Τρίτη 28 Μαΐου 2013

53. ΕΙΡΗΝΑΙΟΣ ΛΥΩΝ






53. ΕΙΡΗΝΑΙΟΣ ΛΥΩΝ

Ό θεολόγος τής παραδόσεως
ΓΕΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ
Ό δεύτερος χριστιανικός αιώνας άνοίγει μέ τή μεγάλη άποστολική και πατερική μορφή τοΰ Ιγνατίου καί κλείνει μέ τό μεγάλο θεολόγο τής Παραδόσεως Ειρηναίο. Καί οί δύο αύτοί Πατέρες καί Διδάσκαλοι άποτελοΰν τούς γνησιώτερους καί σημαντικώτερους θεολογικούς σταθμούς στήν πορεία τής Παραδόσεως τών δύο πρώτων μεταποστολικών αιώνων. Ή σχέση μεταξύ τών δύο άνδρών είναι βαθειά. Ο Είρηναΐος κατανοείται σάν συνέχεια κι έπέκταση τοΰ Ιγνατίου. Τή θεολογία του ό Είρηναΐος άσκεΐ μέ τίς θεολογικές προϋποθέσεις τής 'Ανατολής καί τήν έμπειρία τής Δύσεως. Φέρνει τήν παράδοση τής μικρασιατικής Ανατολής καί γνωρίζει τά προβλήματα τής Δύσεως.
Νέο κλϊμα. Ή παρουσία τοΰ Ειρηναίου στό χώρο τής 'Εκκλησίας καί τής θεολογίας στό τέλος τοΰ Β' αί. σημαίνει τή δημιουργία νέου κλίματος: τή στέρεη επανασύνδεση τής θεολογικής σκέψεως μέ τήν άποστολική καί ΐγνατιανή Παράδοση καί τή γνήσια προέκτασή της, ώστε νά καταστή έπαρκής πρός άντιμετώπιση τών προβλημάτων τής έποχής.


* Υπέρβαση τον κλίματος τών άπολογητών. Άπό τό 140
μέχρι τό 185 περίπου κυριάρχησε σχεδόν ή άπολογητική θεο-λογία μέ κάποιες έξαιρέσεις, ή σπουδαιότερη τών όποιων ή¬ταν τοϋ Διονυσίου Κορίνθου (4-180;). Ή τακτική τής άπολο¬γίας φαίνεται νά κούρασε, άν δέν άπογοήτευσε τήν Έκκλη¬σία. "Ετσι τώρα στό πρόσωπο τοϋ Είρηναίου ή Έκκλησία δοκιμάζει νά ξεπεράση τό κλίμα τών άπολογητών, διότι οΰτε οί θεολογικοφιλοσοφικές τους προϋποθέσεις ούτε ή τακτική τους φαίνονται πρόσφορα γιά τήν άντιμετώπιση τής συγκλο¬νιστικής κρίσεως, τήν όποία προκάλεσε ό γνωστικισμός, ό μοντανισμός και ή εξασθένηση τής Παραδόσεως μέ τούς άπο¬λογητές. Βέβαια τό φαινόμενο τοΰ γνωστικισμοΰ είναι πολύ παλαιότερο. Στήν έποχή όμως τοΰ Είρηναίου ή Έκκλησία δοκίμασε στό μέγιστο βαθμό τίς συνέπειες καί τήν έπίδρασή του στούς κόλπους της. Πόσο μεγάλος καί πραγματικός υ¬πήρξε ό κίνδυνος άπό τήν παρουσία καί τή δράση τοΰ γνω¬στικισμοΰ φανερώνουν άφ' ένός μέν ή εύρεΐα χρήση βιβλικών στοιχείων άπό τά ποικίλα γνωστικά συστήματα, άφ' έτερου δέ ό ισχυρισμός τους δτι κατέχουν άπόκρυφε ς παραδόσεις ("Ελεγχος Α 25, 5), πού έρχονται άπ' εύθείας άπό τόν Κύριο καί πού είναι άνώτερες άπό αύτές πού διέσωσε ή Έκκλησία. "Ετσι τό πρόβλημα τής άντικρούσεως τοΰ γνωστικισμοΰ έγινε πρόβλημα ερμηνευτικό καί ιστορικό. Οί γνωστικοί, παρερμη¬νεύοντας τή Γραφή (Α 8,1• 9,1* 19,1• 20,2), διέστρεφαν τή θεία άποκάλυψη καί κατέληγαν στή διαρχία καί τήν άπαισιοδοξία. Ό Ειρηναίος, έρμηνεύοντας γιά νά τούς άντικρούση, δημιούρ¬γησε τήν περίφημη θεολογία τής άνακεφαλαιώσεως, τονίζον¬τας τήν ενότητα τοΰ κόσμου καί δίνοντας ελπίδα στόν άνθρω¬πο. Προσπαθώντας δέ νά δείξη άνυπόστατες ίστορικά τίς δή¬θεν γνήσιες παραδόσεις τους, ώδηγήθηκε στή Θεολογία τής Παραδόσεως καί άποκάλυψε τελεσίδικα γιά τήν Έκκλησία τήν ψευδοχριστιανικότητα τοΰ γνωστικισμοΰ. Αύτή ύπήρξε ή έσωτερική τακτική τής θεολογίας τοΰ Είρηναίου, στόν ό¬ποιο μάλιστα θετικό καί άρνητικό στοιχείο άποτελοϋν ένιαΐο πνευματικό άγώνισμα μέ δύο όψεις. Ύπήρξε άπό τούς πρώτ τους χριστιανούς συγγραφείς πού κατανόησε δτι έκθέτοντας καί αναλύοντας τό μή αληθές (=τό γνωστικισμό), προσεγγί- ζομε καί ψαύομε τό άληθές (=τό χριστιανισμό). Εύρευνώντας καί συνειδητοποιώντας τό άληθές, διακρίνομε καί δείχνομε εύκολα τί δέν είναι άληθές. Άπό τούς άπολογητές διέφερε βασικά στό έξης: οί άπολογητές απολογούνται καί ύπερασπί- ζουν τό χριστιανισμό μέ τή βοήθεια φιλοσοφικών καί παλαιο- διαθηκικών όπλων περισσότερο. Ό ΕΙρηναιος καταπολεμεί κυρίως (δέν άπολογεΐται) τούς εχθρούς τής 'Εκκλησίας μέ δπλα τής 'Εκκλησίας περισσότερο. Έτσι γίνεται καί ό κύριος είσηγητής τής πολεμικής λεγομένης Θεολογίας, ή όποία στήν πορεία τοϋ χριστιανισμοΰ εδωσε τά σπουδαιότερα θεολογικά εργα καί ή όποία στή βάση της είναι πρώτιστα εργο κι έπίτευ- γμα θετικό, παρά τόν έξωτερικά άρνητικό της χαρακτήρα. Οι άπολογητές προσέφευγαν στή βοήθεια τής φιλοσοφικής σκέ¬ψεως, διότι πίστευαν στή δυνατότητά της νά φθάση στήν άλή¬θεια εστω καί μερικώς (Ίουστΐνος : σπερματικός λόγος, Άθη- ναγόρας : συμπάθεια καί θεία πνοή κλπ.). Ό Ειρηναίος βασί¬σθηκε άποκλειστικά στή θεολογική σκέψη, διότι πίστευε δτι ή άλήθεια πού ύπάρχει μόνο στήν'Εκκλησία είναι τό μόνο άλη- θινό καί άποτελεσματικό δπλο. "Οπως καί οί άλλοι μεγάλοι Πατέρες καί Διδάσκαλοι τής Εκκλησίας ετσι καί ό Ειρηναίος δημιούργησε στό πλαίσιο τής Παραδόσεως, τήν όποία αύξη¬σε, υιοθετώντας την καί εκκινώντας άπό αύτή. Χρησιμοποίη¬σε τούς προγενέστερούς του έκκλησιαστικούς συγγραφείς (άπό Κλήμεντα Ρώμης καί Ιγνάτιο μέχρι Μελίτωνα), χωρίς τοΰτο νά σημαίνη δτι άγνοοΰσε καί άδιαφοροΰσε τελείως γιά τούς θύραθεν (Spanneut, Schoedel), δπως υπέθεσαν πολλοί. Ή διάκριση π.χ. στόν άνθρωπο σώματος, ψυχής καί πνεύμα¬τος άπηχεΐ τήν πλατωνική φιλοσοφία. Τέλος, ό Ειρηναίος εγινε δημιουργός στό χώρο τής Παραδόσεως, διότι ήθελε πάν¬τοτε νά είναι μάρτυς τής Παραδόσεως.
Ανακεφαλαίωση. Έτσι ώνομάσθηκε άπό τόν Ειρηναΐσ ή δλη θεία οικονομία καί ή διά τοΰ Χριστοΰ σωτηρία τοϋ άνθρώπου. Ό ιερός αυτός άνδρας εφθασε πρώτος σέ τόσο• πλήρη θεώρηση τής ιστορίας καί τής θείας οικονομίας, έρ- μηνεύοντας όρθά τά βιβλικά δεδομένα καί τήν Παράδοση τής Εκκλησίας. Ό Χριστός, πού γεννάται άχρόνως—άνάρχως (Β 30,9) καί όχι έν χρόνφ, όπως φρονούσαν γενικά οί άπολο¬γητές, άνακεφαλαιώνει τήν πλάση όλη στό θεανθρώπινο πρόσ¬ωπο του. Δηλαδή άναδημιουργεΐ τόν πεσόντα κόσμο καί άνακαινίζει αύτόν βάσει τοΰ έαυτοΰ του, παρέχοντας τόν έαυ- τό του πρός μετοχή καί ώς πρότυπο. Ό άνθρωπος μόνο στό Χριστό συνειδητοποιεί τό ποΰ έγκειται τό «κατ' εικόνα)) του καί μόνο διά τοΰ έργου τοΰ Χριστοΰ επιτυγχάνει τό «καθ* όμοίωσιν». Καί τοΰτο διότι ό Λόγος πρό τής ένανθρωπήσεώς του ήταν άόρατος, δέν ήταν προσιτός είς τόν άνθρωπο (Ε 16,2). Τό έργο τοΰ Χριστοΰ άποτελεΐ άπάντηση στήν άτυχή προσ¬πάθεια τοΰ Αδάμ. "Οπου άπέτυχε ό πρώτος 'Αδάμ, έπρεπε νά πετύχη ό νέος 'Αδάμ χάρη τής σωτηρίας τών έπιγόνων τοΰ πρώτου 'Αδάμ καί τής άποκαταλλαγής τους πρός τό Θεό (Ε 16, 3). Ό άνθρωπος έν Χριστώ έπιστρέφει στήν προπτωτική μακαρία κατάσταση, πορεύεται πρός τόν τελικό του σκοπό, ή φύση άποκαθίσταται (Ά. Θεοδώρου) καί έπαναλαμβάνεται ή διακοπείσα πορεία πρό τήν τελείωση μέ νέες προϋποθέσεις. Ή τελική όμως φάση τής άνακεφαλαιώσεως θά πραγματοποιη- θή στά έσχατα, μεταϊστορικά.
Τό μέγα θεολογικό θεμέλιο τής άνακεφαλαιώσεως είναι ό ρεαλισμός, βιβλικός καί ίγνατιανός. 'Αφορμή της οί γνω¬στικοί πού δέν είχαν ρεαλισμό κι έτσι έβλεπαν στά γεγονότα τής ΚΔ σχήματα καί άνυπόστατα φαινόμενα, πού γι' αύτό δέν έξηγοΰσαν τό μυστήριο τοΰ κόσμου καί δέν έσωζαν τόν άνθρωπο. Ό Είρηναΐος άναγνώρισε τήν πραγματικότητα στό πρόσωπο καί τό έργο τοΰ Χριστοΰ κι έτσι μόνο συνειδητοποίη¬σε τήν «τραγωδία» (Α 4,3) τοΰ κόσμου καί προχώρησε στήν ύπέρβασή της: συνέλαβε τήν ένότητα τής άρχής τοΰ κόσμου, όταν οί γνωστικοί διασποΰσαν τήν άρχή αύτή σέ δύο (θεός, πατήρ—δημιουργός)• άναγνώρισε γενικά τό ένιαΐο στήν πο¬ρεία τής ιστορίας• τόνισε τήν ταυτότητα τοΰ Μονογενοΰς μέ τό Σωτήρα, τοΰ Λόγου μέ τό Χριστό, πού οί γνωστικοί τάή-
Φελαν διαφορετικά πρόσωπα. Ή διάσπαση καί ή διαπίστωση τής τραγωδίας τοϋ κόσμου ώδηγοϋσε στήν άπαισιοδοξία, διότι Αντιμετωπιζόταν μέ σχηματικούς άφορισμούς καί όχι μέ τό ρεαλισμό τοϋ προσώπου τοΰ Χριστοΰ, πού δημιουργεί τήν αισιοδοξία: «ει μή συνηνώθη ό άνθρωπος τφθεφ,ούκ άν ήδυ- νήθη μετασχεΐν τής άφθαρσίας» (Γ 18,7). Τοΰτο δέ ήταν δυ¬νατό μόνο καί μόνο, διότι πραγματικά «ό Θεός άνθρωπος έγέ- νετο)) (Γ 21,1). Τήν παραπάνω ένότητα καί τό λυτρωτικό εργο τοΰ Χριστοΰ άναγνώριζαν βέβαια καί οί άπολογητές, άλλά έκπροσωποΰσαν γενικά μία ύπεραισιοδοξία γιά τόν κόσμο, πού βασιζόταν στή μή όρθή έκτίμηση τής τραγωδίας τοΰ κό¬σμου. "Ετσι τό εργο τοΰ Χριστοΰ φαινόταν κάπως συμπληρω¬ματικό, διορθωτικό, βελτιωτικό μόνο, ένώ ή άνακεφαλαίωση τοϋ Ειρηναίου σημαίνει ριζική, συγκλονιστική, έξ ύπαρχής νέα δημιουργία, νέα πλάση, δπως ό Χριστός είναι νέος Αδάμ. Γιά πρώτη φορά δηλ. τό μυστήριο τής ένανθρωπήσεως παίρ¬νει στή θεολογία τής 'Εκκλησίας τόσο όρθές καί βαθειές διαστάσεις. Καί γιά πρώτη φορά μέ τή θεολογία τής άνακε- φαλαιώσεως γινόταν φανερό πώς ό γνωστικισμός δέν είχε— £έν μποροϋσε νά έχη—σχέση μέ τήν 'Εκκλησία. Επομένως ό χριστιανικός γνωστικισμός ήταν άπατηλό σχήμα, μέσο συγ¬χύσεως καί κίνδυνος γιά τή γνησιότητα τής 'Εκκλησίας.
Στό εργο τής άνακεφαλαιώσεως έχει σπουδαία θέση καί ή Θεοτόκος. Ό ρόλος της είναι «σωτηριώδης», καθόσον συμ-βάλλει στήν πνευματική άναμόρφωση τοΰ πιστοΰ. Ή Εύα πα- ρακούσασα εγινε άρχή τής πτώσεως, ένώ ή Μαρία «ύπακού- σασα» εγινε «αιτία σωτηρίας» γιά όλόκληρη τήν άνθρωπότη- τα (Γ 22,4). Ή προσφορά τής Θεοτόκου είναι λοιπόν πολύ περισσότερο άπό παραδειγματική.
Ό ρεαλισμός τοΰ Ειρηναίου εκτείνεται σέ δλα τά θέματα πού άφοροϋντή σωτηρία, άκριβώςδιότι βασίζεται στό πρόσ¬ωπο τοΰ Χριστοΰ. "Ετσι π.χ. ή θεία Εύχαριστία συνιστά γεγονός άπόλυτα ρεαλιστικό, γι' αύτό καί καθιστά δυνατή τήν άνάσταση τών νεκρών. Διότι δηλαδή γίνεται πραγματική μεταβολή τοΰ άρτου καί τοΰ οίνου σέ σώμα καί αίμα Χριστοΰ κατά τήν Ευχαριστία καί διότι ό άνθρωπος κοινωνεί καί με¬τέχει τοϋ πραγματικού Χριστοΰ, εΐναι άληθινή ή άνάσταση τών νεκρών. Οί προγενέστεροι του έκκλησιαστικοί συγγραφείς, πού άσχολήθηκαν μέ τό θέμα τής άναστάσεως, δέ βασίστηκαν γιά τή δικαίωσή της στόν εύχαριστιακό ρεαλισμό, όπως έκαμε ό Ειρηναίος, άλλά οί περισσότεροι ζητοΰσαν έπιχειρήματα άπό τόν κόσμο τής λογικής καί τής φυσικής πραγματικότητος.
Τέλος, ό Ειρηναίος εχει τόσο βαθειά συνείδηση τής ση¬μασίας τής έν Χριστώ καί διά Χριστοΰ άνακεφαλαιώσεως, ώστε εισάγει αύτή ρητώς είς τό βαπτιστήριο Σύμβολο, όπως χαρακτηρίζεται σύντομη καί τυποποιημένη όμολογία πί¬στεως, τήν όποία παραθέτει στό έργο του: «Είς iva Θεόν, Πα¬τέρα παντοκράτορα... καί είς ενα Χριστόν Ίησοϋν... έπϊ τό e άνα- κεφαλαιώσασθαι τά πάντα')) (Α 10, 1).
Ή θεολογία της Παραδόσεως. Ή άλλη σπουδαία καί δη-μιουργική όψη τής είρηναιϊκής σκέψεως είναι ή θεολογία τής Παραδόσεως, πού συνδέεται τόσο όργανικά μέ τή θεολο¬γία τής άνακεφαλαιώσεως, ώστε νά μή διακρίνη κανείς ποιά προηγείται τής άλλης καί νά μή νοοΰνται ή μία χωρίς τήν άλλη. Ή θεολογία τής Παραδόσεως είχε άφορμή τή διάθεση (καί πράξη) τών γνωστικών καί τών αιρετικών νά ύποτιμοΰν καί νά άγνοοΰν τήν ιστορικότητα τοϋ Χριστοΰ καί τής άπο¬στολικής παραδόσεως, κάτι πού τούς παρείχε τήν άνεση νά δημιουργούν δικές τους παραδόσεις. "Ήταν επικίνδυνα συχνός ό ισχυρισμός τους, ότι κατείχαν παραδόσεις πού ό Χριστός έμπιστεύθηκε μυστικά στούς άποστόλους, άπό τούς όποιους πάλι τίς έλαβαν γνωστικοί (Α 25, 5) καί τίς παρέδιδαν μόνο στούς μυημένους, διότι ήσαν άνώτερες άπό αύτές πού διατή¬ρησε ή Έκκλησία. Ή πρώτη άντίδραση τοϋ Είρηναίου ήταν νά δείξη, ότι ό Ούαλεντΐνος καί οί άλλοι επιφανείς γνωστικοί δέ γνώρισαν τό Χριστό καί δέν άκουσαν τί είπε στούς άπο¬στόλους κατά τήν άνάληψή του, ώστε νά διασώσουν λόγους του καί διδασκαλίες του. Τουναντίον πλησίον τοΰ Κυρίου ήσαν οί τής ((Καινής διαθήκης πολϊται», οί όποιοι μόνοι άκου¬σαν καί διέσωσαν διδασκαλίες τοΰ Κυρίου (Γ 12, 5). Ύπογραμ- μίζοντας τό τελευταίο τοϋτο, έχει ό Ειρηναίος τόν ιστορικό κρίκο μεταξύ Χριστοΰ και μεταποστολικής έκκλησιαστικής Παραδόσεως. "Εχει δηλαδή τή δυνατότητα νά υπόδειξη τις πηγές τής παραδόσεως και τή γνησιότητα της δια τής κατονο- μάσεως τών προσώπων, πού διαδοχικά παραλάμβαναν και παρέδιδαν τή διδασκαλία τοϋ Κυρίου καί τών άποστόλων. "Ετσι δημιουργείται τόέπιχείρημα τής ιστορικής παραδόσεως, τήν όποία μπορεί κανείς νά έλέγξη καί νά άποδείξη ιστορικά. Ή σκέψη αύτή σέ γενικές γραμμές μας είναι γνωστή άπό τόν Ήγήσιππο, άλλά στόν Ειρηναίο βρίσκει τήν άνάπτυξή της καί τήν άναγωγή της σέ θεολογία, ώστε νά πεισθοΰν οί ένδια- φερόμενοι δτι μόνο ή 'Εκκλησία είχε τή γνήσια Παράδοση καί μόνο αύτή μπορούσε νά τήν άποδείξη, διότι μόνο ή 'Εκκλη¬σία μπορούσε νά άπαριθμήση σέ κάθε τοπική 'Εκκλησία τούς επισκόπους—πρεσβυτέρους, πού έγιναν κατά σειρά διάδοχοι τών άποστόλων καί παραλήπτες τής Παραδόσεώς τους. Έ¬χομε λοιπόν τις μαρτυρημένες ιστορικά άποστολικές διάδο¬χες ώς έγγύηση γνησιότητος στήν 'Εκκλησία. Μέ τόν τρόπο αύτό ή Παράδοση, παίρνοντας τις όρθές διαστάσεις της, άπο- βαίνει στόν Ειρηναίο τό γενικώτατο καί εύρύτατο πλαίσιο* έντός τοΰ όποιου ύπάρχει πάν δ,τι είναι καί έχει ή 'Εκκλησία καί άρα καί ή Γραφή, πού άποτελεΐ τό πρώτο γραπτό στοιχείο τής Παραδόσεως. Ό Ειρηναίος δέ θεωρεί τή Γραφή κάτι ξε¬χωριστό άπό τήν Παράδοση, δέν είναι μέγεθος ιδιαίτερο, άλλά δψη, στοιχείο, πλευρά διακεκριμένη (δχι χωρισμένη) στό πλαίσιο τής δλη ς Παραδόσεως, τήν όποία μάλιστα χαρακτη¬ρίζει στό σύνολο της «κανόνα τής αληθείας» (Α 9, 4) καί θεωρεί «άκλινή» καί «βεβαία» (Α 9, 5), δρο, κριτήριο καί πλαίσιο ζωής τοΰ πιστοΰ. Οί ζωντανοί φορείς τής Παραδό¬σεως έχουν στόν Ειρηναίο μεγαλύτερη σημασία άπό τά κεί¬μενα τής ΚιI, κάτι πού ίσχύει άπόλυτα καί γιά τόν 'Ιγνάτιο. Οί φορείς αύτοί όνομάζονται έπίσκοποι ή πρεσβύτεροι. Ό δρος πρεσβύτεροι σημαίνει πρώτιστα τούς εγγυητές τής γνήσιας Παραδόσεως.
Ή Παράδοση παρά τήν κοινωνική, πολιτιστική καί γεω-γραφική διαφορά τών τοπικών Εκκλησιών είναι ή αύτή παν¬τού (Α 10, 2). Πρόκειται γιά φαινόμενο εσωτερικής πνευματι¬κής ζωής, πού δέν έμποδίζεται άπό τόν ποικίλο έξωτερικό τρόπο ζωής καί τό είδος τής γλώσσας, μέσω τής όποιας έκ- φράζεται. Ή διαφύλαξη τής έσωτερικής ταυτότητος καί γνη- σιότητος τής Παραδόσεως όφείλεται στό ότι διαθέτει «δύναμη»* «ή δύναμις τής Παραδόσεως» (αύτόθι). Είναι λοιπόν ή Παρά¬δοση δυναμικό γεγονός καί γΓ αύτό ζή τή διαδικασία τής αύ- ξήσεως, χωρίς κατ' ούσίαν νά μεταβάλλεται. Καί τοΰτο διότι αύξησή της δέ σημαίνει αλλαγή καί επινόηση άλλης άληθείας, δέ σημαίνει τήν κήρυξη άλλου Χριστοΰ καί άλλου δημιουρ- γοΰ Θεοΰ (Α 10, 3), άλλά τήν είσοδο βαθύτερα στήν ίδια άλή¬θεια, μέ σκοπό τήν άναγωγή σέ περισσότερες όψεις τής ίδιας Αληθείας, στήν περαιτέρω διείσδυση στό θέλημα τοΰ Θεοΰ, στήν εύρύτερη κατανόηση τής θείας οικονομίας (αύτόθι). Τή διαδικασία αύτή, πού στήν ιστορία δέ μπορεί νά έχη τέ¬λος, θεμελιώνει ό Είρηναΐος στούς παυλείους λόγους περί τοΰ βάθους τοϋ πλούτου τοΰ Θεοΰ, τής σοφίας καί τής θείας γνώσεως καί περί τοΰ ότι τά κρίματα, τό θέλημα τοΰ Θεοΰ, ή άλήθεια, είναι ανεξερεύνητα (αύτόθι). "Ενεκα τοΰ άπειρου τής άληθείας ό Θεός θά διδάσκη πάντοτε τόν άνθρωπο καί ό άνθρωπος θά μαθαίνη συνεχώς άπό τό Θεό περί τοΰ Θεοΰ (Β 28, 3). Είναι προφανές ότι ή αύξηση τής Παραδόσεως συν¬δέεται άρρηκτα μέ τήν αύξηση του άνθρώπου γενικά.
Ή αϋζηση τοϋ άν&ρώπον. Ή έννοια καί ή πραγματικό¬της τής αύξήσεως είναι συνέπεια τών θεολογικών προϋποθέ¬σεων τοΰ Είρηναίου. Είναι ή τακτική, ή «τάξις» καί «ό ρυθμός» τής θείας οικονομίας (Δ 38, 3). Ό άνθρωπος δημιουργήθηκε νήπιος, έγινε γιά νά αύξηθή καί νά προκόψη έν Θεώ (Β 22, 4). Ό Θεός «επλασεν αύτόν εις αϋξησίν τε και άκμήνϊ> (Δ 11, 1). Ή «προκοπή» του σέ μία έποχή άποτελεΐ έκάστοτε τό «πλεΐ- ον» (Δ 11, 2 - 3) έν σχέσει μέ ό,τι είχε στό παρελθόν. Ή προ¬κοπή είναι συνεχής καί άφορα στή γνώση τής άληθείας καί τήν ήθική βελτίωση (Δ 11, 3* Δ 9, 2 - 3* Δ 38, 1 - 3) μέ τή βοήθεια τοΰ άγ. Πνεύματος. Τήν αύξηση τοΰ άνθρώπου σέ θεογνωσία διαπιστώνει ό Ειρηναίος δχι μόνο σχετικά μέ τήν παλαιοδιαθηκική έποχή (Δ 38, 2), άλλά καί στήν έποχή τής Εκκλησίας. Πρόκειται γιά διαδικασία πού άφορα στήν πο¬ρεία τοϋ ένωμένου μέ τό Θεό άνθρώπου, τοϋ χριστιανισμού γενικά, πού θά προοδεύη χωρίς νά άλλάζη κάτι άπό τήν ήδη παραδοθείσα θεογνωσία. "Ετσι λοιπόν ή δημιουργία, ή άνακε- φαλαίωση, ή Παράδοση καί ή αύξηση άποτελοΰν όψεις τοΰ μυστηρίου τής θείας οικονομίας, ό χαρακτήρας τοΰ όποιου είναι σαφώς δυναμικός, γιά νά γίνεται ό άνθρωπος θεός. Ή γνώση τοΰ Θεοΰ, γιά τήν όποία ένδιαφέρεται ό Ειρηναίος, δέν είναι θεωρητική άναγωγή, άλλά έκφραση εμπειρίας τήν όποία έχει ό άνθρωπος καθόσον μετέχει στόν ϊδιο τό Θεό: «μετοχή δέ Θεοϋ έστι τό γινώσκειν τόν Θεόν» (Δ 20, 5). Στήν ίδια συνάφεια έξηγεΐ ό Ειρηναίος δτι ό άνθρωπος γνωρίζει τήν άλήθεια, καθόσο εισέρχεται σ' αύτή καί ζή έν αύτή, δπως γιά νά ιδη κανείς τό φώς πρέπει νά είσέλθη σ' αύτό: «ώσπερ οί βλέποντες τό φώς έντός είσί τοΰ φωτός καί τής λαμπρότη- τος αύτοΰ μετέχουσιν, ούτω καί οί βλέποντες τόν Θεόν έντός είσί τοΰ Θεοΰ, μετέχοντες αύτοΰ τής λαμπρότητος» (αύτόθι). Ή μετοχή ή κοινωνία ή θέα τοΰ Θεοΰ έχει σάν άποτέλεσμα «ζωή καί φώς» (Ε 24, 2 καί Δ 20, 5), δηλαδή πνευματική άπό- λαυση καί γνώση, ικανοποίηση τοΰ όλου πνευματικοϋ άνθρώ¬που. Καί στό σημείο τοΰτο διαπιστώνομε δτι ό Ειρηναίος μέ τόν έντονο ρεαλισμό του είναι ό συνεχιστής τής ίγνατιανής θεολογίας, τήν όποία σαφώς αύξάνει, καί όχι τής θεολογίας τών άπολογητών.
Ό ίερός άνδρας υιοθέτησε τή λαϊκή άντίληψη τών χρόνων του περί τής χιλιετοΰς βασιλείας τοϋ Χριστοΰ καί τών έκλε- κτών του επί τής γής καί τήν ένσωμάτωσε στή θεολογία τής άνακεφαλαιώσεως καί αύξήσεως.
Τό πρωτείο άλη&είας. Ή περίπτωση τοΰ Διονυσίου Κο-ρίνθου, πού έδρασε περί τό 160 - 180 καί έγινε φορέας τοΰ πρωτείου άληθείας, έπαναλαμβάνεται στόν Ειρηναίο. Ό τε-λευταίος, μολονότι έπισκοπεύει στήν άσημη καί μακρυνή επισκοπή τής Λυών, συμβουλεύει, έπιπλήττει καί έπι βάλλει* τις άπόψεις του στήν πρώτη, τήν ένδοξη καί πανίσχυρη έ- πισκοπή τής Ρώμης. Αύτό συνέβη, διότι ό Ειρηναίος έξέφρα- ζε τήν άλήθεια, τήν όρθή άπάντηση στή μεγάλη κρίση τής έποχής του καί μάλιστα στό πρόβλημα τής έπιεικείας (έναντι μετανοούντων) καί τής ένότητος τής Εκκλησίας (παρά τις ύ- φιστάμενες ριζικές διαφωνίες γιά τόν έορτασμό τοϋ Πάσχα στή Ρώμη καί τή Μικρασία). Ή άλήθειά του, πού στό μεταξύ- άναγνωρίσθηκε, τοϋ έδινε τό προβάδισμα, τό πρωτείο έναντι άλλων, νά συμβουλεύη. Ή άναφορά τοϋ Ειρηναίου (Γ 3, 2) στήν 'Εκκλησία τής Ρώμης μέ τρόπο Ιδιαίτερα τιμητικό γιά τή γνησιότητα τής παραδόσεώς της δέν άλλάζει τήν ιστορική πραγματικότητα, κατά τήν όποία πρωτείο = άλήθεια εξέφρασε ό Ειρηναίος καί όχι ό ίσχυρός έπίσκοπος Ρώμης. Ή στάση λοιπόν τοϋ ΕΙρηναίου πρέπει νά γίνη έρμηνευτικός δρος τοϋ κειμένου του, πού θέλει τις Εκκλησίες ή τούς πιστούς νά «συμφωνούν μέ τήν Εκκλησία τής Ρώμης ή νά προσέρχωνται σ' αύτή». Είναι γνωστό πώς ό Ειρηναίος στήν πράξη δέ ζητεί άπό τήν'Εκκλησία τής 'Εφέσου νά συμφωνήση μέ τήν'Εκ¬κλησία τής Ρώμης, δηλ. δέν καταφάσκει τό χωρίο του, δπως είναι στή λατινική. Επομένως ή τό πρωτότυπο έλληνικό κεί¬μενο τόϋ Ειρηναίου ήταν διαφορετικό ή τό χωρίο, δπως έχει, δέν άποδίδει πράγματι πρωτείο έξουσίας στήν 'Εκκλησία τής Ρώμης, άλλά εΐδος τιμητικής διακρίσεως μόνο ένεκα τής ι¬στορίας της καί τής προελεύσεώς της άπό τούς δύο κορυφαίους άποστόλους. Πιθανόν άκόμη νά άφορα ή σχετική φράση στίς πολλές σχισματικές χριστιανικές ομάδες, πού συχνά σχηματί¬ζονταν στή Ρώμη μέ άποτέλεσμα νά δημιουργούν σύγχυση στούς απλούς πιστούς καί τούς νεήλυδες χριστιανούς (Π. Χρήστου). Στήν άρχαία 'Εκκλησία κατά συνέπεια δέν έμφα- νίζεται τό πρωτείο έξουσίας, άλλά τό πρωτείο άληθείας, άφοΰ καί δταν ό έπίσκοπος Ρώμης άπειλοϋσε τις μικρασιατικές Εκκλησίες πρόβαλλε συνήθως τήν ορθότητα καί τήν παρα- δοσιακότητα τής θέσεώς του καί δχΐ κάποια έξουσία.
Ό Ειρηναίος ατή &εολογία καί τή μνήμη τής 'Εκκλησίας. Ή θεολογική σκέψη τοΰ 'Αθανασίου καί τών άλλων μεγάλων
Πατέρων τής Εκκλησίας είναι αδιανόητη χωρίς τήν προσφο¬ρά τοϋ Είρηναίου. Ή θεολογία του περί άνακεφαλαιώσεως, Παραδόσεως καί αύξήσεως έγιναν ζωή, φρόνημα καί Παρά¬δοση τής Εκκλησίας. Έν τούτοις τό συγγραφικό έργο τοΰ Είρηναίου σχεδόν λησμονήθηκε στή Δύση καί τήν Ανατολή. "Ισως διότι έλειψε ό κίνδυνος τοΰ γνωστικισμοΰ, μέ άφορμή τοϋ όποιου θεολόγησε ό Είρηναΐος. "Ισως διότι τελείως νέα προβληματολογία κυριάρχησε άπό τόν Δ' αίώνα καί έξής: Τριαδολογία, Χριστολογία, Πνευματολογία. Καί στό χώρο αύτό ή Έκκλησία ζητοΰσε κάτι πέρα τής προσφοράς τοΰ Είρηναίου.
ΒΙΟΣ
Ό Ειρηναίος μνημονεύεται άπό πολλούς μεταγενέστερούς του (Τερτυλ- λιανός, Κλήμης Άλεξ., Βασίλειος, Γρηγόριος Νύσσης, Γρηγόριος Ναζίαν- ζηνός, 'Επιφάνιος Κύπρου, Θεοδώρητος, Μάξιμος Όμολογητής, Αύγουστϊ- νος, Φώτιος κ.ά.), άλλά δλοι γνωρίζουν περι του βίου του δ,τι διέσωσε ό Εύ¬σέβιος (Έκκλησ. /στ. Ε 3-8). Καί αύτός δμως κυρία πηγή εΐχε μόνο τά έργα τοϋ Είρηναίου, πού δυστυχώς δέν είναι πλούσια σέ αύτοβιογραφικά στοιχεία. Ή γέννηση τοΰ Ειρηναίου τοποθετείται μεταξύ 130 καί 140. Στήν εφηβική του ήλικία γνώρισε καί άκουσε τόν Πολύκαρπο Σμύρνης. Πλησίον αύτοΰ έ¬ζησε φαίνεται μερικά έτη, δσα ήσαν άναγκαΐα γιά τή μύησή του στήν άποστο¬λική Παράδοση, δπως τήν παρέδιδε ό άκουστής τοΰ Εύαγγελιστοΰ (ή τοΰ Πρε¬σβυτέρου) 'Ιωάννου Πολύκαρπος, καί γιά τή θεολογική του κατάρτιση πού συμ¬πληρώθηκε άλλοΰ καί ίσως καί στή Ρώμη, δπου ήταν δυνατό νά γνωρίση κα¬λά τά γνωστικά συστήματα.
Αίφνης τό 177 πληροφορούμεθα δτι βρίσκεται στή Λυών ώς πρεσβύτε¬ρος. Τήν άποχή αύτή ήταν πολύ σύνηθες τό νά μεταναστεύουν μικρασιάτες στή Γαλλία. Φαίνεται μάλιστα δτι πολλοί πιστοί της Λυών προέρχονταν άπό τήν 'Ανατολή, μέ άποτέλεσμα ό κοσμοπολιτισμός νά χαρακτηρίζη τό περιβάλ¬λον, οπού έδρασε ό Ειρηναίος. Άπό τή Λυών μεταβαίνει τό ίδιο έτος στή Ρώ¬μη, άπεσταλμένος τών χριστιανών της πόλεως αύτής, πού πολλοί καί οί ση- μαντικώτεροι τών όποιων είχαν φυλακισθή στή διάρκεια τοΰ φοβεροΰ διωγμού τοϋ Μάρκου Αύρηλίου. "Ισως μάλιστα οί χριστιανοί της Λυών νά είχαν ήδη εγκρίνει τόν Ειρηναίο ώς επικεφαλής καί υπεύθυνο τής 'Εκκλησίας τους, άφοΰ ό έπίσκοπός τους Ποθεινός καί πολύ γέρων καί φυλακισμένος ήταν. Αύτό δμως δέ νομίζομε δτι σημαίνει καί τήν έπισκοποίηση τοΰ Είρηναίου, δπως ύπέθε- σαν πολλοί. Στή Ρώμη ήρθε μέ συστατική επιστολή, έξαιρετικά έπαινετική γιά τό πρόσωπότου, καί μέ σκοπό νά πείση τόν Ελεύθερο (174-189) περί τοΰ €τι δέν πρέπει νά έναντιωθή στον έπίσκοπο Εφέσου, ό όποιος άντιμετώπιζε μέ επιείκεια τούς μετανοοΰντες (Nautili).
"Οταν επέστρεψε στή Λυών, πολλοί χριστιανοί είχαν μαρτυρήσει καί μα- ζύ τους ό έπίσκοπος Ποθεινός, τόν όποιο διαδέχθηκε αμέσως ό Ειρηναίος τό 177 ή 178. Κατά τό Nautin τά γεγονότα αύτά έλαβαν χώρα τό 175 καί ό Ει¬ρηναίος £γινε έπίσκοπος καί τής Βιέννης. "Ετσι εξηγεί καί δτι τήν περίφημη 1 Επιστολή (=Μαρτνριο) περί τών μαρτύρων τής Λυών πρός τις Εκκλησίες * Ασίας καί Φρυγίας έγραψε ό ϊδιος ό Ειρηναίος έκ μέρους τών δύο αύτών Εκ¬κλησιών. Ώς έπίσκοπος εργάσθηκε γιά τήν καταπολέμηση τών γνωστικών xal τή διάδοση του χριστιανισμού μεταξύ τών Κελτών, χρησιμοποιώντας κα¬τά πάσα πιθανότητα τή γλώσσά τους. Ή γνήσια παράδοση του καί ή άλήθεια πού εξέφραζε τοΰ έδωσαν τή δυνατότητα νά παίξη ρόλο σημαντικό χάριν τής ενότητος τής δλης Εκκλησίας. Στή μεγάλη διένεξη τών χρόνων του, έξ άφορ^ μής τοΰ χρόνου έορτασμοΰ τοΰ Πάσχα (ή Μικρασία τό έώρταζε τή 14η τοΰ μ,ηνός Νισάν, ή Ρώμη τήν πρώτη Κυριακή μετά τήν ημερομηνία αύτη), άνα- μίχθηκε έντονα μέ αποτέλεσμα νά ύποχωρήση δ Ρώμης Βίκτωρ (189-198), "ού ήθελε νά άποσχίση τις μικρασιατικές Εκκλησίες. Στήν 'Επιστολή του πρός Βίκτωρα συναντάμε γιά πρώτη φορά τή θεολογία τήςένότητος καί τής ποικι-λίας έθών μεταξύ τών τοπικών 'Εκκλησιών. Ή επέμβαση αύτή είναι τό τε¬λευταίο γνωστό στοιχείο τής ζωής τοΰ Ειρηναίου καί συνέβη μάλλον περί τό 192-195. Ό Γρηγόριος Τουρώνης στό τέλος τοΰ ΣΤ' αιώνα πληροφορεί δτι δ Ειρηναίος μαρτύρησε τό 202 έπίΣεπτιμίου Σεβήρου (Historia Francorum I 27), κάτι πού δέν άπο ρ ρίπτεται, άλλά καί δέν επιβεβαιώνεται άπό τις άρχαΐες πηγές. "Η 'ΑνατολικήΕκκλησία, υιοθετώντας τήν παράδοση δτι ό Ειρηναίος μαρτύ¬ρησε, τιμά τή μνήμη του στίς 23 Αύγούστοϋ καί ή Δυτική στίς 28 'Ιουνίου.
ΕΡΓΑ
Ό Ειρηναίος ύπήρξε πολυγράφος. Δυστυχώς δμως τά περισσότερα έργα του χάθηκαν. Καί δσα διασώθηκαν ύπάρχουν σέ λατινική καί αρμενική μετά¬φραση. Στήν ελληνική διασώθηκαν μόνο άποσπάσματα καί μάλιστα μέγα τμή¬μα τοΰ Α' μέρους τοΰ σπουδαιότερου έργου του νΕλεγχος. Τά έργα του εΤναι βασικά πολεμικά καί έκκλησιολογικά, σέ τύπο διατριβής καί επιστολής.
Ό Ειρηναίος δέν είναι ταλαντούχος συγγραφέας, άλλά διαθέτει αξιόλο¬γη κλασσική φιλολογική καί φιλοσοφική κατάρτιση καί άρκετή γνώση τώνπρό αύτοΰ έκκλησιαστικών καί γνωστικών συγγραφέων, τούς οποίους καί χρησι¬μοποιεί. Καταφανώς υστερεί στή σύνθεση, στήν οικονομία τής ΰλης του, άλλά έχει συχνές εξάρσεις, οί όποιες έκπλήσσουν τόν άναγνώστη, πού ενίοτε διαπιστώ¬νει ρυθμικό πεζό λόγο, κάτι πού προϋποθέτε άνεπτυγμένο γλωσσικό αισθητήριο.
"Ελεγχος καί Ανατροπή τής ψευδωνύμου γνώσεως. Γράφηκε περί τό 185 καί σύγκειται άπό πέντε βιβλία, πού σώζονται σέ μία σχεδόν κατά λέξη λατινική μετάφραση, εκπονημένη πριν άπό τόν Αυγουστίνο. Στό Α' βι-
20
βλίο παρουσίαζες περιγράφει και αναλύει κυρίως τά γνωστικά συστήματα. τοΰ Ούαλεντίνου, τών οπαδών αύτοΰ καί τών άρχαιοτέρων γνωστικών (Σίμω¬να Μάγου, Μενάνδρου κλπ). Στό Β' βιβλίο άντικρούει καί καταπολεμεί κυρίως τά συστήματα αύτά. Συγχρόνως στό Α' καί περισσότερο στό Β' βι¬βλίο εκθέτει τήν πίστη καί τήν Παράδοση της Εκκλησίας, άντιπαραθέτοντάς την πρός τή διδασκαλία τών γνωστικών. Μέ τά ύπόλοιπα τρία βιβλία, πού είναι άνεξάρτητα τών δύο πρώτων καί μεταγενέστερα, προβαίνει σέ πληρέστε¬ρη έκθεση τής διδασκαλίας τής Εκκλησίας άναφορικά πρός τά μεγάλα θέ¬ματα τής έποχής.
Τά έλληνικά άποσπάσματα άντιπροσωπεύουν μόλις τό 20% τοΰ δλου κειμένου (τό Α' βιβλίο σώζεται κατά 90% έλληνικά). Σημειωθήτω ότι ό πά¬πυρος της Iena τοΰ 3 /4 αί. περιλαμβάνει τά 14 πρώτα κεφάλαια τοΰ Ε' βι¬βλίου, άλλά δυστυχώς ευρίσκεται σέ κακή κατάσταση. Τά βιβλία Δ' καί Ε' σώζονται καί σέ άρμενική μετάφραση, ένώ τμήμα τοΰ έργου σώζεται συριακά, Ή προσπάθεια τοΰ Α. Rousseau νά έπαναφέρη τό έργο στά έλληνικά μέ πρό¬τυπο τά σωθέντα άποσπάσματα καί μέ τή βοήθεια τής λατινικής μεταφρά¬σεως είναι πράγματι άξιοθαύμαστη, άλλά δχι πάντοτε έπιτυχής (SCh).
'Επίδειξις τον άποστολικον κηρύγματος* Γράφηκε μετά τό 190, διαι¬ρείται σέ 100 παραγράφους καί είναι προτρεπτικό καί κατηχητικό έγχειρίδιο. Άποτελεΐ σύντομη κι έναργή περίληψη δ σων έγραψε στό προηγούμενο μεγά¬λο έργο του. 'Αρχίζει μέ τήν άνάλυση τοΰ κανόνα τής πίστεως πού λαμβάνο- με στό βάπτισμα, άλλά βασικά εμμένει στήν προβληματολογία τοΰ 'Ελέγχου του: στήν ένότητά μεταξύ Θεοΰ πατρός καί δημιουργού, στό έργο καί τήν ενότητα τοΰ προσώπου τοΰ Χριστοΰ, στά στάδια τής θείας οικονομίας καί στίς «άπο~ δείξεις» τών παραπάνω μέ προφητικές ρήσεις. Τό έργο τοΰτο βρέθηκε μό¬λις τό 1904 σέ μετάφραση άρμενική καί δημοσιεύθηκε τό 1907. Ό Ί. Καρα- βιδόπουλος μετέφερε τό κείμενο στή νεοελληνική βάσει γαλλικής καί άγγλι- κής μεταφράσεως.
Επιστολές. "Εγραψε πολλές, άλλά σώζονται μόνο άποσπάσματα άπό τίς Πρός Βίκτωρα (Α καί Β) καί Πρός Φλωρϊνον (Εύσεβίου, Έκκλησ. Ιστ. Ε 24,12-17 καί 20,4-8). Ή πρώτη άναφέρεται στό θέμα τοΰ έορτασμοΰ τοΰ Πάσχα καί ή δεύτερη στήν προσχώρηση στό γνωστικισμό τοΰ Φλωρίνου (βλ. λήμμα), παλαιοΰ συμμαθητή τοΰ Είρηναίου πλησίον τοΰ Πολυκάρπου.
*Αποσπάσματα. Σώζεται καί αποδίδεται στόν Ειρηναίο μεγάλος άρι- θμός άποσπασμάτων άπό άδηλα συνήθως έργα του.
Άπολεο&ένΐα. α) Λόγος πρός έλληνας περί ίπιστήμης. β) Περί μο¬ναρχίας. γ) Περϊ όγδοάδος (τά δύο τελευταία έγραψε γιά τό Φλωρΐνο). δ) Βιβλίον διαλέξεων διαφόρων (άσχολεΐται μέ τήν πρός 'Εβραίους καί τή Σοφία Σο- λομώντος ή τίς μνημονεύει), ε) Περί σχίσματος πρός Βλάστον (επιστολή), στ) 'Επιστολή πρός Βίκτωρα σχετική με τό Φλωρΐνο. ζ) Διάφορες άλλες 'Ε¬πιστολές. η) Στό έργο του "Ελεγχος (Α 27) υπόσχεται νά γράψη κατά Μαρκίω- νος, άλλά δέ γνωρίζομε άν τελικά έγραψε. Καί γιά τά έ'ργα αύτά πηγή μας εί¬ναι ό Εύσέβιος (Έχκλησ. ίστ. Ε 20,1-2' 23, 3' 24,11-17- 26,1).
Άμφιβαλλόμενα. Μαρτύριον (επιστολή) περί τών μαρτυρησάντων στή Λυών το 177 (ύπάρχει αύτοτελές σχετικό λήμμα).
Βίκτωρ Ρώμης (189-198). Συνεργάσθηκε μέ τόν Ειρηναίο καί συνέτα¬ξε 'Επιστολές, σχετικές μέ τό θέμα τοϋ Πάσχα, καί «άλλα έ'ργα» κατά τόν 'Ιερώνυμο (De vir. ill. 34). Δυστυχώς δέ σώζεται τίποτε άπό αύτά. Τό αύτό ίσχύει καί γιά τόν προκάτοχο του Έλεύ&ερο (174-189), πού ίσως έγραψε κα¬τά τοΰ μοντανισμοΰ.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
'Εκδόσεις: "Ελεγχος. PG 7. ΒΕΠ 5,93-188. W.W. HARVEY, Sancti Irenaei... li- bros quinque Adversus haereses, I-II, Cambridge 1857 (έπανέκδοση τό 1949). U. MANNUCCI, Irenaei Adversus haereses libri quinque, I (τά βιβλία Α καί Β), Roma. Ή καλύτερη κριτική έκδοση τοϋ έργου είναι τών Α. ROUSSEAU, Β. HEMMERDINGER, L. DOUTRELEAU καί Ch. MERCIER στή σειρά^&Νο 210-211 (βιβλ. Γ), No 100 (βιβλ. Δ), No 152-153 (βιβλ. Ε), δπου δίδεται τό λατινικό κείμενο, γαλλική μετάφραση καί τό πιθα¬νό άρχικό έλληνικό κείμενο (Paris 1965 έξης). Τά άποσπάσματα : Κ. HOLL, Fragmente vornicanischer Kirchenvater aus den Sacra parallela (TU 20), Leipzig 1899, σσ. 58¬84. Β. HEMMERDINGER, Trois nouveaux fragments grecs du livres III de s.I ΓΕΗΕΒ, είς Scriptorium 10 (1956) 268. Μ. RICHARD-B. HEMMERDINGER, Trois nouveau frag¬ments..., είς ZNW 53(1962)252-255. Ό A. ROUSSEAU μελέτησε κι έξέδωσε στίς SCh 6λα τά γνωστά άποσπάσματα, δσα προέρχονταν άπδ τά βιβλία πού έξέδιδε. Βλ. δμως άκόμη Ot.A. SANTOS, DOS Capitolos ineditos del original griego de Ireneo de Lyon, είς Emerita 41 (1973) 479-489 (δύο κεφάλαια τοϋ 'Ελέγχου Β 50-51 σέ χειρόγραφο τοΰ Βατοπεδίου 236). Γιά τήν άρμενική μετάφραση τοϋ 'Ελέγχου: G. BAYEN-L. FROIDEVAUX, La traduction armenienne de l'Adversus haereses..., εις ROC 29(1933-34) 315-377' 30(1935-36 καί 1946) 47-169, 285-340. Βλ. σχετικά καί τ& χρησιμώτατο έργο τοΰ Β. REYNDERS, Lexique compar6 du texte grec et des versions latine, arminienne et sy- riaque de l'Adversus haereses de s. Irenee (CSCO 141-142), I-II, Louvainl954. 'E- πίόειξις τοϋ άποστ. κηρύγματος: Des hi. Irenaeus Schrift «Zum Erweis der apostoli- schen Verkundigung», Εις άπόδειξίν τοΰ άποστολικοΰ κηρύγματος in armenichen Ver¬sion... von Κ. TER MAKERTTSCIIIAN-E. TER-MINASSIANTZ-A. HANRACK, Leipzig 1907 [TU 31,3). Επανέκδοση στήν PO 12,5 (1919). L. M. FROIDEVAUX : Γαλλική μετάφραση στίς SCh No 62, Paris 1959. Βλ. έλληνική μετάφραση άπό τόν I. ΚΑΡΑΒΙΔΟΠΟΥΑΟ, Ειρηναίου.... Έπίδειξις τοΰ άποστολικοΰ κηρύγματος (εισαγωγή, μετάφρασις, σχόλια), Θεσσαλονίκη 1965. Βλ. καί Β. REYNDERS, Vocabulaire de la Demonstration et des fragments de s. ΪΓΕΗΕΒ, Chevetogne 1958. 'Επιστολή πρός Βίκτωρα: Μ. RICHARD, La lettre de s. ΪΓΕΗΟΒ au pape Victor, εις ZNW 56(1965)260-282. P. Nautin, Lettres et icrivains Chretiens des lie III si^cle, Paris 1961, σσ. 74-85.
Μελέτες :Παραθέτομε τά λήμματα κατανεμημένα σέ όμάδες, μολονότι ή κατανομή είναι συμβατική.
Γενικά-Βίος : F. LOOFS, Theophilus von Ant. Adv. Marcionem und die anderen theologischen Quellen bei Irenaeus (TU 46, 2), Leipzig 1930. C. PERRAT-Α. AUDIN, S. Irenee. L' histoire et la I6gende, είς Cahiers d'histoire 1(1956)227-251. R.POELMAN,
De la plenitude de Dieu, Tournai 1959. A. BENOIT, S. Ir6nee. Introduction a Γ 6tu- de de sa theologie, Paris 1960. E. LANNE, La vision de Dieu dans 1'oeuvre de S. Ir£- n6e, εις Irenikon 33 (1960)311-320 H.-I. MARROU, Lyon et l'histoire ancienne du cri- stianisme, είς Actes du Congrds de Lyon 1958, Paris 1960, σσ. 325-344. P. NAUTIN, Lettres et 6crivains chritiens..., Paris 1961, σσ. 92-104: Biographie d'Ir0n<5e. A. GAR- REAU, Saint Ir^n^e (les Merits des saints), Namur 1962. J. COLIN, l'empire des Anto- nius et les martyrs gaulois de 177, Bonn 1964. P.HEFNER, Theological Methodology in St. Irenaeus, εϊς JR 44(1964)294-309. J.COLIN, S. Knee 6tait-il <5vSque de Lyon? Latomus 23(1964)81-85. E. GRIFFE, Les persecutions contre les chr£tiens aux ler et 2e s., Paris 1965 (κεφ. 6). J.P. DE JONG, Der ursprungliche Sinn von Epiklese und Mischungsritus von Eucharistielehre des hi. Irenaus, είς ALW 9(1965/6) 28-47. ΓΕΡ. ΜΙ&ΡΑΓΙΑΝΝΑΝΙΤΟΥ, 'Ακολουθία τοϋ άγ. ίερομάρτυρος Ειρηναίου, έπισκόπου της έν ΓΑ- λατίςε πόλεως Αουγδούνου, 'Αθήνα 1965. Α. ORBE, San Ireneo y el conocimiento na¬tural de Dios, είς Gregorianum 47 (1966) 441-471, 710-747. N. BROX, Zum literari- schen Verhaltnis zwischen Justin und IrenSus, είς ZNW 38(1967)121-128. O. ALBERT, Problemi di origine in s. Ireneo, είς Misc£llanea A. Combes, I, Rome 1967, σσ. 95-116i. H. URS VON BALTASAR, La Gloire et la Croix, Il.Paris 1968, σσ. 27-84. H.F. VON CAM-PENHAUSEN, Ostertermin Oder Osterfasten? Zum Verhaltnis des Iren&usbriefes an Victor, είς VC 28(1974)114-138.
Σχέση μέ τήν έλληνική παιδεία καί τό γνωστικισμό : F. SAGNARD, La gnose valen-tinienne et le timoignage de s.Irinie, Paris 1947. R.M. GRANT, Irenaeus and Helle¬nistic Culture, είς HThR 42 (1949)41-51. W. R. SCHOEDEL, Philosophy and Rheto¬ric in the Adversus haereses of Irenaeus, εις VC 13(1959)22-32. L. DEISS, Les apo¬logistes grecs du deuxifeme sifcele, Paris 1964, σσ. 117-181. Ν. BROX, Offenbarung, Gnosis und gnostischer Mythos bei Irenaus von Lyon, Salzburg 1966. Η.Β. TIMO- THT, The early christian apologists and Greek philosophy, exemplified by Irenae-us.., είς Philos. texts and stud. XXI Assen Van Gorcum 1973. Δ. ΔΡΙΤΣΑ, Η συγ¬γραφική μέθοδος τοϋ Είρηναίου, είς Θεολογία 46(1975)338-347. P. PERKINS, Ireneus and the Gnostics..., είς VC 30(1976)193-200.
'Ανακεφαλαίωση-Χριστολογία-αϋξηση. J. DANIELOU, S. ΐΓέηόβ et les origines de la theologie de Γ histroire, είς RSR 34(1947)227-231. A. HOUSSIAU, La christolo- gie de s. ΐΓέηέβ, Louvain 1955. G. JOUASSARD, Amorces chez s. ΐΓόηέβ pour la doctri¬ne de la maternity spirituelle de la sainte Vierge, είς Nouvelle Revue mariale 7(1955) 217-232. A. BENGSCH, Heilsgeschichte und Heilswissen.., Leipzig 1957. G.WINGREN, Man and the Incarnation. A study in the Biblical Theology of Irenaeus, Philadel- phie 1959. A.W. ZIEGLER, Das Brot von unseren Feldern. Ein Beitrag zur Euchari¬stielehre des hi. Ireneius, είς Pro mundi vita. Festschrift zum eucharist.Weltkongress, Munchen 1960, σσ. 21-43. G. JOPPICH, Salus carnis. Eine Untersuchung in der Theo¬logie des hi. Irenaus von Lyon, Miinsterschwarzach 1965. H. ZONEWSKI, Ucenieto no sv. Irinej Lionski za licnostta iizkupitelnoto delo na Iissussa Christa (Ή δι¬δασκαλία τοϋ Είρηναίου περί τοΰ προσώπου καί τοΰ λυτρωτίκοΰ ίργου τοΰ Ίησοΰ Χριστοΰ), εί<; GDA 14(1965)153-210. J. I. GONZALEZ FAUS, Creaci6n y progreso en la teologia de san Ireneo, Barcelone 1968. J. T. NIELSEN, Adam and Christ in the Theology of Irenaeus of Lyon, Assen 1968. EMM. LANNE, Le nom de J3sus -Christ et son invocation chez saint Ir^n^e de Lyon, εις Ir6nikon 48(1975)447-467. J.-P. Jos- SUA, Le salut, Incarnation ou Mysore pascal chez les P6res...de s. Irin^e s. L6on le Grand, Paris 1968. BOYLE E. O' ROURKE, Irenaeus' millennial hope. A polemi¬cal weapon, είς RTAM 36(1969)5-16. A. ORBE, San Ireneo y la primerii pascua de Salvador (Jo. 2,13-3,21), είς EE 44(1969)297-344. J. PLAGNIEUX, La doctrine maria¬le de s. Irenie, εις RSRUS 44(1970)179-189. K. DUCHATELEZ, La notion d'<5conomie et ses richesses thiologiques, εις NRTh 92(1970)267-292. G. JOSSA, Regno di Dio e Chiesa. Riserche sulla concezione escatologica ed ecclesiologica dell' Adversus hae¬reses di Ireneo di Lione, Napoli 1970. J. I. GONZALEZ FAUS, Game de Dios. Signifi- cado Salvador de la encarnaci0n en la teologia de san Ireneo, Barcelona 1970. A. ROUSSEAU, La doctrine de s. ΐΓέηέβ sur la pr^existence du Fis de Dieu dans Dim. 43, είς Mu 84(1971)5-42. Α. ΘΕΟΔΩΡΟΥ, Ή περί άνακεφαλαιώσεως διδασκαλία τοϋ Ει¬ρηναίου, 'Αθήνα 1972. Ε.Ρ. METERING, Die physische Erlosung in der Theologie des Irenaus, είς Nederl. Archief voor Kerkgesch. 53(1972)147-159. E. LANNE, Le non de J6sus -Christ et son invocation chez saint Irinie de Lyon, είς Irenikon 48(1975) 447-467 καί 49(1976)34-53.
Έκχλησία-Παράδοση-Γραφή : Λ. ΑΛΙΒΙΖΑΤΟΥ, Περί τής σημασίας τοϋ έπ^σκοπΐ- κοΰ άξιώματος κατά τόν Είρηναϊον, είς ΝΣ 10(1910)33 έξ. J. DANIELOU, La tradition selon Cl6ment d'Alexandrie, είς Augustinianum 12(1952)5-18. J. OCHAGAVIA, Visi- bile Patris Filius. A study of Irenaeus' Teaching on Revelation and Tradition (OCA 171), Rome 1964. A. M. JAVIERRE, In Ecclesiam. Ireneo Adv. haer 3,3,2,είς Commu- nione interecclesiale.., Romae 1967, σσ. 221-317. D. FARKASFALVY, Theology of Scripture in st. Irenaeus, εις RB 78(1968)319-333. Α. ΓΙΕΒΤΙΤΣ, Εκκλησία, 'Ορθο¬δοξία καί Ευχαριστία παρά τφ άγ. ΕΕρηναίφ, είς Κληρονομία 3(1971)217-249. I. FRANK, Der Sinn der Kanonbildung... vom 1. Clemensbrief bis Irenaus, Freiburg 1971. V. GROSSI, Reguia veritatis e narratio battesimale in sant' Ireneo, είς Augustinianum 12(1972) 437-463. Γ. NAUTIN, Irenee et la canonicite des fipitres pauliniennes, είς RHR 122 (1972)113 - 130. A. ORBE, Parabolas evangelicas en San Ireneo, Madrid 1972. J. G. SOBOSAN, The role of the presbyter. An investigation into the Adv. haer. of s. Iranaeus, είς Scottish Jurn. of Theol. 27(1974)129- 146. N. BROX, Rom und «jede Kirche» im 2. Jahrhundert. Zu Irenaus Adv. haer. Ill 3, 27, είς An- nuarium historiae conciliorum 7(1975)42-78.
'Ανθρωπολογία : I. ΡΩΜΑΝΙΔΟ Υ, ΤΙ> προπατορικών άμάρτημα μέχρις Ειρηναίου, Ά- θήνχ 1956. CH. HORGL, Die gottliche Erziehung des Menschen nach Irenaus, είς NDid' 13(1963) 1-28 καί είς Oikoumene. Studi Paleo chris tioni in onore del concilio Ecum. Yaticano II, Catania 1964, σσ. 323-349. P. EVIEUX, La thiologie de Γ accoutumance- chez S. Irenee, είς RSR 55 (1967)5-54. A. ORBE, Antropologia de San Ireneo, Madrid 1969. Σ. ΑΓΟΥΡΙΔΟΥ, Ό άνθρωπος κατά τί>ν άγ. Είρηναϊον..., Θεσσαλονίκη 1970. Α. ORBE, Supergrodiens angeios (s. Ireneo Adv. haer. V 36,3), είς Gregorianum 54(1973) 5-59. B. CZESZ, La Parabola del «Ricco e pulone» in S. Ireneo, είς Augustinianum 17(1977)107-112.
Έπιασχρότης τον Ειρηναίου: L. S. THORNTON, St. Irenaeus and contemporary Theology, είς SP 2(1957)317-327. V. SUBILIA, L' attualiti di Ireneo, είς Protestanti- smo 15(1960)129 έξ-W. II. CAPPS, Motif-research in Irenaeus, Thomas Aquinas and Luther, είς StTh 25(1971)133-159.
54. ΠΡΟΣ ΔΙΟΓΝΗΤΟΝ (έτπστολή)
Χειρόγραφο τοϋ ΙΓ' ή ΙΔ' αίώνα, πού κάηκε τό 1870, διέ¬σωσε κείμενο μέ τόν τίτλο «Ίουστίνου φιλοσόφου καί μάρ¬τυρος πρός Διόγνητον». Γρήγορα όμως ή έρευνα διαπίστωσε ότι ό συγγραφέας τοΰ έργου δέν είναι ό Ίουστΐνος. Παρά τίς πολλές προτάσεις καί ύποθέσεις πού έγιναν σχετικά δέ γνω¬ρίζομε τό συγγραφέα, όπως δέ γνωρίζομε καί τό χρόνο συν¬τάξεως τοΰ έργου. Οί συγγραφείς τής αρχαίας Εκκλησίας καί τοΰ μεσαίωνα άγνοοΰντόέργο. Άπό τόν πρόλογο του πλη¬ροφορούμεθα ότι κάποιος Διόγνητος, όχι τυχαίος άνδρας, ζήτησε άπό τό συγγραφέα νά τόν είσαγάγη στή χριστιανική «θεοσέβεια», δηλ. νά τόν πληροφορήση γιά τήν πίστη τών χριστιανών, γιά τήν άπό μέρους τους άπόρριψη τοϋ ίουδαϊ¬σμοΰ, γιά τή μεγάλη αγάπη πού εκδηλώνουν μεταξύ τους καί γιατί ή νέα θρησκεία, ό χριστιανισμός, έμφανίσθηκε τότε καί όχι ένωρίτερα. Ή άπάντηση δίνεται μέ κείμενο πού μπορεί νά χαρακτηρισθή έπιστολιμαία διατριβή, χωρίς όμως τούς συν¬ήθεις προλόγους κι έπιλόγους. Σκοπός τοΰ συγγραφέα ήταν ή παρουσίαση τής άνωτερότητος τής χριστιανικής θρησκείας έναντι τοΰ ίουδαϊσμοΰ καί τώνέθνικών θρησκειών. Τήν άνωτε¬ρότητα αύτή βρίσκει άποκλειστικά καί μόνο στήν ήθική ή τή θεοσέβεια τών χριστιανών. "Ετσι άξονας τοΰ όλου έργου γίνεται ή ήθική. Ή χριστολογία είναι προβληματικά απλο¬ποιημένη. Έάν τό έργο γράφηκε στό τέλος τοΰΒ'αίώνα ή περί τό 200, τότε δέν έκφράζει τή θεολογία τής έποχής του, άλλά προγενεστέρων έποχών καί μάλιστα κύκλων ίουδαιοχριστια- νικών (Χριστός = παις, δέ χρησιμοποιεί τόν όρο Ίησοΰς Χριστός), μολονότι απορρίπτει τόν ιουδαϊσμό. Έπειδή όμως τό κείμενο δέν μπορεί, όπως πιστεύεται, νά είναι προγενέστερο τών χρόνων τοΰ Είρηναίου, ύποθέτομε τά εξής: ό συγγραφέας είχε μεγάλη παιδεία, φιλολογική εύαισθησία, ταλέντο λογο¬τεχνικό, γνώση τών στωικών, τοϋ Πλάτωνα καί τών γνωστι¬κών συστημάτων, άλλά ήταν νεοφώτιστος χριστιανός καί χωρίς προϋποθέσεις γιά βαθύτερη θεολογική κατανόηση τοΰ χριστιανισμού. Εις αύτό συνετέλεσε μάλλον καί ή σχέση του μέ ίουδαιοχριστιανικούς κύκλους, τών όποιων ή θεολογία γενικά ήταν έλάχιστα άνεπτυγμένη.
"Ετσι τό κείμενο πού έλαβε ό Διόγνητος είναι λογοτεχνι¬κά έξοχο, άλλά θεολογικά ρηχό κι επιφανειακό. Ή θεοσέβεια καί ή μίμηση τοΰ Χριστού, όπως περιγράφονται, δέ συνδέον¬ται μέ τό πάθος τοΰ Κυρίου καί τό ρεαλισμό τής άσκήσεως. Τά μεγάλα προβλήματα τής Εκκλησίας τών χρόνων του ά- γνοοΰνται.
Τά δύο τελευταία κεφάλαια τοΰ έργου (XI καί XII) έχουν προστεθή άπδ άλλο συντάκτη. "Ολ' αύτά πυκνώνουν τό σκοτάδι πού καλύπτει τό σύνθετο πρόβλημα: ποίος ό συντάκτης τοΰ ωραιότατου κειμένου πρός Διόγνητον, ποία παράδοση εκπροσωπούσε, πότε άκριβώς έγραψε;
Τό κείμενο μας καταλέγεται συνήθως μεταξύ τών έσφαλμένα λεγομέ¬νων αποστολικών πατέρων καί κάποτε μεταξύ τών άπολογητών, πρός τούς όποιους ομολογουμένως έχει ομοιότητες ώς πρός τή διάθεση καί τήν προβλη- ματολογία. Μάλιστα ό Adriessen προσπάθηκε νά δείξη δτι τό παρόν κείμενο είναι ή άπολεσθεΐσα Άπολογία τοΰ Κοδράτου. Ή δλη δμως έπιχειρηματολο- γία του στηρίζεται κυρίως σέ ύποθέσεις εύφυεΐς μέν, άλλ' άναπόδεικτες. Τε¬λευταία ό Jossa ύποστηρίζει παλαιότερη πρόταση, σύμφωνα μέ τήν όποία είναι προτιμότερο νά δεχθούμε ώς συγγραφέα τοΰ κειμένου μικρασιάτη θεο¬λόγο, τό Μελίτωνα Σάρδεων π.χ., παρά άλεξανδρινό ή γνωστικό.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Εκδόσεις: J. GEFFKEN, Der Brief an Diognetos, Heidelberg 1928. E, BLAKENEY The Epistle to Diognetus, London 1843. H. MEECHAM, The Epistle to Diognetus. The Greek text with introd..., Manchester 1949. ΒΕΠ 2, 251-257. H. MARROU, A Diognfete (SCh 33), Paris a1965. J. THIERRY, The Epistle to Diognetum (κείμενο-είσα- γωγή-σημειώσεις-γλωσσάρίο), Leiden 1964. Δ. Κομποθέκρα, Ό αληθής βίος του Ί. Χρί¬στου έκ τών καθαρών πηγών της Γραφής. Ή πρός Διόγνητον έπιστολή παραπεφρασμέ- νη, 'Αθήνα 1866.
Μελέτες: EMM. ΚΑΡΠΑΘΙΟΥ, Συμπλήρωση τοΰ χάσματος της πρός Διόγνητον έπιστο- λής, Θεσσαλονίκη 1925 (θεωρεί συγγραφέα τόν 'Ιερόθεο, πού αναφέρουν οί άρεοπαγιτικές συγγραφές, ό όποίος δμως είναι πρόσωπο μάλλον άνύπαρκτο). Ρ. ANDRIESSEN, L' Apolo¬gie de Quadratus conservee sous le non d' £pltre a Diagnfctc, είς RTAM 13(1946) 5-39, 125-149, 237-260. TOY ΙΔΙΟΥ, εις ii7MM 14(1947)121-156. TOY ΙΔΙΟΥ, είς VCl (1947) 129-136. C. La VESPA, La lettera a Diagneto, Catania 1947. P. NAUTIN, Let¬tres et 6crivains chr^tiens des lie et Ille siecle, Paris 1961, σσ. 167-175 (τό τέλος τοΰ κειμένου). G. LAZZATI, Ad Diognetum VI 10..., είς SP 4(1961)291-297. C. TIBILETTI, Aspetti polemici dell' Ad Diognetum, είς AtTor 79(1961/2) 343-388. TOY ΙΔΙΟΥ, Osservazioni lessicali..., είς AtTor 80(1962/3) 210-248. TOY ΙΔΙΟΥ, Terminologia gnostica e cristiana.., εΕ%AtTor 81(1963/4) 105-119. M. MARA, Osscrvazioni suIl'«A(i Diognetum», εις SMSR 35(1964)267-280. L. BARNARD, The enigma of the Epistlo to Diognetus, είς Studies in the Apostolic Fathers and their background, Oxford 1966, σσ. 165-173 (τό ίργο γράφηκε περί τό 150). S. PETREMENT, Valentin est-il Γ au- teur de 1' ipitre de Diognfcte? είς RI1PR 46(1966)34-62. Epistula ad Diognetum Ver- sione e presentazione di BERN M. ZaNELLA, Vicenza 1967. J. SCHWARTZ, L'fipi- tre k Diognfcte, εις RHPR 48(1968)46-53. G. JOSSA, Melitone e l'A Diogneto, εις AIIS 2(1969/70) 89-101. G. NIELSEN, The Epistle to Diognetus: Its Date and Re¬lationship to Marcion, είς AThR 52(1970) 77-90. J. LIENHARD, The christology of the Epistle to Diognetus, είς VC 24(1970) 280-289 (τό φιλολογικό είδος τοΰ κειμένου δικαιολογεί τήν παράλειψη τοΰ βρου 'Ιησούς Χριστός). W. ELTESTER, Das Mysterium des Christentums. Anmerkungen zum Diognetusbrief, είς ZNW 61(1970) 278-293. P. NAUTIN, Diognetus: Its Date and Relationship to Marcion, είς AThR 52(1974) 98¬105. R. BRANDLE, Die Ethik der «Schrift an Diognet». Eine Wiederaufnahme pauti- nischer und johanneischer Theologie..., Zurich 1975. Π. ΧΡΗΣΤΟΥ, Κριτικά είς τό κεί- μενον της πρός Διόγνητον, είς Κληρονομία 7(1975) 273-283 (προτείνει διορθώσεις σέ $ χωρία).
55. ΘΕΟΔΟΤΟΣ Βυζάντιος
Σκοτεινό πρόσωπο, πού έδρασε στό τέλος τοΰ Β' αιώνα στή Ρώμη καί άναθεματίσθηκε άπό τόν επίσκοπο της Βίκτωρα (189-198). Τίταν ύποδημα- τοποιός, άλλά έπαιξε σημαντικό ρόλο στή θεολογία, διότι ίδρυσε σχολή, στήν όποία δίδασκε οτι δ Χριστός ήταν «ψιλός άνθρωπος», μολονότι γεννήθηκε κα¬τά θεία βούληση άπό τήν Παρθένο Μαρία καί δέχθηκε θεία δύναμη κατά τό βάπτισμά του, όπότε καί υιοθετήθηκε άπό τόν Πατέρα. Θεός δέ ό Χριστός ε¬γινε μετά τήν άνάστασή του. Κατά τόν Εύσέβιο ό Θεόδοτος είναι πατέρας καί «εύρετής» τής αίρέσεως πού θέλει τόν Ίησοΰ ψιλό άνθρωπο. Συνδέεται λοι¬πόν δ Θεόδοτος άρρηκτα μέ τή γένεση τής αίρέσεως τών δυναμικών μοναρ- χιανών καί τών υίοθετιστών, δπως ώνομάζονταν οί οπαδοί του, οί όποιοι μά¬λιστα είχαν δεχθή μεγαλύτερη άπό δσο ό ίδιος ό Θεόδοτος έπίδραση άπό τό γνωστικισμό. Τις λίγες αύτές πληροφορίες δίνουν ό 'Ιππόλυτος (Κατά αιρέ¬σεων 7,35) καί ό Εύσέβιος (Έκκλησ. ίστ. Ε 28, 6 καί 9).
56. ΣΕΞΤΟΥ ΓΝΩΜΑΙ
Πρόκειται γιά πλούσια συλλογή ήθικοφιλοσοφικών άποφθεγμάτων, πού συνάχθηκαν άπό κάποιον εθνικό Σέξτο, τοϋ όποιου γνωρίζομε μόνο τό δνομα. Ή συλλογή καταχωρίζεται έδώ, διότι μεταξύ τών έτών 180 και 210 μάλλον γνώρισε άξιόλογη επεξεργασία επίσης άγνώστου χριστιανού μέ άπολογητι- κό, ήθικιστικό καί οίκοδομητικό σκοπό. Ό χριστιανός διασκευαστής μετέβα¬λε τή μορφή καί τό περιεχόμενο τών «Γνωμών» μόνο τόσο, ώστε νά δια¬κρίνεται ή πραγματική τους δομή, πού είναι νεοπυθαγορική, πλατωνική καί στωική. Γενικά τό εκχριστιανισμένο κείμενο τών «Γνωμών» έκπροσω- πεΐ: α) τήν τάση τών άπολογητών πρός έναρμόνιση της ελληνικής ήθικοφιλο- σοφίκής σκέψεως μέ τό χριστιανισμό' β) τήν άντίληψη δτι ή πλατωνική μετα¬φυσική καί ήθική περί καθάρσεως, άσκήσεως, τελειώσεως, έλλάμψεως καί όμοιώσεως μέ τό θεό ισχύει καί γιά τό χριστιανισμό' καί γ) τίς έγκρατιτικές τάσεις τοϋ Β' αίώνα, ώστε νά φθάνη στήν περιφρόνηση τοΰ κόσμου καί τοϋ γάμου. Πρώτοί μνημονεύει τό £ργο ό Ώριγένης {Κατά Κέλσον 8,30). *0 Ρου- φινος μετάφρασε αύτό στά λατινικά, νομίζοντας δτι γράφηκε άπό τόν Ρώμης Σίξτο Β' (257-258), άποψη πού άπέρριψε ό 'Ιερώνυμος. Ό τελευταίος μά¬λιστα, πού άποδίδει τό £ργο σέ πυθαγόρειο έθνικό φιλόσοφο, είναι κατά της χρήσεως αύτοΰ άπό χριστιανούς (Υπομνήματα είς ΊερεμΙαν 4,41" εϊς'Εζε- κίαν 6 καί 'Επιστολή 133,3). Οί προσπάθειες εντοπισμού τοΰ διασκευαστή τών «Γνωμών» δέν τελεσφόρησαν. Ή κάποια συγγένεια μεταξύ τοΰ κειμένου τούτου καί τών έργων τοΰ άλεξανδρινοΰ Κλήμεντα δέν άποδεικνύουν δτι ό Κλήμης μπορεί νά είναι ό ζητούμενος διασκευαστής.
Ή έπίδραση «τών Γνωμών» διαπιστώνεται άπό τή λατινική, τή συρια¬κή καί άρμενική μετάφρασή τους, καθώς καί άπό τή χρήση τους είς τά μονα¬στικά έργα, βπως π.χ. εις τόν Κανόνα τοΰ άγίου Κολουμπανοΰ (Vogiie).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Εκδόσεις : Α. ELTER, Gnomica, I, 1892(610 «Γνώμαι»). Η. CHADWICK, The sen¬tences of Sextus, Cambridge 1959 («ίμτνο έλλην. και λατιν.-υπόμνημα). ΤΗ.HERMANN, Die armenische Ueberlieferung des Sextussentenzen, είς ZKG 57(1938) 217-226.
Μελέτες: Β. ALTANER, Augustinus und die neutestamentlichen Apokryphen, Sibyllinen und Sextusspruche, είς AB 67(1949) 236-248. G. DELLING, Zur Helleni- sierung des Christentums in den «Spriichen des Sextus», είς ιStudien zum NT und Patristik. E. Klostermann... dargebracht, Berlin 1961, σσ. 208-241. GORDON LEFT- RICHARD FITZRALPHIS, Commentary on the Sentences, είς BJR 45 (1963) 390-422. P. M. BOGAERT, La pr£face de Rufin aux Sentences de Sexte... είς RB (Bull) 82 (1972)26-46. A. DE VOGTIE, Ne juger de rien par soi-m6me, Deux emprunts de la Rfegle colombanienne aux Sentences de Sextus et a S. J6r5me, elzRHSpir 49(1973)129-134.

Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
!-

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

 

FACEBOOK

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ


Histats

ΣΥΝΟΛΙΚΕΣ ΠΡΟΒΟΛΕΣ ΣΕΛΙΔΩΝ

extreme

eXTReMe Tracker

pateriki


web stats by Statsie

ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΣΤΟ FACEBOOK

 PATERIKI


CoolSocial

CoolSocial.net paterikiorthodoxia.com CoolSocial.net Badge

Τελευταία Σχόλια

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ TRANSLATE

+grab this

ON LINE

WEBTREND

Κατάλογος ελληνικών σελίδων
greek-sites.gr - Κατάλογος Ελληνικών Ιστοσελίδων

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

MYBLOGS

myblogs.gr

ΓΙΝΕΤΕ ΜΕΛΟΣ - JOIN US

Καταθέστε τα σχόλια σας με ευπρέπεια ,ανώνυμα, παραπλανητικά,σχόλια δεν γίνονται δεκτά:
Η συμμετοχή σας προυποθέτει τούς Όρους Χρήσης

Please place your comments with propriety, anonymous, misleading, derogatory comments are not acceptable:
Your participation implies in the Terms of Use


| ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ © 2012. All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos | Γιά Εμάς About | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |