Αναφορά στο 'Αγιο Δωδεκαήμερο
Λάμπρου Κ. Σκόντζου, Θεολόγου - Καθηγητού
«ΛΥΤΡΩΣΙΝ ΑΠΕΣΤΕΙΛΕ ΚΥΡΙΟΣ ΤΩ ΛΑΩ ΑΥΤΟΥ»
Το πιο ευφρόσυνο άγγελμα όλων των εποχών: «ο Λόγος σάρξ εγένετο»
(Ιωάν.1,14), αποτελεί την απαρχή της χαράς και της ελπίδας για το
ανθρώπινο γένος. Η ενανθρώπηση του Θεού είναι το μέγιστο γεγονός της
ανθρώπινης ιστορίας, διότι χάρις σε αυτό βρήκε ο άνθρωπος και ολόκληρη η
δημιουργία την πραγματική λύτρωση.
Το ευλογημένο αυτό γεγονός είναι ο αντίποδας του
φρικτού γεγονότος της πτώσεως του ανθρώπου και η αληθινή παλινόρθωσή του
στην προπτωτική του κατάσταση, καθότι, σύμφωνα με τον άγιο Κύριλλο
Αλεξανδρείας: «ηρρώστησεν η ανθρωπίνη φύσις εν Αδάμ δια της παρακοής την φθοράν εισέδυ τε ούτως αυτήν τα πάθη»
(P . G .74,788/9). Αν η πτώση υπήρξε η χείριστη κατάρα και ο όλεθρος, η
θεία ενανθρώπηση υπήρξε η ύψιστη ευλογία και η χάρη. Ο θεσπέσιος
υμνογράφος των Χριστουγέννων αποδίδει με τον πλέον άριστο τρόπο αυτή την
αλήθεια: «Ιδών ο Κτίστης ολλύμενον τον άνθρωπον χερσίν ον
εποίησε, κλίνας ουρανούς κατέρχεται, τούτον δε εκ παρθένου αγνής όλον
ουσιούται αληθεία σαρκωθείς» (Κανών των Χριστουγέννων).
Μάλιστα μέσα από την πατερική θεολογία της Εκκλησίας μας διαφαίνεται
πως, χωρίς να είναι το γεγονός της πτώσεως μέρος της θείας οικονομίας, η
σάρκωση του Θεού Λόγου απέβη περισσότερο ωφέλιμη στον άνθρωπο, από την
αποκατάσταση της προ της πτώσεως κατάστασής του. Δι' αυτής έχουμε
αναδημιουργία του ανθρώπου εν Χριστώ. Η πρώην θνητή φύση του Αδάμ, χάρις
στη θεία ενανθρώπηση, ενώθηκε με τη θεία φύση, με αποτέλεσμα την κατά
χάριν θέωσή της.
Ο Θεός Λόγος γενόμενος άνθρωπος, προσέλαβε πραγματικά την ανθρώπινη φύση στο θεανδρικό Του πρόσωπο, «ίνα τους υπό νόμον εξαγοράσει, ίνα την υιοθεσίαν απολαύομεν»
(Γαλ.4,5). Η πρόσληψη αυτή προϋπέθετε τον καθολικό καθαρισμό της από
τον ρίπο της αμαρτίας που
έφερε μετά την πτώση, διότι ο απόλυτα
αναμάρτητος Θεός δε μπορούσε να κατοικήσει σε πτωτική και αμαρτωλή φύση.
Αυτό σημαίνει πως η ανθρώπινη φύση έχει καθαρισθεί και θεωθεί από την
ευλογημένη στιγμή που ο Θεός Λόγος ενοικούσε δια της χάριτος του Αγίου
Πνεύματος στην αγνή γαστέρα της Θεομήτορος. Όλοι οι άνθρωποι φέρουμε πια
φύση καθαρή, αγία και θεωμένη, χωρίς να έχουμε συνειδητοποιήσει αυτή
την ύψιστη θεία δωρεά, καθότι: «παράδοξον μυστήριον οικονομείται σήμερον, καινοποιούνται φύσεις και Θεός άνθρωπος γίνεται» (ύμνος Χριστουγέννων). Σύμφωνα με τον Θεοδώρητο Κύρου: «αθάνατόν τε και άφθαρτον υπό της ενοικούσης εγένετο φύσεως» ( P . G .81,836Β).
Το γεγονός της αντικειμενικής σωτηρίας της
ανθρωπίνης φύσεως δεν αίρει σε καμιά περίπτωση την ελευθερία του
προσώπου. Η πραγμάτωση της σωτηρίας στηρίζεται αποκλειστικά στην
προσωπική ελευθερία. Ο απόστολος Παύλος είναι ο διαπρύσιος κήρυκας της
ελεύθερης επιλογής της σωτηρίας: «τη ελευθερία ημάς Χριστός ηλευθέρωσεν»
(Γαλ.5,1). Οι σωτήριες δωρεές της ενανθρωπήσεως του Θεού, για τον
άνθρωπο που δεν επιθυμεί να σωθεί, είναι σαν να μην υπάρχουν. Η
ενανθρώπιση του Θεού είναι σαν να μην έγινε για τους απίστους και
απειθείς. Η ενεργοποίηση των σωτηριωδών δωρεών του Θεού είναι αποτέλεσμα
του απόλυτου σεβασμού της ανθρώπινης ελευθερίας από μέρους του Θεού και
της προσωπικής συγκατάθεσης του ανθρώπου.
Ως προσωπική συγκατάθεση δεν εννοούμε απλά μια
νοητική ή συναισθηματική συναίνεση, αλλά μια οντολογική αποδοχή του
Χριστού ως μοναδικού σωτήρα και την υιοθέτηση της νέας εν Χριστώ ζωής
και πολιτείας, η οποία προϋποθέτει την αποκήρυξη του βιώματος του
«κόσμου», δηλαδή της μη αυθεντικής ζωής. Ομιλούμε για τη ζωή που
βιώνεται μέσα στο εκκλησιαστικό σώμα και πραγματώνεται το ανθρώπινο
πρόσωπο, έχοντας ως πρότυπο τον αληθινό άνθρωπο, τον Θεάνθρωπο.
Η πτώση των πρωτοπλάστων σημαίνει ουσιαστικά την
ελεύθερη συγκατάθεση του ανθρώπου να εδραιωθεί στον κόσμο το κράτος του
διαβόλου. Χωρίς τη θέλησή του θα ήταν αδύνατη η πραγμάτωση της
βασιλείας του αρχέκακου. Η μοιραία απόφαση του ανθρώπου να στασιάσει
εναντίον του Θεού και να αυτονομηθεί έδωσε τη δύναμη στο διάβολο να
υλοποιήσει το καταχθόνιο σχέδιό του. Το πιο τραγικό στοιχείο της πτώσης
είναι ότι αυτή δεν επέδρασε μόνο στον άνθρωπο, αλλά σε ολόκληρη τη
δημιουργία. Το κακό που εισήλθε δια του ανθρώπου στον κόσμο, διαχύθηκε
σε ολόκληρη την πλάση. Αποτέλεσμα είναι να «συνωδύνει και συστενάζει άχρι του νυν» αναμένοντας και αυτή την από Θεού απελευθέρωσή της από τη δουλεία της αμαρτίας (Ρωμ.8,21).
Όπως η συγκατάθεση του ανθρώπου να υιοθετήσει το
κακό ήταν ελεύθερη, έτσι και η συγκατάθεση του Θεού να σώσει τον
άνθρωπο και ολόκληρη τη δημιουργία ήταν αποτέλεσμα ελευθερίας. «Σώζεις δε σαρκωθείς εκών ευεργέτα»
υμνεί ο μελωδός των Χριστουγέννων (Κανών των Χριστουγέννων). Το απ'
αιώνος απόκρυφο σχέδιο της σωτηρίας του κόσμου από μέρους του Θεού ήταν
πρωτίστως αποτέλεσμα ελεύθερης επιλογής και άμετρης αγάπης του Θεού. Ο
Θεός Λόγος δέχτηκε να κενωθεί και να σαρκωθεί «εν ομοιώματι σαρκός αμαρτίας» (Ρωμ.8,3), «εκ σπέρματος Δαβίδ κατά σάρκα»
(Ρωμ.1,3). Να αποβάλλει τη θεία Του μεγαλοπρέπεια και να ενδυθεί την
ανθρώπινη μικρότητα και ταπείνωση μέχρι του σημείου του θανάτου «θανάτου δε σταυρού»
(Φιλιπ.2.6). Η θεία ταπείνωση υπήρξε το μόνο ισχυρό και αποτελεσματικό
αντίδοτο κατά της έπαρσης της αμαρτίας, η οποία και συνέτριψε
ολοκληρωτικά το κακό και θρυμμάτισε την κεφαλή του νοητού όφεως, όπως
σαφέστατα προφητεύθηκε στο τρίτο κεφάλαιο της Γενέσεως από τον ίδιο το
Θεό, ώστε «ρώμην βιαίαν του βρωτοκτόνου σβέσαι» (Κανών Χριστουγέννων).
Ο σαρκωμένος Θεός Λόγος χαρακτηρίζεται από τον απόστολο Παύλο ως «έσχατος Αδάμ»
(Α΄Κορ.15,45), για να διακριθεί από τον πρώτο πτωτικό Αδάμ. Κάνοντας τη
σύγκριση των δύο προσώπων μας φανερώνει το ασύλληπτο μέγεθος της δωρεάς
του Θεού για το ανθρώπινο γένος. Αν στο πρόσωπο του πρώτου χοϊκού Αδάμ
συντελέστηκε η δημιουργία του ανθρώπου, στο θείο πρόσωπο του Λυτρωτή μας
συντελέστηκε η αναδημιουργία του πεσόντος ανθρώπου. «Ο πρώτος άνθρωπος εκ γης χοϊκός, ο δεύτερος άνθρωπος ο Κύριος εξ ουρανού» (Α΄Κορ.15,47), τονίζει ο μέγας απόστολος. Ο Χριστός ως «Νέος Αδάμ παιδίον φυράματος ετέχθη, Υιός, και πιστοίς δέδοται»
(3 ο τροπ.ΣΤ΄ωδής). Αν ο πρώτος χοϊκός Αδάμ είναι ο σωματικός μας
γενάρχης, ο δεύτερος Αδάμ, ο Χριστός είναι ο πνευματικός μας γενάρχης. Ο
πρώτος γενάρχης μας κληροδότησε την οδύνη του κακού και τον όλεθρο του
θανάτου και της αιώνιας της καταδίκης, ο δεύτερος Αδάμ μας κληροδότησε
τη δυνατότητα της σωτηρίας και τη μετοχή μας στην αιώνια ζωή, χάρις στην
ευλογημένη «επιφάνειά Του» (Α΄Τιμ.2,13). Είμαστε σωσμένοι «κατά την χάριν του Θεού ημών και Κυρίου Ιησού Χριστού» (Β΄Θεσ.1,12). Ο Σωτήρας μας, κατά τον άγιο Κύριλλο Αλεξανδρείας: «όλην είχεν εν Εαυτώ την φύσιν, ίνα πάσαν επανορθώση, μετασκευάσας εις το αρχαίον» (P. G .73,753).
Ο σαρκωμένος Λόγος είναι ο μοναδικός και αναντικατάστατος σωτήρας του κόσμου, διότι «εξήλθε λαών εις ανάπλασιν »
(Κανών Χριστουγέννων). Οι αμέτρητοι άνθρωποι «σωτήρες» όλων των εποχών
αποδείχτηκαν απίστευτα ανεπαρκείς και ψεύτικοι. Καμιά άλλη προσωπικότητα
στην ανθρώπινη ιστορία δεν ευεργέτησε την ανθρωπότητα όσο ο Ιησούς
Χριστός, διότι αυτός δεν είναι ένας κοινός θνητός, αλλά ο σαρκωθείς
Θεός, ο μόνος δυνατός να νικά το κακό και να ελεεί τον πληγωμένο από την
αμαρτία άνθρωπο. Είναι ο μόνος ο Οποίος προσφέρει οντολογική σωτηρία
και όχι μονομερή, όπως οι διάφοροι κατά καιρούς κοινωνικοί
μεταρρυθμιστές, ή οι πάμπολλοι φιλόσοφοι, διά των οποίων «ουκ έγνω ο κόσμος τον Θεόν»
(Α΄Κορ.1,21). Μόνο δια του Χριστού σώζεται καθολικά και ολοκληρωτικά ο
άνθρωπος, διότι Αυτός δια της ενανθρωπήσεώς Του προσέλαβε το κάθε
ανθρώπινο πρόσωπο στο θεανδρικό Του πρόσωπο κάνοντάς το δικό Του
κύτταρο. «Δια της απολυτρώσεως της εν Χριστώ Ιησού προέθετο ο Θεός ιλαστήριον» (Ρωμ.3,24), γι' αυτό αναφωνεί με άκρατο ενθουσιασμό ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος: «Χριστόν ενδέδυμαι, Χριστόν μεταποίημαι» (
P . G .36,372 A ). Ο ενωμένος οργανικά στο σώμα του Χριστού άνθρωπος
έχει αυθεντική φύση, διότι μετέχει του αυθεντικού ανθρωπίνου προτύπου,
του Θεανθρώπου, Οποίος είναι ο μόνος «αρχηγός της ζωής» (Πράξ.3,15).
Πληρωμένοι οι πιστοί από άρρητη χαρά και ουράνια αγαλλίαση υμνούμε τον Μεγάλο «Ερχόμενο»
(Πραξ.19,4) στον κόσμο, διότι έχουμε την απόλυτη βεβαιότητα ότι δε
βαδίζουμε τη στενή και δύσκολη ατραπό της επίγειας ζωής μας μόνοι μας,
αλλά έχουμε συνοδοιπόρο μας τον Εμμανουήλ «ο εστι μεθερμηνευόμενον μεθ' ημών ο Θεός» (Ματθ.1,24). Βιώνουμε οντολογικά την αδιάκοπη παρουσία του Κυρίου και εξ' αιτίας αυτού αντλούμε θάρρος, διότι Αυτός «νενίκηκε τον κόσμον» (Ιωάν.16,33). Δεν είμαστε πια δούλοι της αμαρτίας, αλλά απελεύθεροι και ακόμη περισσότερο: υιοί και κληρονόμοι «του Θεού διά του Χριστού»
(Γαλ.4,7). Γι' αυτό καταρτίζουμε εγκάρδιο επινίκιο αίνο και ωδή
ευχαριστίας στο Μεγάλο Λυτρωτή μας, κατά τη μεγάλη εορτή των
Χριστουγέννων και μαζί με τον θεσπέσιο υμνογράφο της εορτής, υψώνουμε «χείρας συν κρότοις εφυμνίοις, μόνον σέβοντα Χριστόν, ως ευεργέτην, εν τοις καθ' ημάς συμπαθώς αφιγμένον» ( Κανών Ιαμβικός, 2 ο τροπ. Δ΄ ωδής ).
ΧΡΙΣΤΟΣ ΓΕΝΝΑΤΑΙ ΔΟΞΑΣΑΤΕ !
Το πιο ευφρόσυνο άγγελμα όλων των εποχών «ο Λόγος σάρξ εγένετο»
(Ιωάν.1,14) αποτελεί την απαρχή της χαράς και της ελπίδας για το
ανθρώπινο γένος. Η ενανθρώπηση του Θεού είναι το μέγιστο γεγονός της
ανθρώπινης ιστορίας, διότι χάρις σε αυτό βρήκε ο άνθρωπος και ολόκληρη η
δημιουργία, την πραγματική λύτρωση. Γι' αυτό οι χριστιανοί την αγία
ημέρα των Χριστουγέννων, «εν ενί στόματι και μια καρδία» υμνούμε και δοξάζουμε το Θεάνθρωπο Κύριο.
Το ευλογημένο αυτό γεγονός είναι ο αντίποδας του
φρικτού γεγονότος της πτώσεως του ανθρώπου και η αληθινή παλινόρθωσή
του στην προπτωτική του κατάσταση. Αν η πτώση υπήρξε η χείριστη κατάρα
και ο όλεθρος, η θεία ενανθρώπηση υπήρξε η ύψιστη ευλογία και η χάρη.
Μάλιστα μέσα από την πατερική θεολογία της Εκκλησίας μας διαφαίνεται
πως, χωρίς να είναι το γεγονός της πτώσεως μέρος της θείας οικονομίας, η
σάρκωση του Θεού Λόγου απέβη εν τέλει ωφέλιμη στον άνθρωπο, διότι όχι
απλά έγινε αποκατάσταση της προ της πτώσεως κατάστασης του ανθρώπου,
αλλά δι' αυτής έχουμε πραγματική οργανική συσσωμάτωση της ανθρωπίνης
φύσεως με τη θεία φύση. Η φύση του Αδάμ σαφέστατα ήταν ξέχωρη από τη
θεία φύση. Στο πρόσωπό του απλά υπήρχε η άκτιστη ενέργεια του Θεού. Στο
πρόσωπο όμως του μεταχριστιανικού ανθρώπου υπάρχει πραγματική μετοχή στη
θεία φύση και αυτό οφείλεται βεβαίως στην ενανθρώπηση του Θεού.
Ο Θεός Λόγος γενόμενος άνθρωπος, προσέλαβε
πραγματικά την ανθρώπινη φύση στο θεανδρικό Του πρόσωπο. Αυτή όμως η
πρόσληψη προϋπέθετε τον καθολικό καθαρισμό της από τον ρίπο της αμαρτίας
που έφερε μετά την πτώση, διότι ο απόλυτα αναμάρτητος Θεός δε μπορούσε
να κατοικήσει σε πτωτική και αμαρτωλή φύση. Αυτό σημαίνει πως η
ανθρώπινη φύση έχει καθαρισθεί και θεωθεί από την ευλογημένη στιγμή που ο
Θεός Λόγος ενοικούσε δια της χάριτος του Αγίου Πνεύματος στην αγνή
γαστέρα της Θεομήτορος. Όλοι οι άνθρωποι πια φέρουμε φύση καθαρή, αγία
και θεωμένη, χωρίς να έχουμε συνειδητοποιήσει αυτή την ύψιστη θεία
δωρεά.
Βεβαίως το γεγονός της αντικειμενικής σωτηρίας
της ανθρωπίνης φύσεως δεν αίρει σε καμιά περίπτωση την ελευθερία του
προσώπου. Η πραγμάτωση της σωτηρίας στηρίζεται στην προσωπική ελευθερία.
Ο απόστολος Παύλος είναι ο διαπρύσιος κήρυκας της ελεύθερης επιλογής
της σωτηρίας, διατράνωνε στους αποδέκτες των επιστολών ότι «επ' ελευθερία εκλήθητε»
(Γαλ.5,13). Σαφέστατα, οι σωτήριες δωρεές της ενανθρωπήσεως του Θεού,
για τον άνθρωπο που δεν επιθυμεί να σωθεί, είναι σαν να μην υπάρχουν.
Εξαιτίας ακριβώς του απόλυτου σεβασμού της ανθρώπινης ελευθερίας από
μέρους του Θεού απαιτείται η προσωπική συγκατάθεση του ανθρώπου
προκειμένου να ενεργοποιηθούν οι σωτήριες δωρεές σε αυτόν.
Ως προσωπική συγκατάθεση δεν εννοούμε απλά μια
νοητική ή συναισθηματική συναίνεση, αλλά μια οντολογική αποδοχή του
Χριστού ως μοναδικού σωτήρα και την υιοθέτηση της νέας εν Χριστώ ζωής
και πολιτείας, η οποία προϋποθέτει την αποκήρυξη του βιώματος του
«κόσμου», δηλαδή της μη αυθεντικής ζωής. Ομιλούμε για τη ζωή που
βιώνεται μέσα στο εκκλησιαστικό σώμα και πραγματώνεται το ανθρώπινο
πρόσωπο, έχοντας ως πρότυπο τον αληθινό άνθρωπο το Θεάνθρωπο.
Η πτώση των πρωτοπλάστων σημαίνει ουσιαστικά την
ελεύθερη συγκατάθεση του ανθρώπου να εδραιωθεί στον κόσμο το κράτος του
διαβόλου. Χωρίς τη θέλησή του θα ήταν αδύνατη η πραγμάτωση της
βασιλείας του αρχέκακου. Η μοιραία απόφαση του ανθρώπου να στασιάσει
εναντίον του Θεού και να αυτονομηθεί έδωσε τη δύναμη στο διάβολο να
υλοποιήσει το καταχθόνιο σχέδιό του. Το πιο τραγικό στοιχείο της πτώσης
είναι ότι αυτή δεν επέδρασε μόνο στον άνθρωπο, αλλά σε ολόκληρη τη
δημιουργία. Το κακό που εισήλθε δια του ανθρώπου στον κόσμο, διαχύθηκε
σε ολόκληρη την πλάση. Αποτέλεσμα είναι να «συστενάζει και συνωδύνει άχρι του νυν» αναμένοντας και αυτή την από Θεού απελευθέρωσή της από τη δουλεία της αμαρτίας (Ρωμ.8,22).
Όπως η συγκατάθεση του ανθρώπου να υιοθετήσει το
κακό ήταν ελεύθερη, έτσι και η συγκατάθεση του Θεού να σώσει τον
άνθρωπο και ολόκληρη τη δημιουργία ήταν αποτέλεσμα ελευθερίας. Το απ'
αιώνος απόκρυφο σχέδιο της σωτηρίας του κόσμου από μέρους του Θεού ήταν
πρωτίστως αποτέλεσμα ελεύθερης επιλογής και άμετρης αγάπης του Θεού. Ο
Θεός Λόγος δέχτηκε να κενωθεί και να σαρκωθεί. Να αποβάλλει τη θεία Του
μεγαλοπρέπεια και να ενδυθεί την ανθρώπινη μικρότητα και ταπείνωση μέχρι
του σημείου του θανάτου «θανάτου δε σταυρού»
(Φιλιπ.2,8). Το μόνο ισχυρό και αποτελεσματικό αντίδοτο στην έπαρση της
αμαρτίας υπήρξε η θεία ταπείνωση, η οποία και συνέτριψε ολοκληρωτικά το
κακό και θρυμμάτισε την κεφαλή του νοητού όφεως, όπως σαφέστατα
προφητεύθηκε στο τρίτο κεφάλαιο της Γενέσεως από τον ίδιο το Θεό.
Ο σαρκωμένος Θεός Λόγος χαρακτηρίζεται από τον
απόστολο Παύλο ως «έσχατος Αδάμ», για να διακριθεί από τον πρώτο πτωτικό
Αδάμ. Κάνοντας η Εκκλησία μας τη σύγκριση των δύο προσώπων μας
φανερώνει το ασύλληπτο μέγεθος της δωρεάς του Θεού για το ανθρώπινο
γένος. Αν στο πρόσωπο του πρώτου χοϊκού Αδάμ συντελέστηκε η δημιουργία
του ανθρώπου, στο θείο πρόσωπο του Λυτρωτή μας συντελέστηκε η
αναδημιουργία του πεσόντος ανθρώπου. Αν ο πρώτος χοϊκός Αδάμ είναι ο
σωματικός μας γενάρχης, ο δεύτερος Αδάμ, ο Χριστός είναι ο πνευματικός
μας γενάρχης. Ο πρώτος γενάρχης μας κληροδότησε την οδύνη του κακού και
τον όλεθρο του θανάτου και της αιώνιας της καταδίκης, ο δεύτερος Αδάμ
μας κληροδότησε τη δυνατότητα της σωτηρίας και τη μετοχή μας στην αιώνια
ζωή.
Ο σαρκωμένος Λόγος είναι ο μοναδικός και
αναντικατάστατος σωτήρας του κόσμου. Οι αμέτρητοι άνθρωποι «σωτήρες»
όλων των εποχών αποδείχτηκαν απίστευτα ανεπαρκείς και ψεύτικοι. Καμιά
άλλη προσωπικότητα στην ανθρώπινη ιστορία δεν ευεργέτησε την ανθρωπότητα
όσο ο Ιησούς Χριστός, διότι αυτός δεν είναι ένας κοινός θνητός, αλλά ο
σαρκωθείς Θεός, ο μόνος δυνατός να νικά το κακό και να ελεεί τον
πληγωμένο από την αμαρτία άνθρωπο. Είναι ο μόνος ο Οποίος προσφέρει
οντολογική σωτηρία στον άνθρωπο και όχι μονομερή, όπως οι διάφοροι κατά
καιρούς κοινωνικοί μεταρρυθμιστές, ή οι πάμπολλοι φιλόσοφοι, διά των
οποίων «ουκ έγνω ο κόσμος δια της σοφίας τον Θεόν»
(Α΄Κορ.1,21). Μόνο δια του Χριστού σώζεται καθολικά και ολοκληρωτικά ο
άνθρωπος, διότι Αυτός δια της ενανθρωπήσεώς Του προσέλαβε το κάθε
ανθρώπινο πρόσωπο στο θεανδρικό Του πρόσωπο και το έκανε δικό Του
κύτταρο. Ο ενωμένος οργανικά στο σώμα του Χριστού άνθρωπος έχει
αυθεντική φύση, διότι μετέχει του αυθεντικού ανθρωπίνου προτύπου, του
Θεανθρώπου.
Η μεγάλη εορτή των Χριστουγέννων, η μητρόπολις
των εορτών, κατά τον ιερό Χρυσόστομο, δίνει την ευκαιρία σε κάθε
σκεπτόμενο πιστό να αναλογισθεί το απύθμενο έλεος του Θεού για τον
άνθρωπο κι ακόμα να καταδείξει τη σχιζοφρένεια του συντριπτικού πλήθους
των ανθρώπων, οι οποίοι προσπερνούν το υπέρτατο γεγονός της
ενανθρωπήσεως του Θεού με απίστευτη ρηχότητα και να το ταυτίζουν με τον
εφήμερο και εν πολλοίς καταστροφικό καταναλωτισμό των αγίων ημερών. Ο
ενανθρωπήσας Θεός Λόγος ανέσυρε την ανθρωπότητα από την δυσώδη και
σκοτεινή τάφρο της φθοράς και του θανάτου και την ανύψωσε στα δώματα της
αφθαρσίας και της αιωνιότητας. Δια τούτο: «Ευφραίνεσθε δίκαιοι, ουρανοί αγαλλιάσθε, σκιρτήσατε τα όρη Χριστού γεννηθέντος»!
Η ΕΝΑΝΘΡΩΠΗΣΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ: ΤΟ ΜΕΓΑ ΤΗΣ ΕΥΣΕΒΕΙΑΣ ΜΥΣΤΗΡΙΟ
Η ενανθρώπηση του Θεού Λόγου αποτελεί το πιο
σπουδαίο και ελπιδοφόρο γεγονός στην ιστορία της ανθρωπότητας. Είναι
στην ουσία η αναδημιουργία του κόσμου στο θεανδρικό πρόσωπο του Ιησού
Χριστού και η έναρξη μια νέας δυναμικής πορείας προς την τελείωσή του.
Είναι ο ισχυρός καταλύτης του κράτους του κακού και της αμαρτίας, το
οποίο είχε εδραιωθεί με τις δύο τραγικές πτώσεις, του Εωσφόρου και του
ανθρώπου.
Είναι σύνηθες το φαινόμενο οι μεγάλοι
εορτολογικοί σταθμοί της Εκκλησίας μας να προσπερνιούνται από τη
συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων, που θέλουν να αυτοπροσδιορίζονται
ως χριστιανοί, με κοσμικό και υλόφρον πνεύμα. Να μη συντελείται στη
διάνοιά τους ο πρέπων προβληματισμός για το περιεχόμενο των μεγάλων
εορτών, οι οποίες έχουν καθιερωθεί από την Εκκλησία μας ως σταθμοί
πλουσίου πνευματικού ανεφοδιασμού. Εν προκειμένω, κατά την μεγάλη εορτή
των Χριστουγέννων δίδεται προτεραιότητα στην εμπορική και την κακώς
εννοούμενη ψυχαγωγική πλευρά των αγίων ημερών.
Χωρίς όμως να αρνείται κανείς και την εξωτερική
εορταστική μορφή των Χριστουγέννων και των άλλων μεγάλων εορτών, είναι
ανάγκη να τονίζεται στους πιστούς με έμφαση το βαθύτερο νόημά τους και η
είσοδός των στην οντολογική βίωση των σωτηριωδών γεγονότων.
Για όσους δεν αρκούμαστε στα εξωτερικά σχήματα, η
εορτή των Χριστουγέννων είναι πνευματική αναγέννηση και καθολική μετοχή
μας στο μέγα μυστήριο της Ενανθρωπήσεως του Θεού. Είναι μυστική μέθεξη
με τον Ενανθρωπήσαντα Θεό Λόγο, την οποία δε μπορούν να καταλάβουν,
πολλώ δε μάλλον να προσεγγίσουν όλοι εκείνοι που δεν πιστεύουν στην εν
Χριστώ σωτηρία. Η μεγάλη εορτή, η «μητρόπολις των εορτών» κατά
τον ιερό Χρυσόστομο, καθίσταται αφορμή να αναλογιστούμε το ασύλληπτο
μέγεθος της θείας δωρεάς για το ανθρώπινο γένος και ολόκληρη τη
δημιουργία. Μέσα στο ευφρόσυνο κλίμα συνειδητοποιούμε τη μοναδικότητα
και την αποτελεσματικότητα του Κυρίου Ιησού Χριστού ως σωτήρα του
κόσμου, κι' αυτό «διότι ηγάπησεν ημάς» (Γαλ.2,20) υπερβαλλόντως, καθ' ότι «μείζονα ταύτης αγάπην ουδείς έχει» (Ιωάν.15,13). Ομολογούμε με περισσή χαρά και αισιοδοξία πως «ουκ
έστιν εν άλλω ουδενί η σωτηρία΄ ουδέ γαρ όνομά εστιν έτερον υπό τον
ουρανόν το δεδομένον εν ανθρώποις εν ώ δει σωθείναι ημάς» (Πραξ.4,12).
Η Ενανθρώπηση του Θεού έχει διττή σημασία. Ο Λόγος «σάρξ εγένετο»
(Ιωάν.1,14) πρώτον να αναδημιουργήσει τον κόσμο και να τον
αποκαταστήσει στην πρότερη της εισόδου σε αυτόν του κακού και της φθοράς
και δεύτερον να καταλύσει οριστικά το κράτος και τη βασιλεία του
Σατανά, η οποία είναι παρείσακτος στη θεία δημιουργία. Πάνω απ' όλα ο
Σαρκωθείς Λόγος ήρθε να σώσει το ευγενέστερο πλάσμα Του, τον άνθρωπο, ο
οποίος αυτός υπέστη τις τραγικότερες συνέπειες του κακού και της
αμαρτίας.
Αιτία της εισβολής του κακού στη λίαν καλή θεία
πλάση υπήρξε η ανταρσία και η πτώση του κορυφαίου των αγγελικών νοερών
δυνάμεων Εωσφόρου και των αγγέλων, που τον ακολούθησαν (Ησ.14,12-15). Ο
εκπεσών αρχάγγελος είναι ο εφευρέτης του κακού και ο αίτιος της
κακοδαιμονίας του κόσμου. Ως ελεύθερο ον και κάνοντας κακή χρήση του
αυτεξουσίου του, συγκρότησε και παγίωσε τη δική του εξουσία μέσα στη
θεία δημιουργία. Μια πραγματικά αφύσικη κατάσταση μέσα στην πλάση του
Θεού.
Ο άνθρωπος υπήρξε το πιο τραγικό θύμα της σατανικής ανταρσίας. Παρακούοντας τη θεία εντολή και υπακούοντας στον διάβολο, τον «αρχαίον όφιν»
(Αποκ.12,9), έπεσε στην παγίδα του. Από φορέας του θείου φωτός
μεταβλήθηκε σε φορέας του σκότους της αμαρτίας. Από υιός και κληρονόμος
του Θεού κατάντησε δούλος του Σατανά και των έργων της αμαρτίας. Από το
δρόμο της αφθαρσίας και της θεώσεως παραστράτησε στη χοάνη της φθοράς
και της απώλειας. Τα ανθρώπινα πρόσωπα μεταβλήθηκαν εις «οχυρώματα, υψώματα επαιρόμενα κατά της γνώσεως του Θεού» (Β΄Κορ.10,4).
Η πτώση του ανθρωπίνου γένους δεν υπήρξε δυστυχώς κάτι στατικό και
παροδικό, αλλά μια αδιάκοπη δυναμική πορεία προς την απαξία και την
καταστροφή. Η ιστορία της ανθρωπότητας είναι ο αψευδής μάρτυρας αυτής
της δραματικής κατρακύλας στην απύθμενη άβυσσο της απώλειας.
Για να πραγματοποιηθεί το έργο της σωτηρίας
πραγματικά και αποτελεσματικά έπρεπε να υπάρξει όχι μια εξωτερική
θεωρητική ή έστω φιλοσοφική προσέγγιση του προβλήματος, όπως έκανε η
θύραθεν διανόηση, αλλά πραγματική είσοδο του Σωτήρα στον κόσμο της
πτώσεως. Πρόσληψη πραγματική της πτωτικής κτίσεως, ώστε η ανακαίνιση να
μην είναι ένα αφηρημένο θεωρητικό σχήμα, αλλά μια πραγματικότητα, ένα
ιστορικό γεγονός! Ο απόστολος Παύλος τονίζει κατηγορηματικά πως ο
Χριστός «κατέκρινεν την αμαρτίαν εν τη (ιδία) σαρκί» (Ρωμ.8,3) και όχι μόνο μέσα από κάποια ηθικού περιεχομένου ρητορικά σχήματα.
Καμιά εγκόσμια δύναμη δε μπορούσε να ποδηγετήσει
αυτή την κατάσταση, κανένας δε μπόρεσε να άρει την ανθρώπινη
κακοδαιμονία. Ουδείς κατόρθωσε ποτέ να ηγηθεί σωτηρίας και να καταστεί
πραγματικός σωτήρας του κόσμου. Διότι τίποτε από την κτιστή δημιουργία
δεν είχε μείνει αδιάφθορο από το κακό και την αμαρτία, τίποτε δεν είχε
μείνει έξω από την κυριαρχία της βασιλείας του Σατανά, του πραγματικού «άρχοντος του κόσμου τούτου» (Ιωάν.12,31).
Μόνο ο απόλυτα απαθής στο κακό Θεός ήταν δυνατόν
να καταστεί σωτήρας του κόσμου. Αυτός που δημιούργησε τον κόσμο
μπορούσε να τον αναδημιουργήσει. Αυτός που έπλασε τον άνθρωπο, μπορούσε
να τον λυτρώσει και να τον επαναφέρει στην προ της πτώσεως κατάστασή
του. Έτσι και έγινε. Το προ αιώνων ετοιμασμένο σχέδιο της σωτηρίας
άρχισε να υλοποιείται ευθύς μετά την πτώση. Ο «μανιακώς αγαπών»,
κατά τους Πατέρες, τον άνθρωπο Θεός ευδόκησε ο Λόγος Του να γίνει
άνθρωπος, να εισέλθει πραγματικά και δυναμικά στην υλική δημιουργία για
να είναι πραγματική η σωτηρία του κόσμου. Η προετοιμασία της Θείας
Ενανθρωπήσεως υπήρξε μακρά και επίπονη, όπως αυτή εκτίθεται στην Παλαιά
Διαθήκη.
Όταν «ήλθε το πλήρωμα του χρόνου» (Γαλ.4,4) ο «Λόγος
σάρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν, και εθεασάμεθα την δόξαν αυτού,
δόξαν ως μονογενούς παρά πατρός, πλήρης χάριτος και αληθείας»
(Ιωάν.1,14). Αυτός, ως ο νοητός Ήλιος της Δικαιοσύνης, ανέτειλε για να
φωτίσει την σκοτεινή και ανήλια δημιουργία από την τυραννική δεσποτεία
του διαβόλου. Ήρθε να καταργήσει «πάσαν αρχήν και εξουσίαν και δύναμιν» του αντιθέτου και να θέσει αυτόν και «πάντας τους εχθρούς υπό τους πόδας αυτού»
(Α΄Κορ.15,24). Τουτέστιν ήρθε να συντρίψει το κράτος του Εωσφόρου και
καταλύσει τη βασιλεία του. Ήρθε να λυτρώσει την πλάση Του, με
προεξάρχοντα τον άνθρωπο από τη δουλεία της αμαρτίας και τα δεσμά του
κακού και να τον επαναφέρει από την κατάσταση της φθοράς στην πορεία της
αφθαρσίας. Κι' ακόμη καλλίτερα να χαρίσει σε κάθε ανθρώπινο πρόσωπο την «κληρονομίαν Θεού δια Χριστού» (Γαλ.4,7). Τόσο μεγάλο υπήρξε το μέγεθος της δωρεάς και της χάριτος του Θεού για το ανθρώπινο γένος!
Η πάλη του ενανθρωπήσαντος Θεού Λόγου με την
σατανική βασιλεία δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Όχι πως αυτό αναιρεί την
παντοδυναμία του Θεού, αλλά επιβεβαιώνει το σεβασμό Του προς την
ελευθέρα επιλογή των νοημόνων πλασμάτων Του. Η βασιλεία του Θεού δεν
είναι εξαναγκασμός, αλλά κλήση ελευθέρων προσώπων να γίνουν συμβασιλείς
Του υπέρτατου Δεσπότη των όλων, σε αντίθεση με την βασιλεία του
Εωσφόρου, η οποία είναι απατηλή, δόλια και καταδυναστική.
Ο Λυτρωτής Χριστός δια του απολυτρωτικού Του
έργου και κυρίως δια της υπέρτατης σταυρικής Του θυσίας, του εκουσίου
Του θανάτου και της θριαμβευτικής αναστάσεώς Του από τους νεκρούς νίκησε
την αντίθεη δυναστεία και εγκαινίασε τη δίκή Του ατέρμονη πνευματική
Βασιλεία, ανοικτή για όλους εκείνους που ελεύθερα θα την επιλέξουν να
γίνουν συνάρχοντές Του.
Το μεγάλο γεγονός της Ενανθρωπήσεως του Θεού
αποτελεί λοιπόν τον κορυφαίο ιστορικό σταθμό στην πορεία του κόσμου. Το
Θείο Βρέφος της Βηθλεέμ έφερε μια νέα πραγματικότητα στη γη και σε
ολόκληρη την κτιστή δημιουργία, τη νέα Βασιλεία του Θεού, ώστε εξ αυτής
και «εκ του πληρώματος αυτού πάντες έλαβον, και χάριν αντί χάριτος» (Ιωάν.1,16). Μας αξίωσε να γίνουμε μέτοχοι της «μερίδος του κλήρου των αγίων εν τω φωτί» και «ερρύσατο ημάς εκ της εξουσίας του σκότους και μετέστησεν εις την βασιλείαν» Του (Κολοσ.1,13). Αυτή είναι η πεμπτουσία της μεγάλης εορτής.
Η ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΝΑΝΘΡΩΠΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΛΟΓΟΥ
Η Ενανθρώπηση του Θεού Λόγου είναι κορυφαία
έκφραση της αγάπης του Θεού για τον άνθρωπο και το επιστέγασμα της
εφαρμογής του θείου σχεδίου για την σωτηρία του ανθρωπίνου γένους. Οι
Πατέρες της Εκκλησίας μας στάθηκαν με δέος μπροστά στο απερινόητο αυτό
μυστήριο και με γνώμονα τις άγιες Γραφές συνέλαβαν ύψιστες αλήθειες και
διατύπωσαν υψηλή θεολογία.
Σύμφωνα με την διδασκαλία της Εκκλησίας μας η
σάρκωση του Υιού και Λόγου του Θεού υπήρξε απαραίτητη. Η σωτηρία του
κόσμου θα ήταν αδύνατη δι' άλλου τρόπου, διότι ολόκληρη η δημιουργία,
ζώσα και μη ζώσα, ήταν υποκείμενη στην πτώση. Οι δύο μεγάλες μοιραίες
πτώσεις, η πρώτη των άυλων νοερών δυνάμεων και η δεύτερη των ανθρώπων,
έφεραν όχι απλά αναστάτωση στην κτίση του Θεού, αλλά εισήγαγαν σε αυτή
το κακό, ως μόνιμη κατάσταση, ως οντολογική αντίθεση στο πρόσωπο και το
έργο του απόλυτα αγαθού Θεού. Σύμφωνα με τον απόστολο Παύλο, εξαιτίας
της πτώσεως «η κτίσις υπετάγη, ουχ εκούσα, αλλά δια τον
υποτάξαντα, επ' ελπίδι ότι και αυτή η κτίσις ελευθερωθήσεται από της
δουλείας της φθοράς εις την ελευθερίαν της δόξης των τέκνων του Θεού.
Οίδαμεν γαρ ότι πάσα η κτίσις συστενάζει και συνωδίνει άχρι του νυν»
(Ρωμ.8:20-22). Αυτό σημαίνει πως όλα τα όντα από τους άυλους αγγέλους
ως τους ανθρώπους και την υλική κτίση ήταν υποκείμενα στην φθορά της
πτώσεως και άρα χρειάζονταν σωτηρία και λύτρωση. «Πάντες ήμαρτον και υστερούνται της δόξης του Θεού»
(Ρωμ.5:1). Κατά συνέπεια κανένα κτιστό ον δεν θα μπορούσε να πάρει τη
θέση του λυτρωτή. Αυτός θα έπρεπε να προέρχεται έξω από την δημιουργία,
αδιάφθορος και απόλυτα αμέτοχος του κακού. ’ρα μόνο θείο πρόσωπο θα
μπορούσε να καταστεί λυτρωτής του κόσμου.
Η θεία βουλή αποφάσισε να καταστεί λυτρωτής ο
Υιός και Λόγος του Θεού, το δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος. Γι' αυτό
αμέσως μετά την πτώση άρχισε να υλοποιείται το θείο σχέδιο της σωτηρίας.
Αυτό προέβλεπε να υπάρξει μια μακραίωνη προετοιμασία του ανθρωπίνου
γένους. Η πρόνοια του Θεού άρχισε να διαμορφώνει ιστορικές συνθήκες
κατάλληλες ώστε να οδηγήσουν την ανθρωπότητα στο γεγονός της εν Χριστώ
αποκαταστάσεως και σωτηρίας. Δόθηκε ο Νόμος στους Ισραηλίτες ως
παιδαγωγός εις Χριστόν (Γαλ.3:2), στάλθηκαν προφήτες να διαμηνύσουν το
θέλημα του Θεού (Ρωμ.1:2), αναδείχθηκαν σπουδαίες προσωπικότητες
(φιλόσοφοι, άρχοντες, νομοθέτες, κοινωνικοί αναμορφωτές, συγγραφείς,
ποιητές, κλπ), οι οποίοι προήγαγαν το ανθρώπινο πνεύμα, επεσήμαναν την
κακοδαιμονία του κόσμου και έσπειραν τον σπόρο της ανάγκης για την
λύτρωσή του από αυτήν την κατάσταση. Είναι χαρακτηριστικό ότι με το
πέρασμα του χρόνου διαμορφώθηκε μέσα στις διάφορες παραδόσεις των λαών
μια μυστηριώδης και ισχυρή τάση αναμονής μελλοντικού λυτρωτή, η οποία με
το πέρασμα του χρόνου ολοένα και μεγάλωνε, ώστε στους άμεσους
προχριστιανικούς χρόνους να έχουμε πια παγκόσμια εναγώνια προσμονή.
Όταν ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, «εξαπέστειλεν
ο Θεός τον υιόν αυτού γενόμενον εκ γυναικός, γενόμενον υπό νόμου, ίνα
τους υπό νόμον εξαγοράσει, ίνα την υιοθεσίαν απολαύωμεν» (Γαλ.4:4). Ο αιώνιος και ο άπειρος Θεός συγκαταβαίνει και γίνεται άνθρωπος τέλειος, «γενόμενος εκ σπέρματος Δαυίδ κατά σάρκα» (Ρωμ.1:3), χωρίς να αφήσει την θεότητά του. «Νέον εξ Αδάμ παιδίον φυράματος ετέχθη Υιός και πιστοίς δέδοται» (3
ο τροπ. στ΄ωδής κανόνα των Χριστουγέννων). Στο θεανδρικό θεανθρώπινο
πρόσωπό Του συναντήθηκε και ενώθηκε η θεία με την ανθρώπινη φύση. Τα
πριν διεστώτα, εξαιτίας της αμαρτίας, τώρα πια ενώθηκαν με οργανική και
αιώνια ένωση (Εφ.2:14). Αλλά για να γίνει η ένωση αυτή προηγουμένως
καθαρίστηκε, λυτρώθηκε και αγιάστηκε η ανθρώπινη φύση από τον
Ενανθρωπήσαντα Λόγο, διότι δεν ήταν δυνατόν να γίνει φύση του Θεανθρώπου
η πτωτική ανθρώπινη φύση. Έτσι ταυτόχρονα με την θεία Ενανθρώπηση
πραγματοποιήθηκε και η λύτρωση της πεπτωκυίας φύσεώς μας στο θεναδρικό
πρόσωπο του Λυτρωτή.
Η Ενανθρώπηση του Θεού είναι προϊόν της θείας αγάπης. Ο Ίδιος ο Κύριος είχε τονίσει πως «ούτω
γαρ ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε τον υιόν αυτού τον μονογενή
έδωκεν, ίνα πας ο πιστεύων εις αυτόν μη απόληται, άλλ' έχει ζωήν
αιώνιον» (Ιωάν.3:15) και συμπλήρωσε ο απόστολος Παύλος πως ο Πατήρ «του ιδίου υιού ουκ εφείσατο, αλλ' υπέρ ημών πάντων παρέδωκεν αυτόν » (Ρωμ.8:32). Το ίδιο και ο μαθητής της αγάπης Ιωάννης επισήμανε εμφαντικά: «εν
τούτω εφανερώθη η αγάπη του Θεού εν ημίν, ότι τον υιόν αυτού τον
μονογενή απέσταλκεν ο Θεός εις τον κόσμον, ίνα ζήσωμεν δι' αυτού » (Α΄Ιωάν.4:9). Η άμετρη αυτή αγάπη οδήγησε τον Λόγο στην, ασύλληπτη για τον πεπερασμένο ανθρώπινο νου, θεία «κένωση».
Από τα δυσθεώρητα ύψη της θείας δόξης καταδέχτηκε να κατέλθει και να
ενδυθεί την ανθρώπινη φύση, να την κάνει στο εξής αιωνίως μέρος της
θεανθρώπινης υπόστασής Του. Η περί θείας κενώσεως διδασκαλία αποτελεί
θεμέλιο της θεολογίας του αποστόλου Παύλου. «Τούτο φρονείσθω εν
υμίν ο και εν Χριστώ Ιησού, ός εν μορφή Θεού υπάρχων ουχ αρπαγμόν
ηγήσατο το είναι ίσα Θεώ, αλλ' εαυτόν εκένωσε μορφήν δούλου λαβών, εν
ομοιώματι ανθρώπων γενόμενος, και σχήματι ευρεθείς ως άνθρωπος
εταπείνωσεν εαυτόν, γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού»
(Φιλπ.2:5-8). Η θεία ταπείνωση λειτούργησε ως ισχυρό αντίδοτο κατά της
ανθρώπινης έπαρσης, η οποία είναι η ρίζα της αμαρτίας. Ο Αδάμ αμάρτησε
και ξέπεσε διότι υπερέβη τα όρια της αυτοσυνειδησίας του και
ακολουθώντας τον πατέρα της αλαζονείας, τον διάβολο, έφτασε στην δική
του απατηλή αυτάρκεια και στην ανταρσία. Το γεγονός αυτό όχι μόνο τον
απομάκρυνε από την πηγή της αγάπης και της συνδιαλλαγής, τον Θεό, αλλά
τον περιχαράκωσε μέσα στα ασφυκτικά πλαίσια της νοσηρής εγωπάθειάς του,
ώστε να μην μπορεί πια να απελευθερωθεί και να αποκατασταθεί. Η θεία
ταπείνωση λειτούργησε καταλυτικά κατά της εωσφορικής έπαρσης. Στην
θεσπέσια υμνολογία των Χριστουγέννων ψάλλουμε: «Ιδών ο Κτίστης
ολλύμενον τον άνθρωπον χερσίν ον επόιησε, κλίνας ουρανούς κατέρχεται΄
τούτον δε εκ Παρθένου θείας αγνής όλον ουσιούται αληθεία σαρκωθείς, ότι
δεδόξασθε» (3 ο τροπ. Α΄ ωδής του κανόνος των Χριστουγέννων). Η σωτηρία μας είναι έργο και χάρις του Θεού.
Η είσοδος του Θεού Λόγου στην ανθρώπινη ιστορία
άλλαξε τη ροή της σταθερά καθοδικής πορείας των ανθρώπων. Η θεία
Ενανθρώπησή Του είναι η ευλογημένη αρχή της μεγαλύτερης επ- ανάστασης
όλων των εποχών. Η ανατολή του νοητού Ηλίου της Δικαιοσύνης στη γη
διέλυσε τα πυκνά σκοτάδια του προχριστιανικού παρελθόντος και
αποδυνάμωσε όλους τους εργαζομένους των σκοτεινών έργων. Τα ανθρώπινα
γεγονότα και η ιστορία έχουν πια κατευθυντήρια φορά και στόχο το
μοναδικό πρόσωπο του Θεανθρώπου. Μπορεί, βεβαίως, η πορεία της αλλαγής
του κόσμου να είναι αργή και οι δυνάμεις του κόσμου να αντιστέκονται,
αλλά η έκβαση είναι προδιαγεγραμμένη, ο κόσμος τελικά θα χριστοποιηθεί. Ο
απόστολος Παύλος ορίζει σαφέστατα την αφάνταστη ευεργεσία που προσέφερε
στην ανθρωπότητα ο ενανθρωπήσας Θεός Λόγος με τα εξής: «Ευλογητός
ο Θεός και Πατήρ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ο ευλογήσας ημάς εν
πάση ευλογία πνευματική εν τοις επουρανίοις εν Χριστώ, καθώς εξελέξατο
ημάς εν αυτώ προ καταβολής κόσμου είναι ημάς αγίους και αμώμους
κατενώπιον αυτού, εν αγάπη προορίσας ημάς εις υιοθεσίαν δια Ιησού
Χριστού ... εν ω έχομεν την απολύτρωσιν δια του αίματος αυτού, την
άφεσιν των παραπτωμάτων, κατά τον πλούτον της χάριτος αυτού»
(Εφ.1:3-7). Η έννοια της υιοθεσίας αποδίδει καλλίτερα παντός άλλου την
οργανική προσκόλλησή μας στο Θεό. Δια της πτώσεως και αποστασίας γίναμε
πάροικοι και «ξένοι των διαθηκών της επαγγελίας» του Θεού (Εφ.2:12). Όμως «Ο Λόγος σάρξ εγένετο» (Ιωάν.1:14), «ίνα την υιοθεσίαν απολαύωμεν». Να μην είναι πια ο καθένας μας «δούλος, αλλ' υιός΄ ει δε υιός, και κληρονόμος Θεού δια Χριστού» (Γαλ.4:4-7). Αυτή είναι η μεγαλύτερη ευλογία, που απολαμβάνουμε χάρις στην Θεία Ενανθρώπηση!
Το μήνυμα της Βηθλεέμ, το οποίο διαλαλήθηκε από
τους αγίους αγγέλους της Γεννήσεως (Λουκ.2:14), είναι το πιο χαρμόσυνο
και ελπιδοφόρο άγγελμα της ιστορίας. Ήρθε Εκείνος, τον Οποίον εναγωνίως
περίμενε η ανθρωπότητα δια να «σώσει τον λαόν αυτού από των αμαρτιών αυτών» (Ματθ.1:21). «Ο Πατήρ ευδόκησεν, ο Λόγος σαρξ εγέντο και η Παρθένος έτεκεν Θεόν ενανθρωπήσαντα».
(2 ο τροπ. των Αίνων των Χριστουγέννων). Τα αποτελέσματα του έργου Του
είναι φανερά. Ο μονόδρομος, ο οποίος οδηγούσε αποκλειστικά τον άνθρωπο
και ολόκληρη την πλάση στην απώλεια, έπαψε να υπάρχει για τους πιστούς
του Χριστού, διότι εγκαινίασε Αυτός νέα οδό, η οποία οδηγεί στην
σωτηρία, στον Θεό, που είναι το φυσικό πέρας της πορείας του ανθρώπου.
Την μεγάλη και ελπιδοφόρα αυτή αλήθεια εκφράζει απόλυτα και
χαρακτηριστικά ο απόστολος Παύλος ως εξής: «Αυτός γαρ εστιν η
ειρήνη ημών, ο ποιήσας τα αμφότερα εν και το μεσότοιχον του φραγμού
λύσας, την έχθραν, εν τη σαρκί αυτού τον νόμον των εντολών εν δόγμασι
καταργήσας, ίνα τους δύο κτίση εν εαυτώ εις ένα καινόν άνθρωπον ποιών
ειρήνην και καταλλάξη τους αμφοτέρους εν ενί σώματι τω Θεώ δια του
σταυρού, αποκτείνας την έχθραν εν αυτώ... άρα ουν ουκέτι εστέ ξένοι και
πάροικοι, αλλά συμπολίται των αγίων και οικείοι του Θεού» (Εφεσ.
2:14-19). Ακόμα «ώσπερ εβασίλευσεν η αμαρτία εν τω
θανάτω, ούτω και η χάρις βασιλεύση δια δικαιοσύνης εις ζωήν αιώνιον δια
Ιησού Χριστού του Κυρίου ημών» (Ρωμ.5:21). Τέτοιου δυσθεώρητου μεγέθους ευεργεσία αξιωθήκαμε χάρις στην οικονομία της θείας συγκαταβάσεως.
Το Θείο Βρέφος της Βηθλεέμ «συνενηπίασε τοις νηπίοις» για χάρη της σωτηρίας μας. «Αυτός
εστι Θεός σαρκοφόρος και ημείς άνθρωποι πνευματοφόροι...΄ Αυτός ο
αληθινός και φύσει Υιός του Θεού τους πάντας φορεί, ίνα οι πάντες τον
ένα φορέσωμεν Θεόν» (Μ.Αθανάσιος, ΒΕΠΕΣ 33,226). «Νυν ο επουράνιος και ημίν επουρανίους εποίησεν» (Γρηγ.
Νύσσης, P . G .46,681 D ). Αυτοί οι περιεκτικoί πατερικoί λόγοi
φανερώνουν περίτρανα ολόκληρο το μυστήριο της Θείας Ενανθρωπήσεως. Αυτό
είναι και το κεντρικό νόημα της μεγάλη εορτής.
Με την ποιητική γραφίδα, τέλος, του αγίου
Αμφιλοχίου, επισκόπου Ικονίου (4 ος αιών.), μπορούμε να υμνήσουμε κι'
εμείς την ευφρόσυνη εορτή, η οποία κατέστη απαρχή της σωτηρίας μας ως,
εξής: «Ω Ημέρα (των Χριστουγέννων) μύρων
αξία εν ή ανέτειλεν ημίν το ’στρον εξ Ιακώβ, ο ’νθρωπος ο επουράνιος ός
ώφθη εξ Ισραήλ! Επεδήμησεν ημίν ο ισχυρός Θεός και ο της Δικαιοσύνης
επέλαμψεν Ήλιος! Ο των θείων αρετών ηνέωκται ο θησαυρός, και το της ζωής
φυτόν ανθρώποις εβλάστησε και η ανατολή εξ ύψους
επέλαμψεν! Ο των ουρανίων και των επιγείων Δεσπότης εκ παρθενικών
λαγόνων υπέρ κόσμου λυτρώσεως εις κόσμον φθαρτόν ελήλυθεν» ( P . G 39,40 B ).
«ΜΟΡΦΗΝ ΑΝΑΛΛΟΙΩΤΩΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΝ ΠΡΟΣΕΛΑΒΕΣ»
(Αναφορά στη δεσποτική εορτή της Περιτομής του Κυρίου)
Η ενανθρώπηση του Θεού Λόγου δεν είναι κάποιο
αφηρημένο θεωρητικό σχήμα, ούτε κάποια μυθοπλασία κάποιου ευφάνταστου
μυθογράφου, αλλά πραγματικό γεγονός, το οποίο έλαβε χώρα σε συγκεκριμένο
χώρο και χρόνο (Γαλ.4:4). Η μεγάλη δεσποτική εορτή της Περιτομής του
Κυρίου μας υπενθυμίζει αυτή την μεγάλη αλήθεια και τονίζει ιδιαίτερα την
πραγματική ανθρώπινη φύση, την οποία εκών ενδύθηκε, για χάρη της δικής
μας σωτηρίας.
Η καθιέρωση του εορτασμού της Περιτομής του
Κυρίου από την Εκκλησία, συνέτεινε αναμφίβολα η δράση κάποιων αιρετικών
κύκλων της αρχαίας Εκκλησίας, οι οποίοι αρνούνταν την πραγματική
ενανθρώπηση του Θεού Λόγου και δίδασκαν την μη πραγματική ενανθρώπηση
του Θεού Λόγου. Τέτοιοι υπήρξαν οι αιρετικοί δοκήτες, οι οποίοι δίδασκαν
την κακοδοξία ότι δήθεν η ενανθρώπηση του Χριστού έγινε φαινομενικά,
«κατά δόκησιν», όπως τόνιζαν. Αυτοί μαζί με τους μαρκιωνίτες, τους
μανιχαίους και άλλους αιρετικούς, όλοι τους πρόδρομοι των αιρετικών
Μονοφυσιτών του 5 ου αιώνα, επιχείρησαν να νοθεύσουν την αλήθεια της
Εκκλησίας μας.
Η Εκκλησία μας μεταχειρίστηκε κάθε μέσον να
προασπίσει την άπαξ αποκαλυφθείσα και παραδοθείσα αλήθεια (Ιουδ.3).
Ακόμα και εορτές καθιέρωσε για να περιχαρακώσει τις ύψιστες και σωτήριες
αλήθειές Της. Είναι ιστορικά βεβαιωμένο πως οι εορτές των
Χριστουγέννων, της Περιτομής και των Θεοφανείων καθιερώθηκαν από την
ανάγκη του αντιαιρετικού αγώνα της Εκκλησίας μας και κατόπιν έλαβαν
εορταστικό χαρακτήρα, όπως εμείς τις βιώνουμε σήμερα.
Η περιτομή ήταν μια πρακτική συνηθισμένη σε
πολλούς λαούς της αρχαιότητας. Ο Ηρόδοτος αναφέρει πως πρώτοι που έκαναν
περιτομή στα άρρενα τέκνα τους ήταν οι Αιθίοπες και οι Αιγύπτιοι,
κυρίως για λόγους υγιεινής (Ηροδ.Ιστ.Β΄,104). Ιστορικά ίσως οι Εβραίοι
πήραν την συνήθεια αυτή από τους Αιγυπτίους. Σύμφωνα με την Παλαιά
Διαθήκη όμως την περιτομή θέσπισε ο Ίδιος ο Θεός κατά παραγγελία Του
στον πιστό Αβραάμ, ως μια πράξη διαφοροποιήσεως των απογόνων του από
τους άλλους λαούς, ώστε μέσω αυτών να υλοποιηθεί το σχέδιο της σωτηρίας
του κόσμου. «Αύτη η διαθήκη, ην διατηρήσεις, ανά μέσον εμού και
υμών και ανά μέσον του σπέρματός σου μετά σε εις τας γενεάς αυτών΄
περιτμηθήσεται υμών παν αρσενικόν, και περιτμηθήσεθε την σάρκαν της
ακροβυστίας υμών, και έσται εις σημείον διαθήκης ανά μέσον εμού και
υμών. Και παιδίον οκτώ ημερών περιτμηθήσεται υμίν» (Γεν.17:12).
Η περιτομή όλων των αρένων νηπίων γινόταν από
τον πατέρες τους ή από ειδικούς στην περιτομή που ονομάζονταν mohel ,
την ογδόη ημέρα από τη γέννησή τους, όπως είχε διατάξει ο Θεός. Γινόταν
στα σπίτια των νηπίων ή συχνότερα στις συναγωγές ενώπιον συγγενών και
φίλων. Η τελετουργία της περιτομής ήταν για τους Ιουδαίους της εποχής
εκείνης μεγάλης σπουδαιότητας γεγονός. Το παιδί που περιτέμνονταν
θεωρούνταν πια μέλος του λαού του Θεού, τηρητής της διαθήκης, η οποία
συνήφθη μεταξύ του Θεού και του Αβραάμ (Γεν,17:12). Ο περιτμημένος ήταν
υποχρεωμένος να τηρεί τις διατάξεις του Νόμου και είχε το αποκλειστικό
δικαίωμα να εορτάζει το Πάσχα, σε αντίθεση με τους απερίτμητους, οι
οποίοι δεν είχαν αυτό το δικαίωμα.
Μαζί με την περιτομή γινόταν και η ονοματοδοσία.
Η τελετουργία της περιτομής ήταν κάτι σαν το χριστιανικό βάπτισμα, του
οποίου υπήρξε τύπος. Όπως ο περιτμημένος γινόταν μέλος του λαού της
Διαθήκης, ξεχωριστός από τους μη περιτμημένους, έτσι και ο βαπτισμένος
αναγεννιέται και γίνεται άγιος, ξεχωριστός, μέλος της Εκκλησίας του
Χριστού, προορισμένος να κληρονομήσει τη βασιλεία του Θεού (Ρωμ.6:4).
Σύμφωνα με τον ευαγγελιστή Λουκά, την ογδόη
ημέρα από τη γέννηση του Κυρίου, ο Ιωσήφ και η Μαρία τήρησαν τη μωσαϊκή
εντολή της περιτομής. Με λακωνικό τρόπο ο ιερός ευαγγελιστής αναφέρει
πως «ότε επλήσθησαν αι ημέραι του περιτεμείν το παιδίον, και
εκλήθη το όνομα αυτού Ιησούς, το κληθέν υπό του αγγέλου προ του
συλληφθήναι αυτόν εν τη κοιλία» (Λουκ.2:21). Ο άγιος Εφραίμ ο
Σύρος αναφέρει την πληροφορία ότι την περιτομή του Κυρίου έκαμε ο
μνήστωρ Ιωσήφ. Επίσης ο άγιος Επιφάνιος Κύπρου αναφέρει πως η περιτομή
έγινε στο Σπήλαιο της Γεννήσεως. Βεβαίως ο ιερός ευαγγελιστής αποσιωπά
κάθε λεπτομέρεια από την τελετή αυτή, διότι προφανώς δεν έχουν να μας
προσφέρει, σύμφωνα με τους Πατέρες, όφελος για τη σωτηρία μας.
Την Εκκλησία μας δεν ενδιέφερε αυτή καθ' εαυτή η
εκπλήρωση αυτής της νομικής διάταξης του μωσαϊκού νόμου από τον Κύριο.
Την ενδιέφερε κυρίως να τονισθεί, δια της περιτομής Του, και να
αποδειχθεί, η πραγματική ανθρώπινη φύση Του, την οποία αρνούνταν οι
αιρετικοί. Ο θεόπνευστος ευαγγελιστής συμπεριέλαβε στο ευαγγέλιό του και
το γεγονός της περιτομής για να μπορεί η Εκκλησία να αποκρούει κάθε
δοκητική, μανιχαϊστική και μονοφυσιτική κακοδοξία.
Η μη παραδοχή της ορθοδόξου διδασκαλίας της
Εκκλησίας μας, περί της αληθινούς ενανθρωπήσεως του Υιού και Λόγου του
Θεού, εκθεμελιώνει κυριολεκτικά ολόκληρο το οικοδόμημα της εν Χριστώ
απολυτρώσεως του ανθρωπίνου γένους. Αν δεν έγινε πραγματικά η σάρκωση
του Λυτρωτή δεν έχουμε πραγματική σωτηρία, ο Χριστός δεν είναι
πραγματικός σωτήρας, αλλά ένας από τους πολλούς ιδρυτές θρησκειών της
ανθρωπότητας. Το πρόβλημα αυτό απασχόλησε έντονα την Εκκλησία τον 5 ο
αιώνα, όταν ο αρχιμανδρίτης Ευτυχής από την Κωνσταντινούπολη αρνούνταν
την ανθρώπινη φύση του Χριστού. Για το λόγο αυτό συγκλήθηκε η Δ΄ εν
Χαλκηδόνι Οικουμενική Σύνοδος, το 451.
Ο Υιός και Λόγος του Θεού είναι ο φυσικός Υιός
του Θεού, απόρροια της δικής Του φύσεως. Γεννήθηκε προπάντων των αιώνων
από τον Πατέρα, όπως μας βεβαιώνει ξεκάθαρα η αγία Γραφή. «Υιός μου ει συ εγώ σήμερον γεγέννηκά σε»
(Εβρ.1:5) είπε, δια του Ψαλμωδού ο Θεός Πατέρας, στο Θεό Υιό. Η
προαιώνια βουλή του Θεού αποφάσισε να αποστείλει τον Λόγο στον κόσμο ως
σωτήρα του από τη φθορά της αμαρτίας και του θανάτου. Έτσι, «ότε ήλθε το πλήρωμα του χρόνου»
(Γαλ.4:4), ο Λόγος, δια της Παρθένου Μαρίας, προσέλαβε την ανθρώπινη
φύση και αφού την καθάρισε από τους ρίπους της αμαρτίας, την
αναδημιούργησε και την επανέφερε στην προπτωτική της κατάσταση, την
έκαμε δική Του φύση, χωρίς να αφήσει ούτε στιγμή τη θεία φύση Του. Ένωσε
ασύγχυτα και αρμονικά τις δύο φύσεις στο θεανδρικό Του πρόσωπο. Έγινε ο
Θεάνθρωπος. Η ένωση των δύο φύσεων στο πρόσωπο του Λυτρωτή σημαίνει
αντικειμενική πραγμάτωση της σωτηρίας μας.
Η ενανθρώπηση του Λόγου όμως είναι γεγονός ασύλληπτης αυτοταπείνωσής Του. «Εν
μορφή Θεού υπάρχων ... εαυτόν εκένωσε μορφήν δούλου λαβών, εν ομοιώματι
ανθρώπων γενόμενος, και σχήματι ευρεθείς ως άνθρωπος εταπείνωσεν εαυτόν
γενόμενος υπόκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού»
(Φιλιπ.2:7). Εάν δεν δούμε το μυστήριο της θείας
συγκαταβάσεως υπό το πρίσμα της άμετρης αγάπης του Θεού για το πλάσμα
Του τον άνθρωπο, αποτελεί αυτό το μεγαλύτερο σκάνδαλο όλων των εποχών.
Το αρχαιοελληνικό αξίωμα «Θεός, ανθρώποις ου μείγνηται»,
πολλώ δε μάλλον η ανθρωποποίηση Θεού αποτελεί ορθολογικά τη χειρότερη
μωρία της ιστορίας. Όμως η αγαθότητα και φιλανθρωπία του Θεού υπερέβη
όλα τα διαχωριστικά με την ανθρωπότητα. Έκαμε τη μεγάλη κίνηση και
ταπείνωσε τον Υιό Του και τον έκαμε άνθρωπο, προκείμενου να σωθεί το
ανθρώπινο γένος. Κατέβηκε Αυτός στα ανθρώπινα πλαίσια, μέχρι και της
κατάστασης του θανάτου για να αναστήσει τον άνθρωπο από την κατάσταση
της πνευματικής νεκρώσεως και να τον ανεβάσει τον άνθρωπο στα ουράνια
του θρόνου Του.
Όσο καιρό ο σαρκωμένος Λόγος βρισκόταν στη γη,
ταυτόχρονα ως Θεός βρισκόταν και στον ουρανό. Βρισκόταν παντού, ως
πανταχού παρών, διότι με την πρόσληψη της ανθρωπίνης φύσεως δεν
αποποιήθηκε τη θεία φύση Του. Σε αυτήν Του την διπλή ιδιότητα, ως
αληθινού Θεού και αληθινού ανθρώπου, έγκειται και το γεγονός του
αληθινού σωτήρα. Σώζει ως αληθινός Θεός με το ότι έγινε αληθινός
άνθρωπος, καθ' ότι προσέλαβε πραγματικά την ανθρώπινη φύση και την έσωσε
στο πρόσωπό Του. Κάθε παρέκκλιση από αυτή την αλήθεια αποτελεί αίρεση
για την Εκκλησία μας. Ο Νεστοριανισμός είχε αρνηθεί τη θεία φύση του
Χριστού και ο Μονοφυσιτισμός είχε αρνηθεί την ανθρώπινη φύση του
Χριστού. Και οι δυο αυτές δογματικές παρεκτροπές καταδικάστηκαν από την
Γ΄ και Δ΄ Οικουμενικές Συνόδους, ως εκτροπή από την αλήθεια και ως
έχοντες σοβαρότατες σωτηριολογικές συνέπειες. Ο ευαγγελιστής Ιωάννης
τόνισε ιδιαίτερα πως «οι μη ομολογούντες Ιησούν Χριστόν ερχόμενον εν σαρκί΄ ούτος εστιν ο πλάνος και ο αντίχριστος» (Β΄Ιωάν.7).
Αξίζει να αναφέρουμε δύο αποσπάσματα από τους
δογματικούς όρους των αναφερόμενων αγίων Συνόδων, για να δούμε τη
θεολογική σαφήνεια της Εκκλησίας μας για το μεγάλη αυτή αλήθεια: «...Ομολογούμεν
τοιγαρούν τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, τον Υιόν του Θεού τον
μονογενή, Θεόν τέλειον και άνθρωπον τέλειον εκ ψυχής λογικής και σώματος
... ομοούσιον τω Πατρί τον αυτόν κατά την θεότητα, και ομοούσιον ημίν
κατά την ανθρωπότητα. Δύο γαρ φύσεων ένωσις γέγονεν΄ δι' ο ένα Χριστόν,
ένα υιόν, ένα κύριον ομολογούμεν» (Γ΄ Οικουμ.Σύνοδος, Έκθεσις Πίστεως των Διαλλαγών). Και «Επόμενοι
τοίνυν τοις αγίοις Πατράσιν ένα και τον αυτόν ομολογούμεν Υιόν τον
Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν συμφώνως άπαντες εκδιδάσκομεν, τέλειον τον
αυτόν εν θεότητι και τέλειον τον αυτόν εν ανθρωπότητι, Θεόν αληθώς και
άνθρωπον αληθώς τον αυτόν εκ ψυχής λογικής και σώματος, ομοούσιον τω
Πατρί κατά την θεότητα, και ομοούσιον ημίν τον αυτόν κατά την
ανθρωπότητα ... ένα και τον αυτόν Χριστόν, υιόν, κύριον, μονογενή, εν
δύο φύσεσιν ασυγχύτως, ατρέπτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως γνωρίζομεν,
ουδαμού της των φύσεων διαφοράς ανηρημένης δια την ένωσιν, σωζομένης δε
μάλλον της ιδιότητος εκατέρας φύσεως και εις εν πρόσωπον και μιαν
υπόστασιν συντρεχούσης, ουκ εις δύο πρόσωπα μεριζόμενον ή διαιρούμενον,
αλλ' ένα και τον αυτόν υιόν, μονογενή, Θεόν, Λόγον, Κύριον Ιησούν
Χριστόν...» (Όρος Δ΄Οικ. Συνόδου, παρά Ι. Καρμίρη, τα Δογματικά και Συμβολικά μνημεία, Αθήναι 1952, σελ.165).
Το γεγονός της θείας ενανθρωπήσεως πρέπει να
αποτελεί για κάθε πιστό χριστιανό τη βάση της πίστεώς του. Να μην έχει
την παραμικρή αμφιβολία ότι «επεσκέψατο ημάς εξ ύψους ο Σωτήρ ημών», για να μας λυτρώσει από τη δουλεία της αμαρτίας και τη φθορά του θανάτου. Σύμφωνα με την θεσπέσια υμνολογία της εορτής, «Συγκαταβαίνων
ο Σωτήρ τω γένει των ανθρώπων κατεδέξατο σπαργάνων περιβολήν΄ ουκ
εβδελύξατο σαρκός την περιτομήν ο οκταήμερος κατά την Μητέρα και άναρχος κατά τον Πατέρα»
για την ημών σωτηρία. Αυτός έκαμε τη μεγάλη κίνηση, περιμένοντας από
τον άνθρωπο να κάνει τη δική του μικρή κίνηση, να Του δώσει το χέρι του,
για να τον σώσει, να τον δοξάσει και να τον κάνει υιό και κληρονόμο της
ατέρμονης βασιλείας Του. Είναι ανάγκη να ξεφύγουμε από τα νοητά δεσμά
του αμαρτωλού κόσμου και να ανεβάσουμε το νου μας στα ουράνια. Μόνο έτσι
θα επωφεληθούμε από τις δωρεές της θείας συγκαταβάσεως.
«ΕΠΕΦΑΝΗ Η ΧΑΡΙΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ Η ΣΩΤΗΡΙΟΣ»
(Αναφορά στη μεγάλη εορτή των Θεοφανείων)
Τα ’για Θεοφάνεια είναι μια από τις μεγαλύτερες
εορτές της Χριστιανοσύνης. Κατ' αυτήν εορτάζεται το μεγάλο γεγονός της
Βαπτίσεως του Κυρίου στα ιορδάνεια νάματα και η θαυμαστή και σπάνια
φανέρωση της Τριαδικής Θεότητος στον κόσμο.
Η σπουδαιότητα της μεγάλης εορτής φαίνεται από
το γεγονός ότι αυτή, μετά το Πάσχα, είναι η αρχαιότερη χριστιανική
εορτή. Ιστορικές μαρτυρίες αναφέρουν ότι καθιερώθηκε νωρίτερα από το 140
μ.Χ. από την ομάδα του αιρετικού Γνωστικού Βασιλείδη στην Αλεξάνδρεια
της Αιγύπτου. Οι Γνωστικοί εόρταζαν τη Βάπτιση του Χριστού και
ταυτόχρονα την Γέννησή του στις 6 Ιανουαρίου, διότι πίστευαν πως κατά τη
βάπτιση ενώθηκε ο «αιώνας» Χριστός με τον άνθρωπο Ιησού, κακοδοξία, την
οποία υιοθέτησαν αργότερα και οι αιρετικοί Νεστοριανοί. Η καθιέρωσή της
δεν είναι επίσης άμοιρη με την οργιαστική ειδωλολατρική εορτή του
χειμερινού ηλιοστασίου των Αιγυπτίων και των Αράβων, η οποία συνέπιπτε
την ίδια ημερομηνία.
Φαίνεται πως η εορτή αυτή έτυχε μεγάλης αποδοχής
τόσο από τους αιρετικούς Γνωστικούς, όσο και από πολλούς χριστιανούς,
καθ' ότι η Εκκλησία δεν είχε ως τότε καθιερώσει τέτοια εορτή. Ίσος το
γεγονός αυτό οδήγησε την Εκκλησία να υιοθετήσει την εορτή αυτή και να
αποτρέψει τους πιστούς να συνεορτάζουν με τους αιρετικούς Γνωστικούς. Οι
πηγές μας βεβαιώνουν πως η εορτή των Θεοφανίων, κατά την οποία
εορτάζονταν μαζί η Γέννηση και η Βάπτιση του Κυρίου στα τέλη του 2 ου
αιώνα ήταν γεγονός. Ως τα τέλη του 4 ου αιώνα στη Δύση εορτάζονταν μαζί η
Γέννηση και η Βάπτιση, οπότε και μεταφέρθηκε η εορτή της Γεννήσεως στις
25 Δεκεμβρίου, αντικαθιστώντας την ειδωλολατρική εορτή του «Αήττητου Ηλίου».
Στην Ανατολή χωρίστηκε επί ιερού Χρυσοστόμου στις αρχές του 5 ου αιώνα.
Στις λεγόμενες προχαλκηδόνιες εκκλησίες (Κοπτική, Αρμενική,
Νεστοριανική, κλπ), κράτησαν την αρχαία παράδοση εορτάζοντας την 6 η
Ιανουαρίου τη Γέννηση και τη Βάπτιση μαζί.
Το γεγονός της Βαπτίσεως του Κυρίου ενέχει
τεράστια θεολογική σημασία. Σύμφωνα με την βιβλική διήγηση όταν ο
Χριστός έγινε τριάντα ετών και προκειμένου να βγει στο δημόσιο βίο Του
πήγε στην έρημο του Ιορδάνη προκειμένου να λάβει το τυπικό βάπτισμα της
μετανοίας από τον τίμιο Πρόδρομο. Στα μέρη εκείνα ο μέγας προφήτης
Ιωάννης κήρυττε με αφάνταστη τόλμη και παρρησία τη μετάνοια, ώστε να
υποδεχτούν οι άνθρωποι καθαρμένοι τον ερχόμενο Σωτήρα. Συνέρεαν κοντά
του μεγάλα πλήθη για να ακούσουν τον διαπρύσιο και ελπιδοφόρο κήρυκα.
Αυτός τους έβαζε στα νερά του Ιορδάνη, όπου εξομολογούνταν τις αμαρτίες
τους. Ήταν μια καθαρά συμβολική πράξη. Όπως έτρεχε το γάργαρο νερό και
καθάριζε τους σωματικούς ρύπους κατά τον ίδιο τρόπο η εξομολόγηση και
μετάνοια καθάριζε την ψυχή του βαπτιζομένου.
Ο Κύριος προκειμένου να δείξει ως άνθρωπος
σεβασμό στην ανθρώπινη παράδοση δέχτηκε να λάβει το τυπικό βάπτισμα του
Ιωάννη, χωρίς ουσιαστικά να το έχει ανάγκη, διότι ήταν απόλυτα
αναμάρτητος, «ο πάσης επέκεινα καθαρότητος». Αυτό θα
τον διευκόλυνε στο μεγάλο δημόσιο απολυτρωτικό έργο που θα άρχιζε
κατόπιν. Ο Ιωάννης θεωρούνταν μεγάλος προφήτης από το λαό. Η υπόδειξη
του Ιησού από αυτόν ως «Αμνού του Θεού, του αίροντος την αμαρτίαν του κόσμου»
(Ιωάν.1:29) ήταν απαραίτητη. Η μαρτυρία του Ιωάννη για τον Χριστό
στάθηκε καθοριστική, τα πλήθη πείσθηκαν και αναγνώρισαν στο πρόσωπο του
Ιησού τον αναμενόμενο Μεσσία. Χάρη σε αυτή τη μεγάλη μαρτυρία
σχηματίσθηκε ο πρώτος πυρήνας των συνεργατών του Κυρίου.
Εκτός από την μαρτυρία του Ιωάννη υπήρξε και ένα
άλλο συγκλονιστικό και μοναδικό γεγονός. Τη στιγμή που ο Κύριος μπήκε
στα νερά του Ιορδάνη άνοιξαν οι ουρανοί και παρουσιάστηκε αυτοπροσώπως ο
Τριαδικός Θεός στα παραβρισκόμενα πλήθη. Ο Ενανθρωπήσας Λόγος
βρίσκονταν στα ιορδάνεια νάματα, το ’γιο Πνεύμα κατέβαινε «ωσεί περιστερά» (Ματθ.3:16) και από τον ανοιγμένο ουρανό ακούστηκε η φωνή του Πατέρα «ούτος εστιν ο υιός μου ο αγαπητός, εν ω ευδόκησα»
(Ματθ.3:16,17). Αυτό το συγκλονιστικό γεγονός της θεοφάνειας σημαίνει
ότι το έργο της σωτηρίας του ανθρωπίνου γένους είναι συλλογική απόφαση
του Τριαδικού Θεού. Η φανέρωσή Του κατά την στιγμή της Βαπτίσεως του
Χριστού φανερώνει την επιβεβαίωση για την ξεχωριστή επιμέλεια του Θεού
για τη λύτρωση του κόσμου και την επίσημη χρίση του Χριστού ως Μεσσία
και Λυτρωτή της ανθρωπότητας και ολοκλήρου της κτίσεως. Αποτέλεσμα αυτής
της επιβεβαίωσης είναι η κατοπινή δυναμική πορεία του Κυρίου στον κόσμο
της πτώσεως και της φθοράς και η πανηγυρική νίκη Του κατά των δυνάμεων
του σκότους, η οποία θα ολοκληρωθεί με την λαμπροφόρο Ανάστασή Του! Στην
ευφρόσυνη εορτή ψάλλουμε σχετικά: «Βαπτίζεται Χριστός μεθ' ημών
ο πάσης επέκεινα καθαρότητος, ενίησι τον αγιασμόν τω ύδατι και ψυχών
τούτο καθάρσιον γίνεται΄ επίγειον το φαινόμενον, και υπέρ τους ουρανούς
το νοούμενον...» (4 ο τροπ. των Αίνων των Φώτων).
Το γεγονός της Βαπτίσεως του Κυρίου αποτελεί φωτεινό ορόσημο στην επί γης πορεία και δράση του Σωτήρα μας, διότι «ο λαός ο καθήμενος εν σκότει είδε φως μέγα και τοις καθημένοις εν χώρα και σκιά θανάτου φως ανέτειλεν αυτοίς»
(Ματθ.4:16). Η είσοδος του Χριστού στον κόσμο διέλυσε τα πνευματικά
σκοτάδια του πτωτικού παρελθόντος, διότι είναι ο Ίδιος το «φως το αληθινόν, ο φωτίζει πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον » (Ιωάν.1:9). Κατά τα Θεοφάνια «εθεασάμεθα την δόξαν αυτού, δόξαν ως μονογενούς παρά πατρός, πλήρης χάριτος και αληθείας»
(Ιωάν.1:14). Γι' αυτό οι πιστοί ονόμασαν τη μεγάλη αυτή εορτή τα Φώτα
και μάλιστα η αρχαία Εκκλησία πραγματοποιούσε την ημέρα αυτή τις
βαπτίσεις των κατηχουμένων, τις οποίες ονόμαζε φωτισμούς! Ο ιερός
υμνογράφος της μεγάλης εορτής μας προτρέπει: «Δεύτε λάβετε πάντες Πνεύμα σοφίας, Πνεύμα συνέσεως, Πνεύμα φόβου Θεού, του επιφανέντος Χριστού» ( τροπ. Μ. Αγιασμού).
Μια άλλη σημαντική παράμετρος της εορτής των
Θεοφανίων είναι ο καθαγιασμός της φύσεως. Η κάθοδος του Χριστού στα
ιορδάνεια ρείθρα σημαίνει τον καθαγιασμό του υγρού στοιχείου, που είναι η
βάση της ζωής σε ολόκληρη τη δημιουργία και κατ' επέκταση ο καθαγιασμός
ολόκληρης της κτίσεως, η οποία εξαιτίας της ανθρώπινης αμαρτίας «συστενάζει και συνωδύνει άχρι του νυν»
(Ρωμ.8:22). Οι καταπληκτική ασματική ακολουθία της εορτής είναι γεμάτη
από ύμνους, αναγνώσματα και ευχές, που αναφέρονται στον εξαγιασμό της
φύσεως με προεξάρχουσες τις υπέροχες ευχές του Μεγάλου Αγιασμού. Ο ίδιος
ο Μεγάλος Αγιασμός, που μεταλαμβάνουμε την ημέρα αυτή, είναι η
απελευθέρωση της υλικής δημιουργίας από τη φθορά της πτώσεως και η
μετουσίωσή της στην προπτωτική κατάστασή της. Ο προφήτης Ησαϊας προείδε
αυτή την θαυμαστή εσχατολογική μεταμόρφωση του υλικού κόσμου ως εξής: «Τα γαρ όροι και οι βουνοί εξαλούνται, προσδεχόμενοι υμάς εν χαρά, και πάντα
τα ξύλα του αγρού επικροτήσει τοις κλάδοις. Και αντί της στοιβής
αναβήσεται κυπάρισσος, και αντί της κονύζης αναβήσεται μυρσίνη. Και
έσται Κυρίω εις όνομα, και εις σημείον αιώνιον, και ουκ εκλείψει»
(Ησ.55:12). Οι λαμπρές τελετές του καθαγιασμού των υδάτων, με τη ρίψη
του Τιμίου Σταυρού σε αυτά, την αγία αυτή ημέρα, σημαίνουν τον αέναο
εξαγιασμό της δημιουργίας, χάρη στην καθαρτική δύναμη του Χριστού, η
οποία πηγάζει από τα ιορδάνεια ρείθρα. Η Ορθόδοξη ναυτική χώρα μας, η
οποία ζει και μεγαλουργεί χάρη στο απλόχερο υγρό στοιχείο που την
περιβάλλει, εορτάζει με ιδιαίτερη λαμπρότητα αυτή την εορτή και
συμμετέχουν οι πιστοί πάνδημα στις λαμπρές τελετές του καθαγισμού των
υδάτων.
Η μεγάλη εορτή των Θεοφανίων αποτελεί την απαρχή του επί γης απολυτρωτικού έργου του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. «Αδάμ τον φθαρέντα αναπλάττει ρείθροις Ιορδάνου και δρακόντων κεφαλάς εμφωλευόντων διαθλάττει ο Βασιλεύς των αιώνων Κύριος»
(2 ο τροπ. Α΄ ωδής, του κανόνα των Φώτων). Αυτό μας κάνει να σκιρτούμε
από χαρά και να γεμίζουμε τις πληγωμένες καρδιές μας από ανείπωτη ελπίδα
για τη λύτρωσή μας από τα πικρά δεσμά της αμαρτίας και του θανάτου. Το
τυπικό βάπτισμα του Κυρίου στον Ιορδάνη αποτελεί για μας παράδειγμα για
το ουσιαστικό μας βάπτισμα, το οποίο είναι «λουτρόν παλλιγγενεσίας» και θάνατος του παλαιού πτωτικού εαυτού μας και αναγέννηση της νέας εν Χριστώ υπάρξεώς μας. Δια του αγίου Βαπτίσματος «ο παλαιός ημών άνθρωπος συνεσταυρώθη, ίνα καταργηθή το σώμα της αμαρτίας, του μηκέτι δουλεύειν ημάς τη αμαρτία» (Ρωμ.6:5). Στην καταπληκτική ακολουθία του Μεγάλου Αγιασμού διαβάζουμε: «Σήμερον
τα των ανθρώπων πταίσματα τοις ύδασι του Ιορδάνου απαλείφονται. Σήμερον
ο παράδεισος ανέωκται τοις ανθρώποις και ο ήλιος της δικαιοσύνης
καταυγάζει ημίν... Σήμερον του παλαιού θρνήνου απηλλάγημεν και ως νέος
Ισραήλ διασώθημεν. Σήμερον του σκότους εκλυτρούμεθα και τω φωτί της
θεογνωσίας καταυγαζόμεθα. Σήμερον η αχλύς του κόσμου καθαίρεται, τη
επιφανεία του Θεού ημών... Σήμερον ο Δεσπότης προς το βάπτισμα
επείγεται, ίνα αναβιβάση προς ύψος το ανθρώπινον» (Ευχή Μ. Αγιασμού).
Ο Θεός της πίστεώς μας δεν είναι ένα αφηρημένο
λογικό και θεωρητικό σχήμα, γέννημα ανθρώπινης φαντασίας, αλλά ο
ζωντανός Τριαδικός Θεός, ο Οποίος καταδέχτηκε να εισέλθει στον κόσμο και
την ανθρώπινη ιστορία, για χάρη της δική μας απολυτρώσεως. Ως σημείο δε
της αέναης παρουσίας Του και της φανέρωσής Του στον κόσμο, είναι το
ανεπανάληπτο γεγονός των Θεοφανείων, το οποίο εορτάζουμε με κάθε
λαμπρότητα αυτή τη μεγάλη μέρα..
ΠΗΓΗ
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.