρύβει τό φώς εκείνους πού περπατούν κάτω άπό αυτό. [Μέ άλλα λόγια’ ή άρετή δέν έκρυβε καθόλου τόν έργάτη, όπως τό φώς δέν κρύβει έκείνους πού περπατούν κάτω άπ’ αύτό]. Και οι καρποί τών κόπων του γρήγορα άποκάλυπταν τό εύγενές τού δένδρου.
Βεβαιότατα γίνεται γνωστός’ και ό ούράνιος Πατήρ, ό οποίος βλέπει τήν άρετή του, πού κρύβεται, τήν έπιβραβεύει φανερά. Και πώς έγινε αύτό στή συγκεκριμένη περίπτωση προσέχτε τή διήγηση:
Εκείνον τόν τελευταίο καιρό έκοιμήθη (πέθανε) ό άρχιερέας τής πόλεως τών Μυρέων και έμεινε κενός ό μητροπολιτικός θρόνος. Τότε κατέλαβε θεία έπιθυμία τους επισκόπους πού ήταν υπό την εξουσία του και τούς έπίλεκτους από τον υπόλοιπο ιερό Κλήρο να εκλέξουν αρχιερέα πρόσωπο άξιο για τον αρχιερατικό θρόνο. ’Αφού, λοιπόν, συνάχτηκαν όλοι, κάποιος άπό αύτούς διατύπωσε τή γνώμη (γεγονός όφειλόμενο στο Θεό και στήν οικονομία τής θείας σοφίας) να έμπιστευθούν στήν προσευχή τό θέμα τής εκλογής τού άρχιερέα και νά άφήσουν τή χειροτονία του στήν άπόφαση τού Θεού. Ένώ, λοιπόν, αύτοί προσεύχονταν γιά τό σκοπό αύτό —τούς άρεσε πραγματικά ή γνώμη πού διατυπώθηκε—, ό Κύριος, πού κάνει τό θέλημα εκείνων πού τον φοβούνται και τον τιμούν, φανέρωσε σέ έναν άπό αύτούς ποιόν έπρεπε νά έκλέξουν άρχιερέα. Και αύτό έγινε ώς έξής ένώ προσευχόταν ό έπισκοπος αύτός, έμφανίστηκε κάποια θεία οπτασία καί τού φαινόταν ότι τον διέτασσε νά πάει καί νά σταθεί κοντά στις εισόδους τού Ναού καί ότι τού έλεγε: «Όποιος θά έμπαινε πρώτος στο Ναό, αύτός είναι πού κινείται μέ τό φωτισμό τού δικού μου Πνεύματος. Νικόλαος ονομάζεται ό άνδρας αύτός καί σ’ αύτού τά χέρια πρέπει νά άνατεθεί ό έπισκοπικός θρόνος καί ή προστασία τής ’Εκκλησίας. Καί βέβαια τό άξίωμα αύτό γι’ αύτόν έχει προοριστεί».
Έργο προσευχής καί θείου φωτισμού ή εκλογή τού Αγίου γιά τόν αρχιεπισκοπικό θρόνο των Μύρων
ΙΒ. Τις άποκαλύψεις αύτές, πού είχε άπό τή θεία οπτασία έκείνος ό εύσεβής άνθρωπος, δέν τις κράτησε άπόρρητες, άλλά τις άνακοίνωσε στή Σύνοδο των επισκόπων καί στον ύπόλοιπο ιερό Κλήρο. Καί ένώ, λοιπόν, όλοι προσεύχονταν μέ περισσότερη ένταση, έκείνος στον όποιο άποκαλύφτηκε ποιος θά ήταν ό μεγάλος καί άξιος έφτασε στον τόπο πού έπρεπε, σύμφωνα μέ τήν έντολή τής θείας οπτασίας. Ήδη όμως πρωί-πρωί καί ό μέγας Νικόλαος, άφού ύποκινήθηκε άπό τό θείο Πνεύμα, πήγε καί αύτός στήν ’Εκκλησία. Μόλις έφτασε στο Ναό, συναντήθηκε μ’ αύτόν πού άξιώθηκε νά δει τή θεία οπτασία. Τότε ό έπισκοπος πού είδε τό όραμα αμέσως τον ρώτησε: «Τέκνο μου, πώς ονομάζεσαι;». Εκείνος του απάντησε με πραότητα και λεπτότητα:
«Νικόλαος άμαρτωλός, Δέσποτα, δούλος τής άγιότητάς σου».
Όταν λοιπόν ό ευσεβής έκεινος άνθρωπος ακούσε άπό τον πραγματικά μεγάλο τά μετρημένα και γεμάτα ταπεινοφροσύνη εκείνα λόγια και άφενός άπό τον τρόπο κλή- σεως τού Νικολάου, τον οποίο προείπε ή θεία οπτασία, άφετέρου δέ άπό τό μέγεθος τής ταπεινοφροσύνης τού Άγιου και τής έξωτερικής του εμφάνισης, πού συμφωνούσε μ’ αύτή (δηλαδή δέν άγνοοΰοε τον άγιογραφικό λόγο: «Ό Θεός γνωρίζει προς ποιόν στρέφει μέ εύμένεια τά βλέμματά του' τά στρέφει προς τον ταπεινό και ήσυχο», πείστηκε ότι αύτός είναι έκεινος πού υποδεικνύει ό Θεός γιά άρχιερέα, και άμέσως ένιωσε άπερίγραπτη εύχαρίστηοη. Και ή άγαλλίαοή του ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του και αισθανόταν τέτοια χαρά —γιατί πρέπει νά διαλάμπει και ό λόγος τής θείας Γραφής— σάν έκεινον πού βρίσκει λάφυρα πολλά και σάν έκεινον πού βρίσκει τυχαίως κάποιον κρυμμένο θησαυρό.
'Ύστερα άπό αυτά συλλογίστηκε ότι ή εύρεση τού μεγάλου πραγματικά γιά τό άρχιερατικό αξίωμα ήταν έργο τού θειου φωτισμού. Είπε λοιπόν προς αύτόν: «Τέκνο μου, άκολούθα με», και, άφού τον παρέλαβε, τον πήγε στους έπισκόπους. Εκείνοι συμφώνησαν άμέσως μέ τήν έξέλιξη τού θέματος, τό όποιο είχε ανακοινωθεί σ’ αυτούς προηγουμένως άπό τον επίσκοπο πού είχε δει τή θεία οπτασία. Έτσι ή ψυχή τους πλημμύρισε άπό θεία χαρά και έκριναν ότι ή άπόφαοη τού Θεού στηρίχτηκε στήν άρετή τού άνδρός.
Έπειτα, όπως ήταν συγκεντρωμένοι (ή Σύνοδος τών έπιοκόπων και οι άλλοι κληρικοί), οδήγησαν άμέσως τον Άγιο στο μέσο τού Ναού. Επειδή όμως ή είδηση έφτασε παντού πολύ γρήγορα, άφού αύτή έτσι στά σπουδαία γεγονότα συνηθίζει ιδιαίτερα νά χρησιμοποιεί συντονισμένο και γρήγορο φτερούγισμα, συγκεντρώθηκε άμέτρητο πλήθος λαού. Όταν, λοιπόν, συγκεντρώθηκαν όλοι μαζί, άμέσως οι επίσκοποι, μέ πολύ υψωμένη τη φωνή, ώστε νά τούς άκοΰνε όλοι καλά, είπαν: «Δεχθείτε, αδελφοί, τον δικό σας ποιμένα, δεχθείτε τον μέ προθυμία' αυτόν πού έχρισε τό Αγιο Πνεύμα για σάς και στον όποιο εμπιστεύτηκε τη διαποίμανση των ψυχών σας και την πνευματική σας κατάρτιση αυτόν πού γιά τό έργο αυτό δέν τον έξέλεξε άνθρώπινη ψήφος, άλλά τον όρισε ό Θεός. Έχουμε, έπομένως, αυτόν πού ποθούσαμε’ αύτόν πού ζητούσαμε τον έχουμε λάβει μέ τρόπο θαυμαστό. Διαποιμαινόμενοι σωστά άπ’ αύτόν και καθοδηγούμενοι, δέ θά στερηθούμε τών ελπίδων νά έμφανιστούμε και ενώπιον τού Θεού ώς ξεχωριστός λαός κατά τήν ή μέρα τής δεύτερης παρουσίας και άποκαλύψεώς του». Σ’ αυτούς τό πλήθος τών χριστιανών προσέθεσε τήν εύχαριστία και άπηύθυναν προς τό Θεό λόγια ευφροσύνης, τήν όποια δέν είναι εύκολο νά περιγράφει κανείς.
Ή χειροτονία τού ‘Αγίου. Διωγμοί κατά τών χριστιανών. Ό Αγιος στη φυλακή
ΙΓ. Στή συνέχεια ή ιερή Σύνοδος τών επισκόπων μαζί μέ τον υπόλοιπο ιερό Κλήρο, άφού τακτοποίησαν προηγουμένως καθετί πού ήταν καθιερωμένο άπό τήν Εκκλησία νά γίνεται στις περιπτώσεις αύτές, τον χειροτόνησαν άρχιερέα. Εκείνος άρχικά άνέβαλλε καί φοβόταν τήν «προεδρία» έξ- αιτίας τής όντως έπαινετής δειλίας του. Μόλις όμως άνέβηκε στον άρχιερατικό θρόνο καί έγινε προκαθήμενος τής Ίεράς Μητροπόλεως τής πόλεως τών Μυρέων καί άνέλαβε τή διοίκηση, ορθοτομούσε τό λόγο τής άληθείας καί πίστευε καί δίδασκε όρθώς τά δόγματα τής Πίστεώς μας.
Πολύ ώραία' ό διάβολος όμως έριξε βάσκανο μάτι στούς όλο καί πληθυνόμενους χριστιανούς, γιατί δέν μπορούσε νά άνεχθεί νά άνθίζει έτσι ή χριστιανική Πίστη. Γιά τό λόγο αυτό μπήκε μέ μεγάλη οξύτητα στις ψυχές τών πολιτικών άρχόντων καί άμέσως ό διωγμός κατά τών χριστιανών έγινε πιο σφοδρός. Βασιλικά διατάγματα έκδίδονταν σέ όλη τήν οικουμένη καί καλούσαν τούς πιστούς νά άρνηθούν την πίστη τους στο Χριστό. Έάν, λοιπόν, δεν την άρνούνταν, τούς περίμεναν άμέοως δεομά και φυλακίσεις και βαρύτατα βασανιστήρια και, τέλος, μαρτυρικοί θάνατοι. Τα διατάγματα γιά τούς διωγμούς εναντίον των χριστιανών έφτασαν σύντομα και μέχρι την πόλη των Μυρέων και χρησιμοποιούσαν ώς ισχυρά εκτελεστικά όργανα τούς θερμούς εραστές τής ειδωλολατρίας.
Ό θειος Νικόλαος, λοιπόν, επειδή ήταν μεγάλη προσωπικότητα στήν πόλη αύτή και άοπαζόταν τή χριστιανική θρησκεία και μέ θάρρος διακήρυττε τήν πίστη του και προδήλως καμάρωνε πού κήρυττε τό Ευαγγέλιο, συνελήφθη άπό εκείνους πού είχαν τήν άνώτερη πολιτική έξουσία στήν πόλη και, άφού δέθηκε μέ άλυσίδες και ύποβλήθηκε σέ στρεβλώσεις και σέ μύρια άλλα βασανιστήρια, ρίχτηκε στή φυλακή μαζί μέ πολλούς άλλους χριστιανούς.
Στή φυλακή έμεινε άρκετό χρονικό διάστημα, χωρίς νά έχει έκεί ούτε τή στοιχειώδη άνθρώπινη διαβίωση. Τις κακουχίες μέσα στή φυλακή τις ύπέμενε μέ τόση γενναιότητα, όπως άκριβώς κάποιος θά άπολάμβανε μέ μεγάλη ευχαρίστηση τά ευχάριστα. Και στήν κατάσταση αύτή πού βρισκόταν δέν άφηνε, ό κατά πάντα γενναίος, τό ποίμνιό του χωρίς πνευματική βοήθεια, άλλά, όπως άκριβώς συμβαίνει μέ τά νεαρά φυτά, πότιζε συνεχώς όλους τούς πιστούς μέ τά νάματα τής πίστεώς μας, τούς στήριζε τά πόδια πάνω οέ άρραγές θεμέλιο, τό Χριστό, τούς γέμιζε τήν ψυχή μέ περισσότερο θρησκευτικό ζήλο και τούς έκανε άξιόμαχους στρατιώτες τής άλήθειας.
Ό θρίαμβος τού χριστιανισμού. Άποφυλάκιση τού 'Αγίου καί αγώνες του κατά τής ειδωλολατρίας
ΙΔ. Άλλά άμέοως ύστερα άπό τή συννεφιά έμφανίζεται ό ήλιος και ύστερα άπό τήν καταιγίδα κάποιο ήσυχο άεράκι. Κάτι άνάλογο συνέβη και έδώ: Ό Χριστός μας έριξε άπό ψηλά τό βλέμμα του προς τό λαό του και κατέλυσε όλες τις ειδωλολατρικές έξουσίες και τις έκαμε να βγάζουν σπαρακτικές κραυγές μαζί μέ τούς δαίμονες φίλους τους. Και αυτές οι έξουσίες ήταν οι Διοκλητιανοί και οι Μαξιμιανοί και όσοι μετά άπό αυτούς άσκησαν την έξ- ουσία στον κόσμο των ειδωλολάτρων. Ό Χριστός, λοιπόν, ύψωσε δύναμη σωτηρίας γιάτό λαό του. Μέ τον τύπο τού Σταυρού, πού παρουσίασε στον ούρανό μέ κατάλληλο σχηματισμό άστέρων, κάλεσε έτσι θαυματουργικά τον Κωνσταντίνο, τό γιο τού Κώνσταντος καί τής Ελένης, καί τού εμπιστεύτηκε τον αύτοκρατορικό θρόνο των Ρωμαίων.
Εκείνος, επειδή ήταν συνετός, δέν άγνόησε ποιος ήταν Αυτός πού τον κάλεσε, καί πήρε θάρρος. Έτσι, λοιπόν, φρουρούμενος άπό τό Χριστό καί άντλώντας άπ’ Αυτόν δύναμη, έστησε περίοπτο τρόπαιο κατά τής πλάνης. Τότε ταπεινώνονταν οφθαλμοί άλαζόνων, κρημνίζονταν είδωλολατρικοί ναοί, άποφυλακίζονταν οι δέσμιοι γιά τό Χριστό, άνοικοδομοΰνταν οι χριστιανικοί ναοί καί στις εκκλησίες τού Θεού δινόταν πάλι ή ομορφιά καί μεγαλοπρέπεια.
Αφού βέβαια τό Διάταγμα τού Κωνσταντίνου διελάμβανε καί τήν άποφυλάκιση των δέσμιων γιά τήν πίστη τους χριστιανών, κάθε δέσμιος γιά τό Χριστό γύριζε, έλεύθερος πλέον, στην ιδιαίτερη πατρίδα του. 'Ύστερα άπό αύτό καί ή Εκκλησία τών Μυρέων άπολάμβανε τό δικό της άρχιερέα, τον Νικόλαο, μάρτυρα κατά τήν προαίρεση καί στεφανωμένο μέ τό στέφανο τού μαρτυρίου, χωρίς βέβαια νά έχει χύσει τό αίμα του.
Εκείνος, πλούσια προικισμένος μέ θεοδώρητα χαρίσματα, καί όλες τις άρρώστιες θεράπευε καί διάσημος έγινε όχι μόνο στούς πιστούς άλλά, σέ σύντομο χρονικό διάστημα, καί σέ πολλούς είδωλολάτρες. Καί θαύμα άπερίγραπτό άποτελούσε ό Άγιος γιά τις ψυχές όλων.
Επειδή σέ πολλούς άκόμη είδωλικούς βωμούς σύχναζαν κάποια δαιμονικά φύλα, λείψανα κατά κάποιο τρόπο τής ειδωλολατρίας, πού διατηρούνταν άκόμη καί άποτελούσαν αίτια γιά τήν άπώλεια όχι καί λίγων κατοίκων τής περιοχής τών Μύρων, πυρακτώθηκε ή ψυχή του άπό θείο ζήλο. Έξεγέρθηκε τότε με πολλή άνδρειοσύνη, περιήλθε όλη τήν περιοχή των Μυρέων και όποιο βωμό πετύχαινε μπροστά του, σαν προετοιμασμένος πολεμιστής κατά δαιμόνων, τον κατεδάφιζε και τον κονιορτοποιούσε, έχοντας πολλή εμπιστοσύνη στον έαυτό του. Έτσι, άφού άπομάκρυνε τό πλήθος των πονηρών πνευμάτων, έδωσε τή δυνατότητα στο ποίμνιό του νά άπολαμβάνει τήν άληθινή γαλήνη.
Ό Άγιος εξαφανίζει κάθε ίχνος ειδωλολατρίας
ΙΕ. Ένώ ό "Αγιος έκανε τέτοιους επιτυχείς άγώνες έναντιον των δαιμόνων, τού ήρθε άνωθεν κάποια σκέψη περισσότερο θεία, νά μήν έξαιρέσει δηλαδή ούτε και αυτόν τό ναό τής Άρτέμιδος, ό όποιος κατά τό κάλλος ήταν ώραιότατος και κατά τό μέγεθος ό μεγαλύτερος άπ’ όλους τούς άλλους. Έτσι ό ναός αύτός ήταν πολυαγαπημένος τόπος διαμονής γιά τούς άπατηλούς δαίμονες. Αφού, λοιπόν, κυρίευσε τον Αγιο περισσότερη έπιθετική ορμή, εισέβαλε σ’ αύτόν μέ νεανικότερη γενναιότητα -λιοντάρι πού λένε μέ ξίφος— και δέν γκρέμιζε μόνο τά ύπεράνω τού έδάφους μέλη τού ναού, άλλά άνέσκαπτε και αύτά τά θεμέλιά του, γιά νά μήν υπάρχει ούτε ή παραμικρή σπίθα τής πλάνης, ούτε νά παραμείνει κάποια ριζούλα, πού θά μπορούσε νά προσελκύει τούς άσυνέτους. Και γιά νά τά πω συνοπτικά: Τά ύψηλά μέρη τού ναού τά κατεδάφιζε, ένώ τά χαμηλά και τά θεμέλια τά κονιορτοποιούσε και τά σκόρπιζε στον άέρα. Οι πονηροί βέβαια δαίμονες, νιώθοντας τήν όρμητικότητα και τήν πίεση, δέν μπορούσαν νά άντισταθούν και νά παραμείνουν εκεί’ φεύγοντας όμως, φώναζαν και ισχυρίζονταν ότι άδικούνται άπ αύτόν μέ τις μεγαλύτερες άδικιες και διώχνονται άπό τήν κατοικία τους.
Αύτά, λοιπόν, έτσι γίνονταν διά τού Αγιου και ή (πρατηγική του έναντιον τών δαιμόνων έλάμβανε αίσιο πέρας. Άλλά πάλι ό λόγος θέλει νά θυμάται και τά άλλα κατορθώματα του Άγιου και να μην παραδώσει ατή λήθη εκείνα πού είναι άξια να λέγονται και να διατηρούνται στη μνήμη.
Ό Αγιος συμμετέχει στήν Α' Οικουμενική Σύνοδο (325 μ.Χ.). Σώζει τούς συμπατριώτες του από την πείνα
ΙΣΤ. Όταν κυβερνούσε τή Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ό Κωνσταντίνος, ό πρώτος χριστιανός βασιλιάς, καί μάλιστα τότε πού ό μεγάλος αύτός άρχιερέας φρόντιζε νά διαφυλάττει όλα τά ορθόδοξα δόγματα τής Πίστεως από κάθε πλάνη καί ξερίζωνε καθετί τό κακόδοξο καί νόθο, συγκεντρώθηκαν όλοι οι ορθόδοξοι επίσκοποι στή Νίκαια , με σκοπό νά στερεώσουν τήν ορθή διδασκαλία τής χριστιανικής Πίστεως, νά καταδικάσουν γιά πάντα τή βλάσφημη αίρεση τού Άρείου καί νά στήσουν όρθια τήν κλυδωνιζόμενη Εκκλησία. Ή Σύνοδος αυτή δογμάτισε ότι ό Υιός είναι όμοούσιος προς τον Πατέρα, καί τά δύο πρόσωπα (Πατήρ καί Υιός) άποτελούν μία ούσία.
Στήν ιερή, λοιπόν, αυτή Σύνοδο έλαβε μέρος καί ό θαυμαστός αύτός άρχιερέας. Εκεί ό Άγιος έγινε πραγματικά στόμα πυρίπνοο κατά τού αίρεσιάρχη Άρείου. Συγκεκριμένα, απέδειξε ότι ή διδασκαλία τού Άρείου ήταν φλυαρία, πού δέν είχε καμιά σχέση μέ τήν άλήθεια, καί αδέξια σπέρματα τού διαβόλου, τά όποια ό Άγιος διέλυσε εύκολα σάν νήματα αράχνης καί παρέδωσε σέ όλους ακριβή κανόνα τής ορθής πίστεως. Όταν τελείωσαν οι έργασίες τής Συνόδου, έζευξε τήν άμαξα καί γύρισε πίσω στο ποίμνιό του.
Επιπλέον, καί πώς θά μπορούσε κάποιος, πού είναι έραστής όντως φιλόθεων διηγήσεων, νά παρατρέξει καί τό έξής: Κάποτε έπεσε φοβερή πείνα στή Λυκία. Τότε καί ή έπαρχία των Μυρέων είχε έλλειψη τροφών καί πιεζόταν άπό τήν πείνα. Ένώ, λοιπόν, κάποιος ναυτικός είχε αγοράσει σιτάρι νά τό έμπορευτεί, έμφανίστηκε τή νύχτα σ’ αυτόν ό μέγας Νικόλαος καί, άφού τού έδωσε, όχι φανταστικά άλλα στήν πραγματικότητα, τρία χρυσά νομίσματα ως εγγύηση, τον πρόσταζε νά πλεύσει στο λιμάνι τής επαρχίας των Μυρέων και νά το πουλήσει στους κατοίκους. Όταν ζύπνησε ό έμπορος και βρήκε στ’ άλήθεια στο δεζιό του χέρι τά χρυσά νομίσματα, άπέδωσε τό γεγονός σε θαύμα και με όση ταχύτητα μπορούσε έπλευσε προς τά Μύρα. Έπειτα πούλησε τό σιτάρι στήν πόλη. Έτσι και ό ίδιος είχε κέρδος και ατούς πεινασμένους έδωσε ζωή.
’Αλλά και τό παρακάτω γεγονός δέν πρέπει νά τό παραβλέψει κάνεις και νά μήν τό εκθέσει μέ τό γραπτό λόγο, αν και είναι εύρύτερα γνωστό και πολυμιλημένο.
Συνεχίζεται με το β ' και Τελεταίο Μέρος
Εισαγωγή - Μετάφραση - Σχόλια Πραγματολογικά στοιχεία - Παραπομπές Επιλογή ύμνων άπό την άσματική 'Ακολουθία Γεωργίου Δ. Παπαδημητρόπουλου θεολόγον. Φιλολόγου - Λυκειάρχου
Πρώτη αποκλειστική δημοσίευση στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση σε Ορθόδοξα Ιστολόγια με αναφορά πηγής την Ιστοσελίδα
ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ
Η ηλεκτρονική επεξεργασία ,σκανάρισμα και μορφοποίηση κειμένου έγινε απο τον Ν.Β.Β
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.