ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
- ΝΙΚΟΛΑΟΥ Π.ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗ
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΕΙΣΟΡΜΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ
Η μακαρία ζωή των πρωτοπλάστων
Είσερχόμαστε πλέον στό μυστήριο τοΰ θανάτου μέ όδηγό τή θεία Αποκάλυψη καί
χειραγωγούς τούς θεοφώτιστους Πατέρες τής Εκκλησίας μας. Γιατί καί στο μέγα
τούτο ζήτημα ό Θεύς δέν μάς άφησε σε πλήρη άγνωσία. Μάς άπεκάλυψε καί περί τοΰ
ζητήματος αύτοΰ εκείνο άκριβώς πού είναι συμφέρον νά γνωρίζουμε. καί αύτύ πού
δέν μπορούσαμε νά τα βαστάσουμε λογω τής άνθρώπινης άδυναμίας μας, μάς τύ
άπέκρυψε καί τό άπεσιώπησε. Σ’ αύτά θά άρκεσθοΰμε καί μεϊς καί σ’ αύτά θά
μείνουμε, χωρίς νά μετακινούμε «όρια αιώνια» οΰτε νά προχωρούμε πέρα άπύ «τήν
θείαν παράδοσιν».
Οταν ό ίερεύς προπέμπει τον νεκρύ στύν τάφο έκ μέρους τής στρατευόμενης
Εκκλησίας, ρίχνει λίγο χώμα έπάνω στή σορό καί λέγει : «γή
ει και είς γην άπελεύση» χώμα
είσαι, άπό χώμα έχει πλασθεί τό σώμα σου, καί στό χώμα πρέπει νά έπιστρέψει
πάλι- τό σώμα σου θά διαλυθεί στήν ύλη έκείνη, άπό τήν όποία έχεις πλασθεϊ. Έάν
ό κεκοιμημένος είναι μοναχός, ψάλλεται ό ύμνος: Γή, πού χάσκεις μέ τόν άνοικτό
τάφο, δέξαι αύτον ό όποιος έχει πλασθεϊ άπό τό χέρι τοΰ Θεοΰ, καί ό όποιος πάλι
έπιστρέφει σέ σένα πού τύν γέννησες. Σύ (ή γη) δέξου τό σώμα ώς κάτι πού σοΰ
άνήκει, διύτι τήν ψυχή του τήν παρέλαβε ό Δημιουργός. Οί λόγοι αύτοί, οί οποιοι
είναι επανάληψη τών λόγων τοΰ Θεού πρύς τον Άδάμ (βλ. Γεν. γ' 19), μάς
ύπενθυμίζουν δτι είμαστε «διφυείς», άπό
σώμα καί ψυχή. Κατά δέ τήν ώρα τοΰ θανάτου ή ενότητά μας αύτή διαλύεται στά
στοιχεία άπό τά όποια «συνετέθη» μέ τρόπο άνερμήνευτο καί μυστηριώδη.
«Και επλασεν
ό Θεός τόν άνθρωπον, χούν άπό τής γης» (Γεν.
β' 7), λέγει ό θεόπνευστος συγγραφεύς τής Π. Διαθήκης. Ή ύλική μας φύση,τό
σώμα, πλάσθηκε άπό τό χώμα τής γής (βλ. Ίώβ λδ' [34] 15) κατόπιν ειδικής
έπεμβάσεως τοΰ Τριαδικού Θεού (βλ. Γεν. α 27). Ή πράξη εκείνη τής θείας Αγάπης,
ή όποία είναι άκατάληπτη στήν άνθρώπινη διάνοια, βεβαιώνεται έπανειλημμένα άπό
τήν 'Αγία Γραφή. «Κύριος εκτισεν έκ γής
άνθρωπον» (Σ. Σειρ. ιζ' [17] 1), οχι μόνο τόν πρωτόπλαστο, άλλά καί κάθε
άπόγονό του διά μέσου τών αιώνων. Κάθε άπόγονος τού Αδάμ «διαρρυθμίζεται»(Β' Μακ. ζ' 22), δηλ. τακτοποιείται καί διασκευάζεται κατά τρόπο
άνεξερεύνητο, σέ οργανισμό σύνθετο, ή τελειότητα τοΰ όποιου πιστοποιεί δτι
είναι θείο τεχνούργημα. Καί τό σώμα είναι μέν ύλικό καί χοϊκό, άλλά ή άξία του
είναι μέγιστη, σύμφωνα πρός τή βαρυσήμαντη διακήρυξη τοΰ Θεού: Όποιος χύνει
αίμα άνθρώπου, θά τιμωρηθεί μέ τό χύσιμο τοϋ δικού του αίματος άπό άλλον
άνθρωπο («ό φονιάς θά πάει σκοτωτός»). Διότι δημιούργησα τόν άνθρωπο «κατ' εικόνα Θεού» καί έπομένως κανείς δέν μπορεί καί κανείς δέν
έχει τό δικαίωμα νά καταστρέψει τήν εικόνα αύτή (Γεν. θ' 6). Ώστε έκείνος πού
φονεύει άνθρωπο, ιδιοποιείται δικαίωμα τό όποιο έχει μόνον ή θεία Μεγαλειότης.
Ασφαλώς τό άνθρώπινο σώμα δέν είναι μόνο άνυπολόγιστης αξίας ούτε μόνο τό
τελειότερο ύλικό δημιούργημα ώς σύνθεση, άρμονία, κάλλος καί στάση. Είναι καί
τό πλέον κατάλληλο κατοικητήριο τής ψυχής. Ή Άγία Γραφή τό ονομάζει «οικίαν»,
«σκηνήν» καί «ίμάτιον» τής ψυχής. Διότι στό ύλικό σώμα ό Θεός «ένεφύσησε πνοήν ζωής, κα εγένετο ό άνθρωπος
είς ψυχήν ζώσαν» (Γεν. β' 7) φύσηξε στό πρόσωπο τού Άδάμ ζωτική ένέργεια,
ζωοποιό δύναμη, καί έγινε ό άνθρωπος άπό νεκρό πλάσμα ύπαρξη ζωντανή μέ ψυχή
λογική, ελεύθερη, άσώματη καί άθάνατη, ή όποία δίνει ζωή, κίνηση καί ένέργεια
στό σώμα καί τά μέλη του.
Γράφει ό άγιος Γρηγόριος Νύσσης: Διπλή είναι ή φύση μας. Τό ένα μέρος της, ή
ψυχή, είναι λεπτή καί νοερά καί άνάλαφρη καί εύκίνητη τό άλλο, τό σώμα, είναι παχό, ύλικό καί βαρύ
Αλλά δέν πρόκειται νά έξερευνήσουμε τό άνεξερεύνητο μυστήριο μπμ περιβάλλει τήν
ένότητα τού διφυούς άνθρώπου, γιατί αύτό δέν αποτελεί θέμα τού βιβλίου αύτού
Τούτο μόνο σημειώνουμε έδώ: απο τότε
ό άνθρωπος, χάρη στό ύλικό σώμα καίτή ζώσα, λογική καί αθάνατη ψυχή,
μετέχει όχι μόνο τού ύλικοΰ άλλά καί τού πνευματικου κόσμου. Ό άνθρωπος, ένα
άπό τά μεγάλα καί άνεξιχνίαστα θαύματα τού δημιουργού Θεού, άναστρέφεται στή γή
ώς ενιαίο καί απηρτισμένο σύνολο. Καί ένώ ή ψυχή είναι δεμένη μέ τό σώμα καί
δημιουργεί διά τού σώματος, δέν είναι σωματική. Τό σώμα ψαύεται, βλέπεται,
παρακολουθεϊται ή ψυχή δέν είναι προσιτή στίς αισθήσεις μας Αν καί είναι
ένωμένη μέ τό σώμα, άποτελεί φύση χωριστή καί εντελως διαφορετική άπό
έκείνη τού σώματος φύση ή όποία έχει τίς δικές της άναζητήσεις,τούς δικούς της
πόθους καί νοσταλγίες. Παρά ταύτα ό άνθρωπος άναστρέφεται ώς ενιαία
ψυχοσωματική ύπαρξη κ«( απευθύνεται πρός τόν Θεόν μέ τό ώραϊο έκεϊνο- «ό Θεός, ό Θεός μου (...) έδίψησέ σε ή φυχή
μου, ποσαπλώς σοι ή σάρξ μου έν γή ερήμω και άβάτω και ανύδρω» (Ψαλ. ξβ'
[62] 2) ώ Θεέ, πού είσαι ό μόνος Θεός μου πού λατρεύω καί στόν όποιον άνήκω,Σέ
έπόθησε μέ δύναμη καί Σέ έδίψασε ή ψ υ χή μου άλλά πόσες φορές Σέ έδίψασα
καί ή σάρκα μου μακριά άπό τό ιερό σου, μέσα στήν έρημο,στήν όποία ούτε νά
βαδίσει κανείς εύκολα μπορεί ούτε νερό βρίσκει γιά νά σβήσει τή δίψα του.
Επομένως σώμα καί ψυχή άπολαμβάνουν μαζί τή χαρά τής ζωής ή συμπάσχουν στά
λυπηρά γεγονότα, όπως Λέγει ό Ίώβ: «αί σάρκες ήλγησαν. ή δέ φυχή αύτοϋ
έπένθησεν» (Ίώβ ι.δ 14 22 οί σ ά ρ κ ε ς τού άνθρώπου, δηλαδή τό
σώμα, πονούν, ένώ ή ψ υ χή του πενθεί καί λυπεϊται.
Ό άνθρωπος άπό τήν πρώτη ήμέρα τής δημιουργίας του άπετέλεσε μόνιμο άντικείμενο
τής άπέραντης άγάπης καί τής πάνσοφης πρόνοιας τού Θεού. Επιπλέον, όλος ό
ύλικός κόσμος, κατ’ έντολήν τού Θεού, υποτάχθηκε στόν άνθρωπο (βλ. Γεν. α' 28).
Ό Θεός κατέστησε τόν άνθρωπο «άρχοντα» όλων τών βλεπομένων «άρχοντα
χειροτονητόν» (διορισμένο) όλων «τών άλογων καί τών άψύχων», δηλαδή τών μή
έμβιων οντων. Ό πρωτόπλαστος άναστρεφόταν σ’ έναν κόσμο ειρηνικό καί άταλαίπωρο
χωρίς φροντίδες ή λύπες ή πόνους χωρίς καμμία ανάγκη. «Οΰτε ίματίου» είχε
ανάγκη ό Άδάμ, «οΰτε ορόφου, ούκ άλλης τίνος τοιαύτης κατασκευής», άλλ’ ήταν
μάλλον όμοιος μέ τούς άγγέλους.
Ήταν λοιπόν ό Άδάμ γεμάτος άπό εύτυχία- «ού λύπη. ούκ οδύνη, ού στεναγμός»
υπήρχε στόν μακάριο εκείνο τόπο, τόν οποιο ό θεόπνευστος Μωϋσής ονόμασε
άλληγορικά Παράδεισο6. Καί ούτε Ιδρώτες οΰτε κόποι οΰτε άθυμία ούτε «άλλο τι
τών τοιούτων έλύπει παθών» τούς πρωτοπλάστους7. Διότι, όπως γράφει ό Μ.
Βασίλειος, τότε δέν υπήρχε στόν φυτικό κόσμο (οΰτε καί στά ζώα βέβαια) τίποτε
τό άποτυχημένο εϊτε άπό άπειρία τών γεωργών εϊτε άπό άσχημο καιρό εϊτε άπό
καμμιά άλλη αιτία άπό αύτές πού καταστρέφουν τά γεννήματα. Δέν ύπήρχε άκόμη ώς
έμπόδιο στήν εύφορία τής γής ή καταδίκη τών πρωτοπλάστων. Όλα αύτά είναι
άρχαιότερα τής άμαρτίας, ένεκα τής όποιας καταδικασθήκαμε νά κερδίζουμε καί νά
τρώμε τό ψωμί μας μέ τόν ιδρώτα τού προσώπου μας (βλ. Γεν. γ' 19 8.)
Έξ άλλου ό Άδάμ ήταν γεμάτος άπό άνείπωτη σοφία καί προικισμένος μέ «προφητικόν
χάρισμα». Ή σοφία του φαίνεται άπό τό ότι ό Άδάμ έδωκε ονόματα σ’ όλα τά θηρία,
σ’ όλα τά πετεινά καί σ’ όλα τά άλογα ζώα (Γεν. β' 19-20). Τό προφητικό χάρισμα
φαίνεται άπό τήν πολύ «θαυμαστήν προφητείαν» πού προφήτευσε γιά τή γυναίκα. Ό
Θεός, όπως ιστορεί ό θεόπνευστος Μωϋσής, «ώκοδόμησε την πλευράν», τήν όποία
«ελαβεν άπό τοϋ Άδάμ, είς γυναίκα» (Γεν. β' 22). Δηλαδή ό παντοδύναμος καί
άριστοτέχνης Θεός «δέν έπλασε άλλην πλάσιν», άλλά έλαβε «μίαν τών πλευρών» τού Άδάμ έλαβε «τό μέρος»,τό κομμάτι, ένα
κομμάτι, καί έκείνη τήν πλευρά πού ειχε ήδη πλασθεϊ τή μετέπλασε καί τή
μορφοποίησε σέ τέλεια καί ολοκληρωμένη προσωπικότητα, τή γυναίκα, δημιούργημα
έλεύθερο, λογικό καί ομότιμο πρός τόν Άδάμ. Κατόπιν ό φιλάνθρωπος Θεός οδήγησε
τή γυναίκα στόν Άδάμ, άφού ό τελευταίος είχε πλέον ξυπνήσει, καί δταν αυτός
ειδε τή γυναίκα είπε: «Τούτο νΰν», τό δημιούργημα αύτό, ή γυναίκα,ή όποία
πλάσθηκε μέ τόν τρόπο αύτό τώρα μόνο, γιά πρώτη καί τελευταία φορά (στό εξής
άνδρας καί γυναίκα θά γεννώνται άπό τή συνεύρεση άνδρός καί γυναικός)
είναι όστουν έκ τών όστέων μου καί σάρξ έκ της σαρκός μου»' αύτή θά
όνομασθεϊ «γυνή», διότι προήλθε άπό τόν άνδρα της (Γεν. β' 23). Κνώ λοιπόν ό
Άδάμ δέν είχε λάβει μέχρι τής στιγμής εκείνης καθόλου γνώση τοϋ γεγονότος, άφοϋ
κοιμόταν καί βρισκόταν σέ έκσταση, τώρα πού ξύπνησε καί άντίκρυσε γιά πρώτη
φορά τή γυναίκα του, διηγείται τό γεγονός μέ άκρίβεια καί λεπτομέρεια!