ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟΝ
Α΄ Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΩΣ ΑΤΕΛΕΥΤΗΤΟΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ
Η προσευχή είναι ατελεύτητος δημιουργία ανωτέρα πάσης τέχνης ή επιστήμης. Δια της προσευχής εισερχόμεθα εις κοινωνίαν μετά του Ανάρχου Όντος. Ή άλλως: Η ζωή του όντως Όντος Θεού εισχωρεί εν ημίν δια του αγωγού της προσευχής. Αύτη είναι πράξις υψίστης σοφίας, υπερέχουσα παντός κάλλους και πάσης αξίας. Εν τη προσευχή εγκρύπτεται η αγία αγαλλίασις του πνεύματος ημών. Αι οδοί όμως της δημιουργίας ταύτης είναι περίπλοκοι. Μυριάκις θα βιώσωμεν και την φλογεράν ανάτασιν προς τον Θεόν και τας επαναλαμβανομένας εκπτώσεις από του Φωτός Αυτού. Συχνάκις και πολυτρόπως θα αισθανθώμεν την ανικανότητα του νοός ημών να υψωθή προς Αυτόν· ενίοτε θα ιστάμεθα επί των ορίων, τρόπον τινά, της αφροσύνης και εν οδύνη καρδίας θα ομολογώμεν εις Αυτόν την οικτράν ημών κατάστασιν:
«Συ έδωκας την εντολήν Σου να αγαπώ, και αποδέχομαι αυτήν μεθ’ όλης της υπάρξεώς μου· αλλ’ ιδού, εν εμοί τω ιδίω δεν ευρίσκω την δύναμιν της αγάπης ταύτης … Συ εί η Αγάπη· ελθέ τοίνυν Συ Αυτός και σκήνωσον εν εμοί και ποίησον εν εμοί παν ό,τι Συ ενετείλω ημίν, ότι η εντολή Σου αμετρήτως υπερβαίνει εμέ … Αποκάμνει ο νους μου, δεν δύναται να Σε εννοήση. Αδυνατεί το πνεύμα μου να διεισδύση εις τα μυστήρια της ζωής Σου … Θέλω εν πάσι να ποιώ το θέλημα Σου, αλλ’ αι ημέραι μου παρέρχονται εν αδιεξόδοις αντιφάσεων … Τρέμω μη απολέσω Σε ένεκα των πονηρών εκείνων λογισμών, οίτινες εμφωλεύουν εν τη καρδία μου· και ο φόβος ούτος καθηλοί εμέ επί σταυρού … Ελθέ ούν και σώσον με τον καταποντιζόμενον, ως έσωσας τον Πέτρον, τον τολμήσαντα να πορευθή προς συνάντησιν Σου επί των υδάτων της θαλάσσης» (βλ. Ματθ. 14, 28-31).
Κατά καιρούς φαίνεται εις ημά ότι η ενέργεια της προσευχής είναι καθ’ υπερβολήν βραδεία, δυσανάλογος προς την βραχύτητα της ζωής ημών· και κραυγή εξέρχεται εκ του στήθους: «Τάχυνον»! Ούτος ουχί πάντοτε αποκρίνεται πάραυτα εις την πρόσκλησιν ημών. Εγκαταλείπει την ψυχήν ημών ως τινα καρπόν επί του δένδρου, να καίηται υπό του ηλίου να δέχηται τα κτυπήματα των ψυχρών και ισχυρών ανέμων, να καταπονήται υπό της δίψης ή να υποφέρη τα ρεύματα των υετών. Εάν όμως ημείς κρατώμεν ισχυρώς δια των χειρών ημών το κράσπεδον του ιματίου Αυτού θα ίδωμεν το αγαθόν αποτέλεσμα.
Είναι απαραίτητον να παραμείνωμεν εν προσευχή κατά το δυνατόν επί εκτενέστερον χρόνον, ίνα η αήττητος Αυτού δύναμις διεισδύση εντός ημών και καταστήση ημάς ικανούς να αντισταθώμεν προς πάσας τας καταλυτικάς επιδράσεις. Και όταν αυξηθή η δύναμις αύτη εν ημίν, τότε η χαρά της ελπίδος δια την τελικήν νίκην ανατέλλει εν ημίν.
Η προσευχή αποκαθιστά οπωσδήποτε εν ημίν την θείαν εκείνην πνοήν, την οποίαν ο Θεός «ενεφύσησεν εις το πρόσωπον του Αδάμ», και δυνάμει της οποίας ούτος «εγένετο εις ψυχήν ζώσαν» (Γέν. 2,7). Το αναγεννημένον δια της προσευχής πνεύμα ημών αρχίζει να εκπλήττηται προ του μεγάλου μυστηρίου του Είναι. Ιδιαίτερος δε ενθουσιασμός ισχυρού ρεύματος κατακλύζει τον νουν ημών: το Είναι! Οποίον θαυμαστόν μυστήριον … Πώς είναι τούτο δυνατόν! … «Θαυμαστός ο Θεός και θαυμαστή η δημιουργία Αυτού». Λαμβάνομεν πείραν του νοήματος των λόγων του Χριστού: «Εγώ ήλθον ίνα ζωήν έχωσι και περισσόν έχωσιν» (Ιωάν. 10,10). Περισσόν! Και αληθώς, ούτως έχει.
Αλλά και πάλιν επαναλαμβάνομεν το αυτό: Η ζωή αύτη είναι παρόδοξος, καθώς παράδοξος είναι πάσα διδαχή Κυρίου: «Πυρ ήλθον βαλείν επί την γην και τί θέλω ει ήδη ανήφθη» (Λουκ. 12,49). Είναι απαραίτητον εις πάντας ημάς τους υιούς του Αδάμ να διέλθωμεν δια του ουρανίου τούτου πυρός του καταφλέγοντος τας ρίζας των θανατηφόρων παθών. Αλλέως δεν θα ίδωμεν το Πυρ τούτο μεταβαλλόμενον εις Φως νέας ζωής, διότι εν τη πτώσει ημών η καύσις προηγείται του φωτισμού και ουχί αντιθέτως. Συνεπώς ας ευλογήσωμεν τον Κύριον και δια την κατακαίουσαν ταύτην ενέργειαν της αγάπης Αυτού.
Ημείς ολίγα εισέτι γνωρίζομεν, και ταύτα μόνον εκ μέρους (βλ. Α’ Κορ. 13,9). Νυν όμως είναι και εις ημάς γνωστόν ότι δεν υπάρχει άλλη οδός, ίνα γίνωμεν «υιοί αναστάσεως» (Λουκ. 20,36), υιοί Θεού, ίνα συμβασιλεύσωμεν μετά του Μονογενούς. Όσον οδυνηρά και αν είναι η διαδικασία της αναπλάσεως ημών, οποιαδήποτε και αν είναι τα μαρτύρια και η κατά καιρούς αγωνία, δια μέσου των οποίων καθοδηγεί ημάς ο Θεός, το παν εν τέλει αποβαίνει ευλογημένον. Εάν η επίτευξις επιστημονικής πολυμαθείας απαιτή μακροχρόνιον και έντονον αγώνα, η απόκτησις της προσευχής απαιτεί ασυγκρίτως εντονώτερον.
Όταν το Ευαγγέλιον και αι Επιστολαί των Αποστόλων αποβούν δι’ ημάς η καθ’ ημέραν πραγματικότης, τότε αρχόμεθα να βλέπωμεν εναργώς, οπόσον αφελείς υπήρξαν αι προηγούμεναι ημών αντιλήψεις περί του Θεού και της εν Αυτώ ζωής. Μυστηριώδης είναι η Σοφία της δοθείσης εις ημάς Αποκαλύψεως: Υπερβαίνει αύτη καθ’ υπερβολήν την ανθρωπίνην φαντασίαν: «… οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη, ά ητοίμασεν ο Θεός τοις αγαπώσιν Αυτόν» (Α’ Κορ. 2,9). Η ελαχιστοτέρα εισέτι μεθ’ ημών επαφή του Θείου Πνεύματος αποτελεί δοξαν ασύγκριτον εν σχέσει προς το περιεχόμενον της άνευ Θεού ζωής ημών.
Η αυθεντική προσευχή ενούσα ημάς μετά του Υψίστου δεν είναι άλλο τι ει μη φως και δύναμις εκ των ουρανών προς ημάς καταβαίνουσα. Κατά την ουσίαν αυτής η προσευχή υπερβαίνει την κατάστασιν ημών. Δεν υπάρχει πηγή ενεργείας δι’ αυτήν εν τω κόσμω τούτω. Εάν καλώς τρέφωμαι, ίνα διατηρήσω ακμαίον το σώμα μου, τότε η σαρξ μου επανίσταται και αι απαιτήσεις αυτής αυξάνουν: Δεν διατίθεται αύτη εις προσευχήν. Εάν ταπεινώ την σάρκα δι’ υπερμέτρου νηστείας, τότε επί τινα χρόνον εν τη οδυνηρά εγκρατεία δημιουργείται ευνοϊκόν έδαφος δια την προσευχήν, κατόπιν όμως το σώμα αποκάμνει και αρνείται να ακολουθήση το πνεύμα. Εάν συναναστρέφωμαι μετά καλών ανθρώπων, συμβαίνει να αισθάνωμαι ηθικήν ικανοποίησιν, ενίοτε δε να λαμβάνω νέαν ψυχολογικήν ή διανοητικήν πείραν, όμως λίαν σπανίως παρόρμησιν προς βαθείαν προσευχήν. Εάν είμαι διανοητικώς πεπροικισμένος δια σοβαράν επιστημονικήν εργασίαν ή καλλιτεχνικήν δημιουργίαν, η επιτυχία μου εις αυτάς θα αποτελέση αφορμήν προς κενοδοξίαν, και θα καταστή αδύνατον να εύρω την βαθείαν καρδίαν: τόπον της πνευματικής προσευχής. Εάν είμαι πλούσιος εις υλικά αγαθά και μεριμνώ να εκμεταλλεύωμαι την μετά του πλούτου συνδεομένην εξουσίαν ή την δυνατότητα υλοποιήσεως τινών εκ των ιδεών μου ή ικανοποιήσεως των αισθητικών ή συναισθηματικών επιθυμιών, η ψυχή μου δεν δύναται να αναχθή προς τον Θεόν, ως εγνωρίσαμεν Αυτόν δια του Χριστού. Εάν απέλθω εις την έρημον απαρνησάμενος τα υπάρχοντα μου, και εκεί η αντίστασις πασών των κοσμικών ενεργειών παραλύει την προσευχήν μου. Και ούτω καθ’ εξής άνευ τέλους.
Η αληθής προσευχή προς τον αληθινόν Θεόν είναι κοινωνία μετά του Πνεύματος του Θεού, το Οποίον προσεύχεται εν ημίν. Τούτο δίδει εις ημάς να γνωρίσωμεν τον Θεόν· οδηγεί το πνεύμα ημών εις κατάστασιν θεωρίας της αιωνιότητος. Η πράξις της προσευχής ως Άνωθεν καταβαίνουσα χάρις υπερέχει της γηΐνης φύσεως ημών, και εξ αιτίας τούτου το φθαρτόν σώμα, ανίκανον δια την ανάβασιν εις την σφαίραν του Πνεύματος, ανθίσταται εις αυτήν· η διάνοια ανίσχυρος να περιλάβη την απειρότητα, εναντιούται, σαλεύεται υπό των αμφιβολιών, απωθούσα παν ό,τι υπερβαίνει την αντίληψιν αυτής. Εις την προσευχήν αντιπαρατίθεται το κοινωνικόν περιβάλλον, εν τω οποίω διάγομεν και το οποίον ρυθμίζει την ζωήν αυτού συμφώνως προς άλλους σκοπούς εκ διαμέτρου αντιθέτους προς την προσευχήν. Την προσευχήν δεν υπομένουν τα ενάντια πνεύματα. Μόνον όμως η προσευχή ανακαλεί τον κτιστόν κόσμον εκ της πτώσεως αυτού, υπερνικώσα την εν αυτώ μονοτονίαν και αδράνειαν δια της μεγάλης εντάσεως του πνεύματος ημών εν τη τηρήσει των εντολών του Χριστού.
Κοπιώδης είναι ο αγών δια την προσευχήν. Εναλλάσσονται αι καταστάσεις του πνεύματος ημών: Ενίοτε η προσευχή ρέει εν ημίν ως ισχυρόν ποταμός, άλλοτε δε η καρδία αποβαίνει απεξηραμμένη. Ας είναι όμως πάσα ύφεσις της ευχητικής δυνάμεως κατά το δυνατόν βραχεία. Προσευχή σημαίνει πολλάκις να ομολογώμεν εις τον Θεόν την αθλίαν ημών κατάστασιν: αδυναμίαν, ακηδίαν, αμφιβολίας, φόβους, λύπην, απόγνωσιν, εν ενί λόγω, παν ό,τι συνδέεται μετά των συνθηκών της υπάρξεως ημών. Να ομολογώμεν μη επιζητούντες καλλιεπείς εκφράσεις, ουδέ εισέτι λογικόν ειρμόν … Συχνάκις ο τρόπος ούτος στροφής προς τον Θεόν αποβαίνει η αρχή της προσευχής-διαλόγου.
Ενίοτε θα είμεθα επί των κυμάτων της Θείας Αγάπης, την οποίαν κατ’ αφελή τρόπον θα εκλάβωμεν μονομερώς ως ημετέραν προς Αυτόν αγάπην. Ούτω συνέβαινεν εις εμέ: Δεν ετόλμων να διανοηθώ ότι ήτο δυνατόν ο απείρως μέγας Δημιουργός του παντός να επιβλέψη επ’ εμέ τον μηδαμινόν και αχρείον. Και έλεγον:
«Ω, εάν ήτο δυνατόν Συ να αγαπάς εμέ τοσούτον, όσον εγώ Σε αγαπώ … Βλέπεις άρα γε, πόσον η καρδία μου Σε διψά ημέρας και νυκτός; Κλίνον προς με· επίφανον το πρόσωπον Σου επ’ εμέ· ποίησον με τοιούτον, ως Συ θέλεις να βλέπης τους κτισθέντας υπό Σου· τοιούτον, ως Συ, Πανάγιε, δύνασαι να δέχησαι και να αγαπάς …»
Δεν εγνώριζον τί έλεγον (βλ. Λουκ. 9,33)· δεν ετόλμων να σκεφθώ ότι Αυτός ο Ίδιος προσεύχεται εν εμοί.
Η θεωρία της αγιότητος και ταπεινώσεως του Θεού πλήττει την ψυχήν, και αύτη μετά μεγάλης ευλαβείας εσωτερικώς προσκυνεί Αυτόν εν αγάπη. Την τοιαύτην προσευχήν διαδέχεται ενίοτε η όρασις του ακτίστου Φωτός.
Ίνα αναγνωρίσωμεν τας εκ του Θεού προερχόμενας δωρεάς, Ούτος, μετά την επίσκεψιν, εγκαταλείπει ημάς προς καιρόν. Παράδοξον εντύπωσιν προξενεί η Θεοεγκατάληψις. Εν τη νεότητί μου υπήρξα ζωγράφος (φοβούμαι ότι και μέχρι του νυν ούτος δεν απέθανεν εντελώς εν εμοί). Το φυσικόν χάρισμα τούτο έμεινεν εντός μου. Ήτο δυνατόν να εξαντλούμαι να μη έχω δυνάμεις προς εργασίαν, ούτε έμπνευσιν· εγνώριζον όμως ότι το δώρον τούτο είναι φύσις μου. Όταν όμως ο Θεός εγκαταλείπει ημάς, τότε λαμβάνομεν αίσθησιν κενού τινος εν αυτώ τούτω τω είναι· και δεν γνωρίζει η ψυχή εάν ποτε θα επιστρέψη ο Απελθών. Ούτος απεκρύβη, εγώ δ’ εγκατελείφθην κενός· και ζω το φοβερόν τούτο κενόν ως θάνατον. ΄Δια της ελεύσεως Αυτού εις εμέ εφανερώθη τι το θαυμαστόν, ηδύ εις την καρδίαν, υπερέχον και την πλέον τολμηράν φαντασίαν. Και ιδού ευρίσκομαι εκ νέου εις εκείνην την κατάστασιν, ήτις πρότερον εφαίνετο εις εμέ φυσική, ικανοποιητική, νυν δε προξενεί φρίκην: Εμφανίζεται καθ’ υπερβολήν ζωώδης-κτηνώδης … Εισήχθην εις τον οίκον του μεγάλου Βασιλέως· εγνώρισα ότι είμαι συγγενής Αυτού, αλλ’ ιδού πάλιν δεν είμαι πλέον ει μη ανέστιος επαίτης.
Δια της εναλλαγής των καταστάσεων θα γνωρίσωμεν την διαφοράν μεταξύ των φυσικών χαρισμάτων και εκείνων τα οποία κατέρχονται ως Άνωθεν ευλογία. Δια της προσευχής της μετανοίας ηξιώθην της πρώτης επισκέψεως, αλλά και δια προσευχής, πλέον όμως ενθέρμου, ελπίζω να επανέλθη Ούτος. Και όντως, Ούτος έρχεται. Συχνάκις, και μάλιστα συνήθως, μεταβάλλει Ούτος τον τρόπον της ελεύσεως Αυτού. Ούτως ακαταπαύστως εμπλουτίζομαι υπό των επισκέψεων τούτων επί του επιπέδου του Πνεύματος: Άλλοτε εν παθήμασιν, άλλοτε εν χαρά, εγώ όμως αυξάνω. Αυξάνει η ικανότης μου να παραμένω επί μακρότερον χρονικόν διάστημα εν τη πρότερον αγνώστω σφαίρα.
Κράττει στερρώς τον νουν εν τω Θεώ και θα έλθη στιγμή κατά την οποίαν ο αθάνατον Πνεύμα θα εγγίση την καρδίαν. Ώ, η επαφή αύτη του Αγίου των Αγίων! Είναι αδύνατον να συγκριθή μεθ’ οιουδήποτε άλλου: Αρπάζει το πνεύμα ημών εις τον χώρον του ακτίστου Είναι· τιτρώσκει την καρδίαν δι’ αγάπης, διαφόρου εκείνης, ήτις συνήθως εννοείται υπό την λέξιν ταύτην. Το Φως της αγάπης ταύτης εκχέεται προς πάσαν την κτίσιν, προς όλον τον κόσμον των ανθρώπων, εν τη μακροχρονίω αυτού εμφανίσει. Η αγάπη αύτη γίνεται αισθητή υπό της φυσικής καρδίας, αλλά κατά το είδος αυτής είναι πνευματική, άκτιστος, ως παρά του Θεού εκπηγάζουσα.
Το ζωοποιόν Πνεύμα του Θεού επισκέπτεται ημάς, όταν ημείς διαμένωμεν εν καταστάσει ταπεινού ανοίγματος προς Αυτόν. Δεν παραβιάζει την ελευθερίαν ημών· περιβάλλει ημάς τοσούτον ιλαρώς, ώστε δυνάμεθα και να μη παρατηρήσωμεν Αυτό παραχρήμα. Δεν πρέπει να αναμένωμεν ότι ο Θεός θα εισβάλη εντός ημών δια της βίας, άνευ της ημετέρας συγκαταθέσεως. Ώ, ουχί: Σέβεται τον άνθρωπον, ταπεινούται ενώπιον αυτού: Η αγάπη Αυτού είναι ταπεινή· αγαπά ουχί αφ’ υψηλού, αλλ’ ως στοργική μήτηρ το εαυτής πάσχον βρέφος. Όταν ανοίγωμεν εις Αυτό την καρδίαν ημών, τότε επικρατεί το δυνατόν αίσθημα ότι Τούτο είναι «οικείον» και η ψυχή προσπίπτει μετά θαυμασμού ενώπιον Αυτού εν ταπεινή αγάπη.
Η θεία αγάπη ήτις είναι ο βαθύτερος χαρακτήρ της ζώσης αιωνιότητος, δεν δύναται να μη πάσχη εν τω κόσμω τούτω. Εις την απαλυνθείσαν δια της ασκήσεως και της επισκέψεως της χάριτος καρδίαν δίδεται συχνάκις να βιώση, έστω και εκ μέρους, την αγάπην του Χριστού, την περιπτυσσομένην άπασαν την κτίσιν εν ατελευτήτω συμπαθεία προς παν υπαρκτόν. Νυν είμαι αιχμάλωτος του Χριστού-Θεού. Εγνώρισα εμαυτόν κληθέντα εκ του μηδενός· κατά την φύσιν αυτού ο άνθρωπος είναι μηδαμινότης. Παρα ταύτα όμως αναμένομεν από του Θεού συμπάθειαν και σεβασμόν. Και αίφνης, ο Παντοδύναμος αποκαλύπτεται εις ημάς εν τη απεριγράπτω Αυτού ταπεινώσει. Η όρασις αύτη κατανύσσει την ψυχήν, καταπλήττει τον νουν. Αυθορμήτως κλίνομεν το γόνυ ενώπιον Αυτού. Όσον δε και αν αγωνιζώμεθα να ομοιάσωμεν προς Αυτόν εν ταπεινώσει, βλέπομεν ότι είμεθα ανίσχυροι να φθάσωμεν το απόλυτον Αυτού.
Η ταπείνωσις του Χριστού είναι δύναμις τα πάντα νικώσα. Εν τη κενώσει και τη προς ημάς διακονία αυτής δεν γνωρίζει εξουθένωσιν· αναλλοιώτως διαμένει θεοειδώς μεγαλειώδης εν τη φύσει αυτής. Εκφραζομένη δια των λέξεων ημών παρουσιάζεται αντιφατική. Η ταπείνωσις είναι κατηγόρημα της Θείας Αγάπης, Ήτις, εν τω ανοίγματι αυτής προς την κτίσιν, πράως δέχεται παντοίας πληγάς εκ των υπ’ Αυτής κτισθέντων όντων.
Η όρασις του Θεού θέτει τον άνθρωπον ενώπιον της αναγκαιότητος του εσωτερικού αυτοπροσδιορισμού εν αναφορά προς Αυτόν. Κατ’ ουσίαν εκάστη ενέργεια ημών απαραιτήτως ή προσεγγίζει ημάς προς τον Θεόν, ή, αντιθέτως, απομακρύνει ημάς. Όθεν η έναρξις εκάστου έργου δέον, όπως τελήται εν φόβω δια της επικλήσεως του Ονόματος του Θεού. Η ψυχή φοβείται ουχί μόνον το καταφανώς κακόν έργον, αλλά και την σκέψιν την δυναμένην να λυπήση το Πνεύμα το Άγιον, το Οποίον αύτη ηγάπησεν. Η απόστασις μεταξύ ημών και του Θεού είναι ανεκφράστως μεγάλη. Βλέπομεν εαυτούς αναξίους του Αγίου των Αγίων· η καρδία συντρίβεται εκ της μαρτυρικής επιγνώσεως της πτωχείας ημών. Δεν αντιλαμβανόμεθα εξ αρχής ότι τούτο ακριβώς το φαινόμενον είναι ήδη η αρχή της προσεγγίσεως ημών προς τον Θεόν. Η πρώτη εντολή των μακαρισμών – «μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι» – κατά τινα οργανικόν τρόπον οδηγεί προς τας επομένας βαθμίδας: προς το πένθος, την πραότητα, την πείναν και την δίψαν της δικαιοσύνης, προς την ευσπλαχνίαν, την καθαρότητα της καρδίας, προς την ζώσαν αίσθησιν της υιοθεσίας ημών· οδηγεί ημάς προς την θλιβεράν σύγκρουσιν μετά του κόσμου των παθών, προς χωρισμόν από των μη εκζητούντων την Βασιλείαν της δικαιοσύνης· προς τους διωγμούς, τους ονειδισμούς, τας δυσφημίας και τα παρόμοια. Όταν η αντίστασις του χριστιανικού πνεύματος προς το πνεύμα του κόσμου τούτου φθάση το απόγειον αυτής, η ζωή του ακολουθούντος τον Χριστόν ομοιάζει προς σταύρωσιν, έστω και επί αοράτου σταυρού. Η περίοδος αύτη είναι λίαν φοβερά και εν ταυτώ σωτήριος: Δια των εσωτερικών, ουχί σπανίως συνδεδεμένων και μετά των εξωτερικών περιστάσεων, τα παθήματα του πνεύματος ημών νικούν τα πάθη, και τότε καταργείται η εξουσία του κόσμου εφ’ ημών, εισέτι δε και ο θάνατος: Ανατέλλει η ομοίωσις προς τον σταυρωθέντα Χριστόν.
Εν τούτοις και εις την υψίστην ταύτην βαθμίδα οφείλομεν να διατηρήσωμεν την ταπείνωσιν του πνεύματος. Εξ αυτής ταύτης της πείρας θα αντιληφθώμεν ότι, ευθύς ως επέλθη αυτοϊκανοποίησις εις αντικατάστασιν της αισθήσεως της «πτωχείας», άπασα η κλίμαξ αύτη των πνευματικών αναβάσεων καταρρέει και «ο οίκος ημών αφίεται έρημος» (πρβλ. Ματθ. 23,38): Ο Θεός δεν είναι πλέον μεθ’ ημών. Ούτω γίνεται, έως ότου ταπεινωθή εκ νέου η καρδία και κράξη προς Αυτόν μετά πόνου. Εκ των εναλλασομένων τούτων βιωμάτων η ψυχή κατανοεί το μυστήριον των οδών της σωτηρίας· τρέμει παν ό,τι εναντιούται εις την ταπείνωσιν· η προσευχή αυτής καθαίρεται· ο νους και η καρδία υπό ουδενός αλλοτρίου ελκύονται, ουδέν επιθυμούν εκτός του Θεού. Δια της εξ όλης της υπάρξεως προσευχής επιχέεται εις τον προσευχόμενον δύναμις νέας ζωής. Η περαιτέρω ανάβασις είναι αρχή γνώσεως περί της μορφής του ουρανίου Όντος.
Η γηΐνη ημών ύπαρξις καθορίζεται εκ του χρόνου και του χώρου. Αλλά τί σημαίνει χρόνος; Είναι δυνατόν να δοθούν πολλοί και διάφοροι ορισμοί: Χρόνος είναι ο «τόπος» της συναντήσεως ημών μετά του Δημιουργού· χρόνος είναι η διαδικασία της πραγματοποιήσεως του σχεδίου του Θεού περί της δημιουργίας: «Ο Πατήρ μου έως άρτι εργάζεται, καγώ εργάζομαι» (Ιωάν. 5,17). Η δημιουργία δεν είναι εισέτι τετελειωμένη: «… περιπατείτε έως το φως έχετε, ίνα μη σκοτία υμάς καταλάβη· και ο περιπατών εν τη σκοτία ουκ οίδε πού υπάγει. Έως το φως έχετε, πιστεύετε εις το φως, ίνα υιοί φωτός γένησθε» (Ιωάν. 12,35-36). Εις ένα έκαστον εξ ημών παρεσχέθη «ίδιος τις χρόνος», βραχύς μεν, αλλ’ επαρκής δια την επίτευξιν της σωτηρίας. Η δημιουργική ιδέα του Θεού εν τη κτίσει αποπληρούται: «… ουκ αδυνατήσει παρά τω Θεώ παν ρήμα» (Λουκ. 1,37). Επί του Γολγοθά αποθνήσκων ο Κύριος είπε: «Τετέλεσται» … Θα έλθη άλλη στιγμή, κατά την οποίαν εκ νέου θα λεχθή όμοιος προς αυτόν λόγος· περί τούτου είναι γεγραμμένον εν τη Αποκαλύψει: «Και ο Άγγελος … ήρε την χείρα αυτού την δεξιάν εις τον ουρανόν και ώμοσεν εν τω Ζώντι εις τους αιώνας των αιώνων … ότι χρόνος ουκέτι έσται» (10,5-6).
Εφ’ όσον διάγομεν εν τούτω τω «σώματι της αμαρτίας» και συνεπώς εν τω κόσμω τούτω, δεν θα παύση η ασκητική πάλη προς τον «νόμον της αμαρτίας», τον ενεργούντα εν τη σαρκί ημών (πρβλ. Ρωμ. 6,6 και 7,23). Βλέποντες εαυτούς ότι δεν δυνάμεθα να υπερνικήσωμεν τον θάνατον τούτον δια των ιδίων ημών δυνάμεων, εμπίπτομεν εις απόγνωσίν τινα περί της σωτηρίας ημών. Όσον παράδοξον και αν φαίνηται τούτο, είναι εν τούτοις αναγκαίον να ζήσωμεν την βαρείαν ταύτην κατάστασιν, να βιώσωμεν αυτήν εκατοντάκις, ώστε βαθέως να εντυπωθή εν τη συνειδήσει ημών. Η πείρα αύτη του άδου είναι δι’ ημάς ωφέλιμος. Όταν φέρωμεν εν εαυτοίς το μαρτύριον τούτο επί έτη, επί δεκάδας ετών, τότε γίνεται το μόνιμον περιεχόμενον του πνεύματος ημών, ανεξάλειπτος ουλή επί του σώματος της ζωής ημών. Και ο Χριστός διετήρησεν επί του Σώματος Αυτού τους τύπους των ήλων της σταυρώσεως εισέτι και μετά την ανάστασιν: «… ήλθεν ο Ιησούς και έστη εις το μέσον, και λέγει αυτοίς· ειρήνη υμίν. Και … έδειξεν αυτοίς τας χείρας και την πλευράν Αυτού» (Ιωάν. 20,19-20).
Εκ της πείρας των βασάνων του άδου δέον όπως γεννηθή προσευχή υπέρ όλου του γένους των ανθρώπων, ως και υπέρ ημών αυτών (βλ. Ματθ. 22,39). Εκάστην κατάστασιν ημών μεταφέρομεν εν πνεύματι εκ των στενών πλαισίων της ατομικότητος ημών εις άπασαν την ανθρωπότητα. Ούτω πάσα εμπειρία ημών αποβαίνει αποκάλυψις περί των διαδραματιζομένων ανά τους αιώνας εν τω κόσμω των ανθρώπων, και η πνευματική ημών μετ’ αυτών ταύτισις λαμβάνει χαρακτήρα απτής πραγματικότητος.
Ο Κύριος απεκάλυψεν εις ημάς το αυθεντικόν νόημα της εντολής «αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν» εν τη θεία αυτής απειρότητι. Πρότερον τουτέστιν εν τοις ορίοις του Μωσαϊκού Νόμου, η διάστασις της εντολής ταύτης αφεώρα μόνον εις τον Εβραϊκόν λαόν: «Ουκ εκδικάται σου η χειρ, και ου μηνίεις τοις υιοίς του λαού σου, και αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σαυτόν» (Λευϊτ. 19,18). Ο Χριστός όμως επεξέτεινε ταύτην εις όλους τους λαούς, εις πάντας τους αιώνας: «Ηκούσατε ότι ερρέθη, αγαπήσεις τον πλησίον σου και μισήσεις τον εχθρόν σου. Εγώ δε λέγω υμίν, αγαπάτε τους εχθρούς υμών, ευλογείτε τους καταρωμένους υμάς, καλώς ποιείτε τοις μισούσιν υμάς και προσεύχεσθε υπέρ των επηρεαζόντων υμάς και διωκόντων υμάς, όπως γένησθε υιοί του Πατρός υμών του εν ουρανοίς» (Ματθ. 5,43-45). Ο Μονογενής Υιός του Ουρανίου Πατρός έδωκεν εις ημάς την γνώσιν ταύτην, εν τη Γραφή, δια της συνομιλίας μετά του νομικού (βλ. Λουκ. 10,27 κ.ε.), εν τη ζωή δε ημών, δια του Πνεύματος του Αγίου. Αυτός Ούτος εξεπλήρωσε πάντα ταύτα εν τη πληρότητι, ήτις επετελέσθη εν Γεθσημανή και επί του Γολγοθά. Ημείς δε, εισδύοντες εις το πνεύμα της εντολής ταύτης, εξομοιούμεθα προς τον Θεόν.
Πολλάκις ηρχόμην εις απόγνωσιν δι’ εμαυτόν λόγω της ανικανότητος μου να παραμένω αδιαλείπτως εν τω πνεύματι των εντολών του Χριστού. Κατά τας πικράς εκείνας ώρας εσκεπτόμην: Αυτός ο Κύριος είπεν ότι δεν είναι εκ του κόσμου τούτου (βλ. Ιωάν. 8,23). Κατέβη εκ των ουρανών (βλ. Ιωάν. 3,13), εγώ δε όλος είμαι ακριβώς εκ του κόσμου τούτου: εκ της γης, την οποίαν πατώ δια των ιδίων μου ποδών. Ούτος, «ο ών εν τω ουρανώ», δεν απεχωρίσθη από του Πατρός διάγων μεθ’ ημών· και πώς θα ήτο δυνατόν εγώ να είμαι εκεί όπου είναι Αυτός; Ούτος είναι άγιος, εγώ όμως δεν δύναμαι να αποσπασθώ από του «σώματος» του παγκοσμίου Αδάμ, όστις εν τη πτώσει αυτού μετέβαλε τον κόσμον τούτον εις άδην, «έθεσεν αυτόν εν τω πονηρώ» (πρβλ. Α’ Ιωάν. 5,19), εκεί όπου και εγώ μετ’ αυτού (του κόσμου) κείμαι.
Τί σημαίνει να μη είναι τις εκ του κόσμου τούτου; Ουδέν άλλο, ει μη να «έχη γεννηθή άνωθεν». Δεν έβλεπον πέρας εις την θλίψιν μου: Να παραιτηθώ της αναζητήσεως προς ένωσιν μετ’ Αυτού είναι αδύνατον· να καταδικάσω εμαυτόν εις τον χωρισμόν από του Φωτός Αυτού είναι άδης πλήττων εμέ δια φρίκης. Φευ εις εμέ, τον γεννηθέντα εν αμαρτίαις. Και τίς θα σώση εμέ εκ του σκότους του εξωτέρου; Τις θα μεταμορφώση την φύσιν μου ούτως, ώστε να καταστή ικανή να μένη αδιαστάτως μετ’ Αυτού, Όστις είναι Φως, εν ώ ουκ έστι σκοτία ουδεμία;
Εγεννήθην εν αμαρτίαις. Εκληρονόμησα απιστεύτως τεραστίαν κληρονομίαν: την πτώσιν του Αδάμ· πτώσιν αυξηθείσαν εν τη ροή των αιώνων υπό των τέκνων αυτής· πτώσιν εις την οποίαν και εγώ προσθέτω τι καθ’ εκάστην ημέραν. Και θρηνώ ορών εμαυτόν οίος ειμι. Όταν όμως οι οδυρμοί μου εξαντλούν και οδηγούν εμέ εις το μεθόριον του θανάτου, εγώ δε αβοηθήτως κρέμαμαι επάνω της αβύσσου του σκότους, τότε δι’ ανερμηνεύτου τρόπου έρχεται λεπτή αγάπη εξ ετέρου κόσμου και μετ’ αυτής Φως. Βεβαίως, τούτο είναι γέννησις Άνωθεν· καίτοι δεν είναι εισέτι πλήρης, εν τούτοις είναι απελευθέρωσις από της εξουσίας του ζοφερού θανάτου, αρχή αθανασίας. Όντως, απόκειται εις ημάς μακρός εισέτι αγών, όπως η δωρεά του Θεού αυξηθή εντός ημών. Και όταν το θαυμαστόν τούτο δώρον αρχίζη να ωριμάζη και δια της ευωδίας αυτού να διεισδύη εις τους πόρους του «σώματος της αμαρτίας» ημών (Ρωμ. 6,6), απέρχεται αφ’ ημών ο φόβος του θανάτου, και ελευθερούμεθα εκ της πολυμόρφου «δουλείας» (Εβρ. 2,15). Τότε εν τη αποκτηθείση αγία ελευθερία επιθυμούμεν δια πάντας το αγαθόν.
Η αγάπη του Χριστού εμπνέει ελεήμονα υπέρ πάντων των ανθρώπων προσευχήν, εν τη οποία συμμετέχουν και η ψυχή και το σώμα. Βαστάζοντες εν τοιαύτη προσευχή τας θλίψεις δια τας αμαρτίας του αδελφού, καθιστάμεθα κοινωνοί των κοσμοσωτηρίων παθών του Κυρίου: «… Χριστός … περί των αμαρτιών (ημών) έπαθε, δίκαιος υπέρ αδίκων … Έπαθεν υπέρ ημών, ημίν υπολιμπάνων υπογραμμόν, ίνα επακολουθήσωμεν τοις ίχνεσιν Αυτού» (πρβλ. Α’ Πέτρ. 3,18 και 2,21). Να συσταυρούται τις μετ’ Αυτού είναι δώρον του Αγίου Πνεύματος. Ευαρεστείται ο Πατήρ ημών ο ουράνιος, όταν πάσχωμεν βλέποντες τα προσκόμματα των αδελφών ημών. Κατά το πνεύμα της εντολής «αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν» οφείλομεν να συμπάσχωμεν ο είς υπέρ του άλλου. Είναι απαραίτητον να δημιουργηθή τρόπον τινά αλληλοκάλυψις ευθυνών, ήτις θα ενώση πάντας ημάς ενώπιον του προσώπου του Θεού του Δημιουργού ημών.
Εν τη ευχητική καταπονήσει της ψυχής περί της σωτηρίας των ανθρώπων περικλείεται ζωοποιός δύναμις και αγία χαρά. Ο μη γήϊνος αλλά θεοειδής χαρακτήρ της χριστιανικής ζωής, έγκειται εις τον μετά θαυμαστού τρόπου συνδυασμόν θλίψεως και χαράς, βάθους και ύψους, παρελθόντος, παρόντος και μέλλοντος εν τη μακραίωνι ιστορία της γης. Καθώς ο ήλιος πέμπει τας ακτίνας αυτού προς πάσας τας κατευθύνσεις, πληρών δια της θέρμης και του φωτός το περιβάλλον αυτόν διάστημα, ούτω και το Φως και η θέρμη της αγάπης του Χριστού διαρρηγνύουν πάντα περιορισμόν και οδηγούν το πνεύμα ημών εις την απειρότητα. Ποίος ποιητής θα ανεύρη λόγους αξίους, ίνα εκφράση τον ευγνώμονα θαυμασμόν δια την δοθείσαν εις ημάς ζωήν; Εν αυτή η νέκρωσις μεταβάλλεται εις ζωήν αιώνιον δια της αναστάσεως: «… ός δ’ αν απολέση την ψυχήν αυτού ένεκεν Εμού, ευρήσει αυτήν» (Ματθ. 16,25). «Αμήν αμήν λέγω υμίν, εάν μη ο κόκκος του σίτου πεσών εις την γην αποθάνη, αυτός μόνος μένει· εάν δε αποθάνη, πολύν καρπόν φέρει. Ο φιλών την ψυχήν αυτού απολέσει αυτήν, και ο μισών την ψυχήν αυτού εν τω κόσμω τούτω, εις ζωήν αιώνιον φυλάξει αυτήν» (Ιωάν. 12,24-25).
Βραδεία φαίνεται εις ημάς η διαδικασία της αφομοιώσεως της Άνωθεν δοθείσης εις την ανθρωπότητα Αποκαλύψεως. Τούτο δε ουχί μόνον εν τη ζωή του συνόλου των ανθρώπων, αλλά και εν τω προσωπικώ αγώνι ενός εκάστου εξ ημών. Ιδού δύο ενδείξεις: Πρώτον, η Σιναϊτική Αποκάλυψις – Εγώ ειμι ο Ών – απήτησε δέκα πέντε αιώνας έως ου εμφανισθή εκ του Εβραϊκού λαού μικρός τις αριθμός ανθρώπων, ικανών να δεχθούν την εκπλήρωσιν αυτής εν τη Καινή Διαθήκη (βλ. Ματθ. 5,17-19). Δεύτερον, είκοσι αιώνες παρήλθον, αφ’ ής στιγμής εν τω ακτίστω Φωτί επί του Όρους Θαβώρ και εν συνεχεία δια της επιφοιτήσεως του Αγίου Πνεύματος εν τω Υπερώω της Σιών εδόθη εις τον κόσμον η τελεία Αποκάλυψις περί του Τριαδικού Θεού. Είναι όμως άρα γε πολλοί οι αληθώς αφομοιώσαντες αυτήν; Δυσκόλως αφομοιούται υφ’ ημών η ζωή του Θεού. Εκείνοι δε, οίτινες ηγάπησαν την επιφάνειαν του Χριστού του Αμνού του Θεού, δεν χωρούν το πλήρωμα της εκχεομένης επ’ αυτούς ευλογίας. Πάσχουν μέχρι μεγάλου πόνου καθ’ όλην αυτών την ζωήν όσοι εν φλογερά ορμή πίστεως έλαβον τον σταυρόν επί των ώμων αυτών και ηκολούθησαν οπίσω Αυτού (βλ. Ματθ. 16,24). Ενισχύονται ούτοι υπό της ελπίδος ότι μετά την εντεύθεν έξοδον θα εισέλθουν εις εκείνην την φωτοφόρον σφαίραν, «όπου Αυτός εστι»: «Εάν Εμοί διακονή τις, Εμοί ακολουθείτω, και όπου ειμί Εγώ, εκεί και ο διάκονος ο Εμός έσται· και εάν τις Εμοί διακονή, τιμήσει αυτόν ο Πατήρ» (Ιωάν. 12,26)
Οσονδήποτε πεπυρωμένη και εάν είναι η πίστις του χριστιανού, το έργον της «μεταμορφώσεως του εξουθενημένου σώματος» ημών, όπως καταστή τούτο «σύμμορφον τω σώματι της δόξης του Κυρίου», απαιτεί μακροχρόνιον αγώνα νηστείας και προσευχής μετανοίας. Εν τη παρατεταμένη πορεία της ασκήσεως ταύτης αποκαλύπτεται η έως τότε άγνωστος διάστασις της πτώσεως του Αδάμ. Η όρασις αύτη δεν δίδεται εις πάντας κατά το αυτό μέτρον. Είναι εν τούτοις δυνατόν να υπάρχουν περιπτώσεις, καίτοι σπανίως, κατά τας οποίας το Πνεύμα του Θεού διαπερά τον μετανοούντα δια μέσου απροσίτων εις άλλους αβύσσων.
Η πίστις εις τον απόλυτον Θεόν οφείλει να είναι ελευθέρα πάσης ταλαντεύσεως. Κατά τους χρόνους της εν τω Όρει Άθω ζωής μου δεν ενθυμούμαι στιγμήν, κατά την οποίαν προσήγγισεν αμφιβολία τον νουν και την καρδίαν μου. Υπήρξαν όμως περιπτώσεις, κατά τας οποίας η κατώδυνος εκ της μακράς προσευχής καρδία απώθει τον Θεόν λέγουσα: «Ώ, τούτο είναι υπέρ τας δυνάμεις μου»! Αι συνέπειαι εν τούτοις τοιούτων βραχυτάτων στιγμών απέβαινον λίαν θετικαί.
Προ πάντων και υπέρ πάντα ημείς αγαπώμεν τον Χριστόν. Όσον πληρεστέρα είναι η αγάπη, τοσούτον οδυνηρότερον βιούται πάσα διατάραξις της αρμονίας. Και εάν εισέτι κατέχωμεν μακράν πείραν και γνώσιν του «μηχανισμού» τοιούτων δοκιμασιών, ανακαλύπτομεν ουχί άνευ φόβου εν εαυτοίς την δυνατότητα νέας πτώσεως. Εξ ού και η προσευχή προς τον Θεόν μετά βαθέος θρήνου: «Ίασαι με έως τέλους». Και Ούτος ιάται. Η δε καρδία μετά χαράς ευχαριστεί τον Θεόν. Η αγάπη, ήτις εφαίνετο έως τότε τελεία, ανυψούται ποιοτικώς και δη μετ’ ηυξημένης κατανοήσεως της αγαθότητος του Κυρίου.
Ίδιον της εντόνου προσευχής είναι να ελκύη τας προς το Αιώνιον κινήσεις της καρδίας και του νου εις τοιούτον βαθμόν, ώστε άπαν το παρελθόν να περιέρχηται εις λήθην, και να μη υπάρχη εν τω νοΐ σκέψις περί επιγείου μέλλοντος· εν τη ψυχή επικρατεί μόνον η μέριμνα: να μη απολέση ένα τοιούτον Θεόν· να παύση να είναι αναξία Αυτού. Όσον ισχυροτέρα είναι η έλξις ημών προς τον Άπειρον, τοσούτον βραδυτέρα φαίνεται εις ημάς η προσέγγισις προς Αυτόν. Η τυραννική αίσθησις της μηδαμινότητος ημών αφ’ ενός, και η θεωρία του ανεκδιηγήτου μεγαλείου του Ποθουμένου αφ’ ετέρου καθιστούν αδύνατον την έγκυρον κρίσιν περί της πραγματικής καταστάσεως ημών: Προσεγγίζομεν άραγε προς τον Θεόν ή απομακρυνόμεθα απ’ Αυτού; Εν τη θεωρία της αγιότητος του Θεού ο άνθρωπος αναπτύσσεται ταχύτερον παρ’ ό,τι προοδεύει εν τη ικανότητι αυτού όπως συμμορφοί την ζωήν αυτού προς την εντολήν. Εξ ού και η εντύπωσις ότι η διάστασις μεταξύ ημών και του Θεού δεν παύει να αυξάνη. Εν τη επιστημονική εργασία πάσα νέα ανακάλυψις, μη ούσα τελική, αποκαλύπτει την προτέραν ημών άγνοιαν και δι’ αυτού του γεγονότος ευρύνει τρόπον τινά την περιοχήν του μυστηριώδους και ακαταλήπτου, όπερ εκτείνεται έμπροσθεν ημών.
Η νοερά όρασις του σκοπού δύναται να δοθή εις ημάς εν βραχυτάτη στιγμή, ανεξαρτήτως της φυσικής ηλικίας, αλλ’ η εν τη πράξει εκπλήρωσις εκείνου, όπερ προεγεύθημεν εν διαισθήσει δύναται να απαιτήση ισόβιον αγώνα· αλλά και τότε η επιτυχία δεν είναι εισέτι βεβαία. Εν τω χώρω της επιστήμης και της τέχνης υπάρχουν σημεία τινα εις τα οποία ερείδεται η κρίσις ημών· δεν ισχύει όμως το αυτό δια το πνεύμα το ελκόμενον προς τον Άναρχον.
Είναι γνωστόν ότι και ο καλλιτέχνης και ο φιλόσοφος και ο επιστήμων είναι δυνατόν όντως να πάσχουν εν τη δημιουργική πάλη, καίτοι το έργον αυτών είναι αληθώς μηδαμινόν εν συγκρίσει προς το ημέτερον.
Όταν ο προσευχόμενος νους του χριστιανού αποσπάται εκ της διαμονής αυτού εν τω Αιωνίω υπό των κακών λογισμών, τότε φόβος – εννοείται πνευματικός – κυριεύει αυτού. Να ίδη τις εαυτόν εν τη δουλεία των χαμερπών παθών των αποχωριζόντων αυτόν από του Θεού, θλίβει αυτόν μέχρι μεγάλου πόνου. Εκ της απεγνωσμένης θλίψεως η προσευχή συνάγεται εις τα έσω, εις αυτόν τούτον τον καρδιακόν πυρήνα της υπάρξεως ημών, υπό μορφήν «σπασμού»: Ο όλος άνθρωπος συσφίγγεται εις έν, ως ισχυρός εσφιγμένος γρόνθος. Η προσευχή γίνεται κραυγή άνευ λόγων. Τούτο είναι μία εκ των πικροτέρων εμπειριών: να συνειδητοποιήση τις εαυτόν εν τω ζοφερώ λάκκω της αμαρτίας, ανάξιον του Αγίου των Αγίων. Δεν υπάρχει όμως άλλη ευκολωτέρα οδός δια την υπερνίκησιν των παθών.
Παν χριστιανικόν «έργον» αναποφεύκτως συνδέεται μετ’ ασκητικού αγώνος· η αγάπη δε, ως το ύψιστον πάντων των έργων, απαιτεί και τον μεγαλύτερον κόπον. Η ζωή του χριστιανού είναι κατ’ ουσίαν πορεία οπίσω του Χριστού: «Τί προς σε (οιοσδήποτε και εάν είναι ο άλλος); Συ ακολούθει Μοι» (πρβλ. Ιωάν. 21,22). Ως εκ τούτου έκαστος πιστός θα επαναλάβη εις τον ένα ή τον άλλον βαθμόν την οδόν του Κυρίου, αλλ’ ουχί δια της ιδίας αυτού δυνάμεως θα άρη επί των ώμων αυτού τον σταυρόν, ίνα πορευθή εις Γεθσημανή και περαιτέρω εις Γολγοθάν: «… ότι χωρίς Αυτού ου δυνάμεθα ποιείν ουδέν» (πρβλ. Ιωάν. 15,5). Όσοι όμως έλαβον την φοβεράν ταύτην ευλογίαν, εγεύθησαν της αναστάσεως αυτών· ο κλήρος των υπολοίπων είναι η πίστις εις την ευσπλαχνίαν του Θεού.
Ούτως ηυδόκησε περί ημών ο Πατήρ ο ουράνιος: Πάντες οι γηγενείς οφείλουν «να άρουν τον σταυρόν αυτών», ίνα κληρονομήσουν ζωήν αιώνιον (πρβλ. Ματθ. 16,24-25). Οι εκκλίνοντες από της σταυροφορίας ταύτης δεν θα εκφύγουν την δουλείαν των παθών και θα «θερίσουν εκ της σαρκός φθοράν» (πρβλ. Γαλ. 6,8 και Ρωμ. 8,13). Η [//35] προς τον Θεόν και τον πλησίον εντεταλμένη αγάπη είναι πλήρης βαθέων παθημάτων, αλλά ταύτα συνοδεύει παράκλησις ουράνιος (πρβλ. Μάρκ. 10,29-30): Την ψυχήν ζωοποιεί η ειρήνη εκείνη, την οποίαν έδωκεν ο Κύριος εις τους Αποστόλους προ της αναβάσεως Αυτού εις τον Γολγοθάν. Όταν δε το πνεύμα του ανθρώπου εισαχθή εις την σφαίραν της φωτοφόρου αγάπης του Θεού και Πατρός ημών, τότε επιλανθάνεται πάντων των πόνων, και η ψυχή ανερμηνεύτως μακαριούται (βλ. Ιωάν. 12,50 και 17,3). Ούτως η γυνή, «όταν γεννήση το παιδίον, ουκέτι μνημονεύει της θλίψεως δια την χαράν ότι εγεννήθη άνθρωπος εις τον κόσμον» (Ιωάν. 16,21). Ούτω και έτι μάλλον χαίρει ο χριστιανός, όταν εν επιγνώσει και βαθεία αισθήσει συνειδητοποιήση εαυτόν αναγεγεννημένον εν τω Θεώ δια την αιωνιότητα.
Είναι φυσικόν εις τον πιστόν να φυλάττη μετά ζήλου την αλήθειαν της δοθείσης εις τον Εκκλησίαν Αποκαλύψεως, ει δυνατόν, εν τη πληρότητι και τη αυθεντικότητι αυτής. Η μακραίων πείρα της Εκκλησίας απέδειξε μετά πειστικότητος ότι πάσα απόκλισις από της οδού των ευαγγελικών εντολών απομακρύνει από της οδού της γνώσεως, εν τη οποία περικλείεται η αιώνιος ζωή (βλ. Ιωάν. 12,50 και 17,3). Δεν είμεθα εις θέσιν να φθάσωμεν την τελειότητα των εντολών, αλλ’ εξ ημών εξαρτάται να επιδείξωμεν την μεγαλυτέραν δυνατήν φιλοπονίαν, και τότε Εκείνος ο Ίδιος θα επιτελέση το υπόλοιπον. Εν τω αγώνι ημών προς απόκτησιν της αγάπης του Χριστού δίδεται εις ημά να θεωρήσωμεν το απρόσιτον της αγιότητος του Θεού, εν ταυτώ δε και το άμετρον της ταπεινώσεως Αυτού. Η δύναμις των ευαγγελικών εντολών έγκειται εις το ότι αύται εισάγουν κατά φυσικόν τρόπον εις την [//36] απειρότητα του Θείου Είναι. Η ψυχή εκπλήττεται μακαρίαν έκπληξιν ενώπιον του Θεού· εξίσταται προ του προαιωνίου Αυτού μεγαλείου, εκθαμβείται δια της προς ημάς συγκαταβάσεως Αυτού εν τη ενσαρκώσει. Εν πάσι τούτοις Διδάσκαλός αυτής είναι ο Χριστός (βλ. Ματθ. 23,8). Χωρίς Αυτού η ανθρωπότης αναποφεύκτως θα απολεσθή εις τον βαθύτατον ζόφον της κακίας αυτής. Ο Χριστός είναι το Φως του κόσμου· δι’ Αυτού εγένετο η αλήθεια και «εκ του πληρώματος Αυτού πάντες ημείς λαμβάνομεν, και χάριν αντί χάριτος» (πρβλ. Ιωάν. 8,12 και 1,16-17).
Ο ταπεινός Θεός «υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς δε δίδωσε χάριν» (Α’ Πέτρ. 5,5· Ματθ. 23,12). Η χάρις είναι η ζωή του Θεού, και Ούτος δίδει την ζωήν Αυτού εις τους ποθούντας την προς Αυτόν ομοίωσιν. «Ο ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται» (Λουκ. 14,11). Δυνάμει της ασκητικής ταύτης αρχής παρατηρείται κίνησις προς αυτοσμίκρυνσιν, προς το «ατελευτήτως» μικρόν, και ουδόλως τάσις υπερήφανος προς αυτοεκθειασμόν. Η οδός ημών είναι οδός αποφατικής ασκήσεως δια «κενώσεως» εν πορεία οπίσω του Χριστού, του κενώσαντος Εαυτόν μέχρι και του σταυρικού εισέτι θανάτου (βλ. Φιλ. 2,5-9). Όσον βαθύτερον πορευόμεθα «προς τα κάτω», τοσούτον ριζικώτερον καθαιρόμεθα εκ των συνεπειών της υπερηφάνου πτώσεως του προπάτορος ημών Αδάμ. Όταν δε καθαρθή η καρδία ημών (βλ. Ματθ. 5,8), τότε ενοικούν εν ημίν και ο Πατήρ και ο Υιός και το Πνεύμα το Άγιον, και ημείς εισαγόμεθα εις την ασάλευτον πραγματικότητα της Θείας Βασιλείας, ένθα το ανεκδιήγητον μεγαλείον συνενούται μετά της αφάτου ταπεινώσεως και του αρρήτου κάλλους.
Αυτή αύτη η ενανθρώπησις του Θεού Λόγου είναι ωσαύτως κένωσις, προσιδιάζουσα οντολογικώς εις την Θείαν Αγάπην. Ο Πατήρ κενοί εαυτόν όλον εν τη γεννήσει του Υιού, ενώ ο Υιός ουδέν αποδίδει εις Εαυτόν, αλλά τα πάντα παραδίδει εις τον Πατέρα. Η δε κένωσις ημών εκφράζεται δια της αρνήσεως πάντων όσα είναι εις ημάς πολύτιμα επί της γής εν τη τηρήσει των εντολών: «… Ει τις θέλει οπίσω μου ελθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού … ός γαρ αν θέλη την ψυχήν αυτού σώσαι, απολέσει αυτήν· ός δ’ αν απολέση την ψυχήν αυτού ένεκεν Εμού, ευρήσει αυτήν» (Ματθ. 16,24-25). Και πάλιν: «Ούτως ούν πας εξ υμών, ός ουκ αποτάσσεται πάσι τοις εαυτού υπάρχουσιν, ου δύναται είναι Μου μαθητής» (Λουκ. 14,33).
Και αύτη είναι η οδός του Ζώντος Θεού.
«… Νομικός τις … εκπειράζων τον Ιησούν είπε: Διδάσκαλε, τί ποιήσας ζωήν αιώνιον κληρονομήσω; Ο δε είπε προς αυτόν: Εν τω νόμω τί γέγραπται; Πώς αναγινώσκεις; Ο δε αποκριθείς είπεν: Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου και εξ όλης της ψυχής σου και εξ όλης της ισχύος σου και εξ όλης της διανοίας σου, και τον πλησίον σου ως σεαυτόν. Είπε δε αυτώ: Ορθώς απεκρίθης· τούτο ποίει και ζήση (ζωήν αιώνιον)» (πρβλ. Λουκ. 10,25-28). Εις την ερώτησιν του νομικού «και τις εστι μου πλησίον;» ο Κύριος απήντησε δια της παραβολής του Καλού Σαμαρείτου, το ουσιώδες νόημα της οποίας συνέδεον τω καιρώ εκείνω μετά του πνεύματος της εντολή: «Αγαπάτε τους εχθρούς υμών και αγαθοποιείτε … μηδέν απελπίζοντες, και έσται ο μισθός υμών πολύς, και έσεσθε υιοί Υψίστου» (Λουκ. 6,35).
Περί της καταστάσεως του πνεύματος ημών, όταν δίδηται εις ημάς άνωθεν η χάρις να αγαπώμεν τους εχθρούς, ο Άγιος Σιλουανός ωμίλει ως περί εμπειρίας θείας αιωνιότητος, έτι εν τοις ορίοις της ζωής ταύτης. Ούτος έλεγε και έγραφεν: «Όστις δεν αγαπά τους εχθρούς, ούτος δεν εγνώρισεν εισέτι τον Θεόν, καθώς οφείλει να γνωρίζη Αυτόν».
Τολμώ απ’ εμαυτού να προσθέσω εις επεξήγησιν της χάριτος ταύτης: Όστις δια της ελλάμψεως υπό του ακτίστου Φωτός του Αγίου Πνεύματος ζη εντός αυτού την μετάβασιν «εκ του θανάτου εις την ζωήν την αιώνιον», εκείνος φυσικώ τω τρόπω συμπάσχει μετά πάντων, οίτινες στερούνται του αγαθού τούτου. Ο τοιούτος, ών εκτός του θανάτου, είναι ελεύθερος από του φόβου των συμφορών και γνωρίζει την σκέψιν του Πατρός περί αυτού: «Τέκνον, συ πάντοτε μετ’ Εμού εί, και πάντα τα Εμά σά εστιν» (Λουκ. 15,31). Και εάν παν ό,τι έχει ο Πατήρ δίδηται εις ημάς, τότε αποβαίνει απολύτως φυσικόν εις την ψυχήν «το χαίρειν και αγαλλιάσθαι», όταν ο πρότερον νεκρός αδελφός ζωοποιήται προς άφθαρτον δόξαν εν τη Βασιλεία του Ζώντος Θεού (πρβλ. Λουκ. 15,32).
Να είναι τις χριστιανός σημαίνει να πιστεύη εις την ανάστασιν των νεκρών· να ελπίζη εις την υπό του ουρανίου Πατρός υιοθεσίαν ημών· να αποδέχηται την θείαν μορφήν της υπάρξεως· να γίνηται δια της δωρεάς της Πατρικής αγάπης ό,τι Αυτός ο Ίδιος είναι κατά την ουσίαν Αυτού τουτέστι θεός. Τοιαύται είναι αι επαγγελίαι του Θεού και Πατρός εις ημάς τους πιστεύοντας εις Χριστόν Ιησούν ως τον Μονογενή και ομοούσιον Υιόν του Πατρός. Είναι μεγάλη αμαρτία να μειώσωμεν την δοθείσαν εις ημάς εν Πνεύματι Αγίω αποκάλυψιν περί του Ανθρώπου περί του τρόπου δια του οποίου συνελήφθη ο Άνθρωπος εν τω νοΐ του Θεού, πριν ή δημιουργηθή ο ορατός ούτος κόσμος. Η τιμωρία δια την αμαρτίαν ταύτην – της απιστίας εις την ανάστασιν – είναι ιδιαιτέρου χαρακτήρος. Αποτελεί την ιδίαν ημών αυτοκαταδίκην: Απορρίπτομεν το δώρον του Δημιουργού ημών. Δια τι όμως απορρίπτομεν τούτο; Κυρίως και προ πάντων, διότι η Πατρική Δωρεά αποκτάται μετά μεγάλου κόπου και πολλών παθημάτων. Το θέμα τούτο είναι άκρως βαθύ. Ποίος είναι εις θέσιν να παρουσιάση το έργον τούτο εναργώς εις τους ανθρώπους, τους ισταμένους επί διαφόρων επιπέδων συνειδήσεως και νοημοσύνης; Τίς δύναται να περιγράψη πρεπόντως τον εντελώς ιδιαίτερον ενθουσιασμόν του πνεύματος ημών, όταν εν τω Φωτί της Θεότητος αποκαλύπτωνται εις ημάς αι πάνσοφοι οδοί του Ζώντος Θεού;
Πώς όμως δυνάμεθα να πιστεύσωμεν εις το δυνατόν της αναστάσεως ημών δια την αιωνιότητα μετά τον κατά το σώμα θάνατον ημών; Όλα τα βιώματα ημών φαίνονται εις ημάς συνδεδεμένα ακριβώς μετά του σώματος τούτου και των αισθήσεων αυτού. Αισθανόμεθα εισέτι και την σκέψιν ημών ως κίνησιν ενεργείας τινός εν τω φυσικώ εγκεφάλω και τη καρδία ημών … Δεν εδόθη εις πάντας η εμπειρία των καταστάσεων προσευχής, κατά τας οποίας το πνεύμα ημών ελευθερούται από των υλικών δεσμών και των συνθηκών του χρόνου και του χώρου. Τουναντίον εις ελαχίστους. Αλλ’ ιδού πιστεύομεν εις την επιστήμην μετ’ αφελούς πίστεως παρά την πασιφανή αυτής σχετικότητα. Πάντες δε ημείς χάριν αφομοιώσεως των τελευταίων αυτής επιτεύξεων από παιδικής ηλικίας παραδιδόμεθα εις επωδύνους προσπαθείας επί δεκαετίας. Εις τας υψίστας αυτού μορφάς ο πνευματικός αγών πορεύεται απείρως πέραν πάσης ανθρωπίνης επιστήμης, αλλά εις τα αρχικά στάδια είναι απλούς και χαροποιός εισέτι. Προσπαθώ να εξηγήσω την αληθινήν αιτίαν της αρνήσεως των ανθρώπων να ακολουθήσουν τον Χριστόν-Αλήθειαν.
«Ει Χριστός κηρύσσεται ότι εκ νεκρών εγήγερται, πώς λέγουσι τινες εν υμίν ότι ανάστασις νεκρών ουκ έστιν; Ει δε ανάστασις νεκρών ουκ έστιν, ουδέ Χριστός εγήγερται. Ει δε Χριστός ουκ εγήγερται, κενόν άρα το κήρυγμα ημών, κενή δε η πίστις υμών … Και ει εν τη ζωή ταύτη ηλπικότες εσμέν εν Χριστώ μόνον, ελεεινότεροι πάντων ανθρώπων εσμέν … Τί και ημείς κινδυνεύομεν πάσαν ώραν; Καθ’ ημέραν (εγώ ο Παύλος) αποθνήσκω …» (Α’ Κορ. 15,12-14· 15,19 και 30-31).
«Και προσπορεύονται αυτώ Ιάκωβος και Ιωάννης οι υιοί Ζεβεδαίου λέγοντες: Διδάσκαλε, θέλομεν ίνα ό εάν αιτήσωμεν ποιήσης ημίν. Ο δε είπεν αυτοίς: Τί θέλετε ποιήσαι Με υμίν; Οι δε είπον Αυτώ: Δος ημίν ίνα είς εκ δεξιών Σου και είς εξ ευωνύμων Σου καθίσωμεν εν τη δόξη Σου. Ο δε Ιησούς είπεν αυτοίς: Ουκ οίδατε τί αιτείσθε. Δύνασθε πιείν το Ποτήριον ό Εγώ πίνω, και το βάπτισμα ό Εγώ βαπτίζομαι βαπτισθήναι; Οι δε είπον Αυτώ; Δυνάμεθα. Ο δε Ιησούς είπεν αυτοίς: Το μεν ποτήριον ό Εγώ πίνω πίεσθε, και το βάπτισμα ό Εγώ βαπτίζομαι βαπτισθήσεσθε» (Μάρκ. 10,35-39).
«Και Αυτός (ο Ιησούς) απεσπάσθη απ’ αυτών (των μαθητών) ωσεί λίθου βολήν, και θεις τα γόνατα προσηύχετο λέγων: Πάτερ, ει βούλει παρενεγκείν τούτο το Ποτήριον απ’ Εμού! … Και γενόμενος εν αγωνία εκτενέστερον προσηύχετο. Εγένετο δε ο ιδρώς Αυτού ωσεί θρόμβοι αίματος καταβαίνοντες επί την γην» (Λουκ. 22,42-44).
Τι είναι το Ποτήριον τούτο του Χριστού κατά την ουσίαν αυτού; Το βάθος του μυστηρίου τούτου είναι αποκεκρυμμένον αφ’ ημών. Εν τη προσπαθεία ημών όπως ακολουθήσωμεν τον Χριστόν δια της οδού της τηρήσεως των εντολών Αυτού, αναποφεύκτως και απαύστως πίνομεν ποτήριόν τι, αλλά δεν κατανοούμεν πλήρως το Ποτήριον εκείνο εις το οποίον ανεφέρετο και το οποίον έζη ο Χριστός «εν τη ώρα εκείνη». Εν τούτοις ανάλογον τι απαραιτήτως τελείται και μεθ’ ημών καθώς Αυτός Ούτος είπε: «Το Ποτήριον ό Εγώ πίνω πίεσθε» (Μάρκ. 10,39). Το Ποτήριον του Χριστού είναι μυστηριώδες, αλλά και το ημέτερον ποτήριον είναι κεκρυμμένον από των αλλοτρίων οφθαλμών.
«Ει εν τη ζωή ταύτη ηλπικότες εσμέν εν Χριστώ μόνον, ελεεινότεροι πάντων ανθρώπων εσμέν», είπεν ο Παύλος (Α’ Κορ. 15,19). Όντως, τούτο ακριβώς ούτως έχει. Αλλά δια τι μένει ανερμήνευτος η ευλογημένη αύτη «δυστυχία» εις τους μη ακολουθήσαντας τον Χριστόν; Διότι πάσαι εν γένει αι αντιδράσεις του Πνεύματος του Χριστού, προς πάντα τα πέριξ ημών τελούμενα, διαφέρουν βαθέως – συχνάκις δε είναι εκ διαμέτρου αντίθετοι – προς το πνεύμα των τέκνων του κόσμου τούτου. Ιδού έν παράδειγμα: Ενώ ο Ιούδας εξήρχετο του Υπερώου της Σιών, ίνα παραδώση τον Κύριον εις σταύρωσιν, την ώραν εκείνην ήνοιξε το στόμα ο Ιησούς και είπε: «Νυν εδοξάσθη ο Υιός του ανθρώπου, και ο Θεός εδοξάσθη εν Αυτώ» (Ιωάν. 13,31). Ούτω, λοιπόν, παρατηρούμεν εν τω Ευαγγελίω ότι ο Κύριος εις έκαστον βήμα Αυτού έζη εις άλλο επίπεδον του Είναι· εκεί όπου τα πάντα ορώνται δια μέσου άλλου πρίσματος. Και όστις θέλει να γνωρίζη περί του μυστηρίου τούτου, έστω και εκ μέρους, ούτος οφείλει να άρη επί των ώμων τον σταυρόν αυτού και να παραδοθή τελείως εις το θέλημα του Ουρανίου Πατρός. Δεν υπάρχει άλλη οδός. Και δεν υπάρχει εισέτι τέλος εις την σύγκρουσιν μεταξύ του Χριστού και του κόσμου τούτου.
Μεγάλη είναι η αγάπη και η ευγνωμοσύνη μου προς την Εκκλησίαν, εν τοις κόλποις της οποίας απεκαλύπτετο εις εμέ η Θεότης του Ιησού Χριστού και η εικών της φανερωθείσης υπ’ Αυτού ανθρωπότητος. Την εικόνα ταύτην βλέπομεν εν τη ζωή μεμονωμένων ανθρώπων, ως και εν ημίν αυτοίς τοις εξουθενημένοις. Η πλήρης πραγμάτωσις της εικόνος ταύτης ανήκει εις τον μέλλοντα αιώνα, αλλά και αι σπάνιαι εν τη ιστορία προσεγγίσεις προς αυτήν προκαλούν θαυμασμόν εις την ψυχήν. Εις τον χριστιανόν είναι φυσική η δίψα να ομοιωθή προς τον Κύριον: να περιβάλη δι’ αγάπης τον κόσμον, καθώς Εκείνος περιπτύσσεται αυτόν· ομοίως προς τον Χριστόν, να μη έχη εχθρούς, τουτέστι να είναι ελεύθερος από του άδου του μίσους προς οιονδήποτε, συμφώνως προς την εντολήν Αυτού: «Εγώ δε λέγω υμίν, αγαπάτε τους εχθρούς υμών, ευλογείτε τους καταρωμένους υμάς, καλώς ποιείτε τοις μισούσιν υμάς και προσεύχεσθε υπέρ των επηρεαζόντων υμάς και διωκόντων υμάς, όπως γένησθε υιοί του Πατρός υμών του εν ουρανοίς» (Ματθ. 5,44-45). Ουδείς εκ των υιών του Αδάμ δύναται να ζήση ούτω (αγαπάτε τους εχθρούς υμών) δια μόνης της δυνάμεως αυτού. Τούτο δεν είναι δυνατόν άλλως ει μη εάν το Πνεύμα το Άγιον πληρώση την καρδίαν του ανθρώπου δια της ιδιαζούσης εις Αυτό αιωνιότητος. Άνευ Αυτού δεν δυνάμεθα να φυλάξωμεν την εντολήν του Θεού.
Όντως, εις τον χριστιανόν η δίψα να ομοιωθή προς τον Κύριον είναι φυσική. Εν τούτοις «στενή η πύλη και τεθλιμμένη η οδός η απάγουσα» εις την μακαρίαν ταύτην ζωήν (Ματθ. 7,14). Ο όφις ίνα απορρίψη αφ’ εαυτού το παλαιόν άχρηστον ένδυμα, διέρχεται δια στενής σχισμής· ούτω και πας άνθρωπος, ίνα σωθή οφείλει να διέλθη δια λίαν «στενής πύλης», όπως απεκδυθή τους «δερματίνους χιτώνας», τους οποίους ενεδύθημεν εν τη πτώσει ημών (βλ. Γέν. 3,21).
Ο ειπών, «Εγώ ειμι η οδός και η αλήθεια και η ζωή» (Ιωάν. 14,6), έδωκεν εις ημάς τοιαύτας εντολάς: «Εί τις έρχεται προς Με και ου μισεί τον πατέρα εαυτού και την μητέρα και την γυναίκα και τα τέκνα και τους αδελφούς και τας αδελφάς, έτι δε και την εαυτού ψυχήν, ου δύναται Μου μαθητής είναι» (Λουκ. 14,26· πρβλ. 14,27 και 33· Ματθ. 16,24-25). Εκ των λόγων τούτων βλέπομεν «Τις εστιν Ούτος» (Ματθ. 21,10). Εάν ο Χριστός δεν ήτο εν τη υποστατική Αυτού υπάρξει Θεός, ομοούσιος τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι, εμφανισθείς εν τη σαρκί ημών, αλλά μόνον όμοιον προς ημάς κτιστόν όν, τότε οντολογικώς δεν θα ήτο δυνατόν να έλθουν εις Αυτόν τοιαύται ιδέαι. Εάν ο Ιησούς δεν ήτο Θεός κατά την ουσίαν Αυτού, θα ήρκει η εντολή αύτη να αποδείξη και το υπόλοιπον περιεχόμενον του Ευαγγελίου απαράδεκτον. Δύο χιλιετίαι πείρας της Εκκλησίας σταθερώς επιβεβαιούν το «μέγα της ευσεβείας Μυστήριον· Θεός εφανερώθη εν σαρκί, εδικαιώθη εν Πνεύματι» (Α’ Τιμ. 3,16). Ο Χριστός, γινόμενος αποδεκτός δια της πίστεως ως ο άναρχος Κύριος, αποβαίνει δι’ ημάς το Φως της αιωνιότητος, και οι λόγοι Αυτού ανοίγουν εις ημάς να απερινόητα βάθη του Θείου Είναι.
Κατά την ακατάληπτον δι’ εμέ Πρόνοιαν του Θεού ωδηγήθην εις τους πόδας του Σιλουανού, του εκλεκτού του Θεού του Υψίστου. Παρατηρών ευλαβώς τον αγώνα αυτού, ακούων τας διδαχάς αυτού, και εγώ, ο μηδαμινώτερος των ανθρώπων, ηδυνήθην να ίδω εκ μέρους το μυστήριον της οδού προς την σωτηρίαν. Νυν, επί τω τέλει των ημερών μου, τολμώ να διηγηθώ περί εκείνου, όπερ μετά ζήλου απέκρυπτον πρότερον. Ομιλώ ενταύθα εν τοις ορίοις εκείνοις και περί των μορφών εκείνων, εν τοις οποίοις εδόθη εις εμέ να ζήσω τον Θεόν.
Εις άλλας σελίδας γράφω περί του φοβερού ολισθήματός μου: περί της αυτοπροαιρέτου και υπερηφάνου απομακρύνσεως μου από της Αποκαλύψεως, της δοθείσης εις ημάς εν Χριστώ. Αλλ’ ο Πατήρ – είη το Όνομα Αυτού ευλογημένον εις τους αιώνας – εφανέρωσεν εις εμέ τον Υιόν Αυτού εν τω ανεσπέρω Φωτί, και ούτως έδωκεν εις εμέ να αισθανθώ την αμαρτίαν μου μετά τοιαύτης δυνάμεως, ώστε επί δεκαετίας να θρηνώ, προσπίπτων κατά πρόσωπον επί την γην εν απογνώσει δια την αχρειότητα μου. Η πράξις της απομακρύνσεως μου από του Θεού ενεφανίζετο εις εμέ εν τη καταχθονίω αυτής ειδεχθεία και ησθάνθην βαθείαν αισχύνην δι’ εμαυτόν· εβδελυσσόμην, περιεφρόνουν εμαυτόν, και η περιφρόνησις μου εύρε δι’ εαυτήν συνοδοιπόρον το αυτομίσος. Δεν θα είπω ότι εμίσησα τον πατέρα μου ή την μητέρα μου ή τους λοιπούς συγγενείς και φίλους. Ήρκει εις εμέ το μίσος προς εμαυτόν, ενώ περί των άλλων, τρόπον τινά, δεν εσκεπτόμην. Ο πόθος μου δια τον Θεόν προεκάλει μεγάλην οδύνην, τοσαύτην ώστε να επιλανθάνωμαι πάντων των λοιπών, διαμένων μόνος μετ’ Αυτού. Δεν γνωρίζω εάν ο Κύριος συνεχώρησεν εις εμέ πλήρως την αμαρτίαν μου, αλλά εγώ ο ίδιος δεν δύναμαι να συγχωρήσω εις εμαυτόν εκείνο, όπερ διέπραξα. Δια της προσωπικής μου τραγωδίας έζησα την τραγωδίαν του προπάτορος Αδάμ εν τοις ανά τους αιώνας απογόνοις αυτού: εν ταις αλληλοδιαδεχομέναις γενεαίς των κατοίκων της γης. Δια της οδού ταύτης ήλθεν εις εμέ η προσευχή υπέρ όλου του κόσμου.
Έζων αυθορμήτως, άνευ αναλύσεως των βιωμάτων μου. Δεν ήτο ίδιον εις εμέ να αναλύω εμαυτόν. Παρεδιδόμην απλώς εις την κατερχομένην επ’ εμέ δύναμιν του Θεού. Δεν ετόλμων όμως να σκεφθώ ότι Αυτός ο Ίδιος ενεργεί εν εμοί την προσευχήν. Ησθανόμην την δύναμιν ταύτην της ζωής ως ιδικήν μου. Και μόνον ότε απεχώρει απ’ εμού το πυρ της μετανοίας, κατενόουν ότι ο Χριστός έδιδεν εις εμέ την ευλογίαν να προσεγγίσω Αυτόν.
Μόνον ο Ίδιος ο Δωρητής Θεός γνωρίζει αυθεντικώς εις ποίον μέτρον εξέχεεν Ούτος επ’ εμέ την χαράν να γνωρίσω την Αγάπην Αυτού. Χάρις εις τον Άγιον Σιλουανόν διηνοίχθησαν και οι ιδικοί μου πνευματικοί οφθαλμοί, ώστε να ίδω ότι η εντολή του Χριστού να αγαπήσωμεν Αυτόν μέχρι του αυτομίσους είναι Αποκάλυψις περί της Θείας Αγάπης: της αγάπης εκείνης δια της οποίας ο Ίδιος αγαπά ημάς.
Εάν αι εντολαί «αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν δι’ όλου του είναι σου και τον πλησίον ως σεαυτόν» προήρχοντο εξ οιουδήποτε προφήτου, ανθρώπου κατά την κτιστήν αυτού φύσιν, θα εστερούντο του νοήματος το οποίον αναζητούμεν. Αλλ’ ημείς εδέχθημεν τούτο εκ του Θεού και Κτίστου παντός υπαρκτού, και γνωρίζομεν ότι αι εντολαί αύται (αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν δι’ όλου του είναι σου και τον πλησίον ως σεαυτόν) αποτελούν αυτοαποκάλυψιν του Θεού ενώπιον ημών. Η τήρησις αυτών είναι δυνατή ουχί άλλως, ει μη όταν απεκδυθώμεν τον «παλαιόν άνθρωπον» και ενδυθώμεν «τον νέον» (Κολ. 3,9): τον Χριστόν, τον εκ του ουρανού καταβάντα (βλ. Α’ Κορ. 15,47).
Όταν ζώμεν εν τω πνεύματι των ευαγγελικών προσταγμάτων, είμεθα ήδη τεθεωμένοι, διότι η άναρχος ζωή διαπερά ημάς. Εδόθη εις ημάς η εντολή να αγαπώμεν. Η αγάπη δε ενοποιεί ημάς εν τω Είναι. Το πλήρωμα της αγάπης οδηγεί να αγαπώμεν μέχρις αυτολήθης· «αυτολήθης», τουτέστιν αυτομίσους.
Το περιεχόμενον της ζωής του μετ’ εντάσεως προσευχομένου ανθρώπου είναι όμοιον προς απέραντον ωκεανόν ζώντος ύδατος. Το πνεύμα ημών πλουτεί ημάς ακαταπαύστως, αλλ’ ουχί τόσον ως προς το πλήθος νέων λόγων ή εννοιών, όσον ως προς την εμβάθυνσιν αποκτηθέντων βιωμάτων. Εις τας προηγουμένας σελίδας προσεπάθησα να αναφέρω παραδείγματα τινα της λεπτής, αλλ’ εν ταυτώ βαθείας ασκητικής πάλης προς τα φονεύοντα ημάς πάθη. Επί έτη, εισέτι δε και δεκαετίας, η παρατεινομένη εναλλαγή καταστάσεων οδύνης ή παρακλήσεως – άνωθεν κατερχομένης – διαπαιδαγωγεί το πνεύμα ημών, απεργαζομένη τούτο ικανώτερον προς νέας μορφάς σκέψεως και προσλήψεως του είναι εν γένει: Ο νους εθίζεται να σκέπτηται ασχηματίστως όλον τον κόσμον, η καρδία δε να φέρη ευκτικώς και μετά πόνου αγάπης εν εαυτή τον κόσμον τούτον εν τω συνόλω αυτού. Εν τη τοιαύτη πνευματική συνθέσει διαμένει η ώριμος προσευχή του χριστιανού του παρισταμένου τω Θεώ δι’ όλου του νου, δι’ όλης της καρδίας (βλ. Λουκ. 10,27), εν τη ενώσει αυτών εις έν. Ο ασκητής ανίσχυρος να εκφράση δια λόγου παν ό,τι φέρει εν εαυτώ, συχνάκις προσεύχεται άνευ λόγων, έχων εν τούτοις σφαιρικήν επίγνωσιν των όσων έλαβε πείραν, ή εν πλήρει καταδύσει εν τω Θεώ μέχρι λήθης της γης. Εν τη αμεθοδεύτω εξωτερικώς περιγραφή των διαδικασιών της ζωής του ανθρωπίνου πνεύματος γίνεται λόγος περί της βαθμιαίας μεταβάσεως εκ των ατομικών μορφών της υπάρξεως εις την υποστατικήν μορφήν του είναι εν τω αιωνίω Θεώ. Είναι αδύνατον να δοθή συστηματική, αναλυτική περιγραφή της αναβάσεως προς την ζωήν ταύτην. Δεν ευρίσκομεν ταύτην ουδέ εις τα έργα των μεγάλων Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας ημών. Η σχολαστική συστηματοποίησις του υλικού είναι δυνατή μέχρι σημείου τινός εις τα θεωρητικά θεολογικά έργα, αλλ’ ουδόλως και ουδέποτε εις τα ζώντα ρήματα περί της αυθεντικής ζωής του πνεύματος ημών.
Τω δε Θεώ τω Σωτήρι ημών είη δόξα αΐδιος εις πάντας τους αιώνας.
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.