Τρίτη 15 Ιανουαρίου 2013

Γιατί εμείς οι Ορθόδοξοι πιστεύουμε στην ιεροσύνη.


Γιατί πιστεύουμε στην ειδική ιεροσύνη. 
Δεύτερη απάντηση στον κο Τομαρά.

Η πρώτη απάντηση είναι ΕΔΩ

Σχεδιάγραμμα της απάντησής μας.

Πρόλογος (όπου θα πούμε λίγα λόγια για την ανταπάντηση του κου Τομαρά)

Εισαγωγή (όπου περιγράφουμε τον άξονα όπου θα περιστραφεί η απάντησή μας)

Κύριο μέρος της απάντησής μας (που αποτελείται από 3 ενότητες):

* 1η ενότητα: Η Θεία Ευχαριστία. Με δύο υπό-ενότητες·
α) Η Θεία Ευχαριστία ως αναίμακτη θυσία.
β) Περί της μεταβολής των τιμίων δώρων σε πραγματικό Σώμα και Αίμα Χριστού. Μαρτυρίες- ντοκουμέντα.

* 2η ενότητα: Επίγειο θυσιαστήριο

* 3η ενότητα: Περί της Χριστιανικής Ιεροσύνης. Με δύο υπό-ενότητες·
α) Ειδική Ιεροσύνη
β) Μαρτυρίες- ντοκουμέντα περί ειδικής ιεροσύνης.

Επίλογος (όπου θα πούμε λίγα για το τελικό συμπέρασμα και την αδυναμία του Προτεσταντισμού να φανεί ότι έχει ιστορική συνέχεια από τους αποστόλους).

Χρήσιμες παρατηρήσεις (όπου θα αναλύονται περισσότερο πλάνες του κου Τομαρά).


Πρόλογος

Κατά τον λόγο της Αγίας Γραφής, «Αιρετικόν άνθρωπον μετά μίαν και δευτέραν νουθεσίαν παραιτού, εξεύρων ότι διεφθάρη ο τοιούτος και αμαρτάνει, ων αυτοκατάκριτος» (Τίτος, γ 10-11). 

Κατόπιν τούτου, το παρόν άρθρο αποτελεί την δεύτερη και τελευταία απάντηση από πλευράς μας στον κο Τομαρά περί της ειδικής ιεροσύνης. Αν οι ερμηνείες του κ. Τομαρά είναι ορθές, τότε θα πρέπει να συμφωνούν με αυτές των πρώτων χριστιανών, οι οποίοι παρέλαβαν την πίστη από τους ίδιους τους αποστόλους ή από διαδόχους τους, κατά το γεγραμμένο «όσα ήκουσας παρ' εμού διά πολλών μαρτύρων, ταύτα παράδος εις πιστούς ανθρώπους, οίτινες θέλουσιν είσθαι ικανοί και άλλους να διδάξωσι» (Β’ Τιμοθέου, β 2). 

Αν όμως ο κ. Τομαράς διαφωνεί με την αρχαία Εκκλησία, ας προσέξει μήπως γίνεται αίτιος της προσωπικής του απώλειας αλλά και των συνανθρώπων του, οδηγώντας τους σε πλάνες, προσθέτοντας άλλη μια αιρετική ερμηνεία στις χιλιάδες του Προτεσταντισμού. Αυτό βεβαίως το απευχόμεθα αλλά δεν μπορούμε να αγνοήσουμε τους προειδοποιητικούς και συνάμα βαρυσήμαντους λόγους του κορυφαίου των αποστόλων, του απ. Πέτρου, για όσους διαστρεβλώνουν τας γραφάς, «μεταξύ των οποίων είναι τινά δυσνόητα, τα οποία οι αμαθείς και αστήρικτοι στρεβλόνουσιν, ως και τας λοιπάς γραφάς προς την ιδίαν αυτών απώλειαν» (Β Πέτρου, γ 16). 

Όπως διαπιστώσαμε μετά λύπης, ο κος Τομαράς πέρα από την Αγία Γραφή, παρερμηνεύει επίσης και πρωτοχριστιανικά κείμενα, κάνοντας εκτενείς αναλύσεις αυτών όχι αντικειμενικά και με βάση τα ίδια τα κείμενα ή με παραπλήσια της ίδιας περιόδου, αλλά με βάση την δική του υποκειμενική «βαττολογία», επιδιώκοντας να πει κάτι άλλο από αυτό που λένε τόσο καθαρά και που προφανώς δεν εξυπηρετούν τις αιρετικές του θέσεις. 

Κάνει επιλεκτική χρήση των πατερικών χωρίων, άλλοτε λέγοντας ότι μιλούν «μεταφορικά» και άλλοτε ότι είναι επηρεασμένοι από ιουδαϊκά στοιχεία, αναλόγως τι τον εξυπηρετεί, ενώ για πατέρες που εκφράζουν την πίστη της εκκλησίας ισχυρίζεται ότι είναι λανθασμένες οι απόψεις τους. Μπλέκει επίσης και θέματα ΑΣΧΕΤΑ με το υπό συζήτηση θέμα που είναι η «ειδική ιεροσύνη», τα οποία είναι απαντημένα από τις ορθόδοξες απολογητικές σελίδες. Για αυτά, θα κάνουμε λόγο στο τέλος, σε ειδική extra ενότητα «Χρήσιμες Παρατηρήσεις». Επίσης, εκεί θα γραφτούν εκτενέστερα οι διάφορες άλλες παρανοήσεις του κου Τομαρά. 

Όπως επίσης και όλες οι διαστρεβλώσεις του στα αγιογραφικά χωρία, με την διαφορά ότι εδώ θα σχολιάσουμε μέρος αυτών ενδεικτικά μόνο και μόνο για να φανεί η δολιότητα αυτού του ανθρώπου, καθώς εάν θέλαμε να γράψουμε για όλα αναλυτικά τα χωρία που χρησιμοποιεί, θα έπρεπε να γράφαμε ολόκληρο βιβλίο! Το να αναλυθούν όλα τα λάθη του, τα οποία ταυτόχρονα είναι λάθη και του όλου Προτεσταντικού οικοδομήματος, σαφώς δεν μπορεί να γίνει με μια απλή εργασία όπως η παρούσα, και από έναν άνθρωπο μη ειδικό, όπως εγώ. Για όλα αυτά, υπάρχουν ειδικές πανεπιστημιακές μελέτες και διδακτορικές διατριβές.

Εισαγωγή

Στο κύριο μέρος του άρθρου μας, θα προσπαθήσουμε να συνδέσουμε αγιογραφικά –με βάση την ερμηνεία των Χριστιανών διαχρονικά- τρείς έννοιες που αλληλό-προϋποθέτονται και που δεν υπάρχουν στον Προτεσταντισμό και στις ομάδες που έχουν τις καταβολές τους από αυτόν· την ειδική ιεροσύνη, το θυσιαστήριο το επίγειο (πέρα του ουράνιου), και την Θεία Ευχαριστία που έχει χαρακτήρα θυσίας, απαντώντας ουσιαστικά στην καρδιά της επιχειρηματολογίας του κου Τομαρά. 

Ο άξονας που θα κινηθούμε είναι: 

Η θεία Ευχαριστία (ως αναίμακτη θυσία) -θυσιαστήριο (επάνω στο οποίο τελείται η θυσία)- και ιερέας (που την τελεί), διότι το ένα προϋποθέτει το άλλο. Η θυσία προϋποθέτει θυσιαστήριο, και το θυσιαστήριο ιερέα. Θα τα δούμε από την Αγία Γραφή σε συνδυασμό με την πολύτιμη μαρτυρία της αρχαίας Εκκλησίας. Πώς πίστευε η αρχαία Εκκλησία, Ορθόδοξα ή Προτεσταντικά; Έχουν τόπο οι Προτεσταντικές διδασκαλίες στην πίστη των πρώτων Χριστιανών; Η απάντηση, όπως θα τεκμηριώσουμε παρακάτω, είναι ένα ηχηρό «όχι». Αν η Ορθόδοξη Εκκλησία πιστεύει λάθος, τότε λάθος πίστευε η Εκκλησία εξ αρχής!


1 (α). Η Θεία Ευχαριστία ως αναίμακτη θυσία.

Το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας που παρέδωσε ο Χριστός στο τελευταίο Του δείπνο με τους μαθητές (εξ ου και «Μυστικός Δείπνος»), έχει χαρακτήρα θυσίας. Διότι ο Χριστός μιλάει για «Σώμα» και «Αίμα». Ο ίδιος είπε· «λαβετε φαγετε τουτο εστιν το σωμα μου», «πιετε εξ αυτου παντες τουτο γαρ εστιν το αιμα μου το της καινης διαθηκης το περι πολλων εκχυνομενον εις αφεσιν αμαρτιων» (Ματθαίος, κστ 26-28). Ο Π. Τρεμπέλας, στο Υπόμνημά του «Εις το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο», αναφέρει ορισμένες μαρτυρίες από αρχαίους εκκλησιαστικούς συγγραφείς, που δείχνουν τον τρόπο με τον οποίο η αρχαία εκκλησία κατανοούσε τις παραπάνω φράσεις του Χριστού. Αναφέρει· «Δεικτικώς είπε, τούτο μου εστί το σώμα και τούτο μου εστί το αίμα, ίνα μη νομίσεις τύπον είναι τα φαινόμενα, αλλά δια τινός αρρήτου του πάντα ισχύοντος Θεού μεταποιείσθαι εις σώμα και αίμα Χριστού κατά το αληθές τα παρενηνεγμένα» (Κύριλλος Αλεξανδρείας)… «Ου γαρ είπε, τούτο εστίν αντίτυπον, αλλά τούτο εστί το σώμα μου, αρρήτω γαρ ενεργεία μεταποιείται, καν φαίνηται ημίν άρτος (Θεοφύλακτος Βουλγαρίας)» (σελ. 461). Το «τούτο εστί», η αρχαία εκκλησία το αντιλαμβάνονταν όχι ως «σύμβολα» ούτε ως «δια της πίστεως», όπως παρερμηνεύουν οι Προτεστάντες, αλλά ως πραγματικό Σώμα και Αίμα Χριστού, ακριβώς αυτό που λένε και οι λέξεις δηλαδή. Παρακάτω, θα αναφέρουμε και άλλες τέτοιες πατερικές αναφορές, ενώ στο τέλος, στις «Χρήσιμες Παρατηρήσεις», θα διευκρινίσουμε πότε χρησιμοποιούνται στην Πατερική Γραμματεία οι λέξεις «τύποι» και «αντίτυπα» απαντώντας και αναιρώντας ότι δήθεν υπήρξαν συγγραφείς (πλην αιρετικών) που δεν δέχονταν την μεταβολή.

Με την φράση «τούτο εστί», δηλώνεται σαφώς από το στόμα του Χριστού ότι πρόκειται περί του πραγματικού Σώματος και Αίματος Του. Σε άλλο σημείο, ο Χριστός μιλάει πάλι για το Σώμα Του που τρώγεται αληθώς και το Αίμα Του που πίνεται αληθώς, και ότι αυτό θα δώσει στον πιστό την δυνατότητα να λάβει μέρος στην ανάσταση της ζωής. Όπως η ανάσταση που θα γίνει θα είναι πραγματική, έτσι και το Σώμα και το Αίμα του Χριστού που τρώγεται είναι πραγματικό. «αμην αμην λεγω υμιν εαν μη φαγητε την σαρκα του υιου του ανθρωπου και πιητε αυτου το αιμα ουκ εχετε ζωην εν εαυτοις ο τρωγων μου την σαρκα και πινων μου το αιμα εχει ζωην αιωνιον καγω αναστησω αυτον εν τη εσχατη ημερα η γαρ σαρξ μου αληθως εστιν βρωσις και το αιμα μου αληθως εστιν ποσις ο τρωγων μου την σαρκα και πινων μου το αιμα εν εμοι μενει καγω εν αυτω» (Ιωάννης, στ 53- 56).  Οι ακροατές Του, από την συγκεκριμένη ομιλία, κατάλαβαν ότι θα έπρεπε να φάνε την σάρκα Του και να πιουν το αίμα Του, και για αυτό «σκανδαλίστηκαν». Και όμως, ορθώς κατάλαβαν, για αυτό και ο Χριστός δεν τους διορθώνει. Ο Χρυσόστομος ερμηνεύει σε αυτά τα λόγια του Χριστού· «πιστώσασθαι αυτούς περί των ειρημένων, ώστε μη νομίζειν αίνιγμα είναι το ειρημένον και παραβολήν, αλλ’ ειδέναι ότι πάντως φαγείν το σώμα’’. Δηλαδή, «θέλει να τους κάμει να πιστεύσουν εις τα λόγια του, ώστε να μην νομίζουν ότι αυτά είναι αίνιγμα και παραβολή, αλλ’ ότι πρέπει να ξεύρουν, ότι θα φάγουν το σώμα του οπωσδήποτε» (ΜΖ’ ομιλία εις το Κατά Ιωάννην). Ώστε, δεν τα λέει μεταφορικά, αλλά κυριολεκτικά. Αυτό που δεν έμαθαν διότι δεν έμειναν κοντά στον Χριστό αλλά έφυγαν, είναι ότι θα έτρωγαν το αληθινό Σώμα και Αίμα του Χριστού στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας.

Μάλιστα λέει «αληθώς, αληθώς σας λέγω». Αυτό που λέει παρακάτω ο Χριστός και που παρερμηνεύουν οι αιρετικοί, «το πνευμα εστιν το ζωοποιουν η σαρξ ουκ ωφελει ουδεν τα ρηματα α εγω λαλω υμιν πνευμα εστιν και ζωη εστιν» (Ιωάννης, στ 63), δεν το λέει για να πει ότι μιλάει δήθεν μεταφορικά για το Σώμα και το Αίμα Του (πως άλλωστε αφού λέει «η γαρ σαρξ μου αληθως εστιν βρωσις και το αιμα μου αληθως εστιν ποσις»;), αλλά ότι δεν θα πρέπει να Τον δουν ως τον γιό του Ιωσήφ και ως άνθρωπο, αλλά ως Υιό του Θεού που κατέβηκε από τον ουρανό και θα ανεβεί εκεί πάλι. Ο Χρυσόστομος αυτήν την ερμηνεία δίνει· «Πνευματικώς δει τα περί εμού ακούειν, ο γαρ σαρκικώς ακούσας, ουδέν απώνατο, ούτε χρηστόν τι απέλαυσε. Σαρκικόν δε ην το αμφισβητείν πως εκ του ουρανού καταβέβηκε», δηλαδή «Όσα λέγονται  περί εμού πρέπει να τα λαμβάνετε πνευματικώς. Διότι εκείνος που τα ακούει σαρκικώς, ούτε ωφελήθη , ούτε απήλαυσεν κάτι καλόν. Ήτο δε σαρκικόν το να αμφιβάλουν ότι κατέβηκεν από τον ουρανόν» (Ομιλία ΜΖ’ εις το Κατά Ιωάννην). Και για αυτό πολλοί στράφηκαν πίσω.

Το ότι η Θεία Ευχαριστία είναι και ανάμνηση, δεν αναιρεί ότι είναι και θυσία, διότι και οι Εβραίοι στην Παλαιά Διαθήκη έσφαζαν αμνό για να θυμούνται την Έξοδό τους από την Αίγυπτο, κάτι το οποίο προτυπώνει τον Ιησού που είναι ο αμνός του Θεού που σηκώνει την αμαρτία του κόσμου. Για αυτούς ήταν και ανάμνηση και λατρεία. «και εσται η ημερα υμιν αυτη μνημοσυνον και εορτασετε αυτην εορτην Κυριω εις πασας τας γενεας υμων νομιμον αιωνιον εορτασετε αυτην» (Έξοδος, ιβ 14). «φυλαξεσθε το ρημα τουτο νομιμον σεαυτω και τοις υιοις σου εως αιωνος εαν δε εισελθητε εις την γην ην αν δω Κυριος υμιν καθοτι ελαλησεν φυλαξεσθε την λατρειαν ταυτην» (Έξοδος, ιβ 24-25). Το ίδιο και για μας. Η Θεία Ευχαριστία είναι και ανάμνηση και λατρεία. Ο απ. Παύλος, σε πραγματικό Σώμα και πραγματικό Αίμα Χριστού αναφέρεται όταν λέει ότι κάποιοι Κορίνθιοι δεν τα διέκριναν, πήγαιναν αναξίως, και αρρώσταιναν (ακόμα και πέθαιναν) αρκετοί. «ο γαρ εσθιων και πινων αναξιως κριμα εαυτω εσθιει και πινει μη διακρινων το σωμα του Κυριου δια τουτο εν υμιν πολλοι ασθενεις και αρρωστοι και κοιμωνται ικανοι» (Α Κορινθίους, ια 29-30). Ο Π. Τρεμπέλας, στο Υπόμνημά του «Εις τας επιστολάς της Καινής Διαθήκης», Α’ Τόμος, γράφει σχετικά· «Μη διακρίνων το σώμα του Κυρίου από τα άλλα πράγματα και τροφάς και ως κοινήν τινά τροφήν λαμβάνων αυτό… «Μη εννοών, ότι σώμα εστί δεσποτικόν· σώμα φρίκης γέμον» [Ζιγαβηνός], (σελ. 359).

Η Θεία Ευχαριστία προφητεύεται ως «θυσία» ήδη από την Παλαιά Διαθήκη.
Ο προφήτης Μαλαχίας προφητεύει· «Διότι από ανατολών ηλίου έως δυσμών αυτού το όνομά μου θέλει είσθαι μέγα μεταξύ των εθνών, και εν παντί τόπω θέλει προσφέρεσθαι θυμίαμα εις το όνομά μου και θυσία καθαρά· διότι μέγα θέλει είσθαι το όνομά μου μεταξύ των εθνών, λέγει ο Κύριος των δυνάμεων» (α 11).

Μήπως είναι δική μας αυθαίρετη ερμηνεία; Όχι. Οι πρώτοι Χριστιανοί έτσι κατανοούσαν το χωρίο του Μαλαχία και έτσι έπρατταν, όπως φαίνεται από το πρωτοχριστιανικό σύγγραμμα «Διδαχή των Αποστόλων», που γράφτηκε περίπου το 100 μ Χ. Η αξία του συγγράμματος αυτού, όχι τόσο από δογματικής πλευράς όσο από πλευράς πληροφοριών της πρακτικής των πρώτων Χριστιανών, είναι ανυπολόγιστη. Λέγοντας ότι δεν έχει μεγάλη «δογματική αξία», εννοούμε ότι δεν κάνει αναλύσεις στην Χριστολογία ή την Πνευματολογία, ή ότι δεν περιέχει βαθειά θεολογία, όπως συμβαίνει με άλλα Πατερικά συγγράμματα. Η αξία του έγκειται στο ότι είναι ένα παλαιοχριστιανικό σύγγραμμα και στο ότι μας σκιαγραφεί την μεταποστολική Εκκλησία στα τέλη του πρώτου αιώνα και αρχές του δεύτερου. Ο κος Τομαράς, αφού παρερμηνεύει (και) την Διδαχή των Αποστόλων, φτάνει στο αυθαίρετο συμπέρασμα ότι η Διδαχή, επειδή δεν αναφέρει το νηπιοβάπτισμα, ότι το αγνοεί δήθεν. Σε αυτόν τον αστείο ισχυρισμό απαντάμε στο τέλος, στις «Χρήσιμες Παρατηρήσεις»  όπου αποδεικνύεται ότι το νηπιοβάπτισμα ήταν αποδεκτό και ας μην αναφέρεται στο βιβλίο της Διδαχής (παρατήρηση 3). 

Ο καθηγητής Χ. Κρικώνης, αναφέρει για την Διδαχή των Αποστόλων· «Πρόκειται για μία από τις αρχαιότερες συλλογές του είδους αυτού, της οποίας ο συντάκτης μας είναι άγνωστος, όπως άγνωστος είναι και ο ακριβής χρόνος και τόπος συντάξεως αυτής. Το κείμενο ανακάλυψε το 1883 ο μητροπολίτης Φιλόθεος Βρυέννιος σε κώδικα του Μετοχίου του Παναγίου Τάφου στην Κωνσταντινούπολη. Προκάλεσε τότε μεγάλη εντύπωση, γιατί το υλικό του προσφέρει μια ενδιαφέρουσα εικόνα της μεταποστολικής Εκκλησίας και με τις πληροφορίες του διαφωτίζει αρκετά θέματα της εσωτερικής ζωής της[…] Χρόνος τελικής συντάξεως του έργου θεωρείται το 100-110 μ Χ περίπου και πιθανός τόπος συντάξεως του, κατά την γνώμη των περισσοτέρων ερμηνευτών, θεωρείται η Συρία…» (Αποστολικοί Πατέρες, Χ. Κρικώνης, Τόμος Α, σελ 13).  

Ο Β. Στεφανίδης, αναφερόμενος επίσης στην σπουδαιότητα του εν λόγω συγγράμματος, αναφέρει· «Εκ μιας των μνημονευθεισών Εκκλησιών της Ανατολής προέρχεται και η Διδαχή των δώδεκα Αποστόλων, πολύτιμος δια τας πληροφορίας περί της διοργανώσεως και της λατρείας της αρχαίας Εκκλησίας» (Εκκλησιαστική Ιστορία, σελ. 59).

Αλλά και ο καθηγητής Βλ. Φειδάς, αναφερόμενος στην σπουδαιότητα του συγγράμματος, αναφέρει: «Την κατάσταση όμως της πρώιμης μεταποστολικής εποχής αποτυπώνει πληρέστερα η Διδαχή»
(Εκκλησιαστική Ιστορία, Ά Τόμος, σελ. 72).

Το χωρίο λοιπόν, έχει ως εξής·«Κατά Κυριακήν δε Κυρίου συναχθέντες κλάσατε άρτον και ευχαριστήσατε, προεξομολογησάμενοι τα παραπτώματα υμών, όπως καθαρά η θυσία υμών πας δε έχων την αμφιβολίαν μετά του εταίρου αυτού μη συνελθέτω υμίν, έως ου διαλλαγώσιν, ίνα μη κοινωθή η θυσία υμών. αύτη γαρ εστιν η ρηθείσα υπό Κυρίου· Εν παντί τόπω και χρόνω προσφέρειν μοι θυσίαν καθαράν. ότι βασιλεύς μέγας ειμί, λέγει κύριος, και το όνομά μου θαυμαστόν εν τοις έθνεσι» (Κεφ. 14, ΒΕΠΕΣ 2, 220).

Καμία σχέση με τους ισχυρισμούς του κου Τομαρά ότι το χωρίο του Μαλαχία αναφέρεται σε μια δήθεν επίγεια χιλιετή βασιλεία κατά γράμμα, όπως θα ήθελε. Η χιλιετής βασιλεία, είναι μεταφορικά η χριστιανική εποχή. (Βλ. «Χρήσιμες Παρατηρήσεις», παρατήρηση 8). Συνεπώς, για μας είναι αυτά τα χωρία. 

Ο κος Τομαράς όμως έχει λόγο να τα αρνείται και να τα μεταθέτει σε μια μελλοντική δήθεν επίγεια βασιλεία. Γιατί, αν τα δεχτεί, θα πρέπει να αναιρέσει μόνος του ολόκληρο το άρθρο του. Η «Κλάση του άρτου» συνδέεται με την Ευχαριστία, καλείται επίσης και «θυσία», και συνδέεται με την προφητεία του Μαλαχία. 

Το κείμενο ολόκληρο μπορείτε να το βρείτε εδώ... http://www.oodegr.com/oode/pateres1/prwtoxristianika/didaxi_apost_keimeno.htm

Επομένως, ως Θυσία κατανοούνταν από τους αρχαίους Χριστιανούς. «…ει και πραγματικήν εστίν η εν τω μυστηρίω θυσία του σώματος του Κυρίου, αλλά και πνευματική εστίν αυτή, τουτέστιν μυστική, αόρατος και υπέρ την αίσθησιν· όθεν και θυσία καλείται αναίμακτος»
(Ν. Σκρέττας, Η Θεία Ευχαριστία και τα προνόμια της Κυριακής ημέρας, σελ. 87).

Έτσι το παρέδωσαν οι απόστολοι, έτσι το παρέλαβε η αμέσως επόμενη γενιά μετά τους Αποστόλους και έτσι διατηρήθηκε δια μέσου των αιώνων ως σήμερα.

Για παράδειγμα, ο Χρυσόστομος (4ος αιώνας) ομιλεί ταυτόχρονα για τράπεζα και θυσία, όταν γράφει· «διόρθου τα πλημμελήματα και ούτω , μετά καθαρού του συνειδότος, της ιεράς άπτου τραπέζης και της αγίας μέτεχε θυσίας»
(6η ομιλία περί νηστείας).

Αλλά και τα αρχαία τροπάρια, το ίδιο πράγμα εκφράζουν.
«…στο πρώτο τροπάριο της θ’ ωδής, καταγράφεται η προσμονή μετοχής στη θυσία του αμώμου αμνού Χριστού· «…ο Κύριος δι ημάς…άπαξ εαυτόν τε προσάξας, ως προσφοράν, Πατρί τω ιδίω, αεί σφαγιάζεται αγιάζων τους μετέχοντας». Η προσφορά της θυσίας και ο θάνατος του αμνού του Θεού έγινε «άπαξ» επί του σταυρού του Γολγοθά. Η αναίμακτη σφαγή όμως της ευχαριστιακής προσφοράς (δια της κλάσεως του αγίου άρτου) επαναλαμβάνεται διαρκώς, ώστε ο Κύριος να αγιάζει διαρκώς εκείνους που συνεχώς μετέχουν»
(Η Ευχαριστία και τα προνόμια της Κυριακής ημέρας, Ν. Σκρέττα, σελ. 193).

Ο Συμεών Θεσσαλονίκης που έζησε κατά τον 15ο αιώνα, στο «Περί ιεροσύνης», εξηγεί ότι η φράση «το σώμα μου το υπέρ ημών κλώμενον», δείχνει ότι το Σώμα θυσιάζεται εις το διηνεκές. Επίσης, η φράση «τούτο εστί το αίμα μου, το υπέρ ημών εκχυνόμενον», δείχνει ότι χύνεται πάντοτε. Και αυτά αναφέρονται στην Θεία Ευχαριστία. Μετέχοντας σε αυτήν, μετέχουμε της θυσίας του Χριστού και γινόμαστε ένα μαζί Του, όπως ο ίδιος είπε· «ο τρώγων μου την σάρκα και πίων μου το αίμα εν εμοί μένει καγώ εν αυτώ», πραγματικά και οντολογικά.

«Και τι άλλο μείζον έργον τούτου, όπερ εστί Χριστού ανάμνησις, το σφαγήναι τούτον υπέρ ημών και διηνεκώς θύεσθαι. Τούτο γαρ εστίν, έφη, το σώμα μου το υπέρ υμών κλώμενον, τουτέστι αεί. Και τούτο εστί το αίμα μου, το υπέρ υμών εκχυνόμενον, ούχ άπαξ εκχυθέν, αλλά πάντοτε δηλονότι. Ουδέν άρα ταύτης της θυσίας επωφελέστερον ημιν και Θεώ προσφιλέστερον…ινα ωσίν εν, καθώς ημείς φησίν. Ότι δια τούτου εν γινόμεθα μετ’ αυτού, αυτός μαρτυρεί. Ο τρώγων μου, φησί, την σάρκα και πίων μου το αίμα εν εμοί μένει καγώ εν αυτώ» (PG 155, 969 A-B).

Η Εκκλησία λέει το ίδιο τόσο στον πρώτο αποστολικό αιώνα, όσο και στον δεύτερο, στον τέταρτο, ακόμα και στον 15ο, όπως και στο σήμερα! Δογματική συνέπεια μόνο στην Ορθοδοξία θα βρει κάποιος.


1 (β). Περί της μεταβολής των τιμίων δώρων.

Στο σημείο αυτό, και κλείνοντας το θέμα «Η Θ. Ευχαριστία ως θυσία», θα ήταν μεγάλη παράληψη αν δεν αναφέραμε ότι η Εκκλησία εξ αρχής πίστευε στην μεταβολή του άρτου και του οίνου σε Σώμα και Αίμα Χριστού. Για αυτόν τον λόγο και ως ατράνταχτες αποδείξεις, θα φέρουμε χωρία πάλι από πρωτοχριστιανικά συγγράμματα.

Άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος (107 μ Χ).
Κατά τον πατρολόγο Στ. Παπαδόπουλο, «ο θεοφόρος Ιγνάτιος είναι ο πρώτος Πατήρ και Διδάσκαλος της Εκκλησίας, όπως είναι και ο πρώτος μεγάλος θεολόγος μετά τους αποστόλους» (Α’ τόμος Πατρολογίας, σελ. 173). Ενώ, «η θεολογία του Ιγνατίου, που φέρει τη σφραγίδα του μεγάλου έργου, είναι γνήσια κι έγινε φρόνημα, ήθος και Παράδοση της Εκκλησίας» (ίδιο έργο, σελ. 174).

«Ευχαριστίας και προσευχής απέχονται, δια το μη ομολογείν την ευχαριστίαν σάρκα είναι του σωτήρος ημών Ιησού Χριστού» (Αγίου Ιγνατίου Αντιοχείας, Προς Σμυρναίους, VII 1 – Αποστολικοί Πατέρες Άπαντα τα έργα, τόμος 4, Π. Παπαευαγγέλου, διδάκτορας Θεολογίας). 

Οι αιρετικοί Γνωστικοί, αρνούμενοι την ενανθρώπιση του Λόγου, αρνούνταν επίσης ότι η Ευχαριστία είναι σάρκα του Χριστού. Όπως αναφέρει ο καθηγητής Στ. Παπαδόπουλος, «στη θεολογία του ευχαριστιακού ρεαλισμού φθάνει ο Ιγνάτιος, αντιμετωπίζοντας τις δοκητικές αντιλήψεις, που είχαν εισχωρήσει σε κύκλους εκκλησιαστικούς και που σύμφωνα με τις οποίες ο Χριστός έπαθε φαινομενικά μόνο. Η πραγματικότης του πάθους και της αναστάσεως του Κυρίου είναι απαραίτητη προϋπόθεση της πραγματικής παρουσίας αυτού στην Ευχαριστία». (Α’ τόμος πατρολογίας Στ. Παπαδόπουλου, σελ. 175).

Οι αιρετικοί Προτεστάντες όμως δεν δέχονται ότι η ευχαριστία τους είναι πραγματικά σώμα και αίμα Χριστού, αλλά (στην καλύτερη περίπτωση) ότι είναι «δια της πίστεως». Όμως, ο άγιος Ιγνάτιος δεν λέει κάτι τέτοιο, ούτε κατά διάνοια.

Ιουστίνος ο Μάρτυρας (β’ μεταποστολικός αιώνας).
Ο Στ. Παπαδόπουλος αναφέρει για τον Ιουστίνο σε γενικές γραμμές , «είναι και θέλει να είναι πάντοτε κατηχητής ή μάλλον διδάσκαλος της Εκκλησίας» (Ά τόμος πατρολογίας, σελ. 233). Επίσης, «οι προϋποθέσεις της σκέψης του είναι η Εκκλησία και η Γραφή της» (ίδιο έργο, σελ. 233).

 «…ου γαρ ως κοινόν άρτον, ουδέ ως κοινόν πόμα ταύτα λαμβάνομεν[…] ο σωτήρ ημών και σάρκα και αίμα υπέρ σωτηρίας ημών έσχεν, ούτως και την δι’  ευχής λόγου του παρ’ αυτού ευχαριστηθείσαν τροφήν, εξ ης αίμα και σάρκες κατά μεταβολήν τρέφονται ημών, εκείνου του σαρκοποιηθέντος Ιησού και σάρκα και αίμα εδιδάχθημεν είναι». (Ιουστίνος ο Μάρτυς, Α’ Απολογία, PG 6, 428C- 429A).

Ο Ιουστίνος ο Μάρτυρας, από πολύ νωρίς χρησιμοποιεί την λέξη «μεταβολήν». Μάλιστα, δείχνει ότι αυτό δεν ήταν δική του θεωρία, αλλά χρησιμοποιεί και την λέξη «εδιδάχθημεν», δηλώνοντας ότι είναι πίστη της Εκκλησίας. Δεν είναι λοιπόν απλά ψωμί και κρασί, αλλά το σώμα και το αίμα του Κυρίου. Όπως ο Σωτήρας έλαβε αληθινή σάρκα και αίμα για την σωτηρία μας, έτσι και η ευχαριστηθείσα τροφή δια της ευχής είναι αληθινό Σώμα και Αίμα Χριστού. Ο Ιουστίνος ο μάρτυς είναι υπέρ αρκετός να διασύρει τις κουτοπονηριές του κου Τομαρά που έγραψε ως δήθεν ανταπάντηση.


Άγιος Ειρηναίος της Λυών (β' μεταποστολικός αιώνας).

Κατά τον πατρολόγο Στ. Παπαδόπουλο, ο Ειρηναίος χαρακτηρίζεται ως «μεγάλος θεολόγος της παραδόσεως» (Ά τόμος πατρολογίας, σελ. 294). Αποτελεί έναν από τους «γνησιώτερους και σημαντικώτερους θεολογικούς σταθμούς στην πορεία της Παραδόσεως των δύο πρώτων μεταποστολικών αιώνων» (ίδιο έργο, σελ. 294).

«και προσλαμβανόμενα τον λόγο του Θεού ευχαριστία γίνεται, όπερ εστί σώμα και αίμα Χριστού» (Άγιος Ειρηναίος, 5ο βιβλίο «Έλεγχος και ανατροπή της ψευδωνύμου γνώσεως», ΒΕΠΕΣ 5, Σελ. 160-161).

Αναφέρει καθαρά ότι η Ευχαριστία είναι σώμα και αίμα Χριστού, αφού προσλαμβάνουν τον λόγο του Θεού. Μάλιστα, λέει «γίνεται», που φανερώνει ΜΕΤΑΒΟΛΗ. Επίσης, η «ευχαριστία» είναι το σώμα και το αίμα του Χριστού.

Υπάρχει όμως ένα ακόμα χωρίο το οποίο βρήκαν οι αιρετικοί από τον άγιο Ειρηναίο, και το διαστρέφουν, λέγοντας δήθεν ότι ο άγιος δεν πίστευε ότι άρτος και ο οίνος της Θείας Ευχαριστίας είναι αληθινό Σώμα και Αίμα Χριστού.

Τι χωρία βρήκαν, και πως αυτά εξηγούνται; Ας δούμε:

«Διότι η προσφορά της Ευχαριστίας ουκ εστί σαρκική, αλλά πνευματική και εν τούτω καθαρά. Προσφέρομεν γαρ τω Θεώ τον άρτο και το ποτήριον της ευλογίας ευχαριστούντες αυτώ, ότι τη γη εκέλευσεν εκφύσαι τους καρπούς τούτους εις τροφήν ημετέραν, και ενταύθα την προσφοράν τελέσαντες εκκαλούμεν το Πνεύμα το άγιον, όπως αποφήνη την θυσίαν ταύτην και τον άρτον σώμα του Χριστού και το ποτήριον το αίμα του Χριστού, ίνα μεταλαβόντες τούτων των αντιτύπων, εις αφέσεως των αμαρτιών και της ζωής της αιωνίου τύχωσιν. Οι ουν ταύτας τας προσφοράς εν τη αναμνήσει του Κυρίου άγοντες, ου τοις των Ιουδαίων δόγμασι προσέρχονται, αλλά πνευματικώς λειτουργούντες της σοφίας υιοί κληθήσονται» (ΒΕΠΕΣ, τόμος 5ος, σελ. 183).

Ας το δούμε κομμάτι κομμάτι·

«Διότι η προσφορά της Ευχαριστίας ουκ εστί σαρκική, αλλά πνευματική και εν τούτω καθαρά. Προσφέρομεν γαρ τω Θεώ τον άρτο και το ποτήριον της ευλογίας ευχαριστούντες αυτώ, ότι τη γη εκέλευσεν εκφύσαι τους καρπούς τούτους εις τροφήν ημετέραν».

Εδώ, λέει ο Ειρηναίος ότι η προσφορά είναι πνευματική και όχι σαρκική, διότι ναι μεν προσφέρουμε στον Θεό («Προσφέρομεν γαρ τω Θεώ») τον άρτο και το ποτήριον, αλλά δεν μένουμε σε αυτά μόνο. Κάτι πνευματικό περιμένουμε μετά την επίκληση του Θεού, το οποίο αναφέρει παρακάτω. Μέχρι εδώ, μιλάει για πριν τον καθαγιασμό, πριν την μεταβολή. Σημαντικό στοιχείο αυτό στο οποίο σκαλώνουν όσοι δεν γνωρίζουν την ορθόδοξη πίστη και πάνε να ερμηνεύσουν πατέρες! Επίσης, και σε αυτό το σημείο, διαψεύδεται ο κος Τομαράς που αρνείται την προσφορά άρτου και οίνου ως θυσία («την θυσία ταύτην») των χριστιανών.

«Από τον γ’ ήδη αιώνα, κατά την μαρτυρία της Καθολικής διδασκαλίας των Δώδεκα Αποστόλων και αγίων μαθητών του Σωτήρος ημών, τα προσφερόμενα δώρα ονομάζονται «αντίτυπον του βασιλείου σώματος του Χριστού». Η ίδια διατύπωση περίπου επαναλαμβάνεται στην μετά τους λόγους της συστάσεως συνέχεια της ευχής της αναφοράς του Μ. Βασιλείου· «και προθέντες τα αντίτυπα του αγίου σώματος και αίματος του Χριστού σου, σου δεόμεθα…». Παράλληλες εκφράσεις ανιχνεύονται στον Ευστάθιο Αντιοχείας, τον Μακάριο Αιγύπτιο, τον Ευτύχιο Κων/πόλεως, τον Συμεών Θεσ/νίκης, τον Μάρκο τον Ευγενκό, τον Επιφάνιο Κύπρου. Ο όρος «αντίτυπα» λοιπόν είναι εμφανώς δηλωτικός της συμβολικής σημασίας που προσλαμβάνουν τα τίμια δώρα προ του καθαγιασμού τους. […]. Μετά λοιπόν τον δια του αγίου Πνεύματος καθαγιασμό τους, τα δώρα παύουν να είναι «αντίτυπα» και γίνονται ο ίδιος ο Χριστός…»

(Ν. Σκρέττας, «Η Θεία Ευχαριστία και τα προνόμια της Κυριακής κατά την διδασκαλία των Κολλυβάδων).

Και συνεχίζει ο άγιος Ειρηναίος:
«…και ενταύθα την προσφοράν τελέσαντες εκκαλούμεν το Πνεύμα το άγιον, όπως αποφήνη την θυσίαν ταύτην και τον άρτον σώμα του Χριστού και το ποτήριον το αίμα του Χριστού…».

Αφού λοιπόν τελέσαμε την προσφορά άρτου και οίνου (όπως κάνουμε στην Ορθόδοξη Εκκλησία), γίνεται επίκληση στο Άγιο Πνεύμα «όπως αποφήνη την θυσίαν ταύτην». Όπως εξηγεί ο Ν. Σκρέττας στο ογκωδέστατο βιβλίο του «Η Θεία Ευχαριστία και τα προνόμια της Κυριακής ημέρας», ο όρος «απόφανσις» («όπως αποφήνη την θυσίαν ταύτην και τον άρτον σώμα του Χριστού και το ποτήριον το αίμα του Χριστού», κατά τον Ειρηναίο), «[…]σημαίνει μεταβολή σε κάτι που πιο πριν δεν υπήρχε». (σελ. 62).

Εάν δεν υπήρχε μεταβολή, δεν θα χρειάζονταν η επίκληση του Αγίου Πνεύματος «όπως αποφήνη την θυσίαν ταύτην», όπως δηλαδή μεταβάλει το άρτο και τον οίνο (του ποτηρίου).

«…ίνα μεταλαβόντες τούτων των αντιτύπων, εις αφέσεως των αμαρτιών και της ζωής της αιωνίου τύχωσιν».

Η λέξη «αντίτυπα», δεν έχει την έννοια του συμβόλου, αφού παραπάνω μίλησε ο Ειρηναίος για μεταβολή μετά την επίκληση του Αγίου Πνεύματος. Εδώ, η λέξη έχει την έννοια ότι τώρα με αυτά μετέχουμε του Χριστού, αλλά τότε (στην βασίλεια του Θεού) θα μετέχουμε μόνο με την θέα του Θεού. (Ν. Σκρέττας, «Η Θεία Ευχαριστία και τα προνόμια της Κυριακής ημέρας», σελ. 290- 294).

Μάλιστα, ο Ειρηναίος λέει καθαρά ότι μεταλαμβάνοντας από αυτά, αποκτούμε άφεση αμαρτιών και την αιώνια ζωή. Αυτά δεν τα κάνουν τα σύμβολα, ούτε τα αντίτυπα (όπως εννόησε αυθαίρετα ο κος Τομαράς την λέξη), ούτε όταν αυτά λαμβάνονται απλά «δια της πίστεως».

Ο άγιος Νικόδημος διασαφηνίζοντας τα πράγματα, αναφέρει· «Όθεν και μερικοί Πατέρες είπον αντίτυπον του Σώματος και Αίματος του Κυρίου την θείαν Ευχαριστίαν μετά τον αγιασμόν, προ τα εν τω μέλλοντι αιώνι γυμνώς και τρανώς αποκαλυφθησόμενα πράγματα αυτήν συγκρίνοντες, κεκαλύμμένη ούσα υπό τα συμβεβηκότα του άρτου και οίνου, καθώς ερμηνεύει ο άγιος Μάξιμος».

Άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων (313-387 μ Χ)

Ο πατρολόγος Στ. Παπαδόπουλος χαρακτηρίζει τον άγιο Κύριλλο ως «κατηχητή» (Β’ τόμος της πατρολογίας, σελ. 482), του οποίου το έργο και η δράση «ερμηνεύονται από το έντονο ενδιαφέρον του για την κατήχηση των πιστών και την ανάγκη επιβιώσεως στον εκκλησιαστικό χώρο» (ίδιο έργο, σελ. 482). Ακόμα, «Ο ρεαλισμός της θείας Ευχαριστίας είναι εξαιρετικά έντονος στην σκέψη και την θεολογία του Κυρίλλου. Πρώτος αυτός περιγράφει τόσο αναλυτικά την μεταβολή του κοινού άρτου και του κοινού οίνου σε σώμα και αίμα Κυρίου, εκκινώντας από τα σχετικά βιβλικά χωρία».

Ο πατρολόγος Π. Χρήστου, αναφέρει για τον άγιο Κύριλλο Ιεροσολύμων· «Ο Κύριλλος υπήρξε ο πλέον διακεκριμένος επίσκοπος Ιεροσολύμων κατ’ αυτήν την περίοδον, τα δε συγγράμματα του τον τοποθετούν εις την πρώτην σειράν των οικουμενικών διδασκάλων» (Δ’ τόμος της πατρολογίας, σελ. 480).

«Ο άρτος και ο οίνος της Ευχαριστίας προ της αγίας επικλήσεως της προσκυνητής Τριάδος άρτος ην και οίνος λιτός. Επικλήσεως δε γενομένης, ο μεν άρτος γίνεται σώμα Χριστού, ο δε οίνος αίμα Χριστού» (Χωρίο του αγίου Κύριλλου από την Α’ Μυσταγωγική Κατήχηση, όπως το παραθέτει ο πατρολόγος Στ. Παπαδόπουλος στον β’ τόμο της πατρολογίας του, σελ. 489).

Ο άγιος Κύριλλος, λοιπόν, διδάσκει ότι πριν την αγία επίκληση ο άρτος και ο οίνος είναι απλά ψωμί και κρασί. Όταν όμως γίνει η επίκληση, ο άρτος γίνεται σώμα Χριστού, και ο οίνος αίμα Του. Από την στιγμή που λέει «γίνεται», σημαίνει ότι παύουν να είναι ότι ήταν πριν, και γίνονται κάτι άλλο.

«Αυτού αποφηναμένου και ειπόντος περί του άρτου· Τούτο μου εστί το σώμα, τις τολμήσει αμφιβάλλειν λοιπόν; Και αυτού βεβαιωσαμένου και ειρηκότος· Τούτο μου εστί το αίμα, τις ενδοιάσει ποτέ λέγων μη είναι αυτού το αίμα;» (Άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων, Δ’ Μυσταγωγική Κατήχηση, PG 33, 1097).

Εδώ, έχουμε ερμηνεία των λόγων του Κυρίου κατά τον τελευταίο δείπνο, όπου και παρέδωσε το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Περί της μεταβολής λοιπόν, ομίλησε ο ίδιος ο Κύριος.

«ταύτα μαθών και πληροφορηθείς ως ο φαινόμενος άρτος ουκ άρτος εστίν, ει και τη γεύση αισθητός, αλλά σώμα Χριστού· και ο φαινόμενος οίνος ουκ οίνος εστίν, ει και η γεύσις τούτο βούλεται, αλλά αίμα Χριστού» (Άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων, Δ’ Μυσταγωγική Κατήχηση, PG 33, 1104).

Ο άρτος δεν είναι άρτος, αλλά σώμα Χριστού. Το ίδιο και ο οίνος. Είναι αίμα Χριστού. Αν και η γεύση παραμένει γεύση άρτου και οίνου, παρόλα αυτά είναι σώμα και αίμα Χριστού. Ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων μιλάει για μεταβολή (όχι για μετουσίωση), χωρίς δηλαδή να εξηγεί το μυστήριο. Στην Ορθόδοξη διδασκαλία, απλά το δεχόμαστε χωρίς να προσπαθούμε να το εξηγήσουμε.

«Παρακαλούμεν τον φιλάνθρωπον Θεόν το Άγιον Πνεύμα εξαποστείλαι επί τα προκείμενα, ίνα ποιήση τον μεν άρτον σώμα Χριστού, τον δε οίνον αίμα Χριστού· παντός γαρ ου αν εφάψηται το Άγιον Πνεύμα, τούτο ηγίασται και μεταβέβληται» (Χωρίο του αγίου Κύριλλου από την Ε’ Μυσταγωγική Κατήχηση, όπως την παραθέτει ο πατρολόγος Στ. Παπαδόπουλος στον β’ τόμο της πατρολογίας του, σελ. 489).

Πολύ σημαντική και αυτή η αναφορά του αγίου Κυρίλλου Ιεροσολύμων, εφόσον χρησιμοποιεί το «μεταβέβληται» (μεταβολή) για να προσδιορίσει το «ίνα ποιήση τον μεν άρτον σώμα Χριστού, τον δε οίνον αίμα Χριστού».

Αυτά ενδεικτικά.


2. Το επίγειο Θυσιαστήριο.

Θυσιαστήριο. Κανείς δεν διαφωνεί ότι υπάρχει το ουράνιο θυσιαστήριο. Υπάρχει όμως και το επίγειο χριστιανικό, τύπος εκείνου.

Ο απ Παύλος, αναφέρει σαφέστατα ένα τέτοιο επίγειο θυσιαστήριο στο οποίο προσφέρεται η θυσία και την οποία τρώμε. Από αυτήν, δεν έχουν εξουσία να φάνε οι Ιουδαίοι, διότι αυτοί δεν δέχονται την θυσία του Χριστού που έγινε υπέρ της σωτηρίας του κόσμου.

«εχομεν θυσιαστηριον εξ ου φαγειν ουκ εχουσιν εξουσιαν οι τη σκηνη λατρευοντες» (Εβραίους, ιγ 10). Η θυσία «αινέσεως» δεν έχει καμία σχέση με αυτό το θυσιαστήριο, καθώς αυτή δεν «τρώγεται». Το θυσιαστήριο αυτό έχει κάτι το αισθητό και φαγώσιμο.

Ο Γ. Στεφ. Γρατσέας, στο ερμηνευτικό του έργο στην προς Εβραίους επιστολή, για το παραπάνω χωρίο σημειώνει: «…ο συγγραφέας της επιστολής χρησιμοποιεί τη λέξη «θυσιαστήριον» υπαινισσόμενος την ευχαριστιακή Τράπεζα. Παραπλήσια είναι και η άποψη του S. Ruager, κατά τον οποίο το ‘’έχομεν θυσιαστήριον’’ συσχετίζεται με το Δείπνο της Ευχαριστίας» (σελ. 883).

Την ευχαριστία την καταναλώνουμε εδώ, όχι στον ουρανό. Άρα, το θυσιαστήριο που αναφέρει ο απ Παύλος είναι επίγειο.

Ο Χριστός δεν ήρθε να καταλύσει τον Νόμο και τους Προφήτες, αλλά να τους εκπληρώσει. Επομένως, δεν κατάργησε την θυσία και το θυσιαστήριο, αλλά τα εκπλήρωσε στο πρόσωπό Του. Ο Ίδιος έγινε και θύτης και θύμα. Για αυτό λέμε· «Συ είσαι ο προσφέρων και ο προσφερόμενος». Αντί για θυσίες ζώων, έχουμε την μοναδική θυσία του Χριστού μας. Αντί του θυσιαστηρίου που έσφαζαν τα ζώα, έχουμε το θυσιαστήριο όπου προσφέρεται η αναίμακτη θυσία- λατρεία. «Έτι προσφέρομέν σοι την λογικήν ταύτην και αναίμακτον λατρείαν, και παρακαλούμέν σε, και δεόμεθα, και ικετεύομεν. Κατάπεμψον το Πνεύμα σου το Άγιον εφ’ ημάς, και επί τα προκείμενα Δώρα ταύτα: Και ποίησον τον μεν Άρτον τούτον τίμιον Σώμα του Χριστού σου. Αμήν. Το δε εν τω Ποτηρίω τούτω τίμιον Αίμα του Χριστού σου. Αμήν. Μεταβάλλων τω Πνεύματί σου τω Άγίω. Αμήν. Αμήν. Αμήν».


Αυτό το επίγειο Χριστιανικό θυσιαστήριο στην εποχή της Καινής Διαθήκης, προφητεύεται ήδη από την Παλαιά. 


Πάλι θα αναφέρουμε την προφητεία του Μαλαχία: «συγκλεισθησονται θυραι και ουκ αναψετε το θυσιαστηριον μου δωρεαν ουκ εστιν μου θελημα εν υμιν λεγει Κυριος Παντοκρατωρ και θυσιαν ου προσδεξομαι εκ των χειρων υμων διοτι απ ανατολων ηλιου εως δυσμων το ονομα μου δεδοξασται εν τοις εθνεσιν και εν παντι τοπω θυμιαμα προσαγεται τω ονοματι μου και θυσια καθαρα διοτι μεγα το ονομα μου εν τοις εθνεσιν λεγει Κυριος Παντοκρατωρ» (Μαλαχίας, α 10-11).
Ο Θεός είχε πει στον Μωυσή ότι θυμίαμα και θυσία θα προσφέρεται μόνο στον συγκεκριμένο τόπο που ο ίδιος ο Θεός είχε ορίσει. Εδώ η προφητεία μιλάει για «απ’ ανατολών ηλίου έως δυσμών» και «εν παντί τόπω», διότι αναφέρεται στην εποχή μετά την εμφάνιση του Μεσσία. Ο κος Τομαράς, προκειμένου να αρνηθεί τα χωρία, δίνει σε αυτά την ερμηνεία που δίνουν όλοι όσοι πιστεύουν στην πλάνη του χιλιασμού, δηλαδή μιας δήθεν μεσοβασιλείας του Χριστού- επίγειας- όπου θα υπάρξουν κατά γράμμα 1000 χρόνια ευδαιμονίας. Μάλιστα, για να φανεί πιστικός, χρησιμοποιεί χωρία εκκλησιαστικών συγγραφέων που δέχονταν κατά γράμμα αυτά τα χίλια χρόνια. Η πραγματικότητα όμως, είναι ότι αυτά τα 1000 χρόνια είναι συμβολικά και η χιλιετής βασιλεία είναι ήδη παρούσα, όπως ξεκαθάρισε η Εκκλησία.  Αυτά τα διευκρινίζουμε αναλυτικότερα στις «Χρήσιμες παρατηρήσεις» (παρατήρηση 8).

Μήπως είναι δική μας ερμηνεία; Όχι. Είναι της αρχαίας Εκκλησίας δια στόματος Ιουστίνου του Μάρτυρα. Σημειώνω το εξής, ότι ο Ιουστίνος ο Μάρτυρας δέχονταν την πλανημένη διδασκαλία του χιλιασμού. (Σχετικά με τα λάθη των εκκλησιαστικών συγγραφέων μπορείτε να δείτε στην «Χρήσιμη Παρατήρηση» 1, ενώ για τις απόψεις του Ιουστίνου στην «Χρήσιμη Παρατήρηση» 8). Στον «Διάλογο με τον Τρύφωνα τον Ιουδαίο», ο Ιουστίνος ο Μάρτυρας δεν τοποθετεί το χωρίο από τον Μαλαχία σε μια δήθεν μελλοντική μεσοβασιλεία (όπως ερμηνεύει ο κος Τομαράς), αλλά στην εποχή του. Αναφέρει· «Και εν παντί τόπω θυμίαμα προσφέρεται τω ονόματί μου και θυσία καθαρά, ότι μέγα το όνομα μου εν τοις έθνεσι, λέγει Κύριος, υμείς δε βεβηλούτε αυτό. Περί δε τίνων εν παντί τόπω υφ’ ημών των εθνών προσφερομένων αυτώ θυσιών, τουτ’ έστι του άρτου της ευχαριστίας και του ποτηρίου ομοίως της ευχαριστίας, προλέγει τότε, ειπών και το όνομα αυτού δοξάζειν ημάς, υμάς δε βεβήλουν». Που προσφέρεται η θυσία; Σε θυσιαστήριο φυσικά.

Το όνομα του Κυρίου είναι ήδη μέγα μεταξύ των εθνών, σε σχέση με την πλήρη άγνοια που είχαν τα έθνη στην προ Χριστού εποχή.

Ακόμα, ο προφήτης Ησαίας αναφέρει: «και τοις αλλογενεσι τοις προσκειμενοις Κυριω δουλευειν αυτω και αγαπαν το ονομα Κυριου του ειναι αυτω εις δουλους και δουλας και παντας τους φυλασσομενους τα σαββατα μου μη βεβηλουν και αντεχομενους της διαθηκης μου εισαξω αυτους εις το ορος το αγιον μου και ευφρανω αυτους εν τω οικω της προσευχης μου τα ολοκαυτωματα αυτων και αι θυσιαι αυτων εσονται δεκται επι του θυσιαστηριου μου ο γαρ οικος μου οικος προσευχης κληθησεται πασιν τοις εθνεσιν» (Ησαίας, νστ 6-7).


Ο Χριστός αναφέρει κατά γράμμα αυτό το χωρίο. «και εδιδασκεν λεγων αυτοις ου γεγραπται οτι ο οικος μου οικος προσευχης κληθησεται πασιν τοις εθνεσιν». (Μάρκος, ια 17).

Λέει ότι «θα ονομαστεί», ενώ ήδη ο Ναός ήταν οίκος προσευχής. Θα ονομαστεί όταν οι αλλογενείς θα γίνονταν δεκτοί. Αυτό εκπληρώθηκε στην Μεσσιανική εποχή, όταν τα έθνη πίστεψαν στον Χριστό. Είναι δηλαδή μια θαυμαστή προφητεία του Ησαΐα η οποία αναφέρεται καθαρότατα στην εποχή της Χριστιανικής Εκκλησίας που θα υπάρχει θυσιαστήριο και θυσία επί του θυσιαστηρίου. Τα «σάββατα» που αναφέρονται, έχουν άλλη θεολογική έννοια, την Χριστιανική, η οποία έννοια αναλύεται στην «Χρήσιμη Παρατήρηση» 9.

Ο άγιος Ιγνάτιος, αναφέρεται σε ένα επίγειο θυσιαστήριο το οποίο και συνδέει  με την Σάρκα και το Αίμα του Χριστού, δηλαδή με την Θεία Ευχαριστία. Να λοιπόν που υπάρχει ειδική ιεροσύνη στον Επίσκοπο, στους πρεσβυτέρους, και στους διακόνους.

«Σπουδάσατε ουν μία Ευχαριστία χρήσθαι· μία γαρ Σάρξ Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, και εν ποτήριον εις ένωσιν του Αίματος Αυτού, εν θυσιαστήριον, ως εις επίσκοπος άμα τω πρεσβυτερίω και διακόνοις, τοις συνδούλοις μου»
(Προς Φιλαδελφοίς, IV).

Επίσης, η αναφορά ενός ουράνιου θυσιαστηρίου στο βιβλίο της Αποκάλυψης δεν είναι τυχαίο γεγονός. Αντικατοπτρίζει με απόλυτη σαφήνεια το γεγονός ότι και εδώ στην γη οι Χριστιανοί είχαν (και έχουν) επίγειο θυσιαστήριο.

Όπως παρατηρεί ο καθηγητής Ιωάννης Ζηζιούλας, «Τα πάντα εις το όραμα της Αποκαλύψεως στρέφονται περί το θυσιαστήριον το ευρισκόμενον ενώπιον του θρόνου του Θεού. Ενώπιον του ίσταται το πλήθος των σεσωσμένων, πέριξ δε του θρόνου κυκλικώς οι εικοσιτέσσαρες πρεσβύτεροι. Η μεταφορά είναι προφανώς ειλημμένη εκ της ευχαριστιακής συνάξεως, εις την οποίαν ο Επίσκοπος εκάθητο εις τον θρόνον του προ του θυσιαστηρίου, έχων πέριξ αυτού κυκλικώς τους πρεσβυτέρους και έμπροσθεν αυτού τον λαόν. Τοιαύτη ήτο απ’ αρχής η θέσις, ην είχεν ο Επίσκοπος ως προσφέρων την Θείαν Ευχαριστίαν και δια τούτο η Εκκλησία έβλεπε αυτόν ως εικόνα και τύπον του Θεού ή του Χριστού» («Η ενότης της Εκκλησίας εν τη Θεία Ευχαριστία και τω Επισκόπω, κατά τους τρείς πρώτους αιώνες», σελ. 58).     

Πραγματικά, ο άγιος Ιγνάτιος αναφέρει· «προκαθημένου του επισκόπου εις τύπον Θεού» (Προς Μαγνησιείς, VI 1).

Και συνεχίζει παρακάτω λέγοντας, «Η Αποκάλυψη δεν εγράφη ασχέτως προς την σύγχρονον τότε εκκλησιαστικήν ζωήν και δη και την Θ. Ευχαριστίαν. Η τάσις διάχυτος εις την νεωτέραν επιστήμην να θεωρούνται και αυτοί οι ύμνοι της Αποκαλύψεως (4,11. 5,9-14. και 17 εξ.) ως ύμνοι της Θ. Ευχαριστίας» (ίδιο έργο, σελ. 58).

Ο ιερός Χρυσόστομος, κάνει λόγο για ιερέα- θυσιαστήριο. Ενδεικτικά:

«Πόση καθαρότητα και πόση ευλάβεια θα απαιτήσουμε από αυτόν; Μπορείς να κατανοήσης ποια θα πρέπει να είναι τα χέρια που διακονούν, ποια η γλώσσα που θα διαχέη τα ιερά λόγια, ποια ψυχή μπορεί να είναι καθαρότερη και αγιότερη από τη δική του, που υποδέχεται μέσα της τόση χάρη από το Άγιο Πνεύμα; Τη στιγμή αυτή και άγγελοι παρίστανται γύρω από τον ιερέα και κάθε ουράνιο τάγμα βοά και ο τόπος γύρω από το θυσιαστήριο γεμίζει προς τιμήν του κειμένου πάνω σ' αυτό».
(6ο λόγος Χρυσοστόμου περί ιεροσύνης).

Στην
Γ’ ομιλία εις την Εφεσίους, «Εική θυσία καθημερινή, εική παρεστήκαμεν τω θυσιαστηρίω».  (PG 62,29).

Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος (4ος αιώνας), στον «Επιτάφιο λόγο εις την εαυτού αδελφήν Γοργονίαν», μαρτυρά για θυσιαστήριο, «επί τον πάντων ιατρόν καταφεύγει…τω θυσιαστηρίω προσπίπτει…είτα τω παρ’ αυτής φαρμάκω τούτω το σώμα παν επαλείφουσα».

Ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων, στην 18η Κατήχησή του σχετίζει το θυσιαστήριο με τα πνευματικά και ουράνια μυστήρια. «Μεθ’ όσης δε ευλαβείας και τάξεως χρη από του βαπτίσματος προς το άγιον του Θεού προσελεύσεσθαι θυσιαστήριον και των αυτόθι πνευματικών και επουράνιων απολαύειν μυστηρίων». Επίσης, «περί των εν θυσιαστηρίω της Καινής Διαθήκης μυστηρίων, α την αρχήν εντεύθεν είληφεν, τινά μεν αι θείαι γραφαί παραδεδώκασι». Για το θυσιαστήριο και για τα σχετικά, κάνει λόγο στις Μυσταγωγικές κατηχήσεις του, όπου περιγράφει την θεία λειτουργία και τους μυσταγωγικούς συμβολισμούς της.

Ο άγιος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης (360/370- 440 μ Χ), μιλάει καθαρά και αυτός για επίγειο θυσιαστήριο που έχει η Εκκλησία (και που δεν έχει ο προτεσταντισμός).

Ενδεικτικά,
«[…] εάν κάποιος, που έχει ανατραφεί με αμαρτίες μακριά από το σπίτι του και έχει στιγματιστεί με όλες τις ακαθαρσίες και τα παραπτώματα, αγγίζει τα θυσιαστήρια του Θεού και πιάνει με βρώμικα χέρια τα άγια μυστήρια, αυτός βέβαια θα καταστεί άξιος καταδίκης, το άγιο όμως βήμα δεν μολύνεται με τις πράξεις εκείνου» (Επιστολή 120).

«Εάν υπηρετείς το θυσιαστήριο του Χριστού, να ασκείς το λειτούργημά σου (κείμ. «την λειτουργίαν σου») σύμφωνα με τους νόμους του […]». (Επιστολή 157).


 3. Ειδική ιεροσύνη (α)

Πριν προχωρήσουμε, θα θέλαμε να διευκρινίσουμε κάποια πράγματα τα οποία παρεξηγούν οι ετερόδοξοι είτε από άγνοια είτε σκοπίμως.

Εμείς πιστεύουμε στην ΜΟΝΑΔΙΚΗ ιεροσύνη του Χριστού που προτυπώνεται από την τάξη Μελχισεδέκ. Αυτή η ιεροσύνη, δεν έχει καμία μα καμία σχέση με την Ααρωνική η οποία έχει καταργηθεί και η οποία εξυπηρετούσε τελείως διαφορετικά πράγματα. Είναι απαράδεκτο να λένε ότι συνεχίζουμε την Ααρωνική.

Η Εκκλησία είναι «βασίλειον ιεράτευμα» ως Σώμα.
Η λέξη «ιερεύς», σημαίνει: «ο επιτελών τας θυσίας, θύτης, ιερεύς, λειτουργός» (Λεξικό της αρχαίας Ελληνικής, Π. Χ Δορμπαράκη, σελ. 392). Η Θυσία στην εποχή της Καινής Διαθήκης είναι η θυσία του Χριστού που έγινε μια φορά και ισχύει για πάντα. Ο Χριστός επιτέλεσε την θυσία του Εαυτού του με την οποία ο άνθρωπος σώζεται. Στην Εκκλησία υπάρχει προσφορά άρτου και οίνου (όπως το λέει θαυμάσια ο Ιουστίνος ο Μάρτυς, όταν περιγράφει την λατρεία της Εκκλησίας). Η Εκκλησία ως ιεράτευμα, τα προσφέρει δια του ειδικού ιερέα (που έχει το ρόλο των χεριών του σώματος) προς τον Θεό. Ο Θεός αντικαταπέμπει την άκτιστη Θεία Χάρη, και τα μεταβάλει σε Σώμα και Αίμα Χριστού, πραγματικώς και όχι «δια της πίστεως» απλώς. Ο ειδικός ιερέας, δεν έχει δική του ιεροσύνη (όπως και η εκκλησία που δεν έχει ανεξάρτητα ιεροσύνη από τον Χριστό), αλλά μετέχει στην ιεροσύνη του Χριστού. Δεν είναι επομένως διάδοχοι του Χριστού στην ιεροσύνη. Η ιεροσύνη του Χριστού είναι αμετάθετη γιατί ο Χριστός δεν πεθαίνει πια. «δια το μενειν αυτον εις τον αιωνα απαραβατον εχει την ιερωσυνην» (Εβραίους, ζ 24). Δεν έχει διάδοχο στην ιεροσύνη, έχει όμως αντιπροσώπους και πρεσβευτές, όπως ένας βασιλιάς έχει πρεσβευτές του σε διάφορα μέρη. Το ίδιο συμβαίνει και με το «Διδάσκαλος». Ενώ διδάσκαλος είναι μόνο ο Χριστός, («εις γαρ εστιν υμων ο διδασκαλος ο Χριστος» Ματθαιος κγ 8), ο ίδιος έδωσε αντιπροσώπους διδασκάλους· («και αυτος εδωκεν τους μεν αποστολους τους δε προφητας τους δε ευαγγελιστας τους δε ποιμενας και διδασκαλους» Εφεσίους δ 11).

Το ρήμα «λειτουργέω- ώ, «εν τη Π. Δ περί της υπηρεσίας των Λευιτών», ενώ σήμερα «σημαίνει τελώ την θείαν λατρείαν (ως χριστιανός) , Πράξεις ιγ 2, «λειτουργούντων δε αυτών τω Κυρίω και νηστευόντων είπε το Πνεύμα το Άγιον…» (Λεξικό της Κ. Δ υπό Σωφρονίου Ευστρατιάδου, σελ. 474).

Η λειτουργία είναι «η προς τον λαόν ή την πολιτείαν υπηρεσία, εν τη Κ. Δ η θεία λειτουργία η υπό του ιερέως γινομένη, Λουκ. α 23 ‘’και εγένετο ως επλήσθησαν αι ημέραι της λειτουργίας αυτού απήλθον εις τον οίκον αυτού» (σελ. 474).

Η λέξη έχει να κάνει με την επιτέλεση λατρευτικών καθηκόντων, και συνδέεται με την Καινή Διαθήκη.

Ο Στ. Γρατσέας, παρατηρεί κάτι πολύ σημαντικό. «Στην πεντάτευχο, όπου οι λέξεις λειτουργείν, λειτούργημα, λειτουργία και λειτουργικός επανέρχονται πάνω από εβδομήντα φορές, έχουμε και συνεκφορές των λέξεων αυτών με το ουδέτερο άγια, προς δήλωση της Σκηνής του Μαρτυρίου, την σε αυτήν επιτέλεση των λατρευτικών καθηκόντων (Πρβλ. Έξ. 28, 31. 29, 30. 39, 13. Αριθμ. 4, 12). Στον προφήτη Ησαία λέγεται ότι οι «ιερείς Κυρίου» θα ονομασθούν «λειτουργοί Θεού» (Ησαίας 61, 6)».

Η λέξη «λειτουργός» έχει άμεση σχέση με την λέξη «ιερέας» επομένως. Στο χωρίο του Ησαία που παραπέμπει ο καθηγητής, μιλάει για την εποχή της Καινής Διαθήκης, εφόσον το κεφάλαιο ξεκινά με την γνωστή προφητεία «Πνεύμα Κυρίου επ  εμέ· ευαγγελίσασθαι πτωχοίς απέσταλκέ με…», που κατά τα ίδια τα λόγια του Κυρίου εκπληρώθηκε κατά την πρώτη του έλευση (Λουκάς, δ 16-21). Στην εποχή επομένως της Νέας Διαθήκης, θα υπάρχουν λειτουργοί του Θεού (ιερείς) για επιτέλεση ανώτερων λατρευτικών πράξεων σε σχέση με εκείνων στην εποχή της Παλαιάς Διαθήκης, τις οποίες δεν είναι σε θέση να τελέσει ο κάθε πιστός. Αυτοί θα έχουν ειδική ιεροσύνη, εφόσον όλη η εκκλησία είναι ιεράτευμα.

Η ειδική ιεροσύνη στην εποχή της Νέας Διαθήκης, ήταν προφητευμένη και αυτή ήδη από την Παλαιά. Ο προφήτης Ησαίας, προφητεύει ότι κατά την εποχή που τα έθνη θα γίνονται δεκτά ενώπιον του Κυρίου, από αυτούς που θα πίστευαν, θα ξεχώριζε ο Θεός και θα τους έκανε ιερείς και λευίτες. Δηλαδή, από ανθρώπους που θα ανήκαν στο «άγιο ιεράτευμα», από αυτούς θα έπαιρνε ορισμένους και θα τους έκανε ιερείς με την ειδική έννοια. «και καταλειψω επ αυτων σημεια και εξαποστελω εξ αυτων σεσωσμενους εις τα εθνη εις θαρσις και φουδ και λουδ και μοσοχ και θοβελ και εις την ελλαδα και εις τας νησους τας πορρω οι ουκ ακηκοασιν μου το ονομα ουδε εωρακασιν την δοξαν μου και αναγγελουσιν μου την δοξαν εν τοις εθνεσιν και αξουσιν τους αδελφους υμων εκ παντων των εθνων δωρον Κυριω μεθ ιππων και αρματων εν λαμπηναις ημιονων μετα σκιαδιων εις την αγιαν πολιν Ιερουσαλημ ειπεν Κυριος ως αν ενεγκαισαν οι υιοι Ισραηλ εμοι τας θυσιας αυτων μετα ψαλμων εις τον οικον Κυριου  και απ αυτων λημψομαι εμοι ιερεις και λευιτας ειπεν Κυριος» (Ησαίας, ξστ 19-21). Τα έθνη θα γνωρίσουν τον Κύριο και ο Κύριος θα διαλέξει από αυτά ιερείς.

3 (β). Αποδείξεις από πρωτοχριστιανικά κείμενα- ντοκουμέντα για την ύπαρξη ειδικής ιεροσύνης στην Χριστιανική Εκκλησία.

Παρακάτω, φέρουμε αποδείξεις περί της ύπαρξης ειδικής ιεροσύνης μόνο από πρωτοχριστιανικά κείμενα των τεσσάρων πρώτων αιώνων.
1η  Κλήμης Ρώμης (95- 98 μ Χ η πιθανή περίοδος συγγραφής).                                  Ο Κλήμης Ρώμης χαρακτηρίζεται από τον καθηγητή Στ. Παπαδόπουλο ως «φορέας της αποστολικής παραδόσεως» (Α’ τόμος Πατρολογίας, σελ. 160). Στην επιστολή του, κατά τον καθηγητή Χ. Κρικώνη, συμβουλεύει «τους Κορινθίους να έχουν μεταξύ τους ομόνοια και να πειθαρχούν στους λειτουργούς τους[…] Με την μεσολάβηση του ο Κλήμης κατακρίνει τις ενέργειες των προπετών Κορινθίων σε βάρος των μονίμων λειτουργών, για τους οποίους επικαλείται την αποστολική διαδοχή και συνιστά υποταγή σ’ αυτούς τους λειτουργούς ….» (Αποστολικοί Πατέρες, σελ. 36). Ο Στεφανίδης αναφερόμενος στην σπουδαιότητα της εν λόγω επιστολής, γράφει· «Εκ της κοινότητος της Ρώμης προέρχονται τρείς συγγραφαί. Η πρώτη επιστολή Κλήμεντος Ρώμης, πολύτιμος δια τας πληροφορίας περί της διοργανώσεως της αρχαίας Εκκλησίας» (Εκκλ. Ιστορία, σελ. 59).

Σχετικά με το κύρος του Κλήμη Ρώμης, αναφέρει ο Βλ. Φειδάς· «Ο Κλήμης κατατάσσεται μεταξύ των μαθητών του αποστόλου Παύλου και χαρακτηρίζεται «συνεργός» του, γι’ αυτό και δεν ήταν ξένος προς το μεγάλο κύρος των συνεργατών των  αποστόλων κατά την μεταποστολική εποχή» (Εκκλησιαστική Ιστορία, σελ. 78).
Αναφέρει ο Κλήμης Ρώμης τους τρείς βαθμούς της ειδικής ιεροσύνης.
«Τω γαρ αρχιερεί ίδιαι λειτουργίαι δεδομέναι εισί, και τοις ιερεύσιν ίδιος ο τόπος προστέτακται, και Λευίτες ίδιαι διακονίαι επίκεινται· ο λαϊκός άνθρωπος τοις λαϊκοις προστάγμασιν δέδεται. Εκαστος ημών, αδελφοί, εν τω ιδίω τάγματι ευαρεστείτω θεώ εν αγαθή συνειδήσει υπάρχων, μη παρεκβαίνων τον ωρισμένον της λειτουργίας αυτού κανόνα, εν σεμνότητι» (Κεφάλαιο 40).
Δηλαδή, «Γιατί στον Αρχιερέα έχουν δοθεί ιδιαίτερες λειτουργίες και στους ιερείς ο ίδιος τύπος έχει καθοριστεί, και στους λευίτες ιδιαίτερες διακονίες παρέχονται · ο λαϊκός άνθρωπος έχει δεσμευτεί με τα προστάγματα για τους λαϊκούς. Ο καθένας από μας, αδελφοί, στο ιδιαίτερο τάγμα που ανήκει να ευχαριστεί το θεό, έχοντας συνείδηση αγαθή, χωρίς να παραβαίνει τον ορισμένο κανόνα της λειτουργίας του, με σεμνότητα».

Ο Βλ. Φειδάς, αναφέρει· «Ο Ιερός κλήρος διακρινόταν σαφώς από την τάξη των λαϊκών ήδη κατά τους αποστολικούς χρόνους. Οι ‘’λαϊκοί’’ ως διακεκριμένη από τον κλήρο τάξη αναφέρεται για πρώτη φορά στην Α Κλήμεντος (κεφ. 30)» (Εκκλησιαστική Ιστορία, Α’ τόμος, σελ. 208).
Στις «Χρήσιμες Παρατηρήσεις», στην Παρατήρηση 5, εξηγούμε τις παρερμηνείες του κου Τομαρά σε αυτό το αρχαιότατο σύγγραμμα το οποίο από μόνο του είναι ικανό να συντρίψει συθέμελα τόσο τις θεωρίες του ίδιου όσο και των υπόλοιπων αιρετικών Προτεσταντών που αρνούνται τον θεόδοτο τρόπο της λειτουργίας της πρωτοχριστιανικής εκκλησίας που είναι η ίδια με αυτήν που έχουμε σήμερα στην Ορθοδοξία.

2η Διδαχή των Αποστόλων (90- 110 μ Χ).                                                                  Το έργο αυτό «γνώριζε και τιμούσε ιδιαίτερα η αρχαία Εκκλησία», και «ρίπτει αρκετό φως στην ζωή της πρώτης Εκκλησίας», κατά τον Στ. Παπαδόπουλο (Α’ τόμος πατρολογίας, σελ.170). Κατά τον καθηγητή Π. Χρήστου, «κανέν άλλο τόσον σύντομον κείμενον δεν διεφώτισε σπουδαίως τόσον πολλάς όψεις του βίου της Εκκλησίας όσον αυτό» (Β’ τόμος πατρολογίας, σελ. 25).
Στην Διδαχή, αναφέρεται, «Επίσης ο αληθινός διδάσκαλος δικαιούται και αυτός, όπως ο εργάτης, την τροφή του. Κάθε λοιπόν πρωτογέννημα, ητοι το πρώτο και εκλεκτότερο μέρος των γεννημάτων από το πατητήρι των σταφυλιών και από το αλώνι και από τα βόδια και τα πρόβατα αφού λάβεις να προσφέρεις στους προφήτες, διότι αυτοί είναι οι αρχιερείς σας» (Κεφάλαιο 13, 2-3, σελ 29, Αποστολικοί Πατέρες, Χ. Κρικώνη).
«Πας δε προφήτης αληθινός θέλων καθήσθαι προς υμάς άξιός εστι της τροφής αυτού. ωσαύτως διδάσκαλος αληθινός εστιν άξιος και αυτός ώσπερ ο εργάτης της τροφής αυτού. πάσαν ουν απαρχήν γεννημάτων ληνού και άλωνος, βοών τε και προβάτων λαβών δώσεις την απαρχήν τοις προφήταις· αυτοί γαρ εισιν οι αρχιερείς υμών».

Πολύ καθαρό. Αναφέρεται σε αρχιερείς, ενώ σε άλλα σημεία αναφέρει την Θεία Ευχαριστία ως θυσία, και αναφέρεται και σε λειτουργία. Το πώς προσπαθεί ο κος Τομαράς να μας πει ότι αυτά που αναφέρονται καθαρά εννοούν κάτι άλλο δήθεν, ας το αφήσουμε για τους ευκολόπιστους αναγνώστες της αιρετικής του ιστοσελίδας. «Αυτοί γαρ εισίν οι αρχιερείς υμών», και όχι «αυτοί είναι στην θέση των αρχιερέων», όπως παρερμηνεύει ο κος Τομαράς.

Οι επίσκοποι και οι διάκονοι που χειροτονούνται λειτουργούν και αυτοί την «λειτουργία των προφητών και διδασκάλων».

«Χειροτονήσατε ουν εαυτοίς επισκόπους και διακόνους αξίους του Κυρίου, άνδρας πραείς και αφιλαργύρους και αληθείς και δεδοκιμασμένους· υμίν γαρ λειτουργούσι και αυτοί την λειτουργίαν των προφητών και διδασκάλων».

Η λειτουργία αυτή, την οποία αγνοεί και ο κος Τομαράς (για αυτό και γράφει άλλα αντί άλλων στην ανταπάντηση του, αλλά και όσοι Προτεστάντες «θυμήθηκαν» ξαφνικά ότι υπάρχουν και συγγράμματα χριστιανικά πέρα από τα κείμενα της Καινής Διαθήκης), αναφέρεται στην Θεία Ευχαριστία.

Ο καθηγητής Ι. Ζηζούλιας, αναφέρει σχετικά· «Παρόμοιον συμπέρασμα εξάγεται και εκ της μελέτης της «Διδαχής». Εις το έργον τούτο η Θ. Ευχαριστία εμφανίζεται ως λειτουργία και των προφητών, όπερ επιτρέπεται το συμπέρασμα, ότι και οι χαρισματούχοι γενικότερον, οσάκις επεσκέπτοντο τοπικήν τινά Εκκλησίαν, ηδύναντο να προσφέρουν την Θ. Ευχαριστίαν». Συνεπώς, αφού μιλάμε για προσφορά της Θ. Ευχαριστίας που έχει χαρακτήρα θυσίας, οι επίσκοποι και οι διάκονοι μετέχουν ειδικής ιεροσύνης. 

Όπως εξηγεί ο Βλ. Φειδάς, «ο προφήτης της Διδαχής, έχοντας την εξουσία να τελεί την Θ. Ευχαριστία σε οποιαδήποτε τοπική Εκκλησία, έχει λάβει δια χειροτονίας την ιεροσύνη» (Εκκλησιαστική Ιστορία, Ά Τόμος, σελ. 74), σχετίζοντας άμεσα την «ιεροσύνη» με την τέλεση της Θείας Ευχαριστίας, όπως αναφέρεται στο εν λόγο σύγγραμμα.

Όπως γίνεται κατανοητό, αυτό γράφει ο κος Τομαράς «…πάει βόλτα μεν και το ειδικό ιερατείο και η αποστολική διαδοχή όπως το εννοούν οι «Ορθόδοξοι» Απλοί πιστοί μπορούσαν εκ μέσου αυτών να διαλέξουν και να χειροτονήσουν Επισκόπους και διακόνους!!!», είναι άτοπο. Διότι, πρώτον εάν όλοι μπορούσαν να τελέσουν το βάπτισμα και την Θ. Ευχαριστία, δεν θα υπήρχε λόγος να χειροτονηθεί κάποιος ειδικά για να καταστεί υπεύθυνος τούτων, όπως παραγγέλλεται στην Διδαχή, και δεύτερον δεν μας λέει πουθενά η Διδαχή ότι ο κάθε απλός πιστός μπορεί να χειροτονεί. Σε κάθε τοπική Εκκλησία υπήρχαν και μόνιμοι χειροτονημένοι λειτουργοί από αποστόλους, όπως μας πληροφορούν και οι ‘’Πράξεις των Αποστόλων’’, οι οποίοι πλαισιώνονταν από τον λαό. «Και αφού χειροτόνησαν εις αυτούς πρεσβυτέρους, κατά πάσαν Εκκλησίαν, προσευχηθέντες με νηστείας, αφιέρωσαν αυτούς εις τον Κύριον» (Πράξεις, ιδ 23). Και προφανώς, σε αυτούς απευθύνεται το «Χειροτονήσατε ουν εαυτοίς επισκόπους και διακόνους αξίους του Κυρίου». Προσέξτε, ότι οι πρεσβύτεροι τίθενται διαχειριστές των πραγμάτων της Εκκλησίας με χειροτονία που είναι επίθεση χειρών (πράξη τελετουργική) και συνοδεύεται με νηστεία και προσευχή για αφιέρωση! Δεν συνέβαινε ποτέ αυτό που συμβαίνει με τραγελαφικό τρόπο στις Προτεσταντικές αιρέσεις, όπου ο ένας  αναρμόδιος «χειροτονεί τον άλλο» αναρμόδιο. Επίσης, στο κείμενο που εξετάζουμε, επίσκοπος= πρεσβύτερος. Παρακάτω, θα πούμε για το πότε ο επίσκοπος ξεχώρισε από τον πρεσβύτερο  ως λειτουργία (βλ. «Χρήσιμη Παρατήρηση» 6).

3η Ιγνάτιος ο Αντιοχείας (107 μ Χ).
Κατά τον πατρολόγο Στ. Παπαδόπουλο, «ο θεοφόρος Ιγνάτιος είναι ο πρώτος Πατήρ και Διδάσκαλος της Εκκλησίας, όπως είναι και ο πρώτος μεγάλος θεολόγος μετά τους αποστόλους» (Α’ τόμος Πατρολογίας, σελ. 173). Ενώ, «η θεολογία του Ιγνατίου, που φέρει τη σφραγίδα του μεγάλου έργου, είναι γνήσια κι έγινε φρόνημα, ήθος και Παράδοση της Εκκλησίας» (ίδιο έργο, σελ. 174).
«Κατά τον Ευσέβιο ο Ιγνάτιος υπήρξε δεύτερος επίσκοπος Αντιοχείας, που επισκόπευσε από το 70 έως το 107, μετά τον Ευόδιο, ενώ κατά τον Ωριγένη υπήρξε διάδοχος του απ Πέτρου. Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναφέρει γενικά ότι ο Ιγνάτιος συναναστράφηκε τους αποστόλους, το δε Μαρτυρολόγιο του γράφει ότι ήταν ακροατής του Ιωάννου». (Αποστολικοί Πατέρες, Τόμος Α, Χ Κρικώνη, σελ 113)

Προς Φιλαδελφοίς, κεφάλαιο 4. «Φροντίστε λοιπόν να συμμετέχετε σε μια ευχαριστία· διότι ένα είναι το σώμα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και ένα ποτήρι που ενώνει με το αίμα Του· ένα θυσιαστήριο, όπως ένας επίσκοπος μαζί με το πρεσβυτέριο και τους διακόνους, τους ομοδούλους μου, ώστε ότι κάνετε, να το κάνετε όπως θέλει ο Θεός».


«Σπουδάσατε ουν μία Ευχαριστία χρήσθαι· μία γαρ Σάρξ Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, και εν ποτήριον εις ένωσιν του Αίματος Αυτού, εν θυσιαστήριον, ως εις επίσκοπος άμα τω πρεσβυτερίω και διακόνοις, τοις συνδούλοις μου» (Προς Φιλαδελφοίς, IV).


Το ότι έχει να κάνει με ιεροσύνη, το είπαμε παραπάνω. Ευχαριστία (Σώμα και Αίμα Χριστού), θυσιαστήριο, τρεις βαθμοί ιεροσύνης.

4η Τερτυλιανός (150/60- 225/40).
Ο Τερτυλλιανός, αναφέρει στα κείμενά του τις λέξεις sacerdos (= ιερέας), και sacerdotes (= ιεροσύνη). Ο καθηγητής Βλ. Φειδάς, στην Εκκλησιαστική Ιστορία, τόμος Α’, σελ. 209, γράφει· «Με την ίδια σαφήνεια χρησιμοποιεί τον λατινικό όρο «ordo» και ο Τερτυλλιανός (De monogamia, 12) ο οποίος, παρά την αποδοχή της μοντανιστικής υπερβάλλουσας προβολής της γενικής χαρισματικής ιεροσύνης των λαϊκών (Α Πέτρου, 2,5. Αποκ.1,6), έκανε και τη σαφή διάκριση αυτής από την ειδική ιεροσύνη του κλήρου, τόνιζε δε ότι ‘’ημείς οι λαϊκοί δεν είμεθα και κληρικοί’’ (De pudicitia, 7)».

Ο καθηγητής, σαφώς αναφέρει ότι ο Τερτυλλιανός στο σύγγραμμα που παραθέτει, έχει ήδη πέσει στην πλάνη του Μοντανισμού. Ο Μοντανισμός αρχικά δεν δέχονταν την ειδική ιεροσύνη. Παρόλα αυτά, ο Τερτυλλιανός, (είτε θέτει ερώτηση είτε όχι), από τα λόγια του κάνει σαφή διάκριση λαϊκού και κληρικού, είτε το λέει καταφατικά είτε το θέτει ως ερώτημα. Ακόμα και ως ερώτημα να το έθετε, το θέτει επηρεασμένος από το αιρετικό αυτό κίνημα και το ρωτάει απευθυνόμενος (μάλλον) προς την εκκλησία, πράγμα που δείχνει ότι η Εκκλησία έκανε αυτήν την λειτουργική (μόνο) διάκριση. Όπως όμως είδαμε, η διακριση αυτή μαρτυρείται ήδη από παλαιότερα στην επιστολή του αγίου Κλήμη Ρώμης, προς Κορινθίους.

5η Πολυκράτης Εφέσου.
Ο Β. Στεφανίδης, παραθέτοντας χωρίο από την Εκκλησιαστική Ιστορία του Ευσεβίου, αναφέρει· «Ο σύγχρονος του Ειρηναίου Πολυκράτης, επίσκοπος Εφέσου, προς τον Ρώμης κατά την αυτήν χρονολογίαν (σημείωση, το 192 μ Χ) έγραψεν περί του Αποστόλου Ιωάννου τα επόμενα, «Ο επί το στήθος του Κυρίου αναπεσών, ος εγενήθη ιερεύς το πέταλον πεφορεκώς και μάρτυς και διδάσκαλος, ούτος εν Εφέσω κεκοίμηται»». (Εκκλησιαστική Ιστορία Στεφανίδη, σελ. 39).

Ο Πολυκράτης Εφέσου (2ος αιώνας), χαρακτηρίζει τον απόστολο Ιωάννη ως ιερέα που φόρεσε το πέταλο, δηλαδή ως ‘’αρχιερέα’’. Ο Ευσέβιος στην Εκκλησιαστική Ιστορία, αναφέρει· «..έτι δε και Ιωάννης, ο επί το στήθος του Κυρίου αναπεσών, ος εγενήθη ιερεύς το πέταλον πεφορεκώς και μάρτυς και διδάσκαλος, ούτος εν Εφέσω κεκοίμηται» (Εκκλησιαστική Ιστορία Ευσεβίου, 5,24,3).

Το επιχείρημα του κου Τομαρά, ότι επειδή η μαρτυρία είναι μεταγενέστερη του αποστόλου Ιωάννη, άρα δεν είναι σωστή, είναι λανθασμένο. Πρώτον, ο Ευσέβιος ο οποίος μεταφέρει την μαρτυρία του Πολυκράτη Εφέσου, είναι πολύ πιο κοντά χρονικά (σε σχέση με μας σήμερα) στον απόστολο, και πολύ περισσότερο ο ίδιος ο Πολυκράτης. Κατά δεύτερο, με την ίδια λογική, θα έπρεπε να απορρίψουμε οτιδήποτε μαρτυρείται μεν μεταγενέστερα, και δεν είναι σύγχρονη πηγή του μαρτυρουμένου. Δηλαδή, θα έπρεπε να απορρίπταμε μεγάλο μέρος της αρχαίας γραμματείας και της ιστορίας γενικά. Σκέτος παραλογισμός! Μόνο και μόνο γιατί δεν ταιριάζει με τις απόψεις του κου Τομαρά! Από την στιγμή που υπάρχει αρχαία μαρτυρία, οι Προτεσταντικές φλυαρίες περισσεύουν.

6η Ιππόλυτος Ρώμης (170-  235).
Ο Στ. Παπαδόπουλος αναφέρει τον Ιππόλυτο Ρώμης ως «τον καλύτερο μάρτυρα της λειτουργικής παραδόσεως», και ως «συγγραφέα παραδοσιακό, φορέα της ορθοδόξου γενικά θεολογίας» (Πατρολογία Ά τόμος, σελ. 370). Τα συγγράμματά του «εκάλυπταν όλα τα πεδία της θεολογικής γραμματείας από της δογματικής μέχρι της ποιήσεως», κατά τον Π. Χρήστου (Β’ τόμος πατρολογίας, σελ. 723). Αλλά και ο Δ. Μπαλάνος αναφέρει ότι «Ο Ιππόλυτος ήτο εις εκ των πολυγραφωτέρων, πολυμερεστέρων και σοφοτέρων συγγραφέων της αρχαίας Εκκλησίας…» (ΒΕΠΕΣ 5, Εισαγωγή στα έργα του Ιππολύτου Ρώμης).

Ο Ιππόλυτος Ρώμης, στο «Κατά πασών αιρέσεων», χαρακτηρίζει τους αποστόλους ως έχοντες αρχιερατεία και τους λειτουργούς ως διαδόχους τους στην αρχιερατεία. «…το εν τη Εκκλησία παραδοθέν Άγιον Πνεύμα, ου τυχόντες πρότεροι οι απόστoλoι μετέδοσαν τοις ορθώς πεπιστευκόσιν· ων ημείς διάδοχοι τυγχάνοντες της τε αυτής χάριτος μετέχοντες αρχιερατείας τε και διδασκαλίας και φρουροί της Εκκλησίας λελογισμένοι ουκ οφθαλμώ νυστάζoμεν ουδέ λόγον ορθόν σιωπώμεν, αλλ’ ουδέ πάση ψυχή και σώματι εργαζόμενοι κάμνομεν…» (Κατά Πασών Αιρέσεων, βιβλίο Α, ΒΕΠΕΣ 5, σελ. 199).

Ο καθηγητής Βλ. Φειδάς, στον πρώτο τόμο της Εκκλησιαστικής Ιστορίας, γράφει· «Ο Ιππόλυτος (Φιλοσοφούμενα, IX, 12) συνδέει σαφέστερα τον όρο προς τους κληρικούς, οι οποίοι συνάπτουν γάμο μετά την χειροτονία «ειδέ και τις εν κλήρω ων γαμοιη, μένειν τον τοιούτον εν κλήρω ως μη ημαρτηκότα»» (σελ. 208)

Στην «Χρήσιμη Παρατήρηση» 6, αναλύουμε και άλλες πλανεμένες ερμηνείες του κου Τομαρά σχετικά με το καθαρότατο χωρίο του αγίου Ιππολύτου Ρώμης.

7η Κυπριανός Καρχηδόνος (200/210- 258 μ Χ)
Ο άγιος Κυπριανός Καρχηδόνος, αναφέρεται πολλές φορές στην χριστιανική ιεροσύνη (sacerdos). Στα έργα του αγίου Κυπριανού, συναντούμε τις λέξεις «κλήρος» και «κληρικός», clericus. Ο Στ. Παπαδόπουλος, στον πρώτο τόμο της πατρολογίας του σελ. 432, αναφέρει για την θεολογία του Κυπριανού αναφορικά με το θέμα της επισκοπής και της μοναδικότητας της Εκκλησίας· «Ότι όμως έχει τεράστια σημασία και αποτελεί θεολογική προσφορά του Κυπριανού είναι η αναζήτηση της γνησιότητος της τοπικής Εκκλησίας στη σχέση και τη συμφωνία των «ιερέων» της με τους ιερείς της απανταχού Εκκλησίας. Εκκλησία είναι ο «λαός», ο ενωμένος με το Χριστό, αλλά και με τον «ιερέα» (επίσκοπο) (Επιστολή 66,8)»

8η Ωριγένης (185- 253/254 μ Χ)
Ο Ωριγένης, αναφέρει ότι ο κληρικός οφείλει να είναι καλό παράδειγμα και ότι πολλοί λαϊκοί θα αποδειχθούν μακάριοι επειδή φυλάνε τον λόγο της διδασκαλίας. «…ίστε δε ότι ου πάντως ο κλήρος σώζει· πολλοί γαρ και πρεσβύτεροι απολούνται, πολλοί και λαϊκοί μακάριοι αποδειχθήσονται» (Ομιλία ΙΑ εις τον προφήτη Ιερεμία).

Αν φυσικά δεν υπήρχε ιερατείο μέσα στην Χριστιανική Εκκλησία, θα απουσίαζαν στα κείμενα των πρώτων αιώνων οι λέξεις: κλήρος, κληρικός, λαϊκός, ordo, ordo ecclesiasticus, clericus.

Επίλογος.
Όπως είδαμε από πρωτοχριστιανικές πηγές, στην αρχαία Εκκλησία η ειδική ιεροσύνη, το επίγειο θυσιαστήριο, και η Θεία Ευχαριστία ως θυσία αναίμακτη, δεν ήταν άγνωστα στοιχεία ούτε «διδασκαλίες της αποστασίας» όπως θα ήθελαν ορισμένοι, αλλά σταθερή και βεβαία πεποίθησή της. Η Αγία Γραφή όταν είναι ξεκομμένη από το Σώμα της Εκκλησίας, είναι ένα βιβλίο που μπορεί να ερμηνευθεί με χιλιάδες διαφορετικούς τρόπους. Απόδειξη αυτού του γεγονότος αποτελεί ότι υπάρχουν σήμερα χιλιάδες διαφορετικές ομολογίες που υποτίθεται ότι ερμηνεύουν σωστά την Αγία Γραφή και όμως καταλήγουν σε διαφορετικά συμπεράσματα (Βλ. «Χρήσιμη Παρατήρηση» 9).

Αυτό δεν μας παραξενεύει, αφού όλοι αυτοί στερούνται της Ιεράς Παραδόσεως, της εν Αγίω Πνεύματι εμπειρίας που είναι μία συνέχεια μέσα στην ιστορία εφόσον το Άγιο Πνεύμα θα είναι για πάντα με την Εκκλησία για να την φωτίζει, και της γνήσιας ερμηνείας που έδινε στην Αγία Γραφή η Εκκλησία. Η Αγία Γραφή ποτέ δεν απετέλεσε, από μόνη της, καταστατικό και πηγή πίστεως. Όσες ερμηνείες και αν δοθούν στα παραπάνω, εάν δεν είναι σύμφωνες με την ερμηνεία των διαδόχων των αποστόλων, σημαίνει ότι είναι αιρετικές. Διότι δεν είναι δυνατόν οι μαθητές των αποστόλων να κατανόησαν διαφορετικά την χριστιανική πίστη από τους ίδιους τους αποστόλους που τους την παρέδωσαν.

Τέλος, κλείνοντας αυτήν την δεύτερη απάντηση στον κο Τομαρά, αναφέρω τα λόγια του μεγάλου Έλληνα θεολόγου Π. Τρεμπέλα: «Η Ιερή Παράδοση είναι η υπό του Χριστού και των αποστόλων μεταδοθείσα προφορικώς και από στόματος διδασκαλία εγγραφείσα δε δι επενεργείας της χάριτος του Αγίου Πνεύματος εις τας καρδίας των αποτελεσάντων την πρώτην Εκκλησίαν. Αυτή η διαμορφωθείσα υπό την καθοδήγησιν και άγρυπνον φροντίδα των διαδεξαμένων τους αποστόλους ποιμένων και εις καθολικόν Εκκλησιαστικόν φρόνημα ή αποστολικόν φρόνημα και εις ενιαίαν την αρχαίας Εκκλησίας συνείδησιν, διηρμηνεύθη και απεθησαυρίσθη εις τα αρχαία σύμβολα, τους όρους των συνόδων, την συμφωνίαν των Πατέρων και την λοιπήν πράξιν και διδασκαλίαν της αρχαίας Εκκλησίας των επτά Οικουμενικών Συνόδων» (Δογματική της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμος 1ος, σελ. 26).

Ένα χωρίο «καταπέλτης» εναντίον της ιδιωτικής αυθαίρετης  ερμηνείας της Αγίας Γραφής έξω από την Ιερά Παράδοση της Εκκλησίας από τον άγιο Ιωάννη της Κλίμακας·

«Υπάρχουν μερικοί ακάθαρτοι δαίμονες που μόλις αρχίσει κάποιος την μελέτη της Αγίας Γραφής του αποκαλύπτουν την ερμηνεία της. Τούτο ιδιαίτερα αγαπούν να το κάνουν σε καρδιές κενοδόξων ανθρώπων και μάλιστα μορφωμένων με την κατά κόσμο παιδείαν. Και αποσκοπούν να τους ρίξουν σε αιρέσεις και βλάσφημες ιδέες απατώντας τους σιγά – σιγά. Θα αντιληφθούμε δε καλώς την δαιμονική αυτή θεολογία ή καλύτερα βαττολογία από την ταραχή και την ακατάστατη και άτακτη ευχαρίστηση που δημιουργείται στην ψυχή την ώρα της εξηγήσεως».
(Λόγος 26, Περί Διακρίσεως, μέρος δεύτερο).

Ας αφήσουμε, λοιπόν, την βαττολογία των αιρεσιαρχών που ερμηνεύουν κατά το δοκούν τις θείες Γραφές που οδήγησαν στον κατακερματισμό του δυτικού χριστιανισμού και ας αρχίσουμε να μελετούμε με ζήλο τους αγίους Πατέρες και ας γνωρίσουμε, με την χάρη του Θεού, ακόμα περισσότερο την Αγία Γραφή με βάση τον φωτισμό εκείνων.


Εύχομαι στον κο Τομαρά αλλά και στους αναγνώστες του, ο Θεός να φωτίσει την καρδιά τους ώστε να στραφούν στην χριστιανική γραμματεία και να μελετήσουν βάση αυτής την θεόπνευστη Αγία Γραφή ώστε να «ανακαλύψουν» την πίστη της αρχαίας Εκκλησίας και την αυθεντική ερμηνεία της Αγίας Γραφής. Είναι ένα ταξίδι συναρπαστικό, με πολλές συγκινήσεις και ευχάριστες εκπλήξεις. Πιστεύουμε, ότι με αυτήν την αντιπαράθεση με τον κο Τομαρά, να βγήκε ένα καλό. Να έκανε τον κο Τομαρά να στραφεί στα πατερικά συγγράμματα, που όταν τα μελετήσει χωρίς τα παραμορφωτικά γυαλιά του Προτεσταντισμού, θα ωφελήσουν πολύ και τον ίδιο και τους αναγνώστες του.
Αμήν.

Ακολουθεί η ενότητα «Χρήσιμες Παρατηρήσεις» 
για περαιτέρω διευκρινήσεις.

Χρήσιμες Παρατηρήσεις

Επειδή ο κος Τομαράς στην ανταπάντησή του, ξέφυγε από το συγκεκριμένο θέμα που εξετάσαμε (την ειδική ιεροσύνη) και παρεκτράπηκε σε άλλα (όπως πχ τον χιλιασμό, τις εικόνες, κλπ) παρερμηνεύοντας Γραφές και Πατέρες κατά την συνήθη τακτική των αιρετικών, θεωρήσαμε χρήσιμο να δώσουμε κάποιες  απαντήσεις. Αν αναιρούσαμε παράγραφο- παράγραφο όλη την ανταπάντησή του, θα χρειάζονταν να γράψουμε βιβλία ολόκληρα.

1. Περί του έργου και των θέσεων των εκκλησιαστικών συγγραφέων και πότε αυτό γίνεται Παράδοση και φρόνημα της Εκκλησίας.

Ο κος Τομαράς, απορρίπτοντας όλες τις μαρτυρίες- ντοκουμέντα από αρχαία συγγράμματα που μιλάνε καθαρά για μεταβολή, μόνο και μόνο επειδή διαφωνούν με την αιρετική του πίστη, προβάλει την άποψη του Κλήμη Αλεξανδρείας ως δήθεν θέση της αρχαίας Εκκλησίας. Και εδώ χρειάζεται να του εξηγήσουμε βασικά πράγματα που αγνοεί.    

Πρέπει να δούμε τα εξής:

α) την διαφορά εκκλησιαστικού συγγραφέα από Πατέρα και Διδάσκαλο της Εκκλησίας,
β) ποιες είναι οι προϋποθέσεις ορθοδοξίας μιας πατερικής θέσης,
και
γ) αν η θεοπνευστία σημαίνει «αλάθητο».

Για την Ορθόδοξη εκκλησία, οι εκκλησιαστικοί που έγραψαν είναι μεν εκκλησιαστικοί συγγραφείς, δεν είναι όμως όλοι οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς Πατέρες και Διδάσκαλοι. Δεν αντιπροσωπεύει καθετί που είπαν ή έγραψαν οπωσδήποτε την ορθοδοξία. Διότι Ορθοδοξία είναι η σταθερή πίστη της Εκκλησίας διαχρονικά. 

«Πατήρ και Διδάσκαλος είναι ο φορέας της Παραδόσεως της Εκκλησίας, που με το φωτισμό του αγ. Πνεύματος εκφράζει ευρύτερη εμπειρία της αλήθειας με σκοπό την αντιμετώπιση κάποιας κρίσεως εις την Εκκλησία. Από τον περιγραφικό αυτό «ορισμό» διαφαίνονται τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά του Πατρός και Διδασκάλου, τα οποία είναι: α)Η ενσάρκωση θεολογικά της Παραδόσεως και του ήθους της Εκκλησίας. β) Ο κατ’ εξοχήν φωτισμός του αγίου Πνεύματος για την έκφραση θεολογικά αυξημένης και ευρύτερης εμπειρίας της αυτής πάντοτε αλήθειας, που έχει δηλωθεί στην Παράδοση (Γραφή και προγενέστερη κυρωμένη πατερική θεολογία). γ) Η αποφασιστική συμβολή- με την έκφραση της θείας αυτής εμπειρίας- στην υπέρβαση θεολογικής κρίσεως που συγκλονίζει σε συγκεκριμένη εποχή την Εκκλησία, διότι αφορά στην αλήθεια και άρα και στη σωτηρία. Όσοι Πατέρες ή συγγραφείς δε συγκεντρώνουν και τα τρία χαρακτηριστικά είναι φυσικά Πατέρες της Εκκλησίας ή συγγραφείς εκκλησιαστικοί, αλλά δεν είναι Πατέρες και Διδάσκαλοι» (Πατρολογία Στ. Παπαδόπουλου, Ά τόμος, σελ. 78).

Για τις προϋποθέσεις ορθοδοξίας μιας πατερικής θέσης, αναφέρει ο καθηγητής: «Προϋποθέσεις ορθοδοξίας και αποδοχής μιας πατερικής θεολογικής θέσεως είναι δύο: α) η παραδοσιακότης της θέσεως, το σύμφωνο δηλαδή αυτής προς την Παράδοση και το ήθος της Εκκλησίας, και β) η προέλευσή αυτής από φωτισμό του Πνεύματος» (ίδιο έργο, σελ. 68).

Θεοπνευστία δεν σημαίνει απαραίτητα και «αλάθητο». Μάλιστα το ότι οι Πατέρες έκαναν και λάθη (τα οποία ουδέποτε αποτέλεσαν Παράδοση και φρόνημα της Εκκλησίας) –τα οποία μας είναι γνωστά ως εκ τούτου- είναι πατερική διδασκαλία (Μ. Φώτιος). 
Γράφει ο καθηγητής: «Στο σημείο τούτο πρέπει να εξετάσωμε και το πρόβλημα της μερικής ή γενικής αποδοχής της διδασκαλίας ενός Πατρός και Διδασκάλου. Αποδίδουμε ορθοδοξία και κύρος σε ολόκληρο το έργο ενός Πατρός, σε όλες τις γνώμες του; Κάθε τι που γράφει ένας Πατήρ ανήκει οπωσδήποτε στην Παράδοση της Εκκλησίας; Σφάλλουν οι Πατέρες και πως διαπιστώνεται το σφάλμα τους; Το πλέγμα τούτο προβλημάτων γίνεται ακόμη οξύτερο, επειδή στην Εκκλησία οι Πατέρες συνεχίζουν το έργο των Αποστόλων με φωτισμό του Πνεύματος. Τούτο μάλιστα έχει σαν αποτέλεσμα τη σύγκριση του λειτουργήματος των Αποστόλων προς το λειτούργημα των Πατέρων, των οποίων το έργο κατά κανόνα δεν κατανοείται στο αληθινό του βάθος. Αρχίζομε από δύο εύκολες διαπιστώσεις που αποτελούν είδος ορόσημων, εντός των οποίων κινείται η πατερική θεολογική προσφορά. 





Α) Οι Πατέρες θεολόγησαν με το φωτισμό του Πνεύματος και τα επιστημονικά εφόδια. 

Β) Οι Πατέρες έσφαλαν σε ορισμένες περιπτώσεις. Το γεγονός του φωτισμού φαίνεται από το ότι διδασκαλίες τους υιοθετήθηκαν, επειδή θεωρήθηκαν σύμφωνες και ομόλογες προς την Γραφή, κυρώθηκαν από Οικουμενικές Συνόδους κι έγιναν Παράδοση της Εκκλησίας. Παράδοση δε και φρόνημα στην Εκκλησία γίνεται μόνον ότι αποτελεί γνήσια φανέρωση της θείας αλήθειας. Το γεγονός του σφάλματος των Πατέρων φαίνεται από το ότι οι διδασκαλίες τους δεν υιοθετήθηκαν από την Εκκλησία, λησμονήθηκαν, παραμερίστηκαν, απορρίφθηκαν. Παράδειγμα οι χιλιαστικές αντιλήψεις του Ειρηναίου, όσα είπε για ταυτότητα στο Θεό ουσίας και υποστάσεως ο Μ. Αθανάσιος ή και η αντίληψη περί αποκαταστάσεως των πάντων του Γρηγορίου Νύσσης και πλήθος άλλων περιπτώσεων μικρής ή μεγάλης σημασίας. Η απόλυτα ρεαλιστική αυτή θεώρηση του προσώπου του Πατρός, που και φωτίζεται στο έργο του από το άγιο Πνεύμα και δύναται να σφάλλει στην άσκηση του έργου του, δεν είναι μεταγενέστερη ερμηνεία ή θεωρία, αλλά βέβαιη συνείδηση της Εκκλησίας. Τη συνείδηση αυτή μάλιστα εκφράζει κι εξηγεί ένας Πατήρ και Διδάσκαλος, ο ιερός Φώτιος (+ 891)» (ίδιο έργο, σελ. 44-45).

Τα συμπεράσματα, βάση των οποίων θα απαντήσουμε στον κο Τομαρά:
Δεν είναι Πατέρας και Διδάσκαλος της Εκκλησίας οποιοσδήποτε άφησε πίσω του συγγραφικό έργο. Οι θέσεις που εκφράζονται στα διάφορα έργα, δεν σημαίνει ότι είναι ταυτόχρονα Παράδοση και Διδασκαλία της Εκκλησίας. Και τέλος, άλλο πράγμα είναι η θεοπνευστία και άλλο το «αλάθητο» (μήπως, για παράδειγμα, ο Δαβίδ, παύει να είναι θεόπνευστος επειδή μιλάει για «στύλους της γης»);

Περνώντας στον Κλήμη Αλεξανδρείας και ανατρέχοντας ξανά στον Παπαδόπουλο και στην πατρολογία του, διαβάζουμε: «…δεν ήταν και θεολόγος που εκπροσωπούσε το γνήσιο φρόνημα και την παράδοση της Εκκλησίας. Ένεκα τούτου η δημιουργία του Κλήμεντα δεν είναι συνέχιση της υπαρχούσης οικοδομής, όπως συμβαίνει με τους γνήσιους εκκλησιαστικούς άνδρες…» (Πατρολογία Στ. Παπαδόπουλου, Α’ τόμος, σελ. 338).

«Από τον Κλήμεντα η αλληγορική μέθοδος υιοθετείται απόλυτα, συστηματοποιείται και εισέρχεται στην θεολογία, η οποία μέχρι τότε γνώριζε κυρίως μόνο την τυπολογική. Η αλληγορία ανοίγει την πόρτα στην αυθαιρεσία και την κακοδοξία, η τυπολογία στην υπογράμμιση της ιστορικότητος των καινοδιαθηκικών γεγονότων. Η Εκκλησία γενικά θα χρησιμοποιεί  με φειδώ και προσοχή την πρώτη και θα καλλιεργεί την δεύτερη. Αν συγκρίνει κανείς την θεολογία της ανακεφαλαιώσεως του Ειρηναίου και την παραπάνω τοποθέτηση του Κλήμεντα, θα διαπιστώσει πόσο από τον δεύτερο λείπει ο ευχαριστιακός ρεαλισμός και πόσο βαθειά είναι ακόμη εμποτισμένος από τα ιδεώδη του γνωστικισμού και τις ηθικές αντιλήψεις των φιλοσόφων. Έτσι μπορούμε να ειπώμεν ότι ο Κλήμης είναι ικανός θεολόγος και δημιούργησε νέα χριστιανική σχολή, αλλά το έργο του ανήκει στο περιθώριο της Εκκλησίας. Έτσι εξηγείται γιατί η Εκκλησία όχι μόνο δεν τον τίμησε ως άγιο, αλλά και τον λησμόνησε σχεδόν: Ήθελε να λησμονήσει τη φιλοσοφική του θεολογία. Ο ιερός Φώτιος εκφράζει ασφαλώς το αίσθημα της Εκκλησίας, όταν του αποδίδει παρεκκλίσεις και κακοδοξίες, όπως ότι αρνείται τη σάρκωση του Λόγου κα».
(Α’ τόμος πατρολογίας, σελ. 339- 340).

Ρωτάτε, λοιπόν, κε Τομαρά: «έχουμε και τον Κλήμη Αλεξανδρείας ο οποίος ξεκάθαρα λέει ότι καμία τελετουργική θυσία δεν προσφέρουν οι Χριστιανοί».

Σας απαντώ, ότι ο Κλήμης Αλεξανδρείας εκφράζεται έτσι διότι χρησιμοποιεί στο υπό εξέταση θέμα, την αλληγορία. Κάτι που κανένας δεν έκανε ούτε συνέχισε, διότι διαφωνούσε με αυτό που πίστευε (και πιστεύει) η Εκκλησία. Το ότι είχε εσφαλμένη διδασκαλία, δεν σημαίνει ότι εξέφραζε και την πίστη της Εκκλησίας, ειδικά όταν έχουμε μαρτυρίες για το αντίθετο.

Αναφέρει ο Στ. Παπαδόπουλος (ο οποίος εξετάζει το σύνολο του έργου του Κλήμη Αλεξανδρείας, και όχι απλά μεμονωμένα χωρία ενός μόνο από τα συγγράμματά του, όπως εσείς)· «[…] δε σημαίνει ότι ο Κλήμης αγνοούσε την πράξη της Ευχαριστίας […] Εξηγεί μόνο την όλη θεολογική του δομή και την τάση του να δημιουργήσει πνευματική Εκκλησία και Ευχαριστία, διότι η ιστορική ήταν για τους πιστούς και όχι για τους γνωστικούς χριστιανούς […]» (ίδιο έργο, σελ. 339-340).

Ρωτάτε: «Μα είναι δυνατόν κ.Μπαφίτη αυτός ο άνθρωπος που έζησε περίπου το 150 με 215 μ.Χ. να γράφει έτσι και να θεωρεί υποτίθεται ότι οι Χριστιανοί τελούν κάποια θυσία κατά την ΘΕ;;;;;; Γιατί δεν το διαψεύδουν σχετικά άλλοι;»

Σας απαντώ ότι είναι δυνατόν διότι ακολουθεί την αλληγορική μέθοδο ερμηνείας και εμπνέεται από απόκρυφη παράδοση, έχοντας φυσικά κακοδοξία στο θέμα της Θείας Ευχαριστίας (όπως και εσείς). «Η απόκρυφη παράδοση του Κλήμεντα, την οποία ο ίδιος χαρακτηρίζει «γνωστική» (Στρωμ. Α’ 1), είναι διαφορετική, ανώτερη από αυτήν που κατέχει η Εκκλησία και απευθύνεται μόνο στους εκλεκτούς» (ίδιο έργο σελ. 338). Φυσικά και τον διαψεύδουν και δεν τον ακολουθούν εδώ. Για παράδειγμα, ο Ιουστίνος ο Μάρτυρας αναφέρει το αντίθετο, και μάλιστα ότι είναι διδασκαλία της Εκκλησίας.

«Και η τροφή αύτη καλείται παρ’ υμίν ευχαριστίαν …ου γαρ ως κοινόν άρτον, ουδέ ως κοινόν πόμα ταύτα λαμβάνομεν…αλλ’ ον τρόπον δια λόγου Θεού σαρκοποιηθείς Ιησούς Χριστός, ο σωτήρ ημών και σάρκα και αίμα υπέρ σωτηρίας ημών έσχεν, ούτως και την δι’ ευχής λόγου του παρ’ αυτού ευχαριστηθείσαν τροφήν, εξ ης αίμα και σάρκες κατά μεταβολήν τρέφονται ημών, εκείνου του σαρκοποιηθέντος Ιησού και σάρκα και αίμα εδιδάχθημεν είναι» [Α' Απολογία Ιουστίνου, 66]».

Ρωτάτε: «Εδώ όμως, το ερώτημα που προκύπτει για σας είναι, άραγε αυτός, κατ’ εσάς, ήταν αιρετικός (που να μπούμε σε άλλα πιστεύω του), άνηκε στην Εκκλησία Του Χριστού, ή όχι; Μα διαφωνούσε σε μεγάλα θέματα (π.χ. περί ΘΕ [όπως είδαμε], άφεση αμαρτιών από ιερέα, Χριστολογικό ζήτημα) με την «Ορθοδοξία».

Σας απαντάω λοιπόν, ότι ο Κλήμης Αλεξανδρείας είχε μερικές λανθασμένες θέσεις (όπως αυτήν που εξετάζουμε), όχι κατ εμέ μόνο, αλλά πολύ περισσότερο κατά την Παράδοση της Εκκλησίας. Για αυτό και κανένας δεν τον ακολούθησε σε αυτό. Το ότι ανήκε στην Εκκλησία του Χριστού, αυτό δεν σημαίνει ότι είχε και το αλάθητο. Δεν έχουμε Παπισμό, κε Τομαρά, αλλά Ορθοδοξία. Και στην Ορθοδοξία αλάθητη θεωρούμε μόνο την Εκκλησία ως Σώμα Χριστού, και όχι το κάθε μέλος της μεμονωμένα.

Λέτε: «Θυμίζω δε ότι η «Ορθοδοξία» τον θεωρεί μεγάλο πατέρα και άγιο…! Άλλος ένας σφετερισμός θεωρώ».

Σοβαρά; Πότε τον γιορτάζουμε, κε Τομαρά; Εγώ δεν το βρήκα. Μήπως μπορείτε να βοηθήσετε; «…η Εκκλησία όχι μόνο δεν τον τίμησε ως άγιο, αλλά και τον λησμόνησε σχεδόν…» (ίδιο έργο σελ. 340). Για ποιόν σφετερισμό μιλάτε αλήθεια;

2. Είναι αλήθεια ότι οι επιστολές του αγίου Ιγνατίου είναι καταπέλτης κατά των προτεσταντικών αιρέσεων, και για αυτό το λόγο προσπαθούν να πλήξουν την αξιοπιστία τους.

Στην εισαγωγή του βιβλίου «Αποστολικοί Πατέρες» του διδάκτορα Θεολογίας Ν. Νικολαϊδη, με υπότιτλο «Γραμματολογική και Θεολογική Προσέγγιση» στη σελίδα 15, έχει την υποσημείωση 9 που λέει: «Είναι γνωστός ο πόλεμος, ιδιαίτερα αρκετών Προτεσταντών, κατά των Επιστολών του Ιγνατίου. Και τούτο, γιατί αυτές διασώζουν και κατοχυρώνουν την πράξη της αρχαίας Εκκλησίας, όσο αφορά στο μυστήριο της Ιερωσύνης και μάλιστα στο θεσμό του επισκόπου».

Για αυτό το λόγο, ο κος Τομαράς, αντιγράφει από τον γνωστό κενωτικό Ευαγγελικό κο Σπ. Φίλο.

Εμείς, ξαναθυμίζουμε κάποια πραγματάκια που διαφεύγουν και από τους δύο παραπάνω κυρίους.

Αναφέρει ο Στ. Παπαδόπουλος· «[…]επί δύο αιώνες συζητήθηκε η γνησιότης των επιστολών με αποτέλεσμα να γίνεται σήμερα από όλους δεκτή η προέλευσή τους από τον Ιγνάτιο». (Πατρολογία Στ. Παπαδόπουλου, Α’ τόμος, σελ. 179).

Ο διδάκτορας θεολογίας, Π. Παπαευαγγέλου, αναφέρει· «Οι επιστολές που συνολικά έστειλε ο Ιγνάτιος από την Σμύρνη και την Τροία είναι επτά. Προς Εφεσίους, προς Μαγνησείς, προς Τραλλιανούς, προς Ρωμαίους, προς Φιλαδελφείς, προς Σμυρναίους και προς Πολύκαρπον. Οι επιστολές του αυτές διασώθηκαν μέχρι σήμερα στα ελληνικά σε δύο εκδόσεις, μία σύντομη και μια εκτενέστερη. Η γνώμη που επικρατεί σήμερα μεταξύ των ειδικών είναι ότι από τις δύο μορφές των επτά επιστολών του Ιγνατίου, γνήσιες είναι οι επιστολές της σύντομης μορφής, ενώ οι άλλες της εκτενέστερης μορφής είναι νόθες». (Από την εισαγωγή στις επιστολές του Ιγνατίου, ”Αποστολικοί Πατέρες, Άπαντα τα έργα», σελ. 10).

Ο πατρολόγος Π. Χρήστου, αναφέρει· «Η εκτύπωσις των εις τας συλλογάς ταύτας περιεχομένων επιστολών, αρξαμένη δια της εκτενούς παραλλαγής, λατινιστί το 1489 και ελληνιστί το 1555, προεκάλεσε διχασμό των κριτικών, οφειλόμενον αρχικώς και εις τας αντιθέσεις μεταξύ Ρωμαιοκαθολικών και Προτεσταντών ως προς την αρχαιότητα του θεσμού του επισκόπου. Δια των εργασιών των Zahn, Funk, Lightfool, και Harnack κατά τα τέλη του παρελθόντος αιώνος, ακολουθησάντων την γραμμήν την οποίαν είχε δείξει δύο αιώνας ενωρίτερον ο Pearson, κατωχυρώθη η γνησιότης των επτά σύντομων επιστολών» (Πατρολογία Χρήστου, Β’τόμος, σελ. 415).

Οι επιστολές του αγίου Ιγνατίου μπορεί να νοθεύτηκαν από τον νεό-αρειανό Ιουλιανό τον 4ο αιώνα, (που δεν ήταν ορθόδοξος φυσικά), αλλά σήμερα η επιστήμη έχει ξεχωρίσει τις γνήσιες από τις νοθευμένες. Ανάμεσα στους καθηγητές που παραδέχτηκαν την γνησιότητα των επιστολών της σύντομης μορφής (από όπου και παραθέτουμε), είναι και Προτεστάντες όπως ο Harnack που αναφέρει ο πατρολόγος Π. Χρήστου.

Το ότι δεν σώζονται άλλα έργα του Ιγνατίου, δεν σημαίνει ότι τα έργα της σύντομης μορφής είναι νοθευμένα. Με την ίδια λογική, και οι επιστολές του απ Παύλου είναι «νοθευμένες» διότι δεν μας σώζονται περισσότερες. 14 επιστολές σε περίπου 30 χρόνια διακονίας; Άρα είναι νόθες! Ωραία Προτεσταντική λογική! Ούτε βέβαια, το ότι δεν έστειλε επιστολή στην Εκκλησία του στην Αντιόχεια, δείχνει νοθεία στις επιστολές του! Πολύ απλά, ο άγιος έβλεπε προσωπικά τους εκεί αδελφούς πριν πάρει το δρόμο για το μαρτύριο, από εκεί ξεκίνησε, τους είχε ήδη αφήσει την παρακαταθήκη και δεν είχαν ανάγκη να τους γράψει. Ο επίσκοπος Ιάκωβος, επειδή δεν έγραψε επιστολή που να απευθύνεται στα Ιεροσόλυμα όπου ήταν Επίσκοπος, σημαίνει ότι η καθολική επιστολή που υπάρχει στην Καινή Διαθήκη είναι «νοθευμένη»;  Εξίσου ψεύτικος είναι ο ισχυρισμός ότι δήθεν ο ιστορικός Ευσέβιος γνώριζε μόνο την επιστολή προς Σμυρναίους. Ο Ευσέβιος παραθέτει και από την προς Ρωμαίους. Αναφορικά με τον ιστορικό Philip Schaff,  μπορεί να μην τις δέχεται, αλλά ο ίδιος  στο «Introductory Note To The Epistle Of Ignatius To The Ephesians», αναφέρει ότι από τις υπόλοιπες 7 επιστολές, οι καθηγητές θεωρούν γνήσιες αυτές της συντομότερης μορφής«It is plain that one or other of these exhibits a corrupt text, and scholars have for the most part agreed to accept the shorter form as representing the genuine letters
of Ignatius»


Μεγάλο αγκάθι ο άγιος Ιγνάτιος στις πλευρές των αιρετικών.

3. Για τον Χρυσόστομο και το «λουτρώ».

Ο ιερός Χρυσόστομος αναφέρει: «Ούτω και συ γίνη βασιλεύς και ιερεύς και προφήτης εν τω λουτρώ·  Βασιλεύς μεν πάσας χαμαί ρίψας τας πονηράς πράξεις, και τα αμαρτήματα κατασφάξας ∙ ιερεύς δε, εαυτόν προσενεγκών τω Θεώ, και καταθύσας το σώμα, και σφαγείς και αυτός. ει γαρ συναπεθάνομεν αυτώ, φησί, και συζήσομεν αυτώ».

Ο κος Τομαράς μας μέμφεται διότι δεν παραθέσαμε την συνέχεια του χωρίου. Ακόμα και η συνέχεια του χωρίου, που αντιγράφει ο κος Τομαράς, δεν αλλάζει κάτι στην φράση που γράψαμε αρχικά «Ούτω και συ γίνη βασιλεύς και ιερεύς και προφήτης εν τω λουτρώ». Το χωρίο είναι ξεκάθαρο από μόνο του. Ο πιστός, ενδυόμενος συνεχώς τον Χριστό κατά το βάπτισμα στο νερό, μετέχει στα πνευματικά αξιώματά Του, γίνεται δηλαδή βασιλιάς, ιερεύς, και προφήτης. Είναι σαφέστατο, ‘’ΕΝ ΤΩ ΛΟΥΤΡΩ’’. Όχι πριν από αυτό.  Δηλαδή, η μετάνοια, το να πολεμάς τις αμαρτίες και τα πάθη κλπ, δεν μπορούν να σε κάνουν να μετέχεις του Χριστού, εάν δεν προηγηθεί το βάπτισμα στο νερό.

Αυτό βέβαια, δεν γίνεται «μαγικά». Ούτε γράψαμε ποτέ τέτοιο πράγμα. Για αυτό και συνεχίζει ο ιερός Χρυσόστομος αναφερόμενος στην καταπολέμηση των αμαρτιών, θυσία του εαυτού μας κλπ, ως απαραίτητες προϋποθέσεις για να παραμείνουν αυτά τα πνευματικά αξιώματα του Χριστού ενεργά στον πιστό. Για αυτό, και ο απ Παύλος δεν γράφει αυτό που λανθασμένα μεταφράζει ο Βάμβας «όσοι εβαπτίσθητε εις Χριστόν, Χριστόν ενεδύθητε», αλλά αυτό που λέει το κείμενο: «οσοι γαρ εις Χριστον εβαπτισθητε Χριστον ενεδυσασθε». Σε χρόνο διαρκή. Ενώ το βάπτισμα γίνεται μια φορά, συνεχώς ενδυόμαστε τον Χριστό. Σε αυτήν την συνέχεια αναφέρεται και ο ιερός πατήρ.

Δεν τα θέτει αυτά ως προϋποθέσεις για την μετοχή του πιστού στα αξιώματα αυτά του Χριστού, γιατί αυτά τα αποκτά δωρεάν ΕΝ ΤΩ ΛΟΥΤΡΩ. Αυτά τίθενται ως προϋποθέσεις για να παραμείνουν ενεργά στον πιστό. Γιατί το λέμε αυτό; Επειδή, ο ιερός Χρυσόστομος στα έργα του ομιλεί και για το νηπιακό βάπτισμα. Το βάπτισμα όμως είναι ένα (είτε εάν κάποιον βαπτίσουν ενήλικα είτε νήπιο), με τις ίδιες δωρεές εις αμφοτέρους.

Στις Κατηχήσεις του, ο ιερός πατέρας, αναφέρει:
«Αν και βέβαια πολλοί νομίζουν ότι η δωρεά παρέχει μόνο άφεση αμαρτημάτων, εμείς όμως απαριθμήσαμε δέκα τιμές. Γι’ αυτό βέβαια και βαπτίζομε τα παιδιά αν και δεν έχουν αμαρτίες, για να προστεθεί σ’ αυτά αγιασμός, δικαιοσύνη, υιοθεσία, κληρονομιά, αδελφότητα, το να είναι μέλη του Χριστού, το να γίνουν κατοικητήριο του Πνεύματος» 
[(Ε.Π.Ε 30.), «Ομιλίες Κατηχητικές-Ηθικές» σελ. 387.]

Μέλη του Χριστού και τα παιδιά, άρα και μέτοχα των αξιωμάτων Του, τα οποία οφείλουν να διατηρήσουν σε όλο τον επίγειο βίο τους καθώς θα μεγαλώνουν.

Η σημασία είναι στο «ΛΟΥΤΡΩ», επομένως. Και ο κος Τομαράς κάνει ολόκληρη ανάλυση, μη γνωρίζοντας ότι ο ιερός Χρυσόστομος (όπως και όλη η αρχαία Εκκλησία) αποδέχονταν το βάπτισμα των νηπίων, για να πει ότι το «Ούτω και συ γίνη βασιλεύς και ιερεύς και προφήτης εν τω λουτρώ», δεν γίνονται «εν τω λουτρώ».  

Παραθέτουμε σχετικούς συνδέσμους για το νηπιακό βάπτισμα από το εξαιρετικό φιλικό ιστολόγιο του «Αντιαιρετικού»:

Α. Περιγραφή των αιρετικών κακοδοξιών

Β. Απάντηση σε παρερμηνείες του 12ου Κανόνα Νεοκαισαρείας

Γ. Απάντηση σε παρερμηνείες του πδ΄ Κανόνα της Πενθέκτης

Δ. Ο Νηπιοβαπτισμός και η θεμελίωσή του μέσα από τις πηγαίες μαρτυρίες

Ε. Απάντηση σε παραχαράξεις της βυζαντινής εκκλησιαστικής Ιστορίας

ΣΤ. Ερμηνευτικές αναλύσεις Νόμων της Πολιτείας και Κανόνων της Εκκλησίας

Ζ. Το προπατορικό αμάρτημα και το βάπτισμα ως σφράγισμα σωτηρίας


4. Σχετικά με εκκλησιαστικούς συγγραφείς που παραθέτει ο κος Τομαράς και που είτε δέχονταν τον άρτο και τον οίνο ως σύμβολα του Σώματος και Αίματος του Χριστού, είτε παρερμηνείας αυτών από του κου Τομαρά.

Α. Ευσέβιος Καισαρείας.
Ο Ευσέβιος Καισαρείας, όπως φαίνεται από το απόσπασμα που παρέθεσε ο κος Τομαράς (το οποίο αντέγραψε από συζήτηση που είχα στο blog με κάποιον αναγνώστη στο οποίο είχα απαντήσει), λέει ότι ο άρτος και ο οίνος είναι σύμβολα. Όμως μπορούμε να δεχόμαστε την ερμηνεία ενός επισκόπου που ασπάζονταν τον αρειανισμό; Και ενώ μας άφησε την πολύτιμη Εκκλησιαστική ιστορία, εντούτοις παρουσιάζει προβληματική θεολογία και ερμηνευτική. Δεν θα πω δικά μου, αλλά θα παραθέσω από τον καθηγητή πατρολογίας Στ. Παπαδόπουλο. Σταχυολογώ τα παρακάτω, σε σχέση με την ερμηνευτική του:

«Διακρίθηκε για την πολυμέρεια των γνώσεών του και τη ρηχότητα της σκέψεώς του».

«…με τις θεολογικές και πολιτειακές του αντιλήψεις ενίσχυσε τον αρειανισμό…».

«Σε συζητήσεις που ήταν πέρα του θέματος της αρχαιότητας του χριστιανισμού, της ενότητας του Θεού και της καταφάσεως της Τριάδας, δεν μπορούσε να συμβάλει· φαίνεται μάλιστα ότι και τις υποτιμούσε».

«…όταν ο Άρειος από το 318 περίπου μίλησε κακόδοξα για την σχέση του Υιού προς τον Πατέρα, δεν μπόρεσε να θεολογήσει στο θέμα, αλλά υποστήριξε αμέσως τον Άρειο».

«Ο Ευσέβιος, εφόσον σαφώς αρνήθηκε την αιδιότητα και όχι μόνο την ομοουσιότητα του Υιού, έμεινε θεολογικά αυστηρός οπαδός του Αρείου και δεν υπήρξε όντως μετριοπαθής, όπως υποστηρίζεται».

«Η παρουσία του Ευσεβίου στους κόλπους της Εκκλησίας υπήρξε θετική και αρνητική. Προσέφερε ανεκτίμητες υπηρεσίες για την γνώση της ιστορίας της και την διαφύλαξη της Γραφής της, αλλά της δημιούργησε τεράστια προβλήματα με την κακοδοξία του και την διαμόρφωση του καισαροπαπισμού».

(Από τον Β' τόμο της πατρολογίας του Παπαδόπουλου, σελ. 121- 125).

Συνεπώς, από έναν επίσκοπο που είχε κακοδοξίες και υποβίβαζε τον Χριστό σε κτίσμα (σαν τους Ιεχωβίτες), δεν μπορεί να περιμένει κανείς ορθές ερμηνείες.

Β. Άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος.

Ο Ν. Σκρέττας εξηγεί·
«Από τον γ’ ήδη αιώνα, κατά την μαρτυρία της Καθολικής διδασκαλίας των Δώδεκα Αποστόλων και αγίων μαθητών του Σωτήρος ημών, τα προσφερόμενα δώρα ονομάζονται ‘’αντίτυπον του βασιλείου σώματος του Χριστού’’. Η ίδια διατύπωση περίπου επαναλαμβάνεται στην μετά τους λόγους της συστάσεως συνέχεια της ευχής της αναφοράς του Μ. Βασιλείου· «και προθέντες τα αντίτυπα του αγίου σώματος και αίματος του Χριστού σου, σου δεόμεθα…». Παράλληλες εκφράσεις ανιχνεύονται στον Ευστάθιο Αντιοχείας, τον Μακάριο Αιγύπτιο, τον Ευτύχιο Κων/πόλεως, τον Συμεών Θεσ/νίκης, τον Μάρκο τον Ευγενκό, τον Επιφάνιο Κύπρου. Ο όρος ‘’αντίτυπα’’ λοιπόν είναι εμφανώς δηλωτικός της συμβολικής σημασίας που προσλαμβάνουν τα τίμια δώρα προ του καθαγιασμού τους. […] Μετά λοιπόν τον δια του αγίου Πνεύματος καθαγιασμό τους, τα δώρα παύουν να είναι «αντίτυπα» και γίνονται ο ίδιος ο Χριστός…» («Η Θεία Ευχαριστία», σελ. 290- 292).

Αναφέρει ο Άγιος Μακάριος:

«…ούτε ανέβη αυτών επί την καρδίαν, ότι έσται βάπτισμα πυρός και Πνεύματος αγίου και ότι εν τη Εκκλησία προσφέρεται άρτος και οίνος αντίτυπον της σαρκός αυτού και του αίματος, και οι μεταλαμβάνοντες εκ του φαινομένου άρτου πνευματικώς την σάρκα του Κυρίου εσθίουσι…».

Μετάφραση: «…ούτε το είχαν φανταστεί ότι θα υπάρξει βάπτισμα πυρός και βάπτισμα Πνεύματος Αγίου, και ότι στην Εκκλησία θα προσφέρεται άρτος και οίνος, που αντιπροσωπεύουν το σώμα και το αίμα του Κυρίου, και ότι αυτοί που θα μεταλαβαίνουν από τον άρτο αυτό που φαίνεται, θα τρώνε πνευματικά το σώμα του Χριστού…». (Ομιλία ΚΖ, 17- έργα αγίου Μακαρίου, τόμος 7ος ).

Ορθώς ο άγιος Μακάριος ονομάζει τον προσφερόμενο άρτο και οίνο «αντίτυπα» του σώματος και του αίματος του Χριστού, διότι αναφέρεται στην προσφορά. Κατά την Ορθόδοξη πίστη, προσφέρουμε ως εκκλησία άρτο και οίνο δια των ειδικών ιερέων (που είναι τα χέρια της Εκκλησίας) στον Θεό, και ο Θεός αντικαταπέμπει την άκτιστη χάρη Του και μεταβάλλει τον προσφερόμενο άρτο σε σώμα Χριστού και τον προσφερόμενο οίνο σε αίμα Χριστού. Ο άγιος Μακάριος σε καμία περίπτωση δεν λέει ότι κοινωνούμε «δια της πίστεως», χωρίς να μετέχουμε πραγματικού σώματος και αίματος. Αυτό γίνεται φανερό από το ότι μιλάει για «του φαινομένου άρτου», για άρτο δηλαδή που φαίνεται ως άρτος. Αν τον θεωρούσε «σύμβολο» δεν θα έλεγε «του φαινομένου άρτου» αλλά σκέτο «του άρτου». Φαίνεται άρτος, αλλά δεν είναι άρτος. Ακριβώς όπως πιστεύουμε κατά την μεταβολή.

Το «πνευματικώς την σάρκα του Κυρίου εσθίουσι», δεν σημαίνει ότι τρώμε ψωμί και πίνουμε κρασί τα οποία θεωρούμε «δια της πίστεως» Σώμα και Αίμα Χριστού, αλλά επειδή πριν αναφέρθηκε στο Άγιο Πνεύμα και στα «παράδοξα πράγματα» («ούτε ανέβη αυτών επί την καρδίαν») που απολαμβάνουν οι Χριστιανοί στην Καινή Διαθήκη συνδέοντας την Θεία Ευχαριστία με το Άγιο Πνεύμα, αναφέρεται στην πνευματικότητα της Ευχαριστίας, που οφείλεται στο Άγιο Πνεύμα. Αυτό δεν σημαίνει ότι κοινωνούμε τον Χριστό «δια της πίστεως» και δια συμβόλων. Συνδέοντας όλα αυτά με το Άγιο Πνεύμα, υποδηλώνει το Μυστήριο. Αυτό είναι Μυστήριο. Άλλο φαίνεται, άλλο είναι. Με το «δια της πίστεως», βγάζετε έξω τον Θείο και Μυστηριακό χαρακτήρα της Ευχαριστίας, αφού στηρίζεστε στο πνεύμα το δικό σας και όχι στο Άγιο Πνεύμα. Δηλαδή, αν έρθει στην σύναξή σας κάποιος που δεν πιστεύει και τόσο πολύ ότι η Ευχαριστία είναι σώμα Χριστού (ούτε δια της πίστεως ούτε πραγματικό), κατά την θεωρία του «δια της πίστεως», κοινώνησε με τον Χριστό ή όχι; Δηλαδή, το αν τελικά κοινώνησε με τον Χριστό έχει ως βάση την πίστη του (ή την απιστία του); Εξαρτάται δηλαδή από την προσωπική του αποδοχή; Αντιθέτως, αν κάποιος κοινωνήσει στην Εκκλησία του Χριστού την Ορθόδοξη, είτε πιστεύει είτε δεν πιστεύει, έχει κοινωνήσει  με τον ίδιο τον Χριστό, και είτε του έρχεται ευλογία, νίψη ψυχής κλπ, είτε κατάκριση. Αυτό που συνέβαινε και στην αρχαία Κόρινθο που συνέρχονταν μεν, αλλά ορισμένοι δεν διέκριναν το Σώμα του Χριστού, κοινωνούσαν αναξίως, και αυτό είχε αντίκτυπο ακόμα και στα σώματά τους.


5. Για την περικοπή από την προς Κορινθίους του αγίου Κλήμη Ρώμης.

Είναι πολύ σημαντικό, προκειμένου να κατανοήσουμε το κείμενο, να δούμε τον λόγο για τον οποίο γράφεται η επιστολή αυτή προς την εκκλησία της Κορίνθου.

Ο καθηγητής Στ. Παπαδόπουλος, γράφει μεταξύ άλλων:
«Μερικοί «φιλόνικοι και ζηλωταί» προσπάθησαν να αντικαταστήσουν τους πρεσβυτέρους της Κορίνθου με άλλους […] Μερικοί Κορίνθιοι λοιπόν πρότειναν την αντικατάσταση των λειτουργών, νομίζοντας προφανώς ότι το λειτούργημά τους είναι κάτι που εξαρτάται μόνο από τη θέληση των μελών της Εκκλησίας […] Η απάντηση δε στο πρόβλημα δίδεται στο κεφάλαιο 44: τους λειτουργούς, που κατέστησαν οι Απόστολοι ή και οι διάδοχοι αυτών, δε μπορεί να τους αντικαταστήσει κανείς, διότι έλαβαν το λειτούργημά τους από τους Αποστόλους»
(Πατρολογία Στ. Παπαδόπουλου, Α’ τόμος, σελ. 161-162).

Ο καθηγητής Β. Φειδάς, αναφέρει «[…] ο Κλήμης συνδέει την έριδα στην Κόρινθο προς ένα ή δύο πρόσωπα. Πράγματι οι πιστοί της εκκλησίας της Κορίνθου αποδοκιμάζονται, επειδή «δι’ εν ή δύο πρόσωπα «στασίασαν» προς τους πρεσβυτέρους» και απομάκρυναν άδικα «ενίους» εξ αυτών από την τετιμημένη λειτουργία τους» (Εκκλησιαστική Ιστορία, σελ 86, Α’ τόμος).

Ο λόγος, λοιπόν, που τους γράφει είναι επειδή ανατρέπονταν η εκκλησιαστική τάξη.

Παραθέτουμε το απόσπασμα, το νόημα του οποίου διαστρέβλωσε ο κος Τομαράς κατά την συνήθη τακτική του.

«Προδήλων ουν ημίν όντων τούτων, και εγκεκυφότες εις τα βάθη της θείας γνώσεως, πάντα τάξει ποιείν οφείλομεν όσα ο δεσπότης επιτελείν εκέλευσεν κατά καιρούς τεταγμένους· Τας τε προσφοράς και λειτουργίας επιτελείσθαι, και ουκ εική ή ατάκτως εκέλευσεν γίνεσθαι, αλλ’ ορισμένοις καιροίς και ώραις. Που τε και δια τίνων επιτελείσθαι θέλει, αυτός ώρισεν τη υπερτάτω αυτού βουλήσει, ιν’ οσίως πάντα γινόμενα εν ευδοκήσει ευπρόσδεκτα ειη τω θελήματι αυτού. Οι ουν τοις προστεταγμένοις καιροίς ποιούντες τας προσφοράς αυτών ευπρόσδεκτοι τε και μακάριοι· τοις γαρ νομίμοις του δεσπότου ακολουθούντες ου διαμαρτάνουσιν. Τω γαρ αρχιερεί ίδιαι λειτουργίαι δεδομέναι εισί, και τοις ιερεύσιν ίδιος ο τόπος προστέτακται, και Λευίτες ίδιαι διακονίαι επίκεινται· ο λαϊκός άνθρωπος τοις λαϊκοίς προστάγμασιν δέδεται. Εκαστος ημών, αδελφοί, εν τω ιδίω τάγματι ευαρεστείτω θεώ εν αγαθή συνειδήσει υπάρχων, μη παρεκβαίνων τον ωρισμένον της λειτουργίας αυτού κανόνα, εν σεμνότητι».
(Αποστολικοί Πατέρες, Α Τόμος, κου Χ. Κρικώνη, σελ. 82- 85).

Με βάση το απόσπασμα, οι προσφορές και οι λειτουργίες πρέπει να επιτελούνται σε διατεταγμένους καιρούς, όχι άτακτα, και από συγκεκριμένους ανθρώπους που όρισε ο Θεός. Μάλιστα, όσοι ακολουθούν τα νόμιμα του Δεσπότη (αυτή την νόμιμη τάξη) δεν αμαρτάνουν. Και προτρέπει να μην παραβαίνει κανείς τον ορισμένο κανόνα της λειτουργίας του. Πολύ απλά, τους συμβουλεύει να μην χαλάνε την τάξη που έθεσε ο Θεός στην Εκκλησία Του.

Οι «προσφορές» και οι «λειτουργίες» που αναφέρονται, δεν έχουν καμία σχέση με προσφορές αγάπης που αναφέρει ο κος Τομαράς. Αυτές οι προσφορές αγάπης μπορεί να γίνουν από τον κάθε ένα πιστό, και ασφαλώς αυτό δεν χαλάει την τάξη της εκκλησίας. Τι είναι, λοιπόν, οι «προσφορές» και οι «λειτουργίες»;

Ο καθηγητής Ι. Ζηζούλιας, αναφέρει: «Η Α’ Κλήμεντος εξ άλλου ομιλεί περί «λειτουργίας των αποστόλων». Ποια η φύσις της λειτουργίας ταύτης, εις την οποίαν διεδέχθησαν τους Αποστόλους οι αποβληθέντες πρεσβύτεροι της Κορίνθου; Καίτοι ο όρος λειτουργοί χρησιμοποιείται ποικιλοτρόπως υπό του Κλήμεντος, εν τούτοις χρησιμοποιούμενος ενταύθα περί των Αποστόλων έχει την ειδικήν σημασίαν της προσφοράς των δώρων της Ευχαριστίας»
(«Η ενότης της Εκκλησίας εν τη Θ. Ευχαριστία και του Επισκόπου, κατά τους τρείς πρώτους αιώνας»).

Ο καθηγητής Β. Στεφανίδης γράφει: «Τους ουν κατασταθέντας υπ εκείνων (των αποστόλων) ή μεταξύ υφ ετέρων ελλογίμων ανδρών, συνευδοκησάσης της εκκλησίας απάσης, και λειτουργήσαντας αμέμπτως, τούτους ου δικαίως νομίζομεν αποβάλλεσθαι της λειτουργίας. Αμαρτία γαρ ου μικρά ημιν έσται, εάν τους αμέμπτως και οσίως προσενεγκότες τα δώρα, της επισκοπής αποβάλλωμεν» (ΚΕΦ. 44) Υπό τα ‘’δώρα’’ νοείται η θεία ευχαριστία» (Εκκλησιαστική Ιστορία σελ. 45).

«Μετά της θείας ευχαριστίας συνεδέετο στενώς η διανομή των σχετικών προσφορών των χριστιανών» (ίδιο έργο, σελ. 46).

Ο Ιάκωβος Πηλιλής αναφέρει: «Η διακονία τούτων, κατά τον Κλήμεντα, (λειτουργία), είναι η λατρεία εν τη Εκκλησία και η προσφορά (θυσία) των πιστών κατά την Θείαν Ευχαριστίαν, δι’ ο και δια πρώτην φοράν το πρεσβυτέριον διακρίνεται με ιδιάζοντα καθήκοντα και δικαιώματα εκ του σώματος των πιστών (των λαικών)» (Η Χριστιανική Ιερωσύνη).

Επομένως, η «λειτουργία» είναι η προσφορά των δώρων της Θείας Ευχαριστίας ή αλλιώς της θυσίας των πιστών. Μάλιστα, όπως παρατηρεί και ο Ι. Πηλιλής, «δια πρώτην φοράν το πρεσβυτέριον διακρίνεται με ιδιάζοντα καθήκοντα και δικαιώματα εκ του σώματος των πιστών (των λαικών)», όπως πράγματι λέει το απόσπασμα. Το κομμάτι είναι πάρα πολύ δυνατό και αφήνει έκθετο τον κο Τομαρά αλλά και τους αιρετικούς που αρνούνται την θεοπαράδοτη χριστιανική πίστη χάριν των νεοφανών αιρέσεων.

Το ίδιο αναφέρει και ο καθηγητής Β. Φειδάς, όταν σχολιάζει την λύση που δίνει ο άγιος Κλήμης Ρώμης: «[…] για το πρόβλημα της τοπικής εκκλησίας της Κορίνθου η ανάγκη αυτή διακρίσεως του τοπικού ιερατείου κατά τάξη στην άσκηση της τετιμημένης λειτουργίας καθίστατο επιτακτικότερη. Ο Κλήμης θεμελιώνει τη διάκριση αυτή στη θεία βούληση, γι’ αυτό και οι εκπληρώνοντες άμεμπτα την λειτουργία ‘’τοις γαρ νομίμοις του δεσπότου ακολουθούντες ου διαμαρτάνουσιν. Τω γαρ αρχιερεί ίδιαι λειτουργίαι δεδομέναι εισί, και τοις ιερεύσιν ίδιος ο τόπος προστέτακται, και Λευίτες ίδιαι διακονίαι επίκεινται· ο λαϊκός άνθρωπος τοις λαϊκοίς προστάγμασιν δέδεται’»»
(Εκκλησιαστική Ιστορία, Ά τόμος, σελ. 87-88).

Το ότι είναι οι λέξεις στον πληθυντικό, δεν σημαίνει ότι δεν μιλάει για τα τίμια δώρα, όπως λέει και πάλι αυθαίρετα ο κος Τομαράς. Η Θεία Ευχαριστία τελείται πολλές φορές, όπως αναφέρει ο απόστολος Παύλος: «οσάκις αν τρώγητε τον άρτον τούτον και πίνητε το ποτήριον τούτο, τον θάνατον του Κυρίου καταγγέλλετε, μέχρι της ελεύσεως αυτού» (Α’ Κορινθίους, ια 26).

Το ότι οι προσφορές ήταν του άρτου και του οίνου (των τιμίων δώρων δηλαδή), πέρα από αυτά, μαρτυρείται καθαρότατα και από ΑΡΧΕΓΟΝΗ πηγή, τον Ιουστίνο τον Μάρτυρα, που γράφει: «Και τη του ηλίου ημέρα λεγομένη ημέρα, πάντων, κατά πόλεις ή αγρούς μενόντων, επί το αυτό συνέλευσις γίνεται και τα απομνημονεύματα των αποστόλων ή τα συγγράμματα των προφητών αναγινώσκεται μέχρι εγχωρεί. Είτα, παυσαμένου του αναγινώσκοντος, ο προεστώς δια λόγου την νουθεσίαν και πρόκλησιν της των καλών τούτων μιμήσεως ποιείται. Είτε ανιστάμεθα κοινή πάντες και ευχάς πέμπομεν και , ως προέφημεν, παυσαμένων ημών της ευχής, άρτος προσφέρεται και οίνος και ύδωρ και ο προεστώς ευχάς ομοίως και ευχαριστίας, όση δύναμις αυτώ, αναπέμπει και ο λαός επευφημεί λέγων αμήν και η διάδοσις και η μετάληψις από των ευχαριστηθέντων εκάστω γίνεται και τοις ου παρούσι δια των διακόνων πέμπεται»
(Α Απολογία,67, 3-5).

«Τα κύρια στοιχεία του δεύτερου, ήτοι του μυστηριακού μέρους της θ. Λειτουργίας, ήσαν, κατά τον Ιουστίνο, ο ασπασμός της ειρήνης, η προσφορά των τιμίων δώρων, η υπό του προεστώτος απαγγελλομένη ευχαριστήρια και τελεστική ευχή του μυστηρίου…» (Εκκλησιαστική Ιστορία Βλ. Φειδά, Α τόμος, σελ. 268)

Το καταλάβατε τώρα κάπως καλύτερα, δια στόματος Ιουστίνου του Μάρτυρα; «[…] άρτος προσφέρεται και οίνος και ύδωρ και ο προεστώς ευχάς ομοίως και ευχαριστίας, όση δύναμις αυτώ, αναπέμπει και ο λαός επευφημεί λέγων αμήν». Μήπως τα ξέρετε καλύτερα από τον Ιουστίνο που περιγράφει πως γίνονταν η λατρεία στον δεύτερο μεταποστολικό αιώνα;

Η λέξη «Λευίτες» χρησιμοποιείται με την έννοια του διακόνου. Άλλωστε, το απόσπασμα από τον Κλήμη Ρώμης δεν αναφέρεται σε φυλές αλλά σε λειτουργήματα. Το αν σε άλλα σημεία αναφέρει για επισκόπους και διακόνους, σαφώς σε αυτά υπάρχει η ιερατική ιδιότητα, από την στιγμή που υπάρχει θυσία, δηλαδή η Θεία Ευχαριστία.

Η συνέχεια του κειμένου που αναφέρει ο κος Τομαράς, δείχνει την τάξη που είπαμε και προηγουμένως. Οι θυσίες δεν θα μπορούσαν να προσφερθούν στην (κατά γράμμα) Ιερουσαλήμ εφόσον είχε καταστραφεί το 70 μ Χ . Πολύ πιθανό με τα λόγια αυτά, να αναφέρεται στην πνευματική Ιερουσαλήμ και να θέλει να τονίσει την εκκλησιαστική τάξη. Οι καθηγητές λένε ομόφωνα ότι αυτά αναφέρονται στην εκκλησία, και ο κος Τομαράς ρίχνει στάχτη στα μάτια των ομοθρήσκων του, από τους οποίους περιμένει να δεχτούν ότι τους σερβίρει.

6. Άγιος Ιππόλυτος Ρώμης.

Είχαμε γράψει από την εκκλησιαστική Ιστορία του καθηγητή Βλ. Φειδά, όπου έγραφε ο καθηγητής ότι ο Ιππόλυτος συνδέει τον όρο ‘’κλήρο’’ προς τους κληρικούς. Μάλιστα ο καθηγητής παρέθεσε και το σχετικό χωρίο· «‘’ειδέ και τις εν κλήρω ων γαμοιη, μένειν τον τοιούτον εν κλήρω ως μη ημαρτηκότα’».

Ο κος Τομαράς, αφού έψαξε, βρήκε και παρέθεσε από πιο πριν το χωρίο, όπου λέει:
«…επί τούτου ήρξαντο επίσκοποι και πρεσβύτεροι και διάκονοι δίγαμοι και τρίγαμοι καθίστασθαι εις κλήρους∙ ει δε και τις εν κλήρω ων γαμοιη μένειν τον τοιούτον εν τω κλήρω ως μη ημαρτηκότα, επί τούτω φάσκων είρησθαι το υπό του αποστόλου ρηθέν’ «συ τις εο ο κρίνων….»»

Η αλήθεια είναι μια αλυσίδα. Αν χάσεις τον ένα κρίκο, τους χάνεις όλους. Ο καθηγητής λίγες σειρές παραπάνω είχε διευκρινίσει ότι από ακόμα παλαιότερη εποχή είχε διακριθεί ο κλήρος από τους λαϊκούς, και δίνει παραπομπή στον άγιο Κλήμη Ρώμης! Αυτό που δεν μπορεί να καταλάβει ο κος Τομαράς, είναι ότι ο επίσκοπος, οι πρεσβύτεροι, και οι διάκονοι, αυτοί οι τρείς βαθμοί, είναι βαθμοί ιεροσύνης διότι έχουν όλοι τους την ιερατική ιδιότητα διότι όλοι τελούν την Θεία Ευχαριστία που έχει χαρακτήρα θυσίας. Επομένως, οι όροι «επίσκοπος», «πρεσβύτεροι», και «διάκονοι» είναι ιερείς και συνδέονται με την λέξη «κλήρος». Την Θεία Ευχαριστία την τελεί ο Επίσκοπος κατά βάση, αλλά και σε όποιον δώσει την άδεια (εννοείται από τους λειτουργούς). «Έγκυρη να θεωρείται η Ευχαριστία εκείνη που τελείται από τον Επίσκοπο, ή από εκείνον στον οποίο θα δώσει την άδεια αυτός» (Προς Σμυρναίους, VIII 1). Οι αιρετικοί, από πού πήραν την άδεια;

Την αποστολική εποχή, ο όρος πρεσβύτερος και επίσκοπος ήταν ταυτόσημοι. Ο πρώτος τη τάξη πρεσβύτερος είχε την γενική διαχείριση και τον πρώτο λόγο στην σύναξη όπου ήταν και τούτο φαίνεται καθαρά στην πρώτη αποστολική σύνοδο. Είχε προκύψει πρόβλημα με ορισμένους που έλεγαν ότι οι πιστοί έπρεπε να κάνουν την περιτομή για να σωθούν, και έφερναν ταραχή και σύγχυση στην Εκκλησία. Έτσι, έγινε η αποστολική σύνοδος, όπου πήραν μέρος ο απόστολος Παύλος, ο απόστολος Βαρνάβας, οι απόστολοι και οι πρεσβύτεροι της Ιερουσαλήμ. Αφού μίλησαν όλοι, τελευταίος μίλησε ο Ιάκωβος, ο οποίος ήταν ο πρώτος τη τάξη πρεσβύτερος. Αυτός επισφράγισε την απόφαση που ελήφθη συνοδικά με την οδηγία του Αγίου Πνεύματος (Πράξεις ιε κεφάλαιο).

Αργότερα, όχι επί εποχής Ιππολύτου αλλά επί εποχής Ιγνατίου, ο επίσκοπος ξεχώρισε από τον πρεσβύτερο. Αυτό φαίνεται σε πολλά σημεία των επιστολών του. Ενδεικτικά: « […] να υπακούετε στον επίσκοπο και το πρεσβυτέριο με απερίσπαστο το νου σας, προσφέροντας (κείμ. ‘’κλώντες’’) έναν άρτο […] (προς Εφεσίους, XX 2). « […] όλοι να σέβονται τους διακόνους […] όπως και τον επίσκοπο […] και τους πρεσβυτέρους, σαν το συνέδριο του Θεού και σύνδεσμο των αποστόλων. Χωρίς αυτούς Εκκλησία δεν υπάρχει» (προς Τραλλιανούς, III 1) κλπ.

Ο πρώτος τη τάξη πρεσβύτερος, ο οποίος τελούσε και την Θεία Ευχαριστία, ονομάστηκε επίσκοπος. 

Η λέξη «κλήρος», στην εποχή του Ιππολύτου, είχε να κάνει με την ιεροσύνη. Οι λέξεις έχουν πολλές σημασίες. Το να μας παρουσιάζει ο κος Τομαράς την έννοια του κλήρου στα γραπτά της Καινής Διαθήκης, δεν έχει σημασία. Σημασία έχει να εξεταστεί η λέξη στο απόσπασμα που αναφέραμε. Άλλωστε, ο κος Τομαράς από μόνος του μας λέει: 

«Παραθέτω από το Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας του «Σταματάκου» λίγα σχετικά (για συντομία όχι όλες τις σημασίες, αλλά τις βασικές):
Κλήρος:
****ως και νυν κλήρος, «λαχνός» // μικρόν τεμάχιον ξύλου ή και βώλος γης χρησιμοποιούμενα ως κλήροι.
Και ως τελευταίες έννοιες έχει:
****Κληρονομιά, κτήμα, υποστατικό, ιδιοκτησίαν
****Στην εκκλησιαστική γλώσσα, οι κληρικοί εν αντιθέσει προς τους λαϊκούς»

Και ο ίδιος σχολιάζει: «(Τονίζω εδώ για τον αναγνώστη ότι αυτή η τελευταία έννοια δεν υπήρχε στην περίοδο των αποστόλων ή πριν αυτής, ανήκει στην μεταγενέστερη… «Ορθόδοξη» γλώσσα.)».

κ Τομαρά, δεν λέει έτσι ο Σταματάκος στο λεξικό από όπου παραθέσατε. Αυτό το λέτε εσείς. Σαφέστατα το λεξικό του κου Σταματάκου δέχεται τον «κλήρο» ως «κληρικούς» σε αντίθεση με τους λαϊκούς, όπως ακριβώς και ο Φειδάς που παρέθεσα. Επίσης, στην περίοδο των αποστόλων δεν υπήρχε η φράση ‘’Αγία Τριάς’’. Ανήκει στην μεταγενέστερη Ορθόδοξη γλώσσα. Μήπως διαφωνείτε; Επομένως, το παιχνίδι των λέξεων που παίζει ο κος Τομαράς, δεν έχει τίποτα να δώσει πέρα από ψευδείς εντυπώσεις.  

Άλλωστε, ο Ιππόλυτος σε άλλο του χωρίο λέει το εξής:
«[…] το εν τη Εκκλησία παραδοθέν Άγιον Πνεύμα, ου τυχόντες πρότεροι οι απόστoλoι μετέδοσαν τοις ορθώς πεπιστευκόσιν ων ημείς διάδοχοι τυγχάνοντες της τε αυτής χάριτος μετέχοντες αρχιερατείας τε και διδασκαλίας και φρουροί της Εκκλησίας λελογισμένοι ουκ οφθαλμώ νυστάζoμεν ουδέ λόγον ορθόν σιωπώμεν[…]» (Κατά Πασών αιρέσεων Έλεγχος, ΒΕΠΕΣ 5, σ. 199). »

«[…]μετέχοντες αρχιερατείας τε και διδασκαλίας[…]. Πόσο πιο καθαρά να γραφτεί για να καταλάβει κανείς ότι ο Ιππόλυτος ονομάζει τον εαυτό του αρχιερέα, που το πήρε από την διαδοχή που ανάγεται στους αποστόλους;

Τι σημαίνει η λέξη ‘’αρχιερατεία’’ και γιατί την χρησιμοποιεί για τον εαυτό του; Επειδή τελούσε την Θεία Ευχαριστία. Και αφού μας δίνει την δική του εξήγηση ο κος Τομαράς (πράγματα που έχουν απαντηθεί), καταλήγει να μας λέει : «ο Ιππόλυτος μιλάει αλληγορικά, είναι ότι ο ίδιος…. ΔΕΝ (!) ΗΤΑΝ «αρχιερέας»/ επίσκοπος». Δηλαδή, αυτό που γράφει τόσο καθαρά, δεν είναι αυτό αλλά κάτι άλλο.

Για τον αν διετέλεσε επίσκοπος κανονικός ή όχι, οι απόψεις διίστανται μεταξύ των καθηγητών.

Για παράδειγμα, ο καθηγητής Π. Χρήστου δέχεται ότι ήταν· «Οι αυστηροί της Ρώμης και της Καρχηδόνος, εξηγέρθησαν εξ αιτίας του μέτρου τούτου και οι πρώτοι εξέλεξαν επίσκοπον των τον Ιππόλυτον, σχισματικόν φυσικά, ως φρουρόν της κινδυνευούσης Εκκλησίας. Η άποψις ότι δεν κατέστη ποτέ επίσκοπος δεν είναι ορθή, διότι δεν θα εδικαιολογείτο η κατασκευή της περί τούτου ειδήσεως. Όταν έγραφε το έργον του Κατά Αιρέσεων ήτο οπωσδήποτε επίσκοπος, να και δεν το λέγει, καθ’ όσον άλλωστε δεν αναφέρει καν το όνομά του. Χαρακτηρίζων όμως την Εκκλησίαν του Καλλίστου ‘’διδασκαλέιον’’, θέλει να φανερώσει ότι αυτή είναι αιρετική και ότι η ιδική του είναι η διατηρούσα την αποστολικήν παράδοσιν» (Πατρολογία Π. Χρήστου, β’ τόμος, σελ. 722).

Αλλά και ο καθηγητής Δ. Μπαλάνος, δέχεται ότι ο Ιππόλυτος υπήρξε επίσκοπος Ρώμης με περισσότερα στοιχεία υπέρ αυτού. «[…] οι δε θαυμασταί του ανήγειραν προς τιμήν του μαρμάρινον ανδριάντα, όστις ανευρέθη, κατά τας γενομένας ανασκαφάς το 1551, εν τω κοιμητηρίω του αγίου Ιππολύτου, ακέφαλος και ικανώς εφθαρμένος· ο Ιππόλυτος παρίσταται καθήμενος επί καθέδρας, φέρων τον φιλοσοφικόν τρίβωνα και επί των πλευρών της καθέδρας είναι γεγλυμμένοι οι τίτλοι ικανών συγγραμμάτων του και πασχάλιος κανών συνταχθείς υπ’ αυτού […] η ανεύρεσις του ανδριάντος συνετέλεσε πολύ εις διαλέυκανσιν του μυστηρίου, όπερ περιέλαβε το πρόσωπον του Ιππολύτου […] Η εύρεσις του ανδριάντος του Ιππολύτου, επαληθεύσασα όσα ο ισπανός ποιητής προυδέντιος (+ 413) λέγει περί τάφου του Ιππολύτου περί την Ρώμην, μαρτυρεί ότι ο Ιππόλυτος έδρασεν εν Ρώμη και επιβεβαιοί ότι εκεί διε΄τελεσεν επίσκοπος» (ΒΕΠΕΣ 5, ΣΕΛ. 193- από την πατρολογία του Δ. Μπαλάνου).

Επομένως κε Τομαρά, δεν μπορείτε να ισχυρίζεστε ότι δεν ήταν. Αυτό δείχνει προχειρότητα και όχι αντικειμενική μελέτη. Αν γνωρίζατε καλύτερα τα πράγματα, έπρεπε να επισημάνετε και τις δύο απόψεις!

Όπως και να έχει, είτε υπήρξε κανονικός επίσκοπος ή μη κανονικός, σημασία έχει ότι μιλάει για «αρχιερατεία». Ο επίσκοπος, ο πρεσβύτερος, και ο διάκονος είναι βαθμοί της μίας και αυτής ιεροσύνης. Και φυσικά, η διαδοχή είναι και στους τρείς βαθμούς της ειδικής ιεροσύνης. Ο Ιππόλυτος θα μπορούσε να μην αναφερθεί καθόλου σε «αρχιερατεία». Εσείς, αναφέρεστε σε δική σας «αρχιερατεία» ή του «επισκόπου» σας, έστω και μεταφορικά; Αστείο για όσους γνωρίσαμε την Προτεσταντική λογική.

Γράφει ο κος Τομαράς: «διακρίνουμε ότι μιλώντας για «αρχιερατεία» μιλάει πνευματικά, δηλαδή ως προς τα καθήκοντα του πρεσβυτερίου που ήταν αρχικά καθήκοντα των αποστόλων»

Ένα από τα καθήκοντα είναι η τέλεση της Θείας Ευχαριστίας, η λειτουργία που ήδη έχουμε δει.

7. Ο κος Τομαράς θίγει (στο άσχετο) και το θέμα της Αποστολικής Διαδοχής.
Παραθέτουμε τα παρακάτω λίνκ, τα οποία και αποτελούν απαντήσεις μας.

Α) Η Αποστολική διαδοχή, ένα από τα κριτήρια των πρώτων χριστιανών για την διάκριση μεταξύ Εκκλησίας και αιρέσεως.

Β) Ιεροσύνη- Απόστολοι- Αποστολική Διαδοχή- Η αποστολική διαδοχή ως κριτήριο γνησιότητας- Περί ανύπαρκτης αποστολικής διαδοχής των Προτεσταντικών ομολογιών.

Γ)  Οι διάδοχοι τών αποστόλων και η αληθινή Χριστιανική Εκκλησία



8. Περί της πλάνης του χιλιασμού.

Α) Η Χιλιετής Βασιλεία είναι παρούσα.

Β) Πίστευε η αρχαία εκκλησία στον χιλιασμό;

Γ) ΟΛΙΓΑ ΠΕΡΙ ΧΙΛΙΕΤΟΥΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ


9. Προτεσταντισμός- πεντηκοστιανισμός και πολυδιάσπαση.

Ειδικό αφιέρωμα στον κο Τομαρά.

«Διαφορετικές προτεσταντικές θεολογίες χρησιμοποιούν τις ίδιες Γραφές. Οι διαφορετικές μέθοδοι ερμηνείας τους είναι επομένως αυτό που καθιστά κάθε θεολογία μοναδική. Ο λόγος που προτεστάντες διαφορετικών ομολογιών καταλήγουν σε διαφορετικές μεθόδους ερμηνείας της Αγίας Γραφής είναι ότι προσεγγίζουν την ερμηνευτική διαδικασία κάνοντας διαφορετικές παραδοχές. Αναπόφευκτα λοιπόν, κοιτάζουν τις Γραφές μέσα από διαφορετικούς ερμηνευτικούς φακούς» (Μ. Γκάλλατιν, πρώην προτεστάντης).

Από την διαδικτυακή ιστοσελίδα «Αποστολική Πίστη», η οποία ανήκει σε ετερόδοξους (πεντηκοστιανούς για την ακρίβεια) για τον Προτεσταντισμό:

«Το απελπιστικό και εμφανώς άλυτο σχίσμα προκλητικά θέτει σε αμφιβολία τη βασική Προτεσταντική θέση ότι οι Γραφές είναι διαφανείς και αυτοαποδεικνούμενες και ότι οι άνθρωποι καλής θελήσεως εύκολα θα συμφωνούσαν στα μηνύματα τους..» 
(H.Hillebrad, Διαιρημένη Χριστιανοσύνη, σ.290).

«Ήδη από το 1665 ο Μοραβός επίσκοπος Τζ. Κομένιος (+1670) έγραφε: «Ο τεράστιος αριθμός των δασκάλων είναι αιτία για την δημιουργία αναριθμήτων ομάδων (σημ. στον Προτεσταντισμό) για τις οποίες σύντομα δεν θα υπάρχουν άλλα ονόματα να δοθούν. Κάθε εκκλησία ανακηρύττει τον εαυτόν της ως τη μόνη αληθινή, ή τουλάχιστον την πιο γνήσια [...] ενώ ανάμεσα τους καταδιώκει η μία την άλλη με πικρό μίσος [...] από τη Βίβλο αυτοί κατασκευάζουν τα διαφορετικά δόγματα, τα οποία γίνονται φρούρια και επάλξεις τους που φυλάσσονται από πίσω και εξαγγέλλουν τις επιθέσεις τους..."».

Στο βιβλίο, «Παγκόσμια Πεντηκοστή, μια πεντηκοστιανή- χαρισματική  εγκυκλοπαίδεια», αναφέρεται:

«Η λυπηρή ιστορία των ατέρμονων Προτεσταντικών σχισμάτων, όπου όλοι μάχονται εναντίον των άλλων για την Γραφή και την αλήθεια, είναι σε όλους γνωστή. Ο Λούθηρος από τους πρώτους ανοικτά και κατ’ επανάληψη κατέκρινε αυτόν τον εγωιστικό ατομικισμό. Ένας αυτόπτης μάρτυρας, ο Μοραβός επίσκοπος J. A Comenius (+ 1670), ένας βαθύτατα πνευματικός άνθρωπος, περιέγραψε γεμάτος αγανάκτηση το όλο Προτεσταντικό χάος στο βιβλίο του «Ενός χρεία εστί», ως κάτωθι: «Ο τεράστιος αριθμός των δασκάλων είναι η αιτία για τη δημιουργία αναρίθμητων ομάδων για τις οποίες σύντομα δεν θα υπάρχουν άλλα ονόματα να δοθούν. Κάθε εκκλησία ανακηρύττει τον εαυτό της ως τη μόνη αληθινή, ή τουλάχιστον την πιο γνήσια…Από τη Βίβλο αυτοί κατασκευάζουν τα διαφορετικά δόγματα, τα οποία γίνονται φρούρια και επάλξεις τους που φυλάσσονται από πίσω και εξαγγέλλουν τις επιθέσεις τους» (Παγκόσμια Πεντηκοστή, Ά τόμος, σελ. 197).

«…η ελευθεριότητα της ερμηνείας των Γραφών χωρίς σαφή γνώση των Ελληνικών πρωτοτύπων και με την ταυτόχρονη περιφρόνηση της ερμηνευτικής συμμαρτυρίας της αρχαίας Εκκλησίας, οδήγησε στο χάος τις «μη κρατικές» λεγόμενες «ελεύθερες» εκκλησίες… «εάν ο κάθε ένας γίνεται από μόνος του κριτής, εάν ο καθένας αποκτά παγκόσμια διακονία, στεκόμενος ενώπιον των Γραφών σαν πάπας του εαυτού του, τότε τι θα μπορούσε να σταματήσει τη δημιουργία τόσων εκκλησιών και ομάδων και παρασυναγωγών, όσων είναι και οι άνθρωποι»;»
(Παγκόσμια Πεντηκοστή, Α’ τόμος, σελ. 301).

Ας τα δούμε και με νούμερα:

Σύμφωνα με το «Dictionary of Christianity in America» [Protestant]
(Downers Grove, IL: Intervarsity Press, 1990), υπήρχαν 20.800 ομολογίες- δόγματα Προτεσταντικά ως το 1980.

Σύμφωνα με την «Encyclopedia of Christianity», το 1985 ο αριθμός τους αυξήθηκε σε 22.150. 

Σύμφωνα με την «World Christian Encyclopedia», το 2001 ο αριθμός υπερέβη τις 33.000! Όλο και νέα σχίσματα. Κάθε νέα «αποκάλυψη», και νέο σχίσμα!

Σε αυτό συμφωνεί και η βικιπαίδεια: «The doctrines of the over 33,000 Protestant denominations vary, but most include justification by grace through faith alone, known as Sola Gratia and Sola Fide respectively, the priesthood of all believers, and the Bible as the supreme authority in matters of faith and morals, known as Sola ScripturaLatin for «by scripture alone».
http://en.wikipedia.org/wiki/Protestantism

Όλα «Sola» και όλο διασπάσεις!



Ο πρώην Προτεστάντης SCHAEFFER FRANK, επίσης κάνει λόγο για 23.000 ομολογίες στο βιβλίο του «ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΙΣΤΗ ΣΤΟΝ ΑΙΩΝΑ ΤΩΝ ΨΕΥΤΙΚΩΝ ΘΡΗΣΚΕΙΩΝ». Οι αριθμοί μπορεί να διαφέρουν εξ αιτίας των συνεχών σχισμάτων, αλλά ο αριθμός δεν πέφτει κάτω από τις χιλιάδες.

Και για τους Πεντηκοστιανούς, τα πράγματα δεν είναι καλύτερα.

Στο εν λόγο βιβλίο που ανέφερα και παραπάνω, στις σελίδες 558- 699 αναφερόμενο στις «εκκλησίες» και τις ομάδες των Πεντηκοστιανών, δεν κάνει τίποτα άλλο από το να αναφέρει τα σχίσματα από τα οποία προήλθε η κάθε ομάδα. Όχι μόνο σχίσματα που αφορούν θέματα διοικητικά, αλλά ακόμα και σε θέματα πίστεως- δόγματος.

Στο πεντηκοστιανικό περιοδικό «Αποστολική Πίστη», είχε γραφτεί:
«το Πεντηκοστιανό κίνημα είναι το πλέον πολυσχιδές σε κάθε χώρα» (περιοδικό ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΠΙΣΤΗ, ΜΑΪΟΣ 2002, σελ.12, υποσ.4). 

Σύμφωνα με την ιστοσελίδα http://www.seeking4truth.com/pentecostal_denominations123.htm, ανάμεσα στις 700 διαφορετικές πεντηκοστιανές ομολογίες, υπάρχουν και 80 ομολογίες αντί-Τριαδικές (που δεν παραδέχονται δηλαδή την Αγία Τριάδα). Και οι διαφορές δεν είναι μόνο αυτές!

Στον αντίποδα έχουμε την Αγία Γραφή που λέει καθαρά και ξάστερα:

 «[…]Εν σώμα και εν Πνεύμα, καθώς και προσεκλήθητε με μίαν ελπίδα της προσκλήσεώς σας· εις Κύριος, μία πίστις, εν βάπτισμα […]» (Εφεσίους, δ 4-5).

«[…] έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους» (Ιούδας, 3).

«Έτι πολλά έχω να είπω προς εσάς, δεν δύνασθε όμως τώρα να βαστάζητε αυτά. Όταν δε έλθη εκείνος, το Πνεύμα της αληθείας, θέλει σας οδηγήσει εις πάσαν την αλήθειαν· διότι δεν θέλει λαλήσει αφ' εαυτού, αλλ' όσα αν ακούση θέλει λαλήσει, και θέλει σας αναγγείλει τα μέλλοντα».(Ιωάννης ιστ 13).

Όπως επίσης, και με τα σαφέστατα λόγια του απ Παύλου, που αναφέρει την εκκλησία ως «ο στύλος και το εδραίωμα της αληθείας» (Α Τιμοθέου, γ 15)

Έχουν αυτά καμία σχέση με το Προτεσταντικό χάος που παραδέχονται οι ίδιοι οι Προτεστάντες (προς τιμή τους), με τα παραπάνω χωρία της Αγίας Γραφής; Και όμως, ο κος Τομαράς, αντί να παραδεχτεί αυτήν την πικρή αλήθεια για τους ομοθρήσκους του, διαστρέφει τα λόγια της Γραφής που λέει ότι μελετά και συμβουλεύεται για την πίστη του.

Στην πρώτη μου απάντηση, είχα αναφερθεί στο θέμα της πίστης. Στο ότι δηλαδή ο Χριστιανός πιστεύει σε συγκεκριμένα πράγματα. Στο ότι υπάρχει συγκεκριμένη αλήθεια- διδασκαλία.

Ο κος Τομαράς, στην ανταπάντησή του, παρουσίασε άσχετα χωρία, τα οποία και σχολιάζουμε επιγραμματικά.

«Δίδεται δε εις έκαστον η φανέρωσις του Πνεύματος προς το συμφέρον. Διότι εις άλλον μεν δίδεται διά του Πνεύματος λόγος σοφίας, εις άλλον δε λόγος γνώσεως κατά το αυτό Πνεύμα, εις άλλον δε πίστις διά του αυτού Πνεύματος, εις άλλον δε χαρίσματα ιαμάτων διά του αυτού Πνεύματος, εις άλλον δε ενέργειαι θαυμάτων, εις άλλον δε προφητεία, εις άλλον δε διακρίσεις πνευμάτων, εις άλλον δε είδη γλωσσών, εις άλλον δε ερμηνεία γλωσσών. Πάντα δε ταύτα ενεργεί το εν και το αυτό Πνεύμα, διανέμον ιδία εις έκαστον καθώς θέλει. Διότι καθώς το σώμα είναι εν και έχει μέλη πολλά, πάντα δε τα μέλη του σώματος του ενός, πολλά όντα, είναι εν σώμα, ούτω και ο Χριστός» (Ά Κορινθίους, ιβ 7-12).

Τα χωρία εδώ αναφέρονται στα πνευματικά χαρίσματα. Η φανέρωση του Αγίου Πνεύματος, είναι η διαμοίραση των χαρισμάτων. Καμία σχέση με την διδασκαλία. Μάλιστα, ο απ Παύλος αναφέρεται σε ένα Σώμα και όχι σε πολλά. Πολλά είναι τα μέλη (ο κάθε πιστός) αλλά το Σώμα είναι ένα, όχι χιλιάδες διαφορετικά.

«Διότι κατά μέρος γινώσκομεν και κατά μέρος προφητεύομεν· όταν όμως έλθη το τέλειον, τότε το κατά μέρος θέλει καταργηθή. Ότε ήμην νήπιος, ως νήπιος ελάλουν, ως νήπιος εφρόνουν, ως νήπιος εσυλλογιζόμην· ότε όμως έγεινα ανήρ, κατήργησα τα του νηπίου. Διότι τώρα βλέπομεν διά κατόπτρου αινιγματωδώς, τότε δε πρόσωπον προς πρόσωπον· τώρα γνωρίζω κατά μέρος, τότε δε θέλω γνωρίσει καθώς και εγνωρίσθην» (Α Κορινθίους, ιγ 9-12).

Ο απόστολος αναφέρεται στην γνώση του Θεού. Αυτή η γνώση είναι κατά μέρος, όχι η γνώση της διδασκαλίας της αλήθειας, της οποίας στύλος είναι η Εκκλησία. Βέβαια, κανείς δεν ισχυρίστηκε ποτέ ότι ξέρουμε τα πάντα περί του θεού. Ξέρουμε όμως όσα αφορούν την ζωή μας εδώ στην γη και έχουν να κάνουν με την δογματική διδασκαλία. Άλλο το ένα, άλλο το άλλο. Όταν όμως θα έρθει το τέλειο, στην Βασιλεία του Θεού όπου οι πιστοί θα απολαμβάνουν το άκτιστο φως του τριαδικού Θεού, τότε η μερική γνώση θα καταργηθεί για να πάρει την θέση της ο πλήρης φωτισμός.

«Ο λαλών γλώσσαν αγνώριστον εαυτόν οικοδομεί, ο δε προφητεύων την εκκλησίαν οικοδομεί. Θέλω δε πάντες να λαλήτε γλώσσας, μάλλον δε να προφητεύητε· διότι ο προφητεύων είναι μεγαλήτερος παρά ο λαλών γλώσσας, εκτός εάν διερμηνεύη, διά να λάβη οικοδομήν η εκκλησία» (Α Κορινθίους, ιδ 4-5).

Ο απόστολος μιλάει για χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος (στο κείμενο αναφέρεται «λαλων γλωσση» - το «αγνώριστον» δεν υπάρχει στο κείμενο). Αυτά τα χαρίσματα δεν έχουν να κάνουν με την διδασκαλία, υπό την έννοια δηλαδή ότι η Εκκλησία δεν έχει πάσα την αλήθεια και περιμένει από τους χαρισματούχους. Η προφητεία, όπως λέει ο ίδιος ο απόστολος στο ίδιο κεφάλαιο, είναι για προτροπή, έλεγχο, και παρηγορία. Ίσα ίσα, που αυτά τα χαρίσματα ελέγχονται από την διδασκαλία και αλήθεια της Εκκλησίας. «Προφήται δε ας λαλώσι δύο ή τρεις, και οι άλλοι ας διακρίνωσιν» (Α Κορινθίους, ιδ 29).

«Τι πρέπει λοιπόν, αδελφοί; Όταν συνέρχησθε, έκαστος υμών ψαλμόν έχει, διδαχήν έχει, γλώσσαν έχει, αποκάλυψιν έχει, ερμηνείαν έχει· πάντα ας γίνωνται προς οικοδομήν. Εάν τις λαλή γλώσσαν αγνώριστον, ας κάμωσι τούτο ανά δύο ή το περισσότερον ανά τρεις και εκ διαδοχής, και εις ας διερμηνεύη· αλλ' εάν δεν ήναι διερμηνευτής, ας σιωπά εν τη εκκλησία, ας λαλή δε προς εαυτόν και προς τον Θεόν. Προφήται δε ας λαλώσι δύο ή τρεις, και οι άλλοι ας διακρίνωσιν· εάν δε έλθη αποκάλυψις εις άλλον καθήμενον, ο πρώτος ας σιωπά. Διότι δύνασθε ο εις μετά τον άλλον να προφητεύητε πάντες, διά να μανθάνωσι πάντες και πάντες να παρηγορώνται· και τα πνεύματα των προφητών υποτάσσονται εις τους προφήτας· διότι ο Θεός δεν είναι ακαταστασίας, αλλ' ειρήνης. Καθώς εν πάσαις ταις εκκλησίαις των αγίων» (Α Κορινθίους, ιδ 26-33).

Και πάλι, τα εδάφια δεν λένε ότι η Εκκλησία δεν έχει όλη την αλήθεια. Αυτά έχουν να κάνουν με το κομμάτι των χαρισμάτων και είναι πάντα υπό έλεγχο. Σαφέστατος ο απόστολος· «[…]οι άλλοι ας διακρίνωσιν[…]». Ο άγιος Μάξιμος, αναφέρει σχετικά: «Η προφητεία χρειάζεται το χάρισμα της διακρίσεως των πνευμάτων, για να γίνει γνωστό ποιος και από πού και που οδηγεί και ποιού πνεύματος είναι και για ποιόν λόγο ομιλε. Μήπως είναι κάποιος φλύαρος και η γλώσσα προφέρεται τυχαία από τη βλάβη του μυαλού εκείνου που τη μιλάει, ή είναι μια αυθόρμητη κίνηση αυτού που δήθεν προφητεύει, που από πολλή εμπειρία και ευφυΐα συμπεραίνει σύμφωνα με τον λόγο για κάποια φυσικά πράγματα, Ή μήπως είναι του πονηρού και δαιμονικού πνεύματος, όπως συμβαίνει με τον Μοντανό και τους ομοίους του, μια τερατολογία που εκφράζεται με την μορφή της προφητείας»(Ερωτήσεις και Αποκρίσεις, ερώτηση 172, ΕΠΕ 14 Ε, 158).

(Το κίνημα του Μοντανού έχει αρκετές ομοιότητες με αυτό των πεντηκοστιανών).

«Όσοι λοιπόν είμεθα τέλειοι, τούτο ας φρονώμεν· και εάν φρονήτε τι άλλως πως, και τούτο θέλει αποκαλύψει εις εσάς ο Θεός» (Φιλιπ. γ 15).

Το χωρίο αναφέρεται στο κάθε ένα πιστό και όχι στην Εκκλησία ως Σώμα Χριστού. Η Εκκλησία δεν παύει να έχει όλη την θεία αλήθεια, άσχετο κατά πόσο την βιώνει το κάθε μέλος της ξεχωριστά.

Θα ήταν άτοπο να παραθέσουμε εδώ όλα τα αγιογραφικά χωρία που χρησιμοποιεί ο κος Τομαράς. Μπορείτε να τα δείτε με την ησυχία σας στην ανταπάντησή του. Και θα ήταν άτοπο, από την στιγμή που ενώ εμείς αναφερόμαστε στην Εκκλησία, εκείνος αναφέρεται στους «τινές». Καθόλου παράδοξο σε όσους είχαμε την «ατυχία» να ανατραφούμε πνευματικά σε αιρετικό χώρο. Για τους Ορθόδοξους, η αλήθεια είναι κατατεθειμένη στην Εκκλησία του Χριστού, για τους αιρετικούς Προτεστάντες, ο κάθε πιστός διεκδικεί μέρος της αλήθειας. Να γιατί υπάρχουν σε αυτούς χιλιάδες διαφορετικές «αλήθειες». Βέβαια, ο απόστολος απευθύνει όλα τα χωρία που αντιγράφει ο κος Τομαράς (χωρίς να τα κατανοεί εκκλησιολογικά όμως ο κος Τομαράς), σε μία Εκκλησία και όχι σε χιλιάδες ομάδες με διαφορετικό «πιστεύω» η κάθε μία.

Το αν μερικοί («τινές») ελέγχονται στα χωρία που δίνει ο κος Τομαράς, αυτό και βέβαια δεν σημαίνει ότι η Εκκλησία δεν έχει όλη την αλήθεια. Αν δεν την είχε, δεν θα μπορούσε να ελέγξει αυτούς τους κακόδοξους. Εμείς δεν ισχυριστήκαμε ότι δεν υπάρχουν κάποιοι που φέρουν πλάνες στην Εκκλησία, αλλά ότι στην Εκκλησία πλάνη δεν χωράει, δηλαδή δεν υιοθετεί τις πλάνες . Αυτό που πιστεύει επίσημα η Εκκλησία, η ορθοδοξία της (το να πιστεύει ορθά) δεν εξαρτάται από το αν κάποια μέλη της έχουν πέσει σε αιρέσεις. Ο κος Τομαράς λοιπόν, και πάλι επικαλείται μεν χωρία, αλλά δεν απαντά καθόλου σε αυτό που ισχυριστήκαμε βάση της Γραφής. Ο κος Τομαράς συγχέει την Εκκλησία με τους «τινές». Οι υποσχέσεις όμως του Χριστού δεν δόθηκαν στον καθένα ξεχωριστά, αλλά στο Σώμα της Εκκλησίας, δια των αποστόλων Του που είναι το θεμέλιό της, και με ακρογωνιαίο λίθο τον Ιησού μας Χριστό. Και ξαναλέμε στον κο Τομαρά, μπας και το χωνέψει, ότι ο Ιησούς έδωσε υπόσχεση στην Εκκλησία που Εκείνος ίδρυσε το 33 μ Χ (και όχι ο Λούθηρος και οι λοιποί αιρεσιάρχες της Διαμαρτύρησης τον 16ο αιώνα) ότι
«[…] επί ταύτης της πέτρας (σημ. της ομολογίας του απ Πέτρου που προηγήθηκε ότι ο Χριστός είναι ο Υιός του Θεού του ζώντος) θέλω οικοδομήσει την εκκλησίαν μου, και πύλαι άδου δεν θέλουσιν ισχύσει κατ' αυτής» (Ματθαίος, ιστ 18), όπου «Πύλες του Άδη» οι αιρετικοί και οι αιρεσιάρχες κατά τον άγιο Επιφάνιο Κύπρου.

Μπαφίτης Στυλιανός.
Αφιερωμένο σε όσους ετερόδοξους ψάχνουν την αλήθεια.


Πηγές:
1. Αγία Γραφή
2. Υπόμνημα Π. Τρεμπέλα, Εις το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον
3. Υπόμνημα Π. Τρεμπέλα, Εις τας επιστολάς, Α’ τόμος
4. Υπόμνημα αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Εις το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον, ΕΠΕ 13 Α)
5. Αποστολικοί Πατέρες Α’ τόμος, Χ. Κρικώνης (επιστολή αγ. Κλήμη Ρώμης)
6. ΒΕΠΕΣ, τόμος 2ος, και 5ος
7. Αποστολικοί Πατέρες άπαντα τα έργα, τόμος 4ος (αγίου Ιγνατίου επιστολές)
8. «Η Θ. Ευχαριστία και τα προνόμια της Κυριακής ημέρας», Ν. Σκρέττας
9. Ψηφιακή βιβλιοθήκη TLG
10. Εκκλησιαστική Ιστορία Βλ. Φειδά, Α’ τόμος
11. Εκκλησιαστική Ιστορία Β. Κ Στεφανίδη, 6η έκδοσις
12. Εκκλησιαστική Ιστορία Ευσεβίου
13. Πατρολογία Στ. Παπαδόπουλου, Α’ τόμος
14. Πατρολογία Π. Χρήστου, Δ’ Τόμος
15. Δογματική της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Π. Τρεμπέλα, 1ος Τόμος
16. «Ενότης της Εκκλησίας εν τη Θ. Ευχαριστία», Ι. Ζηζιούλας
17. Έργα αγίου Ισίδωρου Πηλουσιώτη, ΕΠΕ 1.
18. Λεξικό Αρχαίας Ελληνικής, Π. Χ Δορμπαράκη
19. Λεξικό της Κ. Διαθήκης, Σωφρόνιος Ευστρατιάδης
20. Κλίμακα αγίου Ιωάννη
21. «Παγκόσμια Πεντηκοστή», Α' Τόμος


Μελέτη: Στέλιος Μπαφίτης
Επιμέλεια: Σοφία Ντρέκου


πηγή: Ex Protestant
-------------------------------------------------------------------------------------------------

Σημείωση Συντακτικής Ομάδας

Θα πρέπει να αναγνωρίζετε την Πατρότητα του Έργου, και τα Πνευματικά δικαιώματα όπως ρητά αναφέρονται και στους όρους Χρήσης της

ΠΑΤΕΡΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ


Όλα τα πνευματικά δικαιώματα ανήκουν στους Συγγραφείς τους κ.Στέλιο Μπαφίτη και κ.Σοφία Ντρέκου. 


Επιτρέπεται η ηλεκτρονική και έντυπη αναπαραγωγή του κειμένου, με την  προϋπόθεση ότι:


Α) Δεν θα αλλοιωθεί το κείμενο (πρέπει να αναδημοσιευτεί αναλλοίωτο,αυτούσιο)


Β) Θα διατίθεται στους ενδιαφερόμενους δωρεάν και


Γ) θα αναγράφεται ως πηγή προέλευσης του, η Ιστοσελίδα


EX PROTESTANT


Δέν επιτρέπεται η Εμπορική Αξιοποίηση τού Έργου

Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
!-

2 σχόλια :

Nik Vythoulkas on 15 Ιανουαρίου 2013 στις 2:40 μ.μ. είπε...

Αγαπητέ Στέλιο και Σοφία

Θέλω νά έχω το προνόμιο να είμαι ο πρώτος που σχολιάζει τήν ανάρτηση σας

"Γιατί πιστεύουμε στην ειδική Ιεροσύνη"

Το διάβασα ολόκληρο και πιστεύω οτι είναι ενα εμπεριστατωμένο,εμπνευσμένο κείμενο με αναλύσεις και παραμπομπές σε κείμενα τών Αγίων και Θεοφόρων Πατέρων και Εκκλησιαστικών Συγγραφέων

Σας αξίζουν πολλά συγχαρητήρια για τήν πνευματική σας εργασία !!

Ο Διαχειριστής

Νικος

Unknown on 20 Ιανουαρίου 2013 στις 9:34 π.μ. είπε...

Ευχαριστούμε θερμά για τα καλά σας σχόλια και ευελπιστούμε σε ακόμη περισσότερες εργασίες αυτού του είδους.

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

 

FACEBOOK

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ


Histats

ΣΥΝΟΛΙΚΕΣ ΠΡΟΒΟΛΕΣ ΣΕΛΙΔΩΝ

extreme

eXTReMe Tracker

pateriki


web stats by Statsie

ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΣΤΟ FACEBOOK

 PATERIKI


CoolSocial

CoolSocial.net paterikiorthodoxia.com CoolSocial.net Badge

Τελευταία Σχόλια

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ TRANSLATE

+grab this

ON LINE

WEBTREND

Κατάλογος ελληνικών σελίδων
greek-sites.gr - Κατάλογος Ελληνικών Ιστοσελίδων

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

MYBLOGS

myblogs.gr

ΓΙΝΕΤΕ ΜΕΛΟΣ - JOIN US

Καταθέστε τα σχόλια σας με ευπρέπεια ,ανώνυμα, παραπλανητικά,σχόλια δεν γίνονται δεκτά:
Η συμμετοχή σας προυποθέτει τούς Όρους Χρήσης

Please place your comments with propriety, anonymous, misleading, derogatory comments are not acceptable:
Your participation implies in the Terms of Use


| ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ © 2012. All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos | Γιά Εμάς About | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |