Η ΓΛΥΚΙΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ: ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ – Π. ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΩΣΤΩΦ.
«Ὁ Πατήρ πού ἔστειλε τόν Πρόδρομο Ἰωάννη στό νά βαπτίζη, κήρυξε διά τοῦ στόματος ἐκείνου στούς ἁμαρτωλούς “Μετανοεῖτε”(Μθ 3, 2). Ὁ Υἱός, ὅταν φανερώθηκε στόν κόσμο, τοῦτο τό λόγο ἔβαλε ἀρχή καί θεμέλιο τοῦ κηρύγματός Του “Μετανοεῖτε”(Μθ 4, 17). Τό Πνεῦμα τό Ἅγιο ὅταν κατέβηκε ἐν εἴδει πυρίνων γλωσσῶν, αὐτό τό λόγο ἐλάλησε διά τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου “Μετανοήσατε”(Πρξ 2, 38). Τρεῖς εἶναι οἱ μαρτυροῦντες, καί τῶν τριῶν ἡ μαρτυρία εἶναι ἀληθινή, μᾶλλον δέ αὐτοαλήθεια. Λοιπόν, ἁμαρτωλοί σύντροφοι δικοί μου: Μετανοεῖτε, Μετανοεῖτε, Μετανοεῖτε· ἤγγικε γάρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν».
Ο ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣἩ Ἐκκλησία διδάσκει ὅτι ὁ Χριστιανός πρέπει νά ἔχη ἕνα καί μόνο Πνευματικό πρός ἐπίτευξι σωστῆς πορείας: «Ἕνας νέος πού ἀλλάζει διαρκῶς Πνευματικό, δέν ἔχει μεγάλες πιθανότητες νά προοδεύση. Φαντάσου μόνο, σέ κάθε μάθημα ἄλγεβρας ἤ γεωμετρίας, νά δίδασκε κι ἕνας καινούργιος καθηγητής! Τό ἀποτέλεσμα θά ἦταν ἕνα ὡραιότατο… χάος! Οὔτε ὁμοιομορφία στά σχέδια, οὔτε μιά ἑνιαία γενική ἄποψι, οὔτε γνωριμία μέ τούς μαθητές, οὔτε πρόοδος, φυσικά. Τό ἴδιο ἀκριβῶς συμβαίνει καί μ᾽ αὐτούς πού κάθε φορά ἀναζητοῦν καινούργιο Πνευματικό».
• Ἀκόμα: «Ἀνδρόγυνο χωρίς Πνευματικό εἶναι γήπεδο μέ ποδοσφαιριστές, πού παίζουν χωρίς διαιτητή. Ὁ κοινός Πνευματικός εἶναι ὅπως ὁ μαραγκός, πού χειρίζεται μόνος του τό ξύλο καί ξέρει πῶς θά τό φέρη στίς διαστάσεις του. Ἔτσι καί ὁ κοινός Πνευματικός χειρίζεται μέ τρόπο ἀριστοτεχνικό τήν ἁρμονία τοῦ ἀνδρογύνου, πού μετά τό γάμο ἔχει γίνει σάρκα μία.
Ὅταν, ὅμως, τό ξύλο τό πελεκᾶνε δύο μαστόροι ὁ καθένας μέ τή δική του γνώμη, ποτέ τό ξύλο δέν θά πάρη ὁριστική μορφή, πάγια. Ἔτσι δέν θά ὑπάρξη προκοπή καί στό ἀνδρόγυνο, πού δέν ἔχει κοινό Πνευματικό».
Τόνιζε ἀκόμα ὁ π. Παΐσιος: «Ὁ Πνευματικός εἶναι σάν τό γιατρό: πρέπει νά ξέρη ἀνά πᾶσα στιγμή τήν κατάστασι τοῦ ἀσθενῆ, γιά νά μπορῆ νά δίνη κάθε φορά τό ἀνάλογο φάρμακο. Ἐγώ μπορῶ νά σοῦ δώσω τώρα ἕνα φάρμακο, ἄν, ὅμως, μετά ἀπό δυό-τρεῖς μέρες ἀλλάξη ἡ κατάστασί σου καί σοῦ συμβῆ κάτι ἄλλο (πνευματικῆς φύσεως), τότε τό προηγούμενο φάρμακο, τό ὁποῖο σοῦ εἶχα δώσει, θά σοῦ εἶναι ἄχρηστο. Μιά φορά εἶχα πονοκέφαλο ἀπό κρυολόγημα καί ἔβαλα ἕνα ἔμπλαστρο καί
μοῦ πέρασε. Τό εἶδε ἕνας κι ἔβαλε κι αὐτός ἔμπλαστρο, ὅταν τοῦ πόνεσε κάποτε τό κεφάλι· ὁ πονοκέφαλος, ὅμως, χειροτέρευσε, γιατί ὁ πόνος δέν προερχόταν ἀπό κρύωμα, ἀλλά ἀπό πυρετό. Καταλάβατε τώρα γιατί ὁ Πνευματικός πρέπει νά γνωρίζη τήν κατάστασι;».
Ὡς πρός τόν ἰατρικό χαρακτῆρα τῆς πνευματικῆς πατρότητος ἔλεγε καί ὁ π. Πορφύριος: «Τί εἶναι ὁ Πνευματικός; Ἕνας γιατρός εἶναι. Ἅμα σπάσης τό πόδι σου καί πᾶς στόν ὀρθοπεδικό, θά σοῦ πῆ “βρέ στραβάδι, ποῦ κοίταζες κι ἔσπασες τό πόδι σου; Ἔξω ἀπό ᾽δῶ”, ἤ θά πιάση τό σπασμένο πόδι μέ προσοχή κι ἀγάπη, καί σιγά-σιγά νά μήν πονέσης πολύ, θά τό βάλη στή θέσι του, θά τοῦ βάλη γύψο, θά δώση φάρμακα γιά τόν πόνο; Ἔτσι κι ὁ Πνευματικός εἶναι ἕνας γιατρός, πού μέ ἀγάπη σκύβει πάνω στήν πονεμένη ψυχή, γιά νά τήν κάνη καλά».
Γράφει καί ὁ Ἐπίσκοπος Ἰωάννης Λίνδιος: «Καθώς ἕνας καλός γιατρός δέν δίνει σ᾽ ὅλους τούς ἀρρώστους τά ἴδια γιατρικά, ἀλλά στόν καθένα τό κατάλληλο γιά τή θεραπεία τῆς δικῆς του ἀρρώστιας, ἔτσι κι ἕνας σοφός Πνευματικός, ὅταν θέλη ν᾽ ἀπαλλάξη μιά ψυχή ἀπό κάποιο πάθος, πρέπει νά τῆς δίνη τόσο τίς κατάλληλες συμβουλές ὅσο καί τόν πιό ἀποτελεσματικό γιά τήν περίπτωσι κανόνα. Γιατί ἄν ὁ Πνευματικός ὑποδείξη, λ.χ., στό φιλάργυρο νά νηστεύη, γιά νά θεραπεύση μέ τή νηστεία τή φιλαργυρία του, τίποτε δέν θά κατορθώση. Τό ἴδιο κι ἄν ὁρίση στό φιλήδονο νά κάνη ἐλεημοσύνες, γιά τή θεραπεία τῆς φιληδονίας του, ἤ στό μνησίκακο νά κάνη γονυκλισίες, γιά τή θεραπεία τῆς μνησικακίας του. Ὁ Πνευματικός αὐτός μοιάζει μέ ἄμαθο καί ἀνόητο γιατρό, πού, ἀντί νά ἐπιδέση τίς πληγές ἑνός τραυματισμένου, τοῦ δίνει καθαρτικό. Στά προηγούμενα παραδείγματα, τά κατάλληλα φάρμακα εἶναι ἡ ἐλεημοσύνη γιά τό φιλάργυρο, ἡ νηστεία, ἡ ἀγρυπνία καί γενικά ἡ σωματική κακοπάθεια γιά τό φιλήδονο, ἡ ἐγκάρδια συγχώρησι τῶν ἐχθρῶν του γιά τό μνησίκακο. Ἀνάλογη ἀντιμετώπισι, συνετή καί διακριτική, ἀπαιτοῦν καί τά ὑπόλοιπα πάθη καί ἁμαρτήματα».
Ὡς πρός τήν ἐκλογή Πνευματικοῦ ἄς παραθέσουμε πρῶτα τήν ἄποψι τοῦ π. Ἐπιφανίου: «Γνωστός θεολόγος, τοῦ εἶπε μιά φορά ὅτι δυσκολευόταν νά βρῆ κατάλληλο Γέροντα. Τότε ὁ π. Ἐπιφάνιος ἀπάντησε:
—Ἀγαπητέ μου, δέν ἔχεις πρόβλημα Γέροντα. Πρόβλημα μέ τόν ἑαυτό σου ἔχεις. Ἄν εἶχες πρόβλημα Γέροντα, θά ἔβγαινες στό δρόμο, θά ἔστριβες δεξιά, θά περπατοῦσες ἑκατό μέτρα, θά ἔστριβες ἀριστερά, θά βάδιζες ἄλλα πενῆντα μέτρα, θά σταματοῦσες καί θά περίμενες ἐκεῖ μέχρι πού νά περνοῦσε ὁ πρῶτος Πνευματικός. Θά τοῦ ἔκανες ἀδιάκριτη ὑπακοή καί δέν θά εἶχες οὔτε πρόβλημα Γέροντα οὔτε πρόβλημα σωτηρίας. Δέν εἶναι τόσο ἀπό ἁγίους Γεροντάδες πού ἔχουμε ἀνάγκη, ὅσο ἀπό ἁγία ὑπακοή. Αὐτή μᾶς λείπει. Μήπως ὅλοι οἱ μεγάλοι Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας εἶχαν κάποιον ἅγιο Γέροντα; Ὄχι! Αὐτό τό ὁποῖο εἶχαν ἦταν ἡ ἁγία ταπείνωσι καί ἡ ἁγία ὑπακοή. Γι᾽ αὐτό καί ἁγίασαν».
«Πολλοί ἐξομολογοῦνται περιστασιακά, ὅπου βροῦν Πνευματικό καί κάθε φορά σέ διαφορετικό ἱερέα. Συμβαίνει, ὅμως, κι ἐδῶ ὅ,τι καί μέ τίς σωματικές ἀρρώστιες. Ἄν κάθε φορά ἀλλάζουμε γιατρό, τότε ἡ θεραπεία δέν μπορεῖ νά εἶναι πλήρης. Ὁ μόνιμος Πνευματικός μας εἶναι αὐτός πού γνωρίζει τό “ἱστορικό” μας, τήν πορεία μας, τίς προηγούμενες πτώσεις μας καί μπορεῖ νά μᾶς βοηθήση ἀποτελεσματικά»
«Κάποτε ὁ π. Ἀγαθάγγελος ἦταν στό κρεβάτι. Μέ πυρετό 39-40 βαθμούς. Καί ἐξομολογοῦσε. Ἕνας κληρικός φίλος του μάταια προσπαθοῦσε νά πείση τόν π. Ἀγαθάγγελο νά σταματήση· καί τόν κόσμο, πού περίμενε τή σειρά του, νά φύγη.
—Γιά τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ! Καίγεται στόν πυρετό!
Πολλοί ἔφυγαν. Μιά γυναῖκα ἐπέμενε. Καί παρότι ὁ φίλος κληρικός εἶχε πιά πεισμώσει καί τοῦ ζητοῦσε ἐπιτακτικά νά μήν τή δεχθῆ, ὁ π. Ἀγαθάγγελος τή δέχθηκε. Καί ὅταν τελείωσε, τοῦ εἶπε:
—Ἄν δέν τήν ἄφηνες νά ἔλθη νά ἐξομολογηθῆ, θά τήν εἶχες πάρει στό λαιμό σου: Πήγαινε κατ’ εὐθεῖαν γιά αὐτοκτονία!
Καί τοῦ ἔδειξε ἕνα μπουκαλάκι γεμᾶτο δηλητήριο, τό ὁποῖο τοῦ τό εἶχε παραδώσει. Ἡ ἐξομολόγησι τήν ἔσωσε»
«Χωρίς τή συγχωρητική εὐχή θά ἔχη συνέχεια πτώσεις ὁ ἄνθρωπος, γιατί δέν χάνει ὁ διάβολος τά δικαιώματα… Ἐνῶ μέ τή συγχωρητική εὐχή κόβονται οἱ ἐπιδράσεις, γίνεται ἀνακατάληψι τοῦ ἐδάφους, ὁπότε ὁ ἄνθρωπος βοηθιέται καί μπορεῖ νά παλαίψη, καί ν᾽ ἀπαλλαγῆ ἀπ᾽ τά πάθη»
«Κάποτε πῆγε μιά ἡλικιωμένη γυναῖκα νά ἐξομολογηθῆ στόν Ἅγ. Σάββα τῆς Καλύμνου.
—Λέγε, παιδί μου, ὅλες σου τίς ἁμαρτίες· νά μήν κρύψης καμμία καί ἐγώ θά παρακαλέσω τὀν Κύριο νά σέ συγχωρήση.
Ἐκείνη, ὅμως, ἔκρυβε μία ἁμαρτία της. Ντρεπόταν. Δέν τήν ἄφηνε ὁ διάβολος. Ἐκεῖνος ἔλεγε μέ πραότητα:
—Πές την, παιδί μου, γιατί ντρέπεσαι; Ἐγώ εἶμαι δοῦλος καί ἀντιπρόσωπος τοῦ Θεοῦ, μή φοβᾶσαι. Πές την νά πάρης τελεία συγχώρησι.
Ἀλλά ἐκείνη ἔτρεμε ἀπό τό φόβο της καί δέν ἤθελε νά τή φανερώση. Τότε, ὁ ἄριστος αὐτός Πνευματικός, τῆς λέει:
—Γιατί ντρέπεσαι ἐμένα πού εἶμαι ἄνθρωπος, γῆ καί πηλός; Ὅταν τήν ἔπραξες δέν φοβήθηκες τόν Κριτή; Τώρα ντρέπεσαι ἐμένα τόν ταπεινό δοῦλο τοῦ Θεοῦ;
Στήν πάλη αὐτή τῆς γυναίκας γονατίζει ὁ π. Σάββας ἐνώπιον τοῦ Ἐσταυρωμένου καί λέει:
—Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Σύ, ὁ Ὁποῖος πέθανες καί σταυρώθηκες γιά τίς ἁμαρτίες ὅλου τοῦ κόσμου, Ἐσύ λύσε τή γλῶσσα τῆς γυναίκας αὐτῆς νά ὁμολογήση τή θανάσιμη ἁμαρτία γιά νά λάβη συγχώρησι καί νά σωθῆ.
Τότε εἶδε νά μπαινοβγαίνη στό στόμα της ἕνα φίδι. Ἠταν ὁ πονηρός διάβολος. Βάζει μπροστά της ἕνα καθρέπτη καί τῆς λέει:
—Ἰδού ὁ σατανᾶς πού δέν σέ ἀφήνει νά πῆς τήν ἁμαρτία γιά νά σέ πάρη μέ τό δικό του μέρος.
Φοβισμένη ἡ γυναῖκα καί τρέμοντας ἐξομολογήθηκε τήν ἁμαρτία της. Ὁ π. Σάββας ἐξόρκισε τό σατανᾶ καί ἔδωσε στή χαρούμενη πλέον γυναῖκα τή συγχωρητική εὐχή καί τόν κανόνα».
«—Δέν μοῦ ἀρέσει ἡ σκέψι
νά ὑπακούω σ᾽ ἕνα Πνευματικό.
Εἶμαι ἐλεύθερος ἄνθρωπος!
—Ὁ Ἰησοῦς ὑπῆρξε
“ὑπήκοος μέχρι θανάτου”* [Στό θέλημα τοῦ Πατρός.]
καί ἦταν Θεάνθρωπος!».
Ἔχοντας ὡς ὁδηγό τήν Ἁγ. Γραφή, θά παρουσιάσουμε στήν ἀγάπη σας τή διδασκαλία της ὅσον ἀφορᾶ τήν ἁμαρτία. Εἶναι γνωστό, ὅτι ὁ Θεός δημιούργησε τόν ἄνθρωπο ἀναμάρτητο, αὐτός, ὅμως, παρασυρθείς ἀπό τό διάβολο, παράκουσε τόν Κύριο καί ἔπεσε στήν ἁμαρτία. Γιά τή διόρθωσι τοῦ ἀνθρώπου ἦλθε στόν κόσμο ὁ Χριστός: «εἰς τοῦτο ἐφανερώθη ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ, ἵνα λύσῃ (: γιά νά καταστρέψη) τά ἔργα τοῦ διαβόλου»(Α´ Ἰω 3, 8). Πρός τό σκοπό αὐτό ἵδρυσε τήν Ἐκκλησία, στήν ὁποία εἰσερχόμασθε διά τοῦ βαπτίσματος, τό ὁποῖο καθαρίζει καί τό προπατορικό ἁμάρτημα καθώς καί ὅλες τίς ἁμαρτίες τίς ὁποῖες ἔχει διαπράξει ὁ (ἐνήλικος) βαπτιζόμενος.
• «Πιστός (: ἀξιόπιστος) ὁ λόγος καί πάσης ἀποδοχῆς ἄξιος, ὅτι Χριστός Ἰησοῦς ἦλθεν εἰς τόν κόσμον ἁμαρτωλούς σῶσαι, ὧν πρῶτός εἰμι ἐγώ»(Α´ Τιμ 1, 15)· λέει: εἰμί (: εἶμαι τώρα) ὄχι ἤμην (: ἤμουν).
• «Ἐάν εἴπωμεν ὅτι ἁμαρτίαν οὐκ ἔχομεν, ἑαυτούς πλανῶμεν καί ἡ ἀλήθεια οὐκ ἔστιν ἐν ἡμῖν. Ἐάν ὁμολογῶμεν τάς ἁμαρτίας ἡμῶν, πιστός ἐστι καί δίκαιος, ἵνα ἀφῇ ἡμῖν τάς ἁμαρτίας καί καθαρίσῃ ἡμᾶς ἀπό πάσης ἀδικίας»(Α´ Ἰω 1, 8-9).
• «Ἑπτάκις γάρ πεσεῖται δίκαιος καί ἀναστήσεται (: θά σηκωθῆ), οἱ δέ ἀσεβεῖς ἀσθενήσουσιν (: θά καταπέσουν) ἐν κακοῖς»(Πρμ 24, 16).
• «Τίς καυχήσεται ἁγνήν ἔχειν τήν καρδίαν; ἤ τίς παρρησιάσεται (: ποιός ἔχει τό θάρρος νά πῆ) καθαρός εἶναι ἀπό ἁμαρτιῶν;»(Πρμ 20, 9).
«Καί δώσω σοι τάς κλεῖς τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, καί ὅ ἐάν δήσῃς (: ὅ,τι δέν συγχωρήσης) ἐπί τῆς γῆς, ἔσται δεδεμένον (: θά εἶναι ἀσυγχώρητο) ἐν τοῖς οὐρανοῖς, καί ὅ ἐάν λύσῃς ἐπί τῆς γῆς, ἔσται λελυμένον ἐν τοῖς οὐρανοῖς»(Μθ 16, 19), καί δίνει τό δικαίωμα: «Ὅσα ἐάν δήσητε ἐπί τῆς γῆς, ἔσται δεδεμένα ἐν τῷ οὐρανῷ, καί ὅσα ἐάν λύσητε ἐπί τῆς γῆς, ἔσται λελυμένα ἐν τῷ οὐρανῷ»(Μθ 18, 18), «Ἐνεφύσησε καί λέγει αὐτοῖς· λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον· ἄν τινων ἀφῆτε (: ἄν θά συγχωρήσετε) τάς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς· ἄν τινων κρατῆτε (: δέν θά συγχωρήσετε), κεκράτηνται (: θά μείνουν ἀσυγχώρητες)».
ΔΙΔΑΧΗ
Ὁ Ἅγ. Αὐγουστίνος ἔγραφε: «Ἀμήν ἀμήν λέγω ὑμῖν, εἶπε ὁ Κύριος· πᾶς ὁ ποιῶν τήν ἁμαρτίαν δοῦλός ἐστί τῆς ἁμαρτίας (Ἰω 8, 34).
Εἶναι δοῦλος. Τῆς ἁμαρτίας.
Χίλιες φορές καλύτερα νά ἦταν δοῦλος ἀνθρώπου, παρά τῆς ἁμαρτίας.
Τί θλιβερή πού εἶναι ἡ δουλεία!
Ὅταν οἱ ἄνθρωποι αὐτοί ὑποφέρουν πολλά ἀπό τά κακά ἀφεντικά τους, παρακαλοῦν νά τούς πωλήσουν σέ ἄλλους! Ὄχι νά πάψουν νά ἔχουν ἀφεντικό, ἀλλά ἁπλῶς νά ἀλλάξουν ἀφεντικό.
Ὁ δοῦλος τῆς ἁμαρτίας, τί μπορεῖ νά κάνη; Ποιόν νά ἐπικαλεσθῆ; Σέ ποιόν νά ἀποτανθῆ; Ποιόν νά παρακαλέση νά τόν πάρη; Στό κάτω-κάτω, ὅμως, ὁ δοῦλος ἀνθρώπου, ὅταν κακοποιηθῆ πολύ ἀπό τή σκληρότητα τοῦ αὐταρχικοῦ κυρίου, μπορεῖ νά ἀνασάνη, ἀρκεῖ νά τό σκάση. Ὁ δοῦλος τῆς ἁμαρτίας ποῦ νά φύγη νά πάη; Ἐκεῖνον πού θέλει νά ἀποφύγη τόν κουβαλᾶ μαζύ του!
Δέν μπορεῖ ἡ κακή συνείδησι νά ἀποφύγη τόν ἑαυτό της. Δέν ὑπάρχει τόπος στόν ὁποῖο νά μπορῆ ὁ ἄνθρωπος νά πάη καί νά τῆς ξεφύγη. Τόν ἀκολουθεῖ παντοῦ. Οὔτε βῆμα δέν πάει μακρυά του! Γιατί ἡ ἁμαρτία πού τήν προκαλεῖ, εἶναι μέσα μας.
Ἔκανες κάποια σαρκική ἁμαρτία γιά νά δοκιμάσης ἡδονή σαρκική; Ἡ ἡδονή πέρασε. Ἡ ἁμαρτία μένει! Ἐκεῖνο πού ἔδωσε χαρά πέρασε. Ἐκεῖνο πού σέ δαγκώνει μένει!
Τί θλιβερή ἡ δουλεία αὐτή!
Ἀπό αὐτή τή δουλεία μόνο ἕνας ἔχει τή δύναμι νά μᾶς ἐλευθερώση: ὁ Κύριος. Γιατί δέν ὑπέκυψε σ᾽ αὐτή ποτέ.
Ἐλέησον ἡμᾶς, ὁ αἴρων τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου».
«Κάποια γυναῖκα πού εἶχε κρυφό δαιμόνιο κι ἔμεινε ἀρκετές μέρες, γύρισε ἄπρακτη στό σπίτι της λυπημένη. Βλέπει τήν ἁγία Ἀθανασία Αἰγίνης στόν ὕπνο της καί τῆς λέει: “Ἐσύ ἀπάτησες τόν ἄνδρα σου καί θανάτωσες φοβερά τήν ψυχή σου. Λοιπόν πήγαινε, ἐξαγόρευσε τό ἁμάρτημά σου κι ἐγώ θά σέ ἀπαλλάξω ἀπό τοῦ πονηροῦ δαίμονα τήν ἐνόχλησι [αὐτό μόνο μποροῦσε· ἡ ἄφεσι ἦταν ἔργο τοῦ Ἱερέως]”. Τό ἄκουσε αὐτό ἐκείνη κι ἔκανε ὅπως τῆς εἶπε καί μέ τή Χάρι τοῦ Κυρίου θεραπεύθηκε»(Μ2, 119).
Γράφει ὁ Μητροπολίτης Βουκουρεστίου Ἄνθιμος ὁ Ἴβηρ (1650-1716): «Νά γίνεται ἡ ἐξομολόγησί μας μέ τήν ἀγαθή ἐλπίδα ὅτι θά μᾶς συγχωρήση ὁ Θεός, ὄχι μέ ἀπελπισία, ὅπως ἔκανε ὁ Κάιν λέγοντας: “Μεῖζον ἡ αἰτία μου τοῦ ἀφεθῆναί με (: ἡ κατηγορία ἐναντίον μου ὑπερβαίνει τή συγγνώμη)”(Γεν 4, 13). Ὁμοίως καί ὁ Ἰούδας· ἄν καί ὁμολόγησε ἐνώπιον τῶν ἀρχιερέων ὅτι πούλησε αἷμα ἀθῶο, ὅμως, δέν τόν ὠφέλησε τίποτε αὐτή ἡ ἐξομολόγησι, διότι ἔγινε ἀπό ἀπελπισία».
«Ὁ γέροντας Ἱερώνυμος Αἰγίνης ἔλεγε: “Ἕνα σπίτι ὁλόκλειστο, ἔχει σκοτάδι. Ἄν ἀνοίξης τό παράθυρο, βλέπεις τά μεγαλύτερα ἀντικείμενα. Ἄν τό ἀνοίξης περισσότερρο καί μπῆ φῶς, διακρίνεις καί τά μικρότερα πράγματα. Ὅταν μπῆ μέσα ὁ ἥλιος, βλέπεις καί τή σκόνη πού αἰωρεῖται. Τό ἴδιο συμβαίνει καί στήν ψυχή, πού δέχεται τό φῶς τοῦ Εὐαγγελίου. Βλέπει καί τίς μικρότερες ἁμαρτίες”».
Ὁ Ἅγ. Λουκᾶς Κριμαίας κήρυττε: «Νά εἴμασθε σάν τό παιδί. Αὐτό ὅταν πέφτη εἶναι σάν τή μπάλλα, πέφτει καί σηκώνεται ἀμέσως. Εὔχομαι νά μᾶς μάθη ὁ Θεός νά σηκωνώμασθε μετά ἀπό κάθε πτῶσι. Ἀμήν».
Ὁ π. Κλεόπας Ἠλίε γράφει: «Ὁ ἐμπνευσμένος ἀπ᾽ τό Θεό ψαλμωδός Δαυΐδ λέει· μακάριος ἐκεῖνος ὁ χριστιανός, ὁ ὁποῖος θά συντρίψη τίς ἁμαρτίες του στήν πέτρα-Χριστό, ὅσο εἶναι ἀκόμα μικρές σάν βρέφη, διότι ἄν θά μεγαλώσουν, θά μᾶς ὑποδουλώσουν στά πάθη καί αὐτά θά μᾶς σκοτώσουν (Ψ 136, 9).
Ὁ Γέροντας Ἐφραίμ γράφει: «Πῶς ὁ Θεός θά διαγράψη ὅλους τούς τόμους μέ τά δικά μας ἁμαρτήματα, ὅταν ἐμεῖς δέν θελήσαμε μόνο μιά σελίδα νά διαγράψουμε τῶν ἀδελφῶν μας τά πταίσματα;».
Ὁ Μητροπ. Φλωρίνης Αὐγουστίνος ἐπισημαίνει: «Τά φάρμακα τά ὁποῖα συνέστησε ὁ Κύριος, καί τά ὁποῖα μέσα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία προσφέρονται ἀπολύτως γνήσια, ἔξω ἀπό τήν μία, ἁγία, καθολική καί ἀποστολική Ἐκκλησία νοθεύονται. Ἄς πάρουμε ὡς παράδειγμα τό μυστήριο τῆς μετανοίας. Φάρμακο εἶναι ἡ μετάνοια. Φάρμακο δοκιμασμένο σέ μυριάδες περιπτώσεις ἁμαρτωλῶν ἀνθρώπων. Ἀλλά τό φάρμακο αὐτό, πού τό παρασκευάζει ἡ ἄπειρη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, φάρμακο πού ἀντλεῖ τή δύναμί του ἀπό τόν ἀστείρευτο ποταμό τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ, ἔχει ὑποστῆ ἀλλοίωσι. Τό νόθευσαν οἱ ἑτερόδοξοι. Οἱ μέν προτεστάντες ἀναγνωρίζουν μόνο τήν ἐσωτερική συντριβή τοῦ ἀνθρώπου ὡς στοιχεῖο τῆς μετανοίας καί ἔχουν καταργήσει τήν ἐξομολόγησι μπροστά σέ Πνευματικό πατέρα. Οἱ δέ παπικοί, ἀφοῦ ἔκλεισαν τόν Πνευματικό πατέρα μέσα σέ εἰδικά ἐξομολογητήρια κι ἀφοῦ τόν ἔκαναν ἀθέατο στόν ἐξομολογούμενο, κατήντησαν τήν πρᾶξι τῆς ἐξομολογήσεως ἀψυχολόγητη, ψυχρή, τυπική, μηχανική. Ἐνῶ στήν Ὀρθοδοξία τό μυστήριο διατήρησε καί τήν ἐσωτερική καί τήν ἐξωτερική του μορφή. Αὐτός πού μετανοεῖ, θρηνεῖ γιά τά ἁμαρτήματά του, συντρίβει μέ τήν ἱερά κατάνυξι τήν πέτρινη καρδιά του, ἀλλά δέν περιορίζεται στά ἐσωτερικά του συναισθήματα. Τρέχει καί βρίσκει τόν Πνευματικό πατέρα, στόν ὁποῖο ὁ Κύριος ἔδωσε τήν ἐξουσία τοῦ δεσμεῖν καί λύειν ἁμαρτίες, ταπεινώνεται καί ἐξομολογεῖται σ᾽ αὐτόν πρόσωπο πρός πρόσωπο, ὅπως θά ἐξομολογεῖτο μπροστά στόν Ἰησοῦ Χριστό, καί ἔτσι παίρνει τή διαβεβαίωσι ὅτι οἱ ἁμαρτίες του συγχωρήθηκαν. Τέλειο τό μυστήριο στήν Ὀρθοδοξία. Τό φάρμακο προσφέρεται γνήσιο καί σέ ὅλη τήν πληρότητά του, καί δρᾶ μέ ἀσφάλεια καί μέ ὅλη τήν ἀποτελεσματικότητα, ἐφόσον, ἐννοεῖται, αὐτός πού προστρέχει στό μυστήριο συμμορφώνεται μέ τίς ὑποδείξεις τοῦ Πνευματικοῦ-ἰατροῦ».
«Ἔνας ἡλικιωμένος ἄνθρωπος ἦταν βαρειά ἄρρωστος. Ὁ γιατρός του ἦταν καί καλός Χριστιανός. Καί τοῦ ἔλεγε:
—Μή ξεχνᾶς, ὅτι εἶμασθε καί μεγάλοι πιά. Ἐγώ θά κάνω ὅ,τι μπορῶ. Ἀλλά καί σύ νά ἐξομολογηθῆς. Νά τακτοποιηθῆς ἐνώπιον τοῦ Κυρίου.
Μά ἐκεῖνος ὅλο ἀνέβαλλε:
—Ἔννοια σου, γιατρέ μου. Τή Σαρακοστή θά πάω νά ἐξομολογηθῶ! Ἄς γίνω πρῶτα καλά!…
Ὁ γιατρός βλέποντας τήν τακτική του, καί θέλοντας νά τόν κάνη νά σκεφθῆ πιό σοβαρά, τοῦ ἔκανε τό ἑξῆς χουνέρι: Σέ μιά του ἐπίσκεψι ἔφερε ἕνα μπουκαλάκι μέ φάρμακο. Καί τό ἄφησε στό τραπέζι τοῦ ἀρρώστου λέγοντας:
—Αὐτό εἶναι γιά σένα!
Ρωτᾶ ὁ ἄρρωστος:
—Πότε καί πῶς θά τό πάρω;
—Μετά δύο μῆνες. Καί θά δοῦμε τό “πῶς”.
—Γιατρέ, δέν αἰσθάνομαι καλά! Θά ζῶ μετά δύο μῆνες; Θά γίνω καλά, χωρίς νά πάρω κάτι;
—Ἀλήθεια! Δίκηο ἔχεις! Νά δοῦμε τότε μετά ἀπό ἕνα μῆνα!
—Καλά, γιατρέ μου, γιατί ὄχι ἀπό σήμερα; Μέ τήν ὑγεία μου παίζεις;
—Ὄχι, τοῦ λέει τότε ὁ γιατρός. Δέν παίζω μέ τήν ὑγεία σου. Θέλησα ἁπλῶς νά σέ βοηθήσω νά σκεφθῆς, ὅτι δέν κάνει νά παίζης ἐσύ μέ τήν ψυχή σου, πού εἶναι πολυτιμότερη ἀπ’ τήν ὑγεία σου.
Ὁ ἄρρωστος τό κατάλαβε τό μάθημα καλά».
«Πολλοί, ἐνῶ ἔχουν προβλήματα πού τά προκάλεσαν οἱ ἁμαρτίες τους, δέν πηγαίνουν στόν Πνευματικό πού μπορεῖ νά τούς βοηθήση θετικά, ἀλλά καταλήγουν νά ἐξομολογοῦνται στούς ψυχολόγους. Λένε τό ἱστορικό τους, τούς συμβουλεύονται γιά τά προβλήματά τους καί, ἄν ἔχουν νά περάσουν ἕνα ποτάμι, τούς ρίχνουν μέσα καί ἤ πνίγονται ἤ βγαίνουν, ἀλλά ποῦ βγαίνουν… Ἐνῶ, ἄν πᾶνε νά ἐξομολογηθοῦν στόν Πνευματικό, θά περάσουν στήν ἄλλη ὄχθη ἀπό τή γέφυρα ἄνετα, γιατί μέ τό μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως ἐνεργεῖ ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ καί λυτρώνονται».
«Πῶς ἔχουν γίνει οἱ ἄνθρωποι! Σάν τά ζῶα! Τά ζῶα ξέρετε τί κάνουν. Στήν ἀρχή μπαίνουν στό στάβλο, κοπρίζουν οὐροῦν… Μετά ἀρχίζει νά χωνεύη ἡ κοπριά. Μόλις ἀρχίζη νά χωνεύη ἡ κοπριά, αἰσθάνονται μιά ζεστασιά. Δέν τά κάνει καρδιά νά φύγουν ἀπό τό στάβλο· ἀναπαύονται. Ἔτσι καί οἱ ἄνθρωποι… νοιώθουν τή ζεστασιά τῆς ἁμαρτίας, καταλαβαίνουν ὅτι βρωμάει, ἀλλά ἀπό τή ζεστασιά ἐκείνη δέν τούς κάνει ἡ καρδιά νά φύγουν. Ἄν μπῆ ἕνας μέσα στό στάβλο, δέν μπορεῖ νά ἀντέξη τή μυρωδιά. Ὁ ἄλλος πού εἶναι συνέχεια μέσα στό στάβλο δέν ἐνοχλεῖται· ἔχει συνηθίσει πλέον».
«Ὅπως ὁ βαρυφορτωμένος ἄνθρωπος, ἐάν θέλη νά πηδήξη, θά πρέπη νά ξεφορτωθῆ πρῶτα, τό ἴδιο κι ἐμεῖς· θά πρέπη νά ἀφήσουμε τό βάρος τῶν ἁμαρτιῶν μας διά τῆς ἐξομολογήσεως. Καθώς ὁ ἄνθρωπος πού δέν ἐπιδιώκει νά ἐνεργηθῆ, δηλητηριάζει ὁλόκληρο τόν ὀργανισμό του καί δημιουργεῖ πολλές σωματικές καί ψυχικές ἀκόμη ἀνωμαλίες, τό ἴδιο καί αὐτός πού δέν ἐξομολογεῖται· δηλητηριάζει συνέχεια τήν ψυχή του καί καταστρέφει καί τό σῶμα του μέ τό σαράκι τῆς συνειδήσεως, πού δουλεύει συνέχεια μέσα του».
Ὁ Γέροντας Ἀρσένιος ἀπό τό Μπουραζέρι λέει: «Ὅποιος λαμβάνει τά σφάλματα τῶν ἄλλων γιά νά δικαιολογήση τά δικά του, εἶναι σάν νά πλένεται μέ λάσπη».
«Ἀφοῦ ἄφεσι ἁμαρτιῶν δέν γίνεται “εἰ μή διά τοῦ αἵματος τοῦ ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ”, πῶς εἴχαμε ἄφεσι ἁμαρτιῶν καί στήν Π. Διαθήκη; Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς λέει, ὅτι “διά τῆς θυσίας τοῦ Κυρίου προεξοφλουμένης” εἴχαμε ἄφεσι ἁμαρτιῶν καί στήν Π. Διαθήκη. Δηλ. γιά νά τό ποῦμε μέ τή σύγχρονη γλῶσσα καί μάλιστα τήν οἰκονομική, εἴχαμε προεξοφλήσεις γραμματίων. ᾽Εν ὄψει τῆς καταθέσεως ἡ ὁποία θά γινόταν στήν τράπεζα, προσυπογράφονταν καί ἐξοφλοῦνταν γραμμάτια πρίν ἀκόμη γίνη κατάθεσι, διότι ἡ κατάθεσι ἦταν βέβαιο ὅτι θά γίνη. Καί στήν Π. Διαθήκη, λοιπόν, ἡ ἄφεσι τῶν ἁμαρτιῶν γινόταν “ἐν τῷ αἵματι τοῦ ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ τοῦ μήπω ἐκχυθέντος (: πού δέν εἶχε χυθῆ ἀκόμα)”. Ἔπαιρνε ἀπό ἐκεῖ πιστώσεις ὁ Θεός καί ἔδινε. Ἄς μήν εἶχε γίνει ἡ κατάθεσι ἀκόμη. Ἄλλωστε, στό Θεό τά πάντα εἶναι ἕνα αἰώνιο παρόν. Γιά μᾶς εἶναι παρελθόν, παρόν καί μέλλον. Γιά τό Θεό τά πάντα εἶναι ἕνα αἰώνιο παρόν».
Ὁ π. Ἀντώνιος Ἀλεβιζόπουλος γράφει: «Ὁ Χριστός, λέει σύγχρονος θεολόγος, “ἐθανάτωσε τήν ἁμαρτία χωρίς νά σκοτώση τόν ἁμαρτωλό. Ἀφάνισε τήν ἐνοχή, ἀλλά ἔσωσε τόν ἔνοχο. Αὐτή εἶναι ἡ μεγάλη Του διαφορά ἀπό τήν ἀνθρώπινη δικαιοσύνη, πού βλέπει τή συντριβή τῆς ἐνοχῆς στήν ἐξουδένωσι τοῦ ἐνόχου”».
«Ὁ ἀσεβής δέν θέλει τό Θεό πάνσοφο, γιά νά μή γνωρίζει τήν ἀσέβειά του. Δέν τόν θέλει ἁγιώτατο, γιά νά μή σιχαίνεται τίς ἁμαρτίες του. Δέν τόν θέλει παντοδύναμο, γιά νά μή μπορεῖ νά τόν παιδεύη. Καί, ὅπως λέει ὁ θεῖος Χρυσόστομος, ὁ ἁμαρτωλός θέλει τό Θεό ἤ νά μή μπορῆ νά τιμωρῆ τίς ἁμαρτίες, ἤ νά μή θέλη, ἤ νά μήν ξέρη».
«—Τί νά προσφέρω στό Χριστό;
Δέν ἔχω πολύτιμα ἀντικείμενα.
—Πρόσφερέ Του
“τά κακῶς (σου) κείμενα”».
«Ἡ “ἄφεσι ἁμαρτιῶν” τοῦ ἐξομολόγου δέν σημαίνει τέρμα, ἀλλά σύνθημα γιά ξεκίνημα. Οἱ λέξεις “ἄφεσι” καί “ἀφετηρία” ἔχουν ἐτυμολογικά, τήν ἴδια ρίζα. Σημαίνουν ξεκίνημα καί ἐπίδοσι σέ ἀγῶνα δρόμου. Τό ξεκίνημα αὐτό στό στίβο τό δίνει ὁ πυροβολισμός τοῦ “ἀφέτη”. Στούς Πνευματικούς ἀγῶνες, ἡ εὐχή τοῦ Πνευματικοῦ».
«Ἅγιος δέν εἶναι ὁ ἀναμάρτητος, ἀλλ᾽ αὐτός πού ἀγωνίζεται. Ὁ “πίπτων καί ἐγειρόμενος”. Πού πέφτει χίλιες φορές, ἀλλά σηκώνεται χίλιες μία».
«Γιά νά ἀκούσουμε τό κτύπο τοῦ ρολογιοῦ καθώς καί τῆς συνειδήσεώς μας χρειάζεται ἡσυχία».
«“Ἡ ἐξομολόγησι τῶν κακῶν ἔργων, εἶναι τό πρῶτο καλό ἔργο”(Αὐγουστίνος)».
ΠΑΤΕΡΙΚΕΣ ΘΕΣΕΙΣ
«“Ὅλους ὅσοι μετανοοῦν τούς συγχωρεῖ ὁ Κύριος, ἐάν μετανοήσουν εἰς ἑνότητα Θεοῦ καί εἰς συνέδριον ἐπισκόπου”, λέει χαρακτηριστικά ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος».
«Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος γράφει: “Ὅπως ἕνας ἄνθρωπος βαπτιζόμενος ἀπό ἱερέα φωτίζεται μέ τή Χάρι τοῦ Πνεύματος, ἔτσι καί ὁ ἐξομολογούμενος ἐν μετανοίᾳ διά τοῦ ἱερέως λαμβάνει τήν ἄφεσι, μέ τή Χάρι τοῦ Χριστοῦ”».
« Ὁ δέ ἱερός Χρυσόστομος λέει…: “Μεγάλη ἡ ἀξία τῶν ἱερέων· ὅσους συγχωρήσετε, λέει, συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες τους. Καί τί λέω τούς ἱερεῖς; Οὔτε ἄγγελος οὔτε ἀρχάγγελος μπορεῖ νά κάνη κάτι σέ ὅσα δόθηκαν ἀπό τό Θεό, ἀλλά ὁ Πατήρ καί ὁ Υἱός καί τό Ἅγιο Πνεῦμα τά οἰκονομεῖ ὅλα. Ὁ δέ ἱερέας δανείζει τή γλῶσσα του καί προσφέρει τό χέρι του”».
Ὁ ὅσ. Ἐφραίμ ὁ Σύρος τονίζει: «Χωρίς τή σεμνή ἱερωσύνη δέν δίνεται ἄφεσι τῶν ἁμαρτιῶν στούς θνητούς».
«Ὁ ἐπίσκοπος εἶναι ὁ “οἰκονόμος” τῆς μετανοίας· ἀκούει τίς ἐξομολογήσεις τῶν ἁμαρτωλῶν καί δίνει τήν ἄφεσι (Ἅγ. Γρηγόριος Νύσσης ΡG 45, 221, 233· Ἅγ. Βασίλειος, ΡG 32, 661, 716, 723· Ἅγ. Ἰωάννης Χρυσόστομος, ΡG 47, 644). Μέ τόν πολλαπλασιασμό τῶν κοινοτήτων, ὁ ἐπίσκοπος βοηθεῖται στό μυστήριο τῆς ἐξολογήσεως καί τῆς οἰκονομίας τῆς μετανοίας ἀπό τούς ἱερεῖς. Στήν Κων/λι βλέπουμε ἤδη τόν Δ´ αἰῶνα νά ὑπάρχη ἕνας “πρεσβύτερος ἐπί τῆς μετανοίας”(Ἀποστολικοί κανόνες. Κανών να´. Σωκράτης ΡG 67, 613-616)».
Κηρύσσει ἀκόμα ὁ Χρυσόστομος: «Στήν ἁμαρτία ἕπεται (κανονικά) ντροπή, στή δέ μετάνοια παρρησία. Πρόσεξες αὐτό τό ὁποῖο λέω; Ἀντέστρεψε τήν τάξι ὁ σατανᾶς καί ἔδωσε τήν παρρησία στήν ἁμαρτία, τή δέ ντροπή στή μετάνοια».
Γράφει ὁ Ἅγ. Ἰωάννης τῆς Κλίμακος: «Ἄς μήν ἐκπλαγοῦμε, διότι μᾶς πολεμοῦν (οἱ πονηροί λογισμοί τούς ὁποίους ἐξομολογηθήκαμε) καί μετά τήν ἐξομολόγησι. Εἶναι προτιμότερο νά παλεύουμε μέ τούς λογισμούς παρά μέ τήν ὑπερηφάνεια».
Ὁ Ἅγ. Νικόλαος Καβάσιλας τονίζει: «Καί ἡ ἄφεσι τῶν ἁμαρτιῶν στούς μετανοοῦντες μέ τήν εὐχή τῶν ἱερέων δίνεται».
Ὁ Ἅγ. Νικόλαος Βελιμίροβιτς τονίζει:
«Θά ἤθελες νά μάθης ἄν ἡ ἐξομολόγησι εἶναι τόσο ἀπαραίτητη; Παλαιότερα πήγαινες πιό συχνά στήν ἐξομολόγησι μά σταμάτησες ἐπειδή κάποιος σέ εἰρωνεύθηκε γι’ αὐτό. Δέν ἔπρεπε νά διακόψης. Ποιόν δέν εἰρωνεύθηκαν οἱ ἄνθρωποι; Ξέρεις τί εἶπε ὁ διορατικότατος ὅλων: “οὐαί ὑμῖν οἱ γελῶντες νῦν, ὅτι πενθήσετε καί κλαύσετε”(Λκ 6, 25). Μοῦ γράφεις ὅτι ἐκτός ἀπό τήν τέχνη σου ἔχεις καί ἕνα ἀμπέλι, πού σοῦ δίνει καλή παραγωγή, ἐπειδή τό καλλιεργεῖς πολύ. Ἄν κάποιος ἐγκατέλειπε τό ἀμπέλι του καί εἰρωνευόταν ἐσένα πού φροντίζεις μέ ἐπιμέλεια τό δικό σου, μήπως θά σήκωνες τά χέρια σου ἀπό τ’ ἀμπέλι καί θά σταματοῦσες νά τό καλλιεργῆς; Σίγουρα, δέν θά τό ἔκανες αὐτό.
Πῶς μπορεῖς, λοιπόν, νά ταλαντεύεσαι ἀναφορικά μέ τήν καλλιέργεια τῆς ψυχῆς σου ἡ ὁποία εἶναι σημαντικότερη ἀπ’ ὅλα τ’ ἀμπέλια τοῦ κόσμου; Ἐπειδή ὅταν πεθάνης, τήν ψυχή σου θά τήν πάρης ἐνῶ τό ἀμπέλι θά τό ἀφήσης. Ἀπ’ ὅλες τίς καλλιέργειες, ἡ σημαντικότερη εἶναι ἡ καλλιέργεια τῆς ψυχῆς. Καί ἀπ’ ὅλους τούς κόπους τούς ὁποίους ὁ ἄνθρωπος καταβάλλει πάνω στῆ γῆ, ὁ κόπος γιά τήν ψυχή εἶναι ὁ πιό συνετός. Γιά τοῦτο, γύρνα στήν προηγούμενη προσπάθειά σου γύρω ἀπό τήν ψυχή σου καί ξεκίνα πάλι νά ἐξομολογῆσαι».
ΔΙΑΦΟΡΟΙ ΘΕΟΛΟΓΟΙ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ
Ὁ Στάρετς Ζαχαρίας ἔλεγε: Τό Μυστήριο τῆς Ἐξομολογήσεως «ὁ ἴδιος ὁ Κύριος νωρίτατα θέσπισε στόν κῆπο τῆς Ἐδέμ, ὅταν μίλησε στόν Ἀδάμ καί στήν Εὔα, μετά τήν πτῶσι τους, προσκαλώντας τους νά ἐξομολογηθοῦν σ᾽ Αὐτόν τήν ἁμαρτία τους».
Ὁ μακαριστός Μητροπολίτης Ἐδέσσης Καλλίνικος ἐπισημαίνει: «Ἄν βρισκόταν τό φάρμακο τοῦ καρκίνου, κανείς καρκινοπαθής δέν θ᾽ ἀνέβαλλε τή λῆψι του. Ἄν χαρίζονταν δάνεια, κανείς χρεώστης δέν θ᾽ ἀρνιόταν τή χάρι. Ἄν δινόταν σ᾽ αἰχμαλώτους ἡ ἀπελευθέρωσι, κανείς δέν θά προτιμοῦσε τά δεσμά.
Ἀσθενεῖς εἴμασθε. Πάσχουμε ἀπ᾽ τόν ἐπάρατο καρκῖνο τῆς ἁμαρτίας. Χρεωμένοι εἴμασθε γιά τίς πολλές μας ἁμαρτίες. Ἡ ἁμαρτία εἶναι εἴτε ἁλυσίδα βαρειά μέ τά θανάσιμα ἁμαρτήματα, εἴτε σχοινί μέ τά λεγόμενα μικρά παραπτώματα. Πάντως, κάθε παράβασι τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ εἶναι δουλεία πνευματική. Ὁ ἀψευδής Κύριος διεκήρυξε “πᾶς ὁ ποιῶν τήν ἁμαρτίαν δοῦλός ἐστι τῆς ἁμαρτίας”(Ἰω 8, 34).
Ἰδού, λοιπόν, τό μέσο τῆς σωτηρίας. Ἡ Ἱερή Ἐξομολόγησι θεραπεύει κάθε ἁμαρτία, χαρίζει τό χρέος, κόβει τά δεσμά τῆς ψυχῆς».
«—Πῶς ἐξομολογούσατε στίς φυλακές τοῦ Ἀιούντ, π. Δημήτριε [Μπεζάν];
—Πολύ εὔκολα. Τούς ἐξομολογοῦσα στό κελλί τους ἤ ἀπ’ τόν τοῖχο. Ἄν καθόμουν μέ τό στόμα στόν τοῖχο, μέ ἄκουγε πολύ καλά.
—Πῶς, ἐξομολογούσατε διά μέσου τοῦ τοίχου;
—Πρῶτα ἔβαζα ἐγώ τό αὐτί στόν τοῖχο κι ἄκουγα τήν ἐξομολόγησι τῶν ἁμαρτιῶν. Μετά ἔβαζαν αὐτοί τό αὐτί στόν τοῖχο καί τούς ἔδινα συμβουλές.
—Τή συγχωρητική εὐχή πῶς τή διαβάζατε;
—Πάλι μέσω τοῦ τοίχου. Μόνο σ’ αὐτούς πού ἦταν στό κελλί μου, ἔκανα τήν κανονική ἐξομολόγησι.
—Ἐξομολογήσατε πολλούς διά μέσου τοῦ τοίχου;
—Ἑκατοντάδες».
«Προτοῦ νά βρεθῆ τό φάρμακο γιά τούς χανσενικούς (πρώην λεπρούς), δέν ὑπῆρχε ἄνθρωπος νά χαρίση στούς δοκιμασμένους αὐτούς ἀνθρώπους τή θεραπεία. Ὅταν, ὅμως, ἀνακαλύφθηκε, πλῆθος ἰατρῶν τό χρησιμοποιεῖ. Καί κανένας πλέον χανσενικός δέν πήγαινε σέ πορτραῖτο τοῦ τοίχου ἤ ἔστω καί εἰκόνα, γιά νά κλάψη τή μοίρα του. Ὅλοι στούς ἰατρούς πηγαίνουν καί ζητοῦν τό φάρμακο τῆς θεραπείας. Ἀσφαλῶς τό φάρμακο δέν εἶναι δικό τους. Τό φάρμακο ἄλλος τό ἀνακάλυψε. Καί οἱ ἱερεῖς δέν προσφέρουν δικό τους φάρμακο γιά τή θεραπεία τῆς ψυχῆς. Ἄλλος τό ἔδωσε. Τό προσέφερε. Εἶναι ὁ Ἰατρός τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων, ὁ Κύριος μας Ἰησοῦς Χριστός. Ἀλλά τό φάρμακο Ἐκείνου οἱ ἱερεῖς ἐντέλλονται νά τό μεταδίδουν μέσα στούς αἰῶνες σ’ ὅλους τούς ἁμαρτωλούς».
Ὁ Δ. Παναγόπουλος ἔλεγε σέ κήρυγμά του: «Θά προσέλθουμε στόν ἐντεταλμένο· τόν ἱερωμένο, τόν ἁμαρτωλό ἔστω ἱερέα… Θυμᾶσθε τούς δέκα λεπρούς; Παρότι Αὐτός ἦταν ὁ Νομοθέτης, ἐντούτοις στούς ἱερεῖς τούς ἀπέστειλε γιά νά λάβουν τό χαρτί τῆς ἐλευθεροεπικοινωνίας, λέγοντας· “Πορευθέντες ἐπιδείξατε ἑαυτούς τοῖς ἱερεῦσι”(Λκ 17, 14). Μά, σύ Κύριε, δέν ἔχεις τούς ἱερεῖς; Ναί ἐγώ τούς ἔχω, ἀλλά σ᾽ αὐτούς θά πᾶτε. Καί ὄχι νά ἐρευνήσετε γιά καλούς, γιατί ἐγώ μέ ὅλους ἐνεργῶ».
ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΙΕΣ
«Πιστοποιητικό ἁγιότητος»
—Πάτερ μου, δέν ἔχω τίποτε.
—Ἐγώ εἶμαι παπᾶς καί κάθε φορά κατά τήν ὁποία ἐξομολογοῦμαι ἔχω νά πῶ ἁμαρτίες. Κι ἐσεῖς ἔχετε νά ᾽ρθῆτε ἕξι μῆνες καί μοῦ λέτε ὅτι δέν ἔχετε τίποτε; Δέν θυμώνετε π.χ. καμμιά φορά;
—Αἴ, καμμιά φορά…
—Τότε γιατί δέν τό λέτε;
Αὐτός εἶναι συνηθισμένος διάλογος στά ἐξομολογητήρια. Σέ κάποιον, μάλιστα, ὁ π. Ἐπιφάνιος εἶπε: «Νά βγάλω τό πετραχήλι νά τό φορέσετε νά ἐξομολογηθῶ ἐγώ!».
«Ἐπειδή δέν μᾶς συνέλαβε ὁ ἀστυνόμος σημαίνει ὅτι εἴμασθε ἐντάξει; Ἐπειδή εἴμασθε ἔξυπνοι καί καλύπτουμε τή βρωμιά μας, πάει νά πῆ πώς εἴμασθε στό σωστό δρόμο;».
Τά ἀπορρίμματα
«Δέν ὑπάρχει πιό πικρό πρᾶγμα γιά τόν Κύριο ἀπό τό νά μή δίνη ὁ ἄνθρωπος τίς ἁμαρτίες του ἔναντι αὐτῶν τά ὁποῖα ἔκανε Αὐτός γι᾽ αὐτόν. Δέν τοῦ ζητᾶ τά χρήματά του, οὔτε τή σύζυγο ἤ τό σύζυγο, οὔτε τό παιδί του, οὔτε τήν ἐργασία του. Αὐτά τοῦ τά ἔδωσε Αὐτός καί τοῦ ζητᾶ ἁμαρτίες, ζητᾶ ράκη, ἀκαθαρσίες! Καί ὁ ἄνθρωπος δέν τίς δίνει…
Βγάζει ἡ κυρία καί ὁ κύριος τό δοχεῖο ἀπορριμμάτων νά τό πάρη τό αὐτοκίνητο τοῦ Δήμου, ἀλλά δέν δίνουν τά “ἀπορρίμματα” τῆς ψυχῆς τους· αὐτά τά κρατοῦν καί προσφέρουν τό δοχεῖο μόνο», πᾶνε δηλ. καί ἐκκλησιάζονται ἀνεξομολόγητοι.
Καλά ἔργα
Ὁ διάβολος ξεγελᾶ τούς ἀνθρώπους «ἐπί τόσα χρόνια ὅτι τακτοποιοῦνται οἱ ἁμαρτίες τους μέ τά καλά τους ἔργα. Δέν γνώριζαν οἱ ἄνθρωποι ὅτι οἱ ἁμαρτίες δέν πληρώνονται ἀλλά χαρίζονται. Ἄν ὑποθέσουμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔχει στό ἐνεργητικό του ὅλα τά καλά ἔργα ἀπό Ἄβελ τοῦ δικαίου μέχρι τοῦ τελευταίου δικαίου τῆς συντελείας τῶν αἰώνων, οὔτε μία ἁμαρτία δέν μπορεῖ νά ἐξαλείψη».
Κόψιμο τῆς ἁμαρτίας
«Ἀκοῦμε νά λένε ὁρισμένοι: “Τό ἔκοψα αὐτό. Δέν τό ξανακάνω. Τί ἀνάγκη ἔχω ἐξομολογήσεως;”. Μά τό ὅτι σταμάτησες ἕνα ἁμάρτημα σημαίνει ὅτι ἔπαυσες νά χρεώνης καί ὄχι ὅτι ἄρχισες νά ἐξοφλῆς. Συμφωνῶ καί καταλαβαίνω τήν ἀπόφασί σου νά μήν τό ξανακάνης, ἀλλά ποιός θά ἐξοφλήση τἰς πεπραγμένες σου ἁμαρτίες, γιά τίς ὁποῖες εἶσαι χρεωμένος; Ἡ σωστή μέθοδος τακτοποιήσεως λογαριασμῶν εἶναι νά ἐξοφλήσω ὅ,τι χρωστῶ».
«Κι ἄν ἐγκαταλείψουμε τόν πρότερο βίο, πάντως ἔχουμε ἀνάγκη τῆς ἐξομολογήσεως, διότι ἄν καί παύσαμε νά δανειζόμασθε, ὅμως, ὀφείλουμε τό προηγούμενο χρέος».
Μικρές ἁμαρτίες
«Ἐκεῖνοι πού παραμελοῦν τά πνευματικά τους καθήκοντα ἀδικαιολόγητα καί ἀδιαφοροῦν γιά τίς μικρές τους ἁμαρτίες, πολύ γρήγορα θά σωριασθοῦν, σάν τά δέντρα πού γκρεμίζονται ξαφνικά ἀπό τά πολλά σκουλήκια καί ὄχι ἀπό τό ἕνα τσεκούρι».
«Πλῆθος τά μικρά λάθη! Τί λέτε; Δέν θά γίνουν χιονοστιβάδα ἐναντίον μας; Δέν θά μᾶς πλακώσουν; Τί θά διαφέρη, ἄν πέση ἐπάνω σου ἕνα βουνό μολύβι ἤ ἕνα βουνό ἄμμος! Βέβαια τό μολύβι θά εἶναι μιά ἑνιαία μάζα. Ἀντίθετα ἡ ἄμμος θά εἶναι ἕνας σωρός πολύ μικροί κόκκοι. Μά καί οἱ μικροί αὐτοί κόκκοι, ὅταν “χυθοῦν” ἐπάνω σου, θά σέ συνθλίψουν. Ἐξίσου μέ τό σωρό τό μολύβι».
«—Αὐτές εἶναι
μικρές ἁμαρτίες·
τήν καρδιά
δέν τήν προσβάλλουν.
—Σκέψου ὅμως
καί τίς πηγές τῶν ποταμῶν
ποῦ ἐκβάλλουν».
Ἀναβλητικότητα
«Τί ὠφελεῖ νά ἀργῆς τόσο καιρό τήν Ἐξομολόγησι, ἤ νά ξεμακρύνης ἀπό τήν Ἁγία Κοινωνία; Καθάρισε τόν ἑαυτό σου τό γρηγορότερο, φτύσε γρήγορα τό φαρμάκι, καί βιάσου νά λάβης τό γιατρικό»(ΕΜ, 462).
Ἡ ἀναβολή τῆς ἐξομολογήσεως γιά τά γηρατειά εἶναι κάτι ἀνόητο· σάν τό φυλακισμένο πού παρότι ἔχει δυνατότητα νά ὑπογράψη αἴτησι ἀποφυλακίσεως, λέει: «ἀργότερα· ἄς μείνω λίγο στό κελλί», ἤ σάν τόν ἄρρωστο πού ἔχει δίπλα του τό φάρμακο καί λέει: «ἀργότερα!».
«Ἐκεῖνος πού ἀναβάλλει τήν ἐξομολόγησί του, γιά ὅταν πιά θά ἔχη γεράσει, μοιάζει μέ ἀθλητή, πού θέλει νά τρέξη ἕνα μακρύ δρόμο, χωρίς νά πάρη ἀνάσα!».
Ἱκανοποίησι παθῶν
«Ἕνα παιδί, ἀναφέρει ἕνας μύθος, ἔχωσε τό χέρι του σ᾽ ἕνα σταμνί γεμᾶτο φουντούκια κι ἔπιασε ὅσα χωροῦσε ἡ φούκτα του. Ὅταν ὅμως, δοκίμασε νά τό βγάλη δέν μπόρεσε, γιατί ὁ λαιμός τοῦ σταμνιοῦ ἦταν στενός. Τί νά κάνη τό παιδί, ἄρχισε νά κλαίη καί νά κτυπιέται, γιατί ἤθελε καί τό χέρι του νά βγάλη καί τά φουντούκια νά πάρη.
Κάτι παρόμοιο συμβαίνει μέ πολλούς ἀνθρώπους. Θέλουν καί τά πάθη τους νά ἱκανοποιοῦν καί μέ τό Θεό νά τά ᾽χουν καλά».
Δέν ὑπάρχουν ἁμαρτίες!
«Μποροῦμε νά μιλᾶμε ἀκόμα γιά “ἁμαρτίες” στόν αἰῶνα στόν ὁποῖο ζοῦμε;…
Ἄν ἕνας ἄρρωστος ἔσπαζε τό θερμόμετρο, θά ἦταν αὐτό ἀπόδειξι ὅτι δέν ἔχει πυρετό; Ἄν ἕνας κλέπτης ἔλεγε ὅτι δέν πιστεύει ὅσα εἶναι γραμμένα στά νομικά βιβλία, θά τόν ἔκανε αὐτό ἀθῶο ἀπό ἔγκλημα; Παρόμοια, τό γεγονός ὅτι πολλοί ἄνθρωποι δέν πιστεύουν ὅτι εἶναι ἀπαραίτητο νά ζοῦν σύμφωνα μέ τούς κανόνες τῆς Ἁγίας Γραφῆς δέν θέτει τέρμα στήν ἁμαρτία».
Ἥσυχη συνείδησι
«—Μά, λένε, δέν νοιώθουμε πώς κάνουμε κακό. Ἔχουμε ἥσυχη τή συνείδησί μας.
Ἀλλ᾽ ἔχουν πράγματι ἥσυχη τή συνείδησί τους, ἤ προσπαθοῦν νά τήν καθησυχάσουν;
Ἡσυχία βασιλεύει στό νεκροταφεῖο, ἡσυχία βασιλεύει καί στήν ἐξοχή!».
ΔΙΑΦΟΡΑ
«Πέτρος δέ ἔφη πρός αὐτούς· μετανοήσατε, καί βαπτισθήτω ἕκαστος ὑμῶν ἐπί τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν, καί λήψεσθε τήν δωρεάν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος»(Πρξ 2, 38). Τό «βαπτισθήτω» δέν σημαίνει αὐτοβαπτισμό, ἀφοῦ: «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη, βαπτίζοντες [ἐσεῖς] αὐτούς εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος»(Μθ 28, 19)· τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τήν ἐξομολόγησι («μετανοήσατε»).
«Τά ἐλαττώματα μοιάζουν μέ τούς προβολεῖς τῶν αὐτοκινήτων, μόνο τῶν ἄλλων μᾶς ἐνοχλοῦν, τά δικά μας, μᾶς βολεύουν».
«Ὁ Θεός ὁπού ἔταξε τή συγχώρησι στούς μετανοοῦντες, δέν ἔταξε τό αὔριο στούς ἁμαρτωλούς».
«Μερικοί λένε: Γιατί νά ἐξομολογούμασθε σέ πνευματικό πατέρα; Ἐξομολογούμασθε ἀπ’ εὐθείας στό Θεό ἤ σέ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ.
Λάθος ἡ ἀντίληψι αὐτή. Πρός τί ἡ ἐξομολόγησι στό Θεό; Μήπως ἡ Θεός ἀγνοεῖ τά ἁμαρτήματά μας καί πρέπει νά Τοῦ τά κάνουμε γνωστά; Ἀλλά ὁ Θεός γνωρίζει τά ἁμαρτήματά μας, προτοῦ ἀκόμη τά πράξουμε. Πρός τί, ἐπίσης, ἡ ἐξαγόρευσι τῶν ἁμαρτημάτων μας στήν εἰκόνα; Εἶναι σάν νά ἐκθέτη ὁ ἀσθενής τά τῆς ἀσθενείας του ὄχι στόν ἰατρό, ἀλλά στή φωτογραφία τοῦ ἰατροῦ! Προσευχόμενοι αἰσθανόμασθε ψυχολογικά τήν ἀνάγκη νά ἀναφέρουμε στό Θεό τά ἁμαρτήματά μας, ἀλλά μέ τοῦτο δέν καταργοῦμε τό μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως, τό ὁποῖο ὅρισε ὁ Χριστός, ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός.
Ὁ Χριστός ἔδωσε τήν ἐξουσία τῆς ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν σέ ἀνθρώπους, στούς Ἀποστόλους, καί δι’ αὐτῶν στούς ἐπισκόπους καί στούς πρεσβυτέρους. Ἔπραξε δέ τοῦτο καί γιά ἄλλους λόγους, ἀλλά καί γιά νά ταπεινώνεται ὁ ἐγωϊσμός μας μέ τήν ἐξαγόρευσι τῶν ἁμαρτιῶν μας ἐνώπιον τοῦ πνευματικοῦ πατρός. Ἁμαρτάνουμε ἀπό ἐγωϊσμό, καί θά σωθοῦμε ἀπό ταπείνωσι. Τό μυστήριο τῆς μετανοίας καί ἐξομολογήσεως εἶναι κατ’ ἐξοχήν μυστήριο ταπεινώσεως».
• Ἀναλυτικότερα, μέ λόγια τοῦ π. Ἐπιφανίου: «Εἶναι πολύ φιλάνθρωπο τό μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως. Ὁ Θεός θά μποροῦσε, σύμφωνα μέ τό νόμο τῆς δικαιοσύνης, νά πῆ: “Θά σέ συγχωρήσω ὑπό ἕνα ὅρο. Θά βγῆς στό μπαλκόνι καί θά κάνης ἐξομολόγησι, δημοσίᾳ, καί θά πῆς ποιός εἶσαι”. Καί αὐτό λέει, θά ἦταν ἀπαίτησι δικαιοσύνης ἀπό μέρους τοῦ Θεοῦ. Γιατί θά ἦταν ἀπαίτησι δικαιοσύνης; Διότι δέν εἶναι ὀρθόν νά παραπλανοῦμε τούς ἄλλους ἀνθρώπους στή γνώμη τήν ὁποία ἔχουν αὐτοί γιά ᾽μᾶς. ᾽Εμεῖς νά εἴμασθε κλέφτες καί οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι νά μᾶς νομίζουν ἐντιμότατους. ᾽Εμεῖς νά εἴμασθε καταχραστές καί οἱ ἄλλοι νά λένε: “Ἄ, αὐτός εἶναι ἄψογος”. ᾽Εμεῖς νά εἴμασθε πόρνοι καί μοιχοί καί οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι νά λένε: “Ἄ, αὐτός ἔχει ἀδαμάντινο ἦθος”. Εἶναι δίκαιο νά παραπλανοῦμε τούς ἀνθρώπους στήν ἐντύπωσι, στήν ἰδέα, στήν εἰκόνα, τήν ὁποία ἔχουν αὐτοί γιά ᾽μᾶς; Δέν εἶναι δίκαιο. Θά ἔλεγε, λοιπόν, ὁ Θεός, νά σοῦ δώσω τήν ἄφεσι τῶν ἁμαρτιῶν σου, ἀλλά νά βγάλης τούς ἀνθρώπους ἀπό τήν ἄγνοια γιά τό ποιός εἶσαι. Νά τούς τό πῆς νά καταλάβουν ποιός εἶσαι. Καί ἐγώ μετά θά σοῦ δώσω τήν ἄφεσι τῶν ἁμαρτιῶν σου. Δέν τό κάνει, λέει, αὐτό ὁ Θεός. Δέν πειράζει, λέει, δέχομαι νά ἀπατῶνται οἱ ἄνθρωποι στήν ἰδέα, τήν ὁποία ἔχουν γιά σένα. ῞Ενα καί μοναδικό ἄνθρωπο ζητῶ νά βγάλης ἀπό τήν πλάνη γιά σένα. Σέ ἕναν μόνο ἄνθρωπο, ζητῶ νά ἀποκαλύψης τόν πραγματικό ἑαυτό σου· στόν ἱερέα. Ἀλλά καί ἀπό αὐτόν ἀπαιτῶ σιωπή μέχρι τοῦ τάφου. Τοῦ ἀπαγορεύω νά μιλήση. Εἶναι τό ἀπόρρητο τῆς ἐξομολογήσεως. Δέν τοῦ ἐπιτρέπω νά πῆ ποτέ τί ξέρει ἀπό τήν ἐξομολόγησι. Ὅπως ξέρετε, ἀκόμη καί στό δικαστήριο, ἄν κάποιος κληρικός κληθῆ νά καταθέση γιά ὁποιοδήποτε ἀδίκημα, ἀκόμη καί γιά φόνο, καί πῆ, “δέν μπορῶ νά καταθέσω, γιατί ὁ,τιδήποτε γνωρίζω προέρχεται ἀπό τήν ἄσκησι τοῦ ἔργου μου ὡς ἐξομολόγου”, ἀπαλλάσσεται ἀπό τήν ὑποχρέωσι νά καταθέση. Καί ὁ νόμος στέκεται προσοχή μπροστά στό ἀπόρρητο τῆς ἐξομολογήσεως».
«Κορόιδευε ἕνας ἄθεος ἕνα ἱεροκήρυκα μιά μέρα, λέγοντάς του:
—Μᾶς μιλᾶτε κάθε τόσο γιά φορτίο ἁμαρτιῶν καί τά παρόμοια. Πιστέψτε με, ὅμως, ὅτι προσωπικά δέν νοιώθω κανένα τέτοιο βάρος. Ἀλήθεια, πόσο ζυγίζει ἡ ἁμαρτία;
Ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ πολύ ψύχραιμα, ἀπάντησε τότε:
—Δέν μοῦ λέτε, ἄν βάλετε πάνω σ’ ἕνα νεκρό μιά πέτρα ἑκατό κιλῶν, θά τή νοιώση;
—Ὄχι, ἀπάντησε ἀπορημένος ὁ ἄθεος, γιατί εἶναι νεκρός.
—Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ σᾶς, κατέληξε ὁ ἱεροκήρυκας. Ἔξω ἀπό τή Χάρι τοῦ Θεοῦ ὁ ἄνθρωπος εἶναι “νεκρός στίς παραβάσεις καί τά παραπτώματα”(Ἐφ 2, 1). Γι’ αὐτό δέν νοιώθετε τό βάρος τῆς ἁμαρτίας».
Συμβαίνει, ἀκόμα, τό ἑξῆς: Ἐνῶ τό στομάχι διαμαρτύρεται ὅταν πεινᾶ καί ζητᾶ τροφές, τήν ψυχή μας, ἐπειδή τήν παραπλανᾶ ὁ Σατανᾶς καί τήν ταΐζει μέ δικές του τροφές (ἀναισθησία, ἱκανοποίησι κττ), πρέπει στήν ἀρχή νά τήν ταΐζουμε μέ τό ζόρι μέ τή Χάρι τῶν Μυστηρίων Ἐξομολογήσεως καί θ. Κοινωνίας. Ἐπίσης, πολλές φορές οἱ ἄλλοι ξέρουν τήν ἀρρώστεια μας, ἐνῶ ἐμεῖς ἔχουμε ψευδαίσθησι ὅτι εἴμασθε καλά. Ἔτσι καί μέ τήν ἁμαρτία: ἔχουμε τήν ψευδαίσθησι ὅτι δέν ἔχουμε ἁμαρτίες ἤ ὅτι αὐτές σβήνουν χωρίς ἐξομολόγησι. Ἐπιπλέον, ὅταν ἔχουμε ζαλάδα δέν θέλουμε νά φᾶμε. Παραταῦτα πιέζουμε τόν ἑαυτό μας νά φάη. Τό ἴδιο νά κάνουμε καί μέ τήν ψυχή μας.
CRESCENDO: Π. ΕΠΙΦΑΝΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ
«Διδάσκει ἡ Γραφή τό “ἐπίρριψον ἐπί Κύριον τήν μέριμνάν σου καί αὐτός σέ διαθρέψει”(Ψ 54, 23). Αὐτό σημαίνει, ὅτι ὁ Θεός θά διαθρέψη ἐμᾶς ἀπευθείας (δηλ. μέ βροχή τροφῶν) καί ὄχι μέσῳ ἄλλων ἀνθρώπων; Ἄν αὐτό σημαίνη, τότε ὄντως καί τά ἀνωτέρω χωρία [Ψ 31, 5 καί Α´ Ἰω 1, 9, τά ὁποῖα ἐπικαλοῦνται οἱ προτεστάντες] θά σημαίνουν ἀναγκαίως, ὅτι ὁ Θεός θά συγχωρήση τίς ἁμαρτίες μας ἀπευθείας καί ὄχι μέσῳ ἄλλων ἀνθρώπων (Ἱερέων)».
«Οἱ Ἀπόστολοι, κ. Μ., βάπτιζαν στό Ὄνομα τῆς Ἁγ. Τριάδος (Πατρός, Υἱοῦ καί Πνεύματος Ἁγίου), ἤ μόνο στό Ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ; Ἀσφαλῶς θά μοῦ ἀπαντήσετε, ὅτι βάπτιζαν στό Ὄνομα τῆς Ἁγ. Τριάδος, διότι ἔτσι διετάχθηκαν ἀπ’ τόν Κύριο κατά τό Μθ 28, 19. Δέν ὑπάρχει, ὅμως, κ. Μ., οὔτε μία περίπτωσι πού νά μαρτυρῆ ρητῶς ὅτι οἱ Ἀπόστολοι βάπτιζαν στό Ὄνομα τῆς Ἁγ. Τριάδος. Ἀντιθέτως, ὑπάρχουν πολλά χωρία πού λένε ὅτι βάπτιζαν μόνο στό Ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ. Καί ἰδού αὐτά: α´) “Μετανοήσατε καί βαπτισθήτω ἕκαστος ὑμῶν ἐπί τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ” παραγγέλλει στούς Ἰουδαίους ὁ Ἀπ. Πέτρος (Πρξ 2, 38). β´) “… μόνον δέ βεβαπτισμένοι ὑπῆρχον εἰς τό ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ”(Πρξ 8, 16). γ´) “… ἀκούσαντες δέ ἐβαπτίσθησαν εἰς τό ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ”(Πρξ 19, 5). δ´) “… ὅσοι ἐβαπτίσθημεν εἰς Χριστόν Ἰησοῦν…”(Ρμ 6, 3). ε´) “Ὅσοι γάρ εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ἐνεδύσασθε”(Γαλ 3, 27). Λοιπόν, σέ τί βάπτιζαν οἱ Ἀπόστολοι; Στό Ὄνομα τῆς Ἁγ. Τριάδος, ἤ στό Ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ; —Εἶμαι βέβαιος, ὅτι θά μοῦ πῆτε: “Τή φράσι ‘εἰς τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ’, τήν ὁποία ἀναφέρουν τά ρηθέντα χωρία, πρέπει νά τήν ἐκλάβουμε ὅτι δηλώνει ἁπλῶς τό Χριστιανικό Βάπτισμα (κατ’ ἀντίθεσι πρός τό βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου) καί ὄχι ὅτι καθορίζει τό κατά τή στιγμή τῆς βαπτίσεως ἀπαγγελόμενο Ὄνομα. Κατά τή στιγμή ἐκείνη θά ἀπαγγέλλονταν ἀναμφισβήτητα καί τά Τρία Ὄνόματα, ἐφόσον οἱ λόγοι τοῦ Κυρίου εἶναι σαφέστατοι: ῾.. βαπτίζοντες αὐτούς εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος᾽(Μθ 28, 19). Οἱ λόγοι αὐτοί εἶναι ἐπαρκέστατη ἀπόδειξι, ὅτι τό Χριστιανικό Βάπτισμα ἐτελεῖτο στό Ὄνομα τῆς Ἁγ. Τριάδος!” —Ὀρθότατα ὅλα αὐτά, κ. Μ.! Ὅ,τι, ὅμως, κάνετε ἐσεῖς προκειμένου περί τοῦ Βαπτίσματος, ἐμεῖς κάνουμε ὄχι μόνο περί τοῦ Βαπτίσματος, ἀλλά καί περί τῆς ἐξουσίας γιά τήν ἄφεσι ἁμαρτιῶν. Δηλαδή: Ὅπως ἐσεῖς θεωρεῖτε τούς λόγους τοῦ Κυρίου (“… βαπτίζοντες αὐτούς εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος”) ὡς ἐπαρκῆ ἀπόδειξι ὅτι οἱ Ἀπόστολοι βάπτιζαν στό Ὄνομα τῆς Ἁγ. Τριάδος, ἄν καί ὄχι μόνο δέν ἔχετε συγκεκριμένες περιπτώσεις ἐφαρμογῆς τῶν λόγων τοῦ Κυρίου, ἀλλά μᾶλλον ἔχετε συγκεκριμένες περιπτώσεις ἀντιτιθέμενες ἐκ πρώτης ὄψεως στήν ἐφαρμογή τῶν λόγων τοῦ Κυρίου, ἔτσι καί ἐμεῖς θεωροῦμε τούς λόγους τοῦ Κυρίου “Ἄν τινων ἀφῆτε τάς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς” ὡς ἐπαρκῆ ἀπόδειξι ὅτι οἱ Ἀπόστολοι ἔλαβαν ἐξουσία ἀφέσεως ἁμαρτιῶν, ἄν καί δέν ἔχουμε στήν Κ. Διαθήκη συγκεκριμένες περιπτώσεις ἐφαρμογῆς τῆς ἐξουσίας αὐτῆς. Σ’ αὐτό, μάλιστα, τό ζήτημα, ἄν δέν ἔχουμε περιπτώσεις τέτοιες, περιπτώσεις ἐφαρμογῆς δηλαδή, δέν ἔχουμε, ὅμως, καί περιπτώσεις ρητῆς ἀντιθέσεως, ὅπως ἐκ πρώτης ὄψεως ἔχουμε στό ζήτημα τοῦ Βαπτίσματος. Ἄν, λοιπόν, ἐκεῖ συμβιβάζουμε τόσο εὐχερῶς τά πράγματα καί δέν ἐπιχειροῦμε νά ἑρμηνεύσουμε μεταφορικῶς τούς λόγους τοῦ Κυρίου, πόσο μᾶλλον πρέπει αὐτό νά συμβῆ ἐδῶ, στήν ἐξουσία ἀφέσεως ἁμαρτιῶν; Ἄν, δηλαδή, τούς λόγους τοῦ Κυρίου περί Βαπτίσματος ἐκλαμβάνουμε μέ ἀκέραια κυριολεξία καί οὔτε ζητᾶμε πρός βεβαίωσί τους συγκεκριμένες περιπτώσεις πού νά συμφωνοῦν μέ αὐτούς, οὔτε ἐπηρεαζόμασθε κατ’ αὐτῶν ἀπό περιπτώσεις πού διαφωνοῦν ρητά ἐκ πρώτης ὄψεως πρός αὐτούς, γιατί δέν πρέπει νά ἐκλάβουμε μέ ἀκέραια κυριολεξία καί τούς λόγους περί ἀφέσεως ἁμαρτιῶν τοῦ Κυρίου (ἐφόσον εἶναι σαφέστατοι), ἀλλά ζητᾶμε πρός βεβαίωσί τους συγκεκριμένες περιπτώσεις πού συμφωνοῦν μέ αὐτούς, εἴμασθε δέ ἕτοιμοι νά ἐπηρεασθοῦμε ἰσχυρότατα κατ’ αὐτῶν, ἄν τυχόν βροῦμε κάποια περίπτωσι ἔστω καί κατά χιλιοστό διαφωνοῦσα ἐκ πρώτης ὄψεως πρός αὐτούς; Δέν εἶναι αὐτό κλασσικό ὑπόδειγμα προκαταλήψεως;».
«Ἄς ὑποτεθῆ, εἶπα σέ κάποιο αἱρετικό συζητητή, ὅτι, ἄν ὁ Σίμων μετανοοῦσε ἀμέσως καί βαθειά, ὁ Πέτρος θά ἔλεγε: “Σίμων, συγχωρεῖ σοι ὁ Χριστός τό ἁμάρτημα”. (Καί ἀσφαλῶς ἔτσι θά μιλοῦσε, ἄν μετανοοῦσε ὁ Σίμων.) Τί θά ἔλεγες τότε; Θά ἔλεγα, ἀπάντησε, ὅ,τι λέω καί τώρα, δηλαδή, ὅτι κανείς πλήν τοῦ Χριστοῦ δέν συγχωρεῖ ἁμαρτίες. Μόνο ἄν ὁ Πέτρος ἔλεγε: “Σίμων, συγχωρῶ σοι τό ἁμάρτημα”, θά ἄλλαζα γνώμη καί θά πίστευα ὅτι ὁ Πέτρος εἶχε λάβει ἐξουσία ἀφέσεως ἁμαρτιῶν. Πολύ καλά!, ἀνέκραξα. Ἀλλά καί πρός τόν παραλυτικό Αἰνέα ὁ Πέτρος δέν εἶπε: “Αἰνέα, ἰῶμαί σε”, ἀλλά εἶπε: “Αἰνέα, ἰᾶταί σε Ἰησοῦς ὁ Χριστός”!(Πρξ 9, 34). Συνεπῶς, ὀφείλεις ἀπ’ αὐτό νά συμπεράνης, ὅτι μόνο ὁ Χριστός θεραπεύει ἀσθένειες καί ὅτι ὁ Πέτρος δέν εἶχε λάβει ἀπ᾽ Αὐτόν τέτοια ἐξουσία!… Ὁπότε καλό εἶναι νά ἐφεύρης κάποια μεταφορική ἑρμηνεία γιά τό χωρίο Μθ 10, 8 (“ἀσθενοῦντας θεραπεύετε”), ὅπως ἐφεῦρες καί γιά τό χωρίο Ἰω 20, 23 (“ἄν τινων ἀφῆτε τάς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς”)!…».
«Ὥστε τό “ἄφες ἡμῖν τά ὀφειλήματα ἡμῶν”(Μθ 6, 12) σημαίνει “τήν ἀπευθείας ἀπ’ τό Θεό συγχώρησι τοῦ ἁμαρτωλοῦ” καί ἀποκλείει μεσάζοντες; Τότε, ὅμως, καί τό ἀμέσως προηγούμενο ἐδάφιο τῆς Κυριακῆς προσευχῆς “τόν ἄρτον ἡμῶν τόν ἐπιούσιον δός ἡμῖν σήμερον” πρέπει, ἀναπόφευκτα, νά σημαίνη καί αὐτό τήν ἀπευθείας ἀπ’ τό Θεό χορήγησι τοῦ καθημερινοῦ μας ἄρτου καί νά ἀποκλείη μεσάζοντες! Ὅπως λέμε “ἄφες ἡμῖν τά ὀφειλήματα”, ἔτσι λέμε καί “τόν ἄρτον ἡμῶν δός”. Ἄν τό πρῶτο ἀποκλείη μεσάζοντες, πρέπει νά ἀποκλείη καί τό δεύτερο. Λαμβάνει, λοιπόν, ὁ κ. Μ. τόν “ἄρτον αὐτοῦ τόν ἐπιούσιον” ἀπευθείας ἀπ’ τό Θεό, χωρίς κανένα μεσάζοντα; Δηλαδή, γι’ αὐτόν “βρέχει ὁ Οὐρανός καρβέλια”, κατά τό δή λεγόμενο; Ἄν συμβαίνη αὐτό, τότε ὁμολογῶ ὅτι καί ἡ ἄφεσι τῶν ἁμαρτιῶν δέν εἶναι δυνατόν παρά νά παρέχεται ἀπευθείας ἀπ’ τόν Οὐρανό, χωρίς κανένα μεσάζοντα. Ἄν, ὅμως, ὁ Οὐρανός χορηγῆ τόν ἐπιούσιον ἄρτο στόν κ. Μ., ὅπως καί σέ μᾶς, ὄχι ἀπευθείας, ἀλλά μέσῳ ἄλλων (τοῦ πατρός κατά τήν παιδική ἡλικία, τοῦ ἐργοδότη σήμερα, τῶν τέκνων κατά τά γηρατειά κλπ.), γιατί ἀποκλείεται νά χορηγῆ καί τήν ἄφεσι τῶν ἁμαρτιῶν ὄχι ἀπευθείας, ἀλλά μέσῳ ἄλλων (τῶν Ἱερέων); Καί, μάλιστα, γιά τή χορήγησι τῆς ἀφέσεως χρησιμοποιεῖται μόνο ἕνας μεσάζων (ὁ Ἱερεύς), ἐνῶ γιά τήν παροχή τοῦ ἄρτου χρησιμοποιεῖται πλῆθος ἀναρίθμητο μεσαζόντων: Οἱ γονεῖς ἤ ὁ ἐργοδότης (φυσικό ἤ νομικό πρόσωπο ἤ τό ἴδιο τό κράτος) ἤ τά τέκνα. Αὐτοί, ὅμως, παρέχουν μόνο τά χρήματα γιά τήν ἀγορά τοῦ ἄρτου. Γιά τήν παρασκευή τοῦ ἄρτου πόσοι ἐργάζονται; Πόσοι δέ καί γιά τή σπορά, τήν καλλιέργεια καί τό θερισμό τοῦ σιταριοῦ; Ὅπως, λοιπόν, τό αἴτημα “δός τόν ἄρτον” ἱκανοποιεῖται ἀπ’ τό Θεό ὄχι ἀπευθείας (μέ βροχή ἕτοιμων ἄρτων, ὅπως ἄλλοτε ἔβρεξε τό μάννα), ἀλλά μέ μεσάζοντες, ἔτσι καί τό αἴτημα “ἄφες τά ὀφειλήματα” μπορεῖ ἄριστα νά ἱκανοποιῆται μέ μεσάζοντες».
«Ἐπειδή προσευχόμασθε γιά τήν ἄφεσι τῶν ὀφειλημάτων μας, ἕπεται ἀναγκαίως ὅτι ἡ προσευχή αὐτή τυγχάνει αὐτάρκης καί δέν ἀπαιτεῖται κανενός ἄλλου ὅρου ἡ ἐκπλήρωσι γιά τή λῆψι τῆς ἀφέσεως; Ἄν ναί, τότε καί ἡ προσευχή μας γιά τήν παροχή τοῦ “ἐπιουσίου ἄρτου” πρέπει ἀναγκαίως νά τυγχάνη αὐτάρκης καί νά μήν ἀπαιτῆται κανενός ἄλλου ὅρου ἡ ἐκπλήρωσι γιά τή λῆψι τοῦ ἄρτου. Δηλαδή, καταργεῖται ἡ ἐργασία».
«Ἤ θά προσεύχεται κάποιος πρός τό Θεό γιά τή χορήγησι τοῦ “ἐπιουσίου ἄρτου” ἤ θά ἐργάζεται. Πρέπει τό ἕνα νά ἀποκλείη τό ἄλλο. Ἤ θά παρακαλῶ τό Θεό γιά τόν ἄρτο μου καί δέν θά ἐργάζωμαι, ἀλλά θά τόν ἀναμένω ἀπ’ τόν Οὐρανό, ἤ θά ἐργάζωμαι μέν γιά τόν ἄρτο μου, ἀλλά δέν θά παρακαλῶ γιά τή χορήγησί του τό Θεό».
«Ὅπως ἡ προσευχή γιά τή χορήγησι τοῦ ἄρτου ἀποτελεῖ ἕνα μόνο ὅρο καί δέν ἀποκλείει καί ἄλλο ὅρο (τήν ἐργασία), ἔτσι καί ἡ προσευχή γιά τήν ἄφεσι ἁμαρτιῶν μπορεῖ (δέν λέω ὀφείλει) νά ἀποτελῆ ἕνα μόνο ὅρο καί νά μήν ἀποκλείη καί ἄλλον (τήν ἱερατική μεσολάβησι). Καί ὅπως θά διέπραττα ἐγώ λογικό σφάλμα, ἄν συνέλεγα Γραφικά καί Πατερικά χωρία πού συνιστοῦν τήν προσευχή γιά τή χορήγησι τοῦ ἄρτου* [ὑπ.: Ὅπως π.χ. τά χωρία “τόν ἄρτον ἡμῶν τόν ἐπιούσιον δός ἡμῖν σήμερον”(Μθ 6, 11), “ἐπίρριψον ἐπί Κύριον τήν μέριμνάν σου καί αὐτός σε διαθρέψει”(Ψ 54, 23) κλπ..] καί ἐπιχειροῦσα μέ αὐτά νά ἀποδείξω ὅτι ἡ ἐργασία εἶναι ἀπορριπτέα, ἔτσι καί ἐσεῖς διαπράττετε λογικό σφάλμα, ὅταν συλλέγετε χωρία πού συνιστοῦν τήν ἐξομολογητική προσευχή πρός τό Θεό καί μέ αὐτά ζητᾶτε νά ἀποδείξετε ὡς ἀπορριπτέα τήν ἱερατική μεσολάβησι. Γιά νά ἀποδείξω ἐγώ ὅτι ἀποκλείεται ἡ ἐργασία, θά ὄφειλα νά βρῶ χωρία πού μιλοῦν ρητά γιά ἐργασία καί πού τήν ἀπαγορεύουν, καί ὄχι νά συμπεράνω αὐτό ἀπό χωρία πού μιλᾶνε περί προσευχῆς καί δέν λένε τίποτε (οὔτε ὑπέρ, οὔτε κατά), περί ἐργασίας. Ἔτσι καί ἐσεῖς: Γιά νά ἀποδείξετε ὅτι ἀποκλείεται ἡ ἄφεσι διά τοῦ Ἱερέως, ὀφείλετε νά βρῆτε χωρία πού τήν καταδικάζουν ρητά καί ὄχι νά τό συμπεραίνετε αὐτό ἀπό χωρία πού μιλᾶνε περί ἐξομολογητικῆς προσευχῆς ἐνώπιον μόνου τοῦ Θεοῦ καί δέν λένε τίποτε (οὔτε ὑπέρ, οὔτε κατά) περί ἱερατικῆς μεσολαβήσεως. Τότε μόνο οἱ ἀποδείξεις σας θά θεωρηθοῦν ἰσχυρές καί ἀναντίρρητες. Ἀλλιῶς, θά μοιάζουν λίγο ἤ πολύ πρός τό συλλογισμό “ράβδος ἐν γωνίᾳ, ἄρα βρέχει!”».
«Κάποιοι ἀπ’ τούς αἱρετικούς καταλογίζουν σέ μᾶς ἀντίφασι, διότι, ἐνῶ διακηρύσσουμε ὅτι “μόνο ὁ Θεός ἔχει ἐξουσία ἀφέσεως ἁμαρτιῶν”, ἐντούτοις πιστεύουμε ὅτι καί ἄλλοι ἔχουν τέτοια ἐξουσία (οἱ Ἱερεῖς). Ἀλλά ἡ φράσι “μόνος ἔχων ἐξουσίαν ἀφιέναι ἁμαρτίας” δέν σκοπεύει νά ἀποκλείση τήν ὕπαρξι καί ἄλλων προσώπων πού ἔχουν τέτοια ἐξουσία, ἀλλά ἁπλῶς σκοπεύει νά τονίση μία ἀλήθεια: ὅτι ὁ μέν Θεός ἔχει τήν ἐξουσία αὐτή ἀφ’ Ἑαυτοῦ, οἱ δέ Ἱερεῖς τήν ἔχουν ὄχι ἀφ’ ἑαυτῶν, ἀλλά ἀπ’ τό Θεό. Ὁ μέν Θεός ἔχει τήν ἐξουσία ἐκ φύσεως, οἱ δέ Ἱερεῖς ἐκ παραχωρήσεως. Ἔτσι καί ἡ Γραφή πού λέει περί τοῦ Θεοῦ “ὁ μόνος ἔχων ἀθανασίαν”(Α´ Τιμ 6, 16), δέν σκοπεύει νά ἀποκλείση τήν ὕπαρξι καί ἄλλων ὄντων ἐχόντων ἀθανασία (ἐφόσον ἡ ἴδια διδάσκει ὅτι καί οἱ Ἄγγελοι εἶναι ἀθάνατοι καί οἱ ψυχές τῶν ἀνθρώπων), ἀλλά ἁπλῶς σκοπεύει νά τονίση ὅτι ὁ μέν Θεός ἔχει ἀφ’ Ἑαυτοῦ τήν ἀθανασία, τά δέ ἄλλα ὄντα τήν ἔχουν αὐτή ὡς δῶρο ἀπ’ τό Θεό. Λέγουσα πάλι τόν Ἰσραήλ “λαόν σοφόν καί ἐπιστήμονα”(Δευτ 4, 6) καί τόν Δαυΐδ “ἄνδρα συνετόν καί πολεμιστήν καί σοφόν λόγῳ”(Α´ Βασ 16, 18) καί τόν Ἰωναδάβ “ἄνδρα σοφόν σφόδρα”(Β´ Βασ 13, 3) καί τό Σολομῶντα “υἱόν σοφόν καί ἐπιστάμενον ἐπιστήμην καί σύνεσιν”(Β´ Πρλ 2, 12) καί τούς ἀπεσταλμένους τοῦ Θεοῦ “προφήτας καί σοφούς καί γραμματεῖς”(Μθ 23, 34) κλπ., δέν ἀντιφάσκει πρός ἑαυτήν οὔτε ἀναιρεῖ τή διακήρυξί της περί Θεοῦ, τόν Ὁποῖο ὀνομάζει “μόνο σοφό”(Ρμ 16, 27· Α´ Τιμ 1, 17). Καί δέν ἀναιρεῖ τή διακήρυξί της αὐτή, διότι ὅταν ἀναγορεύη τό Θεό ὡς “μόνο σοφό” δέν σκοπεύει νά ἀποκλείση ἄλλα ὄντα κάτοχα σοφίας, ἀλλά σκοπεύει νά τονίση ὅτι ὁ μέν Θεός εἶναιἀπολύτως καί ἀφ’ Ἑαυτοῦ, δηλαδή κατά φύσιν, σοφός, τά δέ ἄλλα ὄντα εἶναι σοφά σχετικῶς καί κατά χάριν, δηλαδή, κατά δωρεάν Θεοῦ!».
ΠΗΓΗ
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.