Δευτέρα 2 Απριλίου 2012
ΣΟΦΙΑ ΣΟΛΩΜΟΝΤΟΣ 15 - 19
Δευτέρα, Απριλίου 02, 2012
Αναρτήθηκε από
Nik Vythoulkas
Ετικέτες ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ - ΚΕΙΜΕΝΟ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
Ετικέτες ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ - ΚΕΙΜΕΝΟ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
ΣΟΦΙΑ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ 15
Σοφ. Σολ. 15,1 Σὺ δὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν χρηστὸς καὶ ἀληθής,
μακρόθυμος καὶ ἐν ἐλέει διοικῶν τὰ πάντα.
Σοφ. Σολ. 15,1 Συ όμως ο Θεός μας είσαι αγαθός, αληθής, μακρόθυμος,
κυβερνάς και κατευθύνεις τα πάντα μέ την άπειρον ευσπλαγχνιάν σου.
Σοφ. Σολ. 15,2 καὶ γὰρ ἐὰν ἁμάρτωμεν, σοί ἐσμεν, εἰδότες
σου τὸ κράτος· οὐχ ἁμαρτησόμεθα δέ, εἰδότες ὅτι σοὶ λελογίσμεθα.
Σοφ. Σολ. 15,2 Δια τούτο, και αν παρασυρθώμεν εις αμαρτίας, είμεθα
ιδικοί σου, διότι αναγνωρίζομεν την παντοδυναμίαν σου, συναισθανόμενοι δε και
γνωρίζοντες καλά ότι ανήκομεν εις σέ, δεν θα αμαρτήσωμεν.
Σοφ. Σολ. 15,3 τὸ γὰρ ἐπίστασθαί σε ὁλόκληρος
δικαιοσύνη, καὶ εἰδέναι τὸ κράτος σου ῥίζα ἀθανασίας.
Σοφ. Σολ. 15,3 Διότι το να έχη κανείς επίγνωσιν σου του αληθινού Θεού
είναι όλαι ομού αι αρεταί, όπως επίσης και το να αναγνωρίζη την παντοδύναμον
κυριαρχίαν σου είναι η ρίζα της αθανασίας.
Σοφ. Σολ. 15,4 οὔτε γὰρ ἐπλάνησεν ἡμᾶς ἀνθρώπων
κακότεχνος ἐπίνοια, οὐδὲ σκιαγράφων πόνος ἄκαρπος, εἶδος σπιλωθὲν χρώμασι
διηλλαγμένοις,
Σοφ. Σολ. 15,4 Δεν μας έχει παραπλανήσει η επινόησις της κακής
ειδωλολατρικής τέχνης ούτε ο μάταιος κόπος των ειδωλολατρών ζωγράφων, ούτε
κανένα πράγμα μολυσμένον, που έχει κατασκευασθή με διάφορα χρώματα.
Σοφ. Σολ. 15,5 ὧν ὄψις ἄφροσιν εἰς ὄνειδος ἔρχεται,
ποθεῖ τε νεκρᾶς εἰκόνος εἶδος ἄπνουν.
Σοφ. Σολ. 15,5 Η μορφή αυτών των αντικειμένων οδηγεί τους ασυνέτους εις
καταισχύνην. Διότι ο ειδωλολάτρης αισθάνεται κάποιον χαράν δι' ένα πράγμα, που
είναι νεκρόν, δια μίαν εικόνα που δεν έχει πνοήν.
Σοφ. Σολ. 15,6 κακῶν ἐρασταὶ ἄξιοί τε τοιούτων ἐλπίδων,
καὶ οἱ δρῶντες καὶ οἱ ποθοῦντες καὶ οἱ σεβόμενοι.
Σοφ. Σολ. 15,6 Επιθυμηταί κακών, άξιοι τοιούτων μωρών ελπίδων, είναι
τόσον εκείνοι, οι οποίοι κατασκευάζουν τα είδωλα, όσον επίσης και εκείνοι, οι
οποίοι τα αγαπούν και τα σέβονται.
Σοφ. Σολ. 15,7 Καὶ γὰρ κεραμεὺς ἁπαλὴν γῆν θλίβων ἐπίμοχθον
πλάσσει πρὸς ὑπηρεσίαν ἡμῶν ἓν ἕκαστον· ἀλλ᾿ ἐκ τοῦ αὐτοῦ πηλοῦ ἀνεπλάσατο τά
τε τῶν καθαρῶν ἔργων δοῦλα σκεύη τά τε ἐναντία, πάνθ᾿ ὁμοίως· τούτων δὲ ἑκατέρου
τίς ἑκάστῳ ἐστὶν ἡ χρῆσις, κριτὴς ὁ πηλουργός·
Σοφ. Σολ. 15,7 Ο κεραμοποιός ζυμώνει τον μαλακόν πηλόν με κόπον και
κατασκευάζει κάθε δοχείον προς χρήσιν μας. Από τον αυτόν πηλόν κατεσκεύασε
κατάλληλα δοχεία δια την εξυπηρέτησιν των καθαρών έργων μας, όπως και αντιθέτως
άλλα δι' ακαθάρτους χρήσεις· όλα με τον αυτόν τρόπον κατεργαζόμενος. Δια την
χρήσιν όμως του καθενός από αυτά θα κρίνη ο κεραμοποιός.
Σοφ. Σολ. 15,8 καὶ κακόμοχθος θεὸν μάταιον ἐκ τοῦ αὐτοῦ
πλάσσει πηλοῦ, ὃς πρὸ μικροῦ γῆς γεννηθεὶς μετ᾿ ὀλίγον πορεύεται ἐξ ἧς ἐλήφθη,
τὸ τῆς ψυχῆς ἀπαιτηθεὶς χρέος.
Σοφ. Σολ. 15,8 Ετσι και ο ειδωλολάτρης αγαλματοποιός αυτός, ο οποίος
εγεννήθη από την γην. Επειτα δε από ολίγον θα επανέλθη εις την γην, από την
οποίαν ελήφθη, όταν φθάση η στιγμή να πληρώση και αυτός το κοινόν χρέος της
ζωής του· ο κακώς, λοιπόν, μοχθών αυτός ειδωλολάτρης, πλάσσει από τον ίδιον
πηλόν ένα μάταιον και ανύπαρκτον θεόν.
Σοφ. Σολ. 15,9 ἀλλ᾿ ἔστιν αὐτῷ φροντὶς οὐχ ὅτι
μέλλει κάμνειν, ἀλλ᾿ ὅτι βραχυτελῆ βίον ἔχει, ἀλλ᾿ ἀντερείδεται μέν χρυσουργοῖς
καὶ ἀργυροχόοις, χαλκοπλάστας τε μιμεῖται καὶ δόξαν ἡγεῖται ὅτι κίβδηλα
πλάσσει.
Σοφ. Σολ. 15,9 Δεν σκέπτεται δε αυτός, ότι καταταλαιπωρείται έτσι
εργαζόμενος και ότι πρόκειται να αποθάνη, ούτε ότι ο βίος του είναι βραχύς,
αλλά συναγωνίζεται εις κατασκευήν ειδώλων τους χρυσοχόους και αργυροχόους,
μιμείται τους χαλκουργούς και θεωρεί δόξαν του, ότι κατασκευάζει αγάλματα
ψευδών θεών.
Σοφ. Σολ.
15,10 σποδὸς ἡ καρδία αὐτοῦ, καὶ
γῆς εὐτελεστέρα ἡ ἐλπὶς αὐτοῦ, πηλοῦ τε ἀτιμότερος ὁ βίος αὐτοῦ,
Σοφ. Σολ. 15,10 Στάκτη είναι η καρδία του. Μηδαμινωτέρα από το χώμα η ελπίς
του. Αθλιεστέρα η ζωή του από την λάσπην.
Σοφ. Σολ.
15,11 ὅτι ἠγνόησε τὸν πλάσαντα αὐτὸν
καὶ τὸν ἐμπνεύσαντα αὐτῷ ψυχὴν ἐνεργοῦσαν καὶ ἐμφυσήσαντα πνεῦμα ζωτικόν·
Σοφ. Σολ. 15,11 Διότι παρεμέρισε και ηγνόησε τον πλάστην του και Θεόν, ο
οποίος έπνευσεν εις αυτόν ψυχήν δραστηρίαν και ενεφύσησεν εις αυτόν πνεύμα
ζωής.
Σοφ. Σολ.
15,12 ἀλλ᾿ ἐλογίσαντο παίγνιον εἶναι
τὴν ζωὴν ἡμῶν καὶ τὸν βίον πανηγυρισμὸν ἐπικερδῆ· δεῖν γάρ φησιν ὅθεν δή, κἂν ἐκ
κακοῦ, πορίζειν.
Σοφ. Σολ. 15,12 Αλλά εθεώρησε σαν ένα παιγνίδι την ζωήν μας, και τον βίον
σαν μια επικερδή πανήγυριν. Κατι τέτοιοι λέγουν, ότι πρέπει από οπουδήποτε και
με οποιοδήποτε μέσον να κερδίζουν, έστω και δια του κακού.
Σοφ. Σολ.
15,13 οὗτος γὰρ παρὰ πάντας οἶδεν
ὅτι ἁμαρτάνει, ὕλης γεώδους εὔθραυστα σκεύη καὶ γλυπτὰ δημιουργῶν.
Σοφ. Σολ. 15,13 Ο πηλουργός αυτός κατασκευαστής των ειδώλων γνωρίζει
περισσότερον παντός άλλου ότι αμαρτάνει, διότι κατασκευάζει πρόστυχα, εύθραυστα
οικιακά σκεύη από την λάσπην και αγάλματα ψευδών θεών.
Σοφ. Σολ.
15,14 πάντες δ᾿ ἀφρονέστατοι καὶ
τάλαντες ὑπὲρ ψυχὴν νηπίου οἱ ἐχθροὶ τοῦ λαοῦ σου καταδυναστεύσαντες αὐτόν,
Σοφ. Σολ. 15,14 Ολοι αυτοί είναι αφρονέστατοι και αθλιέστεροι και από την
ψυχήν νηπίου ακόμη, εχθροί του λαού σου, οι οποίοι καταδυναστεύουν και
εκμεταλλεύονται αυτόν.
Σοφ. Σολ.
15,15 ὅτι καὶ πάντα εἴδωλα τῶν ἐθνῶν
ἐλογίσαντο θεούς, οἷς οὔτε ὀμμάτων χρῆσις εἰς ὅρασιν οὔτε ῥῖνες εἰς συνολκὴν ἀέρος
οὔτε ὦτα ἀκούειν οὔτε δάκτυλοι χειρῶν εἰς ψηλάφησιν, καὶ οἱ πόδες αὐτῶν ἀργοὶ
πρὸς ἐπίβασιν.
Σοφ. Σολ. 15,15 Διότι εθεώρησαν ως θεούς όλα των εθνών τα είδωλα, τα οποία
ούτε εφθαλμούς έχουν δια να βλέπουν, ούτε ρίνας δια να αναπνέουν τον αέρα, ούτε
αυτιά δια να ακούουν, ούτε δάκτυλα χειρών δια να ψηλαφούν. Οι δε πόδες των
είναι ακίνητοι, ανίκανοι να βαδίσουν.
Σοφ. Σολ.
15,16 ἄθρωπος γὰρ ἐποίησεν αὐτούς,
καὶ τὸ πνεῦμα δεδανεισμένος ἔπλασεν αὐτούς· οὐδεὶς γὰρ αὐτῷ ὅμοιον ἄνθρωπος ἰσχύει
πλάσαι Θεόν.
Σοφ. Σολ. 15,16 Διότι άνθρωπος είναι εκείνος, που τα κατασκεύασεν.
Ανθρωπος, που έχει λάβει ως δάνειον εκ μέρους του Θεού το πνεύμα, έπλασσεν
αυτούς τους ειδωλικούς θεούς. Διότι κανείς άνθρωπος δεν είναι ικανός να
τεχνουργήση ένα θεόν, ο οποίος να του ομοιάζη.
Σοφ. Σολ.
15,17 θνητὸς δὲ ὢν νεκρὸν ἐργάζεται
χερσὶν ἀνόμοις· κρείττων γάρ ἐστι τῶν σεβασμάτων αὐτοῦ, ὧν αὐτὸς μὲν ἔζησεν, ἐκεῖνα
δὲ οὐδέποτε.
Σοφ. Σολ. 15,17 Θνητός ων ο άνθρωπος νεκρόν είδωλον κατεσκεύασεν, έργον των
παρανόμων χειρών του. Αυτός εις την πραγματικότητα είναι ανώτερος από τα
είδωλα, τα οποία σέβεται, διότι αυτός έζησε κάποτε, εκείνα όμως ποτέ δεν
έζησαν.
Σοφ. Σολ.
15,18 καὶ τὰ ζῷα δὲ τὰ ἔχθιστα
σέβονται· ἀνοίᾳ γὰρ συγκρινόμενα τῶν ἄλλων ἐστὶ χείρονα·
Σοφ. Σολ. 15,18 Οι ειδωλολάτραι Αιγύπτιοι φθάνουν μέχρι του σημείου να
σέβωνται ως θεούς και μερικά από τα πλέον απαίσια ζώα, τα οποία συγκρινόμενα
προς τα άλλα ζώα είναι χειρότερα και ανοητότερα.
Σοφ. Σολ.
15,19 οὐδ᾿ ὅσον ἐπιποθῆσαι ὡς ἐν
ζῴων ὄψει καλὰ τυγχάνει, ἐκπέφευγε δὲ καὶ τὸν τοῦ Θεοῦ ἔπαινον καὶ τὴν εὐλογίαν
αὐτοῦ.
Σοφ. Σολ. 15,19 Αυτά δε είναι τόσον αποκρουστικά εις την όψιν, ώστε να μη
εμπνέουν κανένα ευάρεστον συναίσθημα, όπως συμβαίνει με άλλα ωραία ζώα. Αυτά
δεν έχουν εκ μέρους του Θεού ούτε έπαινον ούτε ευλογίαν.
ΣΟΦΙΑ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ 16
Σοφ. Σολ. 16,1 Διὰ τοῦτο δ᾿ ὁμοίων ἐκολάσθησαν ἀξίως
καὶ διὰ πλήθους κνωδάλων ἐβασανίσθησαν.
Σοφ. Σολ. 16,1 Δια τούτο ακριβώς κατά λόγον δικαιοσύνης οι ειδωλολάτραι
Αιγύπτιοι ετιμωρήθησαν με όμοια προς τα λατρευόμενα από αυτούς ζώα, από πλήθος
δηλαδή μικρών και μεγάλων επιβλαβών και σιχαμερών σκωλήκων και ζώων.
Σοφ. Σολ. 16,2 ἀνθ᾿ ἧς κολάσεως εὐεργετήσας τὸν
λαόν σου, εἰς ἐπιθυμίαν ὀρέξεως ξένην γεῦσιν, τροφὴν ἡτοίμασας ὀρτυγομήτραν,
Σοφ. Σολ. 16,2 Αντιθέτως προς την τιμωρίαν αυτήν των ειδωλολατρών, συ,
ευεργετών τον λαόν σου, όταν επείνασαν εις την έρημον τους έδωσες παράδοξον τροφήν,
ητοίμασες τροφήν δι' αυτούς από ορτύκια.
Σοφ. Σολ. 16,3 ἵνα ἐκεῖνοι μὲν ἐπιθυμοῦντες τροφὴν
διὰ τὴν εἰδέ χθειαν τῶν ἐπαπεσταλμένων καὶ τὴν ἀναγκαίαν ὄρεξιν ἀποστρέφωνται,
αὐτοὶ δὲ ἐπ᾿ ὀλίγον ἐνδεεῖς γενόμενοι καὶ ξένης μετάσχωσι γεύσεως.
Σοφ. Σολ. 16,3 Ενῷ εκείνοι οι ειδωλολάτραι, παρά την πείναν και
επιθυμίαν τροφής, που είχαν, βλέποντες τα αηδή αυτά ζώα, που απεστάλησαν εις
τιμωρίαν εναντίον των, έχαναν και αυτήν ακόμα την όρεξιν προς τροφήν. Εξ
αντιθέτου όμώς οι Ισραηλίται εστερήθησαν επ' ολίγον διάστημα και επείνασαν,
έφαγαν όμως κατόπιν θαυματουργικώς δοθείσαν εις αυτούς τροφήν.
Σοφ. Σολ. 16,4 ἔδει γὰρ ἐκείνοις μὲν ἀπαραίτητον ἔνδειαν
ἐπελθεῖν τυραννοῦσι, τούτοις δὲ μόνον δειχθῆναι πῶς οἱ ἐχθροὶ αὐτῶν ἐβασανίζοντο.
Σοφ. Σολ. 16,4 Επρεπε κατά λόγον δικαιοσύνης να επέλθη αυτή η στέρησις
εναντίον εκείνων, που είχαν τυραννήσει τον λαόν σου, εις δε τους ισραηλίτας να
καταδειχθή δια του γεγονότος αυτού, πως οι εχθροί των εβασανίζοντο.
Σοφ. Σολ. 16,5 Καὶ γὰρ ὅτε αὐτοῖς δεινὸς ἐπῆλθε
θηρίων θυμὸς δήγμασί τε σκολιῶν διεφθείροντο ὄφεων, οὐ μέχρι τέλους ἔμεινεν ἡ ὀργή
σου·
Σοφ. Σολ. 16,5 Διότι, και όταν επήλθον εναντίον των εξηρεθισμένα φοβερά
θηρία, δηλητηριώδη φίδια, και αυτοί εθανατώνοντο με τα δήγματα των ελισσομένων
και συστρεφομένων αυτών όφεων, δεν παρέμεινεν η οργή σου μέχρι τέλους εναντίον
αυτών.
Σοφ. Σολ. 16,6 εἰς νουθεσίαν δὲ πρὸς ὀλίγον ἐταράχθησαν,
σύμβουλον ἔχοντες σωτηρίας εἰς ἀνάμνησιν ἐντολῆς νόμου σου·
Σοφ. Σολ. 16,6 Συνεταράχθησαν οι Ισραηλίται επί ολίγον διάστημα, αλλά
προς νουθεσίαν των, διότι έτσι απέκτησαν ένα σύμβολον, ένα σημείον σωτηρίας,
δια να ενθυμούνται τας εντολάς του Νομου σου.
Σοφ. Σολ. 16,7 ὁ γὰρ ἐπιστραφεὶς οὐ διὰ τὸ
θεωρούμενον ἐσώζετο, ἀλλὰ διὰ σὲ τὸν πάντων σωτῆρα.
Σοφ. Σολ. 16,7 Διότι εκείνος ο οποίος εστρέφετο και έβλεπε το σημείον
τούτο, τον χάλκινον όφιν, εσώζετο οχι βέβαια κατά τρόπον μαγικόν, από αυτό καθ'
εαυτό του σύμβολον, αλλά από σέ, ο οποίος είσαι ο σωτήρ όλων των ανθρώπων.
Σοφ. Σολ. 16,8 καὶ ἐν τούτῳ δὲ ἔπεισας τοὺς ἐχθροὺς
ἡμῶν, ὅτι σὺ εἶ ὁ ῥυόμενος ἐκ παντὸς κακοῦ·
Σοφ. Σολ. 16,8 Και με το γεγονός τούτο, όπως και με όλα τα προηγούμενα,
έπεισες τους εχθρούς μας, ότι συ είσαι ο μόνος, που ελευθερώνεις και σώζεις από
κάθε κακόν τους ανθρώπους.
Σοφ. Σολ. 16,9 οὓς μὲν γαρ ἀκρίδων καὶ μυιῶν ἀπέκτεινε
δήγματα, καὶ οὐχ εὑρέθη ἴαμα τῇ ψυχῇ αὐτῶν, ὅτι ἄξιοι ἦσαν ὑπὸ τοιούτων κολασθῆναι·
Σοφ. Σολ. 16,9 Εκείνους, τους εχθρούς μας, τους εφόνευον τα δήγματα των
ακρίδων και των μυιών και δεν ευρέθη καμμία θεραπεία εις περιφρούρησιν της ζωής
των, διότι ήσαν άξιοι να τιμωρηθούν από τα σιχαμερά και επικίνδυνα έντομα.
Σοφ. Σολ.
16,10 τοὺς δὲ υἱούς σου οὐδὲ ἰοβόλων
δρακόντων ἐνίκησαν ὀδόντες, τὸ ἔλεος γάρ σου ἀντιπαρῆλθε καὶ ἰάσατο αὐτούς.
Σοφ. Σολ. 16,10 Τα τέκνα σου όμως, τους Ισραηλίτας, δεν τους κατενίκησαν
και δεν τους εξωλόθρευσαν οι οδόντες των φαρμακερών εκείνων και μεγάλων όφεων,
διότι το έλεός σου τους επεσκέφθη και τους εθεράπευσεν.
Σοφ. Σολ.
16,11 εἰς γὰρ ὑπόμνησιν τῶν
λογίων σου ἐνεκεντρίζοντο καὶ ὀξέως διεσώζοντο, ἵνα μὴ εἰς βαθεῖαν ἐμπεσόντες λήθην
ἀπερίσπαστοι γένωνται τῆς σῆς εὐεργεσίας.
Σοφ. Σολ. 16,11 Η αιτία δε και ο σκοπός, που εδαγκώνοντο από τα φίδια και
αμέσως εθεραπεύοντο, ήτο να ενθυμούνται τας εντολάς σου και να μη περιπέσουν
εις λησμοσύνην των λόγων σου και αποκλεισθούν έτσι από τας ευεργεσίας σου.
Σοφ. Σολ.
16,12 καὶ γὰρ οὔτε βοτάνη οὔτε
μάλαγμα ἐθεράπευσεν αὐτούς, ἀλλὰ ὁ σός, Κύριε, λόγος ὁ πάντα ἱώμενος.
Σοφ. Σολ. 16,12 Ούτε κανένα θεραπευτικόν χορτάρι ούτε κανένα κατάπλασμα δεν
τους εθεράπευσε τότε, αλλά ο ιδικός σου παντοδύναμος λόγος, Κυριε, ο οποίος
θεραπεύει τα πάντα.
Σοφ. Σολ.
16,13 σὺ γὰρ ζωῆς καὶ θανάτου ἐξουσίαν
ἔχεις καὶ κατάγεις εἰς πύλας ᾅδου καὶ ἀνάγεις.
Σοφ. Σολ. 16,13 Διότι συ, Κυριε, έχεις την απόλυτον εξουσίαν της ζωής και
του θανάτου και συ κατεβάζεις εις τας πύλας του άδου και ανεβάζεις από έκεί
τους ανθρώπους.
Σοφ. Σολ.
16,14 ἄνθρωπος δὲ ἀποκτέννει μὲν
τῇ κακίᾳ αὐτοῦ, ἐξελθὸν δὲ πνεῦμα οὐκ ἀναστρέφει οὐδὲ ἀναλύει ψυχὴν παραληφθεῖσαν.
Σοφ. Σολ. 16,14 Ο άνθρωπος εν τη κακία αυτού φονεύει τον συνάνθρωπόν του. Η
ψυχή δέ, που εξέρχεται από τον φονευθέντα, δεν επιστρέφει. Ο φονεύσας δεν
ημπορεί να απελευθερώση την ψυχήν, την οποίαν παρέλαβε πλέον ο άδης.
Σοφ. Σολ.
16,15 Τὴν δὲ σὴν χεῖρα φυγεῖν ἀδύνατόν
ἐστιν·
Σοφ. Σολ. 16,15 Την ιδικήν σου όμως παντοδύναμον χείρα κανείς δεν ημπορεί
να διαφύγη.
Σοφ. Σολ.
16,16 ἀρνούμενοι γάρ σε εἰδέναι ἀσεβεῖς,
ἐν ἰσχύϊ βραχίονός σου ἐμαστιγώθησαν, ξένοις ὑετοῖς καὶ χαλάζαις καὶ ὄμβροις
διωκόμενοι ἀπαραιτήτοις καὶ πυρὶ καταναλισκόμενοι.
Σοφ. Σολ. 16,16 Οι ασεβείς, οι οποίοι ηρνήθησαν να σε γνωρίσουν και σε
αναγνωρίσουν ως Θεόν των, ετιμωρήθησαν με την δύναμιν της παντοδυνάμου δεξιάς
σου καταδιωκόμενοι από παράδοξα και ανερμήνευτα νερά, από χαλάζας και βροχάς,
γινόμενοι παρανάλωμα και της φωτιάς.
Σοφ. Σολ.
16,17 τὸ γὰρ παραδοξότατον, ἐν τῷ
πάντα σβεννύντι ὕδατι πλεῖον ἐνήργει τὸ πῦρ, ὑπέρμαχος γὰρ ὁ κόσμος ἐστὶ
δικαίων·
Σοφ. Σολ. 16,17 Και το εκτάκτως παράδοξον είναι, ότι μέσα στο νερό, όπου τα
πάντα σβήνονται, η φωτιά έπαιρνε ακόμη μεγαλυτέραν δραστηριότητα, διότι
πράγματι το σύμπαν μάχεται υπέρ των δικαίων.
Σοφ. Σολ.
16,18 ποτὲ μὲν γὰρ ἡμεροῦτο φλόξ,
ἵνα μὴ καταφλέξῃ τὰ ἐπ᾿ ἀσεβεῖς ἀπεσταλμένα ζῷα, ἀλλ᾿ αὐτοὶ βλέποντες ἴδωσιν, ὅτι
Θεοῦ κρίσει ἐλαύνονται·
Σοφ. Σολ. 16,18 Μερικές φορές η φλόγα του πυρός ωλιγόστευε, δια να μη
κατακαύση τα ζώα, που εστέλλοντο εις τιμωρίαν των ασεβών, και δια να τους κάμη
να εννοήσουν από αυτό το θέαμα ότι η δικαιοσύνη του Θεού ήτο εκείνη, που τους
κατεδίωκε και τους ετιμωρούσε.
Σοφ. Σολ.
16,19 ποτὲ δὲ καὶ μεταξὺ ὕδατος ὑπὲρ
τὴν πυρὸς δύναμιν φλέγει, ἵνα ἀδίκου γῆς γεννήματα διαφθείρῃ.
Σοφ. Σολ. 16,19 Αλλοτε όμώς το πυρ μέσα στο νερό ήναπτε και εδυνάμωνεν
ακόμη περισσότερον την φλόγα του, δια να καταστρέψη τα προϊόντα της αδίκου γης.
Σοφ. Σολ.
16,20 ἀνθ᾿ ὧν ἀγγέλων τροφὴν ἐψώμισας
τὸν λαόν σου καὶ ἕτοιμον ἄρτον αὐτοῖς ἀπ᾿ οὐρανοῦ ἔπεμψας ἀκοπιάτως πᾶσαν ἡδονὴν
ἰσχύοντα καὶ πρὸς πᾶσαν ἁρμόνιον γεῦσιν·
Σοφ. Σολ. 16,20 Ενῷ, λοιπόν, έτσι συ ο δίκαιος Θεός ετιμωρούσες τους
ειδωλολάτρας εχθρούς του λαού σου, εξ αντιθέτου επροοτάτευσες και έθρεψες τον
λαόν σου με τροφήν αγγέλων, τους έστειλες δηλαδή έτοιμον άρτον από τον ουρανόν,
χωρίς αυτοί να κοπιάσουν. Αρτον ικανόν να τους δώση κάθε ευχαρίστησιν και
κατάλληλον προς κάθε όρεξιν.
Σοφ. Σολ.
16,21 ἡ μὲν γὰρ ὑπόστασίς σου τὴν
σὴν γλυκύτητα πρὸς τέκνα ἐνεφάνισε, τῇ δὲ τοῦ προσφερομένου ἐπιθυμίᾳ ὑπηρετῶν
πρὸς ὅ τις ἐβούλετο μετεκιρνᾶτο.
Σοφ. Σολ. 16,21 Η ουσία και η ωραία γεύσις του παρουσίαζε και εμαρτυρούσε
την ιδικήν σου γλυκύτητα προς τα τέκνα σου· η δε ικανότης του να προσαρμόζεται
και να ανταποκρίνεται προς την όρεξιν εκείνου, ο οποίος τον έτρωγε, τον εκανε
να μεταβάλλεται εις ο,τι ο καθένας επιθυμούσε.
Σοφ. Σολ.
16,22 χιὼν δὲ καὶ κρύσταλλος ὑπέμεινε
πῦρ καὶ οὐκ ἐτήκετο, ἵνα γνῶσιν ὅτι τοὺς τῶν ἐχθρῶν καρποὺς κατέφθειρε πῦρ
φλεγόμενον ἐν τῇ χαλάζῃ καὶ ἐν τοῖς ὑετοῖς διαστράπτον·
Σοφ. Σολ. 16,22 Αυτό το μάννα, που έμοιαζε ωσάν χιόνι και κρύσταλλον,
αντείχε εις την φωτιά και δεν έλυωνε, δια να μάθουν οι Ισραηλίται επάνω εις τα
πράγματα, ότι η φωτιά κατέστρεψε μόνον των εχθρών τους καρπούς, έκαιεν ανάμεσα
εις την χάλαζαν και απήστραπτεν εν μέσω των βροχών.
Σοφ. Σολ.
16,23 τοῦτο πάλιν δ᾿ ἵνα τραφῶσι
δίκαιοι, καὶ τῆς ἰδίας ἐπιλελῆσθαι δυνάμεως.
Σοφ. Σολ. 16,23 Ως προς δε το μάννα εφαίνετο ότι το πυρ ελησμονούσε και
έχανε την καυστικήν του δύναμιν. Τούτο δέ, δια να τραφούν οι δίκαιοι
Ισραηλίται.
Σοφ. Σολ.
16,24 ἡ γὰρ κτίσις σοι τῷ
ποιήσαντι ὑπηρετοῦσα ἐπιτείνεται εἰς κόλασιν κατὰ τῶν ἀδίκων καὶ ἀνίεται εἰς εὐεργεσίαν
ὑπὲρ τῶν εἰς σὲ πεποιθότων.
Σοφ. Σολ. 16,24 Διότι η κτίσις, υπηρετούσα πάντοτε σε τον δημιουργόν της,
άλλοτε αυξάνει τας δυνάμεις της, δια να τιμωρηθούν οι ασεβείς, και άλλοτε τας
μειώνει, δια να ευεργετηθούν και ωφεληθούν εκείνοι, οι οποίοι πιστεύουν και
υπακούουν εις σέ.
Σοφ. Σολ.
16,25 διὰ τοῦτο καὶ τότε εἰς πάντα
μεταλλευομένη τῇ παντοτρόφῳ σου δωρεᾷ ὑπηρέτει πρὸς τὴν τῶν δεομένων θέλησιν,
Σοφ. Σολ. 16,25 Δια τούτο η φύσις μετεβάλλετο τότε και προσηρμόζετο σύμφωνα
προς τας διαταγάς, που έδινεν η τους πάντας και τα πάντα διατρέφουσα χάρις σου,
ώστε να εξυπηρετή αυτούς, που ευρίσκοντο εις διαφόρους ανάγκας,
Σοφ. Σολ.
16,26 ἵνα μάθωσιν οἱ υἱοί σου, οὓς
ἠγάπησας, Κύριε, ὅτι οὐχ αἱ γενέσεις τῶν καρπῶν τρέφουσιν ἄνθρωπον, ἀλλὰ τὸ ῥῆμά
σου τοὺς σοὶ πιστεύοντας διατηρεῖ.
Σοφ. Σολ. 16,26 δια να μάθουν έτσι τα παιδιά σου, οι Ισραηλίται, τους
οποίους ηγάπησες, Κυριε, ότι δεν τρέφει τον άνθρωπον η καρποφορία της γης, αλλά
ο ιδικός σου λόγος συντηρεί εκείνους, που πιστεύουν και υπακούουν εις σέ.
Σοφ. Σολ.
16,27 τὸ γὰρ ὑπὸ πυρὸς μὴ
φθειρόμενον ἁπλῶς ὑπὸ βραχείας ἀκτῖνος ἡλίου θερμαινόμενον ἐτήκετο,
Σοφ. Σολ. 16,27 Διότι το μάννα, το οποίον δεν κατεστρέφετο από την φωτιάν,
εν τούτοις, όταν εθερμαίνετο μόνον από κάποιον ακτίνα του ηλίου επ' ολίγον
χρόνον, διελύετο.
Σοφ. Σολ.
16,28 ὅπως γνωστὸν ᾖ ὅτι δεῖ
φθάνειν τὸν ἥλιον ἐπ᾿ εὐχαριστίαν σου καὶ πρὸς ἀνατολὴν φωτὸς ἐντυγχάνειν σοι.
Σοφ. Σολ. 16,28 Τούτο δέ, δια να γνωρίσουν και μάθουν οι Ισραηλίται, να
προφθάνουν την ανατολήν του ηλίου με ευχαριστίας των προς σε και να έρχωνται
εις συνάντησιν και λατρείαν σου κατά την ανατολήν του φωτός.
Σοφ. Σολ.
16,29 ἀχαρίστου γὰρ ἐλπὶς ὡς
χειμέριος πάχνη τακήσεται καὶ ῥυήσεται ὡς ὕδωρ ἄχρηστον.
Σοφ. Σολ. 16,29 Διότι η ελπίς του αχαρίστου λυώνει ωσάν την χειμερινήν
πάχνην, που θα την κτυπήση ο ήλιος, και διαρρέει και χάνεται σαν το αχρησιμοποίητον
ύδωρ.
ΣΟΦΙΑ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ 17
Σοφ. Σολ. 17,1 Μεγάλαι γάρ σου αἱ κρίσεις καὶ
δυσδιήγητοι· διὰ τοῦτο ἀπαίδευτοι ψυχαὶ ἐπλανήθησαν.
Σοφ. Σολ. 17,1 Μεγάλαι Οντως και ανεξιχνίαστοι είναι, Κυριε, αι κρίσεις σου.
Δια τούτο οι ακαλλιέργητοι κατά την ψυχήν επλανήθησαν σχετικώς με αυτάς και με
σέ.
Σοφ. Σολ. 17,2 ὑπειληφότες γὰρ καταδυναστεύειν ἔθνος
ἅγιον ἄνομοι, δέσμιοι σκότους καὶ μακρᾶς πεδῆται νυκτὸς κατακλεισθέντες ὀρόφοις,
φυγάδες τῆς αἰωνίου προνοίας ἔκειντο.
Σοφ. Σολ. 17,2 Οι παράνομοι δηλαδή άνθρωποι, οι Αιγύπτιοι, νομίσαντες
ότι θα κατορθώσουν να καταδυναστεύσουν έθνος αγίων, έγιναν οι ίδιοι δέσμιοι του
σκότους· φυλακισμένοι εις μακράν νύκτα, κατάκλειστοι κάτω από τας στέγας των
οικιών των, εξόριστοι και εστερημένοι από την αιωνίαν σου πρόνοιαν.
Σοφ. Σολ. 17,3 λανθάνειν γὰρ νομίζοντες ἐπὶ
κρυφαίοις ἁμαρτήμασιν, ἀφεγγεῖ λήθης παρακαλύμματι ἐσκορπίσθησαν, θαμβούμενοι
δεινῶς καὶ ἰνδάλμασιν ἐκταρασσόμενοι·
Σοφ. Σολ. 17,3 Διότι, νομίζοντες ότι θα μείνουν άγνωστοι αυτοί και τα
απόκρυφα αμαρτήματά των κάτω από το σκοτεινόν σκέπασμα της λήθης,
διεσκορπίσθησαν εις διάφορα μέρη περιδεείς και κατάπληκτοι, τρομοκρατούμενοι
από φαντάσματα.
Σοφ. Σολ. 17,4 οὐδὲ γὰρ ὁ κατέχων αὐτοὺς μυχὸς ἀφόβως
διεφύλασσεν, ἦχοι δὲ καταράσσοντες αὐτοὺς περιεκόμπουν, καὶ φάσματα ἀμειδήτοις
κατηφῆ προσώποις ἐνεφανίζετο.
Σοφ. Σολ. 17,4 Ούτε τα πλέον απόκρυφα και εσωτερικά καταφύγιά των δεν
τους εγλύτωσαν από τον φόδον των, διότι ήχοι τρομακτικοί αντηχούσαν ολόγυρά των
και σκυθρωπά φαντάσματα με βλοσυρά πρόσωπα ενεφανίζοντο εις αυτούς.
Σοφ. Σολ. 17,5 καὶ πυρὸς μὲν οὐδεμία βία κατίσχυε
φωτίζειν, οὔτε ἄστρων ἔκλαμπροι φλόγες καταυγάζειν ὑπέμενον τὴν στυγνὴν ἐκείνην
νύκτα.
Σοφ. Σολ. 17,5 Καμμία δε δύναμις πυρός δεν ήτο ικανή να δώση κάποιο φως
στο σκοτάδι εκείνο, ούτε αι λαμπραί ακτινοβολίαι των αστέρων είχαν την δύναμιν
να φωτίσουν την τρομεράν εκείνην νύκτα.
Σοφ. Σολ. 17,6 διεφαίνετο δ᾿ αὐτοῖς μόνον αὐτομάτη
πυρὰ φόβου πλήρης, ἐκδειματούμενοι δὲ τῆς μὴ θεωρουμένης ἐκείνης ὄψεως ἡγοῦντο χείρω
τὰ βλεπόμενα.
Σοφ. Σολ. 17,6 Ακαθόριστον δε κάποιο φως διεφαίνετο αναμεταξύ των, το
οποίον ήναπτε μόνον του, γεμάτο όμως φόβον δι' αυτούς. Και οι άνθρωποι
περιδεείς και τρομοκρατημένοι εκ του γεγονότος ότι δεν ηδύναντο να βλέπουν
καθαρά τα γύρω των πρόσωπα, εξελάμβαναν τα διάφορα αντικείμενα χειρότερα από
ο,τι εις την πραγματικότητα ήσαν.
Σοφ. Σολ. 17,7 μαγικῆς δὲ ἐμπαίγματα κατέκειτο
τέχνης, καὶ τῆς ἐπί φρονήσει ἀλαζονείας ἔλεγχος ἐφύβριστος·
Σοφ. Σολ. 17,7 Αι απάται δε της μαγικής τέχνης των Αιγυπτίων μάγων είχαν
πέσει πλέον κάτω, ανίκανοι να αποτρέψουν το κακόν. Και η αλαζονεία των μάγων
δια την σοφίαν των απεδείχθη γελοία.
Σοφ. Σολ. 17,8 οἱ γὰρ ὑπισχνούμενοι δείματα καὶ
ταραχὰς ἀπελαύνειν ψυχῆς νοσούσης, οὗτοι καταγέλαστον εὐλάβειαν ἐνόσουν.
Σοφ. Σολ. 17,8 Διότι οι μάγοι, οι οποίοι ισχυρίζοντο και έδιδαν
υποσχέσεις, ότι είναι εις θέσιν να διώξουν από την ασθενούσαν ψυχήν φόβους και
ταραχάς, αυτοί οι ιδιοί ήσαν ασθενείς ψυχικώς κυριευμένοι από καταγέλαστον
φόβον.
Σοφ. Σολ. 17,9 καὶ γὰρ εἰ μηδὲν αὐτοὺς ταραχῶδες ἐφόβει,
κνωδάλων παρόδοις καὶ ἑρπετῶν συριγμοῖς ἐκσεσοβημένοι, διώλλυντο ἔντρομοι καὶ τὸν
μηθαμόθεν φευκτὸν ἀέρα προσιδεῖν ἀρνούμενοι.
Σοφ. Σολ. 17,9 Διότι και εάν ακόμη κανένα συγκλονιστικόν φάντασμα δεν
υπήρχε, δια να φοβηθούν, ήσαν όμως περιδεείς, επερνούσαν ενώπιόν των σιχαμερά
ζωΰφια και ερπετά συρίζοντα και απέθνησκαν από τον τρόμον των αρνούμενοι ένεκα
του φόβου των να αντικρύσουν και αυτόν τον σκοτεινόν αέρα της τριημέρου νυκτός,
την οποίαν κατ' ουδένα τρόπον άλλωστε ημπορούσαν να αποφύγουν.
Σοφ. Σολ.
17,10 δειλὸν γὰρ ἰδίως πονηρία
μαρτυρεῖ καταδικαζομένη, ἀεὶ δὲ προσείληφε τὰ χαλεπὰ συνεχομένη τῇ συνειδήσει·
Σοφ. Σολ. 17,10 Διότι η κακότης και η ενοχή, όταν ελεγχθή και φανερωθή,
κάμνει τον άνθρωπον δειλόν και περιδεή, καταπιεζομένη δε από τους ελέγχους της
συνειδήσεως κάμνει χειρότερα τα υπάρχοντα κακά.
Σοφ. Σολ.
17,11 οὐθὲν γάρ ἐστι φόβος εἰ μὴ
προδοσία τῶν ἀπὸ λογισμοῦ βοηθημάτων.
Σοφ. Σολ. 17,11 Διότι ο φόβος δεν είναι τίποτε άλλο, ειμή μία κατάστασις,
κατά την οποίαν μας εγκαταλείπει και αυτή η βοήθεια της διανοίας μας.
Σοφ. Σολ.
17,12 ἔνδοθεν δὲ οὖσα ἥττων ἡ
προσδοκία, πλείονα λογίζεται τὴν ἄγνοιαν τῆς παρεχούσης τὴν βάσανον αἰτίας.
Σοφ. Σολ. 17,12 Οταν δε μειωθή μέσα μας η ελπίς, τότε ο φόβος εξ αιτίας της
αγνοίας μας μας κάνει να θεωρούμεν χειρότερα τα κακά, παρ' όσον εις την
πραγματικότητα είναι.
Σοφ. Σολ.
17,13 οἱ δὲ τὴν ἀδύνατον ὄντως
νύκτα καὶ ἐξ ἀδυνάτου ᾅδου μυχῶν ἐπελθοῦσαν, τὸν αὐτὸν ὕπνον κοιμώμενοι,
Σοφ. Σολ. 17,13 Οι Αιγύπτιοι δε κατά την ακατανίκητον και τα πάντα
καταβαλούσαν εκείνην τριήμερον νύκτα, η οποία από τα έγκατα του αδυσωπήτου άδου
προήλθεν, περιπεσόντες εις ένα όμοιον με εκείνην σκοτεινόν τεταραγμένον ύπνον,
Σοφ. Σολ.
17,14 τὰ μὲν τέρασιν ἠλαύνοντο
φαντασμάτων, τὰ δὲ τῆς ψυχῆς παρελύοντο προδοσίᾳ· αἰφνίδιος γὰρ αὐτοῖς καὶ ἀπροσδόκητος
φόβος ἐπῆλθεν.
Σοφ. Σολ. 17,14 άλλοι μεν από αυτούς κατεδιώκοντο από φοβερά φαντάσματα,
ενώ άλλοι είχαν παραλύσει από την ατονίαν της ψυχής των, από έλλειψιν ηθικού
σθένους. Διότι αιφνίδιος και απροσδόκητος φόβος επήλθεν εναντίον των και τους
κατεκυρίευσε.
Σοφ. Σολ.
17,15 εἶθ᾿ οὕτως, ὃς δήποτ᾿ οὖν ἦν
ἐκεῖ καταπίπτων, ἐφρουρεῖτο εἰς τὴν ἀσίδηρον εἱρκτὴν κατακλεισθείς·
Σοφ. Σολ. 17,15 Ετσι εις αυτήν την κατάστασιν των οποιοσδήποτε από αυτούς
κατέπιπτεν εκεί εις την γην, ήτο ως εάν είχε κλεισθή εις μίαν φυλακήν χωρίς
εξωτερικά σίδηρα. Τον παρέλυε και τον έκαμνεν ακίνητον ο φόβος.
Σοφ. Σολ.
17,16 εἴ τε γὰρ γεωργὸς ἦν τις ἢ
ποιμὴν ἢ τῶν κατ᾿ ἐρη μίαν ἐργάτης μόχθων, προληφθεὶς τὴν δυσάλυκτον ἔμενεν ἀνάγκην,
Σοφ. Σολ. 17,16 Εάν κανείς ήτο γεωργός η βοσκός η εργάτης μακράν των
πόλεων, μόλις κατελήφθη από το τριήμερον αυτό σκότος, έμενε κατ' ανάγκην εκεί,
όπου ευρίσκετο.
Σοφ. Σολ.
17,17 μιᾷ γὰρ ἁλύσει σκότους
πάντες ἐδέθησαν· εἴτε πνεῦμα συρίζον ἢ περὶ ἀμφιλαφεῖς κλάδους ὀρνέων ἦχος εὐμελὴς
ἢ ῥυθμὸς ὕδατος πορευομένου βίᾳ ἢ κτύπος ἀπηνὴς καταῤῥιπτομένων πετρῶν,
Σοφ. Σολ. 17,17 Διότι όλοι, όπου και αν είχαν ευρεθή, είχαν δεθή με την
ιδίαν αλυσίδα του σκότους. Ο άνεμος, ο οποίος εσύριζε, το αρμονικόν λάλημα των
πτηνών στους πλουσίους κλάδους των δένδρων, η βοή του ύδατος που έρρεε με
ορμήν, η οι τρομεροί κτύποι των καταρριπτομένων βράχων,
Σοφ. Σολ.
17,18 ἢ σκιρτώντων ζώων δρόμος ἀθεώρητος
ἢ ὠρυομένων ἀπηνεστάτων θηρίων φωνὴ ἢ ἀντανακλωμένη ἐκ κοιλοτάτων ὀρέων ἠχώ,
παρέλυεν αὐτοὺς ἐκφοβοῦντα.
Σοφ. Σολ. 17,18 η η αόρατος αλλά θορυβώδης πορεία των ζώων που επηδούσαν, η
αι φωναί τρομερών και ωρυομένων αγρίων θηρίων η ο αντίλαλος που αντηχούσεν εις
τας κοιλάδας των ορέων, όλα αυτά τους ετρόμαζαν και τους παρέλυαν.
Σοφ. Σολ.
17,19 ὅλος γὰρ ὁ κόσμος λαμπρῷ
καταλάμπετο φωτὶ καὶ ἀνεμποδίστοις συνείχετο ἔργοις·
Σοφ. Σολ. 17,19 Και ταύτα, όταν όλος ο άλλος κόσμος κατελαμπρύνετο από το
λαμπρότατον φως και οι άνθρωποι ησχολούντο ανεμπόδιστα με τα έργα των.
Σοφ. Σολ.
17,20 μόνοις δὲ ἐκείνοις ἐπετέτατο
βαρεῖα νύξ, εἰκὼν τοῦ μέλλοντος αὐτοὺς διαδέχεσθαι σκότους, ἑαυτοῖς δὲ ἦσαν
βαρύτεροι σκότους.
Σοφ. Σολ. 17,20 Μονον δε στους Αιγυπτίους είχεν επικρατήσει και επιταθή
βαρεία νύκτα, εικών του σκότους, το οποίον τους επεφυλάσσετο. Αλλά πιο πολύ και
από το τριήμερον σκοτάδι είχαν καταβαρυνθή οι Αιγύπτιοι από την εσωτερικήν των
ψυχικήν αγωνίαν.
ΣΟΦΙΑ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ 18
Σοφ. Σολ. 18,1 Τοῖς δὲ ὁσίοις σου μέγιστον ἦν φῶς· ὧν
φωνὴν μὲν ἀκούοντες, μορφὴν δὲ οὐχ ὁρῶντες, ὅτι μὲν οὐ κἀκεῖνοι ἐπεπόνθεισαν, ἐμακάριζον,
Σοφ. Σολ. 18,1 Ομως στους εκλεκτούς σου, Κυριε, εις τους Ισραηλίτας,
υπήρχε πλουσιώτατον το φως. Οι Αιγύπτιοι ήκουαν τας φωνάς των Ισραηλιτών, χωρίς
όμως να βλέπουν τα πρόσωπά των, και τους εμακάριζαν, διότι δεν υπέφεραν από τας
συμφοράς, από τας οποίας αυτοί έπασχον.
Σοφ. Σολ. 18,2 ὅτι δὲ οὐ βλάπτουσι προηδικημένοι, ηὐχαρίστουν
καὶ τοῦ διενεχθῆναι χάριν ἐδέοντο.
Σοφ. Σολ. 18,2 Κατά βάθος δε οι Αιγύπτιοι τους ευγνωμονούσαν, διότι οι Ισραηλίται,
αν και προηγουμένως είχαν αδικηθή, δεν εσκέφθησαν να τους βλάψουν. Τους
παρακαλούσαν δε οι Αιγύπτιοι να τους συγχωρήσουν δια την προηγουμένην εχθρικήν
συμπεριφοράν απέναντί των.
Σοφ. Σολ. 18,3 ἀνθ᾿ ὧν πυριφλεγῆ στῦλον, ὁδηγὸν μὲν
ἀγνώστου ὁδοιπορίας, ἥλιον δὲ ἀβλαβῆ φιλοτίμου ξενιτείας παρέσχες.
Σοφ. Σολ. 18,3 Αντί δέ, Κυριε, του τριημέρου σκότους, που έστειλες κατά
των Αιγυπτίων, εδωκες στους Ισραηλίτας ένα στύλον πυρός να τους οδηγή στον
άγνωστον δρόμον των και ήλιον καθόλου ενοχλητικόν κατά το διάστημα της ενδόξου
δια μέσου αγνώστου ερήμου πορείας των.
Σοφ. Σολ. 18,4 ἄξιοι μὲν γὰρ ἐκεῖνοι στερηθῆναι φωτὸς
καὶ φυλακισθῆναι ἐν σκότει, οἱ κατακλείστους φυλάξαντες τοὺς υἱούς σου, δι᾿ ὧν ἤμελλε
τὸ ἄφθαρτον νόμου φῶς τῷ αἰῶνι δίδοσθαι.
Σοφ. Σολ. 18,4 Και οι μεν Αιγύπτιοι εκείνοι ήσαν άξιοι να στερηθούν από
το φως και να φυλακισθούν μέσα στο σκοτάδι· αυτοί οι οποίοι εκράτησαν
κατάκλειστα τα παιδιά σου, δια των οποίων επρόκειτο να μεταδοθή εις όλον τον
κόσμον το αιώνιον φως του Νομου σου.
Σοφ. Σολ. 18,5 Βουλευσαμένους δ᾿ αὐτοὺς τὰ τῶν ὁσίων
ἀποκτεῖναι νήπια καὶ ἑνὸς ἐκτεθέντος τέκνου καὶ σωθέντος, εἰς ἔλεγχον τὸ αὐτῶν ἀφείλω
πλῆθος τέκνων καὶ ὁμοθυμαδὸν ἀπώλεσας ἐν ὕδατι σφοδρῷ.
Σοφ. Σολ. 18,5 Επειδή δε εκείνοι απεφάσισαν και εφόνευαν τα γεννώμενα
άρρενα παιδιά των ευσεβών Ισραηλιτών, ένα δε μόνον από αυτά εξετέθη και εσώθη
από τον θάνατον, προς τιμωρίαν των εξησφάλισες πλήθος τέκνων των, και όλους
αυτούς μαζή κατεπόντισες στους όγκους των υδάτων της Ερυθράς θαλάσσης.
Σοφ. Σολ. 18,6 ἐκείνη ἡ νὺξ προεγνώσθη πατράσιν ἡμῶν,
ἵνα ἀσφαλῶς εἰδότες οἷς ἐπίστευσαν ὅρκοις ἐπευθυμήσωσι.
Σοφ. Σολ. 18,6 Η τρομερά δε εκείνη νύκτα του θανάτου των Αιγυπτίων
πρωτοτόκων προανηγγέλθη στους πατέρας μας, δια να έχουν αυτοί θάρρος και
ευθυμίαν, γνωρίζοντες καλώς εις ποίας σπουδαιοτάτας ενόρκους υποσχέσστου Θεού
είχαν πιστεύσει.
Σοφ. Σολ. 18,7 προσεδέχθη δὲ ὑπὸ λαοῦ σου σωτηρία μὲν
δικαίων, ἐχθρῶν δὲ ἀπώλεια·
Σοφ. Σολ. 18,7 Ετσι δε κατά την νύκτα εκείνην επερίμενεν ο λαός σου και
είδε αφ' ενός μεν την σωτηρίαν των δικαίων, αφ' ετέρου δε την απώλειαν των
εχθρών σου.
Σοφ. Σολ. 18,8 ᾧ γὰρ ἐτιμωρήσω τοὺς ὑπεναντίους, τοῦτο
ἡμᾶς προσκαλεσάμενος ἐδόξασας.
Σοφ. Σολ. 18,8 Δια του μέσου δε εκείνου, του ύδατος, με το οποίον ετιμώρησες
τους εχθρούς, με το αυτό νερό μας εκάλεσες κοντά σου και μας εσκάπασες με
δόξαν.
Σοφ. Σολ. 18,9 κρυφῆ γὰρ ἐθυσίαζον ὅσιοι παῖδες ἀγαθῶν
καὶ τὸν τῆς θειότητος νόμον ἐν ὁμονοίᾳ διέθεντο τῶν αὐτῶν ὁμοίως καὶ ἀγαθῶν καὶ
κινδύνων μεταλήψεσθαι τοὺς ἁγίους, πατέρων ἤδη προαναμέλποντες αἴνους.
Σοφ. Σολ. 18,9 Κρυφίως από τους Αιγυπτίους οι ευσεβείς, τέκνα ευσεβών
γονέων, προσέφεραν εις σε θυσίαν τον πασχάλιον αμνόν, και με πλήρη ομοφωνίαν
και συγκατάθεσιν εδέχθησαν την θείαν εντολήν, να μετέχουν όλοι οι άγιοι αυτοί
Ισραηλίται στους κοινούς κινδύνους και εις τα κοινά αγαθά ψάλλοντες εκ των
προτέρων, με βεβαιότητα δια την σωτηρίαν των, τους ύμνους των Πατέρων.
Σοφ. Σολ.
18,10 ἀντήχει δ᾿ ἀσύμφωνος ἐχθρῶν
βοή, καὶ οἰκτρὰ διεφέρετο θρηνουμένων παίδων·
Σοφ. Σολ. 18,10 Και καθ' ον χρόνον αυτοί υμνολογούσαν τον Θεόν, αντηχούσαν
εξ αντιθέτου αι παράφωνοι κραυγαί και η βοή των Αιγυπτίων, πανάθλιος δε και
φρικτός διεχύνετο ο θρήνος δια τα θανατωθέντα πρωτότοκά των.
Σοφ. Σολ.
18,11 ὁμοίᾳ δὲ δίκῃ δοῦλος ἅμα
δεσπότῃ κολασθεὶς καὶ δημότης βασιλεῖ τὰ αὐτὰ πάσχων,
Σοφ. Σολ. 18,11 Με την αυτήν ποινήν ετιμωρήθη τότε και ο δούλος και ο
κύριος τα ίδια έπαθε και ο άνθρωπος του λαού και ο βασιλεύς.
Σοφ. Σολ.
18,12 ὁμοθυμαδὸν δὲ πάντες ἐν ἑνὶ
ὀνόματι θανάτου νεκροὺς εἶχον ἀναριθμήτους· οὐδὲ γὰρ πρὸς τὸ θάψαι οἱ ζῶντες ἦσαν
ἱκανοί, ἐπεὶ πρὸς μίαν ῥοπὴν ἡ ἐντιμοτέρα γένεσις αὐτῶν διέφθαρτο.
Σοφ. Σολ. 18,12 Ολοι μαζή με το αυτό είδος του θανάτου είχαν αναριθμήτους
νεκρούς. Δεν επαρκούσαν δε οι ζώντες να θάπτουν τους νεκρούς, διότι εις μίαν
και μόνην στιγμήν είχε καταστροφή η εκλεκτή γενεά των πρωτοτόκων των.
Σοφ. Σολ.
18,13 πάντα γὰρ ἀπιστοῦντες διὰ τὰς
φαρμακείας ἐπὶ τῷ τῶν πρωτοτόκων ὀλέθρῳ, ὡμολόγησαν Θεοῦ υἱὸν λαὸν εἶναι.
Σοφ. Σολ. 18,13 Οι Αιγύπτιοι μετά τον θάνατον των πρωτοτόκων των,
απαρνηθέντες πλέον την πίστιν εις τας μαγείας των μάγων ωμολόγησαν, ότι οι
Ισραηλίται είναι υιοί του Θεού.
Σοφ. Σολ.
18,14 ἡσύχου γὰρ σιγῆς
περιεχούσης τὰ πάντα καὶ νυκτὸς ἐν ἰδίῳ τάχει μεσαζούσης,
Σοφ. Σολ. 18,14 Ενῷ δε απόλυτος σιγή εσκέπαζε τα πάντα και η νύκτα εν τη
ταχεία πορεία του χρόνου ευρίσκετο στο μέσον, στο μεσονύκτιον,
Σοφ. Σολ.
18,15 ὁ παντοδύναμός σου λόγος ἀπ᾿
οὐρανῶν ἐκ θρόνων βασιλειῶν ἀπότομος πολεμιστὴς εἰς μέσον τῆς ὀλεθρίας ἥλατο γῆς,
Σοφ. Σολ. 18,15 αίφνης ο παντοδύναμος λόγος σου επήδησεν από τους ουρανούς
και από τους βασιλικούς σου θρόνους, ωσάν άγριος πολεμιστής, στο μέσον της
προοριζομένης προς όλεθρον χώρας.
Σοφ. Σολ.
18,16 ξίφος ὀξὺ τὴν ἀνυπόκριτον ἐπιταγήν
σου φέρων, καὶ στὰς ἐπλήρωσε τὰ πάντα θανάτου· καὶ οὐρανοῦ μὲν ἥπτετο, βεβήκει
δ᾿ ἐπὶ γῆς.
Σοφ. Σολ. 18,16 Κρατών δε ωσάν ακονισμένον οξύ ξίφος την αμετάκλητον
διαταγήν σου, εστάθη όρθιος και εγέμισε τα πάντα με τον θάνατον. Γιγας
ακατανίκητος ήγγιζε μεν τον ουρανόν, επατούσε δε επάνω εις την γην.
Σοφ. Σολ.
18,17 τότε παραχρῆμα φαντασίαι μὲν
ὀνείρων δεινῶς ἐξετάραξαν αὐτούς, φόβοι δὲ ἐπέστησαν ἀδόκητοι,
Σοφ. Σολ. 18,17 Ενῷ δε εκείνοι εκοιμώντο, φαντάσματα ονείρων τους ετάραξαν
κατά τρόπον φοβερόν, αναπάντεχοι δε φόβοι έπεσαν επάνω των και τους εκυρίευσαν.
Σοφ. Σολ.
18,18 καὶ ἄλλος ἀλλαχῇ ῥιφεὶς ἡμίθνητος
δι᾿ ἣν ἔθνησκεν αἰτίαν ἐνεφάνιζεν·
Σοφ. Σολ. 18,18 Αλλος δε εδώ και άλλος εκεί έπιπτεν ημιθανής και με την
τραγικήν του κατάστασιν εμαρτυρούσε την αιτίαν, δια την οποίαν απέθνησκε.
Σοφ. Σολ.
18,19 οἱ γὰρ ὄνειροι θορυβήσαντες
αὐτοὺς τοῦτο προεμήνυσαν, ἵνα μὴ ἀγνοοῦντες δι᾿ ὃ κακῶς πάσχουσιν ἀπόλωνται.
Σοφ. Σολ. 18,19 Διότι τα τρομερά όνειρα, που τους είχαν καταταράξει, αυτά
το ανήγγειλαν· την αιτίαν δηλαδή του θανατικού, ώστε να μη αποθάνουν, χωρίς να
γνωρίζουν, δια ποίαν αιτίαν είχαν κτυπηθή τόσον σκληρώς.
Σοφ. Σολ.
18,20 Ἥψατο δὲ καὶ δικαίων πεῖρα
θανάτου, καὶ θραῦσις ἐν ἐρήμῳ ἐγένετο πλήθους. ἀλλ᾿ οὐκ ἐπὶ πολὺ ἔμεινεν ἡ ὀργή·
Σοφ. Σολ. 18,20 Βεβαίως η πικρά δοκιμασία του θανάτου ήγγισε και τους
δικαίους. Θραύσις πολυαρίθμων Ισραηλιτών έγινεν εκεί εις την έρημον. Αλλά δεν
διήρκεσεν επί πολύ η οργή η ιδική σου.
Σοφ. Σολ.
18,21 σπεύσας γὰρ ἀνὴρ ἄμεμπτος
προεμάχησε τὸ τῆς ἰδίας λειτουργίας ὅπλον, προσευχὴν καὶ θυμιάματος ἐξιλασμὸν κομίσας,
ἀντέστη τῷ θυμῷ καὶ πέρας ἐπέθηκε τῇ συμφορᾷ, δεικνὺς ὅτι σός ἐστι θεράπων.
Σοφ. Σολ. 18,21 Διότι ένας ανήρ άμεμπτος, σπεύδων εις σωτηρίαν των
Ισραηλιτών, έλαβεν όπλον από την ιδικήν σου υπηρεσίαν, ηνωνίσθη υπέρ των
Ισραηλιτών και προσέφερε προς εξιλέωσίν των προσευχήν και θυμίαμα. Κατ' αυτόν
τον τρόπον αντεστάθη εις την θείαν οργήν και έθεσε τέρμα εις την συμφοράν του
λαού. Εδειξε δε ετσι εις όλους, ότι είναι ιδικός σου υπηρέτης.
Σοφ. Σολ.
18,22 ἐνίκησε δὲ τὸν ὄχλον οὐκ ἰσχύϊ
τοῦ σώματος, οὐχ ὅπλων ἐνεργείᾳ, ἀλλὰ λόγῳ τὸν κολάζοντα ὑπέταξεν, ὅρκους
πατέρων καὶ διαθήκας ὑπομνήσας.
Σοφ. Σολ. 18,22 Αυτός δε κατενίκησε την αναταραχήν του όχλου οχι με την
σωματικήν του δύναμιν ούτε με την χρήσιν των όπλων· αλλά με την δύναμιν της
προσευχής του εξηυμένισε τον τιμωρόν Θεόν υπενθυμίσας εις αυτόν τους όρκους και
τας διαθήκας, που είχε κάμει με τους προγόνους των.
Σοφ. Σολ.
18,23 σωρηδὸν γὰρ ἤδη πεπτωκότων ἐπ᾿
ἀλλήλων νεκρῶν, μεταξὺ στάς, ἀνέκοψε τὴν ὀργὴν καὶ διέσχισε τὴν πρὸς τοὺς ζῶντας
ὁδόν.
Σοφ. Σολ. 18,23 Ενῷ δηλαδή οι νεκροί έπιπταν σωρηδόν ο ένας επάνω στον
άλλον, παρενετέθη αυτός όρθιος και έφραξε στον εξολοθρευτήν άγγελον τον δρόμον
του προς τους ζωντανούς.
Σοφ. Σολ.
18,24 ἐπὶ γὰρ ποδήρους ἐνδύματος ἦν
ὅλος ὁ κόσμος, καὶ πατέρων δόξαι ἐπὶ τετραστίχου λίθου γλυφῆς, καὶ μεγαλωσύνη
σου ἐπὶ διαδήματος κεφαλῆς αὐτοῦ.
Σοφ. Σολ. 18,24 Επάνω στον ποδήρη χιτώνα του υπήρχεν όλος ο στολισμός. Τα
δε ένδοξα ονόματα των Πατέρων ήσαν χαραγμένα επάνω εις πολυτίμους λίθους, τακτοποιημένους
εις τέσσαρας στίχους. Και το μεγαλείον σου έλαμπεν επάνω στο διάδημα της
κεφαλής του.
Σοφ. Σολ.
18,25 τούτοις εἶξεν ὁ ὀλοθρεύων,
ταῦτα δὲ ἐφοβήθησαν· ἦν γὰρ μόνη ἡ πεῖρα τῆς ὀργῆς ἱκανή.
Σοφ. Σολ. 18,25 Εμπρός εις τα ιερά αυτά διάσημα υπεχώρησεν ο εξολοθρευτής
άγγελος. Αυτά του ενέπνευσαν φόβον. Αλλωστε η δοκιμασία, την οποίαν έστειλεν η
δικαία θεία οργή σου, ήτο πλέον αρκετή δια τους Ισραηλίτας.
ΣΟΦΙΑ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ 19
Σοφ. Σολ. 19,1 Τοῖς δὲ ἀσεβέσι μέχρι τέλους ἀνελεήμων
θυμὸς ἐπέστη· προῄδει γὰρ αὐτῶν καὶ τὰ μέλλοντα,
Σοφ. Σολ. 19,1 Εις τους ασεβείς όμως Αιγυπτίους είχεν επιπέσει ανελέητος
και ανυποχώρητος ο δίκαιος θυμός του. Διότι ο Κυριος προέβλεπε και τα μέλλοντα
κακά, που αυτοί θα διέπραττον.
Σοφ. Σολ. 19,2 ὅτι αὐτοὶ ἐπιτρέψαντες τοῦ ἀπιέναι
καὶ μετὰ σπουδῆς προπέμψαντες αὐτούς, διώξουσι μεταμεληθέντες.
Σοφ. Σολ. 19,2 Διότι αυτοί, αν και επέτρεψαν στους Ισραηλίτας να
αναχωρήσουν, και μετά σπουδής μάλιστα τους προέπεμψαν, εν τούτοις μεταμεληθέντες
δια την αναχώρησιν αυτών τους κατεδίωξαν.
Σοφ. Σολ. 19,3 ἔτι γὰρ ἐν χερσὶν ἔχοντες τὰ πένθη
καὶ προσοδυρόμενοι τάφοις νεκρῶν, ἕτερον ἐπεσπάσαντο λογισμὸν ἀνοίας καὶ οὓς ἱκετεύοντες
ἐξέβαλον, τούτους ὡς φυγάδες ἐδίωκον.
Σοφ. Σολ. 19,3 Και ενώ ακόμη ήσαν ενώπιόν των πρόσφατα τα πένθη δια τον
θάνατον των πρωτοτόκων των και ωδύροντο κοντά στους τάφους των ιδικών των,
επενόησαν και απεδέχθησαν μίαν ανόητον και τρελλήν σκέψιν, και ήρχισαν να
καταδιώκουν ως δραπέτας εκείνους, τους οποίους οι ίδιοι με ικεσίας και
παρακλήσστους είχαν προ ολίγου παρακαλέσει να φύγουν.
Σοφ. Σολ. 19,4 εἷλκε γὰρ αὐτοὺς ἡ ἀξία ἐπὶ τοῦτο τὸ
πέρας ἀνάγκη καὶ τῶν συμβεβηκότων ἀμνηστίαν ἐνέβαλεν, ἵνα τὴν λείπουσαν ταῖς
βασάνοις προαναπληρώσωσι κόλασιν,
Σοφ. Σολ. 19,4 Σαν κάποια δικαία και αναπόφευκτος απόφασις τους έσυρε
εις αυτήν την ακρότητα και τους ενέβαλε αμνησίαν των παρελθόντων γεγονότων.
Τούτο δέ, δια να ολοκληρωθή η τιμωρία των και να μη μείνουν ατελή τα βάσανά
των.
Σοφ. Σολ. 19,5 καὶ ὁ μὲν λαός σου παράδοξον ὁδοιπορίαν
περάσῃ, ἐκεῖνοι δὲ ξένον εὕρωσι θάνατον.
Σοφ. Σολ. 19,5 Και καθ' ον χρόνον ο λαός σου εβάδιζε την παράδοξον
πορείαν δια μέσου της θαλάσσης, εκείνοι εύρισκαν τον φοβερόν εκεί θάνατον.
Σοφ. Σολ. 19,6 ὅλη γὰρ ἡ κτίσις ἐν ἰδίῳ γένει πάλιν
ἄνωθεν διετυποῦτο ὑπηρετοῦσα ταῖς σαῖς ἐπιταγαῖς. ἵνα οἱ σοὶ παῖδες φυλαχθῶσιν ἀβλαβεῖς.
Σοφ. Σολ. 19,6 Διότι, δια να διαφυλαχθούν αβλαβή τα τέκνα σου από κάθε
κακόν, όλη η κτίσις υπακούουσα και υπηρετούσα τας ιδικάς σου διαταγάς
ανεμορφούτο πάλιν και επανήρχετο εις την ιδίαν της φύσιν.
Σοφ. Σολ. 19,7 ἡ τὴν παρεμβολὴν σκιάζουσα νεφέλη, ἐκ
δὲ προϋφεστῶτος ὕδατος ξηρᾶς ἀνάδυσις γῆς ἐθεωρήθη, ἐξ ἐρυθρᾶς θαλάσσης ὁδὸς ἀνεμπόδιστος
καὶ χλοηφόρον πεδίον ἐκ κλύδωνος βιαίου·
Σοφ. Σολ. 19,7 Ετσι παρουσιάσθη η νεφέλη, η οποία έρριπτε την δροσεράν
σκιάν της επί των Ισραηλιτών. Παρουσιάσθη γη στεγνή και ξηρά εκεί, οπού
προηγουμένως υπήρχε το ύδωρ και μέσα εις την Ερυθράν Θαλασσαν ηνοίχθη ελεύθερος
δρόμος. Και τα συνταρασσόμενα από τας καταιγίδας κύματα μετεβλήθησαν εις
πεδιάδα γεμάτην χλόην.
Σοφ. Σολ. 19,8 δι᾿ οὗ πανεθνὶ διῆλθον οἱ τῇ σῇ
σκεπαζόμενοι χειρί, θεωρήσαντες θαυμαστὰ τέρατα.
Σοφ. Σολ. 19,8 Δια μέσου δε αυτής της διόδου επέρασαν όλοι οι
Ισραηλίται, υπό την προστασίαν της ιδικής σου παντοδυνάμου δεξιάς βλέποντες τα
καταπληκτικά αυτά σημεία.
Σοφ. Σολ. 19,9 ὡς γὰρ ἵπποι ἐνεμήθησαν καὶ ὡς ἀμνοὶ
διεσκίρτησαν αἰνοῦντές σε, Κύριε, τὸν ῥυόμενον αὐτούς.
Σοφ. Σολ. 19,9 Επειτα από τα μεγάλα αυτά θαύματα οι Ισραηλίται, ωσάν
ίπποι και πρόβατα που βόσκουν και σκιρτούν, έτσι εσκίρτησαν από την χαράν των
και εδοξολόγησαν σέ, τον Κυριον των, ο οποίος τους εγλύτωσες από τους
κινδύνους.
Σοφ. Σολ.
19,10 ἐμέμνηντο γὰρ ἔτι τῶν ἐν τῇ
παροικίᾳ αὐτῶν, πῶς ἀντὶ μὲν γενέσεως ζῴων ἐξήγαγεν ἡ γῆ σκνῖπα, ἀντὶ δὲ ἐνύδρων
ἐξηρεύξατο ὁ ποταμὸς πλῆθος βατράχων.
Σοφ. Σολ. 19,10 Διότι ενεθυμούντο ζωηρώς, τι είχε γίνει εις την ξένην αυτήν
χώραν των Αιγυπτίων, όπου ως πάροικοι αυτοί έμεναν· ότι δηλαδή αντί των άλλων
ζώων η γη παρήγαγε σκνίπας και ο Νείλος ποταμός αντί των ιχθύων εξέρασε προς
την γην πλήθος βατράχων.
Σοφ. Σολ.
19,11 ἐφ᾿ ὑστέ ῥῳ δὲ εἶδον καὶ
νέαν γένεσιν ὀρνέων, ὅτι ἐπιθυμίᾳ προαχθέντες ᾐτήσαντο ἐδέσματα τρυφῆς·
Σοφ. Σολ. 19,11 Βραδύτερον δε οι Ισραηλίται, όταν επιέζοντο από την πείναν
και εζήτησαν καλήν τροφήν από τον Θεόν, είδαν ένα νέον τρόπον γενέσεως πτηνών.
Σοφ. Σολ.
19,12 εἰς γὰρ παραμυθίαν ἀνέβη αὐτοῖς
ἀπὸ θαλάσσης ὀρτυγομήτρα.
Σοφ. Σολ. 19,12 Προς παρηγορίαν και διατροφήν των είδαν να αναβαίνουν από
τας νοτίους περιοχάς ορτύκια.
Σοφ. Σολ.
19,13 καὶ αἱ τιμωρίαι τοῖς ἀμαρτωλοῖς
ἐπῆλθον οὐκ ἄνευ τῶν προγεγονότων τεκμηρίων τῇ βίᾳ τῶν κεραυνῶν· δικαίως γὰρ ἔπασχον
ταῖς ἰδίαις αὐτῶν πονηρίαις, καὶ γὰρ χαλεπωτέραν μισοξενίαν ἐπετήδευσαν.
Σοφ. Σολ. 19,13 Εναντίον δε των ασεβών επήρχοντο τιμωρίαι, αφού προηγούντο
απ' αυτάς ενδεικτικά φαινόμενα, δηλαδή τρομεραί αστραπαί και κεραυνοί. Δικαίως
δε αυτοί ετιμωρούντο εξ αιτίας των κακιών των, αλλά και διότι είχαν εκθρέψει
και δείξει το πλέον σκληρόν μίσος εναντίον των ξένων.
Σοφ. Σολ.
19,14 οἱ μὲν γὰρ τοὺς ἀγνοοῦντας
οὐκ ἐδέχοντο παρόντας, οὗτοι δὲ εὐεργέτας ξένους ἐδουλοῦντο.
Σοφ. Σολ. 19,14 Οι Σοδομίται δεν εδέχθησαν ανθρώπους που δεν εγνώριζαν,
όταν αυτοί παρουσιάσθησαν ενώπιόν των, τους δύο δηλαδή αγγέλους. Οι δε
Αιγύπτιοι τους ξένους, δηλαδή τους Ισραηλίτας, οι οποίοι τους είχαν
ευεργετήσει, τους έκαμαν δούλους των.
Σοφ. Σολ.
19,15 καὶ οὐ μόνον, ἀλλ᾿ ἤ τις ἐπισκοπὴ
ἔσται αὐτῶν, ἐπεὶ ἀπεχθῶς προσεδέχοντο τοὺς ἀλλοτρίους·
Σοφ. Σολ. 19,15 Και όχι μόνον τούτο. Οι Σοδομίται ετιμωρήθησαν, διότι ευθύς
εξ αρχής εφέρθησαν αχθρικώς προς τους ξένους.
Σοφ. Σολ.
19,16 οἱ δὲ μετὰ ἑορτασμάτων εἰσδεξάμενοι
τοὺς ἤδη τῶν αὐτῶν μετεσχηκότας δικαίων, δεινοῖς ἐκάκωσαν πόνοις.
Σοφ. Σολ. 19,16 Οι Αιγύπτιοι όμως είχαν υποδεχθή απ' αρχής τους Ισραηλίτας
με εορτάς. Επειτα όμως, όταν οι Ισραηλίται απελάμβαναν τα αυτά δικαιώματα με
εκείνους, τους εβασάνισαν με βαρείας καταθλιπτικάς εργασίας.
Σοφ. Σολ.
19,17 ἐπλήγησαν δὲ καὶ ἀορασίᾳ, ὥσπερ
ἐκεῖνοι ἐπὶ ταῖς τοῦ δικαίου θύραις, ὅτε ἀχανεῖ περιβληθέντες σκότει, ἕκαστος τῶν
αὐτοῦ θυρῶν τὴν δίοδον ἐζήτει.
Σοφ. Σολ. 19,17 Οπως δε οι Σοδομίται εκείνοι ετιμωρήθησαν με τύφλωσιν
εμπρός εις την θύραν του δικαίου Λωτ, έτσι και οι Αιγύπτιοι ετιμωρήθησαν, όταν
ευρέθησαν μέσα στο βαθύ σκοτάδι, και ο καθένας από αυτούς εζητούσε ψηλαφητά να
εύρη την εισοδον της θύρας του.
Σοφ. Σολ.
19,18 δι᾿ ἑαυτῶν γὰρ τὰ στοιχεῖα
μεθαρμοζόμενα, ὥσπερ ἐν ψαλτηρίῳ φθόγγοι τοῦ ῥυθμοῦ τὸ ὄνομα διαλλάσσουσι,
πάντοτε μένοντα ἤχῳ, ὅπερ ἐστὶν εἰκάσαι ἐκ τῆς τῶν γεγονότων ὄψεως ἀκριβῶς.
Σοφ. Σολ. 19,18 Τα στοιχεία της φύσεως προσαρμόζονται μεταξύ των
διαφοροτρόπως υπό του Θεού. όπως από τον μουσικόν οι τόνοι του ψαλτηρίου, ώστε
να μεταβάλλουν τον τύπον της μελωδίας, ενώ οι ήχοι καθ' εαυτούς μένουν
αμετάβλητοι. Αυτό ημπορεί ο καθένας να το συμπεράνη και να το διαπιστώση
ακριβώς από την θεώρησιν των γεγονότων της εποχής εκείνης.
Σοφ. Σολ.
19,19 χερσαῖα γὰρ εἰς ἔνυδρα
μετεβάλλετο, καὶ νηκτὰ μετέβαινεν ἐπὶ γῆς·
Σοφ. Σολ. 19,19 Ζώα της ξηράς μετεβάλλοντο εις υδρόβια και υδρόβια εξήρχοντο
εις την ξηράν γην.
Σοφ. Σολ.
19,20 πῦρ ἴσχυεν ἐν ὕδατι τῆς ἰδίας
δυνάμεως, καὶ ὕδωρ τῆς σβεστικῆς δυνάμεως ἐπελανθάνετο·
Σοφ. Σολ. 19,20 Το πυρ διατηρούσε την δύναμίν του μέσα στο νερό και το νερο
έχανε την δύναμιν της κατασβέσεως του πυρός.
Σοφ. Σολ.
19,21 φλόγες ἀνάπαλιν εὐφθάρτων ζῴων
οὐκ ἐμάραναν σάρκας ἐμπεριπατούντων, οὐδὲ τηκτὸν κρυσταλλοειδὲς εὔτηκτον γένος ἀμβροσίας
τροφῆς.
Σοφ. Σολ. 19,21 Εξ αντιθέτου φλόγες δεν έκαιαν τας σάρκας ευπαθών και
αδυνάτων ζώων, που ευρίσκοντο μέσα στο πυρ, ούτε και έλυωναν την ευδιάλυτον
εκείνην κρυσταλλοειδή ουρανίαν τροφήν, το μάννα.
Σοφ. Σολ.
19,22 Κατὰ πάντα γάρ, Κύριε, ἐμεγάλυνας
τὸν λαόν σου καὶ ἐδόξασας καὶ οὐχ ὑπερεῖδες ἐν παντὶ καιρῷ καὶ τόπῳ
παριστάμενος.
Σοφ. Σολ. 19,22 Δια μέσου όλων αυτών συ, Κυριε, εμεγάλυνες τον λαόν σου και
τον εδόξασες. Δεν τον κατεφρόνησες ούτε έμεινες αδιάφορος προς αυτόν. Αλλά
παντού και πάντοτε συμπαρίστασο βοηθός και υπερασπιστής του.
Αν σας αρέσει αυτό το άρθρο, μπορείτε να το βάλετε στο Ιστολόγιο σας αντιγράφοντας έναν από τους παρακάτω κωδικούς
If you Like This Article,Then kindly linkback to this article by copying one of the codes below.
URL Of Post:
Paste This HTML Code On Your Page:
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.