Χρήστου Σπ. Βούλγαρη, Ιστορία της αρχεγόνου Αποστολικής Εκκλησίας.
Η ιστορία του παλαιστινού Ιουδαϊσμού αποτελεί μικρόν μέρος της ιστορίας του ευρυτέρου Ιουδαϊσμού της ελληνιστικής περιόδου, καθόσον από της Βαβυλωνείου αιχμαλωσίας (586 π.Χ.) και εξής το μεγαλύτερον τμήμα του Ιουδαϊκού λαου και μάλιστα των ανωτέρων κοινωνικών τάξεων έζη εκτός της Παλαιστίνης. Η κατάστασις αύτη δεν μετεβλήθη ουσιαστικώς όταν μετά την αιχμαλωσίαν (539 π.Χ.) μέρος των αιχμαλώτων έπετράπη να τπιστρέψη εκ Βαβυλώνος εις Ιεροσόλυμα. Κατά την Ελληνιστικήν δε περίοδον, κατά την οποίαν παρετηρήθη μετακίνησις μεγάλων πληθυσμών από πολλά κράτη, ο άριθμός των Ιουδαίων, οι οποίοι έζων εις την διασποράν, ηυξήθη δραστικώς με αποτέλεσμα να γνωρίσουν ανεξάρτητον θρησκευτικήν και πολιτιστικήν ανάπτυξιν. Εις την Βαβυλώνα, η Ιουδαϊκή παροικία παρέμεινε πολυάριθμος και δυναμική, ακόμη και μετά την επιστροφήν ενός άλλου μέρους αυτής, αργότερον, υπό τους Νεεμίαν και Έσδραν. Ο δεσμός μεταξύ των Ιουδαίων της Βαβυλώνος και της Παλαιστίνης διετηρήθη ιδιαιτέρως ισχυρός επί αιώνας, ακόμη και κατά την διάρκειαν της Ρωμαϊκής περιόδου, κατά τας αρχάς της οποίας ο μέγας Φαρισαίος νομοδιδάσκαλος του Ιουδαϊσμου, Hillel, ήλθεν εις την Παλαιστίνην εκ Βαβυλώνος. Οι στενοί δε αυτοί δεσμοί μεταξύ Βαβυλώνος και Παλαιστίνης, ο Ιουδαϊσμός των οποίων ωμίλει την αραμαϊκήν διάλεκτον, ενώ οι Ιουδαίοι των άλλων κέντρων περί την Μεσόγειον ωμίλουν την ελληνικήν, είχον ως συνέπειαν την εξ ανατολών Ελληνιστικήν επίδρασιν επί του μητροπολιτικού Ιουδαϊσμού της Παλαιστίνης. Εις την Ανατολήν, αι σημαντικώτεραι πόλεις με μεγάλον αριθμόν Ιουδαίων κατά την έλληνιστικήν περίοδον ήσαν η Βαβυλών επί του Ευφράτου, επανιδρυθείσα υπό του Μ. Αλεξάνδρου, και η Σελεύκεια επί του Τίγρητος, ιδρυθείσα υπό του Σελεύκου Α' (312 π.Χ.), η οποία κατέστη η πρωτεύουσα, το κατ' εξοχήν οικονομικόν κέντρον και η πολυανθρωποτέρα πόλις εις ολόκληρον την Ανατολήν. Εντεύθεν, ο εξελληνισμός των λαών τούτων της Ανατολής επηρέασεν άποφασιστικώς και την Ιουδαϊκήν διασποράν, ει και εις μικρότερον βαθμόν από εκείνον της Αλεξανδρείας.
αναδιοργάνωσιν του Ίουδαϊσμού μετά την καταστροφήν των Ιεροσολύμων το 70 μ.Χ. υπό των Ρωμαίων, το βαβυλωνιακόν κείμενον της Εβραϊκής Βίβλου να καταστή το παραδεδεγμένον κείμενον μεταξύ των ραββίνων εις την πόλιν Ιάμνιαν (νοτίως της Ιόππης), άντικαταστήσαν το Παλαιστινόν κείμενον, το οποίον εχρησιμοποιείτο μέχρι τότε (Το Βαβυλωνιακόν κείμενον αποτελεί ακόμη και σήμερον την βάσιν των εκδόσεων του Μασωριτικού κειμένου, ενώ το Παλαιστινόν κείμενον απετέλεσε την βάσιν της ελληνικής μεταφράσεως των Ο' και διασώζεται εις την Σαμαρειτικήν Πεντάτευχον και εις τα επί των ημερών μας άνακαλυφθέντα χειρόγραφα του Qumran). Μεταγενεστέρως, το Βαβυλωνιακόν Ταλμούδ κατέστη η αυθεντική κωδικοποίησις των ραββινικών παραδόσεων.
Εκτός όμως της Βαβυλώνος και της Σελεύκειας, ιουδαϊκαί κοινότητες εις την Ανατολήν υπήρχον και εις την Έδεσσαν, την Νίσιβιν, την Dura Europus και κυρίως εις την Αδιαβινήν, περιοχήν του άνω Τίγρητος ποταμού (αρχαία Ασσυρία), η οποία εκυβερνάτο από Πάρθους ηγεμόνας. Εις την Ασσυρίαν Παρθίαν οι Ιουδαίοι είχον μεταφερθή ως αιχμάλωτοι κατά τας επιδρομάς των Ασσυρίων ηγεμόνων εις το βόρειον Βασίλειον του Ισραήλ Τιγλάθ Πιλεσέρ, Σαργών και Σενναχερίβ, καθώς έπίσης και υπό του Αρταξέρξου Όχους περί το 350 π.Χ., ο οποίος μετέφερεν Ιουδαίους εξ Αιγύπτου και τους εγκατέστησεν εις την Υρκανίαν, παρά την Κασπίαν Θάλασσαν. Γνωστή είναι εν προκειμένω και η περίπτωσις του Ιζάτου, βασιλέως της Αδιαβινής και της μητρός του Ελένης, οι οποίοι, κατά την διήγησιν του Ιωσήπου (’ρχαιολ. 20,17 εξ.) μετεστράφησαν εις τον 'Ιουδαϊσμόν επί αυτοκράτορος της Ρώμης Κλαυδίου. Μεγάλη ιουδαϊκή παροικία υπήρχεν εις τα Σούσα, όπου ο Νεεμίας έλαβε τον διορισμόν του ως κυβερνήτης της Ίουδαίας. Αι Πράξεις Αποστόλων αναφέρουν (2,9 εξ.) την παρουσίαν Ιουδαίων εις Ιεροσόλυμα κατά την ημέραν της Πεντηκοστής από την Παρθίαν, την Μηδίαν, το Ελάμ (Περσίαν), την Αραβίαν και την Μεσοποταμίαν. Μάλιστα, εις τας πόλεις της τελευταίας Pumbeditha και Nahardea ανεπτύχθησαν σπουδαίαι Ακαδημίαι ραββινικών σπουδών. Ούτως ολόκληρος η Ανατολή ήτο διάσπαρτος ιουδαϊκών κοινοτήτων διακρινομένων δια την οικονομικήν, κοινωνικήν και πολιτισμικήν των ανάπτυξιν.
Πλήθος Ιουδαϊκών κοινοτήτων υπήρχον έγκατεσπαρμέναι και καθ' όλην την έκτασιν της Συρίας, συμφώνως προς την μαρτυρίαν του Ιωσήπου (Πόλεμος 7,3.3) και του Φίλωνος (Πρεσβ. προς Γάϊον, 32). Ύπό το όνομα «Συρία» περιελαμβάνοντο η Ρωμαϊκή έπαρχία και η Παλαιστίνη, η Κομμαγηνή, η Έμεσσα, η Αβηλινή και το Βασίλειον της Χαλκίδος, τ.ε. η περιοχή η εκτεινόμενη άπό τα Σαμόσατα προς Βορράν (τα οποία σήμερον εκαλύφθησαν από την λίμνην του ομωνύμου φράγματος) μέχρι της Ραφίας προς Νότον. Αι κυριώτεραι παροικίαι εις την περιοχήν αυτήν ήσαν η της Αντιόχειας, της Σελεύκειας (επί του ΒΑ μυχού της Μεσογείου Θαλάσσης), της Απαμείας, της Αράδου (σημερινής Tartus), του Βασιλείου της Χαλκίδος μεταξύ των ορέων Λιβάνου και Αντιλιβάνου, της τετραρχίας της Αβηλινής ΒΔ της Δαμασκού και μεταξύ αυτής και του Αντιλιβάνου, η οποια εκυβερνάτο υπό των Ηρωδών, και της Δαμασκού (Σημείωσις: Ότε ο συγγραφεύς του παρόντος ήρχισε διδάσκων εις Δαμασκόν το έτος 1971, υπήρχον εκεί περί τας 250300 ιουδαϊκών οικογενειών. Σήμερον όμως έχουν άπομείνει μόνον 2 οικογένειαι. Αι λοιπαί μετηνάστευσαν οικειοθελώς), εις την οποίαν, όπως είδομεν εις το προηγούμενον, ήτο εγκατεστημένη και η αιρετική «Κοινότης της Δαμασκου». Η ιουδαϊκή κοινότης της Αντιόχειας, η οποία διεδραμάτισε σπουδαίον πρόσωπον εις την ιστορίαν της Αποστολικής Εκκλησίας, ηυξήθη κατά την διάρκειαν της υποταγής της Παλαιστίνης υπό τους Σελευκίδας ηγεμόνας της Συρίας το 198 π.Χ. Ο Ιώσηπος αναφέρει ότι ο Σέλευκος Νικάτωρ παρεχώρησε το προνόμιον της υπηκοότητος εις τους Ιουδαίους, όλα δε τα δικαιώματά των απεκατεστάθησαν μετά τον θάνατον του μεγάλου εχθρού των Αντιόχου Δ' του Επιφανούς.
Περί των Ιουδαίων της Δαμασκού, ατυχώς δεν έχομεν ικανάς πληροφορίας. Κατά τον Ιώσηπον (Πόλεμος 2,20.7,8) κατά τον Ιουδαϊκόν πόλεμον 6670 μ.Χ. εσφαγιάσθησαν υπό των Ρωμαίων άνω των 18.000 Ιουδαίων της Δαμασκου. Κατά τους χρόνους της ’ποστολικής Εκκλησίας, η Δαμασκός ετέλει υπό την δικαιοδοσίαν του'Αρέτα Δ ' βασιλέως των Ναβαταίων (Β' Κορ. 11,32), κατά δε τον Πλίνιον τον Πρεσβύτερον, άποθανόντα το 79 μ.Χ., η Δαμασκός ανήκεν εις τας πόλεις της Δεκαπόλεως, αι οποίαι είχον ελληνικόν πληθυσμόν. Κατά την εποχήν της Καινής Διαθήκης πάντως, παρά την ευάριθμον ΙΙουδαϊκην κοινότητα, η Δαμασκος ήτο ουσιαστικώς ελληνική πόλις, κατά δε την διάρκειαν της αυτονομίας της, τα νομίσματά της έφερον ονόματα ελληνικών θεοτήτων και ιδιαιτέρως του Διός.
Εις την Μικράν Aσίαν, η ΙΙουδαϊκη διασπορά ήτο έξόχως σημαντική, αρχαιότεροι πληροφορίαι περί αυτής προέρχονται από το 200 π.Χ. περίπου, όταν ο Αντίοχος Γ' έγκατέστησε περί τας 2.000 Ιουδαϊκάς οικογενείας άπό την Βαβυλώνα εις την δυτικήν Μ. ’σίαν, και δη εις τας σπουδαιοτέρας πόλεις. Εν Πραξ. 2,9 εξ. αναφέρονται παρόντες εις την Πεντηκοστήν εις Ιεροσόλυμα Ιουδαίοι από την Καππαδοκίαν, τον Πόντον, την ’σίαν και την Βιθυνίαν, ενώ εν Πραξ. 6,9 αναφέρεται εις Ιεροσόλυμα συναγωγή Λιβερτίνων «από Κιλικίας», η δε Α' Πέτρου απευθύόνεται, εκτός των ανωτέρω, και εις την Γαλατίαν και Βιθυνίαν. Η Φρυγία, η οποία μνημονεύεται εν Πραξ. 2,10 δεν ήτο διοικητική έπαρχία, αλλά περιοχή ανήκουσα μερικώς εις την επαρχίαν της Ασίας, με πρωτεύουσαν την 'Εφεσον, και μερικώς εις την επαρχίαν της Γαλατίας. Ιουδαϊκαί κοινότητες επίσης υπήρχον και εις τα παράλια του Ευξείνου Πόντου μέχρι και αυτού του Panticapaeum εις την ’ζοφικήν Θάλασσαν,είναι δε χαρακτηριστικόν ότι όλαι αι διασωθείσαι Ιουδαϊκαί επιγραφαί εί ναι γεγραμμέναι εις την ελληνικήν.
Αρχαίων μαρτυριών επίσης στερούμεθα και περί των Ιουδαϊκων κοινοτήτων εις τον Ελλαδικόν χώρον. Εις την επιστολήν του προς τον αυτοκράτορα Καλιγούλαν, ο Ιουδαίος βασιλεύς ’γρίππας Α' μνημονεύει ιουδαϊκάς παροικίας εις την Θεσσαλίαν, την Βοιωτίαν, την Μακεδονίαν, την Αιτωλίαν, τας Αθήνας, το ’ργος, την Κόρινθον και τα άλλα εύφορα μέρη της Πελοποννήσου, καθώς και εις τας νήσους Εύβοιαν, Κρήτην και Κύπρον. ’λλως τε και εκ των Πράξεων μανθάνομεν περί Ιουδαίων εις τας πόλεις, τας οποίας έπεσκέφθη ο Απόστολος Παύλος, Φιλίππους (16,11 εξ.), Θεσσαλονίκην (17,1 εξ.), Βέροιαν (17,10 εξ.), Αθήνας (17,16 εξ.) και Κόρινθον (18,1 εξ.). Όσον δ' αφορά εις την Κυπρον, η οποία εκαλείτο Kittiium υπό των αρχαίων και ήτο γνωστή εις τους Εβραίους ως νήσος της Μεγάλης Θαλάσσης, υπήρχον Συναγωγαί εις την Σαλαμίνα και την Πάφον (Πραξ. 13,5), ο δε Δίων Κάσσιος (68,32) αναφέρει τας εξεγέρσεις των Ιουδαίων της Κύπρου επί Τραϊανού και Αδριανού. Εις την δυτικήν Μεσόγειον, αι πρώται Ιουδαϊκαί παροικίαι ιδρύθησαν εις τας ελληνικάς άποικίας της κάτω Ιταλίας και την Σικελίαν, ενώ αι κατακτήσεις των Ρωμαίων εις την ανατολικήν Μεσόγειον, κατά τους 2ον και 1ον π.Χ. αιώνας, ειχον ως συνέπειαν την μεταφοράν Ιουδαίων αιχμαλώτων εις την Ρώμην, ώστε η πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας να καταστή ταχέως κέντρον του Ίουδαϊσμου εις την Δύσιν. Μέχρι σήμερον, έχουν άποκαλυφθή δι' ανασκαφών περί τας 13 Συναγωγάς εις διάφορα σημεία της Ρώμης. Το 161 π.Χ., κατά το τελευταίον έτος της ζωής του, Ιούδας ο Μακκαβαίος απέστειλε πρεσβείαν εις την Ρώμην (Α' Μακκ. 8,1 εξ.), η οποία εγένετο ευμενώς δεκτή και συνήφθη κάποια συμφωνία (Α' Μακκ. 8,22-32. Ιωσήπου, Αρχαιολογία, 12,10), η οποία ανενεώθη δις υπό των διαδόχων του Ιούδα (Α' Μακκ. 12,14. Εν συνεχεία παρατίθεται διήγησις περί συνθήκης φιλίας μεταξύ των Ιουδαίων και των Λακεδαιμονίων, με τους οποίους ισχυρίζοντο συγγένειαν, 14,24 εξ. 15,16 εξ. Ιωσήπου, Αρχαιολογία 13,5. 13,7.13,9). Αλλά το 139 π.Χ. οι Ιουδαίοι της Ρώμης εξεδιώχθησαν από την Ρώμην επειδή διέφθειραν τα δημόσια ήθη με την λατρείαν των (προφανώς ήσκουν προσηλυτισμόν). Το 62 π.Χ. κατά τον θρίαμβόν του εις την Ρώμην, ο Πομπήϊος έφερε μαζί του πολλούς Ιουδαίους αιχμαλώτους, εκ των οποίων πολλοί άπηλευθερώθησαν άργότερον και έλαβον την ρωμαϊκην ύπηκοότητα μαζί με το δικαίωμα να λατρεύουν τον Θεόν ελευθέρως, να ανεγείρουν Συναγωγάς και να συλλέγουν εισφοράς υπέρ του Ναού των Ιεροσολύμων. Επί Τιβερίου αυτοκράτορος, όμως, διετάχθη και πάλιν η απέλασις των Ιουδαίων εκ Ρώμης, λόγω ατασθαλιών περί την συλλογήν εισφορών υπέρ του ναού των Ιεροσολύμων, το 19 μ.Χ., αλλ' επετράπη να επιστρέψουν το 31 μ.Χ. και ο νέος αύτοκράτωρ Κλαύδιος εδημοσίευσε διάταγμα κατά τας αρχάς της ηγεμονίας του, ευνοϊκόν δια τους Ιουδαίους, (Ιωσήπου, Αρχαιολογία, 11,5), αλλ' αργότερον μετέβαλε πολιτικήν, λόγω των συγκρούσεων μεταξύ των Ιουδαίων εξ άφορμής του Χριστού (Πραξ. 18,2. Σουετωνίου, Κλαύδιος, 25. Πρβλ. Λίων Κασ σιος, 60,6. Ο Τάκιτος και ο Ιώσηπος δεν μνημονεύουν την άπέλασιν). Εν πάση περιπτώσει, οι Ιουδαίοι της Ρώμης είχον τας ιδικάς των «γερουσίας», ανά κοινότητα, τον «γερουσιάρχην» και τους «άρχοντας» αυτών. Ούτοι ειχον προσβάσεις εις υψηλά ιστάμενα πρόσωπα και άπελάμβανον της ευνοίας της δευτέρας συζύγου του Νέρωνος Ποππαίας, την οποίαν ο Ιώσηπος αποκαλεί «σεβομένην τον Θεόν», τ.ε. αύτη είχε προσηλυτισθή εις τον Ιουδαϊσμόν. Κατά την παραμονήν των εις Ρώμην, οι Ηρώδαι συνανεστρέφοντο με την ρωμαϊκήν άριστοκρατίαν (’γρίππας Α', Αντίπας, Αγρίππας Β'), η δε Ιουδαϊκή θρησκεία ανεγνωρίζετο ως νόμιμος και οι Ιουδαίοι ήσαν οι μόνοι κάτοικοι της αυτοκρατορίας οι οποίοι απηλλάσσοντο της λατρείας του αυτοκράτορος.
Αλλ' ενώ εις τας άλλας χώρας οι Ιουδαίοι μετεφέροντο ως εξόριστοι, εις την Αίγυπτον μετηνάστευον οικειοθελώς. Όπως πληροφορούμεθα από τας διηγήσεις περί των Πατριαρχών του Ισραήλ, ως μέγας σιτοβολών η Αίγυπτος ήλκυε το ενδιαφέρον των κατοίκων της Παλαιστίνης δια την προμήθειαν σίτου, κυρίως κατά τας περιόδους ξηρασίας. Από της εποχής του προφήτου Ησαίου όμως (8ος αιών π.Χ.) ήρχισεν η εγκατάστασις Ιουδαίων εις Αίγυπτον και όταν τα Ιεροσόλυμα περιήλθον εις στήν κυριαρχίαν των Βαβυλωνίων, οι Ιουδαίοι εξόριστοι συνέπηξαν την αποικίαν της Τάφνας ('Ιερ. 50,7 εξ.). Ο Ιερεμίας απευθύνεται και εις τους Ιουδαίους των πόλεων Μαγδώλου και Παθούρης (Ιερ. 51), συνώδευσε δε και ο ίδιος τους Ιουδαίους εις Αίγυπτον και απέθανεν εκεί. Επί της Περσικής κατακτήσεως της Αιγύπτου, οι Ιουδαίοι απελάμβανον προστασίας, ελευθέρως δε ανεπτύχθησαν και προς Νότον μέχρι του πρώτου καταρράκτου του Νείλου εις Yeb (Ελεφαντίνην), όπου, κατά τας μαρτυρίας ανακαλυφθέντων παπύρων, από του 6ου αι. π.Χ. υπήρχεν Ιουδαϊκός στρατιωτικός καταυλισμός και ναός. Μετά την ίδρυσιν της Αλεξανδρείας υπό του Μεγάλου Αλεξάνδρου, εγκατεστάθησαν εις αυτήν πολλοί Ιουδαίοι και ούτως από του 3ου π.Χ. αιώνος η πόλις κατέστη κέντρον πολυαρίθμου Ιουδαϊκής παροικίας. Δεν πρέπει δε να λησμονήται ότι κατά την πρώιμον Ελληνιστικήν περίοδον, η Παλαιστίνη απετέλει Αιγυπτιακήν επαρχίαν. Αλλά και κατά την διάρκειαν της κυριαρχίας των Σελευκιδών επί της Παλαιστίνης, κατά τον 2ον π.Χ. αιώνα, η μετανάστευσις των Ιουδαίων εις την Αίγυπτον δεν έπαυσε, δεδομένου ότι εις τα Ιεροσόλυμα υπήρχε φιλοαιγυπτιακόν κόμμα, οπότε η Αίγυπτος παρέμεινεν ο τόπος καταφυγής των μελών του. Εν προκειμένω αποκαλυπτική τυγχάνει η περίπτωσις του αρχιερέως Ονίου Δ', υιού του άρχιερέως Ονίου Γ ', ο οποίος καθηρέθη κατά τας Ελληνιστικάς μεταρρυθμίσεις εις Ιεροσόλυμα. Ο Ονίας Δ', λοιπόν, ήτο μισθοφορικός ηγέτης εις την υπηρεσίαν των Αιγυπτίων, κατά την βασιλείαν τοϋ Πτολεμαίου ΣΤ' του Φιλομήτορος (180145 π.Χ.), ο οποίος κατεσκεύασε στρατιωτικόν καταυλισμόν δι' αυτόν και τους στρατιώτας του εις την Λεοντόπολιν, καθώς και ιουδαϊκόν ναόν. Ενδεχομενως μάλιστα, η τοιαύτη υποστήριξις των Ιουδαίων προς τον Φιλομήτορα να υπήρξεν η αίτια του διωγμού των επί του διαδόχου και αντιπάλου του Πτολεμαίου Η' του Ευεργέτου (145 -116 π.Χ.). Περί το 100 π.Χ. δύο υιοί του αρχιερέως Ονίου Δ' διετέλεσαν Αιγύπτιοι στρατηγοί. Πάντα ταύτα δεικνύουν την ακμήν και την εξέχουσαν θέσιν των Ιουδαίων εις την Αίγυπτον. Ιδιαιτέρως μάλιστα εις την Αλεξάνδρειαν οι Ιουδαίοι είχον μεγάλην έπιρ ροήν και έντονον παρουσίαν εις την πολιτισμικήν ζωήν της πόλεως. Η γλώσσα των ήτο η ελληνική, αφού δια τας θρησκευτικάς των ανάγκας μετεφράσθησαν εις την ελληνικήν τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης τον 3ον αι. π.Χ. επί Πτολεμαίου του Φιλαδέλφου (287-247 π.Χ.), μετάφρασις η οποία κατέστη άργότερον η αυθεντική Βίβλος της Εκκλησίας (Ο'). Τέλος, εξ Αιγύπτου ιδρύθησαν και αι Ιουδαϊκαί κοινότητες της Κυρηναϊκής, προ του 3ου αι. π.Χ.
Το ενδιαφέρον, όμως, περί του Ιουδαϊσμού της Αλεξάνδρειάς δεν εντοπίζεται εις την ιστορίαν του ούτε εις τον πληθυσμόν του, αλλ' εις την φιλολογικήν του παραγωγήν, καθόσον ενταύθα παρατηρείται η πρώτη προσπάθεια χρησιμοποιήσεως της ελληνικής γλώσσης προς έκφρασιν της έβραϊκής σκέψεως. Όπως οι αλεξανδρινοί γραμματικοί ηρμήνευον τους έλληνας κλασσικούς συγγραφείς, καθ' όμοιον τρόπον και οι αλεξανδρινοί Ιουδαίοι ηρμήνευον τας ιδικάς των γραφάς. Πέρα της ελληνικής μεταφράσεως της Π. Διαθήκης (Ο'), η οποία άποτελεί σταθμόν εις την ιστορίαν του πνεύματος, τον 2ον αι. π.Χ. ο Ιησους υιός του Σειράχ λέγει ότι μετέβη εις την Αίγυπτον και μετέφρασεν εν βιβλίον περί σοφίας γραφέν εις την Παλαιστίνην υπό του πάππου του, την Σοφίαν Σειράχ. Επίσης είναι πιθανόν το βιβλίον της Σοφίας Σολομώντος να εγράφη εις την Αλεξάνδρειαν. Αλλ' η θρησκευτικότης, με τάσεις προς τον ασκητισμόν, την φιλοσοφίαν και τον μυστικισμόν, η οποία διέκρινε τον Ιουδαίον της Αλεξάνδρειας από τον Ιουδαίον της Παλαιστίνης, καταφαίνεται εις όλην την έκτασίν της εις τον μέγαν γόνον του Αλεξανδρινού Ιουδαϊσμού, τον Φίλωνα, ο οποίος συνεδύαζε την φιλοσοφίαν με την αυστηράν τήρησιν του Νόμου της Π. Διαθήκης. Ο Φίλων ήτο Ιουδαίος διδάσκαλος ο οποίος προσπάθησε να γεφυρώση τον ελληνικόν πολιτισμόν με την θρησκείαν των προγόνων του. Καίτοι μη χριστιανός, εντούτοις ούτος ύπήρξεν ο πατήρ της χριστιανικής ορολογίας έτι δε και θεολογικών εννοιών. Παρ' όλον ότι εχρησιμοποίει την μετάφρασιν των Ο', επειδή η γνώσις της έβραϊκής δεν ήτο τελεία, εν τούτοις εγνώριζε κάλλιστα τας ερμηνευτικάς μεθόδους των ραββίνων. Κατά τον Φίλωνα, ο Μωυσής ήτο ο θεόπνευστος διδάσκαλος απάσης της φιλοσοφίας, η δε Πεντάτευχος εμπεριέχει το σύνολον της σοφίας. Ο Νόμος, κατ' αυτόν, δεν εδόθη εις εν μόνον έθνος, αλλ' εις ολόκληρον τον κόσμον, διότι περιέχει την αποκάλυψιν του Θεού. Ο εν αυτώ αποκαλυπτόμενος Θεός θεωρείται φιλοσοφικώς ως ιστάμενος επέκεινα και υπερβατικός, αλλ' επικοινωνεί με τον κόσμον δια του Λόγου, ο οποίος είναι ο ενεργός θείος νους, ο δημιουργος λόγος και ο άποκαλύπτων τον Θεόν, αλλά και δια των άλλων «λόγων» οι οποίοι είναι αι μερικαί εμφανίσεις του θείου νοός. Ως γνήσιος Ιουδαίος, ο Φίλων επίστευεν ότι ο Νόμος αποτελεί το πλήρωμά της αποκαλύψεως του Θεού εις τον κόσμον, ενώ η Αποστολική Εκκλησία εκήρυττεν ότι το πλήρωμα της θείας άποκαλύψεως εδόθη υπό του Ιησού Χριστού, του Υιού του Θεού, ο οποίος προεκηρύχθη υπό των προφητών.
0ι δεσμοί οι οποίοι εκράτουν ηνωμένον εις εν σώμα τον λαόν, ο οποίος είχε διασκορπισθή εις τα πέρατα του γνωστού τότε κόσμου και ο οποίος υπολογίζεται ότι ηρίθμει περί τα 6 με 7 εκατομμύρια ψυχών, ήσαν ισχυρότεροι των δεσμών, τους οποίους είχον οι Ιουδαίοι από της καταστροφής του ναού των Ιεροσολύμων. Η πνευματική και εθνική ενότης των απανταχού της γης Ιουδαίων διαπιστούται εις τας Πράξεις Αποστόλων από τον τρόπον, με τον οποίον υπεδέχοντο τον Παύλον εις όλας τας παροικίας, εξαιρέσει, βεβαίως, της Ρώμης. Οι απανταχού της γης Ιουδαίοι είχον έντονον συνείδησιν της κοινής των εθνικής καταγωγής, πράγμα το οποίον υπενθύμιζεν εις αυτούς διαρκώς το Μέγα Συνέδριον των Ιεροσολύμων δια των διαφόρων απεσταλμένων του (schaliachim). Ο φόρος ύπέρ του ναού, ο οποίος καθωρίζετο υπό του Θεού εις την Έξοδον (21,26) εις ήμισυ shekel, ήτο υποχρεωτικός εις πάντας τους έχοντας ηλικίαν άνω των 20 ετών, εξαιρουμένων των γυναικών. Συνελέγετο δε υπό των ειδικώς προς τούτο αποστελλομένων υπό του Μ. Συνεδρίου και εφυλάσσετο εις το γαζοφυλάκιον του ναού (Ιωσήπου, Αρχαιολογία, 18,9). Τον 1ον αι. μ.Χ. το ήμισυ shekel ισοδυνάμει προς δύο δραχμάς (Ματθ. 17,24. Ιωσήπου, Αρχαιολογία, 18,9 «δίδραχμον». Πόλεμος, 7,6 «δύο δραχμάς». Αρχαιολογία, 3,8 «σίκλον το ήμισυ»). Μετά την καταστροφήν των Ιεροσολύμων το 70 μ.Χ. τα χρήματα του φόρου του ναου απαιτούντο ως «fiscus Judaicus» υπό των ρωμαϊκών άρχών.
Αλλ' ο θεσμός ο οποίος απέβη κυριολεκτικώς σωτήριος δια τον Ιουδαϊσμόν της διασποράς, ήτο η λατρεία εις την Συναγωγήν. Η λατρεία και αι θρησκευτικαί εκδηλώσεις, όπως καθωρίζοντο εις τον Νόμον, ηδύναντο να ασκηθούν μόνον εις την Παλαιστίνην, με τον ναόν ιστάμενον εις Ιεροσόλυμα. Εις την διασποράν, αι ιουδαϊκαί κοινότητες έζων εις συγκεκριμένας περιοχάς των πόλεων (συνοικίας. εκτός της Ρώμης και της Αλεξανδρείας όπου υπήρχον πολλαί Συναγωγαί), εις περίοπτον θέσιν των οποίων υπήρχε Συναγωγή, όπου προσεφέρετο η λατρεία άνευ θυσιών και ιερωσύνης. Ναοί με θυσιαστήριον και ιερατείον εκτός της Παλαιστίνης είχον ανεγερθή μόνον εις την Ελεφαντίνην και την Λεοντόπολιν της άνω Αιγύπτου, τον 6ον και τον 2ον αι. π.Χ. αντιστοίχως. Κατά τους χρόνους της Καινής Διαθήκης, Συναγωγαί υπήρχον όχι μόνον εις την διασποράν, αλλά και εις πολλάς πόλεις της Παλαιστίνης, συμπεριλαμβανομένων των Ιεροσολύμων (Πραξ. 6,9). Πληροφορίαι περί της λατρείας εις την Συναγωγήν εκ της Καινής Διαθήκης έχομεν μόνον από τον Ευαγγελιστήν Λουκάν, αι οποίαι είναι και αι αρχαιότεραι, αν εξαιρέσωμεν δύο μικράς σημειώσεις του Φίλωνος, δεδομένου ότι αι πληροφορίαι της Mishna, αι οποίαι είναι και αι εκτενέστεραι, είναι περί τα 150 έτη μεταγενέστεραι. Κατά το Αουκ. 4,1621, λοιπόν, ο Ιησούς είσήλθεν εις την Συναγωγήν της Ναζαρέτ εν ημέρα Σαββάτου «και ανέστη αναγνώναι. Και επεδόθη αυτώ βιβλίον του προφήτου Ησάΐου, και αναπτύξας το βιβλίον» ανέγνωσε την προφητείαν 61,12. 'Οταν δε ετελείωσε, «πτύξας το βιβλίον αποδούς τω υπηρέτη»· και έκάθισεν και εν συνεχεία ηρμήνευσε την περικοπήν. Εις τας Πράξεις επίσης (Πραξ. 13,15), ο Παύλος και ο Βαρνάβας εισήλθον εις την Συναγωγήν της Αντιόχειας της Πισιδίας, όπότε «μετά την ανάγνωσιν του νόμου και των προφητών απέστειλαν οι αρχισυνάγωγοι προς αυτούς λέγοντες, ανδρες άδελφοί, ει τις έστιν εν υμίν λόγος παρακλήσεως προς τον λαόν, λέγετε». Και «αναστάς Παύλος και κατασείσας τη χειρί είπεν...», ήτοι ανέπτυξε την σχετικήν περικοπήν. Εν Λουκά 13,14 ο αρχισυνάγωγος είναι υπεύθυνος δια την λατρείαν και την τάξιν, καθόσον επετίμησε την γυναίκα, η οποία εισήλθεν εις την Συναγωγήν δια να θεραπευθή από τον Ιησούν. Κατά τον Φίλωνα, εξ άλλου, το κεντρικόν σημείον της λατρείας ήτο η ανάγνωσις του Νόμου (Βλ. Quod Omnis Probus, 12. De Somniis, B,18), εις τον οποίον προσετίθεντο επιλογαί εκ των προφητών. Ενίοτε ο ομιλητής εδέχετο και ερωτήσεις, όπως συνέβη με τον Παύλον (Πραξ. 18,4). Επειδή δε η Συναγωγή απετέλει το κέντρον της ζωής της κοινότητος, απετέλει τρόπον τινά, και το εθνικόν κέντρον αυτής με αποτέλεσμα η εκδίωξις τινός από την Συναγωγήν («αποσυνάγωγος», Ιωάν. 19,22) ισοδυνάμει με την αποκοπήν του από τον εθνικόν κορμόν. Από την λειτουργίαν της αρχαίας Συναγωγής, δύο σημεία εξακολουθοϋν να υπάρχουν μέχρι σήμερον, ήτοι το «shema» κατά το Δευτ. 6,49 («’κουε, Ισραήλ· Κύριος ο Θεός ημών Κύριος εις έστι». Πρβλ. 11,1321. Αριθ. 15,3741) και αι «Shemoneh Esreh», τ.ε. αι δεκαοκτώ εύλογίαι, εις τας οποίας προσετίθετο προσευχή εναντίον των άποστατών.
Η κυριαρχία της ελληνικής γλώσσης ειχεν ως αποτέλεσμα, ως είδομεν, την μετάφρασιν της Π. Διαθήκης εις την ελληνικήν (Ο'), καθώς και της λειτουργίας και την χρήσιν της, εις το κήρυγμα και την συγγραφήν βιβλίων, πράγμα το οποίον είχεν ως αποτέλεσμα την είσοδον Ελληνιστικών ιδεών και αντιλήψεων εις την ιουδαϊκήν σκέψιν και ούτω πως τας ουσιαστικάς αλλαγάς εις την παράδοσιν και την πνευματικήν κληρονομιαν. Τα βιβλία της Βίβλου εθεωρούντο ως συγγράμματα περιέχοντα βαθέα φιλοσοφικά και θρησκευτικά νοήματα, διο και ηρμηνεύοντο αλληγορικώς, όπως ακριβώς τα έργα του Ομήρου εις την ελληνικήν παράδοσιν. Η διήγησις της δημιουργίας του κόσμου εθεωρείτο ως κοσμογονία κατά τον ελληνικόν τρόπον σκέψεως, ενώ θρησκευτικαί τελεταί, όπως η περιτομή και το Σάββατον, κατενοούντο ως σύμβολα και ηρμηνεύοντο πνευματικώς. Αι παραδοσιακαί Ιουδαϊκαί προσευχαί εχρησιμοποίουν διατυπώσεις εκ της Στωϊκής φιλοσοφίας, κατά την μετάφρασίν των εις την ελληνικήν. Οι Ιουδαίοι συγγραφείς εχρησιμοποίουν τύπους της ε λληνικής γραμματείας εις τα συγγράμματά των και ενίοτε έδημοσίευον τα έργα των υπό το ψευδώνυμον επιφανών Ελλήνων συγγραφέων της κλασσικής εποχής. Ούτω δε, κατά την άσκησιν της ιεραποστολής των εν μέσω του ελληνιστικού κόσμου, ο Χριστιανισμός ελάμβανεν ως αφετηρίαν την έξελληνισθείσαν κληρονομιάν της Π. Διαθήκης. Τοιαύτη, εν γενικωτάταις γραμμαίς, ήτο η εικών, την οποίαν παρουσίαζεν η Ιουδαϊκή διασπορά εις τον Ελληνιστικόν κόσμον.
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.