Η Ευχαριστιακή λειτουργία - Αρχές και ιστορική εξέλιξη.
Π. Ευδοκίμωφ, Ἡ προσευχή τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας
Ο Χριστός και οι Απόστολοι στη λει- τουργική τους ζωή χρησιμοποιούσαν το θρησκευτικό περι- βάλλον της εποχής τους μεταγγίζοντάς του όμως ένα εντελώς καινούργιο νόημα. Πρόκειται για το τελετουργικό της προσευχής της συναγωγής, καθώς και για το τελετουργικό δείπνο της ιουδαϊκής οικογενείας, ή της Khavourah, είδους αδελφότητος των ευσεβών Ιουδαίων.
Αυτήν επίσης την ακολουθία παρέλαβε και η χριστιανική Εκκλησία για να συντάξη το πρώτο κατηχητικό μέρος της Θείας Λειτουργίας, που ονομάζεται «Λειτουργία των Κατηχούμενων». Η διάταξη δεν άλλαξε καθόλου εκτός από την τάξη των αναγνωσμάτων που απέκτησαν μια ηυξημένη σημασία: οι προφήτες της Π. Διαθήκης, μια περικοπή από τις επιστολές και μια από τα Ευαγγέλια. Μετά τα αναγνώσματα, ακολουθεί η ομιλία, η απόλυση των κατηχουμένων και των μετανοούντων και η ακολουθία τελειώνει με μια
μεγάλη ικετευτική δέηση.
Το Δείπνο του Χριστού και των Αποστόλων τοποθετείται στην καρδιά της «Λειτουργίας των Πιστών» και αποτελεί την ευχαριστιακή σύναξη. Ο Κύριος ακολουθούσε εδώ το ιουδαϊκό τελετουργικό του δείπνου της οικογενείας, ή της Khavourah, την Παρασκευή το βράδυ.
Στην αρχή της βραδυάς, ο πατέρας της οικογενείας πρόσταζε ν' ανάψουν το φως. Ήταν προνόμιο της μητέρας της οικογενείας, που έμπαινε με μια λάμπα αναμμένη, ενώ τα παιδιά τραγουδούσαν έναν ύμνο χαρούμενης εισόδου στη «μνηστή- Σάββατο», που συμβολιζόταν με τη λάμπα.
Η τελετή αυτή του Λυχνικού θυμίζει τον βυζαντινό ύμνο «Φως Ιλαρόν», που ψάλλεται στον Εσπερινό. Είναι περισσότερο φανερό ότι η Θεοτόκος ήταν εκείνη, που τέλεσε αυτό το τελετουργικό δείπνο τύπο κατά το δείπνο του Κυρίου. Το γεγονός αυτό καθορίζει το μαριολογικό στοιχείο της Λειτουργίας. Η Παρθένος «Θύρα του ουρανού» μας οδηγεί στη θεώρηση του μυστηρίου με τα μάτια της Περιστεράς, στο φως της Πάναγνης ψυχής της: «ὁρῶσα σε κρεμάμενον, Χριστέ, ἡ σέ κυνήσασα ἀνεβόα. Τί τό ξένον, ὁρῶ, μυστήριον, υἱέ μου» (1) ...
Αμέσως μετά το Λυχνικό ερχόταν η θρησκευτική τελετουργία του δείπνου. Οι προσκεκλημένοι έφερναν τα δώρα τους, σαν προσωπική συμβολή καθενός συνδαιτημόνος στο δείπνο. Στην αρχή καθένας έλεγε την ευλογία για τον εαυτό του, κι έπινε το πρώτο «μικρό ποτήριο» (που μνημονεύεται στο Ευαγγέλιο του Λουκά κβ ΄ 18) λέγοντας: «Εὐλογητός εἶ Κύριε ὁ Θεός ἡμῶν, Βασιλεῦ τῶν αἰώνων, ὁ δημιουργήσας τόν καρπόν τῆς ἀμπέλου». Σ' αυτήν την ευλογία αναφέρεται ο λόγος του Ιησού: «Λέγω γάρ ὑμῖν ὅτι οὐ πίω ἀπό τοῦ γενήματος τῆς ἀμπέλου ἕως ὅτου ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἔλθῃ» ( Λουκ. κβ ΄ 18).
Αφού οι συνδαιτημόνες έπλεναν τα χέρια με αρωματισμένο νερό άρχιζε το καθαυτό δείπνο: «Εὐλογητός εἶ Κύριε, ὁ Θεός ἡμῶν, σύ ὁ παράγων ἄρτον ἐκ γῆς». Σ' αυτήν ακριβώς την στιγμή ο Κύριος πρόφερε τα λόγια: «Τοῦτο ἐστι το σῶμα μου τό ὑπέρ ὑμῶν διδόμενον ( Λουκ. κβ ΄ 19). Η φράση: «Τοῦτο ποιεῖτε εἰς τήν ἐμήν ἀνάμνησιν» έδινε ένα εντελώς νέο περιεχόμενο σ' αυτή την παλιά ιουδαϊκή παράδοση και την ξεπερνούσε ολοκληρωτικά με την αγγελθείσα θυσιακή πληρότητα και το μεγάλο θαύμα της ευχαριστίας.
Ο πατέρας της οικογενείας ή ο προεστώς της αδελφότητος μοίραζε τα κομμάτια του κομμένου και ευλογημένου άρτου σε ένδειξη της αδελφικής κοινωνίας των συνδαιτημόνων. Ακολουθούσε το δείπνο και, μετά την προσφορά του θυμιάματος, ο νεώτερος έπλενε τα χέρια όλων. Ο Ιησούς- δούλος του Γιαχβέ - έπλυνε τα πόδια των μαθητών του ( Ιω. ιε ΄ 5-15).
Στο τέλος λάμβανε χώρα η τελετουργία, την οποία ο απόστολος Παύλος προσδιορίζει μ' ένα τεχνικό όρο του τυπικού «το ποτήριο της ευλογίας». Όλοι σηκώνονταν όρθιοι και ο προεστώς διερμήνευε τα αισθήματα της κοινότητος λέγοντας: «Με την συγκατάθεσή σας, ας ευχαριστήσουμε τον Κύριο». Όλοι απαντούσαν «ἄξιον καί δίκαιον ἐστιν». Ακολουθούσε η πανηγυρική έκφραση ευχαριστίας, που λεγόταν πάνω στο κοινό ποτήριο και υπομνημάτιζε το εορταζόμενο γεγονός. Η προσευχή αυτή ονομάζεται εὐλογία γιατί αρχίζει με το «εὐλογητός ὁ Θεός...». Φέρει επίσης το όνομα barak, ευχαριστία, γιατί υμνεί τον Θεό για τις χορηγηθείσες και αναμιμνησκόμενες ευλογίες- ευεργεσίες. Το πρώτο της μέρος ανακαλεί στη μνήμη την έξοδο από την Αίγυπτο, την χορήγηση της Γης της Επαγγελίας και την τροφή, την οποία ο Θεός εξασφάλισε στο λαό του. Το δεύτερο μέρος είναι μια επίκληση σχετική μ' εκείνη που αναφέρεται στην έλευση του Ηλία στο τέλος της ιστορίας, για να αποκαταστήση το βασίλειο του Δαυίδ, να ξανακτίση την Ιερουσαλήμ και να στηρήξη τον λαό στην πίστη του. Η προσευχή ολοκληρώνεται με μια πανηγυρική δοξολογία, έναν ύμνο στο θαυμαστό όνομα του Θεού, από το στόμα όλων των δημιουργημάτων. Όλοι λένε «Ἀμήν» και αποσύρονται.
Μέσα, λοιπόν, σ' αυτήν την ακολουθία των τελετουργικών δείπνων όπου βρίσκεται η πιο φλογερή μεσσιανική προσδοκία ωριμάζει προφητικά η χριστιανική ευχαριστιακή Λειτουργία. Η ευαγγελική διήγηση του δείπνου του Κυρίου ακολουθεί την ίδια διάταξη. Ο άγιος Λουκάς ( κβ ΄ 17) μνημονεύει το «μικρό ποτήριο» του οίνου, που προηγείται της κλάσεως του άρτου. Ο Κύριος τεμαχίζει τον άρτο και τον μοιράζει στους μαθητές, σαν το ίδιο του το σώμα τεμαχισμένο.
Στο τέλος του δείπνου, τη στιγμή που η προσευχή επικαλείται μια καινούργια και οριστική επέμβαση του Σωτήρος Θεού, ο Χριστός αναγγέλλει το χριστιανικό Πάσχα. Από τότε, κάθε ευχαριστία των Αποστόλων και της Εκκλησίας μαρτυρεί την παρουσία του αναστάντος Κυρίου και του μοναδικού ουρανίου άρτου, που κάνει τους πάντες ένα Σώμα εν Χριστώ, δια του Πνεύματος και για τη δόξα του Πατρός. Ο Χριστός παίρνει το ποτήριο της ευλογίας και το μεταδίδει στους αποστόλους σαν το ίδιο του το αίμα, που χύθηκε «εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν». «Καί ὑμνήσαντες ἐξῆλθον εἰς τό ὄρος τῶν ἐλαιῶν».
Η Εκκλησία μεταβάλλει την κατηχητική σύναξη της συναγωγής σε λειτουργία των κατηχουμένων και το τελετουργικό δείπνο σε λειτουργία των πιστών (2). Αλλ' η χριστιανική Λειτουργία αλλάζει βαθιά την πορεία των γεγονότων: Η πράξη τοποθετείται εκεί όπου καταλήγει η επίκληση, δηλ. στο ουράνιο, κατά το πνευματωμένο σώμα και όχι «κατά σάρκα». Από την υπόσχεση φθάνουμε στην εκπλήρωσή της, που πραγματοποιήθηκε ήδη πάνω στο σωτήριο Σταυρό, στεφανωμένο με το φως της Αναστάσεως. Ο διάλογος του ιουδαϊκού λειτουργικού τύπου γίνεται παραίνεση για την έσχατη ύψωση: «Ἄνω σχῶμεν τάς καρδίας». «Ἔχομεν πρός τόν Κύριον», εκεί που βρίσκεται «ὁ ἄρτος τοῦ οὐρανοῦ» περιστοιχιζόμενος και λατρευόμενος από τις αγγελικές δυνάμεις. Σαν έκφραση αυτής της ουράνιας και αγγελικής λαμπρότητος ο άνθρωπος, έχοντας επιστρέψει στην αληθινή του υπόσταση, ψάλλει μαζί με τους αγγέλους, τον επινίκιο ύμνο «Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος Κύριος Σαβαώθ...».
Η Λειτουργία της συναγωγής (3) συμπλήρωνε τον επινίκιο ύμνο με τους στίχους του Ιεζεκιήλ (γ΄12): «Εὐλογημένη ἡ δόξα Κυρίου ἐκ τοῦ τόπου αὐτοῦ». Η χριστιανική λειτουργία τους αντικαθιστά με την προσφώνηση του βασιλέως Ιησού, που εισέρχεται στην Ιερουσαλήμ ( Ματθ. κα΄ 9). «Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, Ὡσαννά !» Ο τόπος κατοικίας της δόξης, της αληθινής Schekinah, της παρουσίας του Θεού ανάμεσα στους δικούς του, αποκαλύπτεται τώρα εν Χριστώ, στο πρόσωπο του οποίου εκπληρώνεται έτσι οριστικά η εσχατολογική προσδοκία του Ισραήλ.
Στην χριστιανική αναφορά ακούμε: «Εὐχαριστήσωμεν τῷ Κυρίῳ» - «Ἄξιον καί δίκαιον». Κι αυτή αναφέρεται στο παρελθόν αλλά διαφορετικά: Ευχαριστεί τον Θεό για την συντελεσθείσα σωτηρία, γιατί δεν έπαυσε «πάντα ποιῶν» δια μέσου του Υιού του «ἕως ἡμᾶς εἰς τόν οὐρανόν ἀνήγαγε καί τήν βασιλείαν του ἐχαρίσατο τήν μέλλουσαν» (4), και γιατί μας τρέφει, ήδη από τώρα με την αιώνια ζωή.
Ο Κύριος είπε: «Τοῦτο ποιεῖτε εἰς τήν ἐμήν ἀνάμνησιν». Η ανάμνηση έχει ακριβώς την έννοια της ενθυμήσεως του Θεού. Η αναφορά είναι προσφορά στον Θεό και ταυτόχρονα έχει μέσα της την απάντηση εκ μέρους του Θεού: Η ενθύμηση του Θεού, η παρουσία του, αποκαταστάθηκε τώρα στον άνθρωπο. «Καί ἰδού ἐγώ μεθ ' ὑμῶν εἰμι πάσας τάς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ ἀιῶνος» ( Ματθ. κη ΄ 19).
Η εσχατολογική επίκληση της ιουδαϊκής προσευχής γίνεται η χριστιανική επίκληση. Αλλά δεν είναι πια επίκληση του Ηλία και του βασιλείου του Δαυίδ, αλλά του Αγίου Πνεύματος, που φανερώνει άμεσα την παρουσία του Χριστού μέσα στη σάρκα Του και στο αίμα Του.
Ακολουθώντας την ιουδαϊκή προσευχή η αναφορά τελεί με τη δοξολογία: «Καί δός ἡμῖν ἐν ἑνί στόματι... δοξάζειν... τό μεγαλοπρεπές ὄνομά σου... εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων». Το Ἀμήν της συνάξεως ολοκληρώνει και επισφραγίζει την κοινή προσευχή.
Τις ημέρες των εορτών, το πρωί του Σαββάτου, η συναγωγή τελούσε την ακολουθία την λεγομένη θυσία του Mousaf, η οποία συμπλήρωνε την συνηθισμένη και ελάμβανε χώρα πριν από το μεσημέρι. Το ίδιο και η χριστιανική Λειτουργία πρέπει να τελήται μεταξύ τρίτης ώρας και μεσημβρίας. Και τη νηστεία που απαιτούσε η Mishna την ξαναβρίσκουμε στην ευχαριστιακή νηστεία της Εκκλησίας.
Σχετικά με την λατρεία της Εκκλησίας κατά την αποστολική εποχή, η Καινή Διαθήκη μας διασώζει μερικά αποσπασματικά στοιχεία. Οι Πράξεις (β΄ 42- 46, κ΄ 7) περιγράφουν την λειτουργική ζωή, που είχε κέντρο την αποστολική διδασκαλία, το κήρυγμα, την προσευχή (ψαλμούς και ύμνους) και την κλάση του άρτου. Ο Λόγος (αναγνώσματα και κήρυγμα) κορυφώνεται στην κλάση του ευχαριστιακού άρτου.
Το κείμενο της Καινής Διαθήκης περιέχει λειτουργικά αποσπάσματα των αποστολικών κοινοτήτων. Είναι ομολογίες πίστεως ( Ρωμ. ι΄ 10, Φιλιπ. β΄ 11), ευλογίες και χαιρετισμοί ( Γαλ. στ΄ 18, Κολ. δ΄18, Α΄ Κορ. ιστ ΄ 23, Β΄ Κορ. ιγ ΄ 13), δοξολογίες ( Ρωμ. α΄ 25, θ΄ 5, Β΄ Κορ. ια ΄ 31, Γαλ. α΄ 5, Φιλιπ. δ΄20) και ύμνοι ( Φιλιπ. β΄ 6-11, Κολ. α΄ 5-20, Ρωμ. ιστ΄25-27, Α΄ Τιμ. γ΄ 16).
Η Αποκάλυψη είναι ιδιαίτερα πλούσια σε δοξολογίες (κεφ. δ΄ και ε΄) οι οποίες καταλήγουν σε ευλογίες και υμνούν τον Θεό για τις παρεμβάσεις Του στην ιστορία. Είναι η ανάμνηση «τῶν θαυμασίων» που εποίησεν ο Θεός κατά τον παρελθόν και τα οποία με την επιφανειακή ανάμνηση ριζώνουν στο σήμερα και γίνονται παρόντα. Αλλά πάνω από όλα η Αποκάλυψη σκιαγραφεί τη μεγαλοπρεπή εικόνα «της Θείας Λειτουργίας», που τελείται στον ουρανό από τον μοναδικό Μέγα Αρχιερέα, τον Χριστό, περιστοιχιζόμενο από τους αγγέλους. Η επίγεια Λειτουργία δεν είναι παρά συμμετοχή σ' αυτήν την ουράνια και αιώνια λατρεία ( Εβρ. θ΄ και ια ΄). Εκεί αντηχεί το ’γιος, ’γιος, ’γιος...των αγγέλων «ἡμέρας καί νυκτός» ( Αποκ. κεφ. δ΄ και ε΄), τα ζώα (ο κόσμος) αναπέμπουν την ευχαριστία και οι είκοσι τέσσερις «πρεσβύτεροι», αντιπροσωπεύοντας το βασίλειο Ιεράτευμα, δηλαδή την Εκκλησία, επαναλαμβάνουν τον ύμνο των αγγέλων που περιβάλλουν το θρόνο.
Παράλληλα με τα αποσπάσματα που διασώζονται στο κείμενο της Καινής Διαθήκης βλέπομε και πολυάριθμες νέες συνθέσεις, όπου εκφράζεται η πίστη των πρώτων κοινοτήτων (6) . Η υμνογραφία αυτή στο σύνολό της παρουσιάζει χριστολογικά σχόλια και μεγάλα μεσσιανικά θέματα της Βίβλου.
Η Διδασκαλία των Αποστόλων (3 ος αι.) παρουσιάζει την λειτουργική ζωή μιας ελληνόγλωσσης συριακής κοινότητος, σημαδεμένης από την ιουδαϊκή παράδοση, η οποία περιέχει αναμφισβήτητα τον πυρήνα της λεγομένης Λειτουργίας του Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Περί τα τέλη του 4 ου - 5ου αι. τοποθετούνται τα εξ πρώτα βιβλία των Αποστολικών Διαταγών , τα οποία επαναλαμβάνουν και αναπτύσσουν την Διδασκαλία . Ανάμεσα στις πιο σίγουρες πηγές πρέπει να μνημονεύσουμε τις κατηχήσεις και τα κηρύγματα του Ιωάννου του Χρυσοστόμου και του Θεοδώρου Μοψουεστίας, τις κατηχήσεις του Κυρίλλου Ιεροσολύμων και το Οδοιπορικό της Αιθερίας στην Παλαιστίνη. Τα βιβλία VII και VIII των Αποστολικών Διαταγών περιλαμβάνουν δύο τυπικά-ευχολόγια. Το τυπικό- ευχολόγιο του VIII βιβλίου αναπτύσσει την Αποστολική Παράδοση , έργο αποδιδόμενο στον Ιππόλυτο Ρώμης (αρχές 3 ου αι. ). Ένα ευχολόγιο αποδιδόμενο στον επίσκοπο Θμούεως Σεραπίωνα, μας πληροφορεί για την λειτουργική ζωή του 4 ου αι. στην Αίγυπτο.
Όλα αυτά τα κείμενα έχουν μια κεφαλαιώδη σημασία, γιατί εκθέτουν με ακρίβεια την ζωντανή πίστη της Εκκλησίας και την διδασκαλία της, στην οποία η Εκκλησία στηρίζει τη δογματική της συνείδηση, μέσα στο ταραγμένο φόντο των χριστολογικών και τριαδολογικών συζητήσεων.
Στην Ιερουσαλήμ επί πατριαρχίας του αγίου Κυρίλλου (348-386) διαμορφώνεται ο εορτολογικός κύκλος. Στα μοναστήρια της Παλαιστίνης και κυρίως στην Λαύρα του Αγίου Σάββα (που ιδρύθηκε το 478), κοντά στην Ιερουσαλήμ, δημιουργείται η λειτουργική υμνογραφία.
Τον 6ο αιώνα, ο Ρωμανός ο Μελωδός, διάκονος στη Βηρυττό κι ύστερα στην Κωνσταντινούπολη, ακολουθεί τους ποιητικούς τύπους του αγίου Εφραίμ και των μαθητών του στην Ανατολική Συρία και εμπνέεται από την υμνογραφία τους την οποία εκφράζει ελληνικά. Είναι ο διδάσκαλος του Κοντακίου, το οποίο είναι σειρά ισοσύλλαβων στίχων, χωρισμένες σε κανονικές στροφές με ακροστιχίδα. Αυτοί οι στίχοι θα διατηρηθούν έκτοτε καταχωρισμένοι μεταξύ της στ΄ και ζ΄ ωδής κάθε Κανόνος.
Τον 8ο αιώνα οι Σύροι ελληνιστές άγιος Ανδρέας Κρήτης, μοναχός του αγίου Σάββα, άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός και Κοσμάς επίσκοπος Μαϊουμά, γίνονται οι δημιουργοί των Κανόνων , που αντικατέστησαν τα Κοντάκια . Αυτοί συνθέτουν τα τροπάρια ή στροφές που παρεμβάλλονται μεταξύ των στίχων των βιβλικών ωδών (που ψάλλονται στον Όρθρο). Το λειτουργικό αυτό είδος, η υμνογραφία των κανόνων, από τη Συρία περνάει στην Κωνσταντινούπολη, στην Μονή του Στουδίου και στους μοναχούς της Θεόδωρο, Θεοφάνη και Ιωσήφ τον υμνογράφο. Την εποχή του «θριάμβου της Ορθοδοξίας» επί της εικονομαχίας (8 ος -9 ος αι.) η λειτουργική παράδοση του Στουδίου γίνεται οριστικά η Παράδοση της Κωνσταντινουπόλεως. Στην μονή του Στουδίου δημιουργείται η τάξη των ακολουθιών, το Τυπικό, η Οκτώηχος και η Παρακλητική για τις Ακολουθίες των Κυριακών και των εορτών, το Τριώδιο για την περίοδο της Μ. Τεσσαρακοστής και το Πεντηκοστάριο για την πασχάλιο περίοδο.
Οι δύο αδελφές βυζαντινές Λειτουργίες είναι του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου και του αγίου Βασιλείου. Η λειτουργία του Χρυσοστόμου είναι σίγουρα αντιοχειανής προελεύσεως ενώ του αγίου Βασιλείου είναι πιο κοντά στις αιγυπτιακές καταβολές, με τον πρωταρχικό πυρήνα λειτουργίας που ήταν σε χρήση στην Καισάρεια της Καππαδοκίας, στον οποίο ο άγιος Βασίλειος έδωσε την οριστική του μορφή. Οι δύο άγιοι δεν είναι καθόλου δημιουργοί, αλλά συντάκτες κειμένων που ήδη προϋπήρχαν. Οι πιο παλιές μαρτυρίες ανέρχονται στον 8 ο και τον 9ο αι., ενώ για την περίοδο μεταξύ του 4 ου και του 8 ου αι., δεν υπάρχει τίποτε γνωστό, τουλάχιστο μέχρι τώρα. Ξεκινώντας όμως από τα συγγράμματα του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, είναι αναμφισβήτητο ότι τον 4ο αι. η αναφορά είχε στις γενικές της γραμμές τη σημερινή της μορφή. Οι συντάκτες συνέπτυξαν, συστηματοποίησαν, ταξινόμησαν το υλικό που προϋπήρχε προσθέτοντας μερικές ευχές και ύμνους.
Μόνο από τον 8ο αι. και μετά μπορούμε να παρακολουθήσουμε ευκολώτερα την ιστορική εξέλιξη του κειμένου, και την οριστική του ενοποίηση και καθιέρωση. Με τα δεδομένα της επιστήμης σήμερα μπορούμε να βεβαιώσουμε ότι μεταξύ του 12 ου και του 15 ου αι. το βυζαντινό τυπικό έχει ήδη συγκροτηθή με το σημερινό του περιεχόμενο. Φτάνει σ' όλα τα διαμερίσματα της αυτοκρατορίας και στα ορθόδοξα Πατριαρχεία: Κωνσταντινουπόλεως, Αντιοχείας, Αλεξανδρείας, Ιερουσαλήμ, στις σλαβικές χώρες και στη Ρουμανία.
Στην εποχή του αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου και του αγίου Βασιλείου η τάξη της θείας Λειτουργίας ήταν η εξής: είσοδος των λειτουργών, αναγνώσματα και ομιλία, προσευχή για τους κατηχουμένους, και η απόλυσή τους, ευχές υπέρ των πιστών, προσφορά των δώρων και μεγάλη είσοδος, ασπασμός της ειρήνης, αναφορά και επίκληση, Κυριακή προσευχή, κοινωνία, ευχαριστία και απόλυση πιστών. Έτσι όλα τα κύρια μέρη της Λειτουργίας είναι ολοφάνερα παρόντα.
Τον 5ο αι. εμφανίζεται το τρισάγιο, τον 6ο αι. το Σύμβολο της Πίστεως, το ζέον, το τροπάριο ο Μονογενής, και το χερουβικό. Τον 8ο αι. καταργούνται τα αναγνώσματα της Π. Διαθήκης πριν από τα αποστολικά, εισάγονται τα αντίφωνα πριν από τα αναγνώσματα και η προσκομιδή (προετοιμασία των δώρων) μετατίθεται πριν από τη Λειτουργία. Τον 12ο και 14ο αι. προστίθεται ανώφελα στην επίκληση το τροπάριο της Τρίτης Ώρας.
Σύμφωνα με τη μαρτυρία των παλαιών χειρογράφων (8ου - 9ου αι.) η Λειτουργία του αγίου βασιλείου φαίνεται να ήταν η επικρατέστερη, σήμερα συμβαίνει το αντίθετο. Η Λειτουργία του Χρυσοστόμου επιβλήθηκε ας πούμε σαν κανονική, ενώ του Βασιλείου χρησιμοποιείται μόνο δέκα φορές το χρόνο: Τις Κυριακές της Μ. Τεσσαρακοστής εκτός από την Κυριακή των Βαΐων, την 1 η Ιανουαρίου (εορτή του αγίου Βασιλείου), τις παραμονές των Χριστουγέννων και των Θεοφανίων (όταν οι εορτές αυτές δεν πέφτουν ημέρα Κυριακή ή Δευτέρα), τη Μ. Πέμπτη και το Μ. Σάββατο.
Οι δύο αυτές λειτουργίες είναι όμοιες, αλλά στην Λειτουργία του Μ. Βασιλείου η αναφορά, η μνημόνευση των αγίων και τα Δίπτυχα είναι πιο εκτεταμένα και θεολογικά πλουσιώτερα. Η επίκληση παρουσιάζει ελαφρές παραλλαγές. Τη στιγμή του μεγαλυναρίου της Θεοτόκου (τροπάριο προς τιμήν της), στη θέση του «Ἄξιον ἐστιν ὡς ἀληθῶς...», ψάλλεται το «Ἐπί σοι χαίρει, Κεχαριτωμένη, πᾶσα ἡ κτίσις».
ΠΗΓΗ
Το κείμενο των Αποστολικών Διαταγών μας παρέχει πολύτιμες ιστορικές και θεολογικές μαρτυρίες και πλήθος λειτουργικών στοιχείων που φωτίζουν την εποχή του τέλους του τετάρτου αιώνα στην Αντιόχεια. Σε συνδυασμό με τις άλλες πηγές της εποχής εκείνης, συντελούν αποφασιστικά και καθοριστικά στην εξέλιξη της χριστιανικής λατρείας . Άλλωστε ο τέταρτος αιώνας χαρακτηρίζεται από μία λειτουργική άνθιση και ακμή, καθώς κυριαρχεί η ανεξιθρησκεία και η θρησκευτική ελευθερία που απογειώνουν την ελευθερία της λατρείας. Η μελέτη μας με τον τίτλο «Λειτουργικά Στοιχεία στο κείμενο των Αποστολικών Διαταγών» διαιρείται σε τέσσερα κεφάλαια. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες του κειμένου μας, έχουμε σε συνάξεις τακτικές ώρες προσευχής που είναι κυρίως ο εσπερινός, το μεσονυκτικό και ο όρθρος. Οι προσευχές περιλαμβάνουν ύμνους και ψαλμούς ,διάφορα αιτήματα του λαού προς το Θεό και αναγνώσματα από τη Βίβλο. Άλλες ακολουθίες που αναφέρονται και αφορούν την κοινή αλλά και την κατ’ ιδίαν προσευχή των πιστών είναι των ωρών : η Τρίτη, η Έκτη και η Ενάτη. Όλες οι ακολουθίες γίνονται ανεξάρτητα από το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας, και δίνεται κάποια περιγραφή τους χωρίς όμως να υπάρχει λεπτομερής τυπική διάταξη. Οι Αποστολικές Διαταγές μας δίδουν πάρα πολλά στοιχεία για τα ιερά μυστήρια του Βαπτίσματος του Χρίσματος , της Μετάνοιας, της Ιερωσύνης, του Γάμου και της θείας Ευχαριστίας. Τα στοιχεία αυτά μας δίδουν τη δυνατότητα να σχηματίσουμε μία σαφή εικόνα της πράξης και της τελετουργίας των μυστηρίων της Εκκλησίας. Πριν από το Βάπτισμα προηγείται η κατήχηση που διαρκεί τρία έτη, ώστε να διδαχθεί ο υποψήφιος το σωτήριο έργο της Οικονομίας του Θεού. Η προετοιμασία ολοκληρώνεται με αυστηρή νηστεία και πραγματοποιείται το Βάπτισμα με τριπλή κατάδυση και ανάδυση. Όσοι βαπτίζονταν, έπαιρναν με το Χρίσμα, τη χάρη του Αγίου Πνεύματος και μπορούσαν να συμμετέχουν στη θεία Ευχαριστία. Το μυστήριο του Γάμου είναι ιερό και αυτό φαίνεται έντονα στο κείμενό μας, χωρίς να διακρίνεται κάποια ιδιαίτερη ιεροτελεστία. Ευχές που να ευλογούν το Γάμο δεν υπάρχουν. Καθοριστικός είναι ο ρόλος του Επισκόπου και η ευθύνη την οποία αυτός επωμίζεται για τη μετάνοια των αμαρτησάντων. Ακολουθεί το τελετουργικό της μετανοίας που περιελάμβανε κάποιες τελετουργικές λεπτομέρειες, εξομολόγηση του μετανοούντος, άφεση των αμαρτημάτων και τελικά την επάνοδό του στις τάξεις των πιστών. Ο τρόπος της εξομολόγησης που επικρατεί την εποχή αυτή είναι ο μυστικός, ενώ ο δημόσιος παραμένει μόνο για τα φανερά αμαρτήματα. Με το μυστήριο της Ιερωσύνης, που περιλαμβάνει την ευχή του Επισκόπου και τη δωρεά του Αγίου Πνεύματος ,ο υποψήφιος καθίσταται ιερουργός σε έναν από τους τρεις ιερατικούς βαθμούς. Στο όγδοο βιβλίο βρίσκεται η ευχή χειροτονίας του Επισκόπου που γίνεται δια επιθέσεως των χειρών και την ανάλογη ευχή. Διακρίνεται σε τρία μέρη : τον πρόλογο, τα αιτήματα και τη δοξολογία του Θεού. Ο συγγραφέας για να παρουσιάσει την χειροτονία του Επισκόπου καταγράφει ολόκληρη τη θεία Λειτουργία. Στις Αποστολικές Διαταγές παρουσιάζονται και αρκετές εορτές, όπως της Κυριακής, των Επιφανίων, του Πάσχα. Οι πληροφορίες που μας δίδουν για τον εορτασμό τους και της τάξη που επικρατούσε είναι λιγοστές. Επίσης μας πληροφορούν για τη θέση που κατείχαν τα παιδιά στη λατρεία, το σπουδαίο ρόλο των γυναικών στη ζωή της Εκκλησίας, όπως επίσης και τις αρμοδιότητες των χηρών, των παρθένων και των ορφανών. Μας περιγράφουν τη δομή του ιερού ναού ως λειτουργικού τόπου και τον ονομάζουν οίκο προσευχής και συνάθροιση λαού. Στην παράδοση των Αποστολικών Διαταγών αναφέρεται πλήθος λειτουργικών θεσμών που μας εισάγουν στο πνευματικό κλίμα και μας δίδουν την επικρατούσα τάξη της εποχής, όσον αφορά το λαό του Θεού, τον ανώτερο και κατώτερο κλήρο και τις ιδιαίτερα διαμορφωμένες τάξεις των πιστών. Κατά τη συνάθροιση της Λειτουργίας των πιστών γινόταν το κήρυγμα, έργο ιερό και υπεύθυνο, από το νεοχειροτονηθέντα Επίσκοπο καθώς και από τον πρεσβύτερο. Το κήρυγμα ,λόγος παρακλήσεως όπως χαρακτηρίζεται στις Αποστολικές Διαταγές, ήταν απαραίτητο για την γνώση και κατανόηση των γραφών. Επίσης προτείνεται συγκεκριμένη στάση προσευχής από τους πιστούς εντός του ιερού ναού, καθώς ο Θεός δοξάζεται και με το σώμα και με το πνεύμα των πιστών. Στις λατρευτικές συνάξεις ήταν ανεπίτρεπτες οι αταξίες και οι οποιεσδήποτε ακαταστασίες, ενώ οι πιστοί συμμετέχουν με ψαλμούς και δοξολογίες, άλλοτε γονατιστοί, άλλοτε όρθιοι. Τέλος στο κείμενο μνημονεύεται ο θεσμός της νηστείας και σύμφωνα με το παράδειγμα του Ιησού Χριστού οι πιστοί προτρέπονται να νηστεύουν, ώστε να προετοιμάζονται κατάλληλα για τον εορτασμό του Πάσχα και το επερχόμενο βάπτισμα. Γενικότερα , θα μπορούσαμε να αναφέρουμε ότι οι Αποστολικές Διαταγές είναι μία μοναδική και ανεκτίμητη πηγή πληροφοριών της λειτουργικής παράδοσης έως τον τέταρτο αιώνα. Το υλικό τους πλούσιο και πηγαίο, αναδεικνύει τον πλούτο της λατρευτικής ζωής της Εκκλησίας μας και στοχεύει όχι μόνο στην ενημέρωση αλλά και εντρύφηση, σπουδή και διερεύνηση από μέρους μας, των θησαυρών του κειμένου.
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.