ΤΑ ΙΕΡΑ ΜΝΗΜΟΣΥΝΑ
«Εύχαι ύπέρ των κεκοιμημένων»
Δέονται λοιπόν ύπέρ ήμών οι κεκοιμημένοι καί μάς
ένθυμοΰνται. Τί τό φυσικώτερον λοιπόν νά ένθυμούμεθα καί έμεΐς έκείνους καί νά
προσευχώμεθα δι αύτούς; "Αλλωστε ή χριστιανική άγάπη διατηρείται βεβαία
καί (οχυρά άκόμη καί μετά τόν θάνατόν μας (Α' Κορ. ιγ' 8). Διά νά μή εϊπωμεν
άτι μετά τόν θάνατον τοΰ προσφιλούς μας ή άγάπη πρός τόν πρόσωπόν του γίνεται
καθαρωτέρα, άφοΰ λησμονοϋνται πλέον τά έλαττώματα, τά όποια ώς άνθρωπος
παρουσίαζεν είς την ζωήν του.
Επειδή λοιπόν ή άγάπη μας μένει, διά τούτο ή Μητέρα
Εκκλησία καθιέρωσε ευθύς έξ άρχής ειδικές εύχές ύπέρ τών κεκοιμημένων καί
ώρισεν είς καθωρισμένες ήμέρες μνημόσυνα ύπέρ αύτών. "Αλλωστε, κατά τόν
Ιερόν Χρυσόστομον, τό μνημόσυνον τών κεκοιμημένων «έπι τών φρικτών μυστηρίων»
άπαντάται άπό πολύ παλαιό. Έχει νομοθετηθή άπό τούς άγιους ’Αποστόλους . Κατά
τόν άγιον Ίωάννην τόν Δαμασκηνόν «οί μαθηταί τοΰ Σωτήρος και θείοι Απόστολοι»
είναι έκεΐνοι, πού έθέσπισαν νά ένθυμούμεθα τούς πιστούς, οί όποιοι
έκοιμήθησαν,«έπι τών φρικτών και άχράντων καί ζωοποιών μυστηρίων». Καί τήν
Άποστολικήν αύτήν παραγγελίαν ή Εκκλησία τοϋ Χριστού «άπό περάτωνμέχρι περάτων»
τής οικουμένης τήν κρατεί «βεβαίως καί λίαν άναντιρρήτως» μέχρι σήμερον καί θά
συνεχίζη νά τήν κρατή μέχρι «τής τοϋ κόσμου λήξεως». Οι θείοι 'Απόστολοι,
προσθέτει ό Ιερός Πατήρ, έθέσπισαν τούτο όχι χωρίς λόγον καί όχι ματαίως· όχι
άπλώς και ώς έτυχε. Διότι ή «απλανής (=χωρίς πλάνην) θρησκεία τών Χριστιανών»
δέν παρέλαβε τίποτε τό μή ωφέλιμον· «Αλλά πάντα έπωφελή καί θεάρεστα καί λίαν
όνησιφόρα (=χρήσιμα, ώφέλιμα), καί σωτηρίας μεγίστης πρόξενα» .
"Ηδη ό Τερτυλλιανός (200 μ.Χ.) μνημονεύει
συνεχώς (Ιδιαιτέρως εις τό βιβλίον τού «Περί στεφάνου») τών λειτουργιών, οι
όποιες έγίνοντο ύπέρ τών κεκοιμημένων, Ό Ιερομάρτυς Κυπριανός, έπίσκοπος
Καρχηδόνος (250), είς τήν 37ην 'Επιστολήν του μάς πληροφορεί ότι οΐ Χριστιανοί
έθεωροΰσαν βασικόν καθήκον νά προσφέρουν θυσίες καί προσευχές ύπέρ τών
Μαρτύρων. Ό Άρνόβιος ό πρεσβύ τερος είς τό «Κατά ’Εθνικών» έργον του (περί τό
305) άναφέρει ότι oi Χριστιανοί κατά τις Ιερουργίες των άνέπεμπαν δεήσεις ύπέρ
άνα- παύσεως καί σωτηρίας τών κεκοιμημένων. 'Επίσης ό άγιος 'Αμβρόσιος,
έπίσκοπος Μεδιολάνων (330-397), έτελοΰσε θείες Λειτουργίες ύπέρ τού
Ούαλεντινιανοΰ, τού Θεοδοσίου καί τού άδελφοΰ του Σατύρου. «Αί Άποστολικαί
Διαταγαί» (4ος αιών) άναφέρουν ώραιοτάτην εύχήν «ύπέρ τών άναπαυσαμένων έν
Χριστώ Αδελφών ήμών». Δι αύτής οι πιστοί έζητοΰσαν «οπως ό φιλάνθρωπος Θεός», ό
όποιος προσεδέχθη τήν ψυχήν τού κοιμηθέντος, συγχωρήση είς αύτόν «παν Αμάρτημα
έκούσιον καί Ακούσιον» καί φανή ίλεως είς αύτόν. Κατατάξη δέ τούτον «έν τώ
κόλπω τών Πατριαρχών καί τών Προφητών καί τών Αποστόλων καί πάντων τών άπ'
αίώνος τώ Θεώ εύαρεστησάντων», έκεΐ όπου δέν ύπάρχει «λύπη καί οδύνη καί
στεναγμός» (Ήσ. λε' 10) . Έξ άλλου ό Ιερός Αύγουστΐνος (354-430) έγραψεν
όλόκληρον βιβλίον περί τών τελουμένων λειτουργιών ύπέρ τών κεκοιμημένων.
Έπί πλέον όλες οί θείες Λειτουργίες μας
περιλαμβάνουν δεήσεις καί προσευχές ύπέρ τών κεκοιμημένων. Τοιουτοτρόπως είς
τήν Λειτουργίαν τοϋ άγιου Μάρκου ή εύχή ζητεί όπως ό Δεσπότης Χριστός άναπαύση
τις ψυχές τών κεκοιμημένων «έν ταΐς σκηναϊς, έν τη βασιλεία Του, χαριζόμενος»
εις αύτούς καί τις ύποσχέσεις του. Εις τήν Λειτουργίαν τοϋ άγιου Ιακώβου τού
Άδελφοθέου, μετά τήν άνάμνησιν τών αγίων 'Αποστόλων, Προφητών καί λοιπών άγιων,
παρακαλοϋ μεν τον Θεόν ύπέρ έκείνων, τών όποιων «έμνήσθημεν και ών ούκ
έμνήσθημεν 'Ορθοδόξων» καί ζητοϋμεν νά τούς κατατάξη «έν χώρα ζώντων έν τη
βασιλεία Του, έν τή τρυφή τοϋ Παραδείσου, έν τοϊς κόλποις ’Αβραάμ, ’Ισαάκ καί
Ιακώβ», έκεί όπου «έπισκοπεϊτό φως τοϋ προσώπου Του καί καταλάμπει διά παντός».
’Επίσης είς τήν Λειτουργίαν τοϋ άγιου Κλήμεντος, Πάπα Ρώμης, μαθητου τοϋ
άποστόλου Πέτρου, ό Ιερεύς δέεται «καί ύπέρ πάντων τών εύαρεστησάντων τώ Θεώ
Αγίων, Πατριάρχων, Προφητών, Δικαίων, Αποστόλων, Μαρτύρων, 'Ομολογητών,
’Επισκόπων» καί γενικώς όλων τών τάξεων τών κληρικών καί άκόμη «ύπέρ τών
Παρθένων, λαϊκών, καί πάντων, ών αύτός (ό Θεός) έπίσταται (γνωρίζει) τά
ονόματα»
Ό άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων είς τις «Κατηχήσεις»
του άναφέρει άτι μετά τον καθαγιασμόν τών Τιμίων Δώρων «μνημονεύομεν καί τών
κεκοιμημένων, πρώτον Πατριαρχών, Προφητών, ’Αποστόλων, Μαρτύρων, οπως ό Θεός
εύχαΐς αυτών καί πρεσβείαις προσδέξηται ήμών τήν δέησιν». Έν συνεχεία δέ
παρακαλοϋμεν «καί ύπέρ τών κεκοιμημένων άγιων Πατέρων καί έπισκόπων καί πάντων
άπλώς τών ήμϊν προκεκοιμημένων»Λ. Επίσης είς τις θείες Λειτουργίες τοϋ Μεγάλου
Βασιλείου καί τοϋ άγιου Ίωάννου τοϋ Χρυσοστόμου ή στρατευομένη Εκκλησία
προσφέρει «τήν λογικήν λατρείαν» της «ύπέρ τών έν πί- στει άναπαυσαμένων
Προπατόρων, Πατέρων, Πατριαρχών, Προφητών, ’Αποστόλων, Κηρύκων, Ευαγγελία τών,
Μαρτύρων, 'Ομολογητών, Έγκρατευτών, καί πάντος πνεύματος δικαίου έν πίστει
τετελειωμένου...». Ευθύς δέ μετά τον καθαγιασμόν, μετά τήν μνημόνευσιν άλων τών
Αγίων, λέγει ό Ιερεύς· «μνήσθητι καί πάντων τών κεκοιμημένων έπ ’ έλπίδι
άναστάσεως ζωής αιωνίου» καί άναφέρει όνομαστικώς όσους θέλει. Κατόπιν
προσθέτει- «καί άνάπαυσον αύτούς, ό Θεός ήμών, δπου έπισκοπεϊ τό φώς τοϋ
προσώπου σου».
"Αλλωστε τά Δίπτυχα, τά όποια ή Εκκλησία
συνεχίζει νά διατηρή μέ πολλήν φροντίδα άπό τήν έποχήν τών Άποστολικών χρόνων,
μαρτυρούν άκριβώς τις εύχές, τις όποιες άνέπεμπεν άνέκαθεν ή Εκκλησία ύπέρ τών
κεκοιμημένων κατά τήν θείαν Λατρείαν. Υπάρχουν δέ, ώς γνωστόν, δίπτυχα ζώντων
καί κεκοιμημένων. ’Ονομάζονται Δίπτυχα άπό τό «πτύσσω», πού σημαίνει διπλώνω,
διότι παλαιότερα αύτά ήσαν δύο κομμάτια σανίδων μικρών ένωμένων, όπως οΐ δύο
πλάκες, πού κρατεί ό θεόπτης Μωϋσής είς τήν άγίαν εικόνα του. Είς τά κομμάτια
αύτά, πού έδιπλώνοντο, έγράφοντο τά όνόματα ζώντων καί τεθνεώτων, τά όποια,
οπως μανθάνομεν άπό τήν άγίαν Ε' Οικουμενικήν Σύνοδον, έμνημονεύοντο άπό τόν
διάκονον μετά τόν καθαγιασμόν τών Τιμίων Δώρων, τήν ώραν πού έψάλλετο τό «Αξιόν
έστιν» ή τό «Έπϊ σοί χαίρει, Κεχαριτωμένη», οπως γίνεται καί σήμερον. Όταν τά
όνόματα έπλήθυναν, τά Δίπτυχα ώνομάζοντο καί Πολύπτυχα, διότι είχαν πολλές
πτυχές. Διετηρήθη ομως γενικώς τά πρώτον όνομά των. Τά Δίπτυχα μνημονεύονται
καί κατά τήν ώραν τής Άγιας Προσκομιδής. Καί τότε μέν ο! μερίδες τών
μνημονευομένων τοποθετούνται πλησίον τού Αμνού. Αργότερα ομως, κατά τήν θείαν
Λειτουργίαν, άφοΰ καθαγιασθοΰν τά Τίμια Δώρα καί κοινωνήσουν oi πιστοί,
«αίμερίδες τής Θεοτόκου, τών Ταγμάτων καί έκεϊναι τών τεθνεώτων καί
ζώντων» ρίπτονται είς τό Άγιον Ποτήριον,
όπου είναι τό Άχραντον Σώμα καί τό Τίμιον Αίμα τού Κυρίου ήμών Ιησού Χριστού,
«τό έκχυθέν ύπέρ τής του κόσμου ζωής καί σωτηρίας». Καί μετά τό τέλος τής θείας
Λειτουργίας άκολουθεϊ ή κατάλυσις άπό τόν λειτουργόν ίερέα δλου τού
περιεχομένου τού Αγίου Ποτηρίου.
Τά Ιερά Μνημόσυνα
’Εκτός τών προσευχών, τις όποιες άναπέμπομεν είς τόν
Θεόν κατά τήν θείαν Λατρείαν ύπέρ τών κεκοιμημένων, ή άγια μας Εκκλησία ώρισε
καί Μνημόσυνα είς τακτές ήμέρες.
Ή άρχή τών Μνημοσύνων εύρίσκεται εις τήν Άγίαν
Γραφήν. Άπό τήν Π. Διαθήκην πληροφορούμεθα ότι οί Ισραηλίτες παρεκάλεσαν τόν
Θεόν νά συγχωρήση τις άμαρτίες τών προκεκοιμημένων πατέρων των (Νεεμ. θ' 2).
Όταν είς τούς «χιτώνας» νεκρών στρατιωτών εύρήκαν είδωλολατρικά φυλακτά, πράγμα
πού έθεωρεΐτο μεγάλη άμαρτία δι ένα Ισραηλίτην, ό λαός προσηυχήθη είς τόν Θεόν
διά τις ψυχές τών νεκρών έκείνων, διά νά τούς συγχωρήση τό άμάρτημα (Β' Μακ.
ιβ' 40-42). Άπό τήν Κ. Διαθήκην μανθάνομεν ότι ό άπόστολος Παύλος εύχεται, οπως
ό Κύριός μας Ιησούς Χριστός δώση είς τόν πιστόν Όνησιφόρον, ό όποιος ήταν ήδη
νεκρός, νά εύρη έλεος άπό τόν Κύριον καί Πατέρα κατά τήν ήμέραν τής Δευτέρας
Παρουσίας (Β' Τιμ. α' 18). Δι αύτό καί τά Μνημόσυνα τά συναντώμεν ήδη άπό τούς
πρώτους αιώνες τής ζωής τής Εκκλησίας. Καί τούτο, διότι, όλοι — ζώντες καί
τεθνεώτες — εϊμεθα «σώμα Χριτού καί μέλη έκ μέρους» (Α' Κορ. ιβ' 27).
Ή άλήθεια οτι τόσον οι ζώντες (ή στρατευομένη
’Εκκλησία τού Χριστού), όσον καί οΐ κεκοιμημένοι (ή θριαμβεύουσα Εκκλησία)
άποτελοϋμεν τήν μίαν καί άδιαίρετον καί μοναδικήν Εκκλησίαν τού Χριστού,
συμβολίζεται πολύ ώραϊα είς τό άγιον Δισκάριον κατά τήν Προσκομιδήν. Εις τό
κέντρον τού άγιου Δίσκου τοποθετείται ό Αμνός- είς τά δεξιά του ή μερίδα τής
Θεοτόκου- είς τά άριστερά του οί μερίδες τών ’Αγγελικών ταγμάτων καί δλων τών
Αγίων είς δέ τό κάτω μέρος οι μερίδες τών ζώντων καί τών κεκοιμημένων.
"Ετσι έκεϊ είναι παρών συμβολικώς «όλόκληρος ό Χριστός καί όλόκληρος ή
Καθολική ‘Εκκλησία (=ή ’Ορθόδοξος) έπουράνιός τε καί έπίγειος». "Ενα
ώραιότατον μωσαϊκόν είς τήν είσοδον τού ναού τής Χώρας είς τήν Κωνσταντινούπολή
παρουσιάζει τόν Χριστόν ώς «χώραν τών ζώντων», διότι «έν τώ Χριστώ εύρίσκεται ή
άληθινή διαμονή». «Έν αύτώ ζώμεν» όλοι, δσοι πιστεύομεν καί έχομεν βαπτισθή είς
τό όνομα τής άγιας Τριάδος. Τά σύνορα τής βασιλείας τού Χριστού — τής «χώρας»,
είς τήν όποιαν άνήκομεν — περιλαμβάνουν ζώντας καί κεκοιμημένους. Δι αύτό
γράφει ό θείος Παύλος: Καί έάν ζώμεν καί έάν άποθνήσκωμεν, είμεθα κτήμα τού
Κυρίου, ό όποιος είναι ή αιώνιος ζωή (Ρωμ. ιδ' 8). ’Ένεκα λοιπόν τού συνδέσμου,
πού ύπάρχει μεταξύ ήμών τών ζώντων καί έκείνων, τών κεκοιμημένων, άλλά καί τής
άγάπης προς έκείνους, μάλιστα δέ πρός τούς συγγενείς μας — γονείς, συζύγους,
άδελφούς, τέκνα — έχομεν ύποχρέωσιν νά τελώμεν ύπέρ τής ψυχής των Μνημόσυνα.
Αί Άποστολικαί Διαταγαί συνιστοΰν νά έπιτελώμεν
Μνημόσυνα ύπέρ τών κεκοιμημένων «έν ψαλμοϊς καί άναγνώσεσι καί προσευχαΐς» τήν
τρίτην ήμέραν άπό τού θανάτου τού προσφιλούς μας, διά τόν Κύριον Ίησοϋν «τόν
διά τριών ήμερών έγερθέντα». Επίσης νά έπιτελώμεν Μνημόσυνα «-ένατα (κατά τήν
ένάτην ήμέραν, έννιάμερα) είς ΰπόμνησιν τών περιόντων (είς ένθύμησιν τών
ζώντων) καί τών κε- κοιμημένων καί τεσσαρακοστά (κατά τήν τεσσαρακοστήν ήμέραν
άπό τού θανάτου) κατά τόν παλαιόν τύπον». Διότι έτσι έπένθησε καί ό
Ίσραηλιτικός λαός τόν μέγαν Μωϋσήν. Εκτός αύτών πρέπει νά τε- λώμεν καί Μνημόσυνα
«ένιαύσια (έτήσια) ύπέρ μνείας» τού κεκοιμημένου Τά τριήμερα, ώς Μνημόσυνα, τά όποια γίνονται
είς άνάμνησιν τής τριημέρου Άναστάσεως τού Κυρίου, συνιστφ καί ό άγιος
’Ισίδωρος ό Πηλουσιώτης (370-437). Ό θεοφόρος αύτός Πατήρ, διευκρινίζων πώς
ύπολογίζονται οΙ τρεις ήμέρες καί τρεις νύκτες, κατά τις όποιες ό Σωτήρ
παρέμεινεν είς τόν τάφον, προσθέτει· κατά παρόμοιον τρόπον καί έμεΐς έχομεν
συνήθειαν νά τελώμεν Μνημόσυνα υπέρ τών κεκοιμημένων τήν τρίτην ήμέραν άπό τοΰ
θανάτου των .
Ό άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης είς τά τριήμερα καί
έννιάμερα βλέπει άλλον συμβολισμόν. Γράφει: Τά «τρίτα (τριήμερα) έπιτελοϋνται
διά τήν 'Αγίαν Τριάδα», διότι άπό αύτήν έχομεν τήν ΰπαρξιν καί τήν ζωήν καί
έπειδή δι αυτής προσφέρονται είς ήμάς «πάντα τά τής ζωής καί σωτηρίας». Τά «-ένατα
(έννιάμερα), συνεχίζει, μάς ύπενθυμίζουν τά έννέα τάγματα τών άγιων Αγγέλων,
είς τούς όποιους έχει συγκαταριθμηθή ώς άϋλον πλέον πνεύμα καί ό κεκοιμημένος
προσφιλής μας. «Τά τεσσαρακοστά» τελούνται «διά τήν τοΰΣωτήρος Ανάληψιν», ή
όποια έγινε «τεσσαράκοντα ήμέρας» μετά τήν τριήμερον Άνάστασίν του. Τέλος τά
τρίμηνα, έξάμηνα καί έννεάμηνα συμβολίζουν «τήν Τριάδα, τόν τών όλων Θεόν» καί
γίνονται είς δόξαν τοΰ Τριαδικού Θεού ύπέρ τοΰ μεταστάντος. Διότι ό κοιμηθείς
άπό τήν Παναγίαν Τριάδα έδημιουργήθη, είς αύτήν θά μεταβή τώρα, που έχωρί- σθη
άπό τό σώμα, καί άπό αύτήν πάλιν έλπίζει νά λάβη τήν άνάστασιν τοΰ σώματός του
.
Τά έτήσια Μνημόσυνα άναφέρει καί ό άγιος Γρηγόριος ό
Θεολόγος είς τόν έπιτάφιον λόγον, τον όποιον έξεφώνησεν κατά τόν θάνατον τοϋ
άδελφοϋ του Καισαρίου. Ειπεν ή θεολόγος γλώσσα: «Τά μέν άποδεδώκαμεν, τα δε καί
δώσομεν, τάς δι’ έτους προσφέροντες τιμάς τε καί μνήμας» . Δηλαδή· ένα μέρος
άπό αύτά πού εϊχαμεν χρέος νά σοϋ προσφέρωμεν, σοΰ τό έπροσφέραμεν σοϋ
ύποσχόμεθα δέ τό υπόλοιπον, τις έτήσιες τιμητικές προσφορές καί τά μνημόσυνα. Ό
Συμεών Θεσσαλονίκης, άναφερόμενος είς τό έτήσιον Μνημόσυνον, παρατηρεί: Τούτο
δηλοΐ τήν πρός τά έκεΐ «τελείωσιν» καί άτι αύτός πού άπέθανε «ζή καί άθάνατός
έστι» κατά τήν ψυχήν θά έλθη δέ και¬ρός, κατά τόν όποιον θά άναστηθή καί πάλιν,
οταν θελήση ό Πλάστης καί όταν ώς Δημιουργός θά άναστήση καί τό σώμα .