ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ
Μετάφραση από τα πρωτότυπα κείμενα
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Παλαιά
Διαθήκη καί ή Καινή Διαθήκη είναι τα δύο ιερά βιβλία, τα όποια αποτελούν την Αγίαν
Γραφήν. Αύτή πάλι μαζί μέ την Ίεράν Παράδοσιν αποτελούν την Άποκάλυψιν, ή οποία
είναι ή πηγή τής χριστιανικής θρησκείας. Διότι ή θρησκεία ή χριστιανική είναι
θρησκεία άποκεκαλυμμένη, δηλ. φανερωμένη εις τούς ανθρώπους υπό τού Θεού διά
τού στόματος τών Πατριάρχων, των Προφητών καί κατ’ εξοχήν διά τού Κυρίου ημών
Ιησού Χριστού.
Ή Παλαιά Διαθήκη είναι:
α')
Ή άποκάλυψις τής θρησκείας τού αληθινού Θεού διά τών Πατριαρχών, τού Μωυσέιος
καί τών Προφητών. Καί κυρίως ή ΰπόσχεσις τής έλεύσεως τού Σωτήρος Χριστού εις
τον κόσμον καί β') Τό βιβλίον, τό οποίον περιέχει την άποκάλυψιν αύτήν καί τό
όποιον έδόθη εις τον Ίσραηλιτικόν λαόν. Αύτός διεφύλαξε τό βιβλίον αυτό σάν τά
μάτια του, διότι μέσα εις αύτό, μαζί μέ την ιστορίαν του. Καταγράφεται ή
ιστορία τής θρησκείας του.
Δι’
ημάς τούς χριστιανούς ή Παλαιά Διαθήκη είναι τό βιβλίον, τό όποιον μάς
φανερώνει -άποκαλύπτει- τάς βουλάς τού Θεού άπό τής δημιουργίας τού κόσμου
μέχρι τής έλεύσειος τού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Περιλαμβάνει δέ τήν Διαθήκην
τού Θεού, ήτοι την συμφωνίαν. Αύτοΰ μέ τον Ίσραηλιτικόν λαόν κατά τούς χρόνους
τούς παλαιούς, δηλαδή τούς προ Χριστού.
Τήν
νέαν Διαθήκην τού Θεού, πού έγινε μεταξύ τού Θεού καί όλιον τών άνθρώπων, τήν
έκαμεν όταν ήλθεν εις τον κόσμον ο Χριστός. Αύτή καταγράφεται εις το δεύτερον
βιβλίον τής Αγίας Γραφής που
λέγεται
δια τούτο Καινή, δηλ. νέα, Διαθήκη και ή όποια περιλαμβάνει τήν ζωήν, τήν
διδασκαλίαν, τα θαύματα καί τό δλον έργον τού Κυρίου ήμών Ιησού Χριστού.
2. Ή Παλαιά Διαθήκη είναι τό μόνον
θρησκευτικόν βιβλίον των Έβραίιων
καί ή πηγή τής θρησκείας των. Άπό αυτούς παρελάβομεν αύτήν καί ήμεΐς οί
χριστιανοί, διότι τό ιερόν τούτο βιβλίον περιέχει τάς αποκαλύψεις καί τό θέλημα
τού αληθινού Θεού. Άποτελεΐται άπό 49 βιβλία τα όποια έγραψεν ό Μωυσής, ό
Ιησούς τού Ναυή, ό Δαβίδ, οί Προφήται καί άλλοι ιεροί συγγραφείς, φωτιζόμενοι
άπό το Άγιον Πνεύμα. Τα έγραψαν δέ, όλα σχεδόν τήν Εβραϊκήν γλώσσαν.
Κατόπιν
όμως τα μετάφρασαν εϊς τήν Ελληνικήν γλώσσαν κατά τον Γ καί Β' αιώνα προ
Χριστού εϊς τήν Αλεξάνδρειαν διάφοροι ελληνομαθείς Ιουδαίοι. Ή έλληνική
μετάφρασις τής Παλαιάς Διαθήκης ονομάζεται μετάφρασις των έβδομήκοντα (θ'),
διότι έγινε κατά τήν παράδοσιν άπό έβδομήκοντα, ή έβδομήκοντα δύο (OB') διά τήν
άκρίβειαν έρμηνευτάς.
3. Την ίεράν ιστορίαν τής Παλαιάς Διαθήκης
είναι άπαραίτητον νά γνωρίζωμεν ήμεΐς οί χριστιανοί, διότι είναι ή ιστορία τής
θρησκείας τού άληθινού Θεού τών Εβραίων, τον λατρεύομεν καί ήμεΐς καί διότι ή
χριστιανική θρησκεία, τήν οποίαν ίδρυσε οΊησούς Χριστός έχει ώς άρχήν τήν
θρησκείαν τών Εβραίων.
Η
Ιερά Ιστορία τής Παλαιάς Διαθήκης προετοιμάζει τον χριστιανόν νά έννοήση τήν
ουσίαν καί το περιεχόμενον τής Καινής Διαθήκης ή τής θρησκείας τού Χριστού. Διά
τούτο όποιος θέλει νά κατανοήση πληρέστερον καί εύκολώτερον τήν θρησκείαν τού
Σωτήρος μας Χριστού καί τήν Καινήν Διαθήκην Αυτού πρέπει νά γνωρίση
προηγουμένως τήν Παλαιάν Διαθήκην τού Θεού.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
1 ΣΥΝΤΟΜΟΣ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΕΞΕΤΑΣΙΣ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΗΣ
Η ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΗ ΓΕΩΦΥΣΙΚΩΣ
Η Χώρα
εις την οποίαν έζησε καί έδρασεν ό Ίσραηλιτικός
λαός είναι κυρίως ή Παλαιστίνη. Τότε έλέγετο Χαναάν. Οί Εβραίοι την ώνόμαζαν
γην αγίαν καί γην της έπαγγελίας, δηλ. της ύποσχέσεως, διότι ό Θεός την
ύπεσχέθη εις τους Πατριάρχας καί τον Μωυση.
Ή
Παλαιστίνη είναι μικρά παραθαλάσσιος χώρα, ή οποία κεΐται εις τα νότια της Μ.
Ασίας, μεταξύ της Συρίας καί της Αραβίας. Άποτελείται άπό τρία μέρη, τήν
παραλίαν της Μεσογείου θαλάσσης, τό όροπέδιον της Χαναάν είς το μέσον καί την
κοιλάδα του Ίορδάνου ποταμού προς άνατολάς.
Ή
κοιλάς αυτή είναι πολύ χαμηλοτέρα άπό τήν επιφάνειαν της θαλάσσης. Είναι στενή
καί μακρά καί ομοιάζει μέ ευρό βάραθρον.
2. Ή Παλαιστίνη προς βορράν συνορεύει μέ
τήν Συρίαν, προς νότον μέ τήν έρημον τής Αραβίας, προς άνατολάς μέ τήν Χαλδαίαν
καί προς δυσμάς μέ τήν Μεσόγειον θάλασσαν. Παλαιότερα κατά μήκος τής Μεσογείου
θαλάσσης ήσαν εγκατεστημένοι οί Φοίνικες προς βορράν καί οί Φιλισταΐοι προς
νότον.
Ή
χώρα αύτή είναι γενικώς ορεινή, έχει έκτασιν 30 χιλιάδων τετρ. χιλιομέτρων καί
διασχίζεται άπό δύο οροσειράς. Αί όροσειραί αυται προβάλλονται άπό δύο μεγάλα
καί ύψηλά όρη, τα όποια είναι είς τα σύνορα τής Παλαιστίνης καί τής Συρίας, τον
Λίβανον καί τον Άντιλίβανον
Ό
Λίβανος (δηλ. Λευκόν όρος) κεΐται προς τήν Μεσόγειον θάλασσαν καί είναι όρος
όνομαστόν διά τάς πολλάς καί ωραίας κέδρους του. Ό Άντιλίβανος είναι όρος
χαμηλότερον καί σκεπασμένον μέ
δάση. Συνέχεια του ορούς τούτου μέσα εις την βόρειον Παλαιστίνην είναι τό Έρμων
ή Άερμών, όρος δασώδες. Καί νοτιώτερον τό Θαδώρ, όρος χαμηλόν μέ σχήμα κώνου.
Νοτιώτερον
του Λιβάνου υψώνεται ό Κάρμηλος, όρος κατάφυτον καί γεμάτον πηγάς. Παραφυάδες
του είναι τό όρος Γαριζ'ιν καί τα υψώματα τής Ιερουσαλήμ.
Κοντά
είς τήν Ιερουσαλήμ υψώνεται τό χαμηλόν καί κατάφυτον από ελαίας όρος τώνΈλαιών,
μέ τους τρεις λόφους τής Ιερουσαλήμ, Σιών, Μορία καί Γολγοθά.
Μικράς
πεδιάδας ή Χαναάν έχει τήν εύφορωτάτην πεδιάδα του Σάρωνος καί βορειότερου τήν
πεδιάδα τής Άκκώ καί Ίεσδραέλ. Περίφημος είναι άπό τήν ιστορίαν του ’Ιησού τού
Ναυή ή φάραγξ Λίλών.
3. Τά ΰδατα τής Παλαιστίνης είναι τά εξής:
Ή
μεγάλη λίμνη Άσφαλτΐτις, γεμάτη άσφαλτον καί λάβαν, λεγομένη καί Νεκρά θάλασσα,
διότι μέσα της καί γύρω της δέν ύπάρχει ζωή (ψάρια καί ζφα καί άνθρωποι). Έδώ
άλλοτε ήσαν δύο πόλεις, τά Σόδομα καί τά Γόμορρα.
Ή
λίμνη τής Γαλιλαίος, ή οποία λέγεται καί λίμνη τής Γενησαρέτ καί θάλασσα τής
Τιβεριάδος. Τάς δύο αύτάς λίμνας ενώνει ό ’Ιορδάνης ποταμός, ό όποιος πηγάζει
άπό τό Έρμών, διέρχεται διά τής λίμνης Γενησαρέτ καί χύνεται είς τήν Νεκράν
θάλασσαν.
Ή
Χαναάν έχει καί πολλούς χειμάρρους, όπως είναι ό χείμαρος Κισών, πηγάζων άπό τό
Θαβώρ, ό χείμαρρος Κανά, πού πηγάζει άπό τό Γαριζίν, ό χείμαρρος Σωρήκ, πού
πηγάζει άπό τά υψώματα τής Χεβρών. Αυτοί χύνονται είς τήν Μεσόγειον θάλασσαν. Ό
χείμαρρος των Κέδρων παρά τήν Ιερουσαλήμ. Αυτός χύνεται είς τον Ιορδάνην
ποταμόν.
4. Τό κλίμα τής Παλαιστίνης είναι θερμόν
μέν είς τά πεδινά, δροσερόν δέ είς τά ορεινά. Τό έδαφος της είναι, ιδίως είς τά
πεδινά, εύφορώτατον, άκόμη καί είς τήν πέραν τού Ιορδάνου χώραν, τήν Περαίαν.
Είς
όλην τήν Παλαιστίνην ευδοκιμεί ή άμπελος, οί δημητριακοί καρποί καί ή ελαία.
Ωραίοι καί πανύψηλοι φοίνικες καί διάφορα όπωροφόρα δένδρα βλαστάνουν είς τήν
εύλογημένην αυτήν χώραν, ή οποία πράγματι, όπως έλεγον οί Εβραίοι, ρέει μέλι
και γάλα.
Οί
εκτεταμένοι λειμώνες της ήμπορούν νά τρέφουν πολλά ποίμνια.
2.Η ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΗ ΠΟΛΙΤΙΚΩΣ
Πολλά
χρόνια προ Χριστού την Χαναάν κατοικούσαν πολλοί καί διάφοροι λαοί, όπως οί
Άμαληκΐται, οι Άμοραΐοι, οι Μαδιανΐται, οί Μωαβίται, οί Ίεβουσαΐοι καί άλλοι,
ονομαζόμενοι όλοι μαζί Χαναναίοι.
Εις
την χώραν αύτήν περί τά 2 χιλιάδες έτη προ Χριστού ήλθε καί κατφκησεν ό
’Αβραάμ, ό πατριάρχης τών Εβραίων. Έκυρίευσαν δέ όλην την Χαναάν καί κατφκησαν
αυτήν οί Εβραίοι όριστικώς μετά την έξοδόν των έκ τής Αίγυπτου, όπως θά
μάθωμεν. Τότε έμοίρασαν την χώραν εις δώδεκα τμήματα. Κατά τάς δώδεκα φυλάς.
Εις τάς οποίας αυτοί έχωρίζοντο. Καί ίδρυσαν κράτος μέ πρωτεύουσαν τήν Χεδρών
καί ύστερα τήυ Ιερουσαλήμ.
2.
Ή Παλαιστίνη πολιτικώς έχωρίζετο εις τέσσαρα μέρη: Τήν Ίουδαίαν, τήν Σαμάρειαν,
τήν Γαλιλαίαν. Καί τήν Περαίαν. Έπί τής εποχής τού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού
περιελάμβανε καί πέμπτον τμήμα, τήνΊδουμαίαν.
Πόλεις
τής Χαναάν ήσαν αί εξής :
Εις
τήν Περαίαν ή Άβιλά, ή Βηθαβαρά καί τά Γέργεσα.
Εις
τήν Γαλιλαίαν ή Ναζαρέτ, ή Καπερναούμ, ή Χοραζίν, ή Βηθσαϊδά καί ή Δάν.
Εις
τήν Σαμάρειαν ή Σαμάρεια, ή Σηλώ, ή Βαιθήλ. Καί ή Συχέμ ή Συχάρ.
Εις
τήν Ίοουμαίαν ή Πέτρα.
Καί
εις τήν Ίουδαίαν ή Χεβρών, ή Ιερουσαλήμ, ή Βηθλεέμ, ή Ραμά, ή Ιεριχώ καί ή
Γαβαών.
3
Ή Ιερουσαλήμ είναι ή ένδοξοτέρα πόλις τής Παλαιστίνης. Αυτή έκτίσθη επάνω εις
δύο λόφους, τον λόφον Σιών καί τον λόφον Μόρια εις ύψος 775 μέτρων υπέρ τήν
επιφάνειαν τής θαλάσσης. Έπί τής εποχής του μεγάλου Αλεξάνδρου είχεν 120
χιλιάδας κατοίκους. Επί Ιησού Χριστού είχε 50 χιλιάδας καί σήμερον μόνον 40
χιλιάδας.
Ιερουσαλήμ
(δηλαδή πόλιν τής ειρήνης) τήν ώνόμασαν οί Εβραίοι, διότι ήτο πόλις ώχυρωμένη
καλά μέ τείχη ισχυρά. Εκεί άλλοτε ύπήρχεν ή πόλις Σαλήμ, τήν οποίαν είχε κτίσει
ό πρώτος της βασιλεύς καί άρχιερευς Μελχισεδέκ περί τό έτος 2 χιλιάδες προ
Χριστού. Οί Εβραίοι
την έκυρίευσαν οριστικά περί το έτος 1050 π.Χ.
Ό
Δαβίδ, ό βασιλεύς τού ’Ισραήλ, την έκαμε πρωτεύουσαν του μεγάλου εβραϊκού
κράτους. Και άπό τότε παρέμεινεν ή ενδοξότερα πόλις τής Παλαιστίνης,
Οί
Ρωμαίοι το έτος 70 μετά Χριστόν τήν κατέστρεψαν εντελώς. Εϊς όλους όμως τούς
αιώνας ή Ιερουσαλήμ παρέμεινε πόλις άγια και διά τούς Εβραίους καί διά τούς
Χριστιανούς καί διά τούς Μωαμεθανούς άκόμη.
ΟΔΗΓΙΕΣ ΣΤΟΝ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ
1. Επειδή τόσο στη χειρόγραφη παράδοση του
κειμένου της Παλαιάς
Διαθήκης, όσο και στην πρακτική των διαφόρων Εκκλησιών δεν υπάρχει ομοφωνία ως
προς τη σειρά των βιβλίων, στην παρούσα μετάφραση τα βιβλία παρατέθηκαν κατά τη
σειρά της κριτικής έκδοσης του κειμένου των Εβδομήκοντα (θ') από τον A.Rahlfs.
2. Επειδή βάση για τη μετάφραση της Παλαιός
Διαθήκης αποτέλεσε το εβραϊκό πρωτότυπο, στην ονομασία των βιβλίων προηγείται η
ονομασία του εβραϊκού και σε παρένθεση τίθεται η ονομασία των θ'. Π.χ.: Α'
Σαμουήλ (ή Βασιλειών Α'). Το ίδιο σύστημα ισχύει και για την αρίθμηση των
Ψαλμών, όπου ο πρώτος αριθμός δηλώνει την αρίθμηση του εβρ. κειμένου και εντός
παρενθέσεως η αρίθμηση των θ'.
Για άλλες, μικρότερης
έκτασης τεχνικές διαφορές ανάμεσα στο εβρ. και στο ελλ. κείμενο, υπάρχουν
σχετικές υποδείξεις στην εισαγωγή και στις υποσημειώσεις των επιμέρους βιβλίων.
3. Στη βάση των σελίδων του βιβλίου υπάρχουν
πίνακες παραπομπών σε παράλληλα χωρία. Με έντονα στοιχεία δηλώνεται το χωρίο
του κειμένου και ακολουθούν με λευκά στοιχεία οι παραπομπές σε άλλα παράλληλα
χωρία με ανάλογο περιεχόμενο. Π.χ.: (στο βιβλίο ΓΕΝΕΣΙΣ:) Η ένδειξη «2,24 Μαλ
2,13-15' Μτ 19,5' Εφ 5,31» σημαίνει ότι τα χωρία με λευκά στοιχεία έχουν παράλληλο
ή ανάλογο νόημα με το Γ εν 2,24.
4. Το κείμενο έχει υποδιαιρεθεί, για την
ευκολότερη μελέτη, σε θεματικές ενότητες με αντίστοιχους τίτλους. Κάτω από
μερικούς τίτλους, σε παρένθεση, σημειώνονται και οι παράλληλες περικοπές, όπου
υπάρχουν τέτοιες, για συγκριτική μελέτη.
5. Όπου θεωρήθηκε αναγκαίο, αναφέρονται σε
υποσημείωση διαφορετικές αποδόσεις κάποιας φράσης ή διαφορετικές γραφές αρχαίων
χειρογράφων. Για την καλύτερη κατανόηση του κειμένου δίνονται επίσης σε
υποσημείωση πληροφορίες εγκυκλοπαιδικού χαρακτήρα.
6. Πριν από κάθε βιβλίο υπάρχει σύντομη εισαγωγή
και διάγραμμα του περιεχομένου του. Λέξεις που χρειάζονται επεξήγηση
σημειώνονται με αστερίσκο () στην πρώτη εμφάνισή τους στο κεφάλαιο και
εξηγούνται στο Γλωσσάριο, που παρατίθεται στο τέλος της έκδοσης.
Επίσης στο τέλος της έκδοσης υπάρχουν
Συγκριτικοί Χρονολογικοί Πίνακες, πίνακας με το Ιουδαϊκό Εορτολόγιο, Πίνακας
Μέτρων, Σταθμών, Νομισμάτων, και Χάρτες.
7. Στο κείμενο της Καινής Διαθήκης τα χωρία που
προέρχονται από την Παλαιά, παρατίθενται με πλάγια στοιχεία (π.χ. Μτ 1,23).
Συχνά ο αναγνώστης θα παρατηρήσει διαφορές
ανάμεσα στο παλαιοδιαθηκικό παράθεμα της Καινής Διαθήκης και στο αντίστοιχο
παλαιοδιαθηκικό χωρίο. Οι διαφορές αυτές οφείλονται στο γεγονός ότι οι
συγγραφείς της Κ.Δ. παραθέτουν συχνά κείμενο της Π.Δ. το οποίο δεν συμπίπτει
πάντοτε με το γνωστό σήμερα εβραϊκό κείμενο (π.χ. Μτ 3,3 και Ησ 40,3).
8. Για το μεταγραμματισμό των κυρίων ονομάτων
ακολουθήθηκε η εξής αρχή: Τα ευρύτερα γνωστά ονόματα παρατέθηκαν κατά τη γραφή
των θ', ενώ για τα υπόλοιπα μεταγραμματίζεται το εβραϊκό όνομα.
I. Καραβιδόπουλος.
Στην προηγούμενη ως άνω μεταφραστική εργασία, που είχε γίνει από το κριτικό
κείμενο, είχαν μετάσχει, εκτός αυτών, και οι καθηγητές Σ. Αγουρίδης και Β.
Στογιάννος.
Η Ελληνική Βιβλική Εταιρία,
παραδίδοντας τη μετάφραση αυτή στο αναγνωστικό κοινό, αισθάνεται την ανάγκη να
ευχαριστήσει όλους όσοι με τον έναν ή τον άλλον τρόπο συνετέλεσαν στην
ολοκλήρωση του έργου. Τέλος, τόσο οι εκδότες όσο και οι μεταφραστές, έχοντας
συναίσθηση ότι καμιά μετάφραση δεν είναι απγμένη αδυναμιών, αναμένουν κάθε
καλοπροαίρετη παρατήρηση, ώστε να ληφθεί υπόψη σε μελλοντική επανέκδοση.
Η ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Οι όροι “Αγία Γραφή", “Βίβλος”, “Ιερά
Γράμματα” και άλλοι παρόμοιοι δηλώνουν στη χριστιανική παράδοση δύο συλλογές
βιβλίων: μια αρχαιότερη, την “Παλαιό Διαθήκη” και μια νεότερη, την “Καινή
Διαθήκη”, που αναφέρονται στην αποκάλυψη του θεού μέσα στην ανθρώπινη ιστορία.
Έτσι, η Βίβλος δεν είναι προϊόν ενός συγγραφέα ή μίας εποχής, αλλά περιλαμβάνει
κείμενα που καλύπτουν μια μακραίωνη χρονική περίοδο, στα οποία
αντικατοπτρίζονται οι γλωσσικές ιδιομορφίες και τα εκφραστικά μέσα τής κάθε
εποχής, οι φιλοσοφικές, θεολογικές και θρησκευτικές ιδέες και αντιλήψεις, καθώς
και τα κάθε φορά πολιτικά και κοινωνικά δεδομένα. Όμως η Βίβλος δεν είναι μόνον
ανθρώπινο έργο αλλά και θείο, καθώς δεν είναι προϊόν γραφείου, καρπός των
θεωρητικών αναζητήσεων κάποιου διανοουμένου ή το κατασκεύασμα κάποιου
ιερατείου, αλλά πίσω από κάθε βιβλικό κείμενο υπάρχει η αποκάλυψη του θεού προς
το λαό του ο οποίος τη βίωσε και διατήρησε ζωντανή στην παράδοσή του την
εμπειρία της. Και είναι ακριβώς αυτή η εμπειρία της αποκάλυψης του θεού μέσα
στην ανθρώπινη ιστορία το κοινό στοιχείο που συγκροτεί τούτη τη συλλογή
ποικιλόμορφων κειμένων σε ενιαίο σώμα και προσδίδει τη θαυμαστή της ενότητα σ’
αυτήν από το πρώτο μέχρι το τελευταίο βιβλίο της.
Με τον όρο “Παλαιά Διαθήκη” δηλώνεται το πρώτο μέρος της
παραπάνω συλλογής θεόπνευστων βιβλίων, που αποτέλεσε την πρώτη Αγία Γραφή της
αρχαίας χριστιανικής Εκκλησίας και που αναγνωρίζεται και από τον ιουδαϊσμό ως
ιερή Βίβλος του (39 βιβλία). Ο όρος “διαθήκη”, που κατά κυριολεξία δηλώνει την
τελευταία έκφραση της βούλησης ενός προσώπου, στη βιβλική γλώσσα αποτελεί
απόδοση στα ελληνικά μιας εβραϊκής λέξης που σημαίνει “συνθήκη”, “συμμαχία”,
“σύμβαση” ή “συμφωνία”. Εκτός όμως από το νόημα που μπορεί να έχει για τις
ανθρώπινες σχέσεις, ο όρος χρησιμοποιείται στη Βίβλο ειδικότερα για να δηλώσει
την ιδιότυπου χαρακτήρα συμφωνία που διέπει τις σχέσεις του θεού με άτομα (Γεν
9,8εξ· 15,18· 17,1 εξ) ή το λαό του Ισραήλ (Εξ κεφ 19-24) και στοχεύει στη
δημιουργία των προϋποθέσεων για τη σωτηρία ολόκληρης της ανθρωπότητας. Έτσι, η
συλλογή των βιβλίων που περιέχουν τις γενικές αρχές και τους όρους της
"διαθήκης” αυτής ή αναφέρονται στις συνέπειες που απορρέουν από αυτήν,
ονομάστηκε από την Εκκλησία "Παλαιό Διαθήκη”, σε αντιδιαστολή προς τη
χρονικά μεταγενέστερη “Καινή Διαθήκη”, τη συλλογή των βιβλίων που αναφέρονται
στην εκπλήρωση των επαγγελιών της παλαιός και πι σύναψη της νέας “διαθήκης” δια
του Ιησού Χριστού, η οποία θα διέπει στο εξής τις σχέσεις του θεού με το νέο
λαό του, τους χριστιανούς. Η σύναψη της νέας “διαθήκης" εξαγγέλλεται ήδη στην
παλαιό από τους προφήτες της (Ιερ 31,31 εξ), μια εξαγγελία που η Εκκλησία την
είδε να εκπληρώνεται στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού (Μτ 26,28' κ.ά.).
Η συγκρότηση της συλλογής των βιβλίων της
Αγίας Γραφής, που ονομάζεται “κανόνας”, ακολούθησε μια μακροχρόνια και
πολύπλοκη πορεία, η οποία, ιδιαίτερα για τα βιβλία της Παλαιός Διαθήκης, δεν
είναι σε όλες τις φάσεις της με βεβαιότητα γνωστή. Η αρχαία ελληνική λέξη
“κανών” δηλώνει κάθε ευθεία ράβδο που χρησιμεύει για ευθυγράμμιση, το όργανο
που χρησιμοποιείται για τη χάραξη ευθειών γραμμών (χάρακας) και μεταφορικά
καθετί που χρησιμεύει ως μέτρο, πρότυπο, κριτήριο ή μια γενική αρχή.
Στην Καινή Διαθήκη
(Β' Κορ 10,13εξ· Γαλ 6,16), αλλά και στην εκκλησιαστική γραμματεία του 3ου μ.Χ.
αιώνα, ο όρος “κανών” δηλώνει την επίσημη παράδοση, διδασκαλία, κλπ., η οποία
ρυθμίζει την πίστη και τη ζωή των χριστιανών. Από τον 4ο μ.Χ. αιώνα ο ίδιος
όρος χρησιμοποιείται και για τη δήλωση της Αγίας Γραφής, ως το μέτρο και
κριτήριο της χριστιανικής πίστης και ζωής. Αργότερα η λέξη “κανών” πήρε τη
σημασία της συλλογής, του καταλόγου των βιβλίων της Παλαιός και της Καινής
Διαθήκης.
Αν και αρκετά βιβλία της Παλαιός Διαθήκης
αποτελούν προϊόν συλλογής κειμένων, όπως π.χ. το βιβλίο των Ψαλμών που συνιστά
μια συλλογή ύμνων, προσευχών και άλλων ποιημάτων, οι απαρχές της συγκρότησης
του “κανόνα” θα πρέπει να τοποθετηθούν στον 5ο π.Χ. αιώνα (εποχή Έσδρα), εποχή
κατά την οποία διαμορφώνεται η συλλογή των βιβλίων του Νόμου (= Πεντάτευχος).
Παράλληλα με το Νόμο άρχισαν να αποκτούν κανονική ισχύ και συλλογές λόγων των
προφητών ή έργων που αναφέρονταν στη δράση τους ή αποδίδονταν σ’ αυτούς, καθώς
επίσης ποιητικές συλλογές, σοφιολογικά έργα, κλπ. Όπως μαρτυρεί ο πρόλογος της
ελληνικής μετάφρασης του βιβλίου Σοφία Σειράχ (στχ 8-10.24-25), ήδη κατά το 2ο
π.Χ. αιώνα είχε συγκροτηθεί μια συλλογή των ιερών κειμένων του ιουδαϊσμού, η
οποία περιλάμβανε τρεις ομάδες βιβλίων: “Νόμος”, “Προφήτες” και “Πάτρια” ή
“Λοιπά Βιβλία”. Την ύπαρξη μιας τέτοιας συλλογής με τριμερή διαίρεση (“Νόμος”,
“Προφήτες”, “Ψαλμοί”) υπαινίσσεται και η Καινή Διαθήκη στο Λκ 24,44. Ο
κατάλογος των βιβλίων της ιουδαϊκής Βίβλου πήρε την ορισπκή του μορφή το 90
μ.Χ., κατά τη ραββινική σύνοδο της Ιάμνειας της Παλαιστίνης. Ο κατάλογος αυτός
περιλαμβάνει 39 βιβλία, τα οποία κατανέμονται σε τρεις ομάδες: “Νόμος”,
“Προφήτες” και “Αγιόγραφα”. Στο “Νόμο” περιέχονται τα 5 πρώτα βιβλία της Αγίας
Γραφής (Γένεσις, Έξοδος, Λευιτικόν, Αριθμοί και Δευτερονόμιον). Η ομάδα
“Προφήτες” περιέχει δύο υποομάδες βιβλίων: “Προγενέστεροι” και “Μεταγενέστεροι Προφήτες”.
Στην πρώτη υποομάδα κατατάσσονται 6 βιβλία (Ιησούς Ναυή, Κριτές, A'- Β'
Σαμουήλ, A'- Β" Βασιλέων), ενώ στη δεύτερη 15 βιβλία (Ησαΐας, Ιερεμίας,
Ιεζεκιήλ και τα 12 βιβλία των “μικρών” προφητών). Τέλος, η ομάδα “Αγιόγραφα”
περιλαμβάνει τα βιβλία: Ψαλμοί, Ιώβ, Παροιμίες, Ρουθ, Άσμα Ασμάτων,
Εκκλησιαστής, θρήνοι, Εσθήρ, Δανιήλ, Έσδρας, Νεεμίας και A'- Β' Χρονικών. Η
γλώσσα στην οποία γράφτηκαν τα βιβλία αυτά είναι η εβραϊκή, εκτός από ορισμένα
τμήματα των βιβλίων Δανιήλ και Έσδρας που είναι γραμμένα στα αραμαϊκά, τη
γλώσσα που μετά τον 5ο π.Χ. αιώνα έγινε καθομιλουμένη στο χώρο της Παλαιστίνης.
Για τη χριστιανική Εκκλησία η συγκρότηση
του κανόνα της Παλαιάς
Διαθήκης υπήρξε περισσότερο περίπλοκη. Ήδη από τον 3ο π.Χ. αιώνα είχε αρχίσει
στο χώρο της Αλεξάνδρειας η μετάφραση εβραϊκών έργων στα ελληνικά. Την εποχή
αυτή γίνεται η μετάφραση του Νόμου και ακολουθούν οι μεταφράσεις και άλλων
βιβλικών έργων. Καρπός όλης αυτής της μεταφραστικής εργασίας υπήρξε μια μεγάλη
συλλογή ιουδαϊκών έργων στα ελληνικά που είναι γνωστή με το όνομα “Μετάφραση
των Εβδομήκοντα” (συμβολίζεται: Ο')· Η συλλογή αυτή περιλάμβανε περισσότερα
βιβλία από τα 39 που αποτέλε-σαν τελικά την ιουδαϊκή Βίβλο και, μάλιστα,
ορισμένα από αυτά ή μέρη αυτών δεν ήταν μεταφράσεις από τα εβραϊκά, αλλά
γραμμένα πρωτοτύπως στα ελληνικά. Εκτός από τον αριθμό των βιβλίων, η παραπάνω
συλλογή διαφοροποιείται από την εβραϊκή Βίβλο και στο θέμα της ονομασίας των
έργων (π.χ. A'- Β' Σαμουήλ = Βασιλειών A'- Β', A'- Β'
Βασιλέων = Βασιλειών
Γ'- Δ', A'- Β' Χρονικών = Παραλειπομένων A'- Β'). Η ευρεία διάδοση πις
Μετάφρασης των Εβδομήκοντα στον ελληνόφωνο ιουδαϊσμό της διασπο-ράς διευκόλυνε
σε πολύ μεγάλο βαθμό τη χριστιανική ιεραποστολή. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να
υιοθετηθεί η μετάφραση αυτή από την Εκκλησία ως η ιερή Βίβλος της, χωρίς ωστόσο
να οριοθετηθεί από την αρχή σαφώς ο αριθμός των βιβλίων που αυτή περιέχει.
Η συγκρότηση ενός χριστιανικού κανόνα της
Παλαιάς Διαθήκης προέκυψε από την ανάγκη να καθοριστούν τα βιβλία εκείνα που
εκφράζουν αυθεντικά την πίστη της Εκκλησίας, ώστε να αποκλειστούν μεταγενέστερα
ψευδεπίγραφα έργα, που περιείχαν μη αποδεκτές ή και αιρετικές διδασκαλίες. Παρ’
όλα αυτά οι διάφορες τοπικές Εκκλησίες ακολούθησαν διαφορετικές πρακτικές στην
αναγνώριση των βιβλίων της Παλαιός Διαθήκης, με αποτέλεσμα να μην υπάρξει ένας
ενιαίος κανόνας ολόκληρης της χριστιανικής Εκκλησίας. Το μεγάλο σχίσμα μεταξύ
Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας και αργότερα η Μεταρρύθμιση συνέβαλαν στο να
παγιωθούν οι διαφορετικές παραδόσεις στο θέμα του κανόνα, με αποτέλεσμα οι
τρεις μεγάλες Ομολογίες να δέχονται σήμερα διαφορετικό αριθμό βιβλίων της
Παλαιός Διαθήκης. Έτσι η παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας δέχεται ως “κανονικά”
(= βιβλία που ανήκουν στον κανόνα), εκτός από τα 39 βιβλία της ιουδαϊκής Βίβλου
(τα οποία όμως τιτλοφορούνται σύμφωνα με τους θ'), 10 επιπλέον (Α' Έσδρας,
Τωβίτ, Ιουδίθ, Α'- Β'- Γ' Μακκαβαίων, Σοφία Σολομώντος, Σοφία Σειράχ, Βαρούχ
και Επιστολή Ιερεμίου), ανεβάζοντας τον αριθμό των βιβλίων σε 49. Εκτός από τα
επιπλέον βιβλία, εκτενείς προσθήκες στα ελληνικά υπάρχουν και στα βιβλία Εσθήρ
και Δανιήλ. Όσα βιβλία δεν συμπεριλαμβάνονται στον κανόνα (π.χ. Δ' Μακκαβαίων,
κ.ά.) ονομάζονται “απόκρυφα”.
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.