ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ Β
ΣΤΥΛ.ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
Σελίδες 29-52
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΟΥ Δ' ΑΙΩΝΑα. "Εξοδος άπό τίς κατακόμβες
Τό πρόσωπο τοΰ Δ' αιώνα στόν ελληνορωμαϊκό χώρο
εμφανίζεται ταραγμένο καί διαρκώς γινόμενο. Συγκλονιστικές ανακατατάξεις καί
συγκρούσεις διαδέχονται ή μία τήν άλλη. Ό έθνικός έλληνορωμαϊκός κόσμος, ώς
πνεύμα καί έξουσία, νιώθει έκπληκτος ένώπιον τοΰ τεράστιου ρεύματος, πού
συνιστά ή Εκκλησία. Ό κόσμος αύτός ζοΰ.σε περίοδο πτώσεως καί δχι άνόδου. Δέν
είχε τό πνευματικό σθένος ν' άντιδράσει στήν Εκκλησία. Αύταπατώμενος είχε
πιστέψει, κατά τόν Β' καί Γ' αιώνα, ότι άλλοτε μέ τήν αίγλη του, άλλοτε μέ
σκληρούς διωγμούς καί άλλοτε μέ τήν ανοχή του, θά συγκρατούσε τήν Εκκλησία σέ
μικρές διαστάσεις. "Οταν τελικά συνειδητοποίησε τήν δική του άδυναμία καί
τήν όρμή τής 'Εκκλησίας, άντέδρασε σπασμωδικά. Ό ρωμαίος αύτοκράτορας
Διοκλητιανός κήρυξε φοβερό διωγμό (303/4) κατά τών χριστιανών καί οί «πεπτωκότες» δέν ήταν λίγοι. "Ετσι άρχισε ό Δ' αιώνας.
Oi Ρωμαίοι, μολονότι είχαν τήν χαρά νά βλέπουν «πεπτωκότες»,
δηλωσίες χριστιανούς, διαπίστωναν δτι δπου κτυποΰσαν έναν γεννιοΰνταν έκατό
κι όπου έκατό χίλιοι. Καί τό πιό δυσάρεστο γι' αυτούς ήταν οτι πλήθαιναν οί
χριστιανοί ακόμη καί μέσα στίς κυρίαρχες τάξεις τους. "Επρεπε, λοιπόν, έάν
συνέχιζαν τούς διωγμούς, νά αύ- τοδιωχτοΰν, νά αύτοκαταστραφοΰν! Επειδή αύτό
ήταν άδύνατο, αναγκάστηκε ό ρωμαϊκός κόσμος νά δείξει σαφή άνοχή πρός τήν
'Εκκλησία, τήν όποια δμως ό Μέγας Κωνσταντίνος, άπό τό 324 κυρίως, πού έγινε
μονοκράτορας, αντιμετώπιζε σάν νά ήταν μέλος της, ένώ ακόμη δέν ήταν. Ή έξοδος
άπό τίς κατακόμβες είχε πραγματοποιηθεί.
'Από τήν πλευρά της ή Εκκλησία, αρχίζοντας ό Δ' αίώνας μέ τούς διωγμούς, έδειξε δλη τήν δύναμη τής
πίστεώς της καί τήν άντοχή έκεΐνου πού περιμένει νά εξαντληθεί ό σκληρός
τύραννος του.
"Οταν
ό τύραννος έπεσε έξαντλημένος καί ό μονοκράτορας (324) Κωνσταντίνος πολιτευόταν
ώς χριστιανός καί προστάτης τής Εκκλησίας, ή Εκκλησία ένιωσε τόση έκπληξη,
ώστε πολλοί έπίσκο- ποί της έχασαν σχεδόν τό μέτρο. 'Ησαν άνέτοιμοι νά
συλλάβουν καί ν' άντιμετωπίσουν τήν νέα πρωτόγνωρη πραγματικότητα καί τά νέα
συγκλονιστικά προβλήματα. Επρόκειτο γιά τά προβλήματα πού δημιούργησε ή
έλεύθερη ζωή καί δράση τής Εκκλησίας, ή ανάγκη τής στέρεης όργανώσεώς της, ή
έμφάνιση νέων επικίνδυνων αίρέσεων καί τό αίτημα γιά όλοένα βαθύτερη κι
εύρύτερη θεολογική έξήγηση τής άλήθειας. Ή έξήγηση δμως αύτή έπρεπε νά γίνει
καί μέ τήν βοήθεια του φιλοσοφικού λόγου, ή όρθή καί διακριτική χρήση τοΰ
όποιου άπό τούς χριστιανούς θεολόγους άπέβη άκανθώδες πρόβλημα, πού έλυσαν
επιτυχώς μόνοι οί μεγάλοι Πατέρες.
β. 'Εναγκαλισμός τής Εκκλησίας άπό τό κράτος
Ή έξοδος τής Εκκλησίας άπό τίς κατακόμβες καί ή άνεσή της νά
κινείται άνενόχλητη σέ οποιονδήποτε κοινωνικό χώρο, συνδυάστηκε μ' έναν
προστατευτισμό τοϋ αυτοκράτορα πολύ επικίνδυνο. Επρόκειτο γιά έναγκαλισμό, πού
οφειλόταν στούς εξής παράγοντες: α) Ό αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ένιωθε καί
δρούσε ώς χριστιανός. β) Ώς ρωμαίος αύτοκράτορας ήταν καί μέγιστος Ιερέας.
Τώρα, ώς χριστιανός βασιλέας, δέν μπορούσε νά τελεΐ καθήκοντα ιερατικά, π.χ. νά
θυσιάζει, άλλά αισθανόταν δτι έχει τήν κορυφαία ευθύνη γιά τήν προκοπή καί τήν
πορεία τής Εκκλησίας, γ) Ώς αύτοκράτορας φρόντιζε πάση θυσία νά έξασφαλίζει
τήν συνοχή καί πειθαρχία τών πολλών λαών καί φυλών, πού συναποτελοΰσαν τήν
ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Ή συνοχή μέχρι λίγο πρίν έξασφαλιζόταν μέ τήν επιβολή σέ
όλη τήν επικράτεια τής λατρείας τοΰ αυτοκράτορα. Τώρα, χωρίς πολλή σκέψη καί
μέ τήν επίδραση τής ρωμαϊκής παραδόσεως, έκρινε δτι τόν συνδετικό παράγοντα τής
άπέραντης αυτοκρατορίας μπορεί νά τόν άποτελει ό χριστιανισμός, δ) Ή Εκκλησία
δέν είχε οΰτε πλούσια έμπειρία κοινωνικής έλευθερίας οΰτε άκόμη αρκετή θεσμική
όργάνωση, ώστε ν' αποποιηθεί Αποφασιστικά τήν έλκυστική προστασία τοΰ
αύτοκράτορα. Οί ριζικές διαφοροποιήσεις γιά τήν Εκκλησία καί τό κράτος είχαν
πολλαπλές καί βαθιές συνέπειες, θετικές και άρνητικές. Τό κράτος βρήκε στόν ραγδαία
άναπτυσσόμενο χριστιανισμό τήν άλκή καί τό σθένος, πού έλειπαν άπό τήν ρωμαϊκή
κοινωνία. Ή Εκκλησία πάλι άπέβη ισχυρός κοινωνικός παράγοντας στό νέο ρωμαϊκό
κράτος. 'Ικανοί έπίσκοποι,
μεγάλων κυρίως πόλεων, άρχισαν νά διαδραματίζουν αποφασιστικό ρόλο στήν όλη
κοινωνική ζωή. Οί αυτοκράτορες δρούσαν, κοινωνικά τουλάχιστον, ύπολογίζοντας
τήν άποψη τής Εκκλησίας καί διευκολύνοντας οικονομικά καί θεσμικά τήν εύρύτερη
διάδοση τοΰ χριστιανισμού. Οί χριστιανοί έγιναν μέχρι τό τέλος τοΰ αιώνα ή
πνευματική elite
τής
αύτοκρατορίας, οί έκλεκτοί, πού τό κΰρος καί ή έπιρροή τους ηύξανε συνεχώς.
Μειωνόταν ή "δύναμη τής έθνικής θρησκείας κι έπεκτεινότανή παρουσία τοΰ
χριστιανισμού σέ όλα τά πολιτικοκοινωνικά επίπεδα.
Επιβλητικοί χριστιανικοί ναοί ανεγείρονταν σέ
όλα τά μήκη καί πλάτη τής αύτοκρατορίας καί ή λατρεία σ' αυτούς άπό λιτή καί απέριττη
έγινε λαμπρή καί άπέκτησε δομική καί θεολογική πληρότητα.
Ή 'Αγία Γραφή γνώρισε έκδοτικό οργασμό καί
μεταφράστηκε στήν λατινική πληρέστερα καί άκριβέστερα, κάτι πού ισχύει καί γιά
άλλες γλώσσες, όπως π.χ. τήν συριακή καί μερικώς τήν γοτθική. Στήν άνάγκη τής
Εκκλησίας ν' άποκτήσει τό άπαραίτητο θεσμικό πλαίσιο βοήθησε τό κράτος πολύ.
Διευκόλυνε δηλαδή τήν σύγκληση συνόδων, άπό τις όποιες συντάχτηκαν τά
θεμελιώδη κανονιστικά κείμενα τοΰ βίου τής Εκκλησίας, οί Κανόνες, πού χρειάζονταν γιά τήν
εύστάθεια τοΰ όργανισμοΰ της. Οί Κανόνες αύτοί άποκτοΰ- σαν αύτόματα κΰρος
νόμου κι έτσι εξασφαλιζόταν γενικά ή έφαρ- μογή τους.
Δέν άργησαν όμως νά φανοΰν καί οί άρνητικές γιά
τήν Εκκλησία συνέπειες τοΰ εναγκαλισμού. Ό αύτοκράτορας καί γενικά ή κρατική
έξουσία δέν δίσταζε νά κάνει αισθητή τήν παρουσία της καί ά- παΐτητή ένίοτε τήν
άποδοχή τής θελήσεως της ώς άντάλλαγμα τής προσφερόμενης προστασίας. Σέ πολλά ή
ρωμαϊκή νοοτροπία καί ή νομοθεσία άλλαξαν μέ τήν έπίδραση τοΰ χριστιανικού
πνεύματος. Καί ή Εκκλησία δμως χρειάστηκε νά κάνει κάποιες υποχωρήσεις, νά δείξει
άνεκτικότητα. Τό κανονιστικό πλαίσιο τής Εκκλησίας, οί Κανόνες, χρειάζονταν ένα κΰρος γιά νά
γίνουν έκτελεστοί, άλλά ή αυστηρή έπιβολή τους ώς νόμων άναγκαστικών δέν
συμβιβαζόταν μέ τό πνεΰμα τής Εκκλησίας. 'Ακόμα περισσότερο, τό πνεΰμα τής
Εκκλησίας τραυμάτιζαν σέ πολλές περιπτώσεις οί νόμοι τοΰ κράτους ύπέρ τής
Εκκλησίας καί κατά τών έθνικών θρησκειών ή τών αιρετικών όμάδων.
Ήκεΐ δμως πού ό εναγκαλισμός τής Εκκλησίας άπό
τό κράτος Εξελίχτηκε σέ πραγματικό δράμα ήταν ή προσπάθεια τών αυτοκρατόρων ν'
άναμιχτοΰν έμμεσα κι ενίοτε άμεσα στά θεολογικά καί δογματικά ζητήματα. Οί
αύτοκράτορες, ένεκα τής ρωμαϊκής τους παραδόσεως καί άκούγοντας εισηγήσεις
κακόβουλων ή άφελών επισκόπων, νόμιζαν δτι δικαιοΰνταν νά έπεμβαίνουν στά
έκκλησίαστικά πράγματα, τά όποια χριστιανοί αύλοκόλακες τούς έπειθαν δτι τά κατανοούν.
"Ετσι, α' έναν αιώνα ύψιστης σημασίας γιά τήν διατύπωση καί τήν στήριξη
τής πίστεως της, ή Εκκλησία γνώρισε τό έξής αντιφατικό καί δραματικό φαινόμενο:
ό πρώτος χριστιανός αύτο- κράτορας Κωνσταντίνος βοήθησε Αποτελεσματικά τήν
Εκκλησία τό 324 καί 325 (Σύνοδος Νικαίας) νά διατυπώσει καί νά επιβάλει τήν
όρθόδοξη πίστη της κατά του Αρειανισμού. 'Αμέσως δμως μετά ό ΐδιος αυτοκράτορας
ήπια καί οί γιοί-διάδοχοί του σκληρά έργάστη- καν, έως τό 378, μέ δλα τά μέσα
γιά τήν άνατροπή τής ορθόδοξης πίστεως καί τήν έπιβολή τοΰ άρειανισμοΰ. Τό
γεγονός πυροδότησε τόσο μεγάλη κρίση, ώστε νά μή θεωρείται μικρότερη σ' ένταση
άπό έκείνην πού τής προκάλεσαν οί διωγμοί, ένώ άναμφισβήτητα ήταν πιό
έπικίνδυνη άπό έκείνην. Τόσο επικίνδυνη, ώστε ή φιλορθόδοξη τακτική τοϋ Μεγάλου
Θεοδοσίου, τό 379/380, νά χαιρετιστεί ώς ισάξια πρός τήν φιλοχρίστίανική
τακτική τοϋ Μ. Κωνσταντίνου (324).
Ό Δ' αίώνας, λοιπόν, άρχισε μέ τφν φοβερό διωγμό τοϋ Διοκλη-
τιανοϋ, προχώρησε γρήγορα μέ τήν προστασία τής Εκκλησίας άπό τόν Μ.
Κωνσταντίνο, έξελίχτηκε μέ τόν φιλοαρειανισμό τών Μ. Κωνσταντίνου,
Κωνσταντίου, καί Ούάλη (+ 378) καί τελείωσε μέ τήν φιλορθόδοξη τακτική τοΰ
Θεοδοσίου, ό όποιος έδωσε Ισχύ νόμου στήν όρθόδοξη πίστη, τήν όποία δμως, χωρίς
πιέσεις του, υίοθετοΰσε προ- συνοδικά καί συνοδικά ή πλειοψηφία τών επισκόπων.
γ.
Συγκλονιστικές Θεολογικές κρίσεις καί θεμελιώδης θεολογία
Μόλις άρχισε ή Εκκλησία ν' άναπνέει έλεύθερα,
ένα έτος μετά τήν έκδοση τοΰ διατάγματος (311) τοΰ έτοιμοθάνατου Γαλερίου περί
άνοχής τοΰ χριστιανισμού, έκδηλώθηκε στούς κόλπους τής βο- ρειοαφρικανικης
Εκκλησίας τό κίνημα τοΰ Δονατισμοΰ, πού δέν ειχε σοβαρά
θεολογικά κίνητρα. Εξέφραζε αύστηρό, σχεδόν άτεγκτο, χριστιανισμό καί τρεφόταν
άπό τήν κοινωνικοπολιτική άντίθεση τών βορειοαφρικανών πρός τήν Ρώμη, ώς
κέντρου εξουσίας καί καταπιέσεως. Ό Δονατισμός ταλαιπώρησε τήν δυτική Εκκλησία
μέχρι τό τέλος τοΰ Δ' αιώνα.
Ή θεολογική κρίση, πού συγκλόνισε ολόκληρη τήν
Εκκλησία και κάλυψε τόν Δ' αιώνα άπό τό 318 μέχρι τό 381 κυρίως, ήταν ό 'Αρειανισμός. Ή κρίση αύτή έκανε φανερό, δτι δσο οί πιστοί
ζητοΰ- σαν νά κατανοήσουν τήν άλήθεια μέ τά φιλοσοφικά καί κοσμολογικά δεδομένα
τής έποχής, τόσο προκαλοΰνταν συζητήσεις κι έρωτήμα- τα, πού κατέληγαν σέ όρθή
θεολογία ή σέ κακοδοξίες. "Οσοι θεολόγοι εισέρχονταν στις συζητήσεις
αύτές, υιοθετώντας δλη τήν έκφρασμένη Παράδοση τής Εκκλησίας, δημιουργούσαν
όρθόδοξη θεολογία. "Οσοι θεολόγοι κινούσαν τέτοιες συζητήσεις, άθετώντας
κάτι καίριο άπό τήν Παράδοση, κατέληγαν σέ κακόδοξες θεωρίες. Περί τό 318 ένας
έντυπωσιακός πρεσβύτερος τής 'Αλεξάνδρειας, ό "Αρειος, άπέρριψε τήν
διδασκαλία τής Εκκλησίας δτι ό Υιός είναι άίδιος. Κήρυξε δτι ό Υιός, τό δεύτερο
πρόσωπο τής άγιας Τριάδας είναι κτίσμα, πρώτο δημιούργημα τοΰ Θεοΰ έν χρόνω.
"Ετσι ξέσπασε ή ριζικότερη αίρεση στήν ζωή τής Εκκλησίας, πού άπείλησε κυριολεκτικά
τήν ταυτότητά της. Στήν πορεία του ό 'Αρειανισμός διακρίθηκε σέ πολλές
όμάδες-άποχρώσεις: Στούς άκραιφνεΐς, τούς άνομοίους κα[όμοιους δηλαδή, καί στούςήμιαρειανούς, δηλ. τούς όμοιονσιανούς. Μέ τήν κρίση πού προκλήθηκε άσχολήθηκαν δλοι
σχεδόν οί θεολόγοι τοΰ Δ' αίώνα, άλλά τό βάρος τής ύπερβάσεώς της, τής
έκφράσεως δηλαδή τής άλήθεΐας καί τής μέ αύτήν άναιρέ- σεως τοΰ άρειανισμοΰ
σήκωσαν μεγάλοι θεολόγοι, δπως ό Μ. Αθανάσιος πρώτιστα καί οί Εύστάθιος
'Αντιοχείας, Ίλάριος Poitiers, Μ. Βασίλειος, Μάρκελλος 'Αγκύρας, Γρηγόριος Θεολόγος, Γρηγόριος
Νύσσης, 'Αμβρόσιος Μιλάνου καί Δίδυμος Τυφλός. Στούς κόλπους τών άρειανικών
όμάδων διακρίθηκαν κυρίως οί μέτριοι θεολόγοι Ά- στέριος Σοφιστής, Εύσέβιος
Καισαρείας, Γεώργιος Λαοδικείας, Εύ- νόμιος Κυζίκου κ.ά. Κι ένώ ή θεολογική
υπέρβαση τοΰ άρειανισμοΰ έπιτεύχτηκε, άρχικά τουλάχιστον, μέ τήν θεολογία τοΰ
Μ. 'Αθανασίου, χρειάστηκε δχι μόνο τό έργο τών μνημονευθέντων λοιπών θεολόγων,
άλλά καί δεκάδες σύνοδοι μέχρι τό 381, διότι, μέ διάλειμμα 2-3 έτών, οί
αύτοκράτορες καί ή αυλή τους υποστήριζαν τούς άρεια- νόφρονες. Ό Νεοαρειανισμός
μέ τόν Εύνόμιο Κυζίκου άποτελεΐ ά- νανέωση τοΰ άρχικοΰ άρειανισμοΰ μέ νέα
έπιχειρήματα.
*Η κρίση τοΰ άρειανισμοΰ έδρασε ώς άφορμή γιά
τήν δημιουργία τής θεμελιώδους θεολογίας τής Εκκλησίας, δηλαδή τής Τριαδολο-
γίας, μέ τήν όποία καταδείχτηκε ή φυσική σχέση τών τριών θείων προσώπων, άρα ή
όμοουσιότητά τους, καί ή διάκριση στήν θεότητα μιας ούσίας καί τριών υποστάσεων
ή προσώπων («μία ούσία έν τρι- σίν ύποστάσεσι»). Πρόκειται γιά τό θεμέλιο τής
δλης θεολογίας δ- λων τών αιώνων.
Οί Πνευματομάχοι
έμφανίστηκαν στό τέλος τής δεκαετίας τοΰ 350, στήν Αίγυπτο άρχικά καί άλλοΰ
μετά. Πνευματομάχοι ήταν πρώην άρειανόφρονες, οί όποιοι μετά άπό πολλές
διεργασίες καί δισταγμούς δέχτηκαν τήν όμοουσιότητά τοΰ Υίοΰ, άλλ' άρνοΰνταν
αύτήν γιά τό άγιο Πνεΰμα, τό όποιο θεωροΰσαν κτίσμα, άγγελον πρώτον κ.λπ.
Σημαντικά πνευματομαχικά κείμενα δέν διασώθηκαν. Αντίθετα, διασώθηκαν σπουδαία
θεολογικά έργα τών Μ. 'Αθανασίου, Μ. Βασιλείου, Γρηγορίου Θεολόγου, Γρηγορίου
Νύσσης, 'Αμβροσίου Μιλάνου καί Διδύμου Τυφλοΰ, μέ τά όποια λύνεται τό πρόβλημα τής σχέσεως του άγ. Πνεύματος
μέ τόν Πατέρα καί τόν Υιό κι έξηγεΐται γενικά τό έργο τοΰ άγ. Πνεύματος στά
πλαίσια τής θείας οικονομίας.
Οί Μακεδονιανοί, πού
έσφαλμένα ταυτίστηκαν μέ τούς Πνευμα- τομάχους, εμφανίστηκαν σχετικώς άργά,
στήν δεκαετία τοΰ 370. Στήν Β' Οίκουμ. Σύνοδο ή όμάδα τών 36 Μακεδονιανών
έπισκόπων. έδειξε ότι άρνοΰνταν τό όμοούσιον τής Νίκαιας
καί άρα προέρχονταν άπό τούς αύστηρούς όμοιουσιανούς. Εναντίον τους έγραψαν
π.χ. ό Γρηγόριος Νύσσης κ.ά.
Ό Άπολιναρισμός, πού
κυοφορήθηκε στήν δεκαετία τοΰ 350 κι εκδηλώθηκε δειλά τό 363, συνειδητοποιήθηκε
μερικώς στήν Εκκλησία μόνο κατά τήν δεκαετία τοΰ 370. Ό ίδιος ό Άπολινάριος
καί οί οπαδοί του έμφανίζονταν ώς όπαδοί τής Νίκαιας καί γι' αύτό δέν
προκάλεσαν γρήγορα τήν άντίδραση τών μεγάλων θεολόγων, οί όποιοι άλλωστε
άγωνίζονταν άκόμη κατά τοΰ άρειανισμοΰ καί τοΰ ήμιαρειανισμοΰ. Ό Άπολινάριος,
θεωρώντας λυμένο τό πρόβλημα τής Τριαδολογίας, προχώρησε στήν άντιμετώπιση
έρωτημάτων σχετικών μέ τό πρόσωπο τοΰ Χριστοΰ. Δίδαξε, λοιπόν, ότι στόν Χριστό
έχουμε τόν θειο Λόγο καί τήν άνθρώπινη σάρκα. Κατά τήν ενανθρώπηση δηλαδή ό
Λόγος προσέλαβε μόνο τήν σάρκα, όχι καί τόν νοΰ, διότι άλλιώς δέν ήταν δυνατή ή
τελεία ένωσή τους. Καί αύ- τά, μολονότι στό Σύμβολο
Νικαίας έχουμε τόν πολυσήμαντο όρο «ένανθρωπήσαντα», πού προϋποθέτει, έστω
έμμεσα, τήν άνάληψη άπό τόν Λόγο όλόκληρου τοΰ άνθρώπου. "Ετσι
έγκαινιάστηκαν οί χριστολογικές κακοδοξίες, οί όποιες (ώς μονοφυσίτίσμός,
νεστορια- νισμός, μονοθελητισμός καί μονοενεργητισμός) θά συγκλονίσουν τήν
Εκκλησία τόσο, ώστε οί Οικουμενικές Σύνοδοι άπό τήν Β' μέχρι καί τήν Ζ' θ'
άσχοληθοϋν μέ αυτές.
Στόν Δ' αιώνα, όπου ή πρώτη φάση τών
χριστολογικών συζητήσεων, τά πολυπληθή έργα τοΰ Άπολιναρίου καί τά λίγα τών
όπα- δών του θ' άναιρέσουν ό Γρηγόριος Θεολόγος άρχικά, ό Διόδωρος Ταρσοϋ, ό Γρηγόριος
Νύσσης εκτενέστερα κ.ά., ένώ στούς μετέπειτα αιώνες θά προκύψει ευρύτερη
άντιαπολιναριστική γραμματεία. Καί γιά τις χριστολογικές κακοδοξίες ή όρθόδοξη
άπάντηση θεμελιώθηκε στόν Δ' αί. μέ τήν σχετική θεολογία τοΰ Γρηγορίου Θεολόγου
καί τοϋ Γρηγορίου Νύσσης. Παράλληλα έμφανίστηκαν καί άλλες, σχετικές μέ τις
προηγούμενες, κακοδοξίες, όπως π.χ. τοϋ Μαρκέλλου Αγκύρας, πού κοΛ αύτές
έγιναν άφορμή γιά τήν σύνταξη κειμένων άπό εκκλησιαστικούς συγγραφείς. Άκόμη
στόν Δ' αί. συνεχίστηκε ή σύνταξη έργων κατά παλαιότερων αιρέσεων, δπως τοϋ
Σα- βελλιανισμοΰ, τοΰ Μανιχαϊσμοϋ κ.ά., ένώ άναζωπυρήθηκε ή πολεμική
γραμματεία «κατά έθνικών» μέ άφορμή τό έγχείρημα τοΰ Ίουλιανοΰ (361-363) πρός
άναβίωση τής έθνικής θρησκείας.
'Ιδιαίτερα γιά τήν δυτική Εκκλησία πρέπει νά
σημειώσουμε δτι κατά τόν Δ' αΐ. συγκλονίστηκε άπό τό κίνημα τοϋ ίσπανοΰ «χαρι-
σματούχου» Πρισκιλλιανοϋ, πού έπιχείρησε άναγέννηση τοΰ
χριστιανικού
βίου μέ περιφρόνηση πρός τήν ιεραρχία καί τήν δομή τής Εκκλησίας. Ή καταδίκη
του σέ θάνατο τό 385 δέν σήμανε καί τήν λήξη τής κρίσεως, πού τό κήρυγμά του
προκάλεσε. Τά έργα τοΰ ίδιου καί τών όπαδών του άλλά προπαντός τά
άντιπρισκιλλιανικά κείμενα
υπογραμμίζουν τήν έκταση τής κρίσεως αύτής.
Τέλος, παρατηροΰμε δτι οί μεγάλοι θεολόγοι, άπό τό 325 μέχρι τό 378,
έγραψαν καί δημιούργησαν τήν θεολογία τους κυριολεκτικά σέ κλίμα διωγμού,
έπειδή αύτοκράτορες καί άνώτεροι άξιωματοΰχοι συμπεριφέρονταν έχθρικά πρός τούς
όρθοδόξους.
δ.
Ό κόσμος τής φιλοσοφίας
Τό φιλοσοφικό ειδικά καί τό πνευματικό γενικά
κλίμα τοΰ Δ' αί., δπου κυριαρχούσε τό άμάλγαμα τοΰ νεοπλατωνισμοΰ, χαρακτηριζόταν
άπό τόν έκλεκτικισμό, τά θρησκευτικά παγανιστικά ένδιαφέ- ροντα τών
διανοουμένων καί τήν έντονη κλίση πρός τήν ρητορεία. Οί κυριότεροι έκπρόσωποί
του τήρησαν εχθρική στάση έναντι τής Εκκλησίας. Παράδειγμα ό νεοπλατωνικός
Πορφύριος (+ λίγο μετά τό 301), πού έγραψε μάλιστα κι ένα έργο κατά τών
χριστιανών. Ό φιλόσοφος αύτοκράτορας, άργότερα, ό 'Ιουλιανός (+ 363), δχι μόνο
άσκησε κριτική κατά τών χριστιανών, άλλά καί προσπάθησε νά τούς κρατήσει σέ
άπαιδευσία, κάτι πού συνιστούσε είδος έξευγενι- σμένου διωγμοΰ. Ό άξιολογότερος
ρητοροδιδάσκάλος τοΰ Δ' αί. καί έπιφανέστερος έκπρόσωπος τοΰ έθνισμοΰ μετά τόν
θάνατο τοΰ Ίουλιανοΰ, δηλαδή ό Λιβάνιος (314-393), πού άμεσα κι έμμεσα σχετίστηκε
μέ θεολόγους Πατέρες, έδειχνε άναγκαστική άνοχή πρός τούς χριστιανούς, τούς
όποίους κατά βάθος βδελυσσόταν. Έν τούτοις ό θύραθεν αύτός κόσμος, πού βέβαια
συνέχιζε νά τρέφεται άπό τόν Πλάτωνα, τόν 'Αριστοτέλη καί τούς στωικούς,
άποτελοΰσε τό κλίμα, στό όποιο ζοΰσαν οί έκκλησιαστικοί συγγραφείς.
Ελάσσονες θεολόγοι έδειξαν έλλειψη ρεαλισμού: ή
νόμισαν δτι μποροΰν νά δημιουργήσουν χωρίς τό κλίμα τούτο ή έπηρεάστηκαν άπό
αύτό έπικίνδυνα. Οί μεγάλοι Πατέρες θεολόγοι έδειξαν ρεαλισμό: ζώντας τό κλίμα
τοΰτο φυσικά, ώς δικό τους, οικοδόμησαν τήν θεολογία μέ αύτό, άφοΰ διέκριναν μέ
σαφήνεια τήν θεία άλήθεΐα άπό τήν μέθοδο καί τίς λύσεις τών φιλοσοφικών
συστημάτων. "Ενεκα τής διακρίσεως αύτής άποφεύχτηκε ό έξελληνισμός τοΰ
χριστιανισμού, άλλά καί ό έκχριστιανισμός τοΰ έλληνισμοΰ.
Ο!
φιλόσοφοι τοΰ αιώνα (Πορφύριος, Ίάμβλιχος, 'Ιουλιανός, Chal- cidius, Macrobius) καί οί
κλασικοί τοϋ παρελθόντος διαδραμάτισαν αναμφίβολα θετικό καί άρνητικό ρόλο στήν
δημιουργία τών θεολόγων Πατέρων. Παρείχαν τό οικοδομικό ύλικό γιά τήν οικοδόμηση
τής θεολογίας καί συγχρόνως γίνονταν λίγο ή πολύ μέτρο στήν σκέψη χριστιανών
συγγραφέων, πού έτσι άπέβαιναν κακόδοξοι. Αύτούς όφειλαν ν' Αντιμετωπίσουν οί
μεγάλοι θεολόγοι Πατέρες. Στίς περισσότερες περιπτώσεις, ή καταπολέμηση μιας
κακοδοξίας σήμαινε καί αναίρεση κάποιας φιλοσοφικής μεθόδου ή κάποιων
φιλοσοφικοκο- σμολογικών αντιλήψεων, πού είχαν χρησιμοποιηθεί γιά τήν Αντιμετώπιση
θεολογικού θέματος. Καί ή Αναίρεση προχωρούσε Αρνητικά μέ τήν προβολή άλλης
φιλοσοφικής μεθόδου καί θετικά μέ τήν φανέρωση τής θείας Αλήθειας στό
συγκεκριμένο θέμα. Ή Αναίρεση μιας φιλοσοφικής μεθόδου ή λύσεως μέ άλλη μέθοδο
καί λύση Αποτελούσε γιά τούς Πατέρες διαδικασία, μέ τήν όποία έδειχναν Απλώς
ότι βάσει τής άλφα ή βήτα μεθόδου ήταν άδύνατη ή λύση θεολογικού θέματος. Καί
άφού οί Πατέρες έδειχναν έτσι τό άνέρειστο, τό άβά- σίμο, μιας κακοδοξίας,
στηριγμένης γιά τό καίριο σημείο της σέ κάποια φιλοσοφική άρχή, προχωρούσαν
στήν προβολή τής άλήθειας. Ή προβολή όμως τής άλήθειας γινόταν καί μέ τήν
έπικουρία φιλοσοφικής άρχής, πού σαφώς εΐχε χαρακτήρα καί ρόλο ένδεικτικό καί
ποτέ άποδεικτικό. Ή έπικουρικότητα ή ένδείκτικότητα τής φιλοσοφίας στήν
διαδικασία τοΰ θεολογεϊν εξηγεί τήν εκλεκτική στάση τών Πατέρων έναντι τών
φιλοσοφικών συστημάτων. 'Από αύτά χρησιμοποιούσαν έκάστοτε καί χωρίς
άποκλεΐστικότητα ό,τι νόμιζαν ώς προσφορότερο καί καταλληλότερο γιά τήν κάθε
περίπτωση. "Ετσι, έχουμε τόν εκλεκτικισμό τών Πατέρων έναντι τοΰ
φιλοσοφικού κόσμου.
ε.
Ό Μοναχισμός
Μέγα γεγονός τεράστιας έπιρροής. Τήν
έκκλησιαστική ζωή τοϋ Δ' αι. συνιστά ή Αλματώδης άνάπτυξη τοϋ μοναχισμού. Λίγα
έτη πρίν άπό τό 250 έμφανίστηκαν στήν Αίγυπτο περιπτώσεις άσκητών πλησίον
πόλεων ή χωρίων. Στό β' ήμισυ τοϋ ίδιου αΙώνα ό Μ. 'Αντώνιος (356) έγκαινιάζει
συνειδητά στήν Αίγυπτο τόν άναχωρητικό μοναχισμό, πού μέ τήν έπιρροή του
προσλαμβάνει μεγάλες διαστάσεις καί συγκεκριμένη μορφή άσκήσεως κατά τίς
πρώτες δεκαετίες τοϋ Δ' αί. Λίγο άργότερα οί αιγυπτιακές έρημοι θά γνωρίσουν χιλιάδες
άναχωρητών, γύρω συνήθως άπό έναν πεπειραμένο καί χα- ρισματοϋχο άσκητή, όπως
π.χ. τόν Μακάριο Αίγύπτίο (+ 390) ή τόν Μακάριο Άλεξανδρέα ( + 394). "Ετσι
έχουμε τά περίφημα άναχω- ρητικά κέντρα τής Θηβαΐδας, τής Νιτρίας, τής Σκήτης
κ.ά.
"Ακόμη σημαντικότερο γεγονός είναι της
«Κοινωνίας», δηλαδή του κοινοβιακού μοναχισμού άπό τόν Παχώμιο ( + 346) στήν
Ταβέννη- ση, κατά τήν δεκαετία τοΰ 320. Ό όργανωμένος κοινοβιακός βίος θ'
άναπτυχτεΐ έκτοτε ραγδαία στήν Αίγυπτο καί άπό έκεΐ στήν Μι- κρασία, τόν Πόντο
καί τήν 'Αρμενία μέ τήν βοήθεια τών άσκητικο- κανονιστικών κειμένων τοΰ Μ. Βασιλείου.
Στίς περιοχές αυτές, πρίν τό 340 περίπου, είχε είσαγάγει άτακτα τόν μοναχισμό ό
Ευστάθιος, ό μετέπειτα έπίσκοπος Σεβαστείας.
Στόν χώρο τοΰ συρόφωνου μεσοποταμιακοΰ
χριστιανισμού, στήν Νίσιβη καί στήν "Εδεσσα, δέν έχουμε μέχρι τά μέσα τοΰ
Δ' αΐ. οργανωμένο μοναχισμό, άλλά όμάδες παρθενευόντων, πού βοηθούσαν τόν
έπίσκοπο στό καθόλου έκκλησιαστικό έργο, έντός τών πόλεων. Στόν ίδιο αύτό χώρο
έμφανίζονται οί άτίθασες καί προβληματικές δμάδες μοναχών καί μοναστριών, πού
είναι γνωστοί ώς Εύχίτες ή Μεσσαλιανοί καί πού απλώθηκαν έπειτα στήν Μικρασία
καί άλλου. Τά περίφημα
Μακαριανικά έργα (έποχής 380;) συνιστούν προσπάθεια
όρθοδοξοποιήσεως τού μεσσαλιανικοΰ μοναχισμού.
Ή Παλαιστίνη, έπίσης, γνώρισε τόν άναχωρητικό
μοναχισμό, πρίν άπό τό 350, μέ τόν άναχωρητή καί ιεραπόστολο Ίλαρίωνα (371), μαθητή
τοΰ Μ. 'Αντωνίου.
Στήν δυτική 'Εκκλησία ό μοναχισμός καθυστέρησε.
Ή έξορία στήν Ρώμη (339) τοΰ Μ. 'Αθανασίου έγινε άφορμή νά πληροφορηθεί συστηματικά
ή Δύση γιά τόν αιγυπτιακό μοναχισμό. Περί τό 360 ό "Αγιος Μαρτΐνος
συνέστησε είδος μοναστικής άδελφότητας κοντά στήν γαλλική Poitiers, ένώ ό έπισκόπος Εύσέβιος Vercelli ( + 370) ζοΰσε ώς μοναχός
μέ τούς περί αύτόν κληρικούς. Νέα ώθηση γιά τήν καθιέρωση τοΰ μοναχισμοΰ έδωσε
ή παρουσία στήν Ρώμη (375/7), μετά άπό μαθητεία του στήν 'Ανατολή, τοϋ
'Ιερωνύμου, ένώ άργότερα ό 'Αμβρόσιος Μιλάνου ( + 397) βοήθησε τήν συστηματική
όργάνω- ση τοΰ κοινοβιακού μοναχισμού. Στήν βορειοαφρικανική Ταγάστη ό
Αύγουστΐνος μέ φίλους του συνέστησε, τό 388, στό σπίτι του είδος κοινοβίου,
άλλά μόνο γιά διανοούμενους χριστιανούς.
Ή άσκητικονηπτική γραμματεία, τήν όποία προκάλεσε τό εύρύ- τατο κι
έντυπωσιακότατο ρεύμα τοΰ μοναχισμού στήν 'Ανατολή, είναι πλουσιότατη καί
διακρίνεται σέ κείμενα πρακτικής τής άσκήσεως, διηγηματικά καί σέ περιγραφές-έκθέσείς
θείων έμπειριών, τίς όποιες βίωσαν χαρισματοΰχοι άσκητές-μοναχοί. Οί μοναχοί
καί οί έκκλη- σιαστικοί γενικά άνδρες, πού έδωσαν σχετικά έργα, είναι πολλοί,
μεταξύ τών όποιων χρονολογικά οί Παχώμιος (+ 346), Μ. 'Αντώνιος ( + 356),
Θεόδωρος Ταβεννησιώτης ( + 368), Μ. 'Αθανάσιος ( + 373), Έφραίμ (ό
"Ελληνας) (+ 373), Μάρκελλος 'Αγκύρας (+ 374), Μ. Βασίλειος (+ 379),
Ώρσίσιος (+ 386), Γρηγόριος Νύσσης (+ 394), Εύά- γριος ( + 399), ό 'Αμβρόσιος
Μιλάνου ( + 397) κ.ά.
στ.
Αιώνας τών Συνόδων
Ή Εκκλησία, μέ τήν έξοδό της άπό τίς
κατακόμβες, είχε τήν ευκαιρία νά θεραπεύσει τήν άνάγκη γιά θέσπιση κανόνων της
ζωής της, άπαραίτητων γιά κάθε ζωντανό οργανισμό. Ή ύφή τών κανόνων αυτών ήταν
ποιμαντική. 'Απέβλεπαν στήν άποτροπή έκτρόπων, στήν προστασία του σώματος τής
'Εκκλησίας καί όχι στήν τιμωρία. Παράλληλα καί όπωσδήποτε πρίν τό 325, ή
Εκκλησία όφειλε ν' άντι- μετωπίσεί τίς άναφυόμενες κακοδοξίες μέ σαφή διατύπωση
τής πίστεώς της. Άλλά καί οί κακόδοξοι άρειανοί, όταν έπικρατούσαν στό
μεγαλύτερο διάστημα τοϋ Δ' αι., έπρατταν τό πάν γιά τόν παραμερισμό τής
ορθόδοξης πίστεως καί τήν προβολή τών κακοδο- ξιών τους. "Ολ' αύτά, γιά νά
έχουν γενική άποδοχή καί κΰρος, έπρεπε νά είναι άποτέλεσμα κοινής άποφάσεως,
συνοδικής διαδικασίας. Οί έπίσκοποι μικρών ή μεγάλων γεωγραφικών περιοχών κι
ένίοτε άντι- πρόσωποι όλόκληρου τοΰ χριστιανικοΰ κόσμου συνέρχονταν σέ Σύνοδο
καί μέ δημοκρατική διαδικασία κατέληγαν σέ άποφάσεΐς.
Μέ τίς Συνόδους αύτές, θετικά ή άρνητικά,
θεμελιώθηκε ή πρακτική τής συνοδικής διαδικασίας στήν 'Εκκλησία, άλλά τά καθαυτό πρακτικά τους (acta), τά λεπτομερή δηλαδή πεπραγμένα
τους, χάθηκαν, δσα είχαν κρατηθεί. Μέ τίς θεολογικές τους άποφάσεις. (Σύμβολα κι Επιστολές) δηλώθηκε συνοπτικά
ή πίστη τής Εκκλησίας και μέ τίς κανονιστικές άποφάσειςτους καθορίστηκαν,
θετικά ή άρνητικά, οί δομές τής Εκκλησίας ώς θεανθρώπινου όργανισμοΰ.
Δύο άπό τίς δεκάδες Συνόδους τοΰ Δ' αί. ήταν καί άναγνωρίστη- καν
Οικουμενικές: τοΰ 325 στήν μικρασιατική Νίκαια καί τοΰ 381 στήν
Κωνσταντινούπολη. CH συντριπτική πλειοψηφία τών Συνόδων, τών μεταξύ τών δύο
Οικουμενικών, σκοπό είχαν τόν παραμερισμό ή τήν ύποκατάσταση τής Συνόδου τής
Νίκαιας.
Οί Σύνοδοι
Οί Σύνοδοι τοΰ Δ' αι., τών όποιων σώθηκαν
κείμενα, Σύμβολα, Κανόνες ή Επιστολές,
είναι οί έξής:
Ανατολή: Αγκύρας (314),
Καισαρείας (314), Νεοκαισαρείας (314/319), Αντιοχείας (324/5), Νικαίας (325),
Αντιοχείας (326/30), Τύρου (335), Ιεροσολύμων (335), Αλεξανδρείας (338),
Γάγγρας (340/2), Αντιοχείας (341), Φιλιππουπόλεως (343), Αντιοχείας (344),
Ιεροσολύμων (346), Σιρμίου (351), Σιρμίου (357), Αγκύρας (358), Σιρμίου (359),
Σελευκείας (359), Κωνσταντινουπόλεως (360), Άλεξαντ
δρείας (362 καί 363), 'Αντιοχείας (363), Ικονίου (376),
Κωνσταντινουπόλεως (381 καί 382), Καισαρείας Παλαιστίνης (393), Κωνσταντινουπόλεως
(394) καί Λαοδικείας-Συλλογή (τέλος Δ' αι.).
Δύση: Έλβίρας-Συλλογή (300/3), Άρελάτης
(314), Ρώμης (341), Σαρδικής (343), Καρθαγένης (348), Rimini (359), Παρισίων (360), Ρώμης
(371), Valence (374),
Ρώμης (378), Άκυληίας (381), Ρώμης (382), Saragossa (380), Καρθαγένης (390), Ίππώνος
(393), Καρθαγένης (397 καί 397 καί 399), Nimes (396) καί Τουρίνου (398).
ζ.
Πέρα τής άλληγορικής καί τής ίστορικογραμματικής μεθόδου: έρμηνευτική θεολογία
Στήν διάρκεια τοΰ Γ' αι. ή άλληγορική μέθοδος
όχι μόνο χρησιμοποιήθηκε εύρύτατα, άλλά καί κορυφώθηκε μέ τούς άλεξανδρινούς
Κλήμη καί Ώριγένη, πού γιά τήν έρμηνεία ττ\ςΠΔ πηγή
έμπνεύσεως είχαν κυρίως τόν Φίλωνα (+ 40 μ.Χ.). Μέλημα τών έρμηνευτών τούτων
ήταν ή νοηματοδότηση βιβλικών λέξεων καί ρήσεων μέ έννοια διαφορετική άπό
έκείνη πού τυπικά έχουν, μέ νόημα άξιο τοΰ Θεοΰ. Αύτό χαρακτήριζε τούς
άκραιφνεΐς άλληγοριστές, πού όμως δέν περιφρονούσαν (ή δέν περιφρονοΰσαν
τελείως) τήν ίστορικογραμματι- κή έρμηνεία, όπως ό ίδιος ό "Ωριγένης.
Παράλληλα υπήρχαν στόν Γ' αι. καί άλεξανδρινοί πού τήρησαν πολύ νηφάλια στάση
καί τήν άναγκαία άπόσταση έναντι τής άλληγορικής μεθόδου, δπως ό Διονύσιος
'Αλεξανδρείας καί ό Θεόγνωστος, πού άναδείχτηκαν σπουδαίοι θεολόγοι.
Γιά τόν άντιοχειανό χώρο δέν έχουμε άρκετές
πληροφορίες στόν Γ' αί. Έκεΐ, άπό τό τέλος τοΰ αιώνα τούτου, δρα κι έρμηνεύει ό
Λουκιανός ( + 312), γιά τόν όποιο έλάχιστα γνωρίζουμε. 'Από τούς μεταγενέστερους
θεωρείται εισηγητής τής ίστορικογραμματικής μεθόδου, τήν όποία βέβαια
τελειοποίησε καί μορφοποίησε, ό Διόδωρος Ταρσού ( + 392), πού είχε μαθητές,
μεταξύ άλλων, τούς 'Ιωάννη Χρυσόστομο (+ 407) καί Θεόδωρο Μοψουεστίας (+ 428).
Οί μεγάλοι άν- τιοχειανοί έρμηνευτές, βέβαια, έπέμεναν στήν ίστορικογραμματική
έρμηνεία, στήν «ύπόθεση» καί τήν «θεωρία», δπως άκριβώς έκαναν οί θύραθεν
έρμηνευτές, άκολουθώντας τήν άρχή «"Ομηρον έξ Όμή- ρου σαφηνίζείν».
'Ενδιαφέρονταν δμως καί γιά τήν τυπολογική έρμηνεία, ή όποία τούς έφερνε κοντά
στούς όπαδούς τής άλληγορικής μεθόδου.
Άπό τό γεγονός δτι στά δύο μεγάλα κέντρα, τήν
Αλεξάνδρεια καί τήν Αντιόχεια, έμφανίζονται άντίστοιχα ισχυρές ή άλληγορική καί
ή ίστορικογραμματική έρμηνεία, οί έρευνητές προχώρησαν σέ άπόλυτη γενίκευση,
σχηματοποίηση καί παρασιωπητική άπλούστευ- ση. Στήν πραγματικότητα δηλαδή, όχι
μόνο οί άντιπρόσωποι τών δύο κέντρων χρησιμοποιούν στοιχεία τών άντίθετων
έρμηνευτικών μεθόδων, άλλά καί στά δύο κέντρα έργάστηκαν έρμηνευτές θεολόγοι
και μάλιστα μεγάλοι πού δέν άνήκουν κυριολεκτικά στίς δύο σχολές. "Ετσι
π.χ. ό Μ. 'Αθανάσιος ( + 373), στήν 'Αλεξάνδρεια, δέν μπορεί νά θεωρηθεί οπαδός
τής άλληγορικής μεθόδου, μολονότι έ- νΐοτε τήν χρησιμοποιεί. Ό Χρυσόστομος καί
ό Θεοδώρητος Κύρου (+ 466) στήν 'Αντιόχεια δέν έφαρμόζουν αύστηρά τήν
ίστορικογραμματική έρμηνεία ούτε άρκοϋνται σ' αύτήν.
Διαπίστωση πρώτη. Στόν χώρο άναπτύξεως τής
άλληγορικής καί τής ίστορικογραμματικής μεθόδου, αύτοί πού άναδείχτηκαν σπουδαίοι
θεολόγοι ήταν παραδοσιακοί καί δέν έφάρμοζαν αύστηρά τήν μία ή τήν άλλη μέθοδο-
ή θεολογία τους δέν ήταν άποτέλεσμα μιας τών έρμηνευτικών τούτων μεθόδων.
Συνειδητά καί ρητά π.χ. ό 'Αθανάσιος καί ό Χρυσόστομος άπέφευγαν τίς
άκρότητες, τήν «άμε- τρίαν» τών μεθόδων. 'Εκείνοι πού καί στά δύο κέντρα
διαμόρφωσαν κι έφάρμοζαν αύστηρά τίς μεθόδους ήταν λιγότερο παραδοσιακοί,
παρουσίασαν δογματικές παρεκκλίσεις καί περιέπεσαν σέ κακοδοξίες ή
προετοίμασαν κακοδοξίες (Ώριγένης, Διόδωρος Ταρσού, Θε- όδωροο Μοψουεστίας)
Διαπίστωση δεύτερη.
Μέ τήν βοήθεια τής άλληγορικής καί τής ί- στορικογραμματικής
έρμηνείας δέν λύθηκε κανένα κρίσιμο θεολογικό πρόβλημα, ένώ καί οί δύο
δυσχέραναν τήν λύση τών προβλημάτων αυτών. Είχε γίνει συνείδηση ότι μέ τίς
μεθόδους αύτές δέν ήταν δυνατό νά προχωρήσει τό καθαυτό έργο τής θεολογίας, ή
τρια- δολογία, ή χριστολογία, ή πνευματολογία κ.λπ. Οί καθαρόαιμοι έκπρόσωποι τών μεθόδων
είχαν κυρίως πρακτικο-ηθικολογικά έν- διαφέροντα, γιά τήν ικανοποίηση τών
όποιων άρκούσαν οί έρμηνευ- τικέε μέθοδοι, δταν δέν περνούσαν κάποια όρια.
Διαπίστωση τρίτη. Στόν χώρο της θεολογίας καί
τής έρμηνείας κατά τόν Δ' αί. ή άλληγορική καί ίστορικογραμματική μέθοδος δέν
άποτελοϋν κυρίαρχο στοιχείο, έφόσον οί μεγάλοι θεολόγοι-έρμηνευ- τές, άπό τόν
'Αθανάσιο καί τούς Καππαδόκες μέχρι τούς 'Αμβρόσιο καί Χρυσόστομο, δέν είναι
αύστηροί τηρητές μιας τών μεθόδων αύτών. Πώς έρμήνευαν δμως καί τί έκπροσωπούν
οί μεγάλοι αύτοί θεολόγοι έρμηνευτές; Ή άπάντηση στό έρώτημα έχει έξαιρετική σημασία,
διότι, διαπιστώνοντας τήν έρμηνευτική τακτική τών μεγάλων θεολόγων τοΰ Δ' αί.,
γνωρίζουμε καί τήν κυρίαρχη έρμηνευτική τακτική στήν διάρκεια τοΰ καθοριστικού
τούτου αιώνα.
Ή έρμηνεία τής άλεξανδρινής καί τής άντιοχειανή
ς σχολής είχαν αύτονομία καί μέλημα κύριο τήν παιδαγωγία καί τήν ήθική οικοδομή
τών πιστών. 'Αντίθετα, οί μεγάλοι θεολόγοι, πού άναφέραιιε, έρ- μήνευαν,
κυρίως, θεολογώντας γιά τά κρίσιμα δογματικά θέματα τής έποχής. "Η πρώτιστη
άνάγκη γιά έρμηνεία ήταν ή θεολογία καί γι' αύτό χαρακτηρίζουμε τό έργο τους
έρμηνευτική θεολογία. Ή θεολογία τους ήταν άδιανόητη χωρίς τήν Γραφή καί τήν
έρμηνεία της. Άλλά καί ή έρμηνεία τους χωρίς τήν θεολογική είσοδο στό μή ρητά
δηλούμενο άπό τό βιβλικό γράμμα «άπόθετον κάλλος» τής άλήθεΐας, χωρίς τήν
κατάδυση στά «άδυτα» τής Γραφής, χωρίς τήν κατάληψη τοΰ «κεκρυμμένου βάθους»
τών χωρίων (όπως υποστήριζαν οί Αθανάσιος, Γρηγόριος Θεολόγος, Βασίλειος καί
Χρυσόστομος), γνώριζαν δτι δέν θά είχε Αποτέλεσμα. Δέν θά συνιστοΰσε άπάντηση
γνήσια καί πειστική στά προβλήματα π.χ. τής Τριαδολογίας καί τής Χριστολογίας.
"Η προσπάθεια αύτή (είσόδου, καταδύσεως καί καταλήψεως τής άλήθειας κάτω
άπό τό βιβλικό γράμμα) προϋπέθετε συγχρόνως άριστη ίστορικογραμματική γνώση τοΰ
κειμένου καί φωτισμό τοΰ άγίου Πνεύματος, έφόσον έπρόκειτο γιά σημείο τής άλή-
θειας μή ρητά διατυπωμένο. Καί βέβαια, μιλάμε γιά τήν κυρίως θεολογία, γιά τήν
θεολογία δηλαδή τήν όποία άσκησαν οί Πατέρες καί Διδάσκαλοι καί μέ τήν όποία
τελικά έδωσαν λύση στά δογματικά προβλήματα. Δέν πρόκειται γιά τήν
έπαναληπτική θεολογία τών όποιωνδήποτε άπλώς οίκοδομητικών ΓΟμιλιών, τών άπλών άσκητι- κών κειμένων ή τών έρμηνευτικών
έργων, πού έχουν άπαιτήσεις μόνο οικοδομής τών πιστών. "Οσα στήν συνάφεια
τούτη διατυπώνουμε άναφέρονται στό άποφασιστικό γιά τήν ζωή τής Εκκλησίας θεολογικό
έργο τών Πατέρων. Ό Μ. Βασίλειος, δταν τόν κατηγόρησαν γιά καινοτομία στήν
διδασκαλία τής 'Εκκλησίας, έθεσε τήν χρυσή βάση: Δέν έπιτρέπεται, μέ τήν
έρμηνεία ή τήν θεολογία, νά εισαγάγει κανείς κάτι νέο στήν Παράδοση, παρεκτός
άν αύτό είναι άποτέ- λεσμα «προκοπής» στήν γνώση τής άλήθειας, άν είναι κάποια
«αύξησις» τών ήδη διατυπωμένων, άν είναι «συμπλήρωσις τοΰ λεί- ποντος», άν
συνιστά «προσθήκην γνώσεων» στήν διατυπωμένη ά- λήθεια, τήν όποία άλήθεΐα
καθεαυτήν οϋτε αύξάνει οΰτε βελτιώνει· δ,τι στήν θεολογία περισσότερο λέγει ό
Βασίλειος, βεβαιώνει ό ίδιος, άποτελεΐ «αΰξησιν» κατά τό μέτρο τής «προκοπής»
του στήν γνώση τής άλήθειας καί δχι «μεταβολήν» τής Παραδόσεως (Επιστολή 223, 3 καί 5).
*Η διαδικασία αύτή άποτελεΐ τήν κυρίαρχη
τακτική τών μεγάλων θεολόγων, οί όποιοι ουδέποτε στίς θεολογικές-δογματικές
τους προσπάθειες χρησιμοποιούν άλληγορική μέθοδο, ένώ προσάγουν κι έρ-
μηνεύουν χιλιάδες βιβλικά χωρία. Ό Βασίλειος π.χ., πού καί ρητά καταδικάζει τήν
άλληγορική έρμηνεία, τήν χρησιμοποιεί συνετά, δταν ύπομνηματίζει τούς Ψαλμούς γιά οίκοδομητικούς σκοπούς. Και δ Γρηγόριος Νύσσης,
πού γνωρίζει τήν έπικινδυνότητα τής άλληγο- ρικής καί τήν άνεπάρκεια τής
ίστορικογραμματικής μεθόδου, άσκεΐ άναγωγική έρμηνεία.
Επιδιώκει δηλαδή γιά οίκοδομητικούς σκοπούς τήν άναγωγή
άπό τά δεδομένα τής Γραφής στήν παράσταση πνευματικών καταστάσεων. "Ετσι,
τό έρωτικό πάθος τοΰ *Ασματος τών άσμάτων τό
χρησιμοποιεί μόνο ώς άφορμή καί παράδειγμα (δχι ώς άντιστοιχία) γιά νά
παραστήσει τήν άγάπη πρός τόν Χριστό.
Στούς μεγάλους Πατέρες καί Διδασκάλους, έπομένως, τό κύριο
έρμηνευτικό έργο έπιτελεΐται χάριν τής θεολογίας καί γι' αύτό είναι προφανείς:
ή άπουσία τής άλληγορικής μεθόδου, ή άριστη γνώση τών ίστορικογραμματικών καί
κοινωνικών δεδομένων, ή προσωπική κάθαρση μέ προσευχή καί άσκηση καί 6
φωτισμός τοΰ άγιου Πνεύματος.
η.
Τά μεγάλα θεολογικά κέντρα
Τά μεγάλα θεολογικά κέντρα, στά όποια κατά τόν
Δ' αί. καλλιεργήθηκε γενικά ή εκκλησιαστική γραμματεία καί δημιουργήθηκε ειδικά
ή καίρια θεολογία τής Εκκλησίας, βρίσκονται στήν 'Ανατολή. Έδώ θ' άναφέρουμε
μόνο τά έπιφανή κέντρα καί τούς ονομαστότερους έκπροσώπους τους. Γύρω άπό τά
κέντρα αυτά, σέ μικρότερες πόλεις, άναπτύχτηκε σπουδαία έκκλησιαστική
γραμματεία, πού συνήθως είχε παντοειδή σχέση μέ τό κέντρο, μέ τήν πρωτεύουσα.
"Ετσι π.χ. στήν Λαοδίκεια ή στήν "Εμεσα τής Συρίας έχουμε θεολόγους
καί θεολογία, πού σχετίζονταν μέ τήν πρωτεύουσα 'Αντιόχεια.
Ή 'Αλεξάνδρεια, μέ τήν
θεολογία τών Μ. 'Αθανασίου, Διδύμου τοΰ Τυφλοΰ καί Εύαγρίου Ποντικού, έγινε τό
άρχικό λίκνο τής άντιαιρετικής-άντίαρειανικής θεολογίας, τής έρμηνευτικής καί
τής νηπτικής άσκητικής γραμματείας.
fH 'Αντιόχεια, μέ τόν βιβλικιστή Λουκιανό, τόν Εύστάθιο
'Αντιοχείας, τόν Διόδωρο Ταρσού, τόν 'Ιωάννη Χρυσόστομο κ.ά., συνεισέφερε πολλά
στήν διαμόρφωση τοΰ θεολογικού προσώπου τοΰ Δ' αί.
Στήν Κ α ι σ ά ρ ε ι α Παλαιστίνης καί τά Ί ε ρ
ο σ ό λ υ- μ α, μέ τούς Εύσέβιο Καισαρείας καί τόν Κύριλλο Ιεροσολύμων, θεμελιώθηκε
ή έκκλησιαστική χρονογραφία (ιστοριογραφία) καί διαμορφώθηκε ή δομή τής
κατηχήσεως.
Ή Καισάρεία τής
Καππαδοκίας, ώς κέντρο εύρύτερου χώρου, μέ τούς φωτεινούς άστέρες Μ. Βασίλειο,
Γρηγόριο Θεολόγο, Γρη- γόριο Νύσσης κ.ά., στερέωσε τό έργο τοΰ 'Αθανασίου καί
θεμελίωσε τήν δλη θεολογία τής 'Εκκλησίας, όλοκληρώνοντας τήν Τριαδολο- γία καί
τήν Πνευματολογία.
Ή Σαλαμίνα τής Κύπρου, μέ
τόν έπίσκοπό της 'Επιφάνιο, έδωσε τό εύρύτερο άντιρρητικό έργο τής άρχαίας
Εκκλησίας.
Ή "Ε δ ε σ σ α καί ή Ν ί σ ι β η στήν
Μεσοποταμία, μέ τόν Άφραάτη, τόν Έφραίμ καί τόν Κυριλλωνά, δημιούργησαν βάση
στέ- ρεη γιά τήν όρθόδοξη συρόφωνη έκκλησιαστική γραμματεία καί μάλιστα
φιλοτέχνησαν, κυρίως μέ τόν Έφραίμ, τό έξοχότερο έως τότε ποιητικό έργο τής
Εκκλησίας.
Ή Δύση, Ασθμαίνουσα
παρακολουθεί τίς φοβερές κρίσεις τής 'Ανατολής καί όσο μπορεί, μέ ρυθμό άργό,
Αποδέχεται τήν θεολογία της. Δημιουργούνται όμως κι έκεΐ οί πρώτες έστίες,
όπου μέ τά φώτα τής 'Ανατολής γεννιέται σιγά σιγά σοβαρό θεολογικό έργο, ό
χαρακτήρας τού όποιου έπηρεάζεται άμεσα καί άπό τό γεγονός ότι σταδιακά γλώσσα
τής ρωμαϊκής 'Εκκλησίας γίνεται άποκλειστικά ή λατινική. Καί μολονότι ό Ρώμης
Λιβέριος (352-366) γράφει έλληνι- στί στούς άνατολικούς, ή λατινική γλώσσα
κυριαρχεί στήν θεολογία, τήν ποίηση, τήν υμνολογία καί στά λειτουργικά τυπικά
(στήν έποχή τοΰ Δαμάσου ή λειτουργική γλώσσα ήταν, φαίνεται, μόνο λατινική).
Τό ένθαρρυντικό αύτό φαινόμενο δημιουργεί καί τίς πρώτες άντιθέσεις 'Ανατολής
καί Δύσεως, πού όφείλονταν στήν διαφορετική όρολογία τους.
Ήβορειοαφρικανική 'Εκκλησία
διατηρεί άκόμα έναντι τής ευρωπαϊκής δυτικής Εκκλησίας τά πρωτεία μέχρι τήν
έμφάνι- ση τοΰ Ίλαρίου. Τέκνα της είναι οί Arnobius de Sicca, Λακτάντιος,
Τυκόνιος καί Όπτάτος Μιλέβης.
Τό Μιλάνο άναδείχτηκε άπό
τόν έπίσκοπό του 'Αμβρόσιο τό σπουδαιότερο θεολογικό κέντρο τής 'Ιταλίας καί
τής Δύσεως ολόκληρης.
Ή Ρώμη άρχίζεί νά
προσφέρει στήν έκκλησ. γραμματεία μόλις άπό τόν Δάμασο, άφοΰ ό Marius Victorinus, πού έδρασε λίγα χρόνια έκεΐ, ήταν
βορειοαφρικανός. Σέ μικρότερα κέντρα άναδείχτηκαν γιά λίγο οί πόλεις τής
'Ιταλίας V e r c e 1 1 i καί Β ε ρ ό ν α, μέ τούς
Εύσέβιο καί Ζήνωνα άντίστοιχα.
Στήν Γαλλία κέντρο έγινε
κυρίως ή Poitiers, μέ τόν Ίλάριο ( + 367), πού ήταν καί ό σημαντικότερος θεολόγος
τής Δύσεως μέχρι τόν 'Αμβρόσιο.
Στήν Ισπανία καί τήν Πορτογαλία ή Λισσαβώνα
μέ τόν Ποτάμιο, ή Βαρκελώνη μέ τόν Πακιανό καί ή Έ λ β ί
ρ α μέ τόν Γρηγόριο κίνησαν τό ένδιαφέρον τών δυτικών γιά τά καθαυτό θεολογικά
προβλήματα.
θ. Oi συγγραφείς κατά γεωγραφικές περιοχές
Γιά νά έχει ό άναγνώστης είκόνα τής όλης κινήσεως τού θεολογικού
δυναμικού τής Εκκλησίας κατά τόν Δ' αι., παραθέτουμε πίνακες συγγραφέων κατά
περιοχές γεωγραφικές. 'Η κατάταξη συγγραφέων στήν μία ή τήν άλλη περιοχή συχνά
είναι συμβατική, διότι μερικοί άπό αύτούς άλλου γεννήθηκαν ή διαμορφώθηκαν θεολογικά
καί άλλού έδρασαν.
Αλεξάνδρεια, Αίγυπτος
Ησύχιος
Άλεξανδρέας (περί τό 300) Φιλέας Θμούεως ( + 307) Πιέριος Άλεξανδρέας (περί τό
309) Πέτρο; Α 'Αλεξανδρείας (300-311) Αλέξανδρος 'Αλεξανδρείας (313-328) Άρειος
(+ 335) Παχώμιος ( + 346) 'Αντώνιος ό Μέγας ( + 356) Σεραπίων Θμούεως (+ μετά
362) Θεόδωρος Ταβεννησκύτης ( + 368) Καρούρ μοναχός
'Αθανάσιος
"Αλεξανδρείας ( + 373) Λούκιος (378)
Πέτρος
Β' Αλεξανδρείας ( + 381) "Αμμων Άντινόης (+ μετά τό 380) Τιμόθεος
Αλεξανδρείας ( + 385) Ώρσίσιος ( + 386) Μακάριος ό Αιγύπτιος ( + 390) Μακάριος
ό Άλεξανδρέας ( + 394) Δίδυμος ό Τυφλός ( + 398)
Εύάγριος Ποντικός ( + 399)
Μικρασία-Πόντος-Θράκη-Κωνσταντινούπολη
Μεθόδιος
Όλύμπου ( + 311/312) Άστέριος ό Σοφιστής ( + 341/342) Εύσέβιος Νικομήδειας ( +
342) Θέογνις Νικαίας (+ 342) Θεόδωρος Ήρακλείας(Θράκης)( + 355) Βασίλειος
Αγκύρας ( + 364) Μάρκελλος Άγκυρας ( + 374) Βασίλειος Καισαρείας ( + 379)
Γρηγόριος Θεολόγος ( + 390) Γρηγόριος Νύσσης ( + 394) Εύνόμιος Κυζίκου (+
392/400) Άμφιλόχιος 'Ικονίου ( + 394/400)
Αντιόχεια, Συρία - Παλαιστίνη Μικρή Αρμενία
Πάμφιλος
( + 309) Λουκιανός ( + 312)
Αθανάσιος
Άναζαρβοϋ (περίπου 320/330)
Παυλΐνος
Τύρου ( + 331)
Εύστάθιος
'Αντιοχείας ( + 331/7)
Εύσέβιος
Καισαρείας Παλαιστίνης( - 339)
Ήγεμόνιος
(325/348)
Εύσέβιος
Έμέσης (+ περίπου 359)
Γεώργιος
Λαοδικείας ( + 361)
Τίτος
Βόστρων (+ μετά 364)
Άκάκιος
Καισαρείας Παλαιστίνης ( + 365/6)
'Αέτιος
ό Σοφιστής ( + 366)
Εύδόξιος
Κωνσταντινουπόλεως (+ 370)
Εύγένιος
Διάκονος
Εύστάθιος
Σεβαστείας ( + 378/9)
«Μακαριανικά
έργα» (περί τό 380)
Ιουλιανός
ό Νεοαρειανός
Μελέτιος
'Αντιοχείας ( + 381)
Κύριλλος
'Ιεροσολύμων ( + 387)
Άπολινάριος
Λαοδικείας (+ 390)
Άπολιναριστές:
Τιμόθεος-Βιτάλιος-Ίόβιος-Πολέμων-Εύνόμιος-Ίουλιανός
Διόδωρος
Ταρσού (+ 392)
Εύάγριος
(Αντιοχείας) (+ 395)
Γελάσιος
Καισαρείας Παλαιστίνης ( + 396/400)
Μαρκιανός
μοναχός (τέλος Δ' αι.)
Νεμέσιος
Έμέσης ( + 400 περίπου)
Σωφρόνιος
(+ τέλος Δ' αί.)
Φαϋστος
ό Βυζάντιος (τέλος Δ' αϊ.)
Έπιφάνιος Σαλαμίνας Κύπρου
( + 402)
Μεσοποταμία (συρόφωνοι)
Άφραάτης (+ λίγο μετά τό
345) Aithallah (345/6) Έφραίμ ό Σύρος (
+ 373) Κυριλλωνάς (+ 396/400)
Βόρεια 'Αφρική
Άρνόβιος
de Sicca ( + 320;) Λακτάντιος ( +
325) Δονάτος ( + 355) Τυκόνιος (+ λίγο μετά τό 392) Όπτάτος Μιλέβης ( +
392/400)
Ίταλία-Νήσοι
Firmicus Maternus (περίπου 350) 'Ιούλιος
Ρώμης (337-352) Proba (περίπου
360) Marius Victorinus (+ λίγο μετά τό 363)
Λιβέριος Ρώμης (352-366) Εύσέβιος Vercelli (+ 370) Lucifer Cagliari ( + 370/1) Ζήνων Βερόνας
(+ 372 περίπου) Φαυστΐνος Λουκιφεριανός (380/5) Δάμασος Ρώμης (366-384)
Φιλάστριος Βρεσκίας ( + 390/1) Αμβρόσιος Μιλάνου (+ 397) Ιιρίκιος Ρώμης
(384-399) Endelechius (+
μέχρι 400)
Γαλλία
Reticius (316/324) Ίλάριος Poitiers ( + 367) Egeria (Αίθερία) (384) Phoebadius Agen (+ λίγο μετά τό 392)
Αύσόνιος ( + 394;)
Ίλλυρία-Παννονία-Δακία
Βικτωρΐνος
Πεταβίου ( + 304)
Γερμίνιος
Σιρμίου
Ούρσάκιος
Singidunum
Ούάλης
Μουρσών
Ulfila Γότθων (+ 384)
Αύξέντιος
Δοροστόλου (+ μετά τό 384)
Παλλάδιος Ratiaria (+ μετά τό 381)
Ίσπανία-Πορτογαλία
"Οσιος Κορδούης ( +
357/8) Ποτάμιος Λισαβώνας (+ 360 περίπου) Πρισκιλλιανός ( + 385) Πακιανός
Βαρκελώνας (+ 380/392) Γρηγόριος 'Ελβίρας (τέλος Δ' αϊ.)
ι. Είδη τής εκκλησιαστικής γραμματείας
Στήν διάρκεια τού Δ' αι. καλλιεργήθηκαν (κι ένίοτε θεμελιώθη
καν) τά κυριότερα είδη τής έκκλησιαστικής γραμματείας. Χαρακτηριστικά παραθέτουμε τά άντιπροσωπευτικότερα είδη καί
τους εκπροσώπους τους:
Κ ρ ι τ ι κ ά - Β ι β λ ι κ ά. Οί προσπάθειες τοϋ
Ώριγένη στόν Γ' αί. γιά τήν φιλολογική κριτική καί τήν έκδοση τοΰ κειμένου τής ΠΑ βρήκε ικανούς μιμητές, γιά όλη τήν Γραφή τώρα, στόν Δ' αί.
Στίς άρχές τοΰ αι., λοιπόν, έργάστηκαν γιά τήν κριτική έκδοση τής Γραφής ό
άλεξανδρινός 'Ησύχιος (300 περίπου), ό Πάμφιλος (+ 309) στήν Καισάρεια τής
Παλαιστίνης καί ό Λουκιανός ( + 312) στήν 'Αντιόχεια. 'Αργότερα
βιβλικοί-κριτικοί ερευνητές άναδείχτηκαν ό Εύσέβιος Καισαρείας ( + 339), ό
Διόδωρος Ταρσού ( + 392), ό πρώτος καινοδιαθηκολόγος Εύθάλιος (β' ήμισυ Δ' αί.)
καί άλλοι πολλοί, μεταξύ τών όποιων οί μεγάλοι έρμηνευτές-ύπομνηματιστές τής
Γραφής, πού στά έρμηνευτικά τους έργα περιλαμβάνουν πλήθος φιλολογικών
κριτικών παρατηρήσεων γιά τό κείμενο.
Πολεμική-άντιρρητική-άντιαιρετική θεολογία. Τό σημαντικότερο μέρος τής πατερικής θεολογίας συνδέεται
μέ τήν πολεμική
κατά τών κακοδοξιών. Στό έργο αύτό υποχρεώθηκαν οί θεολόγοι Πατέρες,
προκειμένου νά προφυλάξουν τούς πιστούς άπό τίς έκάστοτε έμφανιζόμενες
κακοδοξίες, οί όποιες έθεταν σέ κίνδυνο τήν όρθή πίστη καί άρα τήν σωτηρία τών
πιστών. Ή πολεμικότητα καί ή άντιρρητικότητα τών συγγραφών έχουν στό βάθος
χαρακτήρα θετικό, διότι ή άναίρεση μιας κακοδοξίας γίνεται μόνο στόν βαθμό πού
καταδεικνύεται-φανερώνεται ή άλήθεια. Ή εύρεση καί παρουσίαση τής άλήθειας
άποτελεΐ τόν μόνο πειστικό τρόπο άναιρέσεως τής κακοδοξίας. Ή πλειονότητα τών
έκκλησιαστικών συγγραφέων έγραψαν γενικώς κατά τών αιρέσεων, άλλά εκείνοι πού πέτυχαν
άποτελεσματικά καί πρώτοι άναίρεση τών αιρέσεων ύπήρ- ξαν οί μεγάλοι Πατέρες
καί Διδάσκαλοι, όπως ό Μ. 'Αθανάσιος καί οί Καππαδόκες. Μετά τούς μεγάλους
αυτούς θεολόγους Πατέρες ά- κολουθοΰσε πλήθος έλασσόνων έκκλησιαστικών
συγγραφέων, οί όποιοι φρόντιζαν νά έκλαϊκεύουν, νά διαδίδουν καί κάποτε νά
κωδικοποιούν (όπως π.χ. ό Έπιφάνιος Σαλαμίνας) όσα σπουδαία έγραψαν οί
μεγάλοι Πατέρες μόλις εμφανίστηκαν οί κακοδοξίες.
Ό μ ι λ η τ ι κ ά. Διασώθηκε μέγας άριθμός 'Ομιλιών, κειμένων
δηλαδή πού έκφωνήθηκαν ώς κηρύγματα ή πού γράφηκαν ώς κηρύγματα. Γενικά ό
σκοπός τους ήταν πρακτικός καί οίκοδομητικός, άλλά τό περιεχόμενο τους είναι
έξαιρετικά ποικίλο: δογματικοθεο- λογικό, άντιρρητικό, κατηχητικό,
έγκωμιαστικό, προτρεπτικό, έξη- γητικό, νηπτικό. 'Ομιλίες έγραψαν οί
περισσότεροι τών έκκλησ. συγγραφέων. "Ολα π.χ. τά μή ποιητικά κι
έπιστολικά κείμενα τοΰ Γρηγορίου Θεολόγου είναι Όμιλίες-Αόγοι.
'Ε ξ η γ η τ ι κ ά. Ό καθοριστικός γιά τήν 'Εκκλησία χαρακτήρας
τής Γραφής καί ή άνάγκη τής κατανοήσεώς της έγιναν άφορμή νά συνταχτοΰν πολλά
έργα έξηγητικά μέ τήν μορφή όμιλιών, διατριβών, σχολίων καί όργανωμένων
ύπομνημάτων σ' ένα ή περισσότερα κείμενα τής Π καί τής ΚΔ. Τέτοια έργα συνέταξαν π.χ. ό Μ. 'Αθανάσιος, ό Ίλάριος Poitiers, ό Μ. Βασίλειος, ό Ιουλιανός, ό Γρηγόριος
Νύσσης, ό 'Αμβρόσιος Μιλάνου, ό Δίδυμος Τυφλός καί άλλοι πολλοί. "Ολοι
μάλιστα οί έρμηνευτές τοΰ Δ' αί. έπωφελήθηκαν σέ μεγάλο ή μικρό βαθμό άπό τό
πλουσιότατο καί πρωτοποριακό έρμηνευτικό έργο τοΰ Ώριγένη ( + 253/4), ένώ
έκλεκτικά έφάρμοζαν καί τις γενικώς κρατούσες έρμηνευτικές καί φιλοσοφικές
μεθόδους. Γιά τό είδος τής έρμηνευτικής (άλληγορικής, ίστορικογραμματικής
κ.λπ.) άναφέραμε ήδη σέ προηγούμενη παράγραφο.
Ά σ κ η τ ι κ ά-ν η π τ ι κ ά. Στόν Δ' αί.
θεμελιώθηκε ή άσκητι- κονηπτική θεολογία καί γραμματεία σέ δλες τίς μορφές της.
Πρόκειται γιά κείμενα πού καθοδηγούν στόν πνευματικό γενικά καί τόν ασκητικό
ειδικά άγώνα τών πιστών καί τών μοναχών, ή γιά κείμενα πού περιγράφουν τήν ζωή
τών μοναχών. Στό πλαίσιο τών κειμένων αυτών, όταν οί συντάκτες είναι
χαρισματοΰχοι καί θεολόγοι, διηγούνται ή άναλύουν θεολογικά τίς θεοπτικές
έμπειρίες έξαιρετικά ένάρε- των ανδρών τής Εκκλησίας καί δή τών άσκητών. Οί
σημαντικότεροι συντάκτες τέτοιων κειμένων είναι οί: Παχώμιος (+ 346), Μ. 'Αντώνιος
( + 356), Θεόδωρος Ταβεννησιώτης ( + 368), Μ. 'Αθανάσιος (+ 373), Έφραίμ ό
Σύρος (+ 373), Μάρκελλος 'Αγκύρας (+ 374;), Μ. Βασίλειος (+ 379), συντάκτης τών
«Μακαριανικών» έργων (περίπου 380), Γρηγόριος Νύσσης ( + 394) καί Εύάγριος (+
399).
Κεφάλαια-άποφθέγματα. Τά κεφάλαια είναι γραμματειακό είδος, πού έγκαινιάστηκε τόν Δ'
αί. μέ τόν Εύάγριο Ποντικό (+ 399), άλλά πού δέν ήταν άγνωστο στόν ιουδαϊκό
χώρο. Εκτίθενται οί σκέψεις κεφαλαιωδώς, δηλαδή συνοπτικά-έπιγραμματικά, μέ
κείμενο λίγων άράδων. Συρραπτόμενα τά κεφάλαια άποτελοΰν ένό- τητες 50,100,150,
κ.λπ. κεφαλαίων. Τά άποφθέγματα, πού έγκαινιά- στηκαν επίσης στις αιγυπτιακές
έρήμους, είναι λόγοι όσιων άσκητών ή διηγήσεις περί αύτών. 'Εκδόθηκαν σέ
όργανωμένες ένότητες τόν Ε' αιώνα.
'Επιστολικά. 'Ακολουθώντας
τό παράδειγμα τοΰ έθνικοΰ περιβάλλοντος τους, οί έκκλησ. συγγραφείς
χρησιμοποίησαν ευρύτατα τήν έ π ι σ τ ο λ ή, όχι μόνο γιά τίς διαπροσωπικές
σχέσεις, άλλά καί ώς μέσο άναπτύξεως τής θεολογίας τους. "Εχουμε πλήθος
βραχέων ή μακρών έπιστολιμαίων διατριβών, άλλά καί έγκυκλίων συνοδικών
γραμμάτων. Σπουδαία έπιστολικά κείμενα έγραψαν όλοι σχεδόν οί έκκλησ.
συγγραφείς.
Ποιητικά. Ή ποίηση στόν Δ' αιώνα καλλιεργήθηκε
άπό συγγραφείς μέ άξιόλογο ποιητικό τάλαντο. Στήν έλληνική 'Ανατολή ποιητές
έπώνυμοι έμφανίστηκαν οί Μεθόδιος 'Ολύμπου ( + 311/12), Άρειος (+336),
Άπολινάριος ( + 390/1) καί Άμφιλόχιος 'Ικονίου ( + 394/400), καί μάλιστα ό
Γρηγόριος Θεολόγος ( + 390), πού είναι καί ό σπουδαιότερος. "Εγραψαν
κυρίως βάσει τών άρχαίων προσω- διακών μέτρων. Παράλληλα γραφόταν μεγάλος
άριθμός όμιλιών, πού περιείχαν λίγα ή πολλά ρυθμικά
τμήματα, τών όποιων ό ρυθμός στηριζόταν δχι στήν ήδη λησμονημένη προσωδία, άλλά
σέ νέα στοιχεία, δπως ό τόνος, τό όμοιοτέλευτο κ.λπ. Δυστυχώς άπό τήν έποχή αύτή
διασώθηκαν έλάχιστα δείγματα έκκλησιαστικών ύμνων, οί όποιοι δμως έκτιμώνται ώς
πρόδρομοι τοΰ Κοντακίου. Στόν συρόφωνο χώρο τήν ποίηση
άνύψωσε σέ περιωπή ό πράγματι ταλαντούχος Έφραίμ ό Σύρος ( + 373), ό
μεγαλύτερος ποιητής τής Εκκλησίας μέχρι τόν Μελωδό Ρωμανό (ΣΤ' αι.), καί άλλοι
έλάσσονες, δπως ό Κυριλλω- νάς ( + 396/400). Στήν Δύση έχουμε πολύ μεγαλύτερο
άριθμό όργα- νωμένων ποιητικών συνθέσεων, πού άρχισαν νά έμφανίζονται άπό τίς
άρχές τού αιώνα. Οί μέτριοι ποιητές τους μιμήθηκαν μετρικά τούς κλασικούς
λατίνους ποιητές, άλλά χρησιμοποίησαν μ' έπιτυχία καί λαϊκά γλωσσικά στοιχεία.
'Εκτός άπό τούς Juvencus, Reticius (;), Αύ- σόνιο κι
Έντελέχιο, έχουμε στό πρόσωπο τής ρωμαίας Proba τήν πρώτη χριστιανή ποιήτρια, ένώ
στό πρόσωπο τοΰ Δαμάσου Ρώμης τόν πρώτο άξιόλογο έπιγραμματοποιό. Μέ τούς
Ίλάριο ( + 367) καί Αμβρόσιο ( + 397) αρχίζει ή επώνυμη λατινική χριστιανική
ποίηση.
Λειτουργικά. Καί τά
θεμελιώδη λειτουργικά κείμενα τής Εκκλησίας διαμορφώθηκαν κατά μέγα μέρος τόν
Δ' αί. Στά μέσα τοΰ αιώνα τοποθετείται ή Λειτουργία τοΰ
Μάρκου καί λίγο άργότε- ρα τό Εύχολόγιο τοϋ Σεραπίωνα.
Άπό τήν έβδομη δεκαετία καί μετά τοποθετούνται καί οί
Λειτουργίες τοΰ Βασιλείου, τών Διαταγών τών 'Αποστόλων
καί τοΰ Χρυσοστόμου. Βέβαια, τά καθαυτό λειτουργικά κείμενα δέν έχουν
έπώνυμους συντάκτες, είναι άποτέλεσμα διεργασίας μακράς, πού άρχισε ήδη άπό
τόν Α' αϊ. Τά ονόματα πού συνδέονται μέ αύτά έχουν άπλώς κάποια συμβολή στήν
διαμόρφω- σή τους, ή όποία μάλιστα συμβολή είναι συνήθως δυσκαθόριστη.
Κανονιστικά-Συμβολικά. Οί
Σύνοδοι, γιά τίς όποιες μιλήσαμε, διατύπωσαν χάριν τής εκκλησιαστικής εύταξίας κανόνες, άλλά καί Σύμβολα πίστεως ή
βαπτιστήρια, δηλαδή κείμενα τά όποια συνοπτικά κι έπιγραμματικά περιλάμβαναν τά
θεμελιώδη καί τά τελείως άπαραίτητα στοιχεία τής πίστεως. Καί τά Σύμβολα πίστεως γνώρισαν μακρά πορεία άναπτύξεως.
"Αρχισαν ήδη άπό τούς και- νοδιαθηκικούς χρόνους καί τά ίδια πάντοτε
αυξάνονταν, άνάλογα μέ τίς προκλήσεις τών κακοδόξων, μέχρι πού
οριστικοποιήθηκαν στίς Οικουμενικές Συνόδους Νικαίας (325) καί Κωνσταντινουπόλεως
(381). Άπό τό 341 μέχρι τό 360 φιλοαρειανικές σύνοδοι διατύπωσαν πολλά σύμβολα, μέ σκοπό τόν παραμερισμό ή τήν φαλκίδευση τοΰ Συμβόλου Νικαίας. Παράλληλα κυκλοφορούσαν καί ψευδεπίγραφα
κείμενα μέ κανονιστικό περιεχόμενο, πού προσγράφονταν στούς Αποστόλους, τόν
Κλήμη Ρώμης καί τόν 'Ιππόλυτο: «Διατα- γαί Αποστόλων»
(περίπου 380), «'Αποστολικοί Κανόνες» (περί τό 380), «Διατάξεις Ιππολύτου» (άρχές Δ' αί.) καί «Αί
διαταγαί διά Κλήμεντος και Κανόνες έκκλησιαστικοί τών
άγ. Άποστόλων» (ό.ρ- χές Δ' αι.). Τά κείμενα αύτά έλαβαν στόν Δ' αί. τήν
τελική τους μορφή, άλλά είναι βαθμιαίες συναγωγές κανονιστικού ύλικοΰ, πού
άρχισαν πολύ ένωρίτερα.
Αγιολογικά. Αγιολογικά
κείμενα είναι τά γνωστά καί στούς προηγούμενους αιώνες Μαρτύρια
(Passiones) ή Πράξεις
μαρτύρων (Acta ή Gesta), δηλαδή περιγραφές τοΰ γεγονότος
τοΰ μαρτυρίου ή άπόδοση τών πρακτικών τής δίκης τοΰ μάρτυρα τής πίστεως. Στόν
Δ' αι. έγκαινιάστηκαν δύο άκόμα είδη Αγιολογικών κειμένων: τά Συναξάρια,
πού συνιστούσαν περιληπτική παράθεση πολλών Μαρτυρίων,
καί οί Βίοι άγίων, πού συνιστούσαν εκτενή περιγραφή τοΰ
όσιακοΰ βίου ένός άγίου. Συναξάρια είναι τό Martyrologium «Sy- riacum», οί «Πράξεις έδεσσηνών μαρτύρων» καί ή Depositio Mar-
tyrum γιά τήν ρωμαϊκή Εκκλησία. Στούς
λίγους Βίους τοΰ Δ' αί. πρωτεύουσα θέση κατέχει ό Βίος τού άγίου Αντωνίου, γραμμένος άπό τόν Μ. Αθανάσιο. Τό
κείμενο αύτό θεμελίωσε κυριολεκτικά τό είδος αύτό τών αγιολογικών κειμένων, τών
όποιων έγινε πρότυπο.
Χρονογραφικά. Τά καθαυτό
χρονογραφικά έργα δέν είναι πολλά ούτε γιά τήν Ανατολική Εκκλησία (Εύσεβίου
Καισαρείας, Γελασίου Καισαρείας, Φαύστου τοΰ Βυζαντίου γιά τούς Αρμενίους, ή
άνώνυμη Historia acephala
γιά τόν Μ. Αθανάσιο, σχετικό ύλικό στά έξιστορικά έργα τοΰ Αθανασίου)
οΰτε γιά τήν Δυτική (Συλλογή στό έργο τοΰ Όπτάτου
Μιλέβης γιά τούς Δονατιστές, Chronogra- phus τού
354, σχετικό ύλικό στά έργα τοΰ Ίλαρίου, De cursu tempo- rorum, 397).
Ειδικά όμως τά έργα τοΰ Εύσεβίου Καισαρείας ( + 339) καί μάλιστα ή 'Εκκλησιαστική ίστορία του είναι τεράστιας άξιας γιά τά
στοιχεία πού σ' αύτά καταγράφηκαν, διότι άπέβησαν πηγή έμ- πνεύσεως τών
μεταγενέστερων χρονικογράφων-ίστορικών.
Ό δ ο ι π ο ρ ι κ ά. Εγκαινιάστηκαν στόν Δ'
αίώνα καί τά προσφιλή στόν Μεσαίωνα όδοιπορικά, δηλαδή
περιγραφές προσκυνημα- τικών ταξιδιών στούς άγιους τόπους, τά 'Ιεροσόλυμα
ειδικά καί όλους γενικά τούς τόπους, δπου διαδραματίστηκαν καινοδιαθηκικά
γεγονότα. Οί περιγραφές έκτείνονται συχνά καί σέ πόλεις ή τόπους, άπό τούς
όποιους διέρχεται ό προσκυνητής άφηγητής. Τά καθαυτό γνωστά όδοιπορικά τού Δ'
αί. είναι μόνο δύο καί γράφηκαν στήν λατινική: Itinerarium Burdigalense (ανωνύμου)
καί Peregrinatio adloca sancta τής Egeria (Αϊθερίας).
'Ανώνυμα. Διασώθηκε
μικρός άριθμός κειμένων, τών όποιων άγνοούμε τούς συγγραφείς. Ή ευθύνη τής
άνωνυμίας τους όφεΐλεται ή στούς Ιδιους τούς συγγραφείς πού τήν επιδίωξαν ή σέ
λάθος τού άρχικού Αντιγραφέα, πού κατέγραψε τό κείμενο στόν κώδικα χωρίς ν'
Αναφέρει καί τόν συντάκτη του. Τά έλληνιστί παραδιδόμενα Ανώνυμα έργα δέν
είναι κατά κανόνα μεγάλης άξιας. Μερικά όμως Ανώνυμα στήν λατινική, όπως π.χ.
τά έρμηνευτικά «Ambrosiaster», Tractatus in Lucae
Evangelium καί Opus imperfection in Matthaeum, κατέχουν
έξαιρετική θέση στήν λατινική χριστιανική γραμματεία.
'Απόκρυφα. Δέν έλειψαν
άπό τόν Δ' αί. καί λίγοι άφελεΐς καί περιθωριακοί συγγραφείς, πού συνέτασσαν,
κατά τό παράδειγμα παλαιότερων άποκρύφων, διάφορα άποκαλυπτικοϊστορικά κείμενα,
δήθεν σχετικά μέ καινοδιαθηκικά πρόσωπα ή γεγονότα. Τά κυκλοφορούσαν συνήθως μέ
τό όνομα κάποιου καινοδιαθηκικοΰ προσώπου ή καί άνώνυμα: Άποκάλυψις Παύλου, Ιστορία Ιωσήφ, Ά- βγάρου καί Ίησοΰ άλληλογραφία
καί άλλα.
Συνεχίζεται
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.