Τρίτη 8 Σεπτεμβρίου 2015
Ἡ ἄσκηση τῶν μακαρισμῶν τοῦ Κυρίου ὡς ἔκφραση πνευματικῆς ζωῆς - τοῦ Πρεσβ. Κωνσταντίνου Παπαθανασίου
Τρίτη, Σεπτεμβρίου 08, 2015
Αναρτήθηκε από
Nik Vythoulkas
Ετικέτες Ἡ ἄσκηση τῶν μακαρισμῶν τοῦ Κυρίου ὡς ἔκφραση πνευματικῆς ζωῆς - τοῦ Πρεσβ. Κωνσταντίνου Παπαθανασίου
Ετικέτες Ἡ ἄσκηση τῶν μακαρισμῶν τοῦ Κυρίου ὡς ἔκφραση πνευματικῆς ζωῆς - τοῦ Πρεσβ. Κωνσταντίνου Παπαθανασίου
Ἡ ΑΣΚΗΣΗ ΤΩΝ ΜΑΚΑΡΙΣΜΩΝ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΩΣ ΕΚΦΡΑΣΗ
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ
τοῦ Πρεσβ. Κωνσταντίνου Παπαθανασίου Ἐφημ. Ἱ. Ν.
Κοιμ. Θεοτόκου Π. Φαλήρου
Ἀποτελεῖ τιμή καί χαρά δι’ ἐμέ ἡ συμμετοχή στήν παρούσα Ἡμερίδα πού διοργανώνει ἡ Συνοδική Ἐπιτροπή θείας
Λατρείας καί ποιμαντικοῦ Ἔργου μέ
κεντρικό ἄξονα εἰσηγήσεων
τήν ὀρθόδοξη πνευματική ζωή μέ τούς προβληματισμούς πού ἀνακύπτουν ἀπό τή σύγχρονη
ποιμαντική πράξη. Γιά τήν πρόσκληση τῆς συμμετοχῆς καί τήν ἀνάθεση εἰδικῆς
εἰσηγήσεως ἐπιτρέψτε μου νά ἐκφράσω
θερμές καί βαθιές
εὐχαριστίες πρός τόν Σεβασμιώτατο Πρόεδρο, τά
μέλη τοῦ Προεδρείου καί τῆς Ἐπιτροπῆς.
Τό ἐπιμέρους
θέμα τῆς εἰσηγήσεώς μας ἀναπτύσσεται
σέ τέσσερις βασικούς ἄξονες: α) Οἱ
μακαρισμοί τοῦ Κυρίου στή βιβλική παράδοση, ὅπου ἀναπτύσσουμε συνοπτικά τήν
κεντρική σημασία κάθε μακαρισμοῦ· β) Οἱ μακαρισμοί τοῦ Κυρίου στή λατρευτική ζωή, ὅπου ἐπισημαίνεται ἡ σπουδαιότητά τους στήν ὀρθό-
δοξη λατρεία· γ) Οἱ
μακαρισμοί τοῦ Κυρίου στήν ἁγιοπατερική
παράδοση, μέ ἀναφορά στίς μεγάλες πατερικές ἑρμηνεῖες τους· δ) Οἱ μακαρισμοί τοῦ Κυρίου στήν πνευματική ζωή, ὅπου ἀναφερόμαστε στήν ὀρθόδοξη πνεμυατικότητα καί ἐπισημαίνονται μέσα ἀπό τήν ἱστορία
τῆς ἑρμηνείας οἱ διαχρονικές μονόπλευρες ἑρμηνεῖες τους, πού ἀποτελοῦν καί
κινδύνους γιά τήν πνευματική ζωή·
καί ὁλοκληρώνουμε μέ τά συμπεράσματα καί
τούς προβληματισμούς.
Ὀφείλουμε ἐπίσης
νά ἀναφέρουμε ὅτι θά προσπαθήσουμε νά προσεγγίσουμε τό θέμα ἐξ ἐπόψεως κυρίως
βιβλικῆς –καί λιγότερο ποιμαντικῆς–
τονίζοντας τόν ἑρμηνευτικό χαρακτήρα του
καί ἐν συνεχεία τή γενικότερη
θεολογική προοπτική του.
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ
Στήν πνευματικότητα πού ἐκφράζεται μέσα ἀπό τά κείμενα
τῆς Κ.∆., κυριαρχοῦν μέ πρωτεύουσα σπουδαιότητα ὡς πρός τή θέση καί τό
περιεχόμενο οἱ μακαρισμοί τοῦ Κυρίου,
δηλ. οἱ λόγοι τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ πού ἀρχίζουν μέ τό ἀρχαῖο ἐπίθετο «μακάριος»
σέ γ΄ πληθ. πρόσωπο καί ἀπαντῶνται στό 5ο κεφ. τοῦ κατά Ματθαῖον καί στό 6ο κεφ. τοῦ
κατά Λουκᾶν εὐαγγελίου1.
Οἱ μακαρισμοί
(beatitudes, macarisms)2 , οἱ μακαρισμοί τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν3 , συνιστοῦν τή διακριτική καί
ταυτόχρονα ἀκτινοβολούσα θέα τῆς λειτουργίας τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους τοῦ Θεοῦ. Αὐτοί
δείχνουν καί κατευθύνουν τόν πιστό πρός τή μακαριότητα, δηλ. πῶς θά μπορέσει
νά δεχθεῖ ἐνεργῶς τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ στή ζωή του5 . Μέ αὐτή τήν πατερική σημασία,
οἱ μακαρισμοί δέν εἶναι τίποτε
ἄλλο παρά ὁδοδεῖκτες
τῆς πνευματικῆς ζωῆς, τῆς πορείας
τοῦ ἀνθρώπου πρός τή θέωση· εἶναι τά πρότυπα γιά τή βασιλεία
τῶν οὐρανῶν. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος
ὁ Παλαμᾶς λέγει ὅτι «ὁ Κύριος μᾶς ἔδωσε
μερικούς συνοπτικούς λόγους
πού συγκεφαλαιώνουν τό Εὐαγγέλιο τῆς σωτηρίας μας», ὑποδηλώνοντας τούς μακαρισμούς. Κι αὐτοί,
συγκρινόμενοι μέ τίς ἐντολές τοῦ ∆εκαλόγου, οἱ μακαρισμοί τοῦ Κυρίου εἶναι
πολύ περισσότερο ὑψηλές ἀπό τῆς Παλαιᾶς .
Στό ἴδιο πλαίσιο κινεῖται καί ὁ σύγχρονος ἅγιος, ὁ ἐπίσκοπος
Πενταπόλεως Νεκτάριος (1846-1920), ὁ ὁποῖος
ἐπισημαίνει ὅτι οἱ ἐννέα μακαρισμοί, θεωρούμενοι στό σύνολό τους,
περιέχουν:
i. τό Εὐαγγέλιο τῆς χάριτος, πού ἀναγγέλλεται σέ ὅλους πού δέχονται μέ
ταπεινό φρόνημα τήν ἀλήθεια πού
κηρύσσεται·
ii. τά ἀπαραίτητα ἠθικά προσόντα, πού εἶναι ἀναγκαῖα γιά τήν
κληρονομία τῆς οὐράνιας βασιλείας· καί
iii. τήν περιωπή
τῶν τελείων, οἱ ὁποῖοι ἐξισώνονται
μέ τούς προφῆτες .
Οἱ μακαρισμοί μελετήθηκαν, ἑρμηνεύθηκαν
καί βιώθηκαν μέ ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον στήν ὀρθόδοξη
ἀσκητική παράδοση, τῆς ὁποίας ἡ πορεία
κατευθύνεται πρός τήν ἔσχατη πραγματικότητα τοῦ ἀνθρώπου ἤ ἀλλιῶς τήν ἰατρεία
τῆς φύσεώς του. Οἱ μακαρισμοί λειτούργησαν ὡς ὁρόσημα γιά τήν κάθαρση, τό φωτισμό καί τή θέωση. Αὐτό σημαίνει
ὅτι γιά νά
φθάσει ὁ ἄνθρωπος στή μακαριότητα
ὀφείλει νά καθαρθεῖ ἀπό τά πάθη,
νά φωτιστεῖ ὁ νοῦς του ὥστε νά
νοεῖ τά τοῦ ἀκτίστου καί νά κοινωνήσει
μέ τόν Θεό, δηλ. νά θεωθεῖ κατά
χάριν. Τό τελευταῖο αὐτό στάδιο εἶναι
κατάσταση τῆς μέλλουσας ζωῆς, πού μπορεῖ νά βιωθεῖ ὡς πρόγευση τοῦ
διηνεκοῦς ἀπό τούς
θεουμένους, δηλ. κεκαθαρμένους καί φωτισμένους .
α. Ἡ θέση τους. Μέ βάση τή θεολογική ἱστόρηση
τοῦ εὐαγγελιστοῦ Ματθαί- ου, προηγοῦνται οἱ πειρασμοί τοῦ Ἰησοῦ –μετά τήν ἀποκάλυψη τῆς κλήσης του κατά τή βάπτιση– καί ἕπεται ἡ ἀρχή τοῦ ἔργου του μέ τήν διακήρυξη τῆς ἔλευσης
τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ἤδη στό ξεκίνημα τῆς δράσης τοῦ Ἰησοῦ στή
Γαλιλαία, καταγράφεται ἀπό τόν Ματθαῖο ἡ πρώτη ἐκτενής διδασκαλία –«ἐπιτομή» τῆς
δι- δασκαλίας κατά τό ἀρχαῖο φιλολογικό εἶδος– μέ τήν
ἐπί τοῦ Ὄρους Ὁμιλίας
(ἐφεξῆς Ο.Ο.)12.
Οἱ μακαρισμοί τοῦ Κυρίου ἀποτελοῦν τήν ὑπέροχη ἔναρξη τῆς Ο.Ο., σύμφωνα μέ τό
κατά Ματθαῖον εὐαγγέλιο. Εἰδικότερα, οἱ στ. 5,1-20 συνιστοῦν τήν εἰσαγωγή τῆς Ο.Ο.,
πού περιέχει τέσσερα τμήματα: τό χωροχρονικό πλαίσιο (στ. 1-2),
τούς μακαρισμούς (στ. 3-12), τήν ταυτότητα τῶν μαθητῶν τοῦ Ἰησοῦ (στ. 13-16)
καί τή διδασκαλία γιά τό νόμο (στ. 17-20).
Πέρα ἀπό τήν εἰσαγωγή, ἡ Ο.Ο. περιέχει τά ἀκόλουθα θέματα: Οἱ ἀντιθέσεις (5,21-48)·
οἱ τρεῖς
πράξεις εὐσέβειας (6,1-18)· λοιπή διδασκαλία (6,19-7,12)· καί προειδοποιήσεις
γιά τήν κρίση (7,13-29)13.
Γενικότερα, ἡ
Ο.Ο. καί οἱ μακαρισμοί ἀποτελοῦν τό πρῶτο
καί ἐκτενέστερο τμῆμα τῶν λόγων
τοῦ Ἰησοῦ (Μτ. 5-7), ἀπό τά
πέντε πού περιέχει
τό τό κατά Ματθαῖον εὐαγγέλιο (κεφ. 10· 13· 18 καί 24-25). Μποροῦμε νά ἰσχυριστοῦμε ὅτι ἄν καί ὁ εὐαγγελιστής
Μάρκος σκιαγραφεῖ τόν Ἰησοῦ ὡς τόν δυναμικό διδάσκαλο, ἐντούτοις παρέχει
λίγα οὐσιώδη τμήματα
διδασκαλίας τοῦ Ἰησοῦ. Ἀντίθετα, τό μεῖζον κίνητρο τοῦ Ματθαίου γιά τή συγγραφή τοῦ εὐαγγελίου του εἶναι νά παρουσιάσει τούς πέντε μεγάλους λόγους
τοῦ Ἰησοῦ. Ὁ ἴδιος συνθέτει αὐτές
τίς ὁμιλίες ἀπό πηγαῖο ὑλικό
πού εἶναι διαθέσιμο
σέ αὐτόν (πηγή τῶν
Λογίων, ὁ Μάρκος, καί ἡ εἰδική
πηγή τοῦ Ματθαίου).
β. Τό εἶδος
τοῦ λόγου. Ἡ σύγχρονη ἔρευνα, πού διακρίνει τά λόγια τοῦ Ἰησοῦ ἀφενός μέν μεταξύ
τῆς συνοπτικῆς καί τῆς ἰωάννειας παράδοσης, ἀφετέρου δέ τό ὑλικό τῶν λόγων
αὐτῆς τῆς συνοπτικῆς παράδοσης (σέ τμήματα λόγων ξε- χωριστά,
σέ παραβολές καί σέ διακηρύξεις),
οἱ μακαρισμοί ὡς τό ἀρχικό τμῆμα τῆς ἐπί
τοῦ Ὄρους Ὁμιλίας ἀνήκουν
σέ ἕνα σπουδαῖο σύνολο λόγων τοῦ Ἰησοῦ, ὑλικό προερχόμενο ἀπό τήν πηγή
τῶν Λογίων (Q) πού χρησιμοποίησαν οἱ δύο Εὐαγγελιστές καί διαμόρφωσαν τήν τελική
μορφή τοῦ κειμένου
τους, ὅπως τό ἔχουμε σήμερα15.
γ. Σχέση
Ματθαίου καί Λουκᾶ. Ἀμφότεροι οἱ Εὐαγγελιστές ἀπομνημονεύ- ουν τή
σημαντική καί συνάμα
προλογική ὁμιλία πού ἐξεφώνησε ὁ Ἰησοῦς κατά τήν ἔναρξη τῆς
δημόσιας δράσης του στή Γαλιλαία. Καί οἱ
δύο ἔχουν τό ἴδιο βα- σικό θέμα (τήν ἀπαιτούμενη
εὐθύτητα τῶν μαθητῶν
λόγω τῆς βασιλείας
τοῦ Θεοῦ), τό ἴδιο προοίμιο (τούς μακαρισμούς, μέ διαφορά στόν ἀριθμό), τό ἴδιο συμπέρασμα (ἡ παραβολή τῶν δύο σπιτιῶν) καί τήν ἴδια γενική τοποθεσία (ἐπί τοῦ ὄρους)16 .
Ἡ διαφορά στόν ἀριθμό τῶν μακαρισμῶν ἀπό τούς δύο Εὐαγγελιστές ἀνά- γεται στή διαφορά
τῆς ἔκτασης μεταξύ τῶν δύο ὁμιλιῶν. Αὐτή μπορεῖ νά ἐξηγηθεῖ κατά τόν καθηγ. J. Fitzmyer ὅτι α) ὁ μέν Λουκᾶς
γράφει τό Εὐαγγέλιό του κατά κύριο λόγο
γιά κοινότητα ἐθνικῶν χριστιανῶν, καί ἔτσι παραλείπει ὑλικό πού μπορεῖ νά ἔχει νόημα μόνο καί εἰδικά γιά ἰουδαιο-χριστιανικό
περιβάλλον· β) ὁ δέ Ματθαῖος ἔχει εἰσαγάγει πολλά λόγια
τοῦ Ἰησοῦ, τά ὁποῖα ὁ Λουκᾶς τά
χρησιμο- ποιεῖ ἀλλοῦ, σέ ἀναφορές στίς περιοδεῖες τοῦ Ἰησοῦ (Λκ. 9,51-18,14)17 .
Ἄλλη ἄποψη ὑποστηρίζει ὅτι ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος ἀποτελεῖ τόν πνευ- ματικό ἡγέτη τῶν πρώτων μελῶν τῆς Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας τῆς
Γαλιλαίας, γιά τούς ὁποίους ὁ Ἰησοῦς
Χριστός ἦταν ὁ ἀναστάς Κύριος,
διδάσκαλος τῆς πίστεως καί ὁ ἀρχηγός τῆς ζωῆς τους. Ὑποστηρίζεται ὅτι ὁ Ματθαῖος
παρέμεινε μονιμότερα στή Γαλιλαία καί ἔδρασε
ἐκεῖ ὡς ἐκκλησιαστικός ἡγέτης, καταγράφει δέ μέ ἰδιαίτερη πιστότητα τήν
Ο.Ο. καθώς ἦταν παρών κατά τήν ἐξαγγελία
της.
Ἀντιθέτως, τό κέντρο
τοῦ εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ εἶναι ἡ πόλη τῶν Ἰεροσολύμων καί, ἄν καί τοῦ εἶναι
γνωστές οἱ παραδόσεις τῶν ὁμιλιῶν τοῦ Ἰησοῦ στή Γαλιλαία, χρησιμοποιεῖ καί καταγράφει τίς ὁμιλίες τοῦ
Κυρίου τῆς ἱεροσολυμιτικῆς παραδόσεως. Γιά τά μέλη αὐτῆς τῆς χριστιανικῆς κοινότητας ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἦταν
ὁ ἀναστάς λυτρωτής της. Ὅσον δέ ἀφορᾶ τούς μακαρισμούς καί τήν Ο.Ο., δέν ἐπαναλαμβάνει
ἐκείνη τοῦ Ματθαίου, ἀλλά τή διακρινόμενη αὐτῆς ἄλλη ὁμι- λία τοῦ Κυρίου, πού ἐκφωνήθηκε «ἐν τόπῳ
πεδινῷ», ἔτσι ὥστε σήμερα ἐμεῖς
νά διαθέτουμε ἀμφότερες τίς ὁμιλίες αὐτές
τοῦ Ἰησοῦ18.
δ. Σέ ποιούς ἀπευθύνονται
οἱ μακαρισμοί. Ἡ θεολογική ἱστόρηση τοῦ
Εὐαγγελίου τοῦ Ματθαίου δείχνει νά ἀπευθύνεται σέ ὁλόκληρο τόν Ἰσραήλ
πού συγκεντρώνεται γιά νά ἀκούσει τόν Ἰησοῦ. Τόσο ἡ διδασκαλία ὅσο καί ἡ
θεραπευτική δράση τοῦ Ἰησοῦ στή Γαλιλαία εἵλκυε πλῆθος ἀνθρώπων ἀπό παντοῦ, «ἀπό
τῆς Γαλιλαίας καί ∆εκαπόλεως καί Ἱεροσολύμων καί Ἰουδαίας καί
πέραν τοῦ Ἰορδάνου» (Μτ. 4,25)19
.
Εἰδικότερα στούς μακαρισμούς, ἐνῶ οἱ μαθητές
κατέχουν μιά περίοπτη θέση, ὁ Ἰησοῦς ἀπευθύνεται στά πλήθη τῶν Ἰουδαίων· «ἰδών τούς ὄχλους ἀνέβη εἰς τό ὄρος... καί ἐδίδασκεν
αὐτούς» (5,1-2)20. Ὅταν τελείωνει ἡ Ο.Ο., πάλι
ὁ Ματθαῖος ἐπισημαίνει ὅτι «ἐξεπλήσσοντο οἱ ὄχλοι ἐπί τῇ διδαχῇ αὐτοῦ»
(7,28). Τό σκηνικό αὐτό κατανοεῖται καλύτερα, ὅταν φέρουμε στό νοῦ μας τό ἀντίστοιχο ἐκεῖνο τῆς
παράδοσης τοῦ νόμου μέ τή μορφή τοῦ Μωυσῆ. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός παρουσιάζεται ἀπό τό κατά Ματθαῖον ὡς ὁ νέος Μωυσῆς, γι’ αὐτό καί ἡ
διδασκαλία του τί- θεται μπροστά ἀπό τόν
Ἰσραήλ, τόν ὁποῖο προκαλεῖ γιά νά τήν ἀποδεκτεῖ
καί νά ἐνεργήσει σύμφωνα μέ αὐτή . Ὅπως ὁ Μωυσῆς εἶχε ἀνέβη στό ὄρος Σινᾶ καί ἐκεῖ
παρέλαβε τίς ἐντολές ἀπό τόν Θεό, τίς ὁποῖες
παρέδωσε στό λαό του Ἰσραήλ, ἔτσι
τώρα ὁ Ἰησοῦς παίρνει τούς μαθητές του ἐπάνω στό ὄρος καί ἐξαγγέλλει σέ αὐτούς πῶς πρέπει
νά ζοῦν καί νά συμπεριφέρονται μέσα ἀπό τά σημάδια (ἤ σημεῖα ἤ δεῖκτες) τῆς ἀνατέλλουσας βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ἡ δικαιοσύνη τους πρέπει νά ὑπερβεῖ ἐκείνη τῶν γραμματέων καί
Φαρισαίων (5,20). Αὐτή ἡ νέα δικαιοσύνη εἶ- ναι ὁ τρόπος τῆς μαθητείας
στόν ὁποῖο ὁ Ἰησοῦς καλεῖ τούς
μαθητές του. ∆ύναμή τους θά εἶναι ἡ δωρεά τῆς θείας χάριτος, πού δίδεται στούς πτωχούς, πενθοῦντες, πραεῖς, πεινῶντες
κ.λπ. Καί οἱ μακαρισμοί, ὅπως καί οἱ ὑπόλοιπες διατάξεις τῆς Ο.Ο.
διαγράφουν τόν τρόπο αὐτό μέ συγκεκριμένα παραδείγματα22 .
Ὡς ἐκ τούτου, τό βασικό θέμα τῆς Ο.Ο. εἶναι ὅτι ὁ Ἰησοῦς
ἦρθε ὄχι γιά νά καταργήσει τόν νόμο ἤ
τούς προφῆτες, «ἀλλά πληρῶσαι», δηλ. γιά νά τά πραγματώσει ἤ νά τά
συμπληρώσει (5,17). Κάτω ἀπ’ αὐτή τήν ἀρχή
ὀφείλουμε νά βλέπουμε σέ καθετί γιά τό «σκέπτεσθαι» τοῦ Ματθαίου στούς
μακαρισμούς.
Ὁ ἱερός
Χρυσόστομος τονίζει ἐδῶ τά «θεμέλια
τίθησι τῆς καινῆς πολιτείας ἡμῖν», δηλ. οἱ μακαρισμοί συνιστοῦν
θεμέλια τῆς νέας βιωτῆς, τῆς πνευματικῆς ζωῆς τῶν ἀνθρώπων24 . Καί ὁ Ἰησοῦς
«πρός ἅπαντας ἀπετείνατο»· γι’ αὐτό δέ
προτρέπει «ἀκούσωμεν μετά ἀκριβείας τῶν
λεγομένων· εἴρηται μέν γάρ πρός ἐκείνους,
ἐγράφη δέ καί διά τούς μετά ταῦτα ἅπαντας»· «δι’ ἐκείνων πρός τήν οἰκουμένην ἅπασαν» . Ἡ
καθολικότητα τῆς ἀπήχησης τῶν λόγων αὐτοῦ
τοῦ Κυρίου, ὅπως διατυπώνεται ἀπό τόν
χρυσορρήμονα ἀντιοχειανό πατέρα, ἔρχεται βέβαια
σέ ἀντίθεση μέ ὁρισμένες σύγχρονες
ἀπόψεις περί «διπλῆς ἠθικῆς».
Α . ΟΙ ΜΑΚΑΡΙΣΜΟΙ ΤΟΥ ΚΥΡIOY
ΣΤΗ ΒΙΒΛΙΚΗ ΠΑΡΑ∆ΟΣΗ
Εἰσαγωγικά - «Μακάριοι»
Ὅπως ἤδη ἀναφέραμε,
οἱ μακαρισμοί τοῦ Κυρίου –σέ σχέση μέ τό περιεχόμενο τῆς ἐπί τοῦ Ὄρους Ὁμιλίας–
εἶναι περισσότερο ἀπό μιά ἁπλῶς
τυπική εἰσαγωγή, καθώς
συνοψίζουν τήν οὐσία τοῦ
μηνύματος τῆς Ὁμιλίας καί
δίνουν τό πλαίσιο τοῦ τρόπου μέ τόν ὁποῖο
ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἔχει ἀπήχηση
στή ζωή ἐκείνων πού ἀνταποκρίνονται σ’ αὐτή .
Ἀπό τήν
πρώτη ματιά ὁ χαρακτήρας τῶν μακαρισμῶν ἀντίκειται σέ ὅσα ὁ πολύς κόσμος θεωρεῖ ὡς ἀξίες, καθώς ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ ἀναπαύεται ἐπάνω σέ ἀναπάντεχους γιά τόν κόσμο ἀνθρώπους, ὅπως
στούς πτωχούς τῷ πνεύματι, πενθοῦντες,
πεινῶντες καί διψῶντες τήν δικαιοσύνην κ.λπ. (Μτ. 5,3 ἑξ.). Ἔτσι, αὐτοί χαράζουν κατά κάποιο τρόπο μιά ἐπάνω-κάτω πραγματικότητα, ἤ καλύτερα ὁρίζουν τήν πραγματικότητα μέ τέτοιο
τρόπο πού ἡ συνήθης τάξη τῶν πραγμάτων φαίνεται ἐπάνω-κάτω
στά μάτια τοῦ Θεοῦ (πρβλ. Μτ. 5,38-48)28.
Αὐτός ὁ χαρακτήρας κινεῖται σέ παράλληλη σχέση μέ
τήν ὀρθόδοξη πνευμα- τικότητα, ἡ ὁποία ὡς ἱστορική
καί ἐσχατολογική στό χαρακτήρα της δέν ἔχει κοσμικό προσανατολισμό, ἀλλά ἐσχατολογικό, πού φωτίζει, ἁγιάζει
καί χαροποιεῖ τήν ἱστορία29.
Βασικό γνώρισμα τῆς πνευματικῆς ζωῆς καί τῆς ἄσκησης τῶν μακαρισμῶν εἶναι –ἐκ πρώτης ὄψεως– τό
γεγονός τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ καί ἡ προσδοκία τῆς βίωσής της.
Κάθε μακαρισμός
ὁρίζει ὅτι ὁ κάτοχος αὐτοῦ τοῦ χαρακτηριστικοῦ ἤ τῆς κατάστασης θά εἶναι «μακάριος»
ἀπό τόν Θεό. Ἡ
μακαριότητα ὑποδηλώνει τήν εὐλογία
τοῦ Θεοῦ, πράγμα πού συνιστᾶ
θεϊκή πράξη· αὐτή μερικές φορές προκαλεῖται μέσω ἑνός μεσολαβητικοῦ προσώπου, ἱερέα,
βασιλιᾶ, γενέα κ.λπ. Τό «μακάριος» ὡς κατηγόρημα ὑποδηλώνει τόν εὐλογημένο, εὐδαίμονα, πανευτυχή, καλότυχο κ.ἄ. συνήθως μέ τήν ἔννοια τοῦ προνομιακοῦ ἀποδέκτη τῆς θείας εὔνοιας30·
μακάριοι εἶναι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ζοῦν εἰδικές
καταστάσεις31· καί ἡ μακαριότητα προέρχεται ἀπό τόν Θεό ὡς τήν πηγή ὅλων τῶν εὐεργεσιῶν32
.
Μακαρισμοί ἤδη ἀπαντοῦν στή Π.∆., εἰδικότερα στή
σοφιολογική γραμματεία ὅπου καί ἡ περισσότερη χρήση, πρωτίστως στό βιβλίο τῶν
Ψαλμῶν, καί στή συνέχεια Σοφία Σειράχ
καί Παροιμίες: «Μακάριος ἀνήρ ὅς οὐκ ἐπορεύθη
ἐν βουλῇ ἀσεβῶν...» (Ψλ. 1,1,)· «Μακάριος ἀνήρ ὅς
οὐκ ὠλίσθησεν ἐν τῷ
στόματι αὐτοῦ καί οὐ κατενύγη ἐν
λύπῃ ἁμαρτιῶν» (Σ. Σειρ. 14,1)· «Μακάριος ἄνθρωπος ὅς εὗρεν σοφίαν καί θνητός ὡς εἶδεν φρόνησιν» (Παρμ. 3,13)33.
Σημασιολογικά, τό ἐπίθ. «μακάριος» (ἑβρ. yrev.a;)
στήν Π.∆. προέρχεται ἀπό τή ρίζα τοῦ ἑβραϊκοῦ
ρήματος rv'a', πού σημαίνει
βαδίζω τήν ὁδό, τρέχω εὐθεία,
καί εὐλογῶ (ὅπως
καί τό ρῆμα B''). Μέ τήν
τελευταία σημασία, ὑποδηλώνει τόν ἐκεῖνον
πού βρίσκεται κάτω ἀπό τήν ἐξουσία τῆς ἀποκάλυψης τοῦ Θεοῦ, ἐφαρμόζοντας τίς ἐντολές καί τόν
λόγο τοῦ Θεοῦ34. Ἔτσι,
τό παλαιοδιαθηκικό «μακάριος», ἄν καί
λαμβάνει τήν ἔννοια
μιᾶς «δυναμικῆς μακαριότητας»35 ,ἐντούτοις ἔχει ἕναν παροντικό, στατικό καί διδακτικό
χαρακτήρα36 .
Στούς μακαρισμούς τῆς Κ.∆. τό «μακάριος» συνδέεται μέ τήν ἔννοια τῆς βασι- λείας τοῦ
Θεοῦ καί ἀναφέρεται σέ μιά δυναμική
μελλοντική (ἤ ἐσχατολογική) ἀνταμοιβή. Κατά
κύριο λόγο ἡ ἀνταμοιβή τους εἶναι «ἡ βασιλεία
τῶν οὐρανῶν»· αὐτή ἐπιστέφει τόν πρῶτο καί
τελευταῖο μακαρισμό (5,3.10). Εἶναι ἡ ἔκφραση πού
ὑποδηλώνει τή νέα πραγματικότητα μέ τόν ἐρχομό τοῦ Κυρίου
καί ἀναφέρεται στή βασιλεία
καί κυριαρχία τοῦ Θεοῦ πάνω στή γῆ καί
σέ ὁλόκληρη τήν ἀνθρωπότητα. Ἡ ἐσχατολογική
σημασία της εἶναι ἐμφανής, ἐνῶ δέν περιλαμβάνεται παρούσα ἀνταμοιβή. Μέ ἄλλα
λόγια λαμβάνουν τήν ὑπόσχεση ὅτι οἱ «μακάριοι» θά συμμετάσχουν στή μελλοντική σωτηρία .
Γιά τόν ἅγιο Γρηγόριο
Νύσσης οἱ μακαρισμοί
στοχεύουν σέ κοινωνία στή μακαριότητα,
πού δέν εἶναι τίποτα ἄλλο
παρά κοινωνία στή θεότητα, πρός τήν ὁποία μᾶς ὑψώνει ὁ Κύριος μέ ὅσα λέγει. Ὁλόκληρη ἡ
σειρά τῶν μακαρισμῶν διαγράφει μιά κλίμακα,
ἀντίστοιχη τοῦ Ἰακώβ, πού φθάνει
στόν Θεό. Τό τέρμα τῶν ἀγώνων, τό βραβεῖο
γιά τούς κόπους, τό ἔπαθλο
γιά τούς ἱδρῶτες ἀποτελεῖ τό νά ἀξιωθοῦν οἱ χριστιανοί νά
γίνουν πολίτες τῆς οὐράνιας βασιλείας39.
Ὁ Ματθαῖος
χρησιμοποιεῖ τήν ἔκφραση «βασιλεία
τῶν οὐρανῶν», καί ὄχι «βασιλεία
τοῦ Θεοῦ», καθώς ἀφ’ ἑνός μέν ἀπευθύνεται σέ Ἰουδαίους, στούς ὁποίους ὁ ὅρος
«οὐρανός» ἀποτελεῖ τό ἰουδαϊκό ὑποκατάστατο
τοῦ ὅρου «Θεός», ἀφ’ ἑτέρου δέ ἀποφεύγει προφανῶς νά χρησιμοποιήσει τόν ὅρο
«Θεός» τόσο ἐλεύθερα40. Σέ αὐτό ἀποβλέπει καί ὁ προσεκτικός τρόπος ἐκφράσεως τοῦ δεύτερου σκέλους τῶν μακαρισμῶν, ἀποφεύγοντας μέ τή
χρήση τῆς παθητικῆς φωνῆς νά χρησιμοποιήσει
τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ:
«παρακληθήσονται», «χορτασθήσονται», «ἐλεηθήσονται», τίς ὁποῖες μεταφράζουμε θά παρηγορηθοῦν ἀπό τόν Θεό, ὁ Θεός θά ἱκανοποιήσει τίς ἐπιθυμίες
τους, ὁ Θεός θά δείξει τό ἔλεός του (5,4.6.7)41 .
1. «Μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι»
Οἱ μακαρισμοί τοῦ Κυρίου, τόσο στόν Ματθαῖο ὅσο καί στόν Λουκᾶ, ξεκινοῦν
μακαρίζοντας τούς φτωχούς
μπροστά στόν Θεό: «Μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι, ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ
βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Μτ. 5,3)· «μακάριοι οἱ πτωχοί, ὅτι ὑμετέρα ἐστίν ἡ
βασιλεία τοῦ Θεοῦ» (Λκ. 6,20).
Ἄν καί ἡ λέξη φτωχός σημαίνει τόν ἐπαίτη, τόν ζητιάνο,
ὄχι ἁπλῶς τόν φτωχό ἄνθρωπο μέ τά λίγα ὑπάρχοντα, ὁ μακαρισμός ὀφείλει νά κατανοηθεῖ στό πα- λαιοδιαθηκικό
πλαίσιο καί μέσα στήν ἰδιαίτερη φροντίδα τοῦ Θεοῦ γιά αὐτούς . Ὁ εὐαγγελιστής
Ματθαῖος προσθέτει καί τόν προσδιορισμό
«τῷ πνεύματι», ὥστε νά καθορίσει περαιτέρω τή σημασία τῶν
φτωχῶν. Πρόκειται γιά ἐκείνους
πού ἀναγνωρίζουν τή βασιλεία τοῦ
Θεοῦ ὡς ἕνα δῶρο πού δέν ἐκβιάζεται. Μπροστά στόν Θεό καί στή βασιλεία του νιώθουν
τόν ἑαυτό τους φτωχό. Εἶναι οἱ «ἐπαῖτες» τῆς ἀγάπης καί τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ .
Ὁ ἱερός Χρυσόστομος τονίζει ὅτι αὐτοί
εἶναι οἱ ταπεινοί καί συντετριμμένοι ὡς πρός τή διάνοια, κάτι πού
πράττουν ἀπό προαιρέσεως. Ἡ πρώτη καί βασική ἀρχή τῆς πνευματικῆς ζωῆς εἶναι ἡ ταπεινοφροσύνη, «φιλοσοφίας ἁπάσης ἀρχή» . Αὐτό σημαίνει νά ἔχει κανείς φόβο
Θεοῦ καί ἀνείπωτη συντριβή ψυχῆς .
Στήν πατερική παράδοση ὁ μακαρισμός αὐτός κατανοήθηκε στό πλαίσιο τῆς κατάστασης
τοῦ ἀνθρώπου πού πτωχεύει ἀπό κάθε κακό
θεληματικά καί τίποτα δέν διαθέτει ἀπό τούς θησαυρούς τοῦ διαβόλου48· ἀνταλλάσσει τήν ὑλική εὐημερία
μέ τόν πλοῦτο τῆς ψυχῆς· πετάει ἀπό πάνω
του τόν ὑλικό πλοῦτο γιά νά ἀνέβει
πρός τά ἄνω49 .
2. «Μακάριοι οἱ πενθοῦντες»
Ὁ
δεύτερος μακαρισμός ἀναφέρεται στούς πενθοῦντες: «Μακάριοι οἱ πεν- θοῦντες,
ὅτι αὐτοί παρακληθήσονται» (Μτ.
5,4)· «μακάριοι οἱ κλαίοντες νῦν, ὅτι γελάσετε»
(Λκ. 6,21). Τό ὑπόβαθρό του βρίσκεται
στόν προφήτη Ἠσαΐα, τοῦ ὁ- ποίου
τό χαρμόσυνο μήνυμα σωτηρίας γιά τή Σιών περιλαμβάνει τήν ἀνακούφιση αὐτῶν πού
θρηνοῦν στή Σιών50. Ἡ αἰτία τῆς θλίψεως
γι’ αὐτούς εἶναι ὁ ἀφανισμός τοῦ Ναοῦ τῆς Ἰερουσαλήμ τό 587 π.Χ.
Στή νέα
διαθήκη τοῦ Θεοῦ, ὁ μακαρισμός κατανοήθηκε ὅτι ἀναφέρεται
σέ ὅσους θλίβονται γιά τίς ἁμαρτίες τους καί τό κακό πού κυριαρχεῖ στόν
κόσμο· αὐ- τοί θά παρηγορηθοῦν ἀπό τόν Θεό, μέ μιά ἔννοια ἐσχατολογική, ἀλλά μέ ἱστορι- κή σημασία51. Αὐτό τονίζει
κι ὁ ἱερός Χρυσόστομος ὅτι ὁ Ἰησοῦς δέν εἶπε οἱ λυ- πούμενοι, ἀλλά οἱ πενθοῦντες, δηλ. «οἱ τά ἁμαρτήματα πενθοῦντες τά ἑαυτῶν»52
. Ἡ δέ ἀμοιβή τους ἔχει
παροντική καί μελλοντική προοπτική53. Πρόκειται γιά ἐσχατολογική ὑπόσχεση (Μτ. 5,4-9), πού βασίζεται θεολογικά πάνω στήν ἐσχατο- λογική ἐφαρμογή τοῦ δίκαιου τῆς ἀνταπόδοσης (ius talionis)
.
Παρόμοια ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης τονίζει ὅτι ἐπειδή
ἡ ἁμαρτία πλεονάζει ὥς ἕνα βαθμό
μέσα στήν ἀνθρώπινη
φύση, γι’ αὐτό
σωτήριο φάρμακο ἔχει ἀποδειχθεῖ ἡ λύπη πού προέρχεται ἀπό τή
μετάνοια. Ἐφόσον δέ δύο οἱ βίοι καί
διπλή ἡ ζωή τοῦ καθενός ἀπό
τούς βίους αὐτούς, διπλή καί ἡ εὐφροσύνη. Ἡ μία γιά τήν παρούσα ζωή, ἡ ἄλλη γιά ἐκείνη
πού ἐλπίζουμε .
3. «Μακάριοι οἱ πραεῖς»
Ὁ τρίτος μακαρισμός
ἀναφέρεται στούς πραεῖς:
«Μακάριοι οἱ πραεῖς, ὅτι αὐτοί κληρονομήσουσιν τήν γῆν» (Μτ. 5,5). Τό ὑπόβαθρο
τοῦ μακαρισμοῦ βρίσκεται στόν Ψαλμωδό, ἀφοῦ
σχεδόν ἐπαναλαμβάνει τόν στίχο: «Οἱ πράοι θά κα- τακτήσουνε τή χώρα καί θά ἀπολαύσουν ἄφθονη εἰρήνη» (36,11)57. Στήν ἑβραϊκή ἡ λέξη γιά
τούς πραεῖς εἶναι βασικά ἡ ἴδια μέ τή λέξη φτωχοί (1ος μακαρισμός). Γι’ αὐτό καί σέ κάποια χειρόγραφα ὁ στ. 5 ἀκολουθοῦσε
τόν στ. 3.
Κατά τόν ἱερό
Χρυσόστομο, ἐδῶ ἔχουμε ἀνάμιξη
τῶν πνευματικῶν μέ τά αἰσθητά· ὁ
πράος –κι ὄχι ὁ θρασύς, οὔτε ὁ ἀλαζόνας– θά κληρονομήσει τή γῆ τῆς ἐπαγγελίας, θά ἀποκτήσει μέ ἀσφάλεια
τά ὑπάρχοντα58 . Μέ ἄλλα λόγια, καλότυχοι δέν
εἶναι οἱ εὐερέθιστοι
ἀπό τά ἐμπαθή
σκιρτήματα τῆς ψυχῆς, ἀλλά ὅσοι ἔχουν στολιστεῖ μέ τό λογικό, πού σάν ἄλλο χαλινάρι ἀνακόπτει
τίς ὁρμές καί δέν ἀφήνει τήν ψυχή
νά ἐκτρέπεται στήν ἀταξία59.
Συνεπῶς, οἱ «πραεῖς»
εἶναι οἱ «ἀπαθεῖς».
4. «Μακάριοι οἱ πεινῶντες καί διψῶντες τήν δικαιοσύνην»
Ὁ τέταρτος
μακαρισμός ἔχει ὡς ἑξῆς: «Μακάριοι
οἱ πεινῶντες καί διψῶντες τήν δικαιοσύνην,
ὅτι αὐτοί χορτασθήσονται» (Μτ. 5,6)·
«μακάριοι οἱ πεινῶντες νῦν, ὅτι χορτασθήσεσθε» (Λκ. 6,21). Πάλι ὁ ἱερός Ψαλμωδός βρίσκεται
στό ὑπό- βαθρο αὐτοῦ τοῦ μακαρισμοῦ: «Ἀπό τήν πείνα
καί τή δίψα ὑπέφεραν καί κάθε ἐλπίδα
γιά τή ζωή τούς εἶχ’ ἐγκαταλείψει... Αὐτός
ξεδίψασε τούς διψασμένους, τούς πεινασμένους τούς γέμισε ἀγαθά»
(106,5)61. Ὁ Θεός εἶναι ἐκεῖνος πού ἱκανοποιεῖ τήν πείνα καί δίψα.
Σέ σχέση μέ τόν Λουκᾶ, ὁ Ματθαῖος φαίνεται ὅτι ἐπεκτείνει τήν ἀρχική πηγή καί προσθέτει τό «διψῶντες»
–γιά νά ἀναδείξει τό ὑπόβαθρο τοῦ Ψλ. 106– καί τή «δικαιοσύνη» –γιά νά
διασαφηνίσει τή φύση τῆς πείνας καί τῆς δίψας.
Ἡ δικαιοσύνη ἀναφέρεται ἀρχικά στή δικαιοσύνη τοῦ
Θεοῦ, κατόπιν δέ στίς ἀνθρώπινες σχέσεις καί συμπεριφορά. Στήν ἀποκαλυπτική
σκέψη τῆς ἐποχῆς τοῦ Χριστοῦ ἡ
δικαιοσύνη ἀναφέρεται στή δικαίωση τῶν δικαίων κατά τήν τελική κρίση. Κι ἐδῶ, ἡ ἀνταμοιβή πού δίνεται εἶναι πρῶτα καί κύρια ἐσχατολογική. Στό συγκεκριμένο μακαρισμό ἡ ἐπικράτηση τῆς δικαιοσύνης στόν κόσμο ἔχει ἔννοια
καθολική, δηλ. ἱστορικοκοινωνική καί
παράλληλα ἐσχατολογική62 .
Ὁ ἱερός Χρυσόστομος διαβλέπει στόν
μακαρισμό αὐτό τήν καθόλου
ἀρετή τοῦ χριστιανοῦ, τήν ὁποία
προσπαθεῖ καί ἀγωνίζεται «μετά ἐπιθυμίας
ἁπάσης»63 . Μέ ἄλλα λόγια, ἡ ἐπιθυμία τῆς σωφροσύνης, τῆς σοφίας, τῆς φρόνησης ἤ
κάποιας ἄλλης ἀρετῆς εἶναι πράγματι μακάριο, ἀφοῦ
συχνά ἡ Γραφή μνημονεύει
τό ἐπί μέρους καί περιλαμβάνει τό ὅλο64.
5. «Μακάριοι οἱ ἐλεήμονες»
Μέ τόν
πέμπτο μακαρισμό εἰσερχόμαστε
στό δεύτερο τμῆμα
τῶν μακαρισμῶν. «Μακάριοι οἱ ἐλεήμονες,
ὅτι αὐτοί ἐλεηθήσονται» (Μτ. 5,7). Στήν
Π.∆. διαβάζουμε ὅτι «εἶναι καλότυχος αὐτός πού τούς φτωχούς σπλαχνίζεται· ὅποιος περιγελάει
τόν φτωχό, τόν πλάστη του
προσβάλλει» (Παρμ. 14,21· 17,5)65 . Ἤδη ἀπό τήν ἐποχή ἐκείνη ἡ μακαριότητα ἔγκειται σέ ὅσους δείχνουν τήν ἀγαθότητά τους γιά τούς φτωχούς. Τό ἔλεος καί ἡ εὐσπλαγχνία εἶναι πρῶτα ἀπ’
ὅλα ἕνα ἀπό τά βασικά κατηγορήματα τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος δείχνει
τό ἔλεός του στήν ἀνθρωπό- τητα.
Εἰδικότερα, στόν πρῶτο εὐαγγελιστή ἡ ἔκφραση «ἔλεος θέλω καί οὐ θυσίαν» (Ὠσ. 6,6)
χρησιμοποιεῖται δύο φορές στόν εὐαγγέλιό του (9,13· 12,7). Τό ἔλεος ἀνήκει στά «βαρύτερα
τοῦ νόμου» (23,23) καί ἐν τέλει ἡ ἀπόκτησή του θά ἐκδη- λωθεῖ στήν
τελευταία κρίση.
Ἡ προφανής ἔννοια
τοῦ ρητοῦ προσκαλεῖ τόν ἄνθρωπο πρός τή φιλαλληλία καί τή συμπάθεια, ἀφοῦ δέ ζοῦν
ὅλοι ὅμοια, οὔτε ὡς
πρός τό ἀξίωμα, οὔτε ὡς
πρός τή σωματική διάπλαση, οὔτε ὡς πρός
τά ἄλλα περιουσιακά στοιχεῖα66 . Πιό
συγκεκριμένα, ἔλεος εἶναι ἡ ἀπό ἀγάπη συμπάθεια σέ ὅσους ὑποφέρουν, γιά τά δυσάρεστα πού τούς
βρίσκουν67 . Συνεπῶς,
«γενώμεθα ἐλεήμονες, ἵνα γενώμεθα διά τοῦτο μακάριοι»68 .
6. «Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ»
Ἀπό τούς
γνωστότερους μακαρισμούς στήν πνευματική ζωή, πού κατεύθυνε ἰδιαίτερα τή
μυστική καί ἀσκητική (φιλοκαλική)
παράδοση, διότι ἡ ὑπόσχεση εἶναι
τόσο μεγάλη, ὥστε
νά ξεπερνάει κι
αὐτό τό ἀνώτατο
ὅριο τῆς μακαριότητας69: «Μακάριοι
οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοί τόν θεόν ὄψονται» (Μτ. 5,8).
Σαφέστατη κι ἐδῶ ἡ ἐξάρτηση ἀπό
τόν Ψαλμωδό: «Καθένας
πού τά χέρια του δέν ἄπραξαν κακό καί καθαρή
εἶν’ ἡ καρδιά του... αὐτός θά λάβει τήν εὐλογία ἀπό τόν Κύριο»
(23,3-4)70. Ἡ καθαρότητα, δηλ. τά καθαρά χέρια καί ἡ ἁγνή καρδιά, ἀποτελοῦσε
προϋπόθεση γιά τόν Ἰσραηλίτη ὥστε νά ἀνέβει στό ὄρος τοῦ Κυρίου, δηλ. στό ὄρος
Σιών, νά σταθεῖ στόν ἅγιο τόπο τοῦ Θεοῦ.
Ἡ καθαρότητα χαρακτηρίζει τήν ἀκεραιότητα τοῦ ἀνθρώπου καί ἐπεκτείνεται στίς
πράξεις καί στά ἔργα του. Μέ τήν καθαρότητα τῆς καρδιᾶς εἶναι δυνατή
ἡ θέα τοῦ Θεοῦ, νά δεῖ κανείς τό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ, νά εἰσέλθει στή
βασιλεία του (Μτ. 7,21-23). Αὐτή ἡ θέα
δέν ἀναφέρεται πλέον στήν ἐπίσκεψη τοῦ ναοῦ τῶν Ἰεροσολύμων, ἀλλά περισσότερο
στή ∆ευτέρα παρουσία, ὡς τό τέλος καί
τόν σκοπό τῆς ὅλης ἀγαπητικῆς πορείας
τοῦ πιστοῦ.
Στή φιλοκαλική παράδοση ὁ μακαρισμός αὐτός λόγῳ τοῦ μεγαλείου καί τῆς ὡραιότητάς του συνιστᾶ τήν ἀρχή τῆς νήψεως καί τῆς ἀπόκτησης τῆς ἀρετῆς·
συνδέεται μέ τή γνώση τοῦ ἀκατάληπτου
Θεοῦ καί τῶν θείων μυστηρίων, ἐκπληρώ-
νοντας ὁ πιστός τίς ἐντολές τῆς Π. καί
Κ.∆. Ἀντιθέτως, ἡ ὕπαρξη ὑπερηφάνειας ἤ κενοδοξίας ἤ φιλαυτίας στερεῖ τόν ἄνθρωπο
ἀπό τήν καθαρότητα τῆς καρδιᾶς καί τῆς θέας τοῦ Θεοῦ . Ὅποιος, λοιπόν, καθαρίσει τήν καρδιά τους ἀπ’ ὅλη τή
δημιουργία κι ἀπό κάθε ἐμπαθή διάθεση,
θά δεῖ τήν εἰκόνα τῆς θείας φύσης
μέσα στό δικό του κάλλος. Γι’ αὐτό,
προτρέπει ὁ ἅγιος Γρηγόριος, «γενώμεθα
μακάριοι, τῆς θείας εἰκόνος ἐν ἡμῖν μορφωθείσης, διά τῆς καθαρᾶς
πολιτείας»74 .
7. «Μακάριοι οἱ εἰρηνοποιοί»
Ὁ ἕβδομος μακαρισμός
ἀναφέρεται στήν ἀνάγκη τῆς εἰρήνης:
«Μακάριοι οἱ εἰρηνοποιοί, ὅτι [αὐτοί] υἱοί θεοῦ κληθήσονται» (Μτ. 5,9). Ἡ εἰρήνη
ἐκφράζει τό πλήρωμα τῶν θείων δωρεῶν στήν Π.∆. Ἄν καί ἡ ὁλότητα τῆς
εἰρήνης προέρχεται ἀπό τόν Θεό καί ἡ
τελειότητά της θά πραγματωθεῖ μόνο στή βασιλεία
τοῦ Θεοῦ, οἱ μαθητές τοῦ Ἰησοῦ
καλοῦνται στή ζωή τους νά ἀσκοῦνται ἐνεργῶς γιά
τήν ἐπίτευξη τῆς εἰρήνης. Οἱ εἰρηνοποιοί θά ὀνομαστοῦν παιδιά τοῦ Θεοῦ
στήν τελευ- ταία κρίση.
Πῶς ἐννοοῦμε
τήν εἰρήνη, ἐρωτᾶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος
Νύσσης. Κι ἀπαντᾶ: Τί ἄλλο ἀπό κείνη τήν ἐπιθυμία τῆς ἀγάπης
πρός τόν συνάνθρωπο. Καί τί εἶναι
τό ἀντίθετο πρός τήν ἀγάπη; Τό μίσος, ἡ ὀργή, ὁ θυμός, ὁ φθόνος, ἡ μνησικακία, ἡ ὑπόκριση, ἡ πολεμική συμφορά.
Βλέπεις πόσων καί ποίων ἀσθενειῶν
εἶναι ἀντίδοτο ἡ μία λέξη; Ἄς γίνουμε λοιπόν
εἰρηνοποιοί, ἀπομιμούμενοι τή φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ7.
Ὁ ὅσιος Πέτρος
ὁ ∆αμασκηνός θεωρεῖ τόν ἕβδομο αὐτό μακαρισμό ὡς τόν τελευταῖο, διότι ἀντιπαραβάλλει
τίς «ἐντολές» αὐτές τοῦ Κυρίου μέ τά ἑπτά χαρί- σματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος
(Ἠσ. 11,2-3)77.
8. «Μακάριοι οἱ δεδιωγμένοι»
Ὁ ὄγδοος
μακαρισμός βρίσκεται στήν ἠχώ τοῦ τέταρτου μακαρισμοῦ: «Μα- κάριοι
οἱ δεδιωγμένοι ἕνεκεν δικαιοσύνης, ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ
βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Μτ. 5,10).
Προετοιμάζει γιά τήν ἀνάγκη
μιᾶς καλύτερης δικαιοσύνης, πέρα ἀπ’
αὐτή τῶν γραμματέων καί Φαρισαίων.
Πρόκειται γιά τήν ἐπικράτηση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, πού περιγράφει τρόπον τινα τήν πειθαρχία τῆς κοινότη- τας τοῦ
Ματθαίου καί τόν συνακόλουθο κοινωνικό ἐξοβελισμό πού θά ὑφίστατο ἡ κοινότητα
γιά τόν ἀσύνηθη τρόπο της στόν Ἰουδαϊσμό.
Πραγματικά, εἶναι
εὐτυχία ὁ διωγμός γιά
τόν Κύριο, ἐπιβεβαιώνει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης. Γιατί
ὁ διωγμός ἀπό τό
κακό γίνεται αἰτία νά
βρεθεῖς στό ἀγαθό. Γιατί ἡ ἀποξένωση
ἀπό τό πονηρό γίνεται ἀφορμή οἰκείωσης
τοῦ ἀγαθοῦ. Ἀγαθό, ὅμως, πέρα καί πάνω
ἀπό κάθε ἀγαθό, εἶναι ὁ
ἴδιος ὁ Κύριος, πρός τόν ὁποῖο τρέχει αὐτός
πού διώκεται79 . Μακάριος, λοιπόν, εἶναι καθένας
πού διώκε- ται ἀπό κάθε ἀντίθετο πράγμα· ἀπό τή φθορά, τό σκοτάδι, τήν ἁμαρτία, τήν ἀδι- κία, τήν
πλεονεξία καί καθετί ἀπό τά πράγματα καί τίς σκέψεις πού διαφέρουν ὡς
πρός τίς αἰτίες γιά τήν ἀρετή. Ἡ ἀνταμοιβή
εἶναι ὅμοια μέ ἐκείνη τοῦ πρώτου μακαρισμοῦ, δηλ. σέ αὐτούς ἀνήκει ἡ
βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
9. «Μακάριοι ἐστε ὅταν ὀνειδίσωσιν ὑμᾶς»
Ὁ τελευταῖος
μακαρισμός σχετίζεται στενά μέ τόν προηγούμενο καί ἀποτελεῖ οὐσιαστικά
ἐπέκτασή του, ὥστε γιά
ὁρισμένους ἑρμηνευτές αὐτός
δέν ἀποτελεῖ ξεχωριστό
μακαρισμό81: «Μακάριοί ἐστε ὅταν ὀνειδίσωσιν ὑμᾶς καί διώξωσιν καί εἴπωσιν πᾶν
πονηρόν καθ’ ὑμῶν [ψευδόμενοι]
ἕνεκεν ἐμοῦ· χαίρετε
καί ἀγαλλιᾶσθε, ὅτι ὁ μισθός ὑμῶν πολύς ἐν τοῖς οὐρανοῖς· οὕτως γάρ ἐδίωξαν τούς προφήτας τούς πρό ὑμῶν» (Μτ. 5,11-12)·
«μακάριοί ἐστε ὅταν μισήσωσιν ὑμᾶς οἱ ἄνθρωποι,
καί ὅταν ἀφορίσωσιν ὑμᾶς καί ὀνειδίσωσιν
καί ἐκβάλωσιν τό ὄνομα ὑμῶν ὡς πονηρόν ἕνεκα τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου·
χάρητε ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ καί
σκιρτήσατε, ἰδού γάρ ὁ μισθός
ὑμῶν πολύς ἐν τῷ οὐρανῷ· κατά τά αὐτά γάρ
ἐποίουν τοῖς προφήταις οἱ πατέρες αὐτῶν» (Λκ. 6,22-23).
Ἀπό γλωσσικῆς πλευρᾶς
παρατηρεῖται διαφοροποίηση τοῦ προσώπου
σέ δεύτερο πρόσωπο πληθυντικοῦ.
Τά ρήματα πού χρησιμοποιοῦνται ἐκφράζουν
τή δυναμική σύγκρουση τῆς κοινότητας τοῦ
Ματθαίου μέ τό ἰουδαϊκό περιβάλλον.
Ἡ λέξη
«ψευδόμενοι» δέν ἀπαντᾶται σέ ὅλα τά
χειρόγραφα. Ἡ εἰσαγωγή του
δείχνει τήν πρόθεση τοῦ γραφέα γιά νά
περιορίσει τή γενίκευση. Ἀλλά καί ὁ Εὐαγγελιστής
τό ἴδιο θά εἶχε κάνει ἐπίσης.
Τό μοτίβο ὅτι ὁ Θεός ἀνταμείβει τούς διωκόμενους ἐμφανίζεται στά ἰουδαϊκά ἔργα82. Περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλο μακαρισμό
προβάλλεται ἐδῶ τό πρόσωπο καί ἡ ἀγάπη
τοῦ σωτήρα Χριστοῦ .
Συνοπτικά, οἱ τέσσερις πρῶτοι
μακαρισμοί ἀναφέρονται σέ ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι μέσα στό ἰδιαίτερο εἶδος ἀνάγκης θέτουν τήν ἐλπίδα τους στόν Θεό: εἶναι οἱ πτωχοί, οἱ πενθοῦντες, οἱ πεινῶντες καί οἱ
διψῶντες. Στό δεύτερο
μέρος τῆς σειρᾶς τῶν μακαρισμῶν ἀπαριθμοῦνται ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι ἀποκαλοῦνται μα- κάριοι στή βάση μιᾶς κύριας καί βασικῆς συμπεριφορᾶς. Ὁ τελευταῖος μακαρι- σμός ἀναφέρεται ἰδιαίτερα στούς
μαθητές τοῦ Κυρίου, πού μέ τά παθήματά τους συμμετέχουν
στή τύχη πού εἶχαν οἱ προφῆτες τοῦ
Ἰσραήλ, παράλληλα ὅμως τούς ἀναγγέλλεται
ὅτι ἔτσι θά λειτουργήσουν ὡς ἁλάτι τῆς γῆς
καί φῶς τοῦ κόσμου (5,13-16).
Ἡ σημασία
καί ἡ σπουδαιότητα τῶν μακαρισμῶν γιά τήν πνευματική ζωή ἦταν καί εἶναι ἀπερίγραπτη
καί ἀσυναγώνιστη. Μέσα ἀπό αὐτούς ἀναζωγραφεῖται ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου · δηλ. σκιαγραφεῖται ὁ πνευματικός «ἄνθρωπος τῶν
μακαρισμῶν». Προσφυῶς ὁ καθηγ. Ἀλ. Σταυρόπουλος ἐπισημαίνει ὅτι ὁ Ἰησοῦς
«ὀνομάζει μακάριους μία σειρά ἀνθρώπων πού
σκέπτονται καί συμπεριφέρονται μ’ ἕναν ὁρισμένο
τρόπο. Εἶναι ἐκεῖνοι
πού δέχτηκαν τήν προτροπή του νά ἀλλά-
ξουν μυαλά, νοοτροπία, κοντολογῆς νά μετα-νοήσουν.
Νά σκεφτοῦν, νά
ξανα- σκεφτοῦν δηλαδή “μετά” ἀπό
ὅλα ὅσα εἶδαν καί ἀντιλήφθηκαν,
ὅτι συνέβη κά- ποια ἀλλαγή στά πράγματα τοῦ κόσμου κι ὅτι αὐτοί εἶναι ἐκεῖνοι πού πρέπει νά σπεύσουν
καί νά συνεχίσουν τήν ἀλλαγή καί
τή μεταμόρφωση στόν ἑαυτό τους καί στόν κόσμο» .
Αὐτή τή σπουδαιότητα τῶν μακαρισμῶν γιά τήν
πνευματική ζωή τῶν πιστῶν διεῖδαν ἐξ ἀρχῆς οἱ ποιμένες καί λειτουργοί τῆς Ἐκκλησίας,
ἔτσι ὥστε διαπότισαν τή λατρεία της μέ τούς στίχους τῶν μακαρισμῶν, ἀλλά καί αὐτή
ἡ ἴδια ἡ πατερική ἐκκλησιαστική παράδοση νά ἔχει νά παρουσιάσει πολλές σελίδες
γραπτοῦ λόγου μέ ἀριστουργηματικές ἑρμηνεῖες τῶν μακαρισμῶν.
Β .ΟΙ ΜΑΚΑΡΙΣΜΟΙ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΣΤΗ ΛΑΤΡΕΥΤΙΚΗ ΖΩΗ
Εἰσαγωγικά
Οἱ μακαρισμοί τοῦ Εὐαγγελίου ὡς ἔκφραση μιᾶς δυναμικῆς
μακαριότητας, κι ὄχι μιᾶς στατικῆς –ἀρχαιοελληνικοῦ
τύπου– μακαριότητας, δηλ. ἐκείνων πού γεύονται
μιά κατάσταση εὐτυχίας τετελεσμένης, διαποτίζουν καί ἀρδεύουν μέ τά ζω-
ογόνα μηνύματά τους τή λατρεία τῆς Ἐκκλησίας
μας .
Μεταξύ τῶν μακαρισμῶν καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς
λατρείας ὑπάρχει ταυτότητα σκοποῦ. Αὐτό
σημαίνει ὅτι ὁ σκοπός τῆς ἄσκησης τῶν μακαρισμῶν δέν εἶναι τό
καλό, μιά ἀντίληψη διαδεδομένη γιά τήν ἀρχαιοελληνική
ἄσκηση τῆς ἀρετῆς, ἀλλά ἡ πραγματικότητα τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ88. Ἀπό τήν ἄλλη
πλευρά, ἡ ὀρθόδοξη λατρεία δέν ἔχει παρά
ἕναν μονάχα σκοπό, τήν προσωπική κοινωνία –τόσο τῶν λαϊκῶν ὅσο καί τῶν κληρικῶν– μετά τοῦ Θεοῦ, δι’ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι .
Ἐπιπλέον, ὅλοι μας ἐδῶ γνωρίζουμε στήν πράξη
αὐτό πού ὁ π. Ἀλ. Σμέμαν διατύπωσε γραπτῶς: «Ἡ
προσευχή τῆς Ἐκκλησίας εἶναι πάντοτε
βιβλική, πού θά πεῖ ἐκφράζεται μέ τή γλώσσα, τίς εἰκόνες καί τά σύμβολα τῶν Ἁγίων Γραφῶν» . Μέ ἄλλα λόγια,
ἡ Ἁγία Γραφή ἀποτελεῖ
«τήν καθημερινή τροφοδοσία τῆς Ἐκκλησίας, τό μέσο τῆς λατρείας της καί
τῆς αὐτοοικοδομῆς της». Πρόκειται γιά τήν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ
στούς ἀνθρώπους, πού περιέχεται στήν Ἁγία Γραφή, καί ταυτόχρονα ἡ ἴδια ἡ ἀποκάλυψη εἶναι καί ἡ προσευχητική, δοξολογική καί λατρευτική
ἀπάντηση τοῦ ἀνθρώπου. Περιττεύει δέ νά ἀναφερθοῦμε στήν πνευματική ἀξία τῆς
μελέτης τοῦ Τετραυάγγελου γιά τήν πνευματική ζωή καί πρόοδο τοῦ χριστιανοῦ.
1. Ὡς εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα
Οἱ ἀντίστοιχες περικοπές τοῦ Ματθαίου (5,3-12) καί τοῦ Λουκᾶ (6,20-23)
περιέχονται στό ἐν χρήσει Εὐαγγέλιο, τό λειτουργικό βιβλίο τῆς Ἐκκλησίας. Καί ἡ
μέν πρώτη περικοπή τοῦ κατά Ματθαῖον ἀποτελεῖ τό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα τῆςΤρίτης τῆς Α΄ ἑβδομάδας τοῦ Ματθαίου93 , δηλ. τῆς Τρίτης ἀμέσως μετά
τήν ἑορτή τῆς Πεντηκοστῆς, ὅπου ἀναγινώσκεται
τό κείμενο Μτ. 4,23-25. 5,1-13· ἡ δέ δεύτερη περικοπή τοῦ κατά Λουκᾶν
προβλέπεται γιά νά διαβαστεῖ τήν Παρασκευή τῆς Β΄ ἑβδομάδας τοῦ Λουκᾶ94,
δηλ. τῆς δεύτερης ἑβδομάδας μετά τό νέο ἐκκλησια- στικό ἔτος, πού ὑπολογίζεται
στό τέλος Σεπτεμβρίου ἤ τήν ἀρχή τοῦ Ὀκτωβρίου.
Τότε ἀναγινώσκεται τό κείμενο Λκ. 6,17-23.
Πέραν ἀπό τίς δύο
ἀνωτέρω συγκεκριμένες φορές ἀνάγνωσης τῶν μακαρι- σμῶν σέ λειτουργήσιμες
καθημερινές ἡμέρες τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους,
σύμφωνα μέ τήν κατά συνέχειαν ἀνάγνωση τῶν ἱερῶν Εὐαγγελίων (lectio
continua), ἡ πε- ρικοπή μέ τούς
μακαρισμούς τοῦ κατά Λουκᾶν ἐπεκτάθηκε νά διαβάζεται καί ὡς εὐαγγέλιο τοῦ
ὄρθρου ἤ στή θεία Λειτουργία «σέ ὅλες
τίς ἑορτές τῶν ὁσίων, ἀνω- νύμων καί περιορισμένης τοπικῶς τιμῆς, ἀλλά
καί ἐπωνύμων καί μεγάλων ἀσκητῶν καί πατέρων»95, ὅπως τοῦ ἁγίου Νικολάου, τοῦ ὁσίου Ἀντωνίου τοῦ μεγάλου κ.ἄ. Πιό περιορισμένα, ἡ
περικοπή μέ τούς μακαρισμούς τοῦ κατά
Ματθαῖον ὁρίσθηκε νά διαβάζεται στή θεία
Λειτουργία τῆς ἑορτῆς τοῦ ἁγίου
Γρηγορίου Νύσσης.
2. Στήν ἀκολουθία τῶν Τυπικῶν
Μέσα στή μοναχική
λειτουργική πράξη καί παράδοση διαμορφώθηκε μιά ἰδιαίτερη ἀκολουθία,
πού παρεμβάλετο στίς ἀκολουθίες τοῦ νυχθημέρου,
ἡ ὀνομαζόμενη «Ἀκολουθία τῶν Τυπικῶν» . Σ’ αὐτή
τήν ἀκολουθία προβλεπόταν ἀντί εὐαγγελικοῦ ἀναγνώσματος νά ψάλλονται οἱ
μακαρισμοί κατά τή διατύπω- ση τοῦ κατά
Ματθαῖον εὐαγγελίου. Μεταξύ τοῦ κάθε
στίχου τῶν μακαρισμῶν παρεμβάλετο ὡς ἐφύμνιο στίχος τοῦ
κατά Λουκᾶν εὐαγγελίου (23,42).
Ὅταν τά
Τυπικά ἐνσωματώθηκαν στή θεία
Λειτουργία, κατ’ ἀρχάς στήν
Κων/πολη (Μονή τῆς Εὐεργέτιδος), τότε ἀντί
τῶν παραδοσιακῶν ἀντιφώνων τῆς ἐνοριακῆς
λειτουργικῆς πράξης, εἰσῆλθε ὡς τρίτο
ἀντίφωνο οἱ μακαρισμοί. Αὐτό το
στοιχεῖο φαίνεται ὅτι ἐπικράτησε στίς
μονές καί, ὅπως σημειώνει ὁ καθηγ. Ἰ. Φουντούλης, «διά τῆς διεισδύσεως τοῦ μοναχικοῦ τυπικοῦ στίς ἐνορίες, ἐπέδρασε καί
στήν ἐνοριακή λειτουργική πράξη».
Στό πλαίσιο αὐτῆς τῆς λειτουργικῆς παράδοσης, δέν εἶναι
παράξενο πού ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κροστάνδης (1829-1908), καθώς ἑρμηνεύει
τούς μακαρισμούς, ἑστιάζει τήν
προσοχή του στό γιατί οἱ μακαρισμοί ψάλλονται στήν ἀρχή τῆ θείας
Λειτουργίας, κατά τή Μικρή Εἴσοδο,
μέ τήν ὡραία πύλη ἀνοιχτή
(ἀρχή β΄ ὁμιλίας) .
3. Σέ καθορισμένες ἀκολουθίες
Ἐπιπροσθέτως στή λειτουργική πράξη οἱ μακαρισμοί ψάλλονται σέ ἀκολου- θίες ὁρισμένων ἡμερῶν τοῦ ἔτους καί σέ περιστασιακές ἀκολουθίες. Ἀναφερόμα- στε στήν ἀκολουθία τῶν Ἁγίων Παθῶν
(Μεγ. Πέμπτη ἑσπέρας, μετά τήν ἀνάγνωση τοῦ ΣΤ΄ Εὐαγγελίου)100, στήν ἀκολουθία
τοῦ Μεγάλου Κανόνος (Πέμπτη τῆς Ε΄ ἑβδομάδας τῶν Νηστειῶν), στόν ὄρθρο τῆς Κυριακῆς
τῶν Βαΐων καί στή νε- κρώσιμη ἀκολουθία (μετά τά
νεκρώσιμα ἰδιόμελα).
Ἑπομένως,
μακαρισμοί τοῦ Κυρίου καί
λατρευτική ζωή φαίνεται ὅτι ἀποτε- λοῦν ἀδιάσπαστη
ἑνότητα. Στή μοναστική τουλάχιστον λειτουργική παράδοση
διαπιστώνουμε ὅτι οἱ μακαρισμοί ἔχουν θέση ἰδιαίτερα σημαντική καί οὐσιαστικῶς ἀποτελοῦν «ἄκουσμα καί λάλημα»102 καθημερινό.
Τό γεγονός αὐτό ἀποτελεῖ ἴσως καί τήν αἰτία πού οἱ μακαρισμοί δέν ὁρίσθηκαν γιά ἀνάγνωσμα θείας Λειτουργίας κάποιας Κυριακῆς
τοῦ λειτουργικοῦ ἔτους. Γι’ αὐτό καί δέν ἀποτέλεσαν ἀντικείμενο ὁμιλιῶν στά
Κυριακοδρόμια103.
Παρά ταῦτα, οἱ μακαρισμοί ὡς ἀναπόσπαστο μέρος τῆς
καθημερινῆς μοναστικῆς λατρευτικῆς ζωῆς ἀποτελοῦν
ὁδοδείκτη τῆς πνευματικῆς ζωῆς καί θεωρίας. Ὁ
ἅγιος Συμεών, ἀρχιεπίσκοπος
Θεσ/νίκης (15ος αἰ.) ἐπισημαίνει ὅτι οἱ μακαρισμοί ψάλλονται «ὡς διδασκαλίαν τοῦ
Σωτῆρος καί ὡς εὐαγγέλιον», δηλ. ἀποτελοῦν τρόπον τινά τό «εὐαγγέλιο» τῆς
πνευματικῆς ζωῆς, πού προάγει δυναμικά τήν ὀρθόδοξη πνευματικότητα.
Ειδικότερα, τή σπουδαιότητα τῆς ἄσκησης τῶν μακαρισμῶν
–μέ τή καθημερινή λατρευτική ὑπόμνησή τους– γιά τήν πνευματική ζωή, ἐκφράζει τό ἑξῆς πατερικό κείμενο: «Οἱ παρά τοῦ Σωτῆρος μακαρισμοί, αὐτόν τε ἡμῖν παριστῶντες τόν Κύριον τόν μόνον μακάριον, καί πτωχεύσαντα ὑπέρ ἡμῶν
ἀληθῶς, καί πραΰν ὀφθέντα καί ταπεινόν τῇ καρδίᾳ, καί δίκαιον μόνον,
καί τήν δικαιοσύνην πεινῶντα καί διψῶντα καί ἐνεργήσαντα, καί ἐλεήμονα ὄντα
καί οἰκτίρμονα, καί καθαρόν τῇ καρδίᾳ μόνον,
καί ὅσιον καί ἀμίαντον,
καί εἰρηνοποιόν καί εἰρηνάρχηνκαί εἰρήνην, καί Υἱόν Θεοῦ φύσει, καί δεδιωγμένον ἀληθῶς
δικαιοσύνης ἕνεκεν,καί ὀνειδισθέντα καί διωχθέντα καί ὑβρισθέντα ψευδῶς, καί
παθόντα ὑπέρ ἡμῶν ἕνεκεν τῆς δόξης τοῦ Πατρός
αὐτοῦ, καί τῆς σωτηρίας ἡμῶν, καί τήν χαράν τήν ἀνέκφραστον καί ἀγαλλίασιν ἔχοντα, καί τούς μιμησαμένους αὐτόν
μαρτυροῦντες μεμακαρισμένους ὑπ’ αὐτοῦ, οἱ καί κατά τάξιν
προκόπτουσι» . Μέ ἄλλα λόγια,
συνειδητοποιοῦμε ὅτι «οἱ Μακαρισμοί προβάλλουν ὡσάν μιά κεκαλυμμένη ἐσωτερική βιογραφία τοῦ Ἰησοῦ, σάν πορτρέτο τῆς μορφῆς
του... ἀποκαλύπτεται ἔτσι τό ἴδιο τό μυστήριο
τοῦ Χριστοῦ καί μᾶς ἀπευθύνεται ἡ
πρόσκληση γιά οὐ- σιαστική κοινωνία μαζί του» .
Γ . ΟΙ ΜΑΚΑΡΙΣΜΟΙ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΣΤΗΝ ΑΓΙΟΠΑΤΕΡΙΚΗ ΠΑΡΑ∆ΟΣΗ
Εἰσαγωγικά
Οἱ μακαρισμοί ὡς ἡ ὑπέροχη ἔναρξη
τῆς πλέον ἐκτεταμένης καί ἐντυπωσια- κῆς ὁμιλίας τοῦ Κυρίου, ἀποτέλεσε ἕνα ἀπό πιό ἀγαπημένα θέματα διδασκαλίας γιά τήν πνευματική ζωή τῶν
χριστιανῶν. Γιά τούς μακαρισμούς, καί τήν Ο.Ο. γε νικότερα, «ἐγράφησαν καί θά
γράφωνται μετ’ ἀμειώτου πάντοτε ἐντάσεως καί ἐνδιαφέροντος, ἀπειράριθμα ἔργα, ἤτοι ἄρθρα, λόγοι,
ὁμιλίαι, ἑρμηνευτικά ὑπο μνήματα
καί εἰδικαί μελέται», ὅπως διαπιστώνει ὁ
καθηγ. Μ. Σιώτης στό κλασικό καί
περισπούδαστο ὀγκῶδες ἔργο του, πού
ἐρευνᾶ ἱστορικοκριτικά τήν «Ἑρμηνεία τῆς ἐπί τοῦ Ὄρους Ὁμιλίας διά μέσου
τῶν αἰώνων».
Ἐκ πρώτης ὄψεως,
ἡ διατύπωση τῶν δέκα στίχων τῶν μακαρισμῶν τοῦ Κυρίου εἶναι
τόσο ἁπλή καί
σαφής, ὥστε φαίνεται ὅτι κατανοοῦνται εὔκολα καί χωρίς γλωσσική δυσκολία, ἀκόμα κι ἀπό ὀλιγογράμματους
χριστιανούς. Ὡστόσο, τό βάθος καί ὁ πλοῦτος τῶν νοημάτων
τους, ἡ σπουδαιότητά τους ὡς διατά- ξεων τοῦ Κυρίου πού καθορίζουν τό ἦθος
τῶν πιστῶν καί οἱ ποικίλες –ὄχι πάντοτε ὀρθές– ἑρμηνεῖες πού
διατυπώθηκαν, ὤθησαν τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας νά ἀσχοληθοῦν ἰδιαίτερα μέ αὐτούς, ἑρμηνεύοντάς
τους καί προβαίνοντας ἐν συνε χείᾳ –λόγω ποιμαντικοῦ ἐνδιαφέροντος– σέ
παραινέσεις πρός τούς πιστούς.
Πέρα ἀπό τήν ἀπήχηση τῶν μακαρισμῶν στή ζωή τῆς πρώτης Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, καί μάλιστα στά λοιπά
ἱερά βιβλία τῆς Κ.∆. (ἐπιστολές ἀπ.
Παύλου, καθολικές Ἐπιστολές κ.,ἀ.), στή
ζωή τῆς μεταποστολικῆς Ἐκκλησίας καί στά ἔργα τῶν λεγομένων Ἀποστολικῶν Πατέρων καί τῶν
πρώτων Ἀπολογητῶν, ἡ πρώτη συστηματική ἑρμηνεία τοῦ
κειμένου τῶν μακαρισμῶν ἀπαντᾶται στό ἔργο τοῦ Ὠριγένη καί τῶν μεγάλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Στά ἔργα τους, πέρα ἀπό τον κατά στίχο ὑπομνηματισμό τῶν Εὐαγγελίων, ἀπαντοῦν
διάσπαρτα ἐξηγήσεις καί ἑρμηνεῖες στίχων
ἀπό τούς μακαρισμούς, ὡς ἐπί τό πλεῖστον
σέ ἀσκητικοῦ περιοχομένου κείμενα.
Μποροῦμε νά
κατατάξουμε τίς πατερικές ἑρμηνεῖες σέ
τρία εἴδη, ἀναλόγως μέ τό εἶδος τοῦ
κειμένου, στό ὁποῖο ἑρμηνεύονται
οἱ μακαρισμοί: Σέ αὐτοτελή ἔργα, σέ ἑρμηνευτικά
ὑπομνήματα καί σέ ἑορταστικές ὁμιλίες. Ἐνδεικτικῶς,
θά ἀναφερθοῦμε σέ ἕναν χαρακτηριστικό ἐκπρόσωπο
ἀπ’ αὐτά τά πατερικά ἔργα: στόν Γρηγόριο Νύσσης, τόν ἱερό
Χρυσόστομο καί τόν Θεοφάνη τόν Κεραμέα.
1. Γρηγόριος Νύσσης
Ὀκτώ
βαθυστόχαστες θεολογικά ὁμιλίες
γιά τούς μακαρισμούς συνέγραψε περί τό 374 καί 378 ὁ
μεγάλος πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, ἅγιος
Γρηγόριος Νύσσης (Orationes viii
de beatitudinibus)110 . Πρόκειται γιά τό
μοναδικό, λαμπρό, συστηματικό, ἐκτενές, πατερικό ὑπόμνημα στούς μακαρισμούς πού διαθέτουμε. Παράλληλα, ἀποτελεῖ
ἕνα ἀπό τά
σημαντικότερα νηπτικά ἔργα
του καί ὅλης τῆς σχετικῆς γραμματείας .
Σύμφωνα μέ τόν καθηγ. Σ. Παπαδόπουλο, οἱ
ὁμιλίες αὐτές «ἐκφράζουν τήν κλίμακα
τοῦ νηπτικοῦ βίου, πού ὁδηγεῖ στή μακαριότητα καί τή θέωση.
Τό ἔργο προϋποθέτει
βαθιά θεολογική κατανόηση τοῦ ἀνθρώπου, ἔντονες προσωπικές θεοπτικές ἐμπειρίες τοῦ Γρηγορίου καί χρήση τοῦ νεοπλατωνικοῦ κλίματος τῆς ἐποχῆς»
.
Ἀξίζει
νά ἀναφέρουμε τά ἐγκωμιαστικά λόγια τοῦ
μεταγενέστερου ἐκκλησιαστικοῦ συγγραφέα, Θεοφάνη τοῦ Κεραμέα, γιά τό ἔργο
αὐτό, πού γράφει: «Τό μέν βάθος τῆς ἱερᾶς ταύτης διδασκαλίας μόνος τῶν πάντων ἐπέγνω κάλλιστά τε καί ὑψηλότατα ὁ κατά τόν μέγαν Μωσῆν εἰς τόν γνόφον τῆς θεολογίας εἰσδύς, ὁ Νυσσαεύς καί
μέγας Γρηγόριος, ἐν ὁμιλίαις ὀκτώ
τό ταύτης κάλλος ἐξηγησάμενος» .
Ὁ φιλοσοφικότερος τῶν Πατέρων προσκαλεῖ τούς ἀναγνῶστες τοῦ ἔργου νά
συνανέβουν στό ὄρος, μαζί
μέ τόν Λόγο, ὁ ὁποῖος
δακτυλοδεικτεῖ τή βασιλεία τῶν οὐρανῶν καί τήν κληρονομιά τῆς ἄνω γῆς
καί μακαρίζει ὅλους ὅσοι συνανέβηκαν . Προβάλλει
δέ τούς μακαρισμούς ὡς τήν ἄριστη
κλίμακα γιά τήν πνευματική ἐξύψωση πρός τόν Θεό τῶν
χριστιανῶν, δηλ. «συναναβῆναι χαμόθεν, ἀπό τῶν κοίλων τε καί ταπεινῶν νοημάτων, εἰς τό πνευματικόν ὄρος τῆς ὑψηλῆς θεωσίας» . Μακαριότητα δέ εἶναι ἡ ἀκρόαση
ὅσων ὁ Θεός διδάσκει.
Ἀναρωτιέται ὁ ἅγιος
Γρηγόριος: «Τί τό βραβεῖον;
Τίς ὁ στέφανος; Οὔ μοι δοκεῖ ἄλλο
τι εἶναι παρ’ αὐτόν τόν Κύριον ἕκαστον τῶν ἐλπιζομένων. Αὐτός γάρ ἐστι καί ἀγωνοθέτης τῶν ἀθλούντων,
καί στέφανος τῶν νικώντων· ἐκεῖνος ὁ διανέμων τόν κλῆρον· ἐκεῖνος ὁ ἀγαθός κλῆρος· ἐκεῖνος ἡ ἀγαθή μερίς· ἐκεῖνος ὁ τήν μερίδα σοι χαριζόμενος· ἐκεῖνος
ὁ πλουτίζων· ἐκεῖνος ὁ πλοῦτος, ὁ δεικνύς σοι τόν θησαυρόν, καί θησαυρός σοι
γινόμενος· ὁ εἰς ἐπιθυμίαν σε τοῦ καλοῦ μαργαρίτου ἄγων, καί ὤνιός σοι τῷ καλῶς
συμπορευομένῳ προκείμενος. Ἵνα οὖν ἐκεῖνο κτησώμεθα, ὥσπερ ἐπ’ ἀγορᾶς, ὧν ἔχομεν ἀντικαταλλάσσωμεν ἅ οὐκ ἔχομεν»
.
2. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος
Πρωταρχικῶς στό ἑρμηνευτικό του ὑπόμνημα
στό κατά Ματθαῖον εὐαγγέλιο –στήν
ΙΕ΄ὁμιλία του– ἐξηγεῖ περίφημα τούς μακαρισμούς. Ἐν συνεχείᾳ
τό πολυάριθμο συγγραφικό του ἔργο εἶναι
διάσπαρτο ἀπό στίχους τῶν μακαρισμῶν, τούς ὁποίους δέν παραθέτει ἁπλῶς, ἀλλά
προβαίνει συχνά καί σέ πρακτική
καί ἐποικοδομητική ἑρμηνεία.
Γιά τόν ἱερό Χρυσόστομο, τόσο οἱ μακαρισμοί ὅσο καί οἱ λοιπές
διατάξεις τῆς Ο.Ο. διακρίνονται γιά
τήν πνευματική ὑπεροχή τους ἔναντι κάθε ἄλλης ἠθι- κῆς διδασκαλίας. Ἡ ὑπεροχή αὐτή ἀφορᾶ ὄχι μόνο τή φιλοσοφική (μή
χριστιανική) ἠθική, ἀλλά ἀκόμη
τό θεόσδοτο νόμο τῆς Π.∆. Ἐπίσης, τό ἐνδιαφέρον τοῦ Θεοῦ –μέσα ἀπό τούς
μακαρισμούς– ἀποβλέπει σέ
μιά θεραπευτική λειτουργία τοῦ ἀνθρώπου.
Εἰδικότερα, ὁ Ἰησοῦς σκοπεύει στή
διόρθωση τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς, στή
θεραπεία της, τήν ὠφέλειά της, καί γενικῶς γιά
τόν ὅλο ἄνθρωπο φροντίζει μέ ἐνδιαφέρον, διότι ὁ Ἴδιος εἶναι ὁ
δημιουργός τοῦ ἀνθρώπου .
Οἱ μακαρισμοί, ὅπως προείπαμε, δέν λέγονται γιά
μονομερῶς γιά τούς μαθητές τοῦ
Κυρίου, ἀλλά γιά
τούς ἀνθρώπους ὁλόκληρης τῆς οἰκουμένης, ὥστε οἱ
πάντες νά εἰσέλθουν στή βασιλεία
τοῦ Θεοῦ. Γιά ὅλους, μέσα ἀπό
τούς μακαρι- σμούς, δίνεται ἡ δυνατότητα γιά ἄσκηση καί ἀπονομή τοῦ στεφάνου.
Σέ αὐτή τήν καθολικότητα ὀφείλεται καί
ἡ μορφή τῆς διατύπωσης τῶν μακαρισμῶν:
«Οὐδέ γάρ εἶπε, Μακάριοί ἐστε ὑμεῖς,
ἐάν πτωχοί γένησθε, ἀλλά, Μακάριοι οἱ πτωχοί. Καίτοι καί εἰ ἐκείνους εἰρήκει, κοινά τά τῆς συμβουλῆς
ἔμελλε γίνεσθαι».
Γενικῶς, ἡ ἑρμηνευτική προσέγγιση τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου στούς μακαρισμούς ἀποτέλεσε τρόπον
τινά ὑπόδειγμα γιά τή μεταγενέστερη
πατερική ἑρμηνεία, ἑλκύοντας
ἀκόμη τό θαυμασμό καί τήν ἐκτίμηση
τῶν δυτικῶν ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων
(λ.χ. Θωμᾶς ὁ Ἀκινάτης)122 . Ἡ ἑρμηνεία
τῶν μακαρισμῶν ἀπό τόν ἱ.
Χρυσόστομο ἀποτελεῖ ὄντως «ἱστορικόν σταθμόν διά
τήν ἑρμηνείαν» .
Συνεχίζει δέ καί στίς ἡμέρες ἡ ἑρμηνεία του νά
κυκλοφορεῖται αὐτοτελῶς .
3. Θεοφάνης ὁ Κεραμέας
Πέρα ἀπό τούς ἁγίους
Γρηγόριο Νύσσης καί Ἰωάννη
τόν Χρυσόστομο (4ο αἰ.), δέν ἀπαντᾶται πατερική ἑρμηνεία στούς
μακαρισμούς –ἐν ἀντιθέσει πρός στίχους
τῆς Ο.Ο.– παρά στίς ἀρχές τοῦ
12ο αἰ. ἡ μή εὐρύτερα γνωστή
ὁμιλία τοῦ Θεοφάνους τοῦ
Κεραμέα, ἐπισκόπου Ταυρομενίου τῆς Κάτω Ἰταλίας
(Σικελίας)125. Πρόκειται γιά τή ΝΑ΄ ὁμιλία του, πού
φέρει τόν τίτλο Εἰς τούς μακαρι- σμούς - ἐλέχθη ἐν τῇ μνήμῃ τοῦ ὁσίου Πατρός
ἡμῶν Νικολάου126. Ἀποτελεῖ μιά ἀντιπροσωπευτική καί σύντομη προσέγγιση ἀπό τήν ἐκκλησιαστική γραμματεία μέ χαρακτήρα ἐποικοδομητικό.
Ἡ ὁμιλία
αὐτή ἔχει μιά
μοναδικότητα, δηλ. συνιστᾶ τό
μόνο πατερικό ὁμιλητικό κείμενο πού ἑρμηνεύει
τούς μακαρισμούς.
Χαρακτηριστικό ἀπόσπασμα ἀποτελεῖ τό ξεκίνημα τῆς ἑρμηνείας τῶν μακαρισμῶν, πού
γράφει: «Ἀγῶνες οὖν προτίθενται ἡ πτωχεία τοῦ πνεύματος, τό πένθος, ἡ πραότης, ἡ τῆς δικαιοσύνης πείνα, τό ἔλεος, ἡ τῆς ψυχῆς
καθαρότης, ἡ εἰρήνη, τό παρά τῶν ἐχθρῶν
διωχθῆναι· ἔπαθλα δέ τίνα; Ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ὁ τῆς ἄνω γῆς κλῆρος, ἡ τῶν ἀγαθῶν
πλησμονή, ὁ παρα τοῦ Θεοῦ ἔλεος, τό τόν
Θεόν αὐτοπτῆσαι, ἡ πρός αὐτόν οἰκείωσις
καί συγγένεια, καί ἡ μετ’ αὐτοῦ
αἰωνία συνοίκησις» . Συνεχής ἐπωδός
στήν ὁμιλία του εἶναι τό «τῆς βασιλείας τῶν οὐ- ρανῶν ἀπολαύσαι» .
Γενικῶς, στήν πατερική ἑρμηνευτική τῶν μακαρισμῶν διαβλέπουμε τίς προϋ- ποθέσεις
μέ τίς ὁποῖες προχωροῦν οἱ Πατέρες ἤ ἐκκλησιαστικοί συγγραφεῖς, ὅπως: ἀφενός μέν τήν
προσπάθεια κατανόησης τῆς Γραφῆς καί
τό σεβασμό τῆς θεοπνευστίας της, ἀφετέρου δέ τήν ἀνάγκη γιά ἀναζήτηση
τοῦ εὐρύτερου πνεύματος, τοῦ
«κεκρυμμένου» νοῦ τοῦ βιβλικοῦ στίχου . Τό φιλολογικό εἶδος τῶν εὐαγγελικῶν
μακαρισμῶν, δηλ. ἐπιγραμματικῶν ρήσεων μέ ἀρχή τή οὐσιαστικοποιημένο ἐπίθετο «μακάριος-ιοι», ἀποτέλεσε γιά πολλούς
ὑπόδειγμα γραφῆς, κυρίως στούς ἀσκητικούς
καί νηπτικούς πατέρες, ὅπου τά μυστικά ἔργα
τους συντάχθηκαν ὑπό τύπον σύντομων ἀφορισμῶν, ἀποφθεγμάτων ἤ κεφαλαίων, μέ περιεκτικές καί ἐμπειρικές ρήσεις.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα σύνταξης νέων μακαρισμῶν κατά τό τύπο
τοῦ Εὐαγγελίου ἀποτελοῦν «οἱ μακαρισμοί τῶν χριστιανῶν» στό ἔργο
Orationes ethi cae τοῦ ἁγίου Συμεών τοῦ
Νέου Θεολόγου (11ος αἰ.) , οἱ διάσπαρτοι στό ἔργο τοῦ ἁγίου
Σιλουανοῦ τοῦ Ἀθωνίτου μακαρισμοί, κ.ἄ.
Πέραν αὐτῶν τῶν
νέων μακαρισμῶν ὡς ἔκφραση πνευματικῆς ζωῆς στούς Ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας μας, δέν παραμελήθηκε ἡ μελέτη
καί ἡ ἐκ νέου ἑρμηνεία τῶν εὐαγγελικῶν
μακαρισμῶν. Ἐνδεικτικῶς ἀναφέρουμε τά ἔργα τοῦ ὁσίου
Πέ- τρου τοῦ ∆αμασκηνοῦ (8ος αἰ.), ἁγίου Φιλόθεου
Κόκκινου, πατριάρχου Κων/πόλεως (14ος
αἰ.) , ἁγίου Συμεών, ἀρχιεπισκόπου Θεσ/νίκης (15ος
αἰ.)136 , τῶν σύγχρονων ἁγίων Ἰωάννου
τῆς Κρονστάνδης (19ος αἰ.)137 , Νεκταρίου μητροπολίτου Πενταπόλεως (20ός αἰ.)
, κ.ἄ.
∆ .ΟΙ ΜΑΚΑΡΙΣΜΟΙ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΣΤΗΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ
Εἰσαγωγικά
Ἡ σύγχρονη
λεξικογραφική σημασία τοῦ ὅρου,
πού προσδιορίζει τήν πνευ- ματικότητα μέ τό νά ἔχει κάποιος ἤ κάτι βαθύ πνευματικό περιεχόμενο, δέν φαίνεται
νά ἱκανοποιεῖ τήν ἐκκλησιαστική συνείδηση. ∆ιότι ἡ
σημασία αὐτή πα- ραπέμπει
σέ μιά ἐντελῶς ἀφηρημένη
καλλιέργεια κάποιων διανοητικῶν ἱκανοτήτων, ἐνασχόληση μέ σπουδές, διαδρομή στά γράμματα καί τίς τέχνες κ.λπ. .
Ἀντιθέτως ὅταν
ὁμιλοῦμε γιά ὀρθόδοξη
πνευματικότητα καί ἐννοοῦμε τόν βαθύ, ἐσωτερικό καί
γνήσιο χριστιανισμό, τή βίωση τοῦ
χαροποιοῦ πένθους τῆς ταπείνωσης τοῦ
Χριστοῦ, τῆς ἐσωτερικῆς ἀγωνίας καί ἀγάπης γιά τόν ἄνθρωπο, τήν «ἐν Χριστῷ» ζωή. Στήν
περίπτωση αὐτή τονίζεται ἰδιαίτερα τό στοιχεῖο
τῆς ἐσωτερικότητας, τῆς μυστικῆς ζωῆς, ὡς ἔκφρασης τῆς πνευματικῆς παράδοσης τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας
.
1. Πνευματικότητα – Πνευματική ζωή
Ἡ ταύτιση τῆς
πνευματικότητας ἁπλῶς μέ τήν ἐσωτερική ζωή τοῦ ἀνθρώπου, χωρισμένης ἀπό τό
πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καί τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας,
δέν συνιστᾶ ὀρθόδοξη πνευματικότητα. Πνευματικότητα ἤ πνευματική
ζωή χωρίς πλούσια ἐκκλησιαστική ἐμπειρία καταλήγει σέ ἕναν κοσμικό
μυστικισμό ἤ σπιριτου-
λισμό, σέ μιά «σαρκική
πνευματικότητα», δηλ. πνευματικότητα τοῦ
αὐτονομημένου ἀνθρώπου. Γι’ αὐτό νεότεροι θεολόγοι
προχώρησαν περαιτέρω καί θεώ- ρησαν
ὡς ἀπαραίτητη τή σύζευξη τῆς πνευματικότητας μέ τή θεολογία τῆς Ἐκκλησίας, ἔτσι ὥστε νά ὁρίζουν τήν ὀρθόδοξη πνευματικότητα ὡς «μιά ὀντολογία καί δυναμική
φανέρωση τῆς Βασιλείας». Ἀπ’ αὐτό
προκύπτει καί ἡ κύρια ἀποστολή τῆς
ὀρθόδοξης πνευματικότητας, ἡ ὁποία συνίσταται στή διακήρυξη τῆς Βασιλείας τοῦ
Θεοῦ στήν ἱστορία, στή διακήρυξη αὐτῆς τῆς
Βασιλείας ὄχι μόνο μέ λόγια, ἀλλά πολύ περισσότερο μέ ζωντανές μαρτυρίες
τῆς πραγματικῆς της δυνάμεως.
Ἡ βιβλική
καί κυρίως ἡ πατερική γλώσσα προσδιορίζουν τήν πνευματικότητα μέ τό
πρόσωπο πού τήν ἐκδηλώνει, ἀπό τόν
πνευματικό ἄνθρωπο· καί πνευ
ματικός, κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο, χαρακτηρίζεται ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος πού ἐμφορεῖται «ἀπό τῆς τοῦ Πνεύματος ἐνεργείας»· εἶναι ἐκεῖνος τοῦ ὁποίου ἡ ψυχή «ἀνακέκραται τῷ ἁγίῳ πνεύματι»· ὁ πνευματοδόχος καί πνευματοκίνητος,«ὁ τοῦ Θεοῦ ἄνθρωπος,
πνευματοφόρος πνεύματος ἁγίου»148. Γι’ αὐτό
καί ἡ πνευματικότητά του εἶναι πρωτίστως
πνευματικότητα ὀρθόδοξη, ἐκδήλωση τῆς
βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
2. Ἡ πνευματικότητα στήν Κ.∆.
Ἐάν τά ἀνωτέρω ἀποτελοῦν γενικές εἰσαγωγικές σκέψεις
γιά τήν ὀρθόδοξη πνευματικότητα σέ σχέση
μέ τόν ἄνθρωπο πού τήν ἐνσαρκώνει,
στήν Κ.∆. ἡ πνευματικότητα ὀφείλει νά ἐμπεριέχει
ὁλόκληρη τή θεολογία της, ἀλλιῶς αὐτή ἡ ἔννοια
εἶναι ἀσαφής καί ἀόριστη. Στήν
Κ.∆. ὑποδηλώνεται ὡς ἡ ὁλοκληρωτική ἀνταπόκριση τῆς πίστης πρός τόν Θεό,
τελεσφορεῖται διά τῆς ἀγάπης καί ἀναζωογονεῖται
μέ τό Πνεῦμα τό Ἅγιο. Ἀπό τή
σταθερή πεποίθηση ὅτι στό πρό- σωπο καί τό ἔργο τοῦ Ἰησοῦ
Χριστοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος
εἶναι παρών καί ἐνεργεῖ αὐτό ὁ
ἕνας καί μοναδικός Θεός, δηλ. ἀποκαλύπτεται ὁ Θεός ἐν Ἰησοῦ
Χριστῷ καί ἐν Ἁγίῳ
Πνεύματι, αὐτό σημαίνει
ὅτι καί ἡ πνευματικότητα στήν Κ.∆. ἀναφέρεται στήν ἐκδήλωση
τῆς σωστικῆς πρωτοβουλίας τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ.
Πρίν προχωρήσουμε, εἶναι ἀνάγκη νά κάνουμε
τή διάκριση μιᾶς ἠθικῆς θεολογίας
καί τῆς θεολογίας τῆς πνευματικότητας. Ὡς ἐπί τό πλεῖστον ἡ ἠθική θεολογία ἐνδιαφέρεται ἰδιαίτερα μέ τό
τί ἡ Βίβλος θεωρεῖ ὡς ὀρθό ἤ λανθασμένο στίς πράξεις μας καί
τή συμπεριφορά μας. Ἡ θεολογία τῆς
πνευματικότητας, ὅπως προκύπτει ἀπό τήν Κ.∆., διαφοροποιεῖται ἀπό τήν
πνευματικότητα τῶν θρησκειῶν ἤ τῶν
φιλοσόφων, διότι πέρα ἀπό
τά στοιχεῖα τῆς ἀπομάκρυνσης (ἀπό τά ἐγκόσμια),
τῆς αὐτοκυριαρχίας καί θέασης τοῦ ὑπερβατικοῦ πού συναντᾶμε στίς θρησκεῖες, τό διακριτικό καί οὐδιῶδες
γνώρισμα τῆς βιβλικῆς καί τῆς μετέπειτα χριστιανικῆς πνευματικότητας εἶναι ἡ σχέση της μέ τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Λό- γου, ἡ σχέση της μέ τό γεγονός
Χριστός (Christ-event) πού «σάρξ ἐγένετο»
(Ἰω.1,14).
Αὐτή ἡ εἰδοποιός διαφορά τῆς καινοδιαθηκικῆς
πνευματικότητας ἔναντι κά- θε ἄλλης,
τή διαφοροποιεῖ ἀκόμη κι ἀπό τήν ἰουδαϊκή
εὐσέβεια, ὅπως αὐτή καλλιεργεῖτο στή συναγωγή μέ τήν
κυριότερη θρησκευτική της δραστηριότητα,
πού ἦταν ἡ ἀνάγνωση τῆς ἑβραϊκῆς βίβλου
. Στόν τόπο αὐτό συγκέντρωσης τῶν Ἰουδαίων,
πέρα ἀπό τήν προσευχή (πρβλ. Μτ. 6,5),
καί τήν ἀνάγνωση τῆς Τορά ἤ τῶν προφητῶν, ἀκολουθοῦσε τό μήνυμα καί ἡ
διδασκαλία (ἑρμηνεία τῆς Γραφῆς)· ἐν συνεχείᾳ
δέ διάλογος καί συζήτηση. Ἡ ἰουδαϊκή πνευματικότητα φθάνει μέχρι τοῦ
σημείου νά τρέφεται ἀπό
τήν ἔντονη παρουσία τοῦ
Γιαχβέ, τόν ὁποῖο πι- στεύει ὡς δημιουργό κάθε ὄντος καί πηγή κάθε ζωῆς .
Αὐτή λοιπόν ἡ
κληρονομημένη πνευματικότητα, πού ἀπορρέει
ἀπό τήν πρώτη κι ἀρχική διαθήκη τοῦ Θεοῦ μέ τόν ἄνθρωπο καί ἔχει ὡς πρότυπο πνευματικότητας τό
βιβλίο τῶν Ψαλμῶν,
δηλ. τήν ἀνταπόκριση στή
διαθήκη τοῦ Θεοῦ ἐνσωματωμένη στήν καθημερινή ζωή τοῦ Ἰουδαίου , μεταβάλλεται μέ τή
συντε- λούμενη τομή στήν ἀνθρώπινη ἱστορία μέ τή σάρκωση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ καί τά γεγονότα τοῦ Πάθους.
Εἰδικότερα ὁ σταυρικός θάνατος τοῦ
Ἰησοῦ καλλιεργεῖ καί προωθεῖ στόν χριστιανό τήν ὁλοκληρωτική προσφορά τοῦ ἑαυτοῦ του ὡς δική του ἀνταπόκριση στήν ὁλοκληρωτική
αὐτοπροσφορά τοῦ Θεοῦ.
3. Ἱστορία τῆς
ἑρμηνείας τους
Ἡ σπουδαιότητα τῶν μακαρισμῶν καί τῆς Ο.Ο. γιά τή χριστιανική ζωή καί τήν πνευματικότητα τῆς
Ἐκκλησίας μπορεῖ νά φανεῖ περισσσότερο καθαρά στό διάλογο μέ τήν ἱστορία τῆς ἑρμηνείας της. Μέ ἄλλα λόγια,
ἄν καί πρόκειται γιά κείμενο εὐκολοκατανόητο, ὡστόσο οἱ μακαρισμοί
προκάλεσαν ἀντικείμενο ἐντυ- πωσιακῆς ἑρμηνευτικῆς
διένεξης σέ παγκόσμιο ἐπίπεδο.
Ὅσον ἀφορᾶ
στό θέμα μας, θά περιορισθοῦμε νά δοῦμε σέ γενικό ἐπίπεδο αὐτό
τόν διάλογο, πού δέν ἀφήνει ἀνεπηρέαστη καί στήν
πνευματικότητα τῆς Ἐκκλησίας. Εἰδικότερα, ὁ καθηγ. Ed. Lohse πού
προσεγγίζει θεολογικά τή νέα δικαιοσύνη τῆς Ο.Ο., διακρίνει ἕξι ἐπίπεδα
θεολογικῆς ἑρμηνείας
.
α. Ἠθική τῶν τελείων. Μιά ἑρμηνεία πού ἀναπτύχθηκε
καί διαδόθηκε εὐρύ- τατα τήν ἐποχή τοῦ
μεσαίωνα ὑποστήριζε ὅτι οἱ μακαρισμοί ἀφοροῦν
στήν ἠθική τῶν τελείων (perfectionistic interpretation). Καθένας πού ἐπιθυμεῖ
νά ἀνἠκει στήν ὁμάδα τῶν «τελείων», πρέπει
πιστά νά ἀκολουθεῖ τίς διατάξεις
αὐτές. Φαίνεται ὅτι εἶναι ἔντονη
ἡ ἐπίδραση τῶν μοναστικῶν
κινημάτων πού ἐπιθυμοῦσαν μιά αὐστηρότερη
ἠθική, σέ σχέση μέ ἐκείνη τῶν
κοσμικῶν, πού ἀκολουθοῦσαν τίς ἐντολές τοῦ ∆εκαλόγου καί
τήν ἐντολή τῆς ἀγάπης.
Στήν ἠθική τῶν τελείων ἀντιτάχθηκε ἡ Μεταρρύθμιση, πού δέν ἔστεργε τήν δύο ἐπιπέδων ἠθική (λαϊκῶν καί μοναχῶν),
οὔτε τήν διάκριση κάποιων ἀπό τούς ἄλλους μέ κριτήριο μιά ὑψηλότερη ἠθική, οὔτε βέβαια ὅτι οἱ μακαρισμοί ἀπευθύνονται σέ ἕνα στενό κύκλο «τελείων».
β. Ἠθική τῆς μετανοίας. Ἡ ἀπάντηση τῆς Μεταρρύθμισης
στήν ἀνωτέρω ἠθι- κή ἦταν ὅτι οἱ μακαρισμοί ἐκφράζουν πρωταρχικά τήν ἠθική
τῆς μετανοίας. Ὁ νόμος ὁδηγεῖ
στή συναίσθηση τῆς ἁμαρτίας· ἔτσι ἡ νέα
δικαιοσύνη πρέπει νά κατανοηθεῖ ἀπό ἐκεῖνο
τό σημεῖο πού θεωρεῖ ὅτι οἱ
χριστιανοί δέν μποροῦν νά σωθοῦν μέ τά
δικά τους ἔργα, ἀλλά μόνο μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ. Συνεπῶς, οἱ ἀπαιτήσεις τῶν
μακαρισμῶν εἶναι ἐντελῶς ἀνεκπλήρωτες·
καί ὁ ἁμαρτωλός μπορεῖ να λάβει τή σωτηρία του μόνο μέ τή σπλαχνική ἀποδοχή τοῦ Θεοῦ
.
Πέρα αὐτῆς τῆς θεώρησης, οἱ μακαρισμοί δέν κατανοοῦνται
ὡς εὐκαιρία τοῦ ἀνθρώπου προβάλλει τά ἔργα
του καί νά ἰσχυριστεῖ τή σωτηρία του. Σέ
κάθε πε ρίπτωση ἡ κατανόηση τῶν μακαρισμῶν ἀποτελεῖ σάν ἕνα κάλεσμα σέ
μετάνοια.
γ. Ἠθική τοῦ νόμου. Μιά ἄλλη ἑρμηνεία προτάθηκε πού ἰσχυριζόταν
τήν κατανόησή τους μέσα στό πλαίσιο μιᾶς ἠθικῆς τοῦ νόμου. Οἱ μακαρισμοί εἶναι ἐντολές τοῦ Ἰησοῦ πού ὑπερέχουν τοῦ νόμου τοῦ Μωυσῆ, καθώς ἀπαιτοῦν ἕνα ὑψηλότερο ἐπίπεδο δικαιοσύνης. Πάλι, τήν ἐποχή
τῆς Μεταρρύθμισης ὑπῆρχαν κάποιοι πού ἤθελαν νά θέσουν σέ πράξη τήν
νομική αὐτή ἠθική.
Κατά τόν
19ο αἰ. ὁ Ρῶσος φιλόσοφος τῆς
θρησκείας Λέων Τολστόι συνηγοροῦσε γιά μιά συνεπή νομικίστικη
(legalistic) κατανόηση τῶν μακαρισμῶν καί τῆς Ο.Ο. (κυρίως ὡς ἕνα
εἶδος ἀντίστασης). Ὡστόσο, οἱ
μακαρισμοί δέν ἀποτελοῦν μιά σειρά νομικῶν
ἐντολῶν, ἀλλά ἡ ἠθική τους κατεύθυνση κινεῖται ὡς ἀποδοχή τοῦ
χαρμόσυνου ἀγγέλματος τῆς σωτηρίας, δηλ.
τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
δ. Ἰδεαλιστική ἑρμηνεία. Ἡ προσπάθεια γιά νά ἀποφευχθεῖ τό σφάλμα τῆς νομικίστικης κατανόησης τῶν μακαρισμῶν ὁδήγησε
στήν προσαρμογή σέ μιά ἰδε- αλιστική ἑρμηνείας
τους. Οἱ μακαρισμοί, ἰσχυρίζονται, κατανοοῦνται λανθασμέ- να, ὅταν τούς προσεγγίζουμε κυριολεκτικά, ἀλλά μποροῦν
νά ἐφαρμόζονται στή σύγχρονη
κατάσταση πού ζοῦμε. Ἡ ἑρμηνεία αὐτή
μᾶς κάνει νά ξεφύγουμε ἀπό ἕνα εἶδος νομικισμοῦ.
Τό μήνυμα τῶν μακαρισμῶν φαίνεται πώς δέν κατανοήθηκε ἀπό αὐτή
τήν ἑρμηνευτική προσπάθεια, ἀφοῦ ἡ προσέγγισή τους δέν μᾶς καλεῖ σέ μιά νέα
συμπεριφορά, ἀλλά μᾶς καλεῖ νά
κάνουμε τό θέλημα τοῦ
Θεοῦ σέ κάθε τομέα τῆς ζωῆς μας.
ε. Ἐσχατολογική ἑρμηνεία. Πρόκειται γιά
ἑρμηνευτική προσπάθεια τῶν ἀρχῶν
τοῦ περασμένου αἰώνα, ὅπου ὁ
Ἀλσατός θεολόγος Albert
Schweitzer (1875-1965) καί ἄλλοι ἐξηγητές (ὅπως ὁ Johannes Weiss) τόνισαν τό
κέντρο βαρύτητας στό κήρυγμα τοῦ Ἰησοῦ ἔχει δοθεῖ μέ τήν ἐσχατολογία. Εἰδικότερα,
ἡ σκέψη ἦταν ὅτι ὁ Ἰησοῦς προσδοκοῦσε τό τέλος τοῦ κόσμου στό ἐγγύς μέλλον, ὁ Schweitzer ἐξήγαγε τό συμπέρασμα
ὅτι ἡ ἠθική τῶν μακαρισμῶν συνιστᾶ
μιά μεσοπρόθεσμη ἠθική (interim
ethic), δηλ. γιά τό μεσολαβοῦν
διάστημα· μέ ἄλλα λόγια,
ἔχουμε μπροστά μας μιά ἠθική πού ἰσχύει
γιά μιά σύντομη περίοδο τῆς ἱστορίας.
Ἡ θέση αὐτή σκόνταφτε σέ δύο σημεῖα· ἀφενός μέν ὅτι ἐξίσωνε
τήν δική τους πίστη μέ τή διδασκαλία τοῦ Ἰησοῦ, ἀφετέρου δέ ὅτι τό κατά Ματθαῖον ἤδη γνώριζε τήν καθυστέρηση τῆς
παρουσίας καί ὡς ἐκ τούτου ἡ ἠθική τῶν μακαρισμῶν – καί τῆς Ο.Ο.– πρέπει νά ἐκφραστεῖ
στή ζωή τῶν χριστιανῶν .
στ. Ἠθική τῆς εἰρήνης. Τέλος, οἱ μακαρισμοί καί
κυρίως ἡ Ο.Ο. κατανοήθη- καν μέσα στό σύγχρονο πλαίσιο μέ τίς προσπάθειες τῶν ἀνθρώπων
γιά μιά ἠθική τῆς εἰρήνης. Στό περιεχόμενο
αὐτῆς τῆς συζήτησης οἱ ἄνθρωποι προσπάθησαν νά πάρουν σοβαρά τόν ὑποχρεωτικό
χαρακτήρα τῶν ἐντολῶν καί
νά ὁδηγήσουν κατόπιν καί σέ
συγκεκριμένη πολιτική πράξη.
Ὡστόσο, ἡ
Ο.Ο. ἐντυπωσιάζει τούς ἀκροατές της γιά τήν ἀναγκαιότητα πρός μιά ριζική ὑπακοή,
ἀλλά δέν ἀποβλέπει στήν ἀνάπτυξη πολιτικῶν προγραμμάτων. Τό
κάλεσμα γιά μαθητεία
πού ὑποκρύπτεται στούς λόγους τοῦ
Κυρίου παρέχει τόν συνδυασμό τῆς ἀφοσίωσης στόν κόσμο καί τῆς ἀπομάκρυνσης ἀπ’ αὐτόν.
Μόνο ὅταν αὐτό τό κάλεσμα γιά
μαθητεία καθορίσει τήν ὑπευθυνότητα τῶν Χριστιανῶν
καί τήν κοσμική τους συμπεριφορά, τότε θά εἶναι
ἱκανοί νά ἀναλάβουν καί
τίς πολιτικές τους
ὑπευθυνότητες καί νά
πάρουν ἀνάλογες ἀποφάσεις.
Τό συμπέρασμα ἀπό
τή συνοπτική αὐτή ἔκθεση εἶναι ὅτι καθένας
ἀπό τούς διαφορετικούς
τύπους ἑρμηνείας δίνει ἔμφαση σέ διαφορετικές πλευρές, καί
γι’ αὐτό κάθε ἕνας εἶναι
σπουδαῖος. Ὡστόσο, οἱ
μονόπλευρες ἑρμηνεῖες πρέπει
νά διορθωθοῦν. Οἱ μακαρισμοί δέν μποροῦν
νά κατανοηθοῦν οὔτε ὡς μιά ἠθική τῆς ἐλίτ γιά λίγους «τέλειους», οὔτε ὡς
κάποιο εἶδος ὑπέρμετρης νομικιστικῆς ἀπαίτησης. Οἱ μακαρισμοί δέν μᾶς καλοῦν σέ μιά ἰδεαλιστική συμπεριφορά οὔτε σέ μιά
μεσοπρόθεσμη ἠθική παλαιῶν ἡμερῶν. Οἱ
μακαρισμοί δέν θέλουν ἁπλῶς νά δυ- ναμώσουν τό κάλεσμα
σέ μετάνοια προσφέροντάς μας μιά
σειρά ἤ λίστα ἀδύνα- των στήν
πραγματοποίηση ἐντολῶν, πού μᾶς
γεμίζουν ἐνοχή· οὔτε νά μᾶς προσφέρουν
κανόνες πού θά ἐνσωματώσουμε στό πολιτικό μας πρόγραμμα .
Ὁ κριτικός ἀναστοχασμός
γιά τήν κατανόηση τῶν μακαρισμῶν μᾶς ὁδηγεῖ
πάλι πίσω στό εὐαγγελικό κείμενο καί
στούς λόγους τοῦ
Κυρίου. Μᾶς προτρέπουν νά θέσουμε
τήν ἐπλίδα μας στή σωστική ἐλπίδα τοῦ Θεοῦ (πρώτη ὁμάδα μα- καρισμῶν), νά ἑστιάσουμε στούς ἀνθρώπους
ἐκείνους πού ἔχουν ἀποδεχτεῖ
τό μήνυμα τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ πού ἔχει
ἀνατείλει, καί ἔχουν προσανατολίσει τή συμπεριφορά τους σέ αὐτή τήν ἐλπίδα.
Ε . ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΩΣΗ
- ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ - ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΙ
1. Οἱ
μακαρισμοί, ὅπως ἔχουν διατυπωθεῖ στό κατά
Ματθαῖον εὐαγγέλιο, συνιστοῦν τήν ἔναρξη
ἀλλά καί κατευθύνουν τήν ὁμιλία καί
ταυτόχρονα περι- κλείουν καί
συνοψίζουν ὡς ἐπιτομή ὅ,τι θά ἀκολουθήσει στήν Ο.Ο. τοῦ Κυρίου –
«τό διαμάντι τῆς παγκόσμιας λογοτεχνίας» –
καί σέ ὁλόκληρη τή διδασκαλία του στή Γαλιλαία. Ἡ σχέση αὐτή τῶν μακαρισμῶν μέ τήν Ο.Ο. εἶναι
κατά τή γνώμη μας ἀντίστοιχη μέ τή σχέση τοῦ ὑπέροχου ὕμνου πρός τόν Λόγο τοῦ
Θεοῦ σέ σχέση μέ τό κατά Ἰωάννην εύαγγέλιο, ὅπου ὁ ἀνυπέρβλητος πρόλογος
περικλείει τίς βασικές θεολογικές ἔννοιες πού διέπουν τό ∆΄ Εὐαγγέλιο.
2. Οἱ μακαρισμοί, συνδεόμενοι μέ τήν πνευματική ζωή τοῦ χριστιανοῦ
παρέχοντας ἐσχατολογικές ὑποσχέσεις,
καταδεικνύουν ὅτι αὐτή ἔχει βιβλική καί πατερική βάση. Στηρίζεται
στήν προφητική, ἀποστολική καί πατερική
παράδοση.
Ἀμετάθετο κέντρο τῆς πνευματικῆς ζωῆς εἶναι τό ὑπερούσιο
πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί ἡ ὑπ’
αὐτοῦ ἐξαγγελλόμενη βασιλεία τοῦ
Θεοῦ. Στήν προσπέλασή της ὀφείλει
νά ἀποβλέπει ὁλόκληρη ἡ πνευματική ζωή τοῦ χριστιανοῦ, πού συντελεῖται μέ τή
χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἡ προτεραιότητα τῆς χάριτος δια- τρέχει ὁλόκληρο τό κατά
Ματθαῖον εὐαγγέλιο καί ὑπ’ αὐτό
τό πρίσμα οἱ μακα- ρισμοί
γίνονται ὑποσχέσεις τῆς χάριτος καί δῶρα
τῶν ἀρετῶν (dona virtutum) .
3. Παράλληλα, στούς
μακαρισμούς διατυπώνεται ἡ
πεμπτουσία τῆς ἠθικῆς καί πνευματικῆς
διδασκαλίας τοῦ Κυρίου
καί διαπιστώνεται μέ ἔμφαση ὅτι ἡ
πνευματική ζωή τοῦ χριστιανοῦ κρατεῖται καί ἀνανεώνεται μέσα ἀπό τήν ὀρθό- δοξη λατρεία, ἡ ὁποία καθρεπτίζει τήν προφητική, ἀποστολική καί
πατερική παράδοση. Αὐτή ἡ παράδοση, δηλ.
ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας, γίνεται «ποίημα
καί τραγούδι» καί βιώνεται περισσότερο, παρά νοεῖται166.
4. Στίς ἡμέρες μας εἶναι δύσκολο
νά κάνουμε εὐρύ λόγο γιά
πνευματική ζωή καί ἄσκηση τῶν μακαρισμῶν.
∆ιότι, ὅταν πρίν ἀπό
μερικά χρόνια, ἔγραφε ὁ Χρ. Μαλεβίτσης ὅτι «ἡ πνευματική καταστροφή
πού συντελεῖται στίς ἡμέρες μας εἶναι χειρότερη
ἀπό τήν ἀντίστοιχη οἰκολογική» , τί ἔχουμε νά ποῦμε γιά τό σήμερα; Ἄν
λάβουμε ὑπόψη μας ὅτι ὁ σύγχρονος κόσμος βρίσκεται σέ συνεχή περιδίνηση, τόσο ἀπό τήν ἀνθρώπινη ἀπληστία
καί ἀφροσύνη μέ τόν παραλογισμό τοῦ πολέ- μου, ὅσο καί ἀπό τό οἰκονομικό σύστημα μέ τίς ἄυλες
συντεταγμένες πού ἰσοπεδώνει λαούς καί προσδοκίες, τότε ποῦ θά στηρίξει τήν ἀγωνία
του καί τήν ἀναζή- τησή του ὁ διαμορφούμενος «μετέωρος ἄνθρωπος»;
5. Οἱ μακαρισμοί τοῦ Κυρίου καί ἡ ἄσκησή τους συνιστοῦν ὄντως ἔκφραση
πνευματικῆς ζωῆς. Γιατί οἱ μακαρισμοί ἐξ
ἀρχῆς ἀποτέλεσαν καί συνεχίζουν νά ἀποτελοῦν γιά τούς χριστιανούς κριτήριο ὀρθόδοξης πνευματικότητας· πού ἀπο- βλέπουν στό νά βοηθήσουν τόν ἄνθρωπο νά ἀνέβει ἀπό τό σκότος
στό φῶς τῆς βασιλείας, νά ἀνέβει μέ μιά ποιοτική μεταβολή τοῦ εἶναι του
στό ἐπίπεδο τῆς κοινωνίας μέ τόν Θεό
καί αὐθεντικῆς συνύπαρξης μέ τούς ἀνθρώπους. Γι’ αὐτό οἱ μα- καρισμοί συνιστοῦν πορεία ζωῆς πού ξεπερνᾶ τή χοϊκότητα τοῦ ἀνθρώπου, πού ξεπερνᾶ τό ἀπαράβατο ὅριο πού
σκοντάφτει κάθε ἀνθρώπινη ὕπαρξη, τό ὅριο τοῦ
θανάτου, καί ἀνοίγει τήν
προοπτική τῆς θείας βασιλείας. Ὅπως ἔχει προσφυῶς ἐπισημανθεῖ, οἱ μακαρισμοί τοῦ Κυρίου δέν ἀποτελοῦν ἄδειες ὑποσχέσεις γιά κάτι πού θά συμβεῖ στό μέλλον, ἀλλά ἡ πρακτική γλώσσα πού κάνει
τήν ἐρχόμενη βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἕνα παροντικό γεγονός (a present
event) .
6. Οἱ μακαρισμοί, ὅπως κατ’ ἀρχάς ἐξαγγέλθηκαν ἀπό τόν Ἰησοῦ, ὅπως δια- τηρήθηκαν στήν κοινότητα
τοῦ Ματθαίου, ὅπως μελετήθηκαν καί ἑρμηνεύτηκαν
ἀπό τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἀποκαλύπτουν πώς ἡ τελειότητα
τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς δύναται νά ἐπιτευχθεῖ σέ κάθε
ἐποχή καί ὅτι ἡ ἁγιότητα
στήν ὁποία τείνει ἡ πνευματική ζωή εἶναι
προνόμιο ὅλων τῶν ἐποχῶν καί ὅλων
τῶν ἀνθρώ- πων· διότι τό Πνεῦμα τό Ἅγιο ἐνεργεῖ καί στή δική μας ἐποχή . Θεμέλιο
σταθε- ρό γι’ αὐτή τήν πνευματική ζωή παραμένει ἡ αἴσθηση τῆς πτωχείας τοῦ ἀνθρώπου μπροστά στόν Θεό. Μέ ἁπλά λόγια,
ὅσοι στέκονται μπροστά στόν Θεό
μέ «ἄδεια χέρια», Ἐκεῖνος ἐπιθυμεῖ
νά τούς τά γεμίσει. Ἔτσι, «τούς
πτωχούς τῷ πνεύματι, ἤτοι τούς τήν
καρδίαν ταπεινούς, οὐρανοῦ βασιλεῖς ἀποδείκνυσι.
Βαβαί τοῦ μεγαλείου τῆς δωρεᾶς» .
7. Ὡστόσο, ἡ ἱστορία
καί ἡ πορεία τῆς Ἐκκλησίας καταγράφει ὅτι ἡ «κατ’ ἀρετήν
τελειότης», δηλ. ἡ τελειότητα τῆς ἐνάρετης πνευματικῆς ζωῆς, δέν εἶναι εὔκολη
ἐργασία οὔτε γιά ὅλους. Ἐπικαλούμενος τή φράση τοῦ ἁγίου ἑρμηνευτῆ τῶν μακαρισμῶν, «ὄρος γάρ ἐστιν ὡς ἀληθῶς
ἄναντες καί δυσπρόσιτον» , δηλ. ἡ προσπάθεια γιά τή
γνώση τοῦ Θεοῦ εἶναι πραγματικά ὄρος ἀνηφορικό
καί δυσ- πρόσιτο, τοῦ ὁποίου ἕνα
μεγάλο μέρος τοῦ λαοῦ μόλις
πλησιάζει τούς πρόποδες.
Πολύ
περισσότερο αὐτό ἐπισημαίνει ἡ
θεολογία τοῦ πρώτου Εὐαγγελιστοῦ, ὁ ὁποῖος δομεῖ τή διδασκαλία τοῦ Ἰησοῦ «ἐπί τοῦ ὄρους»
. Τό ὄρος ἀποτελεῖ τό πλαίσιο γιά ἕξι
σημαντικά κείμενα στό κατά Ματθαῖον μέ
κορύφωση τή μεταπα- σχάλια ἀνάθεση
τῆς μεγάλης ἀποστολῆς στούς μαθητές του στήν κορυφή τοῦ ὄρους στή Γαλιλαία. Τό ὄρος, τέλος, ἑρμηνεύεται ἀλληγορικῶς ἀπό τόν Ὠριγένη·δέν καταδεικνύει ἁπλῶς
τήν ὑψηλή ἠθική διδασκαλία τοῦ Ἰησοῦ, ἀλλά ἐννοεῖ τήν Εκκλησία
Ὁλοκληρώνουμε τήν παρουσίαση αὐτή μέ τό ἔξοχο
κείμενο τῆς μεγάλης μορφῆς πατερικῆς θεολογίας, τοῦ ἁγίου
Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ (π. 580-662), ὁ ὁποῖος ἀντιδιαστέλλει τήν πνευματικότητα τῶν
μακαρισμῶν τοῦ Κυρίου ἀπό τίς
συμπεριφορές καί πράξεις τοῦ κόσμου
τούτου. Γράφει: «Ὁ κόσμος ἔχει πολλούς
φτωχούς στό πνεῦμα, ἀλλά ὄχι ὅπως
πρέπει. Καί ἔχει πολλούς πού πενθοῦν, ἀλλά ἀπό χρηματική ζημία ἤ θάνατο τέκνων. Ἔχει καί πολλούς
πράους, ἀλλά σέ σχέση μέ τά ἀκάθαρτα
πάθη· καί πολλούς πού πεινοῦν καί διψοῦν,
ἀλλά γιά νά ἁρπάζουν τά ξένα
καί νά κερδίζουν μέ ἀδικία. Ἔχει καί πολλούς ἐλεήμονες, ἀλλά πρός τό σῶμα
καί σ’ ἐκεῖνα πού ἀφοροῦν τό σῶμα, καί
πολλούς καθαρούς στήν καρδιά, ἀλλά γιά
χάρη τῆς κενοδοξίας.
Ἔχει ἐπίσης εἰρηνοποιούς,
ἀλλά πού ὑποτάσσουν τήν ψυχή στό σῶμα, καί πολλούς πού διώκονται, ἀλλά ὡς ἄτακτοι·
ἐπίσης πολλούς πού ὀνειδίζονται, ἀλλά γιά αἰσχρά ἁμαρτήματα. Μακάριοι ὅμως εἶναι ἐκεῖνοι πού ἐνεργοῦν ἔτσι καί πάσχουν μόνο γιά τόν Χριστό. Καί
γιατί εἶναι μα- κάριοι; Γιατί σ’ αὐτούς ἀνήκει
ἡ βασιλεία τῶν Οὐρανῶν καί αὐτοί εἶναι
πού θά δοῦν τόν Θεό κλπ. (Μτ. 5,3-12). Ὥστε δέν εἶναι
μακάριοι ἐπειδή ἐνεργοῦν ἔτσι καί
πάσχουν, γιατί καί αὐτοί
πού προαναφέραμε κάνουν τό ἴδιο,
ἀλλά ἐπειδή κάνουν καί πάσχουν ὅλα αὐτά γιά τό Χριστό»176.
ΠΗΓΗ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
Αν σας αρέσει αυτό το άρθρο, μπορείτε να το βάλετε στο Ιστολόγιο σας αντιγράφοντας έναν από τους παρακάτω κωδικούς
If you Like This Article,Then kindly linkback to this article by copying one of the codes below.
URL Of Post:
Paste This HTML Code On Your Page:
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.