Τα αποσπάσματα μεταφράστηκαν και μεταγλωττίστηκαν στη δημοτική γλώσσα από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)
(Υπόμνημα στο κατά Ιωάννην, Π.Ν.Τρεμπέλα εκδόσεις «ο Σωτήρ» μεταφρασμένο & μεταγλωττισμένο στη δημοτική γλώσσα!
Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους)
ΣΥΝΤΜΗΣΕΙΣ ΟΝΟΜΑΤΩΝ
(Πατέρες της Εκκλησίας & Εκκλησιαστικοί συγγραφείς)
Α = Αθανάσιος ο Μέγας Θφ = Θεοφύλακτος
αμ = Αμμώνιος Ι = Ισιδωρος πρεσβύτερος
Αυ = Αυγουστίνος Κ = Κύριλλος Αλεξανδρείας
Β = Βασίλειος ο Μέγας Κλ = Κλήμης Αλεξανδρεύς
Γ = Γρηγόριος Ναζιανζηνός Σβ = Σευήρος Αντιοχείας
Γν = Γρηγοριος Νύσσης Σχ. = Σχολιαστής ανώνυμος
Ε = Ευσέβιος Καισαρειας Χ = Χρυσόστομος Ιωάννης
Ζ = Ζιγαβηνός Ω = Ωριγένης
Θη = Θεόδωρος Ηρακλείας
Θμ = Θεόδωρος Μοψουεστίας
(Σύγχρονοι θεολόγοι ερμηνευτές)
b = Bengel κ = Κομνηνός Π.,
β = Bernard. J.H, Edinburg 1928 χ = Hoskyns Edwyn Gl. London 1947
C = Cremer μ. = Macgregor G.H. London 1928
DB = Dict. Of the Bible,Hastings τ = Temple William, London 1945
F = Fillion L. Cl. Paris 1928 σ. = στίχος
G = Crimm
g = Godet F. 1885
o = Owen John, New York 1861
δ = Δαμαλάς Ν, Αθήναι 1940
Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους
Ιω. 1,1 Εις την αρχήν της πνευματικής και υλικής δημιουργίας, άναρχος και προαιώνιος, υπήρχεν ο Υιός και Λογος του Θεού. Και ο Λογος ήτο πάντοτε αχώριστος από τον Θεόν και πλησιέστατα προς αυτόν, και ο Λογος ήτο Θεός (μετάφραση υπό Ι. Κολιτσάρα)
(1) Θαυμάσιο προοίμιο, το οποίο «σαν να εμφανίστηκε ξαφνικά επάνω από την κορυφή του ουρανού» ο Ιωάννης «μιλά σε μας και έχει μέσα του τον Παράκλητο που μιλά, το Πνεύμα το ευθές, το ηγεμονικό, αυτό που μας οδηγεί στους ουρανούς, που μας δίνει άλλα μάτια και μας κάνει να βλέπουμε τα μέλλοντα ως παρόντα, αυτό που μας δίνει τη δυνατότητα να εξερευνήσουμε όσα υπάρχουν στους ουρανούς ενώ ακόμη έχουμε σάρκα» (Χ).
Σε αυτό, πριν ακόμη αφηγηθεί ο Ιωάννης τα σχετικά με τον επίγειο βίο του Ιησού Χριστού, ταυτίζει αυτόν με τον αιώνιο Λόγο, του οποίου με λίγες αλλά πυκνές φράσεις καθορίζει τη σχέση με το Θεό και τον κόσμο και περιγράφει την σε συγκεκριμένο ιστορικό χρόνο σάρκωση και έλευσή του ανάμεσα στους ανθρώπους. Έτσι τον Πρόλογο τρεις κυρίως ιδέες τονίζονται· ο Λόγος (στίχοι 1-4)· ο Λόγος που παραγνωρίζεται (στίχοι 5-11) και τέλος ο Λόγος που γίνεται δεκτός (στίχοι 12-18).
(2) Ή στην αρχή του κόσμου, κατά την πρώτη στιγμή της δημιουργίας (F). «Μπορούμε όμως βεβαίως το όνομα της αρχής να το θεωρήσουμε
«Υπήρχε ο Λόγος ανέκαθεν και ήταν και είναι θεία αρχή των πάντων» (Κλ). «Τίποτα δεν υπάρχει παλαιότερο από την αρχή, που να έχει στον εαυτό του τον όρο της αρχής. Γιατί αρχή της αρχής δεν μπορεί να υπάρξει ποτέ, και οπωσδηποτε θα πάψει να είναι πραγματικά αρχή, εφόσον θα προϋπονοείται κάποιο άλλο που θα έχει την ύπαρξή του πριν από αυτό» (Κ).
Ο Ιωάννης αρχίζει από το ίδιο σημείο από το οποίο και ο Μωϋσής στο βιβλίο της Γένεσης. Αλλά ευθυς αμέσως οι δύο συγγραφείς χωριζονται μεταξύ τους, διότι ο μεν Μωϋσής κατεβαίνει ακολουθώντας τη ροή των αιώνων, η οποία από την έναρξη της δημιουργίας οδηγεί στο τέλος της με την πλάση του ανθρώπου, ενώ ο Ιωάννης ανεβαίνει από την αρχή του κόσμου στην αιωνιότητα (g).
Εφόσον το ευαγγέλιο εκθέτει τη νέα δημιουργία, από την οποία προήλθαν «τέκνα Θεού» οι στίχοι με τους οποίους αρχίζει ο πρόλογός του απηχουν το ύφος, το λεξιλόγιο, την σύνταξη και τη γενική έννοια των πρώτων στίχων της Γένεσης και των χωριων εκείνων των Παροιμιών και της Σοφίας Σολομώντος, τα οποία αναφέρονται στην εξιστόρηση της δημιουργίας. «Στην αρχή», «φως», «ζωή», «έγινε» και η διαδοχή των φράσεων που ακολουθεί η μία την άλλη υπενθυμίζουν το πρώτο κεφάλαιο της Γένεσης. Η λέξη ο Λόγος υπενθυμίζει τις αλλεπάλληλες προσταγες του Θεού, όπως: Και είπε ο Θεός ας γίνει φως και έγινε φως (χ).
Η εμφάνιση πάνω στη γη του σαρκωμένου Λόγου είναι η πρώτη πράξη της νέας δημιουργίας, η οποία συγκρίνεται και αντιτίθεται με την πρώτη δημιουργία του σύμπαντος (μ). Ή, λιγότερο πιθανώς «το όνομα της αρχής… κατά ένα ιδιαίτερο τρόπο τώρα σημαίνει το «πάντα» » (Ζ). Πράγματι η αιωνιότητα είναι όχι η χρονική αλλά η λογική αρχή του χρόνου και για να δηλώσει την αιωνιότητα βρίσκεται η λέξη στα χωρία Παροιμίες η 23, και ίσως και στο Α΄Ιωάννου α 1 (g).
«Για ποιο λόγο… αφού αποσιώπησε όλα τα άλλα… μάς μιλά αμέσως για την αιώνια γέννηση; Επειδή οι άλλοι ευαγγελιστές αφιέρωσαν το μεγαλύτερο μέρος αναφερόμενοι στην ανθρώπινη φύση του Χριστού, υπήρχε φόβος μήπως πολλοί προσκολλημμένοι στα ταπεινά να μην καταλάβουν για τον μονογενή Υιό του Θεού τίποτα το υψηλότερο από τα χαρακτηριστικά των ανθρώπων, για αυτό προσπερνώντας εκείνα ξεκινά τη διήγηση από την από την προαιώνια ύπαρξη. Πρέπει όμως να ξερουμε και αυτό· ότι ούτε αυτός κάνοντας λόγο για τον υψηλότερο εαυτό του, παραμέλησε τη θεία οικονομία, ούτε οι άλλοι ευαγγελιστές, ασχολούμενοι με τη διήγηση αυτής, αποσιώπησαν την προαιώνια ύπαρξη» (Χ).
«Γιατί μπορούμε να δούμε τους μεν άλλους ευαγγελιστές να κάνουν με μεγάλη ακρίβεια λόγο για την κατά σάρκα γενεαλογία του Σωτήρα μας… ο μακάριος όμως Ιωάννης… χρησιμοποιώντας καποια θερμότατη και φλογερή σκέψη, επιχειρεί να αγγίξει αυτά που ξεπερνούν τον ανθρώπινο νου, και τολμά να εξηγήσει την απόρρητη και ανέκφραστη γέννηση του Θεου Λόγου» (Κ).
(3) «Και ο Μωϋσής μεν εξηγώντας τη δημιουργία του κόσμου είπε· Στην αρχή εποίησε (δημιούργησε) ο Θεός τον ουρανό και τη γη. Ο Ιωάννης όμως δεν είπε· Στην αρχή έγινε ή δημιουργήθηκε ο Λόγος, αλλά· Στην αρχή υπήρχε (ήταν) ο Λόγος. Διότι ήταν στην αρχή δημιουργώντας τον ουρανό και τη γη» (Ω). «Λέγοντας λοιπόν «στην αρχή ήταν ο Λόγος» έδειξε ότι πάντα ήταν και δεν υπήρξε κάποιος χρόνος ή αιώνας, που δεν υπήρχε αυτός» (Ζ).
«Η διάνοια δεν μπορεί να φτάσει στο «ἦν (=ήταν,υπήρχε)», και η φαντασία να ξεπεράσει την «αρχή». Διότι όσο και αν ανεβείς με τη διάνοια προς τα πάνω δεν θα καταλήξεις στο «ἦν». Και όσο και αν τεντωθείς για να δεις του Υιου την αιώνια ύπαρξη, δεν θα κατορθώσεις να ξεπεράσεις την «αρχή» » (Β).
«Όπου ανεβάσεις το νου, σε προλαβαίνει και σε συναντά το «ἦν», και τρέχοντας παντού πριν από σένα δεν αφήνει τη σκέψη σου να βρει κάποια στάση» (Ζ). Ο Λόγος του Θεού δεν ακούστηκε για πρώτη φορά, όταν ο Ιησούς ξεκίνησε να μιλά και να δρα. Ο Λόγος ακούστηκε εν μέσω της όλης δημιουργίας από την αρχή της (χ).
(4) «Λέγεται Λόγος, διότι η σχέση του με τον Πατέρα είναι όποια είναι και η σχέση του λόγου με το νου· όχι μόνο διότι η γέννησή του είναι χωρίς πάθος, αλλά και διότι είναι πολύ ενωμένος και διότι είναι η εξαγγελία του Πατέρα… και ο Υιός είναι σύντομη και εύκολη απόδειξη της φύσης του Πατέρα· διότι κάθε γέννημα είναι σιωπηρός λόγος αυτού που το γέννησε» (Γ).
«Και ο Υιός ονομάστηκε Λόγος, για να αποδειχτεί ότι είναι γεννητός και να μην θεωρηθεί κτιστός· διότι ο λόγος γεννιέται, αλλά δεν κτίζεται, αφού προφέρεται μεν από το στόμα και κινείται από την καρδιά» (Γν).
Ο Θεός είναι Πνεύμα ή αιώνιος Νους· ο Υιός του Θεού είναι ο Λόγος, ο ενδιάθετος (=ο λόγος που είναι μέσα στο νου,ο εσωτερικός,ο ενδόμυχος), αλλά και ταυτόχρονα ο πληρέστατα εκδηλούμενος Λόγος του αιωνίου Νου (b).
Μόνο ο Ιωάννης χρησιμοποιεί με αυτήν την έννοια τον όρο (δες και σ. 14,Α΄Ιω. α 1,Αποκ. ιθ 13). Είναι αμφίβολο εάν με την ίδια έννοια χρησιμοποιείται και στο Εβρ. δ 12. Παρόλ’ αυτά στη Βίβλο υπάρχουν χωρία, στα οποία ο θείος λόγος και η θεία σοφία προσωποποιούνται (Ψαλμ. λβ 4-6, ρστ 20,ρμζ 4,7,Παροιμ. η 22) (F). Προτιμά εδώ από την ονομασία ο μονογενής Υιός που είναι παρακάτω, την ονομασία Λόγος, «για να μην θεωρήσει κάποιος ότι η γέννηση του Υιού από τον Πατέρα είναι με πάθος… οπότε η ονομασία δηλώνει και ότι ο Υιός προέρχεται από αυτόν (τον Πατέρα), και ότι προέρχεται χωρίς πάθος» (Χ).
«Όπως ακριβώς δηλαδή ο λόγος γεννιέται από το νου χωρίς πάθος, έτσι και αυτός γεννήθηκε από τον Πατέρα χωρίς πάθος» (Θφ). «Δεν τον ονόμασε όμως απλώς Λόγο, αλλά μαζί με την προσθήκη του άρθρου, διακρίνοντάς τον από τους άλλους λόγους με τον τρόπο αυτόν… για να μην νομισει κάποιος ότι είναι αυτός απλώς λόγος προφορικός ή ενδιάθετος» (Χ).
«Και για άλλο λόγο όμως τον ονόμασε Λόγο… για να δείξει ότι ο Υιός είναι συναΐδιος (=ο ομοίως αιώνιος,συναιώνιος,συνάναρχος) με τον Πατέρα. Διότι όπως ακριβώς δεν μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει ποτέ ο νους χωρίς λόγο, έτσι ούτε και ο Πατέρας και Θεός υπάρχει χωρίς τον Υιό» (Θφ).
Ο Ιωάννης εδώ δεν δανείζεται τον όρο από τον Φίλωνα, ο οποίος αλληγορικά και θεοσοφικά ερμηνεύοντας την Π.Δ., χρησιμοποιεί τον όρο με έννοια τελείως διαφορετική. Θεωρώντας ο Φίλων, ότι είναι ανάρμοστο στο Θεό να δημιουργήσει τον κόσμο αγγίζοντας αυτόν την ύλη (περί θυόντων Β΄261, περι δημιουργίας κόσμου Α,5) χρησιμοποίησε όργανο τον Λόγο, τον οποίο και ονομάζει ο Φίλων Θεό, ή δευτερο Θεό, γιο του πρώτου Θεού παλαιότατο και πρωτόγονο, ξεκάθαρα όμως χαρακτηρίζει αυτόν ότι δεν είναι ούτε θείας ούτε ανθρώπινης φύσης, αλλά κάποιας τρίτης, ανώτερης μεν από την ανθρώπινη, κατώτερης όμως από τη θεία, και μόνο σε αντίθεση με τον νεώτερο και δευτερόγονο υιό του Θεού, τον κόσμο, ονομάζει αυτόν πρεσβύτερο και πρωτόγονο (Περί ονείρων βιβλ. Α α 640,655,βιβλ. β Α 683,684, Περί φυγάδων Α 561,Τις ο των θείων πραγμάτων κληρονόμος Α 501,502, ότι άτρεπτον το θείον Α 277). Και θεωρώντας αυτόν ως την πρώτη και κυριώτατη από τις πολλές δυνάμεις του Θεού, ξεκάθαρα κηρύττει τις δυνάμεις αυτές ως τάση ή έκταση ή τομή της θείας φύσης, όπως είναι και η ανθρώπινη ψυχή, η οποία «έλαχε καθαρότερης και καλυτερης της ουσίας, από την οποία οι θείες φύσεις δημιουργούνταν» (Περί της Μωυσ. κοσμοποιΐας Α 35).
Εχοντας επίσης ως πηγές τα λεγόμενα στην Π.Δ. για τη σοφία του Θεού, την οποία Π.Δ. ερμηνεύει αλληγορικά, και αντλώντας κατά μέγα μέρος την ιδέα του Λόγου από την ελληνική φιλοσοφία, από μόνη αυτήν την ίδια τη λέξη Λόγος,λαμβάνει ο Φίλων από μεν την Πλατωνική φιλοσοφία την ιδέα για την ψυχή του κόσμου ως κάποιου ενδιάμεσου μεταξύ του Θεού και της κτίσεως, από δε την Στωική φιλοσοφία παίρνει την διδασκαλία περί σπερματικού λόγου, ταλαντεύεται ανάμεσα στην άποψη για τον λόγο ως προσωπικό ον και στην άποψη για το λογο ως απλή δύναμη του Θεού, κάνοντας συγκεχυμένη και πλήρη αντιφάσεων την διδασκαλία του περί λόγου. Πάντως ο Λόγος του Φίλωνος είναι τελείως διαφορετικός από το Λόγο του Ιωάννου. Διοτι ο Λόγος κατά τον Ιωάννη είναι Θεός με την κυριώτατη σημασία και φανερώνει την πληρέστατη ενότητα της ουσίας και φύσης που υπάρχει μεταξυ υιού και πατέρα, ενώ κατά τον Φίλωνα ο Λόγος καταχρηστικά ονομάζεται Θεός, σε σχέση με τους ατελείς ανθρώπους (Ιερ. Νομ. αλληγ. Γ΄ Α 73).
Επιπλέον κατά τον Ιωάννη ο Λόγος είναι αυτός από τον οποίο έγιναν τα πάντα, και το «από τον οποίο» φανερώνει όχι το όργανο απλώς, αλλά την γενετική αιτία, τον συναίτιο της δημιουργίας του κόσμου, ενώ κατά τον Φίλωνα σημαίνει το υπηρετικό οργανο του πατέρα, ο οποίος μόνος είναι η ποιητική αιτία του κόσμου (Περί Χερουβείμ Ι 161), και τον διαμορφωτή μονο και αυτόν που τέμνει την υλη.
Τέλος ο Φίλων αποκλείει τελείως την διδασκαλία για σαρκοποίηση του Λόγου στον θεάνθρωπο, κηρύσσοντας ξεκάθαρα ότι «ο θείος Λόγος δεν ήλθε σε ορατή μορφή, επειδή « (Περί φυγάδων Ι 561 Μ (δ).
Πρώτη και κύρια αφορμή για χαρακτηρισμό του Ιησού Χριστού ως του προσωπικού Λόγου του Θεού παρέσχε η προσωπική εμπειρία των Αποστόλων, η από αυτούς, και μαλιστα από τον Ιωάννη, με όσα είδαν και άκουσαν από τον Ιησού, εμβάθυνση στον θείο Αυτού χαρακτήρα και την ιδιότητα. Ονομάζοντας ο ιερός ευαγγελιστής τον Ιησού Λόγο, εξέφραζε προφανώς για το Χριστό ό,τι αποκόμισε σχετικά με αυτόν από την παρουσία και τα ίδια του τα λόγια (δες α 30,γ 13,21,35,36,ε 19-30,στ 57,ζ 28,29,η 14,23,38,42,54,58,ι 29-38,ιβ 44-50,ιδ 6-11,ιστ 15,28,ιζ 2,5,8,21,ιη 37,κ 28,30,31), και καθόλου ό,τι παραπλήσιο παρείχαν τυχόν σε αυτόν οι παλαιότερες και σύγχρονες φιλοσοφικές θεωρίες.
Επιπλέον στον απόστολο Παύλο και στην προς Εβραίους επιστολή συναντιέται απεικόνιση του προσώπου του Χριστού διαφορετική μεν όσον αφορά τη λέξη, αλλά η ίδια κατ’ ουσίαν με αυτήν του Ιωάννου (δες ιδιαιτέρως Κολ. α 13-20,β 9,Φιλιπ. β 5-11,Εβρ. α 1-4). Από όπου είναι φανερό, ότι η διδασκαλία αυτή για το Χριστό αποτελούσε κτήμα ιδιαίτερο της πρώτης χριστιανικής εκκλησίας (κ).
Ο όρος αυτός του Ιωάννη εξηγείται απλούστατα ως συνδεόμενος με τη συνηθισμένη χρήση του όρου αυτού (ο λόγος του Θεού = κάθετί που ο Θεός λέει ή εγινε αιτία να λεχθεί στους ανθρωπους). Σημαίνει το Χριστό ως αυτόν που εκπροσωπεί η ως αυτόν στον οποίο έχει κρυφτεί αιωνίως και ειδικώς από την αρχή του κόσμου ό,τι ο Θεός είχε να πει στον άνθρωπο και ό,τι αποκαλύφθηκε πλήρως στο κήρυγμα της χάρης και του ελέους της Κ.Δ. Ο Χριστός εκπροσωπεί τον λογο του Θεού όπως ηλθε στον κόσμο, αλλά εφ’ όσον ο κόσμος δεν δέχεται αυτόν, η θριαμβευτική του δύναμη θα αποκαλυφθεί τελικά με αποφασιστική σύγκρουση και νίκη (C).
«Τον ονόμασε Λόγο επειδή επρόκειτο να μας εκθέσει τα του Πατέρα. «Διότι όλα, λέει, όσα άκουσα από τον Πατέρα τα ανήγγειλα σε σας» (Ιω. ιε 15)… Δεν τον ονόμασε όμως απλώς Λόγο αλλά με την προσθηκη του άρθρου, διακρινονάς τον από τους υπόλοιπους λόγους και με αυτόν τον τρόπο» (Χ).
(5) «Δηλαδή μαζι με το Θεό, στους κόλπους τους πατρικούς» (Θφ). «Για να μην νομίζουμε ότι υπήρξε ποτέ χρόνος που ο Υιός ηταν αφανής κρυπτόμενος μέσα στον Πατέρα, και για να μην τον θεωρούμε ότι είναι λόγος προφορικός ή ενδιαθετος… για αυτούς τους λόγους είπε και ο Ιωάννης, Και ο Λόγος ήταν όχι μέσα στο Θεό αλλά προς τον Θεό, αποδίδοντας στο Λογο ξεχωριστή υπόσταση που υφίσταται από την πατρική ουσία… για να θεωρηθει ότι υπάρχει Θεός από Θεό» (Γν).
«Διότι, εάν στην καρδιά υπήρχε ο Λόγος, πώς θα μπορουσε να εννοηθεί Θεός; Πώς θα μπορούσε να υπάρξει κοντά στο Θεό; Επειδή ούτε ο λόγος που είναι στον άνθρωπο είναι άνθρωπος, ούτε λέγεται ότι είναι κοντά σε αυτόν, αλλά μέσα σε αυτόν» (Β).
«Προσθέτει βεβαίως παντού αναγκαία το «υπήρχε», εξαιτίας της προαιώνιας γέννησής του, και λέγοντας ότι «ο Λόγος ήταν μαζί με το Θεό», δείχνει ότι ο Υιος είναι ένα και υπάρχει αυτός καθ’ εαυτόν, και άλλος πάλι είναι ο Θεός και Πατέρας, μαζί με τον οποίο ήταν ο Λόγος. Γιατί πώς γενικά το ένα σε αριθμό, μπορει να νοηθεί ότι αυτό υπάρχει με τον εαυτό του, δηλαδή δίπλα στον εαυτό του;» (Κ).
«Με τη φράση «στην αρχή υπήρχε» φανερώνει το αιώνιο· με τη φράση «αυτός υπήρχε στην αρχή κοντά στο Θεό» μάς φανέρωσε το συναιώνιο. Δηλαδή να μην νομίσεις ότι είναι παλαιότερη η ύπαρξη του Πατέρα· διότι δεν ήταν ποτέ χωρις τον Λόγο (ο Πατέρας)» (Χ). «Ο Λόγος υπήρχε κοντά (προς) στο Θεό· κοντά σε όλο το Θεό οπωσδηποτε όλος ο Λόγος. Επομένως όσος είναι ο Θεός, τόσος εννοείται είναι και ο Λόγος που είναι κοντά σε αυτόν» (Γν).
«Διοτι αν ηταν ελλιπής στο δικο του μέγεθος ο Λόγος, ώστε να μην μπορεί να είναι κοντα σε ολο το Θεό, τότε πρέπει αναγκαστικά να νομίζουμε ότι το μέρος αυτό του Θεου που ξεπερνά το Λόγο, είναι άλογο (χωρίς λόγο). Αλλά όμως, με την όλη μεγαλειότητα του Θεού συνθεωρείται η μεγαλειότητα του Λόγου» (Γν).
Ο Λόγος του Θεού δεν είναι κάτι το ουδέτερο, αλλά ενεργεί με προσωπική συνείδηση και θέληση. Η πρόθεση «προς» δηλώνει το «πού» ή το «με συντροφια κάποιου» (χ). Η «προς» σημαίνει όχι μόνο το ότι είναι κοντά αλλά συγχρόνως και συνεχή κίνηση και τάση του Υιου προς τον Πατέρα. Δηλώνει λοιπόν την στενότατη και αδιαχώριστη και αδιάσπαστη ένωση, αλλά συγχρόνως και την διάκριση των προσώπων που βρίσκονται σε τετοια ένωση.
«Δεν είπε… ότι (ο Λόγος) είναι μέσα στο Θεό, για να μην επινοηθεί από την αρχή αμέσως του ευαγγελίου σύγχυση των (θείων) προσώπων, αλλά είπε, προς τον Θεό, δηλαδή κοντά στον Πατέρα, για να φανερώσει και το ξεχωριστό των (θείων) υποστάσεων και ότι είναι αχώριστοι ο Πατέρας και ο Υιός» (Ζ).
Ο Λογος και ο Θεός δεν υφίστανται απλώς παράπλευρα ο ένας με τον άλλον, αλλά βρίσκονται σε ζωντανή κοινωνία, παρόλο που είναι διακεκριμένα πρόσωπα (μ).
(6) Ο παρισινός κώδικας L και ο Γρηγόριος ο Νύσσης έχουν τη γραφή «ο Θεός». «Με το να είναι μεν μαζί (κοντά) με το Θεό αναγνωρίζεται ότι είναι άλλος από τον Πατέρα… ενώ με το ότι είναι Θεός, νοείται ομοούσιος και προερχόμενος από αυτόν κατά φύση, καθότι είναι και Θεός, και προήλθε από το Θεό» (Κ).
«Διότι πολλοί είναι οι λόγοι του Θεού, αλλά κανένας από εκείνους τους λόγους δεν είναι Θεός· αλλά εκείνοι μεν όλοι είναι προφητείες και προστάγματα, ενώ αυτος ο Λόγος είναι μία ουσία η οποία προηλθε απαθώς (=χωρίς τροπή,αλλαγή) από τον ίδιο τον Πατέρα» (Χ).
«Για να μην βλασφημήσει κάποιος νομίζοντας, ότι είναι λόγος, όπως ο δικός μας, ενδιάθετος ή προφορικός», διακηρύττει ότι «δεν είναι τέτοιος, αλλά είναι ενυπόστατος (=έχει αληθινή υπόσταση,ύπαρξη),και έχει την ίδια φύση και αξία με τον Πατέρα» (Ζ).
«Διότι ο μεν λόγος των ανθρώπων αποτελείται από συλλαβές και ούτε ζει ούτε ενεργεί κάτι, αλλά μόνο εκφράζει τη σκέψη εκείνου που μιλάει, και μόλις βγει από το στόμα χάνεται και δεν φαίνεται πλέον, επειδή δεν υπήρχε καν πριν να λεχθεί. Για αυτό ούτε ζει ούτε ενεργεί κατι, και δεν είναι καν άνθρωπος ο λογος των ανθρώπων. Και παθαίνει αυτό ο λόγος των ανθρώπων, επειδή και ο ανθρωπος που τον γεννά έχει φύση που προέρχεται από το μηδέν. Ο Λόγος όμως του θεου δεν είναι προφορικός, όπως θα έλεγε κανείς, ούτε ψίθυρος λέξεων, ούτε η προσταγή του Θεού είναι «ο Υιός», αλλά όπως η ακτινοβολία του φωτός, έτσι είναι και αυτός γέννημα τέλειο από τον τέλειο (Πατέρα)» (Α).
«Ο λόγος αυτού δεν είναι τέτοιος, όπως είναι ο λόγος όλων. Διότι κανενός ο λόγος δεν είναι «ζωντανή ύπαρξη»· κανενός ο λόγος δεν είναι «Θεός»·κανενός ο λόγος δεν υπήρχε «στην αρχή» κοντά σε εκείνον, του οποίου ήταν λόγος» (Ω).
Μπαίνει μπροστά το Θεός, αν και είναι κατηγορούμενο, διότι εμπερικλείει την νέα ιδέα, την οποία η παρούσα φράση προσθετει στην προηγούμενη. Μπαίνει χωρίς άρθρο, διοτι ο Λόγος δεν ηταν ολόκληρη η θεότητα αλλά το δεύτερο πρόσωπο αυτής. Η έννοια της λέξης Θεός στη φράση αυτή είναι διαφορετική από αυτήν στην προηγούμενη φράση. Εδώ σημαινει γενικώς τη θεότητα, εκεί τον Θεό και Πατέρα.
(7) «ήταν λοιπόν και Θεός· δεν έγινε ύστερα, αλλά ήταν από παλαιά» (Κ).
(8) Σύμφωνα με αυτά στον στιχο αυτόν η μεν πρωτη φράση (Στην αρχή υπήρχε ο Λογος) διακηρύττει την αιωνιότητα του Λόγου, αποκλείοντας, ότι ο Λόγος υπήρξε δημιούργημα ή κάποια απόρροια (=ροή,έκχυση) από τη θεία ουσία που σημειώθηκε σε χρόνο· η δεύτερη φράση (και ο Λόγος υπηρχε κοντα στο Θεό) διακηρύττει την ξεχωριστή προσωπικότητα και την σχέση του με τον Πατερα· και η τρίτη φράση διακηρρύττει την ύψιστη θεότητά του αποκλείοντας την ιδέα, ότι ο Λόγος ήταν κάποιος κατωτερος Θεός, μη ίσος προς τον Πατέρα.
«Στην αρχή υπήρχε ο Λόγος, και ο Λόγος υπηρχε κοντά στον Θεό, και Θεός ήταν ο Λόγος· μέσα σε λίγες λέξεις περιέκλεισε την αιώνια ύπαρξη, την απαθή γέννηση, την συνύπαρξη με τον Πατέρα, το μεγαλείο της φύσης του, τα πάντα, και με την προσθήκη του «ἦν (υπήρχε)» τα ανέβασε όλα στην αρχή» (Β)
Ιω. 1,2 Αυτός υπήρχεν εις την αρχήν της δημιουργίας ηνωμένος προς τον Θεόν.
(1) Συγκεφαλαιώνει τις αλήθειες που διακηρύχτηκαν στις τρεις προηγούμενες φράσεις και ειδικότερα το «και Θεός ηταν ο Λόγος» (g). «Με το οὗτος (αυτός) είναι σαν να δείχνει το Θεό Λόγο που προαναφέρθηκε και συγκεντρώνοντας σε μία τέταρτη πρόταση και το «Στην αρχή υπήρχε ο Λόγος» και το «ο Λόγος ήταν προς τον Θεό», και το «Θεός ήταν ο Λόγος», λέει· Αυτός υπήρχε στην αρχή προς τον Θεό» (Ω). «Αφού είπε, ότι πάντα ήταν και ότι ήταν αχώριστος με τον Πατέρα και ότι ηταν Θεός, ανακεφαλαίωσε σύντομα ταυτόχρονα και θαυμάσια… παρέχοντας σε εμάς σύνοψη θεολογίας για τον υιό» (Ζ).
(2) Αυτό που επαναλαμβάνεται από το στίχο 1 μπαίνει τώρα σε αντίθεση με την αποστολή του στους ανθρώπους που επακολούθησε (b), και με την δημιουργία που συντελέστηκε από αυτόν σε συγκεκριμένο χρόνο.
……………………..
Ιω. 1,14 Και ο Υιός και Λογος του Θεού έγινε άνθρωπος κατά υπερφυσικόν τρόπον και κατεσκήνωσεν με οικειότητα εν τω μέσω ημών και ημείς είδαμεν την μεγαλειώδη δόξαν του, δόξαν όχι ανθρωπίνην, αλλά θείαν και απέραντον, την οποίαν είχεν ως φυσικήν του κατάστασιν από τον Πατέρα, σαν Υιός του Θεού μονογενής, γεμάτος χάριν και αλήθειαν.
(1) «Αφού είπε… ότι έγιναν τέκνα Θεού, εκθέτει τωρα και την αιτία της απερίγραπτης αυτής τιμής. Και αυτή είναι το ότι έγινε σάρκα ο Λόγος» (Χ). «Διότι ο υιός του Θεού έγινε άνθρωπος, για να γινουν οι άνθρωποι υιοί Θεού» (Ζ).
«Εγινε σάρκα από φιλανθρωπία με το να κοινωνήσει με την ταπεινή μας φύση, για αυτό, αφού αναμίχθηκε με τον άνθρωπο, δέχτηκε στον εαυτό του όλη τη φύση μας, έτσι ώστε με την ανάμιξη με το θείο να θεωθεί μαζί και το ανθρώπινο, αφού με την απαρχή εκείνη συναγιάζεται και όλη η δική μας φύση» (Γν).
Ο Λόγος έγινε σάρκα. Το καταπληκτικότερο από όλα τα παράδοξα, το οποίο τονίζεται έντονα με την υπονοουμενη αντίθεση με τον πρώτο στίχο: Εκείνος, ο οποίος «ήταν στην αρχή» «έγινε»· και εκεινος, ο οποίος ήταν Θεός εγινε σάρκα· και εκείνος, ο οποίος ήταν προς (κοντά) στο Θεό ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν (μ).
(2) «Χρησιμοποίησε τα κατάλληλα ρήματα, το μεν «έγινε» για την σάρκα, ενώ το ἦν (υπήρχε) για τη θεότητα» (Ω). «Ο Λόγος έγινε σάρκα, είναι ίσο με το να πει έγινε άνθρωπος» (Α), «διότι η Γραφή συνηθίζει να λέει σαρκα τον άνθρωπο, όπως με τον προφήτη Ιωήλ λέει· Θα εκχύσω από το Πνεύμα μου πάνω σε κάθε σάρκα» (Α), και «από μόνη τη σάρκα ονομάζει ολόκληρο το ζώο (ανθρωπο)» (Κ). «Ο Λόγος έγινε σάρκα, όχι με το να αναλυθεί σε σάρκα, αλλά με το να φορέσει σάρκα» (Α).
«Δεν μετέβαλλε την ουσία του σε σάρκα, αλλά την προσέλαβε ενώ η ουσία του παρέμεινε ανέπαφη» (Χ). «Διότι αν βεβαίως πάθαινε κάποια τροπή και αλλοίωση, δεν θα ήταν Θεός» (Θφ).
«Εάν όμως λένε κάποιοι ότι σαν Θεός που είναι τα μπορεί όλα και επομένως ότι μπορούσε να μεταπέσει (μεταβληθεί) και σε σάρκα, τους λέμε αυτό, ότι όλα τα μπορεί έως ότου εξακολουθεί να είναι Θεός. Εάν όμως δέχτηκε μεταβολή και μεταβολή προς τα χειρότερα, πώς μπορεί να είναι Θεός;… Διότι η ουσία του Θεού είναι υπεράνω κάθε μεταβολής» (Χ).
«Ακούγοντας λοιπόν ότι «ο Λόγος έγινε σάρκα», δεν εννοούμε ότι ο Λόγος είναι ολόκληρος σώμα, αλλα ότι φόρεσε σώμα και έγινε άνθρωπος» (Α).
«Επειδή λοιπόν υπάρχουν εκείνοι οι οποίοι λένε ότι όλα τα γεγονότα της θείας οικονομίας ήταν μία φαντασία και προσποίηση και υποψία… χρησιμοποίησε το ρήμα «έγινε», θέλοντας να εκφράσει όχι μεταβολή της ουσίας, προς Θεού, αλλά ότι προσέλαβε αληθινή σάρκα» (Χ). Γράφοντας τη φράση αυτή ο ευαγγελιστής έχει στο νου τον Δοκητισμό (=αίρεση που θεωρούσε φαινομενική την ενανθρώπηση), τον οποίο με σαφήνεια αποκηρύττει στο Α΄Ιωάννου δ 2 (β).
«Ο Λόγος… μένοντας Θεός, έγινε και άνθρωπος, παίρνοντας σάρκα εμψυχωμένη με ψυχή λογική και νοερή» (Ζ).
Το χωρίο Φιλιπ. β 6-8 διασαφηνίζει πλήρως το δίδαγμα του παρόντος στίχου. Η αληθινή έννοια της σάρκωσης του Λόγου εκφράζεται στο Κολασ. β 9 «σε αυτόν κατοικεί όλο το πλήρωμα της θεότητας σωματικά». «Δεν είπε· Αφού βρήκε κάποιον άνθρωπο ο Λόγος, ενώθηκε με αυτόν, αλλά αυτός ο ίδιος έγινε άνθρωπος. Ανατρέπεται λοιπόν από αυτό το ρητό και ο Νεστόριος (αιρετικός του Ε΄ αιώνα)» (Θφ).
«Εγινε άνθρωπος και όχι μπήκε σε άνθρωπο… μη τυχόν και οι ασεβείς εξαπατήσουν κάποιους και νομίσουν και εκείνοι, ότι όπως ακριβως στα προηγούμενα χρόνια γινόταν σε καθέναν από τους αγίους, έτσι και τώρα, ήλθε σε έναν άνθρωπο ο Λόγος για να αγιάζει και αυτόν, και φανερώνεται όπως και στους άλλους» (Α).
Ο Λόγος δεν έγινε ένας ορισμένος και προσωπικά υφιστάμενος άνθρωπος, αλλά γενικώς άνθρωπος. Δεν απέκτησε τότε προσωπικότητα, διότι ηδη είχε αυτήν, αλλά μαζί με το προϋπάρχον ήδη πρόσωπό του προσέλαβε και πραγματική ανθρώπινη φύση (μ). «Αφού λοιπόν έγινε αυτός και άνθρωπος για τη δική μας σωτηρία, τον προσκυνούμε όχι σαν ίσο που πήρε ίσο με μας σώμα, αλλά σαν δεσπότη που πήρε τη μορφή του δούλου και σαν δημιουργό και κτίστη που ήλθε μέσα στο κτίσμα» (Α).
Το σάρξ εγένετο δεν δηλώνει μόνο, ότι ο Κύριος υπήρξε πραγματικά και αληθινά άνθρωπος, αλλά και ότι υπέβαλλε τον εαυτό του στις αθλιότητες και ασθένειες της ανθρώπινης φύσης. Ο όρος σάρκα σημαίνει τον άνθρωπο ως ασθενή ύπαρξη. Και αληθινά ο Κύριος σταυρώθηκε με ασθένεια (Β΄Κορ. ιγ 4).
Σημαίνει ακόμη ο όρος σάρκα φύση θνητή και που πεθαίνει («είναι σάρκες, φύσημα περαστικό ανέμου, το οποίο όταν περάσει δεν επιστρέφει πλέον» Ψαλμ. οζ 39). Και ο Χριστός «θανατώθηκε κατά την σάρκα» (Α΄ Πέτρου γ 18).
Η σάρκα παρουσιάζει τον άνθρωπο εμποτισμένο με την αμαρτία και βυθισμένο σε αυτήν. Και ο Χριστός μολονότι υπήρξε ακηλίδωτος και απολύτως αναμάρτητος, όμως εμφανίστηκε «με ομοίωμα σάρκας αμαρτίας» (Ρωμ. Η 3) «γινόμενος για χάρη μας αμαρτία» (Β΄Κορ. ε 6), «για να γίνουμε εμείς δικαιοσύνη Θεού μέσω αυτού».
Ας θαυμάσουμε το ότι ο Λόγος έγινε σάρκα· αυτός ο οποίος δημιούργησε τα πάντα ντύθηκε την ευτελή ανθρώπινη φύση. Όταν στη Γραφή διακηρύττεται «ο άνθρωπος είναι σαν το χορτάρι οι ημέρες του» και «κάθε άνθρωπος είναι σαν χορτάρι», τονίζεται συγχρόνως και η αξιοθαύμαστη αγάπη του Λυτρωτή, ο οποίος για να μας λυτρώσει και σώσει έγινε σάρκα και ξεράθηκε σαν χορτάρι.
(3) Κυριολεκτικά σημαίνει κατοίκησε κάτω από σκηνή. Ή, για να δηλώσει την πάνω στη γη διαμονή του Λόγου για ένα σύντομο διάστημα (β). Ή «λέγοντας «και κατασκήνωσε μεταξύ μας», είναι σαν να λέει μην υποψιαστείς τίποτα το άτοπο από το «έγινε». Διότι δεν είπα μετατροπή της φύσης εκείνης που είναι αμετάτρεπτη, αλλά κατασκήνωση και κατοίκηση. Το κατασκηνώνω όμως δεν ταυτίζεται με τη σκηνή, αλλά είναι άλλο» (Χ).
Δηλαδή ο Λόγος πήρε την ανθρώπινη φύση του σαν σκηνή του «όπως ακριβώς ο ναός (της Π.Δ.) είχε τη δόξα του Θεού που κατασκήνωνε μέσα σε αυτόν» (Ω). και οι δύο εκδοχές είναι σοβαρές. Ίσως με την προτίμηση του ρήματος αυτού (εσκήνωσε) να ήθελε ο ευαγγελιστής να υπαινιχθεί την σκηνή του μαρτυρίου στην έρημο, η οποία ήταν κατά κάποιο τρόπο η σκηνή του Ιεχωβά (Εξοδ. κε 8,9) (F).
Πάντως το ρήμα σκηνώνω εδώ δηλώνει τις σχέσεις οικειότητας, τις οποίες σύναψε με τους όμοιούς του. «Για αυτό κατασκήνωσε μέσα μας, για να μπορέσουμε με πολλή ελευθερία και να τον πλησιάσουμε και να συζητήσουμε μαζί του και να τον συναναστραφούμε» (Χ). Κατασκήνωσε μεταξύ μας. Υπαινίσετται αυτό πρώτον, ότι έμεινε κάτω από συνθήκες πολύ πτωχικές, όπως οι ποιμένες στις σκηνές τους. Δεν έμεινε σαν σε ανάκτορα, αλλά σαν σε σκηνή. Διότι δεν είχε πού να γυρει το κεφάλι του.
Δεύτερον, ότι οι συνθήκες, στις οποίες έζησε εδώ, ηταν στρατιωτικές. Οι στρατιώτες παραμένουν σε σκηνές. Και από την εποχή της παράβασης των πρωτοπλάστων έχει κηρυχθεί πόλεμος κατά του σπέρματος του φιδιού, και ήλθε τώρα ο Χριστός, να διαξαγάγει αυτοπροσώπως την μάχη.
Τρίτον, ότι η παραμονή του ανάμεσά μας δεν επρόκειτο να παραταθεί παντοτινά. Παρέμεινε μεταξύ μας σαν σε σκηνή και όχι σαν σε μόνιμο οικοδόμημα. Οι πατριάρχες κατοικώντας σε σκηνές διακήρυτταν τους εαυτούς τους ξενους και παρεπίδημους στη γη και επιζητούσαν καλύτερη πατρίδα και πόλη. Έτσι επραξε και Χριστός, αφήνοντας σε μας παράδειγμα. Δες Εβρ. ιγ 13,14.
Τέταρτον, ότι όπως ανέκαθεν ο Θεός διαμένει στη σκηνή του Μωϋσή και υπεράνω της κιβωτού αναμεσα στα χερουβείμ, έτσι και τώρα κατασκήνωσε στην πραγματική σκηνή του μαρτυρίου, στην ανθρώπινη φύση του Χριστού.
(4) Αναφέρεται ή στους αυτόπτες, στους οποίους ανήκει και ο ευαγγελιστής, για τους οποίους προστίθεται αμέσως το εθεασάμεθα (b,g). Ή, στην ανθρωπότητα ολόκληρη. «Την σκηνή την κατοικεί παντοτινά. Δεν περιεβλήθη την σάρκα τη δική μας για να την αφήσει πάλι, αλλά για να την έχει παντοτινά μαζί του. Διότι, αν δεν συνέβαινε αυτό, δεν θα την έκανε άξια και του βασιλικού θρόνου και δεν θα προσκυνούνταν έχοντας αυτήν από ολόκληρη την ουράνια στρατιά των αγγέλων, αρχαγγέλων, θρόνων, κυριοτήτων, αρχών και εξουσιών. Ποιος λόγος, ποια διάνοια μπορεί να παραστήσει την τόσο μεγαλη τιμή, η οποία έγινε στο γένος μας:» (Χ).
(5) «Φανερώθηκε σε μας με το σώμα που τον συντρόφευε. Διότι αν δεν μπόρεσαν να δουν μόνο το δοξασμένο πρόσωπο του Μωϋσή, ο οποίος ήταν από τη δική μας φύση, οι σύγχρονοί του… πώς θα μπορούσαμε να υπομείνουμε εμείς οι πήλινοι και γήινοι την θεότητα, η οποία είναι απλησίαστη ακόμη και σε αυτές τις ουράνιες δυνάμεις;» (Χ).
Πουθενά στην Κ.Δ. το θεάσθαι δεν βρίσκεται με την έννοια οπτασίας ή θεωρίας πνευματικής. Χρησιμοποιείται 22 φορες με την έννοια του βλέπω με τα σωματικά μάτια. (Δες και α 32,38,δ 35,στ 5,ια 45,Α΄Ιω. δ 12,14) (β). Είναι όμως πλουσιότερο από το ρήμα ορώ και σημαίνει βλέπω άνετα και με ικανοποίηση (g). Εθεασάμεθα. Εμείς και όχι όλοι στα μάτια των οποίων έπεσε ο Ιησούς. Ο Καϊάφας, ο Ηρώδης και ο Πιλάτος δεν είδαν τη δόξα του, αλλά μόνο οι αληθινοί μαθητές του (τα).
(6) Την υπερφυσική αίγλη και υπερκόσμια λάμψη, ανάλογη με τις εμφανίσεις του Θεού στην Π.Δ.. Δες Εξοδ. ιστ 10,κδ 16,μ 28-32 κλπ. (κ). Ή «τη δόξα του Λόγου, τη δύναμη της θεότητας που έλαμψε μέσα από τη σάρκα, σαν μέσα από παραπέτασμα (προκάλυμμα,κουρτίνα). Τα άπειρα και ποικίλα θαύματα, η υπέρλαμπρη μεταμόρφωση… η υπέρλογη ανάσταση… και όσα μετά από αυτήν έργα που αρμόζουν στο Θεό… είδαν οι απόστολοι» (Ζ). Ή, την σφραγίδα της υιότητας η οποία ήταν εντυπωμένη σε όλο τον βίο του Ιησού· τη στενή κοινωνία του Ιησού με τον Θεό Πατέρα, η οποία διεκρινε βαθύτατα τη ζωή του Ιησού από τη ζωή κάθε άλλου ανθρώπου.
Αυτή η σχέση κατά τον ίδιο συγγραφέα περιλαμβάνει φυσικά όλες τις εκδηλώσεις αυτής, δηλαδή τα θαύματα, τη θεία σοφία στα λόγια του, τη ζωή της αγιότητας και αναμαρτησίας, κάθετί που οι μαθητές είδαν στον Ιησού θεϊκά μεγάλο και ωραίο (g). Και οι δύο εκδοχές σοβαρές.
(7) Συνδέεται ή λιγότερο πιθανώς με το μονογενοῦς ή με το παρὰ Πατρός = Δόξα τέτοια που λαμβάνει από τον Πατέρα ο μονογενής.
(8) «Το «ως» εδώ δεν σημαίνει παρομοίωση ή σύγκριση, αλλά βεβαιότητα και αναμφισβήτητη αναφορά. Είναι σαν να έλεγε· είδαμε δόξα τέτοια που έπρεπε και ήταν φυσικό να έχει αφού ήταν μονογενής και γνήσιος Υιός του Θεού ο οποίος είναι βασιλιάς όλων» (Χ).
(9) «Μου φαίνεται ότι λέγεται Υιός από τη μία, επειδή είναι ένα και το αυτό με τον Πατερα στην ουσία… μονογενής από την άλλη, όχι μόνο επειδή είναι μόνος αυτός από μόνον τον Πατέρα και μόνον αυτός, αλλά και διότι είναι αυτά κατά μοναδικό τρόπο, και όχι όπως γεννιούνται τα σώματα» (Γ).
Είναι ο μόνος «φυσικός υιός του Θεού» (Ζ). «Η φράση «ὡς μονογενοῦς παρὰ πατρός» μάς υπαγορεύει να εννοήσουμε ότι ο υιός είναι από την ουσία του πατέρα. Διότι κανένα από τα κτίσματα δεν έχει την ύπαρξη «παρά πατρός» αλλά «εκ Θεού» μέσω του Λόγου. Διότι αν και άλλα είχαν την ύπαρξη «παρά πατρός», τότε μάταια χρησιμοποιήθηκε η ονομασία του μονογενή, εφ’ όσον είναι πολλά αυτά που έχουν την ύπαρξη «παρά πατρός» » (Ω).
Προς τον όρο αυτόν δεν ανταποκρίνεται πλήρως ο όρος αγαπητός των συνοπτικών, αλλά μάλλον η Παύλεια φράση ίδιος υιός (Ρωμ. Η 32. Δες Ιω. ε 18) (C). Είναι με τέτοια έννοια Υιός του Θεού, με την οποία αδελφούς δεν έχει· με τελείως λοιπόν διαφορετική έννοια ονομάζονται αυτοί που υιοθετούνται μέσω αυτου σε τέκνα Θεού (G).
(10) «Τα θαύματα δεν δόθηκαν σε αυτόν από δωρεά και χάρη, αλλά ο Υιός έχει το αξίωμα της πατρικής θεότητας από τη φυσική κοινωνία του με τον Πατέρα. Διότι το να πάρει μεν, είναι κοινό και όσον αφορά την κτίση· το να έχει όμως από τη φύση του, αυτό είναι ιδιαίτερο γνώρισμα αυτου που γεννήθηκε. Ως Υιός λοιπόν από τη μία, κατά τρόπο φυσικό έχει ως απόκτημα αυτά που είναι του Πατέρα· ως Μονογενής από την άλλη, όλα τα έχει συγκεντρωμένα στον εαυτό του, και τίποτα δεν μοιράζεται με άλλον» (Β).
«Δεν έχει τη χάρη μετρημένη σαν δοσμένη από άλλον, αλλά σαν τέλειος που είναι, την έχει τέλεια και αληθινή, δηλαδή όχι εισαγόμενη από έξω, ούτε αποκτημένη από έξω υπό μορφή προσθήκης, αλλά που υπάρχει μέσα στην ουσία του και παρέχει κατά τρόπο φυσικό καρπό πατρικού ιδιώματος στον Υιό που προήλθε από αυτόν» (Κ).
«Διότι όλοι οι άλλοι μεν και οι άγγελοι και οι αρχάγγελοι και οι προφήτες τα έκαναν όλα κατόπιν προσταγής, ενώ αυτός με εξουσία, που πρέπει σε βασιλιά και δεσπότη» (Χ).
(11) Υπάρχει και η λιγότερο αυθεντική γραφή πλήρη (=δόξα πλήρη). Η πρόταση και εθεασάμεθα… πατρός, είναι παρενθετική.
(12) Ή «με χάρη από τη μία στις θαυματουργίες, με αλήθεια από την άλλη στις διδασκαλίες» (Ζ). Ή, γεμάτος δυναμη θεία για αναγέννησή μας και πλήρης γνώσης θείας για φωτισμό μας (δ). Ή η χάρη εδώ σημαίνει την θεία αγάπη που ποθεί να ξεχύσει τις ευεργεσίες της και η αλήθεια τον υπερφυσικό φωτισμό τον οποίο έφερε ο Λόγος (F).
Στην παλαιά σκηνή, στην οποία διέμενε ο Θεός, ήταν ο νόμος. Εδώ είναι η χάρη. Εκεί ήταν τύποι, εδώ η αλήθεια. Ο σαρκωμένος Λόγος έφερε μέσα του ό,τι απαιτούνταν, για να γίνει Μεσίτης. Ήταν γεμάτος χάρη και αλήθεια, τα δύο απαραίτητα για τον πεσμένο άνθρωπο. Ήταν γεμάτος χάρη και αλήθεια, διότι δεν δόθηκε με μέτρο σε αυτόν το άγιο Πνεύμα. Ήταν γεμάτος χάρη και πλήρως αρεστός στον Πατέρα του, έτσι όμως και μόνος ικανός να μεσιτεύσει προς αυτόν για χάρη μας. Ήταν και γεμάτος αληθεια, άρα λοιπόν και περισσότερο από κάθε άλλον ικανός, να διδάξει και σε μας αυτήν.
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.