Ο ΜΩΑΜΕΘ ΚΑΙ Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΛΑΜ (ΜΕΡΟΣ Α΄)
Γρηγόριος Δ. Ζιάκας
Ομότιμος καθηγητής της Θρησκειολογίας
της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
Ο ΜΩΑΜΕΘ ΚΑΙ Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΛΑΜ
1. Ο όρος Ισλάμ
Η λέξη Ισλάμ είναι απαρέμφατο (μάσνταρ) του ρήματος ασλάμα, το οποίο αποτελεί την τέταρτη ρίζα του ρήματος σαλίμα. Η βασική ρίζα σ-λ-μ(=σαλίμα, σαλάμα, σαλάμ) του ρήματος σημαίνει γενικώς «είμαι σώος και ασφαλής, ακέραιος και αβλαβής, έχω ειρήνη, ησυχάζω». Από τις έννοιες αυτές η τέταρτη ρίζα ασλάμα του ρήματος πήρε το νόημα του «υποτάσσομαι, αφοσιώνομαι και εγκαταλείπω τον εαυτό μου απολύτως στον Θεό». Άρα, Ισλάμ σημαίνει «απόλυτη υποταγή και αφοσίωση στον Θεό και το θέλημά του», και σύμφωνα με πολλούς μουσουλμάνους θεολόγους, δηλώνει επίσης μια κατάσταση ειρήνης και ασφαλείας (σίλμ, σαλάμ), στην οποία περιέρχεται ο πιστός(μούσλιμ). Η μετοχή του ρήματος είναι μούσλιμ,πληθ. μουσλιμούν, «απολύτως υποταγμένος στον Θεό και το θέλεμά του», και άρα «πιστός» με ευρύτερη έννοια.
Ισλάμ λοιπόν είναι το επίσημο όνομα της θρησκείας αυτής. Οι μουσουλμάνοι όμως απορρίπτουν τους όρους μωαμεθανισμός και μωαμεθανοί, διότι πιστεύουν ότι η θρησκεία τους δεν είναι δημιούργημα του προφήτη Μωάμεθ, αλλά αποκάλυψη του Θεού, την οποία ο Θεός φανέρωσε στον «απόστολο και δούλο του» όχι αμέσως και αυτοπροσώπως (ο Θεός είναι τελείως απρόσιτος), αλλά διαμέσου του «θείου μηνυτού του», δηλαδή του αγγέλου Γαβριήλ.
2. Ο Μωάμεθ ως «απόστολος του Θεού» (ρασούλ Αλλάχ)
Ιδρυτής του Ισλάμ είναι βέβαια ο προφήτης Μωάμεθ, ο οποίος γύρω στα 610 μ.Χ. άρχισε να κηρύττει στη Μέκκα την πίστη στον ένα Θεό. Ο Μωάμεθ, του οποίου το πρόσωπο ως «προφήτου» και «αποστόλου του Θεού» (αν-Ναμπί ουά ρασούλ Αλλάχ), κατέχει, όπως είναι φυσικό, κεντρική θέση στη μουσουλμανική κοινωνία, είναι ο μόνος από τους ιδρυτές των μεγάλων θρησκειών, του οποίου την βιογραφία γνωρίζουμε στις γενικές της γραμμές. Πληροφορίες για τη ζωή και την πορεία του κηρύγματος του αντλούμε πρωτίστως από τις
δύο ιερές και θεμελιώδεις πηγές του Ισλάμ, το Κοράνιο (αλ-Κουρ’άν) και την ισλαμική Παράδοση (Σούννατ αν-Ναμπί και χαντίθ, πληθ. αχάντιθ), δηλαδή την συνήθεια ενεργείας του προφήτη και τις ρήσεις και αποφάνσεις του για την διευθέτηση των θρησκευτικών, κοινωνικών και πολιτικών πραγμάτων της κοινότητάς του, και δευτερευόντως από τις ευρύτερες ιστορικές μαρτυρίες του καιρού του. Το Κοράνιο μας δίνει αυθεντικές βέβαια πληροφορίες, αλλά λίγες και κυρίως δίχως χρονολογική σειρά. Έτσι για να κατανοήσουμε τις πληροφορίες αυτές αντλούμε από την μουσουλμανική παράδοση, η οποία διασώζει τις προφορικές ρήσεις και αποφάνσεις του προφήτη για το τί πρέπει να πράττει και τί να αποφεύγει η κοινότητά του και τις αφηγήσεις των στενών του Μωάμεθ συγγενών, φίλων και συντρόφων του, καθώς και αξιόπιστων προσώπων της πρώτης μουσουλμανικής κοινότητας. Αν και οι πληροφορίες αυτές δεν είναι πλήρεις, ωστόσο μας επιτρέπουν να κατανοήσουμε σε γενικές γραμμές τόσο την ζωή και τις θρησκευτικές εμπειρίες του Μωάμεθ, οι οποίες προετοίμασαν και ισχυροποίησαν την συνείδηση της κλήσεώς του στο προφητικό του αξίωμα, όσο και τις πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες της Μέκκας και της Αραβίας, μέσα στις οποίες έζησε και έδρασε. Μας επιτρέπουν ακόμη να κατανοήσουμε κατά πόσον μια θρησκευτική και πολιτική συγχρόνως φυσιογνωμία, όπως ο Μωάμεθ, μπόρεσε να χρησιμοποιήσει τις ιστορικές συνθήκες του καιρού του και να φέρει εις πέρας το έργο της επαγγελίας του, αλλάζοντας με το κήρυγμά του τον ρου της ιστορίας στη Μέση Ανατολή.
Ο Μωάμεθ (Muhammad ibn ‘Abdallâh ibn ‘Abdulmuttalib ibn Hâshim ibn ‘Abd Manaf al-Qurayshî) γεννήθηκε γύρω στα 570 μ.Χ. στη Μέκκα. Ανήκε στην ισχυρή και ηγέτιδα τότε στη Μέκκα φυλή των Κουραϊσιτών (Quraysh) και προερχόταν από την μεγάλη και περιφανή οικογένεια των Χασιμιτών (Banû Hâshim). Η φυλή των Κουραϊσιτών (Κουράϊς) έχαιρε μεγάλης τιμής στην Αραβία, διότι χρόνια πολλά πριν από τον Μωάμεθ είχε στα χέρια της το εμπόριο της αραβικής χερσονήσου και τα μέλη της είχαν το προνόμιο να υπηρετούν ως φύλακες του κεντρικού ιερού της Κάαμπα (Ka‘ba) και να εξασφαλίζουν νερό και τροφή στις χιλιάδες των προσκυνητών που συνέρρεαν κάθε χρόνο στη Μέκκα κατά την διάρκεια του μεγάλου προσκυνήματος (χάτζτζ) στην Κάαμπα. Το προσκύνημα ήταν το πιο σπουδαίο ετήσιο γεγονός και έπαιρνε μορφή μιας μεγάλης εμποροπανηγύρεως. Επειδή οι μήνες, κατά τους οποίους γινόταν τα προσκυνήματα στη Μέκκα και σε ορισμένους άλλους ιερούς τόπους της αραβικής χερσονήσου, θεωρούνταν ιεροί μήνες ειρήνης («χαράμ», πρβλ. Κοράνιο 9, 5), γι\' αυτό στους τόπους αυτούς, κυρίως όμως στη Μέκκα, συνέρρεαν Άραβες πολυθεϊστές από όλες τις φυλές, και ακόμη οπαδοί διαφόρων άλλων θρησκειών που υπήρχαν στην Αραβία (ιουδαίοι, χριστιανοί, ζωροάστρες, μασδακίτες, μανιχαίοι κ.ά.), για να εκτελέσουν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα και προπαντός να επωφεληθούν από τις οικονομικές ευκαιρίες που τους δινόταν, να ανταλλάξουν δηλαδή τα εμπορεύματά τους και να συζητήσουν ειδικές των φυλών υποθέσεις. Πέρα από αυτά, σπουδαία ήταν η πνευματική επικοινωνία και η ανταλλαγή των γενικών πολιτιστικών αγαθών. Όλοι αυτοί θεωρούνταν προσκυνητές (χουτζτζάτζ) στα αραβικά ιερά, και ιδίως στην Κάαμπα, και ήταν φιλοξενούμενοι του αρχηγού (σαρίφ ή σάγιντ) του ιερού τόπου. Στα χρόνια που γεννήθηκε ο Μωάμεθ το αξίωμα αυτό ήταν στα χέρια του πάππου του ‘Abdulmuttalib (Αμπντουλμουττάλιμπ, γεν. 497). Αυτό έχει σημασία, γιατί δείχνει μέσα σε ποιο περιβάλλον μεγάλωσε ο Άραβας προφήτης.
Ο Μωάμεθ ήταν ορφανός από πατέρα και μητέρα. Ο πατέρας του ‘Abdallâh, ένας από τους δέκα γιους του Αμπντουλμουττάλιμπ, πέθανε νέος, μερικούς μήνες πριν ακόμη γεννηθεί ο Μωάμεθ, και η μητέρα του Άμινα μπιντ Ουάχαμπ (’Âmina bint Wahab), όταν ο Μωάμεθ περνούσε το έκτο έτος της ηλικίας του. Την ανατροφή του την ανέλαβε αρχικά ο πάππος του Αμπντουλμουττάλιμπ, ο οποίος τον αγαπούσε πολύ. Μετά όμως από δύο χρόνια ο αγαθός πάππος πέθανε και την ανατροφή του την ανέλαβε πια ο θείος του Abu Talib (Αμπού Τάλιμπ), έμπορος ικανός στη Μέκκα με κύρος και περηφάνεια μεταξύ των ισχυρών της φυλής του, ο οποίος διαδέχθηκε τον πατέρα του Αμπντουλμουττάλιμπ στο αξίωμα του φυλάρχου (σαρίφ-σάγιντ). Ο Αμπού Τάλιμπ (θ. 619) μεγάλωσε τον Μωάμεθ με αγάπη, και μολονότι δεν ασπάστηκε το Ισλάμ, ωστόσο με το κύρος και την υπερηφάνεια του φυλάρχου που διέθετε, του συμπαραστάθηκε αργότερα στις δύσκολες στιγμές του, όταν ως κήρυκας της μονοθεΐας στη Μέκκα δοκίμασε την εχθρότητα των συμπολιτών του.
Νωρίς ο Μωάμεθ άσκησε διάφορα επαγγέλματα, και όταν ενηλικιώθηκε προσελήφθη στις εμπορικές υποθέσεις μιας πλούσιας και δραστήριας χήρας από τη φυλή των Κουραϊσιτών, η οποία ονομαζόταν Χαντίτζα. Τελικά 25ετής ο Μωάμεθ πήρε γυναίκα του την σαραντάχρονη ήδη Χαντίτζα και έτσι έγινε έμπορος και οδηγός καραβανίων.
Ο ρόλος της Χαντίτζα στη ζωή του Μωάμεθ δεν μπορεί να παραθεωρηθεί. Από όσα αφήνουν να εννοήσουμε οι πηγές της μουσουλμανικής παραδόσεως, η Χαντίτζα επιβλήθηκε στον Μωάμεθ όχι τόσο με τα πλούτη της, όσο με τα πνευματικά της χαρίσματα και την ισχυρή της προσωπικότητα. Με την εξυπνάδα και τη θρησκευτική ευαισθησία που διέθετε, τον στήριξε και τον ενθάρρυνε στα πρώτα βήματα του κηρύγματός του, όταν ο Μωάμεθ πιεζόταν από αμφιβολίες για την αλήθεια των οραμάτων του, και ήταν αυτή που πρώτη πίστευσε στην αποστολή του. Με την Χαντίτζα ο Μωάμεθ έζησε ευτυχισμένη ζωή και ώς τον θάνατό της δεν πήρε άλλη γυναίκα. Απέκτησε μαζί της έξι τέκνα, από τα οποία επέζησε μόνον η Φάτιμα, η μετέπειτα σύζυγος του εξαδέλφου του Άλη, γιου του θείου του Αμπού Τάλιμπ, κατοπινού τέταρτου χαλίφη του Ισλάμ και αρχηγού της παρατάξεως των Σιιτών (Shî‘ah). Μετά τον θάνατό της ο Μωάμεθ πήρε κατά καιρούς άλλες οκτώ επίσημες γυναίκες, τις περισσότερες για πολιτικούς λόγους. Η πιο σπουδαία απο αυτές, η οποία μετά τον θάνατο του Μωάμεθ έπαιξε σπουδαίο ρόλο στην ισλαμική πολιτική και στη διαμόρφωση της πρώτης μουσουλμανικής κοινότητας, ήταν η Άισα, η πιο αγαπημένη γυναίκα του, θυγατέρα του σπουδαιότερου στρατηγού του Αμπού Μπάκρ, κατοπινού πρώτου χαλίφη του Ισλάμ (632-634). Η αγαπημένη θυγατέρα του Φάτιμα, η Χαντίτζα καθώς και όλες οι γυναίκες του προφήτη τιμώνται από την ισλαμική παράδοση ως «μητέρες των πιστών» (σούρα 33, 6, σούρα ονομάζεται το κάθε κεφάλαιο του Κορανίου).
3. Η προφητική κλήση του Μωάμεθ
Ο Μωάμεθ άρχισε να κηρύττει στη Μέκκα γύρω στα 610 μ.Χ., σε ηλικία 40 ετών, την πίστη στον ένα Θεό. Το κήρυγμα του διήρκεσε 22 χρόνια και διαιρείται σε δύο μεγάλες φάσεις· στο κήρυγμά του στη Μέκκα (γύρω στα 610-622) και στο κήρυγμά του στη Μεδίνα (622-632). Μέσα στις δύο αυτές φάσεις του κηρύγματός του αναπτύσσονται και εξελίσσονται η προσωπικότητά του, οι προφητικές του ιδέες και το όλον κήρυγμά του.
Για τη ζωή και την εσωτερική προετοιμασία για το κήρυγμα, η οποία σημειώθηκε στον Μωάμεθ πριν ακόμη αυτός εμφανισθεί στον λαό του ως απόστολος του Θεού και προφήτης, δεν γνωρίζουμε πολλά. Οι μουσουλμάνοι πιστεύουν ότι ο Μωάμεθ δεν υπήρξε ποτέ ειδωλολάτρης. Βέβαιο είναι ότι ο Μωάμεθ πριν από την πρώτη αποκάλυψή του (γύρω στα 610) πέρασε ένα στάδιο εσωτερικής προετοιμασίας και αλλαγής. Κατά το Κοράνιο ο Θεός τον βρήκε κάποτε στην οδό της πλάνης και τον καθοδήγησε (σούρα 93,7). Η «καθοδήγηση» αυτή υποδηλώνει ότι πριν ο Μωάμεθ συνειδητοποιήσει με συνταρακτικά οράματα αποκαλύψεων την προφητική του αποστολή, πέρασε μια περίοδο εσωτερικής προεργασίας και περισυλλογής, στη διάρκεια της οποίας ασχολήθηκε με θρησκευτικά θέματα. Κατά το χρονικό αυτό διάστημα οι διάσπαρτες στο περιβάλλον του διδασκαλίες της Αγίας Γραφής δημιούργησαν μέσα του δυσπιστία προς την πατρική θρησκεία.
Ώς την ηλικία των 40 ετών ο Μωάμεθ ήταν έμπορος στη Μέκκα και πήγαινε με τα καραβάνια του προς τα βόρεια σύνορα της Αραβίας, όπου είχε αναπτυχθεί (συνέχεια του όρους Σινά) ο χριστιανικός μοναχισμός και αναχωρητισμός. Του δόθηκε έτσι η ευκαιρία να γνωρίσει κοντά στους καταπληκτικούς αυτούς μοναχούς και ασκητές, τους ράχιμπ, όπως τους ονομάζει η προϊσλαμική αραβική ποίηση, βασικές αρχές της χριστιανικής διδασκαλίας και ζωής. Γνωστό προϊσλαμικό τραγούδι υμνεί την λυχνία τουράχιμπ, η οποία έφεγγε κατά τις προχωρημένες ώρες της νύχτας και οδηγούσε ορθά την πορεία των καραβανιών στην αραβική έρημο. Του δόθηκε επίσης η ευκαιρία να γνωρίσει από κοντά με τα καραβάνια του τις πολιτισμένες χώρες της Μεσοποταμίας, Παλαιστίνης και Συρίας, όπου κυριαρχούσε ο Χριστιανισμός. Αλλά και μέσα στην Αραβία υπήρχαν χριστιανικές και ιουδαϊκές κοινότητες. Έτσι γνώρισε ορισμένες βασικές διδασκαλίες της Αγίας Γραφής για την προφητεία, την αποκάλυψη και την μονοθεΐα και εντυπωσιάστηκε ιδιαίτερα από την διδασκαλία για την εσχάτη ημέρα της κρίσεως. Φύση θρησκευτική ο Μωάμεθ πέρασε, όπως δέχεται η μουσουλμανική παράδοση, ορισμένο χρονικό διάστημα αποσυρόμενος συχνά σε διάφορες σπηλιές και άλλους απόμακρους τόπους, όπου συλλογιζόταν τα θρησκευτικά πράγματα, νήστευε και προσευχόταν. Οι συνήθειες αυτές που λέγονται ταχαννούθ ήταν ξένες στον αραβικό πολυθεϊσμό. Έτσι είναι πολύ πιθανό να είχαν εντυπωσιάσει τον Μωάμεθ οι προσευχές και αγρυπνίες ορισμένων χριστιανών, μοναχών και αναχωρητών, τους οποίους είχε συναντήσει και ακούσει κατά τα ταξίδια του στις γύρω από την Αραβική χερσόνησο χριστιανικές χώρες. Μεγάλη γενικώς εντύπωση έκαναν στους Άραβες οι χριστιανοί και οι μοναχοί με την λαμπρότητα της λατρείας τους, με τους ύμνους και τις δοξολογίες προς τον Θεό, με τις γονυκλισίες και τις επικλήσεις τους και με την ανάγνωση των ιερών κειμένων. Επίδραση στη ζωή του Μωάμεθ φαίνεται να άσκησαν και ορισμένα άτομα με μονοθεϊστικές αντιλήψεις που κυκλοφορούσαν μέσα στην αραβική χερσόνησο και που ο λαός τους ονόμαζε χουναφά (ενικός χανίφ), ευσεβείς, και το Κοράνιο τους συνδέει με τον Αβραάμ. Επρόκειτο για μεμονωμένα και ελεύθερα άτομα, κυρίως ποιητές και οραματιστές, άλλοι από τους οποίους ήταν επηρεασμένοι από τον Χριστιανισμό και άλλοι από τον Ιουδαϊσμό, χωρίς όμως να ανήκουν στη μια ή την άλλη θρησκεία. Έτσι για μεγάλο χρονικό διάστημα πριν από την κλήση του ο Μωάμεθ είχε στραφεί προς τον μονοθεϊσμό, όπως είχαν κάνει και οι πριν από αυτόν εκπρόσωποι μονοθεϊστικών αντιλήψεων στην Αραβία, οι χουναφά. Αν ήταν και αυτός ένας χανίφ, όπως υποστήριξαν μερικοί ερευνητές, είναι άγνωστο.
Βέβαιο είναι, ότι ο Μωάμεθ στους έρημους και ήσυχους τόπους, όπου συχνά αποσυρόταν και προσευχόταν, έβλεπε διάφορα οράματα. Αποφασιστικός όμως σταθμός για όλο το κήρυγμά του ήταν ένα αιφνίδιο και συνταρακτικό όραμα «κλήσεως», το οποίο είδε γύρω στα 610, και το οποίο τον οδήγησε στην πεποίθηση ότι είναι καλεσμένος από τον Θεό απόστολός του, εντεταλμένος να κηρύξει το θέλημά του στους ομοεθνείς του. Το όραμα αυτό σχολιάζεται ιδιαιτέρως από την μουσουλμανική παράδοση και τους υπομνηματιστές του Κορανίου. Περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο (σούρα) 96,1-5 του Κορανίου και κατά την παράδοση του Ισλάμ αποτελεί την πρώτη αποκάλυψη που πήρε ο Μωάμεθ.
Κατά τις ειδήσεις των κορανικών χωρίων και της μουσουλμανικής παράδοσης, μια νύχτα του μηνός Ραμαντάν, ενώ ο Μωάμεθ καθόταν σε περισυλλογή στο αγαπητό του σπήλαιο Χιρά’, περίπου 12 χιλ. βόρεια της Μέκκας, στο οποίο συχνά αποσυρόταν για να αφοσιωθεί σε προσευχή και θεωρίες, άκουσε ξαφνικά από ψηλά φωνή να τον καλεί στο προφητικό του αξίωμα: «Κάποιος ένδοξος μηνυτής» (σούρα 81,19 και 23), το «άγιον πνεύμα» (ρούχ αλ-κούντς) ή το «πιστόν πνεύμα» (αρ-ρούχ, σούρα 16,104· 26, 193), δηλαδή κάποιο υπερφυσικό ον, το οποίο αργότερα ο Μωάμεθ το ταύτισε με τον αρχάγγελο Γαβριήλ, στάθηκε μετέωρο πάνω από τον προφήτη και τον διέταξε να διαβάσει τους πέντε πρώτους στίχους του 96ου κεφαλαίου του Κορανίου. Έκπληκτος ο Μωάμεθ τρεις φορές αρνήθηκε να διαβάσει, γιατί δεν ήξερε γράμματα, και τρεις φορές ο άγγελος πίεσε το βιβλίο στο πρόσωπό του μέχρι πνιγμονής, ώσπου τελικά ο Μωάμεθ συγκατένευσε και ρώτησε:
«Τι πρέπει να διαβάσω;», και ο άγγελος του είπε:
«ίκρα’, διάβασε, στο όνομα του Κυρίου σου, ο οποίος έπλασε τα πάντα·
έπλασε τον άνθρωπο από θρόμβο αίματος.
Διάβασε! Ο Κύριος σου είναι ο γενναιότατος όλων.
Αυτός που δίδαξε την χρήση της γραφίδος.
Δίδαξε τον άνθρωπο ό,τι αγνοούσε» (96,1-5).
Με βάση τα κορανικά χωρία 2, 181. 97, 1-5 και 44, 1 κ.εξ. η μουσουλμανική παράδοση υπελόγισε ότι η πρώτη αυτή αποκάλυψη έγινε τη νύχτα της 27ης του σεληνιακού μηνός Ραμαντάν και την ονομάζειλάϋλατ αλ-κάδρ, «νύχτα της θείας Αποφάσεως ή του θείου Θεσπίσματος». Γι\' αυτό ο μήνας αυτός καθιερώθηκε ως μήνας νηστείας του Ισλάμ και η 27η του μηνός, νύχτα λήξεως της νηστείας, είναι νύχτα γενικής χαράς και ευωχίας. Λέγεται ότι κατά τη νύχτα αυτή κατεπέμφθη ολόκληρο το Κοράνιο μέχρι του χαμηλότερου ουρανού και μετά αποκαλύφθηκε βαθμηδόν και κατά τμήματα στον προφήτη μέσω του αγγέλου Γαβριήλ. Λέγεται ακόμη ότι κατά την νύχτα αυτή είχαν επίσης αποσταλεί άνωθεν και οι Άγιες Γραφές των προηγουμένων λαών, ιδίως μάλιστα η Τορά των Ιουδαίων και το Ευαγγέλιο (Ιντζίλ) των Χριστιανών, δεδομένου ότι και αυτές, κατά τη μουσουλμανική παράδοση, δεν είναι παρά τμήματα του Ουρανίου βιβλίου, που φυλάσσεται αιωνίως σε πίνακα (λάουχ αλ-μαχφούζ) κοντά στον Θεό και αποτελεί την «Μητέρα της Βίβλου» (Ούμμ αλ-Κιτάπμ).
4. Το κήρυγμα του Μωάμεθ στη Μέκκα (610-622)
Το παραπάνω αιφνίδιο και συνταρακτικό όραμα που είδε ο Μωάμεθ, του
προξένησε τέτοια φρίκη, ώστε για αρκετόν χρόνο μετά από αυτό έπαυσε να
δέχεται περαιτέρω αποκαλύψεις. Η μουσουλμανική παράδοση αναφέρει ότι
σημειώθηκε για τρία χρόνια διακοπή (φάτρα) στο κήρυγμά του. Την φρίκη, η
οποία κατέλαβε τον Μωάμεθ μετά την συνταρακτική εμπειρία στο σπήλαιο
του όρους Χιρά’, περιγράφουν παραστατικότητα οι πρώτοι στίχοι του 73ου
και 74ου κορανικού κεφαλαίου. Ο Μωάμεθ επέστρεψε εσπευσμένα από το
σπήλαιο στη γυναίκα του Χαντίτζα και φώναξε: «κάλυψέ με με ένα μανδύα
(ντιθάρ) και ρίξε στο κεφάλι μου ψυχρό ύδωρ» (σούρα 73, 1 και 74, 1).
Στην ισλαμική παράδοση σώζεται ο θρύλος, ότι έντρομη η Χαντίτζα έτρεξε
στον σπουδαίο χριστιανό συγγενή της Ουάρακα μπεν Ναουφάλ, ο οποίος είχε
χάρισμα προφητείας και ο οποίος της επιβεβαίωσε την γνησιότητα του
οράματος και αποφάνθηκε ότι το όραμα ήταν πράγματι κλήση του Μωάμεθ στο
προφητικό αξίωμα, και μάλιστα μέσω του ιδίου αγγέλου που είχε
αποκαλυφθεί και στον Μωυσή. Ο θρύλος είναι γνωστός και στην χριστιανική
αντιρρητική φιλολογία, όπου όμως ο Ουάρακα φέρεται ως κακόδοξος μοναχός,
πρώην Εβραίος, ή ταυτίζεται με τον νεστοριανό μοναχό Μπαχίρα, δάσκαλο
δήθεν και εμπνευστή των πλανών του Μωάμεθ. Τα περιστατικά αυτά δηλώνουν
ότι αρχικά ο Μωάμεθ άρχισε να συνειδητοποιεί την αποστολή του μόνο
διστάζοντας και ψηλαφώντας. Όπως μαρτυρούν ορισμένα κορανικά χωρία, ο
Μωάμεθ περιορίστηκε να ανακοινώσει τις εμπειρίες των οραμάτων του μόνο
μέσα στο στενό οικογενειακό περιβάλλον του (πρβλ. Κοράνιο, 26, 214).
Φοβόταν μάλιστα μήπως είχε καταληφθεί από κάποιο δαιμόνιο (τζίνν). Στην
προϊσλαμική δηλαδή Αραβία επικρατούσε η πίστη ότι οι «μάντεις και
οραματιστές» (κάχιν)και ορισμένοι «ποιητές» (σά’ιρ) εμπνέονταν από ένα
αγαθό κυρίως, αλλά ενίοτε και κακό πνεύμα ή δαιμόνιο (τζίνν) και
προέλεγαν τα μέλλοντα ή στιχουργούσαν για χάρη του λαού. Ο Μωάμεθ όμως
ευθύς εξ αρχής δεν ήθελε να έχει καμία σχέση με αυτούς. Η αποκάλυψη του
Θεού ήταν εντελώς άλλο πράγμα. Έτσι πέρασε ένα διάστημα αγωνίας και
αποθαρρύνσεως. Αίφνης όμως η περίοδος αυτή έληξε και ο προφήτης πήρε μια
νέα αποκάλυψη, η οποία τον διαβεβαίωνε ότι «ο Κύριός του δεν τον
εγκατέλειψε» (93, 3-5) και τον καλούσε να εγερθεί και να συνεχίσει το
κήρυγμά του (74, 1-5):
«Ω συ, ο οποίος κάλυψες τον εαυτό σου με μανδύα (ντιθάρ)
σήκω και προειδοποίησε (τους ανθρώπους της χώρας σου για την τιμωρία του Θεού)
και μεγάλυνε τον Κύριό σου.
Καθάρισε τα ιμάτιά σου,
και κρατήσου μακριά από το βδέλυγμα (της ειδωλολατρίας)»
Από τη στιγμή αυτή και ύστερα ώς το τέλος της ζωής του, ο Μωάμεθ δεν
έπαυσε να δέχεται αποκαλύψεις και να τις ανακοινώνει στον λαό του. Οι
υπομνηματιστές του Κορανίου δέχονται ότι ο άγγελος ανακοίνωνε κάθε φορά
στον προφήτη από πέντε έως δεκαπέντε ή είκοσι το πολύ στίχους, ώστε να
μπορεί να τους απομνημονεύσει και να τους κηρύξει στη συνέχεια στον λαό.
5. Το περιεχόμενο του αρχικού κηρύγματος του Μωάμεθ
Όσον αφορά στο αρχικό κήρυγμα του Μωάμεθ στη Μέκκα, πολλοί από τους
νεώτερους ερευνητές υποστήριξαν ότι αυτό είχε έντονο ηθικό και κοινωνικό
χαρακτήρα. Δέχθηκαν, ότι ο Μωάμεθ εμφανίσθηκε αρχικά ως κήρυκας
κοινωνικής δικαιοσύνης και κοινωνικός μεταρρυθμιστής μάλλον παρά ως
προφήτης. Αναμφίβολα οι δυσμενείς κοινωνικές συνθήκες στη Μέκκα, η
καταπίεση των φτωχών και αδυνάτων, αφύπνισαν μέσα του το αίσθημα του
δικαίου και τον ανάγκασαν να στραφεί με οξύτητα κατά των αδίκων,
εναντίον των οποίων επισείει τις τιμωρίες της εσχάτης ημέρας της κρίσεως
(σούρα 89, 17-25. 83, 1εξ. 102, 1-8. 104, 1-9). Ωστόσο βέβαιο είναι,
ότι ο Μωάμεθ ευθύς εξ αρχής παρουσιάστηκε ως απόστολος του Θεού και
προφήτης, και όχι ως κοινωνικός κήρυκας και αναμορφωτής.
Η κύρια αιτία, η οποία ώθησε τον Μωάμεθ να εγερθεί ως απόστολος του
Θεού ανάμεσα στον λαό του, ήταν η πίστη στον ένα παντοδύναμο και αγαθό
Θεό και οι ιδέες της εσχάτης ημέρας της κρίσεως, τις οποίες
πληροφορήθηκε από την χριστιανική παράδοση του περιβάλλοντός του. Και οι
δύο αυτές ιδέες, δηλαδή η περί Θεού ως δημιουργού και ευεργέτη του
κόσμου και η περί αυτού ως Κυρίου της εσχάτης ημέρας της κρίσεως,
αποτελούν τις κατευθυντήριες γραμμές όλου του κηρύγματός του. Η άμεση
αναμονή της εσχάτης ώρας της κρίσεως αποτελεί το κύριο γνώρισμα του
αρχικού κορανικού κηρύγματος:
«Και εκείνοι, οι οποίοι είναι άπιστοι, λένε˙
ποτέ δεν θα έρθει εναντίον μας η ώρα.
Να πεις˙ αυτή θα έρθει εναντίον σας,
μα το όνομα του Κυρίου μου,
ο οποίος γνωρίζει τα κρύφια» (34, 3-6).
Με τρομερές, εντυπωσιακές εικόνες και με ασύνδετες μεταξύ τους
εκφράσεις μιλά ο Μωάμεθ για την ημέρα, κατά την οποία τα μνημεία θα
ανοιγούν και οι άνθρωποι τρέμοντας θα συρθούν μπροστά στον δικαιοκρίτη
Θεό για να δώσουν λόγο των πράξεών τους. Με όρκους, νουθεσίες και
εκκλήσεις ο προφήτης προσπαθεί να αφυπνίσει τους ακροατές του για την
εγγύτητα της ώρας της κρίσεως. Κάτω από αυτόν το ρυθμό της τρομερής ώρας
των εσχάτων ρέουν οι περισσότερες από τις αρχικές κορανικές αποκαλύψεις
του (πρβλ. π.χ. 77, 1-15. 70, 6-18. 78, 21-26. 101, 1-8).
Πεπεισμένος ο Μωάμεθ ότι είναι καιρός να παύσει η περίοδος της
τζαχιλίγια, δηλαδή «των χρόνων της αγνοίας και ειδωλολατρίας» των
συμπολιτών του, κηρύσσει, υπό την έξαψη αυτών των ιδεών, την πίστη στον
ένα Θεό και στρέφεται κατά της ειδωλολατρίας των Μεκκιτών. Η κατά της
ειδωλολατρίας όμως πολεμική συναντά την σθεναρή αντίδραση των ισχυρών
κατοίκων της Μέκκας, οι οποίοι βλέπουν στο πρόσωπό του όχι μόνο τον
εχθρό και καταλυτή της πατρικής τους θρησκείας, αλλά και των συμφερόντων
τους.
Φαίνεται ότι ο μεταξύ Μωάμεθ και ειδωλολατρών της Μέκκας πόλεμος ήταν
οξύς και μέρα με την ημέρα οξυνόταν όλο και περισσότερο. Παρά τις
επίμονες προτροπές του να αρνηθούν τα είδωλά τους και να λατρεύουν τον
ένα και μόνο Θεό, αυτοί δεν εννοούσαν να τον ακούσουν. Η ιδιορρυθμία των
αποκαλύψεών του, η έμμετρη γλώσσα των οραμάτων του, που εκφραζόταν με
σύντομες, ασύνδετες και ρυθμικές εκφράσεις, και η ποικιλία των εικόνων,
οδήγησαν τους Μεκκίτες να τον εκλάβουν ως φρενοβλαβή και δαιμονόπληκτο
(ματζνούν) (81, 22· 68, 2 εξ.), ως μάντη και οραματιστή (κάχιν) (23, 72.
7, 183. 34, 45. 52, 29. 69, 42), ως ονειροπόλο γόητα (σάχιρ) και ως
ποιητή (σά’ιρ) (37, 35. 21, 5, 52, 30). Όπως είπαμε, όλα αυτά τα πρόσωπα
πιστευόταν, ότι εμπνέονται από ένα καλό ή κακό δαιμόνιο (τζίνν). Γι’
αυτό στα 616 αναγκάστηκε να στείλει τους περισσότερους από τους οπαδούς
του (γύρω στα 100 άτομα) στη χριστιανική Αβησσυνία για προστασία.
Όταν δοκίμασε όλη την εχθρότητα των συμπολιτών του, απεκόμισε την
εντύπωση, ότι αυτή είναι η μοίρα όλων των αποστόλων του Θεού· να
προσκρούουν στην απιστία του λαού τους και να διώκονται. Από τη στιγμή
αυτή το ενδιαφέρον του Μωάμεθ στράφηκε με μεγαλύτερη προσοχή προς τα
πρόσωπα και την ιστορία της βιβλικής παραδόσεως και εφάρμοσε μια δική
του τυπολογία στα βιβλικά πρόσωπα. Ό,τι συνέβη στους προηγούμενους
προφήτες, ήταν τύπος των δικών του παθημάτων. Έτσι μιλά για τον Ιωνά,
τον Μωϋσή, τον Αβραάμ, τον Νώε κ.λπ. που παρουσιάζονται ως τύποι του
προσώπου του, αλλά και για τον Φαραώ, ο οποίος γίνεται τύπος και
παράδειγμα των απίστων συμπολιτών του. Ο εσχατολογικός όμως χαρακτήρας
του κηρύγματός του δεν αλλάσσει. Τις ιστορίες αυτές τις παρουσιάζει
στους Μεκκίτες για να συνετισθούν και να μην υποστούν τις τιμωρίες, τις
οποίες έπαθαν οι λαοί της εποχής των προφητών, τα Σόδομα και τα Γόμορα, ο
Φαραώ και οι Αιγύπτιοι. Γι\' αυτό ο Μωάμεθ διηγείται τις ιστορίες των
προφητών με την εξής αποστροφή: «θυμηθείτε τον Νώε...», «θυμηθείτε τον
Ιώβ...» κ.λπ. Ιδιαίτερα ο Μωάμεθ μιλά για τον Αβραάμ και την
«μονοθεϊστική θρησκεία του» (μιλλάτ Ιμπράχιμ), με την οποία θα ταυτίσει
τη θρησκεία του, γιατί πιστεύει ότι το Ισλάμ είναι η πρωτογενής
θρησκεία, την οποία μόνος ο Αβραάμ ετήρησε, και αυτήν ανανεώνει ο
Μωάμεθ. Ωστόσο η πολεμική των Μεκκιτών κατά του Μωάμεθ δεν σταματά.
6. Η μετοίκηση του Μωάμεθ στη Μεδίνα
Ο Μωάμεθ, όταν μετά από πολυετείς κόπους, διώξεις και θυσίες,
διαπίστωσε ότι ήταν άσκοπο να επιμείνει στο κήρυγμά του στη Μέκκα,
απεφάσισε να μετοικήσει με τους ολιγάριθμους οπαδούς του στη Μεδίνα,
όπου υπήρχε ισχυρή ιουδαϊκή παροικία και οι μονοθεϊστικές ιδέες ήταν
περισσότερο οικείες στον λαό. Η πόλη αυτή ονομαζόταν έως τότε Γιαθρίπ.
Από τους μουσουλμάνους ονομάστηκε, προς τιμήν του προφήτη τους,
«Μεδινάτ-αν-Ναμπί», «η πόλη του προφήτη», και με την αποσιώπηση της
δεύτερης λέξης, η οποία πάντοτε νοείται από τους μουσουλμάνους,
επικράτησε να ονομάζεται Μεδίνα.
Η ενέργεια αυτή του Μωάμεθ είναι γνωστή με το όνομα Χίτζρα, ελληνικά
Εγίρα, «μετοίκηση». Στις ευρωπαϊκές γλώσσες η λέξη Χίτζρα μεταφράζεται
λανθασμένα με τη λέξη «φυγή». Χίτζρα όμως σημαίνει την εκούσια
«μετανάστευση» ή «μετοικεσία». Η πρώτη ρίζα του ρήματος χατζάρα, από το
οποίο προέρχεται η λέξη χίτζρα, δεν σημαίνει «φεύγω», αλλά «διακόπτω τις
σχέσεις μου με την συγγένεια και την φυλή μου, την εγκαταλείπω και
μεταναστεύω σε άλλον τόπο». Με την έννοια αυτή η Χίτζρα ήταν ανέκαθεν η
σούννα ,η συνήθεια, δηλαδή το εθιμικό δίκαιο της ερήμου. Ήταν τρόπος με
τον οποίο ένα άτομο ή μια διαφωνούσα ομάδα διέκοπτε τους δεσμούς της με
την φυλή της και μετοικούσε σε άλλον τόπο. Επομένως, Χίτζρα είναι η
«διακοπή των δεσμών» του Μωάμεθ με την φυλή του και η εκούσια
«μετανάστευση» από τη μια πόλη στην άλλη. Γι’ αυτό ακριβώς και οι
Μεκκίτες οπαδοί του που τον ακολούθησαν από τη Μέκκα στη Μεδίνα
ονομάστηκαν μουχάτζιρουν («μετανάστες»), όνομα στο οποίο έχει δώσει
μεγάλη τιμή η μουσουλμανική παράδοση.
Ο προφήτης, πριν πραγματοποιήσει την απόφασή του, ήρθε σε επικοινωνία
και έκλεισε συμφωνία με μια αποστολή 75 ανδρών και 2 γυναικών από τη
Μεδίνα, οι οποίοι τον εκάλεσαν ως αρχηγό στην πόλη τους, γιατί οι δύο
φυλές της πόλης είχαν διενέξεις μεταξύ τους και ζητούσαν μια
προσωπικότητα για να τους ειρηνεύσει. Η συμφωνία αυτή είναι γνωστή στον
ισλαμικό κόσμο με το όνομα «σύμβαση πολέμου»(μπάν’ατ ουλ-χάρμπ), διότι
οι άνδρες της Μεδίνας έδωσαν στον Μωάμεθ ιερό όρκο υποταγής και
συμφώνησαν να τον στηρίξουν με κάθε μέσο, ακόμη και με τη δύναμη των
όπλων, αν παραστεί ανάγκη. Οι Μεδινίτες αυτοί έμειναν γνωστοί στην
ισλαμική παράδοση με το τιμητικό όνομα ανσάρ αν-Ναμπί,«βοηθοί του
Προφήτη», και μαζί με τους Μεκκίτες μετανάστες (τους μουχάτζιρουν)
συναπάρτισαν την πρώτη κοινότητα του Ισλάμ, την Ούμμα, την οποία
συνέπηξε ο Μωάμεθ στη Μεδίνα.
Το μεγάλο αυτό γεγονός της Εγίρα οι μουσουλμάνοι το θεώρησαν ως
«σημείο του Θεού» και δεκαεπτά χρόνια αργότερα, επί τρίτου χαλίφη Ουμάρ,
το έτος της Εγίρα το εθέσπισαν ως αφετηρία του ισλαμικού συστήματος
χρονολογίας. Σήμερα, 2007, οι μουσουλμάνοι διανύουν το 1428ό έτος της
Εγίρας.
Η μετανάστευση του Μωάμεθ από τη Μέκκα στη Μεδίνα υπήρξε
σημαντικότατος σταθμός στο κήρυγμά του. Στη Μεδίνα ο Μωάμεθ βρήκε
πρόσφορο πεδίο δράσεως και εδώ στην πραγματικότητα συνέπηξε την πρώτη
θεοκρατική κοινότητα του Ισλάμ. Η κοινότητα αυτή δεν αποτελούσε πια
μειονότητα, της οποίας η ύπαρξη απειλούνταν, αλλά τον πυρήνα μιας
κοινότητας, η οποία συνεχώς αύξανε και ισχυροποιούνταν. Η Μέκκα, η οποία
για λίγα χρόνια ακόμη παρέμεινε εχθρική, κατελήφθη ειρηνικώς το 630
μ.Χ. και προσαρτήθηκε στο κράτος της Μεδίνας. Ο Μωάμεθ, αφού διεξήγαγε
μια σειρά πολέμων με τους Μεκκίτες κατόρθωσε το 630 να κλείσει μια
συμφωνία με τους Μεκκίτες για να πραγματοποιήσει με τους οπαδούς του το
ιερό προσκύνημα στην Κάαμπα και έγινε κυρίαρχός τους. Έκτοτε η Μέκκα,
και μάλιστα το άλλοτε ειδωλολατρικό της ιερό, η Κάαμπα, αποκαθάρθηκε από
το μόλυσμα των ειδώλων και απέβη το σύμβολο του ισλαμικού κόσμου.
Όνειρο κάθε μουσουλμάνου ανά τα πέρατα του κόσμου είναι να τον αξιώσει ο
Θεός μια φορά τουλάχιστον στη ζωή του να κάνει το προσκύνημα στα ιερά
εκείνα μέρη του προφήτη του.
Στη Μεδίνα ο Μωάμεθ από «απόστολος του Θεού» και «προφήτης»
μεταβάλλεται και σε πολιτικόν αρχηγό. Από τη στιγμή αυτή και στο εξής
αφυπνίστηκε μέσα του το ενδιαφέρον να αποκτήσει δύναμη, να ευρύνει την
κοινότητά του και να αναδείξει το Ισλάμ σε ισχυρή θεοκρατία. Έτσι το
κατοπινό Ισλάμ, που ξαπλώθηκε στις γύρω από την αραβική χερσόνησο χώρες,
έφερε όχι μόνο θρησκευτικό, αλλά και πολιτικό χαρακτήρα. Και αυτή είναι
η φύση του Ισλάμ έως σήμερα. Το Ισλάμ είναι θρησκεία και πολιτεία μαζί
(Dîn wa Dawla). Η αλλαγή αυτή είναι φανερή στις αποκαλύψεις των
κορανικών κειμένων που υπαγορεύθηκαν μετά την Εγίρα. Σχετίζονται κυρίως
με την οργάνωση της κοινότητας των πιστών(Ούμμα) και τους
κοινωνικο-θρησκευτικούς θεσμούς. Γενικώς η θεολογική γραμμή του Ισλάμ
είχε διαγραφεί ήδη στη Μέκκα˙ στη Μεδίνα όμως ο προφήτης καθόρισε και
διασαφήνισε τόσο τους λατρευτικούς κανόνες της κοινότητας (προσευχές,
νηστεία, ελεημοσύνη και ιερό προσκύνημα), όσο και τους νόμους της
«πολιτείας του Θεού». Και στα δύο αυτά ο Μωάμεθ φανέρωσε ευθύς εξ αρχής
μια εξαιρετική ικανότητα και πολιτική διορατικότητα. Ένωσε όλους τους
μουσουλμάνους Άραβες και έγινε ο μόνος κύριός τους. Από τώρα και στο
εξής υπήρχε μία μόνη κοινότητα των μουσουλμάνων, που οργανώθηκε
θεοκρατικώς.
Ωστόσο οι πολιτικές επιτυχίες του Μωάμεθ στη Μεδίνα δεν αλλοίωσαν τον
προφητικό χαρακτήρα του κηρύγματός του. Το πολιτικό βέβαια ιδεώδες τον
συνήρπασε, αλλά υπήρχε και ο θρησκευτικός σκοπός. Στη Μεδίνα όμως, όπου η
θέση του Μωάμεθ ισχυροποιήθηκε, το κήρυγμά του πήρε καθαρά οικουμενικό
χαρακτήρα και προορίστηκε για όλα τα έθνη. Έτσι, ενώ στη Μέκκα ο Μωάμεθ
διακήρυττε ότι είναι ένας προφήτης και απόστολος του Θεού στην σειρά των
προφητών της Παλαιάς Διαθήκης και των αποστόλων της Καινής Διαθήκης και
ότι το Κοράνιο είναι αραβικό, δηλαδή η αραβική έκδοση της Αγίας Γραφής,
και προορίζεται για τους Άραβες μόνο, στους οποίους ο Θεός δεν είχε
αποστείλει ακόμη προφήτες και αποκάλυψη, τώρα στη Μεδίνα διεκήρυξε ότι
το Ισλάμ είναι θρησκεία οικουμενική που προορίζεται για όλη την
ανθρωπότητα. Την έννοια βέβαια της οικουμενικότητας της θείας
αποκαλύψεως γνώριζε εξαρχής ο Μωάμεθ, αλλά την ιδέα περί οικουμενικού
χαρακτήρος της θρησκείας του την συνέλαβε αργότερα, όταν το κήρυγμα του
στέφθηκε από επιτυχία στη Μεδίνα. Το αρχικό ενδιαφέρον του Μωάμεθ στη
Μέκκα στρεφόταν προς τους ειδωλολάτρες ομοεθνείς του, τους οποίους ήθελε
να απαλλάξει από την άγνοια της πολυθεΐας (τζαχιλίγια) και να ιδρύσει
γι’ αυτούς θρησκεία αραβική, κατά τα πρότυπα της ιουδαϊκής και
χριστιανικής πίστης. Η άοκνη επίσης, προσπάθεια του Μωάμεθ να εμφυτεύσει
το κήρυγμά του μέσα σε βιβλική ατμόσφαιρα και να παρουσιάσει τον εαυτό
του ως συνεχιστή του έργου των θείων ανδρών (προφητών και αποστόλων) της
βιβλικής παραδόσεως, τον είχε οδηγήσει στην πεποίθηση ότι Ιουδαίοι και
Χριστιανοί θα τον δεχόταν ως προφήτη. Όταν όμως στη Μεδίνα, όπου υπήρχε
ισχυρή ιουδαϊκή παροικία, οι Ιουδαίοι διέψευσαν τις προσδοκίες του, ο
Μωάμεθ διέρηξε τις σχέσεις του μαζί τους και τελικά τους έδιωξε από την
πόλη. Ως προς τους Χριστιανούς διατήρησε κάποια ηπιότερη στάση. Ωστόσο
θεώρησε ότι τόσο οι Ιουδαίοι όσο και οι Χριστιανοί είναι βέβαια κάτοχοι
της Αποκαλύψεως, γι’ αυτό ονομάζονται αχλ αλ-Κιτάμ, δηλαδή «λαοί της
Βίβλου», αλλά αλλοίωσαν την αποκάλυψη που τους δόθηκε και γι’ αυτό ο
Θεός έστειλε με τον Μωάμεθ, τον τελευταίο των προφητών, την τελευταία
τέλεια και έγκυρη αποκάλυψη του Κορανίου. Στο εξής διεκήρυξε, και αυτή
είναι η πίστη των μουσουλμάνων έως σήμερα, ότι το Ισλάμ δεν είναι η
τελευταία κατά χρονική σειρά θρησκεία μεταξύ των θρησκειών της
αποκαλύψεως, αλλά η αρχέγονη θρησκεία και αποκάλυψη, την οποία είχε
προορίσει προ καταβολής κόσμου ο Θεός για την ανθρωπότητα, και την οποία
αναζωπύρωσε και τήρησε ο πατριάρχης Αβραάμ, ο οποίος υπήρξε ο πρώτος
χανίφ, δηλ. ο πρώτος «μονοθεϊστής». Επομένως το Ισλάμ, προηγείται του
Ιουδαϊσμού και του Χριστιανισμού και είναι η μονοθεΐα του πατριάρχη
Αβραάμ. Κατά συνέπεια και ο Μωάμεθ δεν είναι απλώς και μόνο ο προφήτης
στη σειρά των βιβλικών προφητών, αλλά ο αναζωπυρωτής της θρησκείας του
Αβραάμ και ο «τελευταίος των προφητών» και «η σφραγίδα αυτών» (χάταμ
αν-Ναμπιγίν).
7. Το Ισλάμ μετά το θάνατο του Μωάμεθ
Το 632 πέθανε ο Μωάμεθ και τον διαδέχθηκαν οι πρώτοι τέσσερις
«ορθόδοξοι» λεγόμενοι χαλίφες (Αμπού Μπάκρ, 632-634, Ουμάρ, 634-646,
Οθμάν, 646-656, Άλη 656-661), η εποχή των οποίων θεωρείται από τους
Σουννίτες, την πλειοψηφία του ισλαμικού κόσμου, ως η «χρυσή εποχή» του
Ισλάμ, από τους Σιίτες όμως οι τρεις πρώτοι χαλίφες θεωρούνται
σφετεριστές του θρόνου. Στη διάρκεια των χαλιφών αυτών οι Άραβες
μουσουλμάνοι ξεχύθηκαν με τη σημαία της νέας πίστης στον γύρω τους
πολιτισμένο κόσμο και μέσα σε 20 χρόνια ξαπλώθηκαν στην Παλαιστίνη,
Συρία, Μεσοποταμία και Αίγυπτο. Κατά τα επόμενα 50 χρόνια κατέλαβαν όλη
την βόρεια Αφρική και σιγά σιγά ξαπλώθηκαν στην Κεντρική Ασία και
έφτασαν ανατολικά ώς την Ινδία και δυτικά ώς την Ανδαλουσία (Ισπανία).
Από το 661-750 το Ισλάμ το κυβέρνησε η δυναστεία των Ομαγιαδών, η
οποία μετέφερε την πρωτεύουσα του κράτους από τη Μεδίνα στη Δαμασκό και
ήρθε σε άμεση επικοινωνία με τον ελληνικό και ελληνιστικό πολιτισμό.
Τότε αναπτύχθηκε η πρώτη ισλαμική τέχνη κατ’ επίδραση της βυζαντινής και
των θολωτών μαρτυρίων της Ανατολής (μεγάλο τέμενος της Δαμασκού,
τέμενος του «Βράχου» στα Ιεροσόλυμα), και άρχισε η μετάφραση ελληνικών
έργων στα αραβικά, η οποία θα κορυφωθεί κατά την επόμενη περίοδο της
δυναστείας των Αββασιδών.
Από το 750-1258 τα ηνία του ισλαμικού κράτους περιήλθαν στα χέρια της
δυναστείας των Αββασιδών, οι οποίοι μετέφεραν την έδρα από τη Δαμασκό
στη Βαγδάτη και ήρθαν σε ευρεία επικοινωνία με τον ελληνικό πολιτισμό
και τους άλλους πολιτισμούς της Ανατολής. Τότε σημειώθηκε στη Βαγδάτη
μεγάλη μεταφραστική κίνηση, κατά την οποία μεταφράστηκαν στα αραβικά τα
περισσότερα σχεδόν έργα των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων, με προεξάρχοντα
τον Αριστοτέλη, και πολλά έργα ελληνιστών λογίων.
Το 1258 η Βαγδάτη κατεστράφη από τους Μογγόλους και άρχισε μια
υποτονία του ανατολικού Ισλάμ ώς τις αρχές του 20ού αιώνα. Στη Δύση
όμως, και κυρίως στην Ισπανία (Ανδαλουσία), αναπτύχθηκε ο Ισλαμικός
κόσμος ώς τα τέλη του 15ου αιώνα περίπου(1492) και άφησε σπουδαία έργα
λόγου και τέχνης. Εκεί ήκμασαν σπουδαίοι φιλόσοφοι, λόγιοι και
καλλιτέχνες μουσουλμάνοι, μεταξύ των οποίων ο πιο περίφημος είναι ο
αριστοτελικός φιλόσοφος Αβερρόης(1126-1198) και ακολουθούν οι Ιμπν
Μπάτζα (τέλη 11ου αιώνα–1138) και Ιμπν Τουφάυλ(1105-1185), γνωστοί στον
λατινικό μεσαίωνα ως Avenpace και Abubacer αντιστοίχως.
Το 1453 οι Οθωμανοί μουσουλμάνοι κατέλυσαν την Βυζαντινή αυτοκρατορία
και περιήλθαν υπό την κυριαρχία και δουλεία τους όχι μόνο οι
χριστιανικοί λαοί της Ανατολής και της χερσονήσου του Αίμου, αλλά και οι
παλιές χώρες του κεντρικού Ισλάμ.
Με την έναρξη του 20ού αιώνα, άρχισαν να σημειώνονται πολλές αλλαγές
στις ισλαμικές χώρες, οι οποίες σιγά σιγά απαλλάσσονται από την
Ευρωπαϊκή αποικιοκρατία και αποκτούν την ανεξαρτησία τους. Αφυπνίσθηκε
τότε ο αραβικός εθνικισμός, ο οποίος όμως από την δεκαετία του 1970
υποχώρησε και στη θέση του παρουσιάζεται μια έντονη στροφή προς τις
αρχές του Ισλάμ με σημαντικές επιπτώσεις στον γεωπολιτικό και
γεωστρατηγικό χάρτη της Ανατολής και την ιστορία του κόσμου.
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.