Ένα Κυριακάτικο απόγευμα Ιουνίου.
Ο ουρανός ήδη είχε πάρει την κοκκινωπή του απόχρωση δίδοντας πνοές δροσιάς στα πλάσματα της φύσης. Προχώρησε κοιτώντας τα δέντρα που χόρευαν μέσα στην ακινησία τους. Ήχοι πουλιών καλούσαν το σούρουπο να έρθει ταχύ. Κυριακάτικο απόγευμα του Ιουνίου και όλα μαρτυρούσαν μια γλυκιά απουσία…
Κατευθύνθηκε προς το καθολικό με την ελπίδα μήπως υπάρχει κάποιος προσκυνητής για να τον εξυπηρετήσει. Δεν είδε κανέναν. Στο μανουάλι έκαιγαν μερικά κεράκια, απόδειξη ότι κάποιος πέρασε από εκεί.
Στάθηκε μπροστά στην πόρτα του ναού. Υποψιασμένος ότι κάποιος βρισκόταν μέσα στον
ναό, όμως η ησυχία δεν μαρτυρούσε κάτι τέτοιο. Δεν άνοιξε την πόρτα. Κάθισε στον εξωνάρθηκα, και αφού έβγαλε από το παλιό του ζωστικό το κομποσχοίνι του άρχισε να λέγει την ευχή. Ήρεμα, με ρυθμό, χωρίς βιασύνη. Η ώρα περνούσε και ο μοναχός ανέπνεε πλέον μέσα στην προσευχή. Είχε αφεθεί στο απογευματινό αυτό κάλεσμα του Θεού για μια ακόμα συνάντηση μαζί Του.
Τον έβλεπες σαν μια μορφή ουράνια, καθισμένη ταπεινά στο πετρόκτιστο πεζούλι. Το σούρουπο άρχισε να καταπνίγει το απόγευμα και να καλωσορίζει την νύκτα. Η ώρα πέρασε και ο μοναχός σηκώθηκε αργά με τα μάτια κλειστά, αρνούμενος να δει το «τώρα».
Τα κεράκια στο μανουάλι είχαν σβήσει πλέον. Μόνο το καντηλάκι στο προσκυνητάρι της Παναγίας έκαιγε ακόμα. Έκανε τον σταυρό του και ήταν έτοιμος να ασπασθεί την εικόνα Της, όταν ένα «Δόξα σοι ο Θεός...» ακούστηκε μέσα από τον ναό.
Ξαφνιάστηκε. "Κάποιος ήταν τόση ώρα μέσα στο ναό; Και τι έκανε τόση ώρα εκεί μέσα"; Λογισμοί κατέκλυσαν τον μέχρι πριν λίγο ειρηνικό του νου.
Δεν πρόλαβε να πλησιάσει στην παλιά ξύλινη εξώπορτα του ναό όταν η πόρτα άνοιξε και ξεπρόβαλε η μορφή ενός νεαρού, περίπου στα 30.
Τα μάτια του κοκκινωπά από την αλμύρα των δακρύων που ακόμα υπήρχαν στα μάγουλά του. Τα χέρια του γεμάτα τατουάζ άρπαξαν τα χέρια του σαστισμένου μοναχού και τα κατεφίλησαν.
«Συγνώμη πάτερ, άργησα λίγο… συγνώμη για την καθυστέρηση…να εύχεστε για μένα…» είπε με φωνή γεμάτη συντριβή και κατάνυξη.
Ο μοναχός μούδιασε στο άκουσμα της φωνής του. Έμεινε εκστατικός, λες και έβλεπε κάποιο υπερκόσμιο θέαμα. Δεν είπε τίποτα. Τον άφησε να φύγει, αθόρυβα, όπως τόση ώρα έζησε μέσα στον ναό.
Καθώς αισθανόταν να απομακρύνεται γύρισε να τον ατενίσει για μια στερνή φορά. Το βήμα του νεαρού, αργό, θαρρείς προσευχητικό.
Το μόνο που θυμάται είναι αυτό που έγραφε η μπλούζα του νεαρού στην πλάτη του, «Ξύπνα, πριν φύγει η ζωή».
αρχιμ.Παύλος Παπαδόπουλος
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.