Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2014
Η κατά Χριστόν αρετή της Υπακοής στήν Ιερά Μονή Αγίου Αντωνίου στήν Αριζόνα
Πέμπτη, Ιανουαρίου 16, 2014
Αναρτήθηκε από
Nik Vythoulkas
Ετικέτες Η κατά Χριστόν αρετή της Υπακοής στήν Ιερά Μονή Αγίου Αντωνίου στήν Αριζόνα
Ετικέτες Η κατά Χριστόν αρετή της Υπακοής στήν Ιερά Μονή Αγίου Αντωνίου στήν Αριζόνα
Η ΚΑΤΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΑΡΕΤΗ ΤΗΣ ΥΠΑΚΟΗΣ ΣΤΗΝ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ
ΣΤΗΝ ΑΡΙΖΟΝΑ ΤΩΝ ΗΠΑ
ΕΠΑΝΑΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ -
Νικόλαος Λ. Μωραίτης. Ph.D Καλιφόρνια 2012
Εάν, στο φυσικό κόσμο, ο θάνατος περιγράφει την
κατάσταση ενός πράγματος που είχε ζωή αλλά που πλέον έχει πάψει να έχει, τότε
άμεσα προκύπτει το ερώτημα: Τι είναι ζωή; Ακόμη και την περιορισμένη έννοια της
φυσικής Ζωής, η Επιστήμη δεν έχει δώσει μια ολοκληρωμένη απάντηση στο ερώτημα
αυτό. Πως ακριβώς προκύπτει; Μπορεί η Ζωή να προκύψει από κάτι Άψυχο, χωρίς
Ζωή, ή η Ζωή συνεχίζεται, «μεταφέρεται»; Η ζωή και ο θάνατος σχετίζονται άμεσα,
γιατί ο θάνατος είναι εκείνος που δίνει νόημα και προοπτική στη ζωή. Η προοπτική
μας στη Ζωή και οι συμπεριφορές μας προγραμματίζονται από τη στάση μας και τις
εκτιμήσεις μας, τη φιλοσοφία μας απέναντι στην ανθρώπινη υπόσταση - την
προέλευση και το πεπρωμένο του ανθρώπου. Το όραμά μας πρέπει να επεκτείνεται
πέρα από τα όρια αυτού του φαινομενικού κόσμου προκειμένου να δοθεί μια πλήρης
απάντηση στην έννοια της Ζωής. Εάν θέλουμε να κατανοήσουμε το σκοπό της
ανθρώπινης ύπαρξης, πρέπει να σκεφθούμε τη φύση και την υπέρβαση από τον
σωματικό Θάνατο.
Η τραγικότητα, όμως, για τον άνθρωπο είναι ότι είναι
δεμένος στο βαρύ ζυγό του χρόνου και του χώρου, με τα βάσανα, τις θλίψεις, τις
τραγωδίες, και τους πόνους. Είναι μια πάλη με τον Θάνατο. «Σύρει τον χρόνο
χωρίς να γνωρίζει ούτε το νόημα, ούτε τον σκοπό του. Σύρει και τον χώρον, αλλά
ούτε αυτού γνωρίζει το νόημα, τον σκοπόν. Συναγωνίζεται το άσκοπον με το
παράλογον, τον αγώνα, όμως, κερδίζει πάντοτε το τραγικόν». Στον άνθρωπο που
είναι ένα πεπερασμένο ον ως προς τον χρόνο και τον χώρο, δεν μπορεί να
διεισδύσει μέσα του το υπερ-χρονικό, το υπερ-τοπικό και το αιώνιο. Γι αυτό, το
χάσμα μεταξύ χρόνου και αιωνιότητας είναι αγεφύρωτο. Μόνον ο Θεάνθρωπος Χριστός
γεφύρωσε αυτό το χάσμα μεταξύ χρόνου και της αιωνιότητας. Ο Χριστός είναι η
οδός από τον χρόνο εις την αιωνιότητα. Αυτή η οδός Του μας δημιουργεί την
πεποίθηση ότι ο άνθρωπος μέσα από το θάνατο και το πεπερασμένο του χρόνου
πορεύεται προς την αθανασία και την αιωνιότητα.
Αν και ο άνθρωπος έχει ζωηρά συνείδηση του
φαινομένου της φθοράς του και γνωρίζει τον θάνατον του, σπάνια προβληματίζεται
για τη μοίρα που τον αναμένει στην άλλη όχθη, μετά το τέλος της φυσικής του
ζωής. Άμεσα, λοιπόν, προκύπτει το ερώτημα: Τι είναι Ζωή; Πως ακριβώς αυτή
προκύπτει; Ποιός είναι ο σκοπός του ανθρώπου; Πως περνάμε απέναντι; Πως θα
διαβούμε το πέρασμα προς τη σωτηρία με ασφάλεια; Ποιος θα μας αναμένει στην
άλλη όχθη της φυσικής μας ζωής; Τι μέσα χρησιμοποιούμε για να πραγματοποιηθεί ο
σκοπός μας;
Ο σκοπός του ανθρώπου είναι θεανθρώπινος. Ο
προορισμός του Ορθόδοξου πιστού είναι να φθάσει στη Θέωση, να γίνει «θεός κατά
Χάριν». Ο θεανθρώπινος σκοπός πραγματοποιείται μόνον με θεανθρώπινα ορθόδοξα
μέσα. Αυτά τα θεανθρώπινα μέσα είναι οι θεανθρώπινες ασκήσεις- αρετές που θα
μας βοηθήσουν να περάσουμε απέναντι.
Ποιά, όμως, είναι τα μέσα που θα μας βοηθήσουν για
να περάσουμε με ασφάλεια πέρα από τα όρια του Θανάτου;
Τα μέσα που θα μας βοηθήσουν για να διαβούμε με
ασφάλεια το πέρασμα προς την σωτηρία είναι: Η πίστη, η ταπεινοφροσύνη που
εξολοθρεύει τα πάθη, η διάκριση που φωτίζει τον άνθρωπο να έχει επίγνωση του
εαυτού του και να διακρίνει το αλάνθαστο, η προσευχή, η νηστεία, η αγάπη, η
πραότητα, η ευσπλαχνία και η ελεημοσύνη. Όμως, η κορωνίδα όλων των χριστιανικών
αρετών από την οποία αντλούνται όλες οι άλλες θεανθρώπινες αρετές είναι η αρετή
της υπακοής. Η Υπακοή στον Πνευματικό μας Πατέρα, στο Επίσκοπο και στην
Παράδοση της Εκκλησίας, στον Νόμο του Θεού και στους Κανόνες της Εκκλησίας.
Δυστυχώς, όμως, η Υπακοή είναι παρεξηγημένη και
άγνωστη στις μέρες μας γιατί ο σύγχρονος άνθρωπος βρίσκεται σε πνευματική
σύγχυση και την παρεξηγεί με την πειθαρχία.
Η πειθαρχία είναι η εκτέλεση μιας εντολής εξωτερικά,
τυπικά, δίχως την εσωτερική οικειοθελή αποδοχή της. Σημαίνει παθητική υποταγή
της ανθρώπινης θελήσεως του κατωτέρου εις την ανθρώπινη θέληση του ανωτέρου.
Επομένως, η πειθαρχία υποτάσσει τον άνθρωπο στον απρόσωπο «Νόμο», το «θεσμό».
Αντιθέτως, η υπακοή είναι ελευθερία. Είναι πράξη
αγάπης του ανθρώπου προς τον Θεό και τους συνανθρώπους του. «Προϋποθέτει την
έξοδο από την φιλαυτία και την προσπάθεια να εισέλθει μέσα στην υπόσταση του
άλλου και να εισάγει την υπόσταση του άλλου μέσα στην δική του υπόσταση». Η
υπακοή είναι εκτέλεση μιας εντολής με εσωτερική οικιοθελή αποδοχή. Υποτάσσει ο
άνθρωπος το φρόνημα της ψυχής του για να απαλλαγεί από τον κακό εαυτό του. Με
την απελευθέρωση από το ατομικό του θέλημα, μπορεί να γευθεί την αληθινή
ελευθερία. Μέσα σε αυτήν καταξιώνεται και επαναπροσδιορίζεται η ελευθερία του
ανθρώπου. Η υπακοή κόβει το δικό μας θέλημα και προϋποθέτει την έξοδο από τα
κακά εσωτερικά στοιχεία του ανθρώπου όπως τη φιλοδοξία, την υπερηφάνεια, τον
εγωισμό τη φιλαυτία, τη φιληδονία και τη φιλαργυρία και γεννάει την
ταπεινοφροσύνη, την μετάνοια, την υπομονή και την αγάπη προς τους ανθρώπους.
Έτσι, η υπακοή είναι μια ελεύθερη πνευματική πράξη, που ενεργεί το υποτακτικό ον
για να λυτρωθεί από τα δεσμά των παθών. Απαρνήτε το εμπαθές εγωκεντρικό θέλημα
και ακολουθεί το θέλημα του Θεού, που υπερβαίνει κάθε ανθρώπινη σοφία.
Επομένως, με την υπακοή, αποβάλουμε το δικό μας
θέλημα που εμποδίζει την χάρη του Θεού να εισέλθει σε μας, φεύγουμε από την
εμπάθεια, νοιώθουμε ελευθερία από την αμαρτία, τα πάθη και τους κενοδόξους
λογισμούς, αποκτάμε την εν Χριστό ελευθερία, έρχεται η Χάρη, ρυθμίζονται οι
λογισμοί και εκφράζεται η ταπείνωση, που είναι το χαρακτηριστικό της τέλειας
υπακοής.
Αυτή την ελευθερία την βλέπουμε στα υποτακτικά όντα.
Όταν αυτά εφαρμόζουν την εντολή του Χριστού, εφαρμόζουν το Ευαγγέλιο δια της
υπακοής, η οποία φέρνει την Χάρη και ως αποτέλεσμα την ταπείνωση. Αγρυπνούν,
προσεύχονται, αγαπούν και αποκτούν μια πνευματική ειρήνη και μια νηπιακή
πνευματική κατάσταση που ίσως οι ίδιοι δεν καταλαβαίνουν ότι τη διαθέτουν γιατί
δεν νοιάζονται να την καταλάβουν οι άλλοι, αλλά τους απασχολεί μόνον πως να
εφαρμόζουν με διάφορους τρόπους αυτή την σωτήριο υπακοή με την οποία κερδίζουν
την ήσυχη συνείδηση. Αυτή την υπακοή μπορεί να την δει κανείς μόνον με τα μάτια
της ψυχής του (τον νου).
Επειδή, όμως, ο άνθρωπος ζει εγωκεντρικά,
ανθρωποκεντρικά και αυτόνομα, έχει απεμπολήσει τις αρχές της ηθικής και των
αξιών, της σχέσης της αγάπης προς τον πλησίον, τα όρια, την υπακοή, που είναι ο
θεμελιώδης κανόνας της ζωής. Αντί αυτών ακολουθεί το πάθος της σωματικής και
της πνευματικής φιληδονίας. Το σαρκικό πάθος με κίνητρο την ηδονή, το
πνευματικό πάθος με κίνητρο τον εγωισμό, την φιλοδοξία, τον ατομοκεντρισμό και
την αδιαφορία για τον πλησίον. Αυτά τα δύο πάθη, της φιληδονίας και της ηδονής,
είναι τρόπος ζωής που έχει να κάνει μόνον με το Εγώ. Χαρακτηριστικό είναι η
διαπίστωση του πτωτικού πάθους της ηδονής σε όλα τα επίπεδα. Το ανθρώπινο σώμα
έχει γίνει αντικείμενο που χάρη της φιληδονίας, ο ένας άνθρωπος χρησιμοποιεί
τον άλλον άνθρωπο. Και όταν το ανθρώπινο σώμα γίνεται αντικείμενο, τότε
καταργείται η έννοια της αμαρτίας και της ενοχής και απενοχοποιούνται τα πάθη.
Γι αυτό, η δομή της αυτονομίας του ανθρώπου, το πάθος και ο ατομοκεντρισμός
έχουν να κάνουν μόνον με το Εγώ και όχι με την σχέση.
Η υπακοή, όμως, είναι σχέση, είναι όριο. Και επειδή
ο άνθρωπος είναι περιορισμένος σε όρια, αυτά τον κάνουν να είναι ταπεινός.
Ταπεινώνεται μπροστά στο όριο της ασθένειας, στο όριο του πόνου, στο όριο της
απόγνωσης, στο όριο της απελπισίας, στο όριο του ελέγχου της συνειδήσεως και
στο όριο του θανάτου. Πρέπει να γνωρίζουμε ότι υπάρχει ένα όριο ανάμεσα στο
κτιστό και στο άκτιστο. Το πέρασμα που θα μας οδηγήσει απέναντι είναι ο
σεβασμός σε αυτό το όριο. Ποιό, όμως, είναι το όριο; Όριο είναι η κατά Θεού
υπακοή. Η υπακοή είναι μια από τις μεγαλύτερες αρετές, είναι «μυστήριο» της
εκκλησίας μας, που την έχουμε ανάγκη όλοι εμείς οι χριστιανοί στον κόσμο για να
περάσουμε με ασφάλεια το γεφύρι προς τη σωτηρία της ψυχής μας. Μέσα από αυτήν
αντλείται φυσιολογικά η πλήρη ισχύ της ταπεινοφροσύνης και ακολουθούν όλα τα
άλλα μέσα. Με την άσκηση αυτή ο άνθρωπος εγκολπώνεται ένα γνήσιο ταπεινό
φρόνημα.
Έτσι, λοιπόν, μιλώντας για την ορθόδοξη υπακοή
εννοούμε την κατά Χριστόν υπακοή, που είναι η εγκατάλειψη των φυσικών αμαρτιών
και των παρά φύσει θελημάτων. Διώχνει την μεγάλη ιδέα που έχει κανείς για τον
εαυτό του και γεννάει μέσα μας την ταπεινοφροσύνη. Από αυτήν εκπηγάζουν η νηστεία,
η προσευχή και ακολουθούν όλα τα άλλα μέσα. Με την υπακοή μεριμνεί ο άνθρωπος,
για τα παρερχόμενα, και ο νους αδιάσπαστος στρέφεται στην προσευχή.
Αποδεσμεύεται από όλα τα κτίσματα και φθάνει στην καθαρότητα του νου. Η υπακοή
είναι το μέσο που επανασυνδέει τα κτίσματα με τον κτίστη τους. Είναι το όριο
για τον άνθρωπο να παραμένει συνέχεια σε επαφή με τον Θεό. Η υπακοή είναι ένα
από τα «μυστήρια» της εκκλησίας που αποκαλύπτεται με την ενέργεια του Αγίου
Πνεύματος και που από αυτό αντλούνται οι άλλες θεανθρώπινες αρετές. Πρώτος ο
Χριστός έδειξε τον τύπο και το υπόδειγμα της τέλειας υπακοής. Ήλθε στον κόσμο
κάνοντας τέλεια υπακοή στο θέλημα του Πατρός του. Με την υπακοή Του ο Χριστός
εγκαινίασε νέο νόμο ζωής και έγινε η υγιής ρίζα της «καινής ανθρωπότητας».
Αυτός που εκπληρώνει την υπακοή, μιμείται τον Χριστό και τοποθετεί τον εαυτό
του στην οδό του θελήματος του Κυρίου.
Η υπακοή δεν «μαθαίνεται» διανοητικά. Δεν διδάσκεται
σήμερα, γιατί λίγοι είναι αυτοί που την έμαθαν και την βίωσαν. Μπορεί να
διδαχτεί μόνον από γνήσιους γέροντες που έχουν πνευματικά χαρίσματα, που
βρίσκονται σε κατάσταση φωτισμού και που έχουν Θείες εμπειρίες. Τη διδάσκουν με
το σωστό τρόπο διότι η ίδια αντικατοπτρίζει το δικό τους βίωμα.
Η υπακοή παραδίδεται βιωματικά από τον Γέροντα, που
έχει εμπειρία της πνευματικής ζωής, στο υποτακτικό ον. Αυτήν την μέθοδο της
ασκήσεως και της αρετής που θα μας βοηθήσει να διαβούμε το πέρασμα προς την
σωτηρία με ασφάλεια ακολούθησαν και εφάρμοσαν γνήσιοι, θεανθρώπινοι και
χριστοφόροι Γέροντες. Επειδή γνωρίζουμε ότι δεν επαρκεί η δική μας γνώση στο
θέλημα του Θεού, γι αυτό καταφεύγουμε στους γνήσιους Γέροντες που «μέσα στην
ταπείνωση και την αγάπη που έχουν, γίνεται ορατή, αισθητή, η Χάρις, την οποία
φέρουν».
Ποιο είναι, όμως, το κριτήριο του γνήσιου Γέροντος;
«Το κριτήριο είναι το ότι δεν προβάλλει το δικό του
θέλημα, αλλά το θέλημα του Θεού, όπως αυτό εμφανίζεται μέσα στην Αγία Γραφή,
στους Πατέρες, στις Συνόδους, δηλαδή, στην ενιαία και ζώσα παράδοση της
Εκκλησίας μας». Είναι πνευματικός διότι έχει φτάσει σε κατάσταση φωτισμού με τη
χάρη του Αγίου Πνεύματος. Ο γνήσιος Γέροντας είναι αυτός που έχει πνευματικά
χαρίσματα, έχει εμπειρία πνευματικής ζωής. Δηλαδή, έχει ανυψωθεί σε ένα επίπεδο
καθαρότης του νου που δεν μπορούν να φθάσουν η να εννοήσουν οι άνθρωποι
Με την άσκηση της υπακοής και της πίστεως, η ψυχή
του Γέροντα έχει παραδοθεί στον Χριστό και υπηρετεί τον Χριστό. Η προσευχή και
η νηστεία είναι τα μέσα που έχει πάρει από τον Χριστό για να τελειοποιήσει την
κάθαρση της ψυχής του. Με την θεανθρώπινη αρετή της αγάπης παρατηρείται ότι η
αγάπη του δεν έχει όρια, αγαπά όλους τους αμαρτωλούς, φίλους και εχθρούς, δεν
αγαπά, όμως την αμαρτία. Με την αρετή της πραότητος και ταπεινώσεως της καρδιάς
του, ταπεινώνει τις υπερήφανες και αλαζονικές ψυχές. Εδώ βλέπουμε ότι ο
Γέροντας με την ταπείνωση του εαυτού του σαρκώνει τον εαυτόν του στον πόνο του
κάθε πονεμένου, στην θλίψη του κάθε θλιμμένου, στο πάθος του κάθε βασανισμένου,
στο άλγος του κάθε ζώου και πουλιού. Ο Γέροντας, με αυτές τις αρετές, έχει
υφάνει την ψυχή και τη ζωή μας με τις χριστοειδείς θεανθρώπινες αρετές. Εις
αυτό έγκειται η σωτηρία της ψυχής από όλες τις ψυχοφθόρους αμαρτίες. Ταπεινώνει
τον εαυτό του πιο κάτω από όλους του ανθρώπους. Στις προσευχές του ζητάει από
τον Χριστό να τον ταπεινώσει δια της ταπεινώσεώς Του.
Την υπακοή, στον αιώνα μας την βίωσε, σε βάθος, ο
Γέροντας Ιωσήφ ο ησυχαστής. Ο ίδιος την δίδαξε τέλεια στα πνευματικά του
παιδιά. Ένα από αυτά, τα γνήσια πνευματικά του παιδιά, είναι και ο Γέροντας,
Πατέρας Εφραίμ, της Ι εράς Μονής του Αγίου Αντωνίου, στην Αριζόνα , ο οποίος
την διδάχτηκε σωστά και γι αυτό και έχει τη χάρη. Είχε ασκηθεί την υπακοή από
τον Γέροντά του, γι αυτό και κάνει υπακοή στο Θεό. Μέσα από το μυστήριο της
υπακοής καθίσταται ορατή η παρουσία του Αγίου Πνεύματος. Όταν αυτή εφαρμόζεται,
γεννιέται η αγάπη και η πίστη προς τον εντολοδότη. Όπως έλεγε ο Γέροντας Ιωσήφ
ο Ησυχαστής: «Αγάπη πρακτική χωρίς υποταγή δεν γίνεται. Για να προσφέρεις αγάπη
και να διακονήσεις πρέπει να υποταχθείς στο θέλημα του άλλου. Κάθε κίνηση πρακτικής
αγάπης είναι διακονία».
Ο Γέροντας Εφραίμ, με την υπακοή του δεχόταν τον
λόγο του πνευματικού του Γέροντος Ιωσήφ, ως να προερχόταν από το στόμα του
Χριστού. Προοδευτικά απόκτησε τη γνώση του Θείου θελήματος και απέκτησε την
ικανότητα να διακρίνει τα νοήματα του εχθρού. Με την διάκριση αυτή αποτρέπει
κάθε πλάνη.
Με την θεμελίωση της Ιεράς Μονής του Αγίου Αντωνίου
στην Αριζόνα, το 1995, μπήκε και ο θεμέλιος λίθος των μέσων του σκοπού του
ανθρώπου, η υπακοή. Εκεί, το ευαγγέλιο εφαρμόζεται δια της υπακοής, η οποία
φέρνει την χάρη, την ήσυχη συνείδηση και ως αποτέλεσμα την ταπείνωση. Στο
μοναστήρι στην Αριζόνα, η υπακοή δίνει στους μοναχούς την ελευθερία από την
αμαρτία και από τους κενοδόξους λογισμούς. Ο Γέροντας Εφραίμ, την υπακοή την
μετέδωσε σωστά στον Καθηγούμενο της Ιεράς Μονής του Αγίου Αντωνίου π. Παίσιο. Ο
π. Παίσιος είναι πολύ έμπειρος στις πνευματικές αναβάσεις, στην καθαρά προσευχή
και έχει πνευματικό χάρισμα, σε βάθος και έκταση, της νοεράς προσευχής.
Αγωνίζεται για τη σωτηρία των ψυχών μας. Τα παθήματα του κόσμου γίνονται δικά
του και πάσχει γι’αυτά. Αγρυπνάει τη νύχτα, στη σιωπή που τον βοηθάει στη νοερά
προσευχή και στην θεωρία, με μετάνοιες, που του φέρνουν την χάρη. Εκεί, ο
Γέροντας ποιμαίνει τους υποτακτικούς του για την υπακοή τους στον Χριστό.
Θεωρώ μεγάλη ευλογία από τον Θεό που με αξίωσε να
γνωρίσω και να συνομιλήσω με αυτή την πνευματική φυσιογνωμία του Γέροντος
Εφραίμ, που μου αποκάλυψε το βαθύτερο νόημα της υπακοής, του προορισμού του
ανθρώπου και της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Έδινα ιδιαίτερη προσοχή στον ζωντανό
διάλογο που είχαμε, και η συζήτησή του αποκαλύπτει το εσωτερικό βάθος της
πείρας στις επισκέψεις του Θεού. Αποκαλύφθηκε σε αυτόν ο Χριστός και
αναπτύχθηκε μέσα του έντονη προσευχή, συνδυασμένη με υπακοή και άσβεστη
μετάνοια. Αυτή η αποκάλυψη τον έφερε σε ιδιαίτερες πνευματικές καταστάσεις που
δεν μπορεί να μοιραστεί με ανθρώπους που δεν έχουν τις ίδιες πνευματικές
εμπειρίες. Με την πνευματική του ζωή, ο Γέροντας, είναι οικουμενικός γιατί
προσεύχεται για όλο τον κόσμο, αγκαλιάζει όλους του ανθρώπους, μοιράζεται με
όλους την εμπειρία του και γι αυτό τον επισκέπτονται από τα πέρατα της γης:
Έλληνες από όλο τον κόσμο, Αμερικανοί, Ορθόδοξοι Χριστιανοί από τους πέντε
ηπείρους, Ρώσοι, Πολωνοί, Σέρβοι, Ρουμάνοι, Προτεστάντες, Εβραίοι και άλλοι. Τα
παθήματα του κόσμου γίνονται δικά του, πάσχει και αλγεί γι αυτό, συμμετέχει σε
όλη την τραγωδία του κόσμου. Ζει τα παθήματα όλων, συμμετέχει και πάσχει όταν
προσεύχεται για τον κόσμο.
Μια προσεκτική και πνευματική προσέγγιση στη
πατερική μορφή του Γέροντα Εφραίμ είναι ότι ζει και βιώνει την ιερή ησυχία που
συνδέεται με το πρόσωπο του Χριστού. Μέσα από αυτή την Χριστοκεντρική ησυχία
έχει αποκτήσει την ελευθερία του πνεύματος. Το ασκητήριό του είναι ένας χώρος
ήσυχος που εντρυφεί στην ηρεμία της ερήμου και του ουρανού, ιδιαίτερα κατά τη
νύκτα. Εκεί, αφιερώνει τη ζωή του στον Θεό και δέχεται εμπνεύσεις από τα αιώνια
αγαθά που είναι μια αδιάλειπτη προσευχή. Η σκέψη του μεταβαίνει στην
αιωνιότητα, δηλαδή παρατηρώντας τον ουρανό, την έρημο και τους ανθρώπους, όλα
τα βλέπει μέσα από ένα «απρόσιτο μυστήριο». Με τον τρόπο αυτό χάνει «την
αίσθηση του χρόνου» και εισέρχεται μέσα στα βάθη της αιωνιότητας. Βγαίνει από
τον εαυτό του, σταματούν να λειτουργούν τα φυσικά πράγματα γύρω του από το
θάμπος της χάρητος. Η μαρτυρία που μπορώ να προσφέρω είναι ότι ο Γέροντας
μεταγγίζει την πνευματική του πείρα στους ανθρώπους
που τον πλησιάζουν για να μυηθούν στα βαθύτερα στοιχεία της Εκκλησίας.
Οι άνθρωποι που ζουν μια συμβατική ζωή δεν μπορούν
να τον αντιληφθούν και δεν μπορούν να καταλάβουν την σκέψη του γιατί είναι
καρποί των πνευματικών βιωμάτων του.
Μας νουθετεί για την υπακοή, «να μάθουμε να σιωπάμε,
να λέμε την ευχή, να προσευχόμαστε, να σκεπτόμαστε τα αμαρτήματά μας, να
δημιουργούμε ένα πένθος αγαθό, μια μνήμη θανάτου, και πως να προετοιμαστούμε
για την αναχώρηση από αυτόν τον κόσμο, επειδή ο θάνατος είναι και το μόνο
βέβαιο που έχουμε σε αυτή τη ζωή».
Εμείς, προσπαθούμε να καταλάβουμε τα λεγόμενα του
Γέροντα με τη γνώση. Όμως, αυτά που μας λέει εκείνος είναι εμπειρίες, είναι
έμπρακτες πληροφορίες πνευματικής επαφής της καρδιάς του με τον Θεό, παίρνει
μηνύματα, παίρνει εντολές και έκτακτα χαρίσματα για την δημιουργία και την
πραγματοποίηση του πνευματικού του έργου στην Αμερική. Ο Γέροντας, με την
υπακοή στον Χριστό, και με την νοερά προσευχή, παίρνει μηνύματα από τον Θεό
μέσα από μυστηριακά και θαυματουργικά Θεία ιδιώματα. Γίνεται μια θεωρία μέσα
στο νου του, που οδηγείται στα Θεία μυστήρια και κατόπιν γίνονται αποκαλύψεις
μέσα στον ίδιο τον νου του. Δεν μπορεί ο άνθρωπος να καταλάβει αυτές τις θείες
καταστάσεις, αυτά τα θεία βιώματα. Ούτε μπορεί ο Γέροντας, να μοιραστεί μαζί
μας τα θεία μηνύματα για τις συνθήκες των καιρών. Δεν μπορεί ο άνθρωπος να
σηκώσει το βάρος των πνευματικών καταστάσεων. Μόνον αυτοί που έχουν τις ίδιες
αποκαλύψεις και την ίδια πνευματική εμπειρία μπορούν να δουν τις εντολές που
παίρνει ο Γέροντας από τον Θεό, μέσα από την υπακοή του. Ο Γέροντας έχει
μεταμορφωθεί διότι δέχτηκε την αγάπη του Θεού, διότι βιώνει την ταπείνωση και
έχει εξέλθει από τον ανθρώπινο εγωισμό και τον υλικό τρόπο ζωής.
Αυτή, λοιπόν, η θεοδίδακτη αρετή της υπακοής είναι
το θεμελιώδες μέσο για την πνευματική πορεία όλων μας, μοναχών, κληρικών, αλλά
και λαϊκών. Όλοι έχουμε την ανάγκη του Πνευματικού Πατέρα, σαν τον Γέροντα
Εφραίμ και τον Γέροντα Παίσιο, οι οποίοι θα μας οδηγήσουν να περάσουμε
απέναντι. Ο Γέροντας Εφραίμ μπορεί να ξεχωρίζει το κτιστό από το άκτιστο, και
αν οι ενέργειες προέρχονται από τον Θεό ή από τον διάβολο. Όταν κάνουμε το δικό
μας θέλημα, έχουμε την ευθύνη εμείς. Όταν, όμως, κάνουμε υπακοή στον Χριστό,
δια μέσου του Γέροντός μας, τότε την ευθύνη για μας την παίρνει ο Γέροντας, ο
οποίος ελκύει το έλεος του Θεού για μας. Όταν τα πάντα τα κάνουμε με την
υπακοή, έχουμε ελευθερία από τις μέριμνες, τις πολλές ασχολίες, από τους
κενόδοξους λογισμούς, έχουμε εξομολογηθεί τα αμαρτήματά μας στον Γέροντα
αισθανόμαστε ανάπαυση για την σωτηρία της ψυχής μας, την ευθύνη για μας την
παίρνει ο Γέροντας και εμάς δεν μας απασχολεί το θέμα της σωτηρίας μας όταν θα
βρεθούμε αντιμέτωποι με το άγνωστο, τον κίνδυνο, τα αναπάντητα διλήμματα, τον
πόνο, τις εσωτερικές κρίσεις. Αλλά και όταν ο άνθρωπος δοκιμάζεται από την
επώδυνη ασθένεια, τότε έρχονται οι απορίες και το άγνωστο. Τότε έρχεται η
απελπισία, η απόγνωση, η αβεβαιότητα, η συνείδηση μας μάς λέει τι δεν κάναμε
(έκανα). Ψάχνουμε για απαντήσεις που σχηματίζονται μέσα μας. Γιατί σε μένα Θεέ
μου; Γιατί τόσο πόνοι; Τι έκανα; Η χρησιμότης, λοιπόν, της υπακοής έγκειται στο
ότι τότε η ψυχή απελευθερώνεται για να επιδοθεί στην εσωτερική τη ζωή, όταν
κάποιος άλλος αναλαμβάνει τη ρύθμιση των εξωτερικών δραστηριοτήτων, όπως η
περίπτωση της διαβίωσης στο Μοναστήρι.
Στο τέλος αυτής της σύντομης εισήγησης και κατάθεση
μιάς προσωπικής μαρτυρίας, πρέπει όλοι να γνωρίζουμε ότι, ό,τι κάνουμε στη ζωή
μας, πρέπει να το κάνουμε με υπακοή. Η υπακοή είναι θεμελιώδης κανόνας, όρος,
της ζωής μας, βιολογικής, υλικής και πνευματικής. Ζωή χωρίς υπακοή δεν υπάρχει.
Μπορεί ο άνθρωπος να είναι ελεύθερος, αλλά δεν είναι παντοδύναμος. Δεν μπορεί
με την ελευθερία του να καθορίσει την εξέλιξη των πραγμάτων. Επειδή η υπακοή
άπτεται του πυρήνα της προσωπικότητας του ανθρώπου, άπτεται και του πυρήνα της
αυτοσυνειδήσεως του, γιατί εκεί μέσα υπάρχει το αυτεξούσιο, το οποίο με την
υπακοή το αποφεύγουμε. Αυτό, στα χέρια του Θεού, έχει να κάνει με την πίστη. Γι
αυτό και ο άνθρωπος δεν μπορεί να καταλάβει την θεραπευτική μέθοδο της υπακοής.
Αυτό το μαθαίνει αργότερα, ως μέθοδο, ως βοήθεια, όταν φτάσει ο άνθρωπος και
διαπιστώσει το αδιέξοδό του. Εκεί, μετά, προτείνονται διάφορες θεραπευτικές
μέθοδοι, και μια από αυτές είναι και η υπακοή.
Τελικά η απόρριψη του ατομικού «θέλω» εκφράζει την
ταπείνωση. Η ταπείνωση είναι χαρακτηριστικό της τελείας υπακοής.
Νικόλαος Λ. Μωραίτης. Ph.D Καλιφόρνια 2012
Αν σας αρέσει αυτό το άρθρο, μπορείτε να το βάλετε στο Ιστολόγιο σας αντιγράφοντας έναν από τους παρακάτω κωδικούς
If you Like This Article,Then kindly linkback to this article by copying one of the codes below.
URL Of Post:
Paste This HTML Code On Your Page:
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.