ΙΩΑΝΝΗΣ O ΘΕΟΛΟΓΟΣ Ο ΥΙΟΣ ΤΗΣ ΒΡΟΝΤΗΣ
ΣΩΤΟΥ ΧΟΝΔΡΟΠΟΥΛΟΥ
ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΗ
ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ
ΠΑΡΑΚΛΗΤΙΚΟΣ
ΚΑΝΩΝ ΠΟΙΗΜΑ Γ. ΜΙΚΡΑΓΙΑΝΝΑΝΙΤΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
«ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΓΗ ’Αθήνα
Oi κοσμικοί
άνθρωποι θαυμάζουν καί έξυμνούν κοσμικά πρόσωπα: επιστήμονας, οι οποίοι δεν
ηννόσαν ποιος εδωκε νουν και επιστήμην, και οτι το απεχέχσθαι άπό κακών εϊνε έπιστήμη, ή
σπουδαιοτέρα επιστήμη· φιλοσόφους, οί όποιοι ούδέν μεταφυσικόν πρόβλημα
έπέλυσαν, άλλά συνεχώς δημιουργούν καί συσσωρεύουν πλάνας, όπως ίδιος αύτών
προφήτης είπε λογοτέχνας μέ κακότεχνον ψυχήν, οί οποίοι
έξωραΐζουν άσχημίας· ποιητάς, οί όποιοι άγνοοΰν τόν Ποιητήν
τοΰ Σύμπαντος καί γενεσιουργόν τοΰ κάλλους, καί έξυμνοϋν τά κτίσματα παρά
τόν Κτίστην, καί πολλάκις ματαιότητας καί αθλιότητας- κοινωνικούς έπαναστάτας
καί μεταρρυθμιστής, οί όποιοι δέν κατέστειλαν τάς έπαναστάσεις τών παθών
των καί δέν μετερρύθμισαν τούς έαυτούς των, έπαγγέλλονται παραδείσους καί
δημιουργούν κολάσεις πολιτικούς, άνδρας πονηρούς καί γόητας, δημαγωγούς
άδιστάκτους, πλανώντας τούς λαούς, άλλά καί πλανωμένους οίκτρώς· έμπορους
καί πλουσίους, οί όποιοι άγνοοΰν τόν πλοΰτον τής άγάπης καί φιλανθρωπίας
καί καταπατούν τήν δικαιοσύνην ήθοποιούς, οί όποιοι παίζουν θέατρον καί από
σκηνής και έκ τοΰ φυσικού, καί διά των αισχρών των έργων καί παραδειγμάτων
διαφθείρονται καί διαφθείρουν τούς λαούς τραγουδιστός, οί όποιοι
τραγουδούν τήν αμαρτίαν καί αυτόν τόν Σατανάν, καί δαιμονίζονται καί
δαιμονίζουν, ιδίως τήν νεότητα- ποδοσφαιριστάς, οί όποιοι γνωρίζουν νά
λακτίζουν τήν μπάλλαν, καί των οποίων
ό νούς άπό
τήν κεφαλήν κατέβη είς τούς πόδας.....
Οί κοσμικοί
θαυμάζουν καί έξυμνούν κοσμικούς. Οί πνευματικοί θαυμάζουν καί έξυμνούν
πνευματικούς, καί μάλιστα άγιους. Οί άγιοι, αυτοί εϊνε οί όντως θαυμαστοί
καί ύπερθαύμαστοι άνθρωποι, διότι αυτοί μέ τον τιτάνιον πνευματικόν αγώνα των
και με την χαριν, την όποιαν δίδει ό,Θεός είς τούς αγωνιστάς,
κατόρθωσαν νά υψωθούν ύπεράνω των χαμαιζήλων, ύπεράνω των μικρών καί
μηδαμινών πραγμάτων, τά όποια ηλεκτρίζουν καί μαγνητίζουν τούς πολλούς,
κατόρθωσαν προπάντων νά ύπερβοΰν τούς έαυτούς των, καί νά τοποθετηθούν είς τό
νοητόν στερέωμα, όθεν σελαγίζουν καί μαρμαίρουν ώς νοητοί άστέρες.
Εκείνοι, τούς όποιους ό κόσμος ονομάζει άστέρας, ένώ στερούνται τοΰ
φωτός τής πίστεως καί εύσεβείας, κατά τόν άδελφόθεον Απόστολον εϊνε
«άστέρες πλανήται, οίς ό ζόφος τοΰ σκότους είς τόν αιώνα τετήρηται» (Ίουδ. 13),
σκοτεινοί δηλαδή άστέρες μέ παντοτινόν τό ζοφερόν σκότος. ’Όντως άστέρες,
πολύφωτοι καί άκτινοβόλοι, εϊνε οί άγιοι. Ό, τι καί άν έπιτύχη τις, ό,π
καί άν γίνη τις κατά τό βραχύ τούτο διάστημα τής έπιγείου ζωής, όπως
άποδει-κνύουν τά νεκροταφεία, εϊνε μικρόν καί μάταιον. Μόνον τό νά μετάσχη τίς
άγιωσύνης καί αιωνίου δόξης καί ευδαιμονίας εϊνε μέγα καί άληθώς
άξιοζήλευτον καί άξιον παντός άγώνος καί πάσης θυσίας καί αυτοθυσίας.
Ό άείμνηστος
Σώτος Χονδρόπουλος, πνευματικός άνθρωπος, είχε καταλάβει τί είνε μέγα καί τί
μικρόν, τί άξιον καί τί άνάξιον. Καί ώς πνευαμηκός άνθρωπος έθαύμαζε
τά πνευμαπκά καί τούς πνευμανκούς. Καί ώς χριστιανός λογοτέχνης έξύμνει τά
μεγαλεία καί τούς αγίους της Πίστεως μας, οΐ όποιοι
έπραγματοποίησαν τήν πνευματικότητα είς έξαφεηκόν βαθμόν, καί είνε
τά πλέον άξιοθαύμαστα καί άξιοΰμνητα πρόσωπα. 'Άγιος άνθρωπος ό
άείμνηστος λογοτέχνης, χωρίς βεβαίως νά υποπτεύεται την αγιότητα του, — κανείς άγιος δεν υποπτεύεται
τήν άγιότητά του —, ύπερηγάπα τούς άγιους, καί δι’ ώρισμένους έξ
αυτών μέ λογοτεχνικήν χάριν έγραψε βιβλία, διά νά τούς ημήση ώς φίλους
τού Θεού. Ήσθάνετο διά τούς άγιους ό,π ήσθάνετο ό προφητάναξ Δαβίδ, ό
όποιος άπευθυνόμενος πρός τόν Θεόν, των δημιουργόν των άγιων καί άγιον των
άγιων, έλεγεν: «Έμοί δέ λίαν έπμήθησαν οί φίλοι σου, ό Θεός, λίαν
έκραταιώθησαν αί άρχαί αύτων» (Ψαλμ. 138, 17). Έγώ ώ Θεέ, πολύ τιμώ τούς
φίλους σου, πολύ μεγάλας θεωρώ τάς δυνάμεις των. ’Όντως πολύ μεγάλαι
αί δυνάμεις, μέ τάς οποίας ό Θεός ώπλισε τούς άγιους του, άφοΰ οί άγιοι
άναδεικνύονται θαυματουργοί καί έν ζωή καί μετά θάνατον, καί αύ τά
τά σκηνώματα καί τά οστά των έμφανίζουν σημεία, τεκμήρια τής άγιότητός των
καί τής άληθείας τής Πίστεως μας.
Τό παρόν
βιβλίον τού άειμνήστου Σώτου Χονδροπούλου, τό οποίον, είς τρίτην έκδοσιν,
έκδίδει ό εκλεκτός υιός του Χρήστος Χονδρόπουλος, είνε ώραία άφη-γημαηκή
βιογραφία τού άγιου Ίωάννου τού θεολόγου έπί τη βάσει τής Γραφής καί άρχαίων
παραδόσεων.
Ό
βιογραφούμενος άγιος ’Ιωάννης εϊνε έκ των μεγίστων φωστήρων τής Εκκλησίας τού
Χριστού. Έχει τούς περισσοτέρους τίτλους έξ όλων των άγιων. ’.Απόστολος,
καί μάλιστα έκ τού στενοτάτου κύκλου των τριών άποστόλων τού Χριστού. Ευαγγελιστής,
καί μάλιστα ό συγγραφεύς τού πνευματικώτερου έκ των τεσσάρων εύαγγελίων,
τού άνωτέρου έξ όλων των βιβλίων τής Γραφής, τού κορυφαίου όλων των
βιβλίων τής άν-θρωπότητος. Θεολόγος, διότι γεγωνυία τή φωνή διεκήρυξε
τήν θεότητα τού Λόγου. «Έν άρχή ήν ό Λόγος, καί ό Λόγος ήν πρός τόν Θεόν,
καί Θεός ήν ό Λόγος» (Ίωάν. 1,1). Μαθητής τής άγάηπης.Αύτός είς τό
Εύαγγέλιόν του έγραψε τήν καινήν τού Κυρίου έντολήν «’Αγαπάτε άλλήλους» (13,
34) καί είς τήν Λ' καθολικήν ’Επιστολήν του έγραψεν «Ό Θεός άγάπη έστί»
(4, 16). Ήγαπημένος μαθητής. Ήτο ό μαθητής έκεΐνος, τόν όποιον
ήγάπα ό ’Ιησούς ιδιαιτέρως, περισσότερον, όπως ό ’Ιακώβ ήγάπα περισσότερον τόν
’Ιωσήφ. ’Επιστήθιος. Αύτός κατά τόν Μυστικόν Δεϊπνον άνέπεσεν εις
τό στήθος τού ’Ιησού καί ήκουσε τούς παλμούς τής καρδίας τού Θεανθρώπου,
τής καρδίας ή οποία περικλείει τόν ώκεανόν ή μάλλον τόν ούρανόν τής
αγάπης. Παρθένος. Ήτο ό άγνότερος των άποστόλων, εύώδες άνθος
παρθενικής άγνότητος καί ζωής. Διό καί συνέλαβε καί έβίωσε καί έξέφρασε τά
υψηλότερα καί μυστικώτερα νοήματα τής νέας Πίστεως. ’Επάνω άπό
τόν σταυρόν ό Κύριος ένεπιστεύθη παρθένον μητέρα είς τόν παρθένον
μαθητήν. Βοανεργές, υιός βροντής. Ούτως ώνομάσθη άπό τόν Κύριον ό
’Ιωάννης, καθώς καί ό αδελφός του ’Ιάκωβος, διότι μέ τήν δύναμιν φλογέρας
και εκρηκτικής ψυχής του και του λογου του,
έβρόντησε τά
δόγματα της Πίστεως. Ό λόγος καί τό κήρυγμα του ήσαν ώς βροντή. Πλήρης άγάπης,
άλλά και πληρης αγίας αυστηροτητος, ορμής και δυναμεως.
Έκθύμως
συνιστώμεν τό βιβλίον τού αειμνήστου χρισηανοΰ λογοτέχνου Σώτου Χονδροπούλου
«’Ιωάννης ό Θεολόγος, ό υιός τής βροντής». Είναι κατάπτωσις νά θαυμάζη
κανείς μικρά καί άνάξια πρόσωπα τοΰ διεφθαρμένου καί άσεβοΰς κόσμου, άκόμη καί
καθάρματα, καί νά μή θαυμάζη άγιους καί θαυματουργούς, καί μάλιστα τόσον
μεγάλους, όσον ό άπόστολος Ιωάννης. Επίσης εινε καταπτωσις να τρέφεται
κανείς με αχυρα καί κόπρια κοσμικής καί αισχρός φιλολογίας, λογοτεχνίας
καί τηλεοράσεως, καί νά περιφρονή τήν προσφοράν τοΰ 'Αγίου Πνεύματος διά τής
καρδίας καί τής γραφίδος ευσεβών λογοτεχνών. Επί τέλους πρέπει
νά μάθωμεν ήμεϊς οί Έλληνες ’Ορθόδοξοι Χριστιανοί τί νά έκτιμώμεν τί
νά θαυμάζωμεν καί τί νά διαβάζωμεν, διά νά μή καταρρακωνώμεθα καί
καταπίπτωμεν, άλλά ν’ άνορθωνώμεθα καί νά ύψωνώμεθα. Έπλάσθημεν διά
τά ύψη!
Ν. I.
Σωτηρόπουλος Θεολόγος- Φιλόλογος
ΣΗΜΕΡΑ όπου
καί έπιχειροΰμε νά σκιαγραφήσουμε μιά τρισμέγιστη προσωπικότητα της Ιστορίας -
ταπεινή σάν ένα σπυρί σιτάρι - ζοϋμε σε έποχή «φαρμακείας καί δηλητηριάσεως».
Ό μϋθος τοϋ βασιλιά όπου ζήτησε άπό τόν μάγο νά τόν γεμίσει κτήματα,
χρυσαφικά, τρόφιμα, ροϋχα, κοντολογής τοϋ πουλιοΰ τό γάλα, δίχως νά
σκεφθεί οτι για ενα ανώτερο δημιούργημα αυτα ολα αποτελούν έλάχιστο
ποσοστό ευτυχίας (άφοϋ άκόμη καί τό ζώο μπουχτίζει), έφαρμόζεται στις
ημέρες μας, μέ τήν οδυνηρή συνέπεια ενός άνίατου άγχους. Μιας μανίας αύτοκαταστροφης
άνευ προηγουμένου. Ενός αιτήματος ύποδουλώσεως σέ δικτάτορες δολοφόνους,
άνήθικους, άδίστακτους θεοποιημένους τυράννους.
Πώς καί
γιατί μέσα σέ είκοσι αίώνες παραμερίστηκε, πώς λησμονήθηκε ή τραγική Θυσία της
ένανθρωπήσεως τοϋ προαιώνιου Λόγου καί τής άναρτήσεώς του στό έξαγοραστικό
ξύλο; Είναι λοιπόν ή άθεΐα τρέλλα; Κατάντησε ό κόσμος άπέραντο
τρελλοκομεΐο; Ναί, έτσι κατάντησε, άφοϋ ό Δημιουργός τοϋ σύμπαντος έδώ
καί δυό χιλιάδες χρόνια έδωσε άποστομωτική άπάντηση
στό πνεϋμα
ιοϋ κακού, ταυτόχρονα καί στους σοφούς τού κόσμου. Όπως αναφέρει ό σοφός
σύγχρονός μας Ρώσος Φλωρόφσκυ τό κακό ένώ τρέφεται, στηρίζοντας τήν
ύπαρξή του, άπό τό χώμα τής γλάστρας τού δημιουργού Θεού, τού μόνου δημιουργού,
ύφαρπάζει τό δημιούργημά του, τό λουλούδι του, καί τό ρίχνει
σέ τρομερή πτώση καί αύτοκαταστροφή. Σέ άνέκφραστη γελοιοποίηση. Τό
φανερό ωστόσο πιά τούτο μυστικό έπεκτείνεται. Έχει τήν έξαίρεσή του. Ό
ταπεινός όλων τών έποχών όπου ξέρει νά θάβει τό θέλημά του κάτω άπό
τό θέλημα τού Θεού, ό «έγκαταλελειμμένος» στήν άκρη τών στεναγμών, κατέχει
δίπλα του τήν παντοδυναμία. Γεμίζει τήν καρδιά τού Δυνατού μέ τέτοια συμπόνοια
ώστε τόν άναγκάζει νά τού προσφέρει άρρητα καί ύπερφυσικά. Νά έκτελεϊ κάθε
είδους αίτημά του - εκτός βέβαια τών ψυχοφθόρων. Γιά όποιον ξέρει νά θάβει
τό θέλημά του κάτω άπό τό θέλημα τού Θεού δέν ύπάρχει άπογοήτευση.
Ποτέ. Μπορεί λόγου χάρη ένα βασανισμένο σήμερα παιδάκι νά ψελλίσει τού άπειρου
Θεού: «άνοιξέ μου αυτό τόν βράχο» καί ευθύς άμέσως νά τού έκτελεσθεΐ
ή επιθυμία. Όπως καί μιά βασανισμένη γεροντική ψυχή ή όποια υπομένει «έν
όσιότητι», μπορεί μέ αίτημα γονάτων νά γιατρέψει τόν καρκίνο.
...
Βασανισμένη έπειτα άπό μιά φοβερή δοκιμασία έξοντώσεως στή Ρώμη, γερασμένη στά
μετέπειτα χρόνια ψυχή, «ζώσα έν στεναγμοΐς, έν υπομονή, πραότητι, ά-νοχη
καί έν έξορία», ήταν ή προσωπικότητα: Ευαγγελιστής ’Ιωάννης.
Οί σημερινοί
όλοι έμεϊς, τά άνθρωπάκια τής τεχνοκρατίας, όπου σάν τό πολύχρωμο παγώνι
στραφήκαμε στόν έγωκεντρικό ναρκισσισμό καί γεμίσαμε καί τό παραμικρό μας
κύτταρο μέ ιό ύπερδραστικό φαρμάκι της ύπερηφάνειας, είναι άδύνατο νά
συναντηθούμε μέ τήν λαμπερή αυτή Μορφή της Ιστορίας.
Σφιχταγκαλιάσαμε τό έφήμερο καί «κατέστημεν τυφλοί». Παρ’ όλα αύτά ή έλάχιστη
ευσέβεια πού μάς άπομένει, μάς άναγκάζει νά στεκόμαστε καταμπροστά στήν
όλόγλυκια μορφή του, μέ συντριβή καί δέος.
* * *
Τό ιερό
Ευαγγέλιο (Θεόπνευστη, ατράνταχτη Γραφή) μάς σκιαγραφεί σέ μερικά σημεία γιά
τόν μικρότερο γιό τού Ζεβεδαίου, τόν έπιστήθιο φίλο τού «Υίοΰ τού Θεού τού
ζώντος». («Λαβών ους προέκρινας των ιερών μαθητών, άνήλθες εις όρος καί
μετεμορφώθης, έμπροσθεν αυτών, πρό τού τίμιου σταυρού σου καί
τού πάθους»). Ένας «έκ τών προκριθέντων» ήταν μαζί μέ τόν ’Ιάκωβο καί
ό νεαρός τότε τήν ηλικία ’Ιωάννης. Πιστός άλλοτε, τού Βαπτιστή. Καί
συγκεκριμένα σάν φλογερός άνεμος, τίς πρώτες λαχτάρες της νιότης,
τίς έσπρωξε στήν έναγώνια πνευματική έκκρεμότητα. Οί νομοδιδάσκαλοι
καί οί Φαρισαίοι «χτυπούσαν τύμπανα στήν μούχλα». ’Άλλα έλεγαν, άλλα
σκέπτονταν, άλλα σκάρωναν. Τίς πρώτες λοιπόν λαχτάρες έκεϊ, στό πνευματικό
σταυροδρόμι. «Τό άείποτε άσπαΐρον». Ή καρδιά του μόλις άκουσε τήν λαλιά
τού Προδρόμου πού διαλαλούσε γιά μετάνοια, δηλαδή γιά άμεση άλλαγή νοοτροπίας
καί ζωής, άνασκίρτησε. Προαισθάνθηκε φώς ροδαυγής. Καί μέ τήν όρμή τού νέου
γιά ιδανικά, τού πήρε τό κατόπιν, τόν άκολούθησε. Έγινε μαθητής
του. Όμως ό γιός τού Ζαχαρία, διαλεγμένος από καταβολής κόσμου στό
κεφάλαιο τού λυτρωμοΰ γιά Πρόδρομος, μιλούσε λίγο άργότερα γιά Κάποιον
όπου άδυνατοΰσενά σκύψει νά Λύσει «ιούς ιμάντες των ύποδημάτων του». Ύπόδειχνε
στούς φίλους του νά προσέξουν Εκείνον. Κάποιον άλλο.
Τήν ζωή, τήν
καθημερινότητα, τίς σκέψεις, τις πράξεις, τίς έπιθυμίες, τό ιστορικό κάθε ψυχής
άπό τήν ύπεύθυνη ένηλικίωση ώσαμε τήν στερνή πνοή, ποιος τάχα
συνάνθρωπος είναι σέ θέση νά γνωρίζει; Κανείς. Μονάχα ό Καρδιογνώστης. Οί
βιογραφίες, όπως κι αύτή έδώ, στηρίζονται σέ γεγονότα καί «πανθομολογούμενες»
πληροφορίες. Γιά όσες μορφές άφιερώθη-καν στό θέλημα τού Θεού. ’Αλλά καί σέ άδιαφιλονίκητα
υπερφυσικά σημεία. Όλες οί περίτεχνες άφηγήσεις, άποτελοϋν κομψοτεχνήματα
ύφους, πληροφοριών, φαντασίας.
* * *
... Τό
άτομο, ή μονάδα όπου μαγνητίζεται άπό τήν δόξα τού κόσμου καί άπό τήν έδώ
χειροπιαστή λάμψη του, καί άναζητεί νά τά βολέψει όπως - όπως καί
νά ολοκληρώσει τίς κατακτήσεις του, είναι άδύνατο νά κατανοήσει τήν θέληση
καί τήν έντολή τού Θεού, τόν προορισμό του, τήν όντως εύτυχία του. Ή
τραγωδία του ξεκινάει άπό τήν άπιστία. Κάπου - κάπου σωφρονεϊται,
λαχταράει τά υψηλά. Ρίχνει ματιές στήν άγία Γραφή καί παρατηρεί τά
θαυμάσια τής Δημιουργίας. «Πρός στιγμήν» έκπλήσσεται, μαγνητίζεται, πέφτει
σέ μελαγχολία. Συλλογιέται. 'Ύστερα όμως τόν ξανατρα-βάει τό χώμα.
Έρχονται τά πετεινό τού ούρανοϋ μέ τά φολιδωτά φτερά τής λογικής καί τού
άρπάζουν, καταβροχθίζοντας τόν σπόρο. Πρέπει ό ταλαίπωρος νά περιμένει νά
ξανάρθει εποχή (ή εύκαιρία ) σποράς. Καί πάλι άν τά καταφέρει νά ρίξει, νά
άπαρνηθεϊ τόν έαυτό του. Τόν πιό φθονερό δηλαδή τής έπιτυχίας του καταστροφέα.
Έάν λόγου
χάρη ό Κύριος δέν ήταν «ό συνάναρχος Λόγος Πατρί καί Πνεύμαπ, ό τά σύμπαντα έν
τη δρακί περιέχων», τό γεγονός τής ένανθρωπήσεως θά χανόταν στά πλοκάμια
τοϋ παμφάγου χρόνου. Θά τό έξαφάνιζαν τό ψέμα, τά έγκλήματα, θά τό
καταχώνιαζε στην άνελέητη άβυσσό της ή Ιστορία. Τό πλήρωμα όμως τοϋ
χρόνου διαλέχτηκε σε έποχή όπου ή τεχνοκρατία μέ τά καταπληκτικά της
έπιτεύγματα βαθειά κοιμότανε. «'Ύπνο βαθύ». Ή ναυσιπλοΐα; Στήν
κατάσταση των ιστίων καί στήν διάθεση των άνέμων. Τά ταξίδια; Μικρές
οδύσσειες. Κίνδυνοι καί ληστές σχεδόν σέ κάθε σταυροδρόμι. Σέ στεριές καί
θάλασσες. Μήτε έφημερίδες, μήτε ραδιόφωνο, μήτε τηλεόραση, μήτε κάν
ταχυδρομεία. Τό πλήρωμα τοϋ χρόνου όμως άκριβώς γι’ αυτό διαλέχτηκε σέ
τέτοια έποχή. Γιά ν’ άποδεικνύεται τό μεγαλείο τής θεότητας. Πώς άπλώθηκε
στόν σκληροτράχηλο κόσμο τό Φως άπό τούς ταπεινούς καί κατα-φρονεμένους; Άπό
τούς άσήμαντους, τούς κουρασμένους οδοιπόρους; Ό μαραγκός τής Ναζαρέτ, ή
Κυρία Θεοτόκος, άγνωστη τότε σχεδόν σέ όλους, τά παιδιά τής
Γαλιλαίος, οί Ρωμαίοι, ό Πιλάτος, οΐ σταυρωτές, ό προδότης, ό φρικτός
Γολγοθάς καί ή Ανάσταση, προπαντός αύτή, έχουν πιά τόν δρομοδείχτη τους
Αστέρα στόν προνομιούχο άνάμεσα στούς πλανήτες, πλανήτη Γή.
Ή
καταπληκτική σήμερα τεχνοκρατία ένώ κραυγάζει καί καυχιέται, δίχως μισή άκτϊνα
φωτός Εύαγγελίου, άπό στιγμή σέ στιγμή κινδυνεύει νά έξαφανίσει
τόν πλανήτη. Νά τόν άνατινάξει πλήθος άποκαΐδια στόν άστερισμό τοϋ
Γαλαξία. Τά σημερινά μας τραγικά τέκνα,όπου έμπλεξαν μέ τις συμπληγάδεςτοΰ
ευδαιμονισμού, της φυγοτεκνίας, της λατρείας της ΰλης, όπου τούς κληροδοτήσαμε,
κάθε αύγή καί κάθε δειλινό μάς φωνάζουν: «Δεν βλέπετε λοιπόν τά τραγικά
έρωτήματα όπου μάς άπασχολοϋν; Κωφάλαλοι εϊσθε; Δέν άντιλαμβάνεσθε ότι
άπό μισό λάθος, ή άπό κάποιον μεθυσμένο υπεύθυνο, κινδυνεύουμε νά χάσουμε
τά ώραΐα πού ζοϋμε καί νά κονιορτοποιηθούμε, νά άνατιναχθοΰμε στό
σύμπαν;» Μέ στήριγμα τά Ευαγγέλιο, «άν υπάρχουν άκόμη άγιοι, πού
υποτάσσουν τό θέλημα τους στό θέλημα τού Θεού», τούς άπαντοΰμε, «δίχως τήν
θέληση τού Δημιουργού τίποτα δέν θά έξαφανισθεϊ». Άπό ψευδαίσθηση νομίζουμε
ότι σάν άπαρτο κάστρο κατέχουμε τόν πλανήτη. ’Άλλος τόν έφτιαξε, άλλος
είναι ό «τάς κλείδας κρατών».
Αύτός λίγο
πρίν άπό τήν οδυνηρή σταύρωσή Του στό ξύλο, στήν περίφημή του προσευχή πρός τόν
Πατέρα, στήν προσευχή όπου σάν πιστός άκόλουθος καί σάν αύτόπτης καί αύτήκοος
μάς διέσωσε ό ιερός Μαθητής μέ τόν οποίο θά τολμήσουμε ν’ άσχοληθοΰμε
πιό κάτω, είπε: «Πατέρα, ήλθε ή ώρα. Δόξασε τόν Υίόν σου, γιά νά σέ
δοξάσει καί ό Υιός σου, σύμφωνα μέ τήν έξουσία όπου τού έδωκες πάνω σέ
όλους τούς άνθρώπους, ώστε νά δώσει ζωή αιώνιο στόν καθένα άπό
εκείνους πού τού έδωκες. Αύτή είναι ή αιώνια ζωή: τό νά γνωρίζουν Σέ, τόν
μόνο άληθινό Θεό καί τόν ’Ιησού Χριστό, τόν όποιο έστειλες. Έγώ σέ έδόξασα
πάνω στό χώμα τής γης, έτελείωσα τό έργο όπου μού άνέθεσες καί νά, τώρα
δόξασέ με Σύ, Πατέρα, κοντά σου. Μέ τήν δόξα όπου είχα στούς
κόλπους σου. Πρίν νά υπάρξει ό κόσμος. ’Ιδού έτελείωσα το έργο». Δηλαδή τό
έξετέλεσε ώσαμε τήν παραμικρή λεπτομέρεια. Έργο τεράστιας σημασίας.
’Αποφασιστικό καί τελεσίδικο γι’ άμέτρητα τρισεκατομμύρια, τρισεκατομμυρίων
ψυχές! ’Από κεΐ καί πέρα, δέν τοϋ ήταν άπαραίτητη ή χρήσιμη ή άυάπτυξη της
τεχνοκρατίας γιά τήν διάδοσή του. Μήτε τά διαφημιστικά παρακλάδια των
κρατουντών. Τό άπέδειξαν άδιάψευστα τά γεγονότα, ό χρόνος, ή Ιστορία. Ό Θεός
είναι παντοδύναμος. Ό,τι μέ άγάπη άποφασίζει, τό έκτελεί άκόμη καί μέ
τά άψυχα, τά άόρατα, άκόμη καί μέ τίς πέτρες.
... Καί λίγο
πιό κάτω, λίγο προτού τερματίσει τήν καταπληκτική στήν 'Ιστορία εκείνη
προσευχή, στρέφει τήν προσοχή του στά παιδιά τής Γαλιλαίος. Στούς πιστούς
όλων τών εποχών. «Πατέρα άγιε, φύλαξέ τους μέ τήν δύναμη τού ονόματος σου.
Γιά νά σταθούν ένωμένοι όπως είμαστε έμεΐς. Όσο ήμουν κοντά τους
στόν κόσμο, τούς έφύλαγα μέ τήν δύναμη τού ονόματος σου. Εκείνους
όπου μοΰ έμπιστεύθηκες, τούς έφύλαξα. Καί κανένας τους δέν χάθηκε, παρά ό
υιός τού χαμού, γιά νά έκπληρωθεϊ ή προφητεία της Γραφής. Όμως τώρα
άπό σπγμή σέ στιγμή έρχομαι κοντά σου καί όσα λέγω, τά λέγω ενώ είμαι
άκόμη στόν κόσμο. Γιά νά πάρουν καί νά διατηρήσουν μέσα τους τήν χαρά
τέλεια. Τούς μεταβίβασα τόν λόγο σου καί ό κόσμος τούς έμίσησε. Γιατί
δέν είναι άπό τόν κόσμο. Καθώς κι έγώ δέν είμαι άπό τόν κόσμο. Δέν σέ
παρακαλώ νά τούς πάρεις, νά τούς άποτραβήξεις, νά τούς μεταφέρεις
στούς ουρανούς. ’Αλλά νά τούς φυλάξεις άπό τόν Πονηρό όπου κυριαρχεί
στόν κόσμο. (Γιά νά τόν άναποδογυρίζει στό ψέμα). 'Αγίασέ τους μέ τήν
κρυσταλλένια σου άλήθεια. Κάθε λόγος δικός σου τοξεύει άλήθεια».
Βλέπουμε όχι
ό «πάντων άγιων άγιώτατος Λόγος», μέ ταπεινό φρόνημα άκρατης ύπακοης, ζητεί τήν
παντοδυναμία τοϋ Πατέρα γιά μερικά όστράκινα σκεύη. Παρακαλεϊ νά διατηρήσει
τούς ελάχιστους άνάμεσα στην άνθρωποθάλασσα διαλεκτούς, τό πρώτο δηλαδή
«μικρό ποίμνιο», τά πρώτα καταφρονεμένα άπό τόν κόσμο μέλη τής μέλλουσας
νά Ιδρυθεί μέ τό αίμα τού Γολγοθά, Εκκλησίας. Άπό τί νά τούς διατηρήσει;
Άπό τόν πονηρό, τόν άρχοντα τού έρέβους. Άπό τόν δρομοδείχτη τής
προσωρινότητας μέ δόλωμα τήν λεωφόρο. Άπό τήν έγωπάθεια, τήν μάταιη τέρψη,
τήν ψευδαίσθηση τοϋ τώρα, τήν έπανάσταση τής σάρκας, τήν ένοχη επιθυμία,
τήν διάκριση. Άπό τήν άπελπισία καί τό χάσιμο τής ύπομονής. Άπό κάθε
ψυχοφθόρο παραστράτημα όπου σφιχτοδένει τήν καρδιά μέ τό χώμα. Καί τήν
«καθιστά» ταλαίπωρο καί τραγικό δημιούργημα. Ξεστρατισμένο άπό τό γιδόστρατο
τής σωτηρίας. Δυστυχισμένο.
* * *
Γιά νά
έπανέλθουμε στήν συγκλονιστική άλήθεια όπου ύστερα άπό δύο χιλιάδες χρόνια
διαλαλεΐ σήμερα ό σύγχρονός μας Ρώσος Φλωρόφσκυ, ένώ τό Ευαγγέλιο έχει τήν
πρώτη άπό όλα τά βιβλία τής οικουμένης κυκλοφορία, ένώ σύμφωνα μέ τήν
προφητεία τοϋ 'Ιδρυτή τής Εκκλησίας «κατέστη» πλέον στούς κόσμους «σημεϊον
γνωστόν καί άνπλεγόμενον», ένώ ύπάρχουν εξωτερικές Ιεραποστολές καί οί
μαϋροι στήν Αφρική βαπτίζονται «άγεληδόν» έπιστρέφοντας στό Φώς,
ένώ στά σταυροδρόμια τών διεθνών διαβάσεων ύψώνονται καλλιμάρμαροι
χριστιανικοί ναοί, μέ λαμπροστόλιστους μέσα ιερείς, Επισκόπους,
Αρχιεπισκόπους, Πατριάρχες, καρδινάλιους καί Ποντίφηκες, δισεκατομμύρια ψυχές
γεννιούνται γιά νά καυχηθοΰν, νά ψευτογλεντήσουν, νά διακριθοϋν, νά μεθύσουν,
νά σπιλώσουν τήν κατοικία της ψυχής, νά έγκληματίσουν, νά γελοιοποιηθούν καί νά
χαθούνε. Νά τούς καταπιεί δηλαδή σάν άπορρίμματα ό άπορροφητήρας τής
φθοράς καί τής άκολασίας. «Ή έτεροσυντήρητη δύναμη τού κακού,
τό δηλητηριώδες μανιτάρι» τονίζει ό Ρώσος, «υφαρπάζει άπό τά χέρια
τού Δημιουργού τό άγαπημένο του δημιούργημα, τό άναποδογυρίζει, τό άπομυζά σάν
τήν άράχνη, τό αύτοκαταστρέφει με φοβερή μανία. Τό εξαπατά, τό παρασύρει,
τό πολτοποιεί καί τελικά τό πετά «όζον πτώμα» στον Καιάδα τού άφανισμοΰ.
Γεγονός πού γίνεται παρά τήν θεϊκή θέληση καί επιθυμία». Παντού ύλισμός,
παντού ύψηγορία, μεγαλομανία, πάλη των τάξεων, αύτοερωτισμός, προβολή τού
εγώ, στροφή πρός τήν άγέλη, συγκρούσεις, πάθη, καταστροφή. "Αν
προσθέσουμε καί φαινόμενα των τελευταίων έξελίξεων, τόν χαμό δηλαδή τής
γυναίκας, τόν έξευτελισμό τής κόρης, τήν γυναικοποίηση τού άνδρός, τά
ναρκωτικά, τόν άναιδέστατο καί προκλητικό άθεϊσμό καί πολλά άλλα σύγχρονα
φαινόμενα, μάς καταλαμβάνει μελαγχολία. ’Ανομολόγητη θλίψη.
Γιάη τάχα ό
«έχων εξουσίαν έπί πάντων τών άνθρώπων», γιατί άνέχεται νά γίνεται τέτοια
ομαδική, ξέφρενη αύτοκαταστροφή; Γιατί δέν επεμβαίνει νά τήν άνακόψει; Ό Ρώσος
μέ περίσκεψη μάς άπαντά: «Άπλούστατα, γιατί σέβεται τήν έλευθερία καί τήν
άνεξαρτησία τού υπερτέλειου τούτου ψυχοσωματικού δημιουργήματος. Δέν θέλει νά
τό σπρώξει, παρά τήν θέλησή του, δέν θέλει νά τό άναγκάσει νά προχωρήσει
σιήν εύτυχία του. Τού τήν δείχνει άδιάκοπα μέ χίλιους τρόπους. Καί μέ ιόν
άπέραντο χρόνο, καί μέ τά γεγονότα καί μέ τήν στιγμή. Όμως οί άνθρωποι αγάπησαν
καί άγαποϋν τό σκότος. Προσκολλήθηκαν μέ καλπάζουσα τρυφηλότητα στά
πονηρά έργα τους, μέ κανένα τρόπο δέν ματαγυρίζουν στην στενή πύλη, στήν
τεθλιμμένη όδό πού οδηγεί στήν σωτηρία». Τί τραγωδία! «Επιμένουν στήν
προσωρινότητα, στήν άσέλγεια καί τό σήμερα. Φάγωμεν, πίωμεν, αϋριον γάρ
άποθνήσκομεν. Τούς ύπερμεθάει τό ψεύδος. Ό ένας ξεγελάει τόν άλλο καί
αύτοηδονίζονται μέ τήν χλεύη, τήν άπάτη, τόν φατριασμό, τήν δολοπλοκία, τό
μίσος».
Υπάρχουν
άραγε στόν αιώνα μας παιδιά τής Γαλιλαίας; ’Ώ άν δέν υπήρχαν... Μήτε μισή
στιγμή ό πανόμορφος τούτος πλανήτης, τό κομψοτέχνημα τής Δημιουργίας, θά στεκόταν
στόν περίγυρό του. Δίχως πολλές διατυπώσεις καί πρό τής ώρας του, θά γινόταν ό,τι
τρέμουν σήμερα τά σκεπτόμενα παιδιά μας. Θά άνατιναζόταν στόν άέρα.
Μονολιθικές αναθυμιάσεις αηδίας στήν μεγαλειώδη αρμονία «ορατών τε καί
άοράτων» δέν γίνονται άνεκτές. Υπάρχουν, ναι υπάρχουν, σέ όλο τόν
κόσμο τής φθοράς. Πόσοι καί ποιοι; Κανείς δέν ξέρει. Σκορπισμένοι σέ
σταυροδρόμια, ώκεανούς καί λαγκαδιές. Ταπεινοί καί καταφρονεμένοι,
θαρραλέοι κι έτοιμοπαράδοτοι γιά διωγμό, θλίψη, μαρτύριο. Προσεύχονται,
θλίβονται, ελπίζουν. Καί περιμένουν. ’Άνδρες, γυναίκες, έφηβοι, παιδιά. Τό
μικρό ποίμνιο ποτέ δέν θά έκλείψει.
«Πύλαι άδου, ού
κατισχύσουσιν» στήν ιερή αίματόβρεκτη μέ θεϊκό αίμα Κιβωτό."
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
ΣΕΛΙΔΕΣ 1-29
Πρώτη αποκλειστική δημοσίευση στο Ορθοδοξο Διαδίκτυο. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο
ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.