ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΙΕΡΕΜΙΑΣ
Κεφάλαια 29 έως 52
Ο προφήτης Ιερεμίας έστειλε επιστολή από
την Ιερουσαλήμ προς τους υπόλοιπους από τους πρεσβυτέρους, τους ιερείς, τους
προφήτες και σ’ όλον το λαό, που ο Ναβουχοδονόσορ τους είχε φέρει αιχμαλώτους από
την Ιερουσαλήμ στη Βαβυλώνα. Η επιστολή αυτή γράφτηκε μετά που ο βασιλιάς των
Βαβυλωνίων είχε εκτοπίσει από την Ιερουσαλήμ στη Βαβυλώνα το βασιλιά Ιωαχίν, τη
βασιλομήτορα, τους αξιωματούχους και τους αρχηγούς του βασιλείου του Ιούδα και
της Ιερουσαλήμ, καθώς και όλους τους τεχνίτες και τους κατασκευαστές των
οχυρωματικών έργων.
Ο Ιερεμίας έστειλε την επιστολή με τον
Ελασά, γιο του Σαφάν, και το Γεμαρία, γιο του Χελκία, τους οποίους ο βασιλιάς
του Ιούδα Σεδεκίας είχε στείλει πρεσβευτές στο βασιλιά Ναβουχοδονόσορ στη
Βαβυλώνα. Το κείμενο της επιστολής είναι το ακόλουθο:
Ο Κύριος του σύμπαντος, ο Θεός του
Ισραήλ, λέει σε όλους εκείνους που οδηγήθηκαν αιχμάλωτοι από την Ιερουσαλήμ στη
Βαβυλώνα:
«Χτίστε σπίτια και κατοικήστε σ’ αυτά
φυτέψτε κήπους και φάτε τους καρπούς τους.
Παντρευτείτε και αποχτήστε παιδιά.
Παντρέψτε τους γιους σας και τις κόρες σας, για ν’ αποχτήσουν κι εκείνοι παιδιά
και πολλαπλασιαστείτε εκεί μη συρρικνωθείτε.
Επιδιώξτε την ευημερία της πόλης στην
οποία σας οδήγησα αιχμαλώτους και προσευχηθείτε σ’ εμένα γι’ αυτήν, γιατί όταν
ευημερεί αυτή ευημερείτε κι εσείς.
»Ο Κύριος του σύμπαντος, ο Θεός του
Ισραήλ, λέει: “μην αφήνετε να σας εξαπατούν οι προφήτες σας που είναι ανάμεσά
σας, ούτε οι μάντεις σας μη δίνετε προσοχή στα όνειρα που βλέπετε.
Αυτοί σας προφητεύουν ψέματα,
προσποιούμενοι ότι μιλούν εξ ονόματός μου. Δεν τους έχω στείλει εγώ.
Εγώ ο Κύριος σας λέω ότι, αφού
συμπληρωθούν εβδομήντα χρόνια στη Βαβυλώνα, θα φροντίσω για σας θα εκπληρώσω
την υποχρέωσή μου και θα σας επαναφέρω στον τόπο σας.
Ξέρω πολύ καλά τα σχέδια που έχω κάνει
για σας. Θέλω την ευημερία σας και όχι την καταστροφή σας θέλω να σας χαρίσω το
μέλλον που εσείς ελπίζετε.
Αν με επικαλεστείτε και έρθετε να
προσευχηθείτε σ’ εμένα, εγώ θα σας ακούσω.
Αν με ζητήσετε θα με βρείτε, φτάνει να με
αναζητήσετε με όλη σας την καρδιά.
Θα με βρείτε και θα αλλάξω την κατάστασή
σας θα σας συγκεντρώσω απ’ όλα τα έθνη και τις χώρες όπου σας διασκόρπισα και
θα σας φέρω πίσω στον τόπο απ’ όπου σας οδήγησα στην αιχμαλωσία. Εγώ το λέω, ο
Κύριος”.
»Ισχυρίζεστε ότι ο Κύριος σας έδωσε
προφήτες στη Βαβυλώνα.
Μάθετε όμως το λόγο του σχετικά με το
βασιλιά που κάθεται στο θρόνο του Δαβίδ και με όλον το λαό που κατοικεί σ’ αυτή
την πόλη, δηλαδή τα αδέρφια σας που δεν αιχμαλωτίστηκαν μαζί σας:
“Θα στείλω πάνω τους πόλεμο, πείνα και
ασθένειες”, λέει ο Κύριος, “και θα τους κάνω σαν τα χαλασμένα σύκα, που δεν
τρώγονται. Θα τους διασκορπίσω σε όλα τα βασίλεια της γης κι όσοι θα τους
βλέπουν θα τρομάζουν, θα τους χλευάζουν, θα τους ντροπιάζουν και θα τους
καταριούνται.
Αυτό θα συμβεί επειδή δεν άκουσαν τα
λόγια μου. Τους μιλούσα επανειλημμένα με τους δούλους μου τους προφήτες αλλά
αυτοί δεν άκουγαν.
Ακούστε λοιπόν τώρα τα λόγια μου, όλοι
εσείς που σας οδήγησα αιχμαλώτους από την Ιερουσαλήμ στη Βαβυλώνα”.
»Σχετικά με τον Άχαβ, γιο του Κολαΐα, και
το Σεδεκία, γιο του Μαασεΐα, που σας προφητεύουν ψέματα προσποιούμενοι ότι
μιλούν εξ ονόματος του Κυρίου, ο Κύριος του σύμπαντος, ο Θεός του Ισραήλ, λέει:
“θα τους παραδώσω στο βασιλιά της Βαβυλώνας Ναβουχοδονόσορ, και θα τους
θανατώσει μπροστά σας.
Όταν αυτοί που οδηγήθηκαν αιχμάλωτοι από
το βασίλειο του Ιούδα στη Βαβυλώνα, θα θέλουν να καταραστούν κάποιον, θα λένε:
Ο Κύριος να σε κάνει όπως το Σεδεκία και τον Άχαβ, που τους έψησε ζωντανούς ο
βασιλιάς της Βαβυλώνας.
Κι αυτό θα γίνει επειδή έκαναν πράξεις
που ντρόπιασαν το λαό του Ισραήλ: Μοίχευαν με τις γυναίκες των συμπατριωτών
τους κι έλεγαν ψέματα, προσποιούμενοι ότι μιλούν εξ ονόματός μου, ενώ εγώ
τίποτα δεν τους είχα διατάξει να πουν. Εγώ τα ξέρω όλα αυτά και είμαι μάρτυρας
για όλα”, λέει ο Κύριος».
Ο Κύριος του σύμπαντος, ο Θεός του
Ισραήλ, έδωσε στον Ιερεμία μήνυμα σχετικά με το Σεμαΐα το Νεχελαμίτη. Αυτός
είχε στείλει στον ιερέα Σοφονία, γιο του Μαασεΐα, επιστολή που την υπέγραφε ο
ίδιος, κι απευθυνόταν επίσης και σε όλους τους ιερείς και στο λαό της
Ιερουσαλήμ. Η επιστολή έλεγε:
«Σοφονία, ο Κύριος σε έκανε ιερέα στη
θέση του ιερέα Ιωδαέ, για να είσαι υπεύθυνος για το ναό και να βάλεις σιδερένια
αλυσίδα γύρω από το λαιμό τού κάθε μανιακού, που προσποιείται τον προφήτη.
"Τώρα, λοιπόν, γιατί δεν έλεγξες τον
Ιερεμία από την Αναθώθ, που σας κάνει τον προφήτη;"
Αυτός μας έστειλε ακόμα και επιστολή στη
Βαβυλώνα και μας έλεγε ότι η αιχμαλωσία θα διαρκέσει πολύ, γι’ αυτό να χτίσουμε
σπίτια και να εγκατασταθούμε εκεί, να φυτέψουμε κήπους και να φάμε τους καρπούς
τους».
Ο ιερέας Σοφονίας διάβασε την επιστολή
αυτή στον προφήτη Ιερεμία.
Τότε ο Κύριος είπε στον Ιερεμία:
«Στείλε ειδοποίηση σ’ όλους τους
αιχμαλώτους και πες τους τι έχω αποφασίσει εγώ ο Κύριος σχετικά με το Σεμαΐα:
“αυτός σας είπε προφητείες, ενώ εγώ δεν τον είχα στείλει, και σας έκανε να
πιστεύετε σε ψέματα.
Γι’ αυτό θα τιμωρήσω το Σεμαΐα το
Νεχελαμίτη και τους απογόνους του δε θα έχει απογόνους να κατοικούν ανάμεσα στο
λαό αυτόν και δε θα δει το καλό που θα κάνω εγώ στο λαό μου, επειδή
επαναστάτησε εναντίον μου. Εγώ ο Κύριος το λέω”».
Ο Κύριος, ο Θεός του Ισραήλ, είπε στον
Ιερεμία: «Γράψε σε βιβλίο όλα όσα σου είπα,
γιατί έρχονται μέρες που θα επαναφέρω τον
αιχμάλωτο λαό μου, τον Ισραήλ και τον Ιούδα θα τους φέρω πίσω στη χώρα που
έδωσα στους προγόνους τους και θα την καταλάβουν εκ νέου».
Να τι είπε, λοιπόν, ο Κύριος στον Ιερεμία
για τους Ισραηλίτες και για τους κατοίκους του βασιλείου του Ιούδα:
Τρόμου φωνές ακούγονται, φόβος ασίγαστος
βασιλεύει.
"Λοιπόν, σταθείτε μια στιγμή και
αναρωτηθείτε: Μπορεί ένας άντρας να γεννήσει παιδί; Βλέπω όμως τους άντρες να
κρατούν την κοιλιά τους με τα χέρια τους, σαν τη γυναίκα που κοιλοπονάει, κι
ολονών τα πρόσωπα είναι ωχρά."
Αλίμονο! Τι τρομερή θα είναι η μέρα
κείνη! Άλλη δεν θα ’ναι σαν κι αυτήν. Θλίψης καιρός για τους Ισραηλίτες, που
ωστόσο θα σωθούν.
«Τη μέρα εκείνη», λέει ο Κύριος του
σύμπαντος, «το ζυγό τους από τον τράχηλό τους θα συντρίψω θα σπάσω τα δεσμά
τους και ξένοι δεν θα τους υποδουλώσουν πια,
αλλά θα υπηρετούν τον Κύριο, εμένα το Θεό
τους, και τον απόγονο του βασιλιά Δαβίδ, που θα τον ενθρονίσω εγώ για βασιλιά
τους.
»Εσείς, λοιπόν, δούλοι μου Ισραηλίτες, μη
φοβάστε και μην τρομάζετε! Εγώ θα σας απελευθερώσω εσάς μα και τους απογόνους
σας από το μακρινό τον τόπο, τη χώρα της αιχμαλωσίας σας, και πίσω θα σας
ξαναφέρω ν’ αναπαυτείτε κι αμέριμνοι να ζήσετε, χωρίς κανείς να σας τρομάζει.
Εγώ θα είμαι μαζί σας, για να σας σώζω.
Κι αν καταστρέψω ακόμα όλα τα έθνη όπου σας διασκόρπισα, εσάς δεν θα σας
καταστρέψω αλλά δεν πρόκειται να σας αφήσω κι εντελώς ατιμώρητους. Με
δικαιοσύνη θα σας κρίνω».
«Τα τραύματά σου είναι αθεράπευτα», λέει
ο Κύριος στην Ιερουσαλήμ. «Θανάσιμη είναι η πληγή σου.
Κανείς δεν είναι να φροντίσει το τραύμα
σου τρόπος δεν υπάρχει να θεραπευτείς.
Όλοι σου οι εραστές σε ξέχασαν και πια δε
σε αναζητάνε. Σε χτύπησα, είναι αλήθεια, με τιμωρία σκληρή, λες κι ήμουνα
εχθρός σου, γιατί ήταν πολλές οι ανομίες σου κι οι αμαρτίες σου πλήθος.
"»Γιατί παραπονιέσαι για τα τραύματά
σου; Ο πόνος σου είν’ αγιάτρευτος κι αν τα έκανα όλα αυτά σ’ εσένα, είναι για
τις πολλές σου ανομίες, το πλήθος των αμαρτιών σου."
Γι’ αυτό κι όσοι σε καταβρόχθισαν θα
καταφαγωθούν και θα αιχμαλωτιστούν –όλοι οι εχθροί σου όσοι σε λεηλατούν θα
λεηλατηθούνε, κι όσοι τα υπάρχοντά σου αρπάζουνε, θα δουν κι αυτοί τα υπάρχοντά
τους να διαρπάζονται.
Αυτοί σε ονόμασαν “απόβλητη” είπαν για
σένα: “αυτή είναι η Σιών, η πόλη που κανείς δεν τη φροντίζει”. Γι’ αυτό κι εγώ
τα τραύματά σου θα γιατρέψω», λέει ο Κύριος, «και θα επουλώσω τις πληγές σου».
Ο Κύριος λέει: «Εγώ, θ’ αλλάξω την
κατάσταση των οικογενειών των Ισραηλιτών και θ’ αποκαταστήσω τις κατοικίες τους
η πόλη θα ξαναχτιστεί πάνω στα ίδια τα ερείπιά της και το παλάτι στην παλιά του
θέση.
Ο λαός μου τότε θα με δοξολογεί και θ’
αλαλάζει από χαρά. Θα τον πληθύνω και δε θα ’χει φόβο πια να λιγοστέψει ένδοξο
θα τον κάνω και κανένας δε θα τολμά να τον περιφρονεί.
Οι απόγονοι του Ιακώβ θα ξαναποκτήσουν τα
δικαιώματά τους: Η σύναξή τους ενώπιόν μου θα λειτουργεί με ασφάλεια κι εγώ θα
τιμωρώ όποιον θελήσει να τους αδικήσει.
"Ο άρχοντάς τους, ο αρχηγός τους, θα
είναι ένας απ’ αυτούς. Θα του επιτρέψω να με πλησιάζει», λέει ο Κύριος
«αλήθεια, ποιος θα τολμούσε να με πλησιάσει απρόσκλητος;»"
Ο Κύριος λέει: «Θα είστε πάλι λαός μου κι
εγώ θα είμαι Θεός σας».
Είναι του Κυρίου η οργή καθώς ο
καταστροφικός ανεμοστρόβιλος. Θα βρει τα κεφάλια των ασεβών.
Δε θα πάψει του Κυρίου ο φοβερός θυμός
ωσότου εκπληρώσει τις αποφάσεις του. Και θα το καταλάβετε στις έσχατες τις
μέρες.
«Τότε», λέει ο Κύριος, «θα είμαι Θεός
όλων των ισραηλιτικών φυλών κι αυτοί θα είναι λαός μου».
Λέει ο Κύριος: «Σπλαχνίζομαι στην έρημο
αυτούς που γλίτωσαν το θάνατο. Έτσι οι Ισραηλίτες μπορούν να ζουν με ασφάλεια
και πάλι».
Ο Κύριος έρχεται από μακριά στο λαό του
λέγοντας: «Πάντα σε αγαπούσα, γι’ αυτό θα συνεχίσω να σου είμαι πιστός.
Θα σε αποκαταστήσω πάλι Ισραήλ, κόρη μου,
θα ξαναχτίσω τις πόλεις σου. Θα ξαναστολιστείς, θα πάρεις τα τύμπανά σου και θα
χορέψεις χαρούμενα.
Θα φυτέψετε πάλι αμπέλια στα βουνά της
Σαμάρειας κι εκείνοι που θα τα φυτεύουν, οι ίδιοι θα τρώνε και τα σταφύλια
τους.
Ναι, θα ’ρθει μέρα που στα βουνά του
Εφραΐμ οι παρατηρητές θα φωνάζουν: “σηκωθείτε ν’ ανεβούμε στο όρος Σιών, στον
Κύριο το Θεό μας!”»
Ο Κύριος λέει: «Τραγουδήστε χαρούμενα για
τους Ισραηλίτες! Φωνάξτε δυνατά για το πρώτο από τα έθνη! Κηρύξτε, ψάλτε και
πείτε: “ο Κύριος το λαό του έσωσε, αυτούς που απόμειναν απ’ τους Ισραηλίτες”.
Θα τους φέρω από τις χώρες του βορρά, κι
από τα πέρατα της γης θα τους συνάξω μαζί τους κι οι τυφλοί, οι κουφοί, οι
έγκυες και οι λεχώνες. Όλοι θα επιστρέψουνε, θα ’ναι μεγάλο πλήθος.
Θα επιστρέψουν με κλάματα και ικεσίες κι
εγώ θα τους οδηγώ. Θα τους φέρω σε κοιλάδες με πολλά νερά, μέσα από δρόμους
ομαλούς, όπου δεν θα σκοντάφτουν, γιατί εγώ είμαι ο πατέρας των Ισραηλιτών και
ο Εφραΐμ είναι ο πρωτότοκός μου».
Ακούστε έθνη το λόγο του Κυρίου και
διαλαλήστε τον ακόμη και στις χώρες τις μακρινές: Αυτός που διασκόρπισε τους
Ισραηλίτες, αυτός και θα τους συγκεντρώσει και θα τους προστατέψει, όπως το
κοπάδι του ο βοσκός.
Ο Κύριος έσωσε τους απογόνους του Ιακώβ,
τους λύτρωσε από τον ισχυρό δυνάστη.
Πάνω στ’ όρος Σιών θα έρθουν και θα
ψάλουν και θα χαρούν με του Κυρίου τ’ αγαθά, το στάρι, το κρασί, το φρέσκο
λάδι, τα βόδια και τα πρόβατα. Και θα καρποφορούνε σαν τον κήπο που ποτίζεται
και πια δε θα καταστραφούν.
Τότε θα χαίρονται οι παρθένες στο χορό κι
όλοι μαζί οι νέοι και οι γέροι. «Θ’ αλλάξω σε χαρά το πένθος τους», λέει ο
Κύριος. «Θα τους παρηγορήσω, κι ύστερα από τη λύπη τους θα τους χαροποιήσω.
Θα χορτάσω τους ιερείς με τα καλύτερα
κομμάτια από τα σφάγια των θυσιών ο λαός μου θα χορτάσει με τ’ αγαθά μου. Εγώ
το λέω, ο Κύριος».
Ακούστηκε στη Ραμά κραυγή, θρήνος και
κλάματα και στεναγμός βαρύς. Για τα παιδιά της κλαίει η Ραχήλ, μα πουθενά
παρηγοριά δε βρίσκει, γιατί πια δεν υπάρχουν στη ζωή.
Αλλά ο Κύριος της λέει: «Σταμάτα να
κλαις! Σκούπισε τα δάκρυά σου, γιατί ό,τι έχεις κάνει για τα παιδιά σου θ’
ανταμειφθεί: Θα επιστρέψουν απ’ τη χώρα του εχθρού.
Υπάρχει ελπίδα για τους απογόνους σου! Θα
επιστρέψουν τα παιδιά σου στην πατρίδα τους. Εγώ το λέω, ο Κύριος».
Λέει ο Κύριος: «Άκουσα τους Ισραηλίτες
πράγματι, να λέν’ με λύπη: “Κύριε, μας χτύπησες και άξιζε να μας χτυπήσεις,
γιατί ήμασταν σαν τ’ ατίθασα μοσχάρια. Μα τώρα ξανακάλεσέ μας να επιστρέψουμε
σ’ εσένα, γιατί εσύ είσαι ο Κύριος, ο Θεός μας.
Σ’ εσένα επιστρέψαμε μετανιωμένοι για
ό,τι κάναμε. Το λάθος μας το καταλάβαμε και χτυπήσαμε το κεφάλι μας. Ντραπήκαμε
και κατεξευτελιστήκαμε, γιατί αμαρτήσαμε ακόμη απ’ τα νιάτα μας, και τώρα το
πληρώνουμε”.
»Ο Εφραΐμ είναι ο πολυαγαπημένος μου
γιος, το χαϊδεμένο μου παιδί», λέει ο Κύριος. «Κάθε φορά που τον τιμωρώ
εξακολουθώ να τον σκέφτομαι. Γι’ αυτό η καρδιά μου χτυπάει τόσο δυνατά γι’
αυτόν. Πάντα θα τον σπλαχνίζομαι».
Βάλε σημάδια, Ισραήλ! Βάλε οδοδείχτες στο
δρόμο που πήρες όταν έφυγες, για να τον ξαναβρείς όταν πίσω θα επιστρέφεις.
Γύρνα, γύρνα σ’ αυτές εδώ τις πόλεις σου!
"Ως πότε θα διστάζεις αποστάτισσα
Ισραήλ; Ο Κύριος δημιουργεί κάτι εντελώς καινούριο πάνω στη γη: Η γυναίκα είναι
που θα τριγυρίζει τον άντρα."
Ο Κύριος του σύμπαντος, ο Θεός των
Ισραηλιτών λέει: «Όταν θ’ αλλάξω την κατάστασή τους, θα ξαναλένε αυτόν το λόγο
στη χώρα του Ιούδα και στις πόλεις τους: “ο Κύριος να σ’ ευλογεί, Ιερουσαλήμ,
εσύ ο τόπος όπου ο Θεός εκδηλώνει τη δικαιοσύνη του, εσύ το άγιο του βουνό”.
Τότε η χώρα του Ιούδα κι όλες οι πόλεις
του θα κατοικηθούν θα υπάρχουν πάλι εκεί γεωργοί, και βοσκοί που θα οδηγούν τα
κοπάδια τους.
Τους εξαντλημένους από τη δίψα θα τους
ποτίσω τους εξασθενημένους από την πείνα θα τους χορτάσω».
Όταν ξύπνησα ένιωθα ανανεωμένος και
δυναμωμένος.
«Έρχονται μέρες», λέει ο Κύριος, «που
όπως ο γεωργός σπέρνει το χωράφι του με σπόρο, έτσι κι εγώ θα γεμίσω τη χώρα
του Ισραήλ και του Ιούδα με ανθρώπους και ζώα.
Όπως μέχρι τώρα φρόντισα να ξεριζώσω αυτά
τα βασίλεια, να τα κατασκάψω, να τα κατεδαφίσω, να τα καταστρέψω και να τα
συνθλίψω, το ίδιο θα φροντίσω τώρα για να τα ξαναχτίσω και να τα ξαναφυτέψω.
Εγώ το λέω, ο Κύριος».
Εκείνες τις μέρες δεν θα λένε πια: «Οι
πατεράδες έφαγαν τ’ άγουρα σταφύλια και των παιδιών τα δόντια μούδιασαν»,
αλλά όποιος τρώει τ’ άγουρα σταφύλια,
εκείνου τα δόντια θα μουδιάζουν. Καθένας θα πεθαίνει εξαιτίας της δικής του
ανομίας.
«Έρχονται μέρες», λέει ο Κύριος, «που θα
κάνω καινούρια διαθήκη με το λαό του Ισραήλ και του Ιούδα.
Δε θα έχει καμιά σχέση με τη διαθήκη που
είχα κάνει με τους προγόνους τους την ημέρα που τους πήρα από το χέρι και τους
οδήγησα έξω από τη Αίγυπτο. Εκείνοι δεν τήρησαν τη διαθήκη μου κι εγώ τους
παραμέλησα.
Και να ποια θα είναι η νέα διαθήκη που θα
κάνω με το λαό του Ισραήλ: Μετά τις μέρες εκείνες, θα βάλω το νόμο μου μέσα στη
συνείδησή τους και θα τον γράψω στις καρδιές τους θα είμαι Θεός τους κι αυτοί
θα είναι λαός μου.
Δε θα διδάσκει πια καθένας το συμπολίτη
του και τον αδερφό του λέγοντας “γνωρίστε τον Κύριο”, γιατί όλοι τους θα με
γνωρίζουν, από τον πιο άσημο ως τον πιο σπουδαίο. Θα συγχωρήσω την ανομία τους
και δε θα ξαναθυμηθώ πια την αμαρτία τους. Εγώ το λέω, ο Κύριος».
Ο Κύριος έχει ορίσει τον ήλιο για να
φωτίζει την ημέρα, και το φεγγάρι και τ’ αστέρια για να φωτίζουνε τη νύχτα
ταράζει τη θάλασσα και βουίζουν τα κύματά της. Αυτός, που τ’ όνομά του είναι
Κύριος του σύμπαντος, λέει:
«Αν ποτέ τούτοι οι φυσικοί νόμοι πάψουν
να ισχύουν, τότε μόνο θα πάψω ν’ αναγνωρίζω πως οι απόγονοι των Ισραηλιτών
αποτελούν για πάντα έθνος.
»Όπως είναι αδύνατο να μετρηθεί ο ουρανός
ή να ερευνηθούν τα θεμέλια της γης, έτσι είναι αδύνατο να απορρίψω κι εγώ το
λαό Ισραήλ, παρ’ όλα όσα έχει πράξει».
«Έρχονται μέρες», λέει ο Κύριος, «που θα
ανοικοδομηθεί προς τιμήν μου η Ιερουσαλήμ από τον πύργο του Χανανεήλ, βορειοανατολικά,
ως την πύλη της Γωνίας, βορειοδυτικά.
Τα σύνορά της θα εκτείνονται δυτικά ως το
λόφο Γαρήβ κι από ’κει νότια προς τη Γοάθ.
Ολόκληρη η κοιλάδα που έχουν ταφεί οι
νεκροί και είχε διασκορπιστεί η στάχτη των θυσιών, και όλα τα χωράφια από το
χείμαρρο των Κέδρων ως τη γωνία της πύλης των Αλόγων ανατολικά, όλη αυτή η
περιοχή θα είναι αφιερωμένη σ’ εμένα τον Κύριο. Η Ιερουσαλήμ ποτέ πια δε θα
κατεδαφιστεί ούτε θα καταστραφεί».
Το δέκατο έτος της βασιλείας του Σεδεκία
στον Ιούδα –δέκατο όγδοο έτος της βασιλείας του Ναβουχοδονόσορ αντίστοιχα– ο
Ιερεμίας πήρε μήνυμα από τον Κύριο.
Την εποχή εκείνη ο στρατός του βασιλιά
της Βαβυλώνας πολιορκούσε την Ιερουσαλήμ κι ο προφήτης Ιερεμίας ήταν
κρατούμενος στην αυλή της φρουράς στο παλάτι.
Τον είχε φυλακίσει ο βασιλιάς Σεδεκίας,
γιατί ο Ιερεμίας είχε αναγγείλει τούτον το λόγο του Κυρίου: «Εγώ θα παραδώσω
την πόλη αυτή στα χέρια του βασιλιά της Βαβυλώνας και θα την κυριέψει.
Ο ίδιος ο Σεδεκίας, ο βασιλιάς του Ιούδα,
δε θα ξεφύγει από τους Βαβυλώνιους. Θα παραδοθεί εξάπαντος στο βασιλιά της
Βαβυλώνας και θα λογοδοτήσει σ’ αυτόν αυτοπροσώπως.
Ο Σεδεκίας θα οδηγηθεί από το
Ναβουχοδονόσορ στη Βαβυλώνα και θα μείνει εκεί ωσότου λογαριαστώ μαζί του»,
λέει ο Κύριος. «Ακόμη κι αν πολεμήσετε τους Βαβυλώνιους, δε θα κερδίσετε τον
πόλεμο».
Εκεί, λοιπόν, στη φυλακή ο Ιερεμίας
διηγείται:
«Πήρα από τον Κύριο το ακόλουθο μήνυμα:
“ο Χαναμεήλ, γιος του θείου σου, του Σαλλούμ, θα ’ρθει να σε βρει για να σου
πει να αγοράσεις το χωράφι που βρίσκεται στην Αναθώθ, γιατί εσύ έχεις το
δικαίωμα να το αγοράσεις”.
Ήρθε λοιπόν, και με βρήκε ο ξάδερφός μου
ο Χαναμεήλ στην αυλή της φρουράς, και μου είπε, σύμφωνα με τα λόγια του Κυρίου:
“αγόρασε, σε παρακαλώ, το χωράφι μου στην Αναθώθ, στην περιοχή της φυλής
Βενιαμίν, γιατί εσύ έχεις το δικαίωμα να το κληρονομήσεις και την υποχρέωση να
το αγοράσεις. Αγόρασέ το, λοιπόν”. »Τότε βεβαιώθηκα ότι αυτό ήταν προσταγή του
Κυρίου.
Αγόρασα, λοιπόν, το χωράφι στην Αναθώθ
από τον ξάδερφό μου, και του ζύγισα τα χρήματα, δέκα εφτά σίκλους ασήμι.
Υπέγραψα και το συμβόλαιο, το σφράγισα
μπροστά σε μάρτυρες και ζύγισα τα χρήματα στη ζυγαριά.
Πήρα το συμβόλαιο της αγοράς, το
σφραγισμένο τμήμα του, καθώς και το ανοιχτό αντίγραφο, με τα διάφορα στοιχεία
και τους όρους του.
Μετά το έδωσα στο Βαρούχ, γιο του Νηρία,
κι εγγονό του Μαασία, ενώ ήταν παρόντες ο ξάδερφός μου ο Χαναμεήλ, οι μάρτυρες
που είχαν υπογράψει το συμβόλαιο και οι άνδρες που βρίσκονταν στην αυλή της
φρουράς.
Τότε διέταξα το Βαρούχ μπροστά τους και
του είπα:
“ο Κύριος του σύμπαντος, ο Θεός του
Ισραήλ, λέει: Πάρε το έγγραφο αυτό, το σφραγισμένο συμβόλαιο της αγοράς με το
αντίγραφό του και φύλαξέ το σ’ ένα πήλινο αγγείο για να διατηρηθεί εκεί για
πολύν καιρό.
Γιατί ο Κύριος του σύμπαντος, ο Θεός του
Ισραήλ, λέει ότι θα αγοραστούν πάλι σπίτια, χωράφια και αμπέλια σ’ αυτήν τη
χώρα”».
«Αφού έδωσα το συμβόλαιο της αγοράς στο
Βαρούχ, γιο του Νηρία, προσευχήθηκα στον Κύριο και είπα:
“αχ, Κύριε Θεέ! Εσύ δημιούργησες τον
ουρανό και τη γη με τη μεγάλη σου δύναμη, την ακαταμάχητη. Τίποτα δεν είναι
δύσκολο σ’ εσένα.
Δείχνεις αγάπη σε χιλιάδες γενιές όταν
όμως οι άνθρωποι αμαρτάνουν τους τιμωρείς, αυτούς και τα παιδιά τους. Ω, Θεέ
μεγάλε και δυνατέ, που τ’ όνομά σου είναι του σύμπαντος ο Κύριος!
Μεγάλος στα σχέδια και δυνατός στα έργα
σου. Τα μάτια σου βλέπουν όλες τις πράξεις των ανθρώπων για ν’ ανταποδίδεις σε
όλους ανάλογα με τον τρόπο της ζωής τους και με τις πράξεις τους.
Από τότε στην Αίγυπτο και μέχρι σήμερα
έχεις κάνει καταπληκτικά θαύματα ανάμεσα στους Ισραηλίτες και στους άλλους
λαούς και έτσι έγινες γνωστός σ’ όλο τον κόσμο.
Έβγαλες το λαό σου τον Ισραήλ από την
Αίγυπτο με σημεία και με θαύματα, με δυνατό χέρι και δύναμη ακαταμάχητη,
προκαλώντας μεγάλο τρόμο στους εχθρούς μας.
Έδωσες στους Ισραηλίτες αυτή τη χώρα, που
είχες υποσχεθεί με όρκο να τη δώσεις στους προγόνους τους, τη χώρα που ρέει
γάλα και μέλι.
Μπήκαν και την κυρίεψαν, αλλά δεν
υπάκουσαν στη φωνή σου και δεν τήρησαν το νόμο σου δεν έκαναν τίποτε απ’ όσα
τους είχες διατάξει. Γι’ αυτό τους προξένησες όλο αυτό το κακό.
Τα επιχώματα του εχθρού έφτασαν ως τα
τείχη της πόλης για να την κυριέψουν και σύντομα θα πέσει στα χέρια των
Βαβυλωνίων. Θα την κυριέψουν με τα όπλα τους, και με τη βοήθεια της πείνας και
των επιδημιών. Ό,τι είπες έγινε, το βλέπεις.
Παρ’ όλα αυτά, εσύ, Κύριε Θεέ, με
διέταξες να αγοράσω με χρήματα τούτο το χωράφι ενώπιον μαρτύρων, αν και η
Ιερουσαλήμ έχει πέσει σχεδόν στα χέρια των Βαβυλωνίων”».
«Τότε ο Κύριος μου απάντησε:
“εγώ είμαι ο Κύριος, ο Θεός όλων των
ανθρώπων και τίποτα δεν είναι αδύνατο σ’ εμένα.
Εγώ θα παραδώσω την πόλη αυτή στα χέρια
των Βαβυλωνίων και του βασιλιά τους Ναβουχοδονόσορ και θα την κυριέψει.
Οι Βαβυλώνιοι που πολεμούν εναντίον αυτής
της πόλης θα της βάλουν φωτιά και θα την κάψουν, αυτήν και τα σπίτια της που
στις ταράτσες τους οι κάτοικοί της πρόσφεραν θυμίαμα στο Βάαλ και έκαναν
σπονδές σε ξένους θεούς για να με εξοργίζουν.
Οι Ισραηλίτες και οι κάτοικοι του Ιούδα,
από τα πρώτα χρόνια της ιστορίας τους, έκαναν μόνο το κακό ενώπιόν μου και με
εξόργιζαν με τις πράξεις τους.
Ναι, η πόλη αυτή μ’ έχει εξοργίσει
φοβερά, από τότε που την έχτισαν μέχρι σήμερα. Θα την καταστρέψω, λοιπόν,
για την κακία του λαού του Ισραήλ και του
Ιούδα, οι οποίοι με όσα έκαναν με εξόργισαν, αυτοί και οι βασιλιάδες τους, οι
άρχοντές τους, οι ιερείς τους, οι προφήτες τους, καθώς και οι κάτοικοι της
Ιερουσαλήμ.
Δεν μου έστρεψαν το πρόσωπό τους, αλλά τα
νώτα τους. Αν και τους δίδαξα επίμονα, εν τούτοις δεν έδωσαν καμιά προσοχή για
να μάθουν.
Έφτασαν ακόμη και στο σημείο να βάλουν τα
είδωλά τους μέσα στο ναό που φέρει το όνομά μου, και να τον μολύνουν.
Καθιέρωσαν ιερούς τόπους προς τιμήν του
Βάαλ, στην κοιλάδα Εννόμ, για να θυσιάζουνε τους γιους τους και τις κόρες τους
στο Μολόχ. Αυτά δεν τους τα διέταξα εγώ, ούτε διανοήθηκα ποτέ ότι θα έκαναν
τέτοιες βδελυρές πράξεις, που οδήγησαν το λαό του Ιούδα να αμαρτήσει.
”Εσείς λέτε ότι αυτή η πόλη παραδίδεται
στην εξουσία του βασιλιά της Βαβυλώνας νικημένη από τον πόλεμο, την πείνα και
τις επιδημίες. Ακούστε τώρα τι εγώ ο Κύριος, ο Θεός του Ισραήλ, λέω για την
πόλη αυτή:
Θα τους συγκεντρώσω απ’ όλες τις χώρες
όπου τους διασκόρπισα πάνω στο φοβερό θυμό μου και στη μεγάλη μου αγανάκτηση θα
τους επαναφέρω σ’ αυτή τη χώρα και θα κατοικήσουν με ασφάλεια.
Θα είναι πάλι ο λαός μου κι εγώ θα είμαι
Θεός τους.
Θα τους κάνω να σκέφτονται και να
ενεργούν για ένα σκοπό: πώς να με τιμούν κάθε μέρα για το δικό τους το καλό και
των απογόνων τους.
Θα συνάψω αιώνια διαθήκη μαζί τους, ότι
δεν θα σταματήσω να κάνω το καλό σ’ αυτούς, για να με τιμούν και να μην
απομακρυνθούν από μένα.
Θα χαίρομαι να τους ευεργετώ και θα τους
εγκαταστήσω μόνιμα σ’ αυτή τη χώρα. Και θα το κάνω μ’ όλη μου την καρδιά και μ’
όλη μου την δύναμη.
Όπως τους έφερα όλες αυτές τις συμφορές,
έτσι θα τους φέρω κι όλα τα καλά που τους έχω υποσχεθεί.
Σ’ αυτή τη χώρα, για την οποία εσύ κι οι
άλλοι λέτε ότι παραδίδεται στα χέρια των Βαβυλωνίων κι ότι θα ερημωθεί και δε
θ’ απομείνει εκεί κανείς, ούτε άνθρωπος ούτε ζώο, εκεί θα ξαναγίνουν
αγοραπωλησίες.
Θ’ αγοράζονται χωράφια με χρήματα και θα
υπογράφονται συμβόλαια θα σφραγίζονται τα συμβόλαια ενώπιον μαρτύρων στην
περιοχή της φυλής Βενιαμίν, στα περίχωρα της Ιερουσαλήμ και στις πόλεις του
Ιούδα, τόσο στις ορεινές όσο και στις πεδινές, καθώς και στις πόλεις του νότου.
Θα την αλλάξω την κατάστασή τους. Εγώ το λέω, ο Κύριος”».
Ενώ ο Ιερεμίας ήταν ακόμα κρατούμενος
στην αυλή της φρουράς, ο Κύριος του μίλησε για δεύτερη φορά:
«Εγώ, ο Κύριος, που δημιούργησα τη γη, τη
διαμόρφωσα και τη στερέωσα, εγώ, που τ’ όνομά μου είναι Κύριος, λέω:
Κάλεσέ με και θα σου απαντήσω θα σου
αναγγείλω μεγάλα πράγματα, που δεν τα γνωρίζεις ούτε μπορείς να τα γνωρίσεις.
»Εγώ ο Κύριος, ο Θεός του Ισραήλ, λέω ότι
τα σπίτια της Ιερουσαλήμ και τα βασιλικά παλάτια του Ιούδα, θα διαμορφωθούν για
να γίνουν επιχώματα και αμυντικά αντιστηρίγματα,
προκειμένου ν’ αντιμετωπισθούν οι Βαβυλώνιοι.
Κάτι τέτοιο θα γέμιζε τα σπίτια με τα πτώματα εκείνων που εγώ θα θανατώσω πάνω
στο θυμό μου και στην οργή μου, γιατί έχω αποστραφεί αυτή την πόλη για τις
πονηρές πράξεις των κατοίκων της.
Αλλά παρ’ όλα αυτά θα θεραπεύσω τις
πληγές της και θα κάνω τους κατοίκους της να ζήσουν με απόλυτη ειρήνη και
ασφάλεια.
Θ’ αλλάξω την κατάσταση του λαού του
Ιούδα και του Ισραήλ και θα τους εγκαταστήσω εκεί που ήταν προηγουμένως.
Θα συγχωρήσω όλα όσα έχουν διαπράξει
εναντίον μου: τις ανομίες τους, τις ασέβειές τους και τις ανταρσίες τους.
Η Ιερουσαλήμ θα είναι για μένα πηγή χαράς
και θα μου φέρει τιμή και δόξα μπροστά σε όλα τα έθνη της γης. Θα μάθουν όλες
τις ευεργεσίες μου προς αυτήν και θα μείνουν άφωνοι από την ευημερία που θα
τους χαρίσω».
Λέει ο Κύριος: «Εσείς λέτε ότι ο τόπος
αυτός θα ερημωθεί σύντομα και δε θα υπάρχουν εδώ ούτε άνθρωποι ούτε ζώα. Κι
όμως, στις πόλεις του βασιλείου του Ιούδα και στις ερημωμένες πλατείες της
Ιερουσαλήμ, θ’ ακουστούν και πάλι
κραυγές χαράς και ευφροσύνης, τα
τραγούδια των νιόπαντρων και οι ύμνοι αυτών που θα προσφέρουν εκ νέου
ευχαριστήριες προσφορές στο ναό μου. Θα ψάλλουν: “Τον Κύριο του σύμπαντος
δοξολογήστε! Είναι καλός, κι αιώνια διαρκεί η αγάπη του!” Αυτό θα γίνει επειδή
θ’ αλλάξω την κατάσταση της χώρας και θα την κάνω όπως ήταν πριν».
Λέει ο Κύριος του σύμπαντος: «Στον τόπο
αυτό που είναι έρημος, χωρίς ανθρώπους ούτε ζώα, και σε όλες τις πόλεις του, θα
υπάρχουν πάλι βοσκοτόπια όπου θα κατασκηνώνουν οι βοσκοί με τα κοπάδια τους.
Σ’ όλες τις πόλεις του Ιούδα, τις ορεινές,
τις πεδινές και στις πόλεις του νότου, στην περιοχή της φυλής του Βενιαμίν και
στα περίχωρα της Ιερουσαλήμ, παντού θα διαβαίνουν και πάλι τα κοπάδια και θα τα
μετράει ο βοσκός. Εγώ το λέω, ο Κύριος».
«Έρχονται μέρες», λέει ο Κύριος, «που θα
εκπληρώσω την υπόσχεση που έδωσα στο λαό του Ισραήλ και του Ιούδα:
Θα αναδείξω βασιλιά έναν γνήσιο βλαστό
του Δαβίδ. Αυτός θα κυβερνάει τη χώρα με ευθυκρισία και δικαιοσύνη.
Τότε ο λαός του Ιούδα και οι κάτοικοι της
Ιερουσαλήμ θα ζουν με ειρήνη και ασφάλεια. Και το όνομα που θα δοθεί στην πόλη
θα είναι “ο Κύριος η σωτηρία μας”».
«Ναι», λέει ο Κύριος, «πάντοτε θα υπάρχει
ένας από τους απογόνους του Δαβίδ που να βασιλεύει στον Ισραήλ.
Κατά τον ίδιο τρόπο, πάντοτε θα υπάρχουν
ιερείς από τη φυλή Λευί για να μου προσφέρουν ολοκαυτώματα, προσφορές σιτηρών
και θυσίες».
Ο Κύριος είπε στον Ιερεμία:
«Κανείς δεν μπορεί να καταργήσει τη
συμφωνία που έχω κάνει με την ημέρα και τη νύχτα και να τις εμποδίσει να
εμφανίζονται στον καθορισμένο χρόνο τους.
Το ίδιο δεν θα καταργήσω και τη διαθήκη
που έκανα με το δούλο μου το Δαβίδ, να υπάρχει πάντα ένας απόγονός του που να
βασιλεύει στο θρόνο του, καθώς και τη διαθήκη μου με τους λευίτες, που με
υπηρετούν ως ιερείς μου.
Όπως τ’ αστέρια του ουρανού δεν γίνεται
ν’ αριθμηθούν και η άμμος της θάλασσας να μετρηθεί, έτσι θα πολλαπλασιάσω τους
απογόνους του δούλου μου του Δαβίδ και τους λευίτες, που με υπηρετούν».
Είπε ακόμα ο Κύριος στον Ιερεμία:
"«Δε βλέπεις τι λένε ορισμένοι
άνθρωποι; Ισχυρίζονται ότι εγώ, ο Κύριος, απέρριψα το λαό του Ισραήλ και του
Ιούδα, τις δύο οικογένειες που είχα εκλέξει. Περιφρονούν λοιπόν το λαό μου και
δεν τον θεωρούν πια έθνος."
Αλλά να τι λέω εγώ, ο Κύριος: Έχω κάνει
συμφωνία με την ημέρα και τη νύχτα κι έχω βάλει τους νόμους του ουρανού και της
γης.
Όπως λοιπόν είναι βέβαιο ότι το έχω κάνει
αυτό, έτσι είναι βέβαιο ότι δε θα απορρίψω τους απογόνους του Ιακώβ και του
δούλου μου Δαβίδ πάντα θα ορίζω έναν από τους απογόνους του Δαβίδ για να
κυβερνάει τους απογόνους του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ. Θα σπλαχνιστώ το
λαό μου και θ’ αλλάξω την κατάστασή τους».
Τον καιρό που ο βασιλιάς της Βαβυλώνας
Ναβουχοδονόσορ, μαζί με το στρατό του που υποστηριζόταν με στρατεύματα απ’ όλα
τα βασίλεια της γης που ήταν υποταγμένα σ’ αυτόν, πολεμούσε ενάντια στην
Ιερουσαλήμ και στις γύρω πόλεις, ήρθε στον Ιερεμία μήνυμα από τον Κύριο:
Ο Κύριος, ο Θεός του Ισραήλ του είπε:
«Πήγαινε να πεις εκ μέρους μου στο βασιλιά του Ιούδα Σεδεκία: “θα παραδώσω την
πόλη αυτή στα χέρια του βασιλιά της Βαβυλώνας και θα την κάψει.
Εσύ δεν θα μπορέσεις να του ξεφύγεις. Θα
συλληφθείς εξάπαντος και θα παραδοθείς σ’ αυτόν. Θα λογοδοτήσεις μπροστά του
αυτοπροσώπως και μετά θα μεταφερθείς στη Βαβυλώνα.
Άκουσε όμως, τι λέει ο Κύριος για σένα,
Σεδεκία, βασιλιά του Ιούδα: Δε θα πεθάνεις με βίαιο θάνατο
αλλά ειρηνικά. Και όπως έκαψαν λιβάνι
στους πριν από σένα βασιλιάδες, έτσι θα κάψουν και για σένα και θα σε κλάψουν
λέγοντας: Αλίμονο, άρχοντά μας! Εγώ το λέω, ο Κύριος”».
Ο προφήτης Ιερεμίας μετέφερε το μήνυμα
στο Σεδεκία, στην Ιερουσαλήμ.
Εκείνο τον καιρό ο στρατός του βασιλιά
της Βαβυλώνας πολεμούσε ενάντια στην Ιερουσαλήμ, και ενάντια στη Λαχίς και την
Αζηκά, γιατί μόνον αυτές από τις οχυρωμένες πόλεις του Ιούδα δεν είχαν ακόμα
κυριευθεί και αντιστέκονταν.
Άλλο ένα μήνυμα του Κυρίου προς τον
Ιερεμία. Ο βασιλιάς Σεδεκίας είχε κάνει συμφωνία με το λαό της Ιερουσαλήμ να
αναγγείλει την απελευθέρωση των δούλων.
Καθένας έπρεπε να απελευθερώσει τον
Εβραίο δούλο ή δούλη του, ώστε κανείς να μην έχει πια δούλο Ιουδαίο συμπατριώτη
του.
Όλοι οι άρχοντες και ο λαός δέχτηκαν τότε
τη συμφωνία και απελευθέρωσαν τους δούλους και τις δούλες τους.
Αργότερα όμως άλλαξαν γνώμη, τους πήραν
πίσω και τους υποχρέωσαν να ξαναγίνουν δούλοι.
Τότε ο Κύριος διέταξε τον Ιερεμία να πει
στους κατοίκους της Ιερουσαλήμ:
«Ο Θεός του Ισραήλ λέει: “έκανα μαζί με
τους προγόνους σας διαθήκη όταν τους έβγαλα από την Αίγυπτο, όπου ζούσαν ως
δούλοι και τους όρισα:
Κάθε έβδομο έτος καθένας σας θα
απελευθερώνει τον Εβραίο συμπατριώτη του, που τον είχε αγοράσει για δούλο και
τον κράτησε στη δούλεψή του έξι χρόνια θα τον αφήνετε να φεύγει ελεύθερος. Οι
πρόγονοί σας όμως δε με άκουσαν ούτε έδωσαν καμιά προσοχή στα λόγια μου.
Εσείς, αντίθετα, μετανιώσατε και καλά
κάνατε, όταν καθένας σας απελευθέρωσε τον συμπατριώτη του και κάνατε μάλιστα
επίσημη συμφωνία στο ναό που φέρει το όνομά μου.
Τώρα όμως αλλάξατε πάλι γνώμη, χωρίς να
με λογαριάσετε πήρατε πίσω ο καθένας σας το δούλο του και τη δούλη του, που
τους είχατε απελευθερώσει και τους αναγκάσατε να ξαναγίνουν δούλοι σας. Έτσι
μολύνατε τό όνομά μου.
Γι’ αυτό, εγώ ο Κύριος σας λέω: Επειδή
δεν με υπακούσατε και δεν αφήσατε ελεύθερους τους συμπατριώτες σας, θα αφήσω
εγώ ελεύθερα εναντίον σας τον πόλεμο, τις επιδημίες και την πείνα, και θα σας
διασκορπίσω σε όλα τα βασίλεια της γης.
Οι άρχοντες του Ιούδα και της Ιερουσαλήμ,
οι αξιωματούχοι και οι ιερείς και όλοι οι άλλοι ενδιαφερόμενοι έκαναν συμφωνία
μαζί μου ήταν όλοι παρόντες, όταν το μοσχάρι κόπηκε σε δύο κομμάτια κι εκείνοι
πέρασαν ανάμεσα σ’ αυτά. Παραβίασαν όμως εκείνη τη συμφωνία και δεν εκπλήρωσαν
τις υποχρεώσεις που είχαν αναλάβει. Γι’ αυτό τώρα θα συμβεί σ’ αυτούς ό,τι
συνέβη στο μοσχάρι.
Θα τους παραδώσω στα χέρια των εχθρών
τους και τα πτώματά τους θα είναι τροφή για τα πουλιά του ουρανού και τα άγρια
ζώα της γης.
Θα παραδώσω το βασιλιά του Ιούδα Σεδεκία
και τους άρχοντές του στα χέρια των αιμοβόρων εχθρών τους, στο στρατό του
βασιλιά της Βαβυλώνας. Αν και ο βαβυλωνιακός στρατός έφυγε τώρα από σας,
εγώ, ο Κύριος, θα τους προστάξω να
ξανάρθουν και να πολεμήσουν ενάντια σ’ αυτή την πόλη. Θα την κυριέψουν, θα την
κάψουν και θα ερημώσω τις πόλεις του Ιούδα, ώστε να μείνουν ακατοίκητες”».
Όταν βασιλιάς στον Ιούδα ήταν ο Ιωακίμ,
γιος του Ιωσία, είπε ο Κύριος στον Ιερεμία:
«Πήγαινε στους άντρες της φυλής των
Ρηχαβιτών και προσκάλεσέ τους να έρθουν στο ναό μου, σε ένα από τα δωμάτια, και
πρόσφερέ τους εκεί κρασί».
Τότε εγώ πήρα τον Αζανία, γιο ενός άλλου
Ιερεμία και εγγονό του Χαβασινία, μαζί με τους αδερφούς του και όλους τους
γιους του καθώς και όλους τους άνδρες της φυλής των Ρηχαβιτών.
και τους έφερα στο ναό του Κυρίου. Τους
πήγα στο δωμάτιο των μαθητών του Ανάν, γιου του Ιγδαλία και ανθρώπου του Θεού.
Το δωμάτιο αυτό βρισκόταν κοντά στο δωμάτιο των αρχόντων και πάνω από το
δωμάτιο του Μαασεΐα, γιου του Σαλλούμ, και φρουρού της πύλης του ναού.
Τοποθέτησα μπροστά στους ανθρώπους της
φυλής των Ρηχαβιτών δοχεία γεμάτα κρασί και ποτήρια, και τους είπα: «Πιείτε
κρασί».
Αυτοί απάντησαν: «Εμείς δεν πίνουμε
κρασί, γιατί ο πρόγονός μας ο Ιωναδάβ, γιος του Ρηχάβ, μας διέταξε σε καμιά
περίπτωση να μην πίνουμε κρασί, ούτε εμείς ούτε οι απόγονοί μας.
Επίσης μας διέταξε να μη χτίζουμε σπίτια,
να μην καλλιεργούμε τη γη, να μη φυτεύουμε αμπέλια ούτε να αποκτούμε ακίνητα,
αλλά να κατοικούμε σε σκηνές όλη μας τη ζωή, για να ζήσουμε πολλά χρόνια σ’
αυτήν τη χώρα, στην οποία κατοικούσαμε σαν ξένοι.
Εμείς υπακούσαμε στις παραγγελίες του
προγόνου μας του Ιωναδάβ, γιου του Ρηχάβ, σε όλα όσα μας πρόσταξε: δεν πίνουμε
ποτέ μας κρασί ούτε εμείς, ούτε οι γυναίκες μας ούτε τα παιδιά μας
δε χτίζουμε σπίτια, δεν έχουμε αμπέλια ούτε
χωράφια να τα καλλιεργούμε με σιτηρά.
Μένουμε σε σκηνές και κάνουμε σύμφωνα με
όλα όσα μας διέταξε ο πρόγονός μας ο Ιωναδάβ.
Όταν όμως ο βασιλιάς της Βαβυλώνας
Ναβουχοδονόσορ επιτέθηκε εναντίον της χώρας αυτής, αποφασίσαμε να έρθουμε στην
Ιερουσαλήμ για να γλιτώσουμε από το στρατό των Βαβυλωνίων και των Σύρων. Έτσι
τώρα μένουμε στην Ιερουσαλήμ».
Ο Κύριος είπε στον Ιερεμία:
"«Πήγαινε και πες στο λαό του
βασιλείου του Ιούδα και στους κατοίκους της Ιερουσαλήμ ότι ο Κύριος του
σύμπαντος, ο Θεός του Ισραήλ, λέει: “γιατί αρνείστε να υπακούσετε στα λόγια
μου;"
Η εντολή του Ιωναδάβ, γιου του Ρηχάβ, που
είχε διατάξει τους απογόνους του να μην πίνουν κρασί, τηρήθηκε και μέχρι σήμερα
δεν πίνουν, γιατί υπακούν στην προσταγή του προγόνου τους. Εμένα όμως, που σας
μίλησα επίμονα, δε με ακούσατε.
Σας έστειλα επανειλημμένα τους δούλους
μου τους προφήτες και σας παρήγγειλα: Αφήστε ο καθένας σας τον κακό του δρόμο
και διορθώστε τα έργα σας σταματήστε ν’ ακολουθείτε άλλους θεούς και να τους
λατρεύετε τότε θα κατοικήσετε τη χώρα που έδωσα σ’ εσάς και στους προγόνους
σας. Δε με ακούσατε όμως, ούτε δώσατε καμιά προσοχή.
Οι απόγονοι του Ιωναδάβ, γιου του Ρηχάβ,
εκτέλεσαν την προσταγή που τους έδωσε ο πρόγονός τους αλλά εσείς, λαέ του
Ιούδα, εμένα δεν με υπακούσατε.
Γι’ αυτό θα φέρω πάνω σας, κάτοικοι του
Ιούδα και της Ιερουσαλήμ, όλα τα δεινά που έχω απειλήσει εναντίον σας, γιατί
σας μίλησα και δεν υπακούσατε σας κάλεσα και δεν ανταποκριθήκατε. Εγώ το λέω, ο
Κύριος του σύμπαντος, ο Θεός του Ισραήλ”».
Τότε είπε ο Ιερεμίας στους Ρηχαβίτες: «Ο
Κύριος του σύμπαντος, ο Θεός του Ισραήλ, λέει: “επειδή υπακούσατε στη διαταγή
του προγόνου σας του Ιωναδάβ και τηρήσατε όλες τις εντολές του και πράξατε
σύμφωνα με όλα όσα σας διέταξε,
γι’ αυτό πάντα θα υπάρχει ένας άντρας από
τους απογόνους του Ιωναδάβ, γιου του Ρηχάβ, που θα έχει το προνόμιο να με
υπηρετεί αιώνια. Εγώ το λέω, ο Κύριος του σύμπαντος, ο Θεός του Ισραήλ”».
Τον τέταρτο χρόνο της βασιλείας του
Ιωακίμ, γιου του Ιωσία, στον Ιούδα, ο Κύριος είπε στον Ιερεμία:
«Πάρε ένα κυλινδρικό βιβλίο και γράψε σ’
αυτό όλα όσα σου είπα εναντίον του λαού του Ισραήλ και του Ιούδα και εναντίον
όλων των εθνών, από την ημέρα που σου μίλησα για πρώτη φορά –τον καιρό του
Ιωσία– μέχρι σήμερα.
Όταν ακούσουν οι κάτοικοι του βασιλείου
του Ιούδα τα δεινά που πρόκειται να φέρω εναντίον τους, ίσως ν’ αφήσουν τον
κακό τους δρόμο τότε εγώ θα συγχωρήσω τις ανομίες τους και τις αμαρτίες τους».
Ο Ιερεμίας κάλεσε τότε το Βαρούχ, γιο του
Νηρία, και του υπαγόρευσε όλα όσα του είχε πει ο Κύριος και τα έγραψε ο Βαρούχ.
Μετά είπε ο Ιερεμίας στο Βαρούχ: «Δεν
επιτρέπεται σ’ εμένα πια να μπω στο ναό του Κυρίου.
Αλλά πήγαινε εσύ εκεί την ημέρα της
νηστείας, και διάβασε δυνατά από το βιβλίο στο λαό της Ιερουσαλήμ και σ’ όλους
τους κατοίκους του Ιούδα, που έχουν έρθει από τις πόλεις τους, όλα όσα μου είπε
ο Κύριος και σου τα υπαγόρευσα.
Ίσως προσευχηθούν στον Κύριο κι αφήσουν
τον κακό τους δρόμο, γιατί είναι μεγάλος ο θυμός και η οργή που ο Κύριος
εξαπέλυσε εναντίον του λαού αυτού».
Ο Βαρούχ, λοιπόν, γιος του Νηρία, πήγε
στο ναό και διάβασε από το βιβλίο τους λόγους του Κυρίου, όπως ακριβώς τον είχε
διατάξει ο προφήτης Ιερεμίας.
Αυτό έγινε τον ένατο μήνα του πέμπτου
έτους της βασιλείας του Ιωακίμ, γιου του Ιωσία, στον Ιούδα. Όλοι οι κάτοικοι
της Ιερουσαλήμ και ο λαός των πόλεων του βασιλείου του Ιούδα είχαν έρθει στην
Ιερουσαλήμ για να τηρήσουν νηστεία ενώπιον του Κυρίου.
Τότε διάβασε ο Βαρούχ στο ναό του Κυρίου
δυνατά από το βιβλίο όλα όσα του είχε υπαγορεύσει ο Ιερεμίας. Διάβαζε από το
δωμάτιο του γραμματέα Γεμαρία, γιου του Σαφάν, στην πάνω αυλή, κοντά στην
είσοδο της νέας πύλης του ναού του Κυρίου, ώστε ν’ ακούει όλος ο λαός.
Όταν άκουσε ο Μιχαίας, γιος του Γεμαρία
κι εγγονός του Σαφάν, τα λόγια του Κυρίου από το βιβλίο,
κατέβηκε στο παλάτι του βασιλιά, και
μπήκε στο δωμάτιο του γραμματέα. Εκεί κάθονταν όλοι οι άρχοντες: ο γραμματέας
Ελισαμά, ο Δαλαΐας, γιος του Σεμαΐα, ο Ελναθάν, γιος του Αχβώρ, ο Γεμαρίας,
γιος του Σαφάν, ο Σεδεκίας, γιος του Ανανία και όλοι οι άλλοι άρχοντες.
Ο Μιχαίας ανάγγειλε σ’ αυτούς όλα όσα είχε
ακούσει, όταν ο Βαρούχ διάβαζε δυνατά από το βιβλίο κι άκουγε ο λαός.
Τότε όλοι οι άρχοντες έστειλαν τον
Ιουδεί, γιο του Νεθανία, εγγονό του Σελεμία, και δισέγγονο του Χουσεί, να πει
στο Βαρούχ: «Πάρε το βιβλίο που διάβασες για ν’ ακούσει ο λαός κι έλα εδώ». Ο
Βαρούχ, πήρε το βιβλίο και πήγε στους άρχοντες.
Αυτοί του είπαν: «Κάθισε τώρα και διάβασέ
το ν’ ακούσουμε κι εμείς». Ο Βαρούχ διάβαζε κι εκείνοι άκουγαν.
Όταν οι άρχοντες το άκουσαν όλο, κοίταξε
ο ένας τον άλλον τρέμοντας και είπαν στο Βαρούχ: «Πρέπει οπωσδήποτε να τα
αναγγείλουμε όλα αυτά στο βασιλιά».
"Και ρώτησαν το Βαρούχ: «Πες μας,
λοιπόν, πώς τα έγραψες όλα αυτά; Ο Ιερεμίας σου τα υπαγόρευσε;»"
Ο Βαρούχ απάντησε: «Αυτός μου τα
υπαγόρευσε όλα αυτά τα μηνύματα κι εγώ τα έγραψα πάνω στο κυλινδρικό βιβλίο».
Τότε οι άρχοντες είπαν στο Βαρούχ:
«Πηγαίνετε να κρυφτείτε εσύ και ο Ιερεμίας, και κανένας να μην ξέρει πού
βρίσκεστε».
Άφησαν το βιβλίο στο δωμάτιο του Ελισαμά,
του γραμματέα, και μπήκαν στην αυλή του βασιλιά και του έδωσαν αναφορά για όλα
αυτά.
Ο βασιλιάς έστειλε τον Ιουδεί να πάει να
πάρει το βιβλίο και να το διαβάσει για να το ακούσουν ο βασιλιάς και όλοι οι
αξιωματούχοι, που είχαν συγκεντρωθεί γύρω του.
Ο βασιλιάς κατοικούσε στο χειμερινό
παλάτι –γιατί ήταν ο ένατος μήνας– και μπροστά του ήταν αναμμένη φωτιά.
Κάθε φορά που ο Ιουδεί διάβαζε τρεις
τέσσερις στήλες από το κυλινδρικό βιβλίο, ο βασιλιάς τις ξέσκιζε με το μαχαίρι
του γραμματέα και τις έριχνε στη φωτιά, ωσότου κάηκε όλο το βιβλίο.
Δε φοβήθηκαν όμως, ούτε διέρρηξαν τα
ιμάτιά τους ο βασιλιάς ή κάποιος από τους αξιωματούχους που άκουσαν όλα αυτά τα
μηνύματα.
Και μολονότι ο Ελιαθάν, ο Δελαΐας και ο
Γεμαρίας παρακαλούσαν επίμονα το βασιλιά να μην κάψει το κυλινδρικό βιβλίο,
εκείνος δεν τους άκουγε.
Ο βασιλιάς διέταξε τον Ιεραχμεήλ, γιο του
βασιλιά, και το Σεραΐα, γιο του Αζριήλ, και το Σελεμία, γιο του Αβδιήλ, να
πιάσουν το Βαρούχ το γραμματέα και τον Ιερεμία τον προφήτη. Ο Κύριος όμως
φρόντισε ώστε κανείς να μην τους βρει.
Αφού ο βασιλιάς έκαψε το βιβλίο, που
περιείχε όλα όσα είχε γράψει ο Βαρούχ με υπαγόρευση του Ιερεμία, ο Κύριος είπε
στον Ιερεμία:
«Πάρε πάλι άλλο βιβλίο, και γράψε σ’ αυτό
όλα όσα ήταν γραμμένα στο πρώτο βιβλίο, που το έκαψε ο βασιλιάς του Ιούδα, ο
Ιωακίμ.
Θα πεις σχετικά με το βασιλιά του Ιούδα:
“ο Κύριος λέει: Εσύ έκαψες εκείνο το βιβλίο και κατηγόρησες τον Ιερεμία, επειδή
είχε γράψει σ’ αυτό ότι ο βασιλιάς της Βαβυλώνας θα έρθει εξάπαντος να
καταστρέψει αυτή τη χώρα και να εξαφανίσει ανθρώπους και ζώα.
Γι’ αυτό κι εγώ να τι λέω εναντίον σου
Ιωακίμ, βασιλιά του Ιούδα: Απόγονός σου δεν θα καθίσει στο θρόνο του Δαβίδ το
πτώμα σου θα ριχτεί έξω και θα είναι εκτεθειμένο την ημέρα στη ζέστη και τη
νύχτα στην παγωνιά.
Θα σας τιμωρήσω, εσένα και τους απογόνους
σου και τους αξιωματούχους σου, για τις αμαρτίες σας. Θα φέρω πάνω σας και πάνω
στην Ιερουσαλήμ και στον Ιούδα όλα τα δεινά, για τα οποία τους προειδοποίησα,
αλλά αυτοί δεν άκουσαν”».
Τότε ο Ιερεμίας πήρε άλλο βιβλίο και το
έδωσε στο Βαρούχ, γιο του Νηρία, το γραμματέα, ο οποίος έγραψε πάλι σ’ αυτό,
σύμφωνα με την υπαγόρευση του Ιερεμία, όλα όσα ήταν γραμμένα στο βιβλίο που
είχε κάψει στη φωτιά ο Ιωακίμ, ο βασιλιάς του Ιούδα. Και ο Ιερεμίας πρόσθεσε σ’
αυτά κι άλλα πολλά παρόμοια.
Ο βασιλιάς της Βαβυλώνας Ναβουχοδονόσορ
τοποθέτησε βασιλιά του Ιούδα το Σεδεκία, γιο του Ιωσία, στη θέση του Χονία,
γιου του Ιωακίμ.
Αλλά τότε ούτε ο Σεδεκίας ούτε οι
αξιωματούχοι του ούτε ο λαός της χώρας άκουγαν αυτά που προανάγγελλε ο Κύριος
με τον προφήτη Ιερεμία.
Ο βασιλιάς Σεδεκίας έστειλε τον Ιεουχάλ,
γιο του Σελεμία και τον ιερέα Σοφονία, γιο του Μαασεΐα, στον προφήτη Ιερεμία
για να του πουν: «Προσευχήσου, σε παρακαλούμε για μας στον Κύριο το Θεό μας».
Ο Ιερεμίας μπορούσε τότε να κινείται
ελεύθερα ανάμεσα στο λαό δεν είχε φυλακιστεί ακόμα.
Οι Βαβυλώνιοι που πολιορκούσαν την Ιερουσαλήμ,
έμαθαν ότι ο στρατός του Φαραώ βγήκε από την Αίγυπτο, και γι’ αυτό αποσύρθηκαν
από την Ιερουσαλήμ.
Τότε είπε ο Κύριος στον προφήτη Ιερεμία
τι να απαντήσει στους απεσταλμένους του Σεδεκία:
«Ο Κύριος, ο Θεός του Ισραήλ, λέει:
“πηγαίνετε να πείτε στο βασιλιά του Ιούδα που σας έστειλε σ’ εμένα για να με
ρωτήσετε: Ο στρατός του Φαραώ, που ερχόταν να σας βοηθήσει, γυρίζει πίσω στη
χώρα του, την Αίγυπτο.
Οι Βαβυλώνιοι, λοιπόν, θα ξανάρθουν, θα
επιτεθούν σ’ αυτή την πόλη, θα την καταλάβουν και θα την πυρπολήσουν.
Εγώ, ο Κύριος, σας το λέω: Μην πλανιέστε
με τη σκέψη ότι οι Βαβυλώνιοι θα φύγουν στ’ αλήθεια από την πόλη. Δεν πρόκειται
να φύγουν!
Κι αν ακόμα νικήσετε το στρατό των
Βαβυλωνίων, που τώρα σας πολεμάει, και απομείνουν μερικοί μόνο τραυματισμένοι
ανάμεσα στους εχθρούς, αυτοί θα σηκωθούν απ’ τις σκηνές τους και θα ’ρθούν να
καταστρέψουν με τη φωτιά αυτή την πόλη”».
Ο στρατός των Βαβυλωνίων αποσύρθηκε από
την Ιερουσαλήμ, επειδή πλησίαζε ο στρατός του Φαραώ.
Ο Ιερεμίας προσπάθησε τότε να βγει από
την Ιερουσαλήμ για να πάει στην περιοχή της φυλής Βενιαμίν και να μοιράσει με
τους συγγενείς του εκεί την οικογενειακή κληρονομιά του.
Όταν όμως έφτασε στην πύλη του Βενιαμίν,
ο αρχηγός της φρουράς εκεί, ο Ιρεΐας, γιος του Σελεμία κι εγγονός του Ανανία,
τον σταμάτησε, τον έπιασε και του είπε: «Εσύ πηγαίνεις στους Βαβυλώνιους!»
Ο Ιερεμίας απάντησε: «Ψέματα δεν είμαι
λιποτάκτης». Ο Ιρεΐας όμως δεν τον άκουσε τον έπιασε και τον έφερε στους
άρχοντες.
Οι άρχοντες οργίστηκαν εναντίον του
Ιερεμία διέταξαν να τον χτυπήσουν και τον φυλάκισαν στο σπίτι του γραμματέα
Ιωνάθαν, που το είχαν μετατρέψει σε φυλακή.
Έβαλαν τον Ιερεμία σ’ έναν θολωτό υπόγειο
χώρο, που προηγουμένως χρησίμευε για δεξαμενή, κι έμεινε εκεί για πολλές μέρες.
"Μια μέρα ο βασιλιάς Σεδεκίας,
έστειλε και πήρε τον Ιερεμία κρυφά στο σπίτι του και τον ρώτησε: «Υπάρχει
κανένα μήνυμα από τον Κύριο;» Κι ο Ιερεμίας απάντησε: «Υπάρχει εσύ θα
παραδοθείς στο βασιλιά της Βαβυλώνας»."
"Έπειτα ο Ιερεμίας ρώτησε το βασιλιά
Σεδεκία: «Τι έγκλημα διέπραξα εναντίον σου ή εναντίον των αξιωματούχων σου ή
του λαού αυτού και με φυλακίσατε;"
"Και πού είναι οι προφήτες σας που
σας προφητεύουν και σας λένε ότι δε θα επιτεθεί ο βασιλιάς της Βαβυλώνας
εναντίον σας και εναντίον αυτής της χώρας;"
Σε παρακαλώ, λοιπόν τώρα, άκουσέ με, κύριέ
μου, βασιλιά. Ας γίνει ευπρόσδεκτη η παράκλησή μου και μη με στείλεις πίσω στο
σπίτι του γραμματέα Ιωνάθαν αυτό θα είναι ο θάνατός μου».
Τότε ο βασιλιάς Σεδεκίας διέταξε κι
έκλεισαν τον Ιερεμία στην αυλή της φρουράς και του έδιναν κάθε μέρα ένα καρβέλι
ψωμί από τα αρτοπωλεία, όσο υπήρχε ψωμί στην πόλη. Έτσι έμεινε ο Ιερεμίας εκεί,
στην αυλή της φρουράς.
Ο Σεφατίας, γιος του Ματθάν, ο Γεδαλίας,
γιος του Πασχούρ, ο Ιεουχάλ, γιος του Σελεμία, και ο Πασχώλ, γιος του Μαλχία,
άκουσαν τον Ιερεμία να λέει στο λαό:
«Ο Κύριος λέει: “όποιος μείνει σ’ αυτή
την πόλη θα σκοτωθεί στον πόλεμο ή θα πεθάνει από την πείνα και τις ασθένειες.
Όποιος όμως βγει έξω και παραδοθεί στους Βαβυλώνιους δεν θα σκοτωθεί και
τουλάχιστο θα σώσει τη ζωή του.
Η πόλη αυτή θα παραδοθεί εξάπαντος στο
στρατό του βασιλιά της Βαβυλώνας κι αυτός θα την κυριέψει”».
Τότε οι άρχοντες είπαν στο βασιλιά: «Ο
άνθρωπος αυτός πρέπει να πεθάνει, γιατί με όσα λέει αποθαρρύνει όλο το λαό και
τους άνδρες που έχουν απομείνει στην πόλη αυτή για να πολεμήσουν. Αυτός ο
άνθρωπος δεν θέλει το καλό του λαού θέλει το κακό του».
Ο Σεδεκίας είπε: «Κάντε του ό,τι θέλετε
εγώ δεν μπορώ να σας εμποδίσω».
Έπιασαν τότε τον Ιερεμία και τον έριξαν
στη δεξαμενή του Μαλχία, γιου του βασιλιά, που βρισκόταν στην αυλή της φρουράς.
Τον κατέβασαν κάτω με σχοινιά στον πυθμένα δεν υπήρχε νερό αλλά λάσπη και
βύθισαν τον προφήτη σ’ αυτήν.
Ένας Αιθίοπας που ονομαζόταν Εβέδ-Μέλεχ
κι ήταν αξιωματούχος στο παλάτι του βασιλιά, όταν άκουσε ότι έβαλαν τον Ιερεμία
στη δεξαμενή κι ενώ ο βασιλιάς καθόταν και δίκαζε στην πύλη του Βενιαμίν,
έτρεξε έξω απ’ το παλάτι και του είπε:
«Κύριέ μου, βασιλιά, είναι λάθος αυτό που
έκαναν οι άνθρωποι αυτοί στον προφήτη Ιερεμία. Τον έχουν ρίξει στη δεξαμενή και
θα πεθάνει εκεί μέσα από την πείνα, γιατί δεν υπάρχει πια ψωμί στην πόλη».
Τότε ο βασιλιάς έδωσε διαταγή στον
Εβέδ-Μέλεχ και του είπε: «Πάρε μαζί σου τριάντα άνδρες και βγάλε τον προφήτη
από τη δεξαμενή πριν πεθάνει».
Ο Εβέδ-Μέλεχ μ’ αυτούς τους άντρες μπήκε
στο παλάτι του βασιλιά. Πήρε από την αποθήκη παλιά και σκισμένα ρούχα και τα
κατέβασε με σκοινιά στη δεξαμενή, στον Ιερεμία,
και του είπε: «Βάλε, σε παρακαλώ Ιερεμία,
αυτά τα κουρέλια κάτω από τις μασχάλες σου κι από κάτω βάλε τα σκοινιά». Έτσι
κι έκανε ο Ιερεμίας.
Τότε τον τράβηξαν με τα σκοινιά και τον
έβγαλαν έξω από τη δεξαμενή, και έμεινε ο Ιερεμίας στην αυλή της φρουράς.
Ο βασιλιάς Σεδεκίας έστειλε και κάλεσε
κοντά του τον προφήτη Ιερεμία, στην τρίτη είσοδο του ναού του Κυρίου, και του
είπε: «Θα σε ρωτήσω ένα πράγμα, και πρόσεξε μη μου κρύψεις τίποτα».
"Ο Ιερεμίας του λέει: «Είσαι βέβαιος
πως αν σου το φανερώσω δε θα με σκοτώσεις και πως αν σε συμβουλέψω θα με
ακούσεις;»"
Τότε ο βασιλιάς Σεδεκίας υποσχέθηκε με
όρκο εμπιστευτικά στον Ιερεμία τα εξής: «Μα τον αληθινό Θεό, που μας έδωσε τη
ζωή, δε θα σε σκοτώσω ούτε θα σε παραδώσω στα χέρια αυτών που ζητούν να σε
σκοτώσουν».
Τότε είπε ο Ιερεμίας στο Σεδεκία: «Ο
Κύριος, ο Θεός του σύμπαντος, ο Θεός του Ισραήλ, λέει: “αν πράγματι βγεις και
παραδοθείς στους άρχοντες του βασιλιά της Βαβυλώνας, θα ζήσεις εσύ και η
οικογένειά σου, κι αυτή η πόλη δε θα πυρποληθεί.
Αν όμως δε βγεις να παραδοθείς στο
βασιλιά της Βαβυλώνας, τότε θα παραδοθεί η πόλη στους Βαβυλώνιους που θα την
πυρπολήσουν, αλλά κι εσύ δε θα ξεφύγεις από τα χέρια τους”».
Τότε είπε ο βασιλιάς στον Ιερεμία:
«Φοβάμαι τους Ιουδαίους που προσχώρησαν στους Βαβυλώνιους, μήπως πέσω στα χέρια
τους κι αυτοί με γελοιοποιήσουν».
Ο Ιερεμίας του είπε: «Δε θα σε παραδώσουν
σ’ αυτούς υπάκουσε, λοιπόν, στα λόγια του Κυρίου, που σου μεταφέρω και θα σου
βγει σε καλό θα επιβιώσεις.
Αν όμως αρνηθείς να παραδοθείς, ο Κύριος
μου έχει δείξει αυτό το όραμα:
Όλες οι γυναίκες που απομένουν στο παλάτι
του βασιλιά του Ιούδα θα συρθούν στους άρχοντες του βασιλιά της Βαβυλώνας και
θα λένε για σένα: “Ξεγέλασαν το βασιλιά οι πιο καλοί του φίλοι και γίναν’ απ’
αυτόν πιο ισχυροί κι όταν τον είδαν με τα πόδια του στη λάσπη, τον άφησαν εκεί
να βυθιστεί”.
Όλες οι γυναίκες σου, λοιπόν, και τα
παιδιά σου θα συρθούν στους Βαβυλώνιους κι εσύ δεν θα γλιτώσεις από τα χέρια
τους θα πέσεις στα χέρια του βασιλιά της Βαβυλώνας κι ετούτη εδώ η πόλη θα
πυρποληθεί».
Τότε είπε ο Σεδεκίας στον Ιερεμία: «Να μη
μάθει κανείς όσα συζητήσαμε, για να μη σε σκοτώσουν.
"Αν μάθουν οι αξιωματούχοι ότι
μίλησα μαζί σου, θα έρθουν και θα σε ρωτάνε: “για πες μας, τι είπες στο
βασιλιά; Μη μας το κρύψεις, γιατί θα σε σκοτώσουμε! Τι σου είπε ο
βασιλιάς;”"
Τότε εσύ θα τους απαντήσεις: “πήγα και
παρακάλεσα το βασιλιά να μη με ξαναστείλει στο σπίτι του Ιωνάθαν, για να μην
πεθάνω εκεί”».
Ήρθαν, λοιπόν, οι αξιωματούχοι στον
Ιερεμία και άρχισαν τις ερωτήσεις. Αυτός τους απάντησε σύμφωνα με όσα τον είχε
διατάξει ο βασιλιάς. Έτσι σταμάτησαν να τον ρωτούν, αφού κανείς δεν είχε
ακούσει τη συνομιλία.
Ο Ιερεμίας έμεινε στην αυλή της φρουράς
ως τη μέρα που κυριεύτηκε η Ιερουσαλήμ βρισκόταν εκεί όταν η πόλη κυριεύτηκε.
Το δέκατο μήνα του ένατου έτους της
βασιλείας του Σεδεκία στον Ιούδα, ο βασιλιάς της Βαβυλώνας Ναβουχοδονόσορ ήρθε
με όλο το στρατό του στην Ιερουσαλήμ κι άρχισε να την πολιορκεί.
Την ένατη μέρα του τέταρτου μήνα του
ενδέκατου έτους της βασιλείας του Σεδεκία, οι Βαβυλώνιοι έκαναν ρήγμα στο
τείχος της πόλης.
Μπήκαν τότε όλοι οι αξιωματούχοι του
βασιλιά της Βαβυλώνας και εγκατέστησαν το στρατηγείο τους στη μεσαία πύλη: Ο
Νεργάλ-Σαρεσέρ, ο Σαμγάρ-Νεβώ, ο Σαρ-Σεχίμ, επικεφαλής του παλατιού, καθώς και
ένας άλλος Νεργάλ-Σαρεσέρ, ανώτατος σύμβουλος του βασιλιά της Βαβυλώνας.
Όταν τους είδε ο βασιλιάς του Ιούδα
Σεδεκίας και οι πολεμιστές του, έφυγαν νύχτα και βγήκαν από την πόλη, περνώντας
από το δρόμο του κήπου του βασιλιά, μέσα από την πύλη που βρίσκεται ανάμεσα στα
δύο τείχη και πήραν το δρόμο προς την πεδιάδα.
Ο στρατός όμως των Βαβυλωνίων τους
καταδίωξε και τους πρόφτασε στις πεδιάδες της Ιεριχώ. Συνέλαβαν το Σεδεκία και
τον έφεραν στο βασιλιά της Βαβυλώνας Ναβουχοδονόσορ, στην πόλη Ριβλά, στη χώρα
της Χαμάθ εκεί καταδίκασε ο ίδιος προσωπικά το Σεδεκία.
Πρώτα διέταξε να σφάξουν τους γιους του
Σεδεκία μπροστά στα μάτια του πατέρα τους, καθώς και όλους τους αξιωματούχους
του βασιλείου του Ιούδα.
Στη συνέχεια έβγαλε τα μάτια του Σεδεκία,
τον έδεσε με δύο χάλκινες αλυσίδες και τον έφερε αιχμάλωτο στην Βαβυλώνα.
Οι Βαβυλώνιοι πυρπόλησαν το παλάτι του
βασιλιά και τα σπίτια των κατοίκων και γκρέμισαν τα τείχη της Ιερουσαλήμ.
Το υπόλοιπο του λαού που είχε απομείνει
στην πόλη κι αυτοί που είχαν καταφύγει στο Ναβουχοδονόσορ, οδηγήθηκαν όλοι
αιχμάλωτοι στη Βαβυλώνα από το Νεβουζαραδάν, τον αρχηγό της σωματοφυλακής.
Αυτός όμως άφησε στη χώρα του Ιούδα τους
πιο φτωχούς του λαού, αυτούς που δεν είχαν τίποτα και τους έδωσε αμπέλια και
χωράφια.
Ο βασιλιάς της Βαβυλώνας Ναβουχοδονόσορ
είχε διατάξει τον αρχηγό της σωματοφυλακής Νεβουζαραδάν σχετικά με τον Ιερεμία
τα εξής:
«Πήγαινε να βρεις αυτόν τον άνθρωπο και
φρόντισε να μην του κάνουν κανένα κακό. Και κοίτα να εκπληρωθεί κάθε του
επιθυμία».
Ο Νεβουζαραδάν, λοιπόν, αρχηγός της
σωματοφυλακής, ο Νεβουσάζ-Βαν, επικεφαλής του παλατιού, ο Νεργάλ-Σαρεσέρ,
ανώτατος σύμβουλος και οι άλλοι αξιωματούχοι του βασιλιά της Βαβυλώνας
έστειλαν και πήραν τον Ιερεμία από την
αυλή της φρουράς και τον παρέδωσαν στο Γεδαλία, γιο του Αχικάμ κι εγγονό του
Σαφάν, για να τον φέρει στο σπίτι του με ασφάλεια. Έτσι ο Ιερεμίας έμεινε εκεί,
ανάμεσα στο λαό.
Ενώ ο Ιερεμίας ήταν ακόμα κλεισμένος στην
αυλή της φρουράς, του είπε ο Κύριος:
«Πήγαινε και πες στον Εβέδ-Μέλεχ, τον
Αιθίοπα: “ο Κύριος του σύμπαντος, ο Θεός του Ισραήλ, λέει: Εγώ, όπως έχω πει,
θα καταστρέψω αυτή την πόλη και δε θα επιτρέψω να ευτυχήσει. Και όταν αυτό
συμβεί, θα είσαι εκεί και θα το δεις.
Εσένα όμως εγώ θα σε γλιτώσω εκείνη την
ημέρα και δε θα παραδοθείς στα χέρια των ανθρώπων που φοβάσαι.
Θα σε σώσω το δίχως άλλο! Δε θα σκοτωθείς
στον πόλεμο θα επιζήσεις, γιατί έχεις εμπιστοσύνη σ’ εμένα, τον Κύριο”».
Ο Κύριος μίλησε στον Ιερεμία, μετά που ο
αρχηγός της σωματοφυλακής Νεβουζαραδάν τον είχε αφήσει ελεύθερο να φύγει από τη
Ραμά. Ο προφήτης είχε οδηγηθεί εκεί δεμένος με αλυσίδες, μαζί με όλους εκείνους
από την Ιερουσαλήμ κι από το βασίλειο του Ιούδα που τους έσερναν αιχμαλώτους
στη Βαβυλώνα.
Ο αρχηγός της σωματοφυλακής αναγνώρισε
τον Ιερεμία και του είπε: «Ο Κύριος, ο Θεός σου, είχε απειλήσει αυτή τη χώρα με
αυτές τις συμφορές.
Ο Κύριος έκανε όσα προανάγγειλε, επειδή
αμαρτήσατε σ’ αυτόν και δεν υπακούσατε στις εντολές του γι’ αυτό σας βρήκαν όλα
αυτά.
Τώρα όμως εγώ λύνω τις αλυσίδες που έχεις
στα χέρια σου. Αν θέλεις να έρθεις μαζί μου στη Βαβυλώνα, έλα εγώ θα φροντίσω
για σένα. Αν πάλι δεν θέλεις, μείνε έχεις όλη τη χώρα για να διαλέξεις. Όπου
σου φαίνεται καλά και ωραία, μπορείς να πας».
Επειδή ο Ιερεμίας δεν απαντούσε αμέσως, ο
Νεβουζαραδάν του είπε: «Γύρνα πίσω στο Γεδαλία, γιο του Αχικάμ κι εγγονό του
Σαφάν. Ο βασιλιάς της Βαβυλώνας τον έχει τοποθετήσει κυβερνήτη στις πόλεις του
βασιλείου του Ιούδα. Μείνε εκεί μαζί του ανάμεσα στο λαό ή πήγαινε όπου αλλού
σου φαίνεται καλό». Ο αρχηγός της σωματοφυλακής τού έδωσε τροφές και δώρα και
τον άφησε να φύγει.
Ο Ιερεμίας ήρθε στο Γεδαλία, γιο του
Αχικάμ, στη Μισπά και έμεινε μαζί του ανάμεσα στο λαό που είχε απομείνει στη
χώρα.
Στην ύπαιθρο υπήρχαν ακόμη μερικές ομάδες
στρατιωτών, που δεν είχαν αιχμαλωτιστεί από τους Βαβυλώνιους. Αρχηγοί τους ήταν
ο Ισμαήλ, γιος του Νεθανία, ο Ιωχανάν και ο Ιωνάθαν, γιοι του Καρεάχ, ο
Σεραΐας, γιος του Τανχουμέθ, οι γιοι του Εφαΐ του Νατωφαθίτη και ο Ιααζανίας,
γιος κάποιου Μααχαθίτη. Αυτοί άκουσαν ότι ο βασιλιάς της Βαβυλώνας είχε
τοποθετήσει κυβερνήτη στη χώρα το Γεδαλία, γιο του Αχικάμ, και είχε θέσει υπό
την διοίκησή του όλους τους φτωχούς της χώρας, άντρες, γυναίκες, και παιδιά,
εκείνους που δεν είχαν οδηγηθεί αιχμάλωτοι στη Βαβυλώνα. Τότε ήρθαν στο
Γεδαλία, γιο του Αχικάμ κι εγγονό του Σαφάν στη Μισπά.
Ο Γεδαλίας τους όρκισε, αυτούς και τους
άντρες τους, και τους είπε: «Μη φοβόσαστε να είστε δούλοι των Βαβυλωνίων
κατοικήστε στη χώρα και υπηρετήστε το βασιλιά της Βαβυλώνας και θα σας βγει σε
καλό.
Εγώ όμως θα μείνω εδώ στη Μισπά και θα
σας εκπροσωπήσω στους Βαβυλώνιους που θα έρθουν εδώ σ’ εμάς. Εσείς συγκεντρώστε
κρασί, φρούτα, λάδι και βάλτε τα στα αγγεία σας και εγκατασταθείτε στις πόλεις
που έχετε επανακτήσει».
Στο μεταξύ, πολλοί Ιουδαίοι είχαν καταφύγει
στους Μωαβίτες, στους Αμμωνίτες, στους Εδωμίτες και σε άλλες χώρες. Άκουσαν κι
αυτοί ότι ο βασιλιάς της Βαβυλώνας επέτρεψε στους υπόλοιπους κατοίκους του
Ιούδα να μείνουν, και ότι τοποθέτησε σ’ αυτούς κυβερνήτη το Γεδαλία, γιο του
Αχικάμ κι εγγονό του Σαφάν.
Γι’ αυτό επέστρεψαν απ’ όλες τις χώρες
όπου ήταν διασκορπισμένοι και ήρθαν στο Γεδαλία, στη χώρα του Ιούδα, στη Μισπά.
Εκεί συγκέντρωσαν κρασί και φρούτα σε μεγάλες ποσότητες.
Μια μέρα, ο Ιωχανάν γιος του Καρεάχ και
όλοι οι αρχηγοί των στρατευμάτων που ήταν στην ύπαιθρο, ήρθαν στο Γεδαλία στη
Μισπά
και του είπαν: «Να ξέρεις καλά ότι ο
Βααλείς, ο βασιλιάς των Αμμωνιτών, έστειλε τον Ισμαήλ, γιο του Νεθανία, για να
σε σκοτώσει». Ο Γεδαλίας όμως δεν τους πίστεψε.
"Τότε ο Ιωχανάν, γιος του Καρεάχ, είπε
κρυφά στο Γεδαλία στη Μισπά: «Άσε με να πάω τώρα να σκοτώσω τον Ισμαήλ, και
κανείς δε θα το μάθει. Γιατί να σε σκοτώσει, και όλοι οι κάτοικοι του βασιλείου
του Ιούδα που είναι συγκεντρωμένοι γύρω σου να διασκορπιστούν ξανά, κι όσοι
απόμειναν κάτοικοι του βασιλείου του Ιούδα να καταστραφούν;»"
Αλλά ο Γεδαλίας του απάντησε: «Δε θα
κάνεις τίποτα. Κι αυτά που λες για τον Ισμαήλ είναι όλα ψέματα».
Τον έβδομο μήνα του χρόνου ο Ισμαήλ, γιος
του Νεθανία κι εγγονός του Ελισαμά από τη βασιλική οικογένεια, ήρθε στο
Γεδαλία, γιο του Αχικάμ, στη Μισπά. Μαζί του ήταν και δέκα άντρες από τους
αξιωματούχους του βασιλιά. Εκεί που έτρωγαν όλοι μαζί στο τραπέζι,
σηκώθηκε ο Ισμαήλ και οι δέκα άνδρες που
ήταν μαζί του, τράβηξαν τα ξίφη τους και σκότωσαν το Γεδαλία, αυτόν που ο
βασιλιάς της Βαβυλώνας τον είχε τοποθετήσει κυβερνήτη στη χώρα.
Ο Ισμαήλ σκότωσε ακόμα κι όλους τους
άντρες του βασιλείου του Ιούδα που ήταν μαζί με το Γεδαλία στη Μισπά και τους
Βαβυλώνιους στρατιώτες που βρίσκονταν εκεί.
Τη δεύτερη μέρα μετά τη δολοφονία του
Γεδαλία, και ενώ κανείς ακόμα δεν είχε μάθει τίποτε,
ήρθαν ογδόντα άντρες από τη Συχέμ, τη
Σιλώ και τη Σαμάρεια με ξυρισμένα τα γένια, με σχισμένα τα ρούχα και με εντομές
στο σώμα, κρατώντας προσφορές και λιβάνι για να τα προσφέρουν στο ναό του
Κυρίου.
Τότε βγήκε ο Ισμαήλ από τη Μισπά, για να
τους συναντήσει και προχωρούσε κλαίγοντας. Όταν τους συνάντησε τους είπε:
«Ελάτε στο Γεδαλία, γιο του Αχικάμ».
Όταν μπήκαν στην πόλη, ο Ισμαήλ τους
έσφαξε με τη βοήθεια των ανδρών του και τους έριξε σ’ ένα λάκκο.
Μόνο δέκα απ’ αυτούς λυπήθηκε, γιατί του
έλεγαν: «Μη μας σκοτώσεις! Έχουμε προμήθειες κρυμμένες στο χωράφι, στάρι,
κριθάρι, λάδι και μέλι». Συγκρατήθηκε λοιπόν και δεν τους σκότωσε μαζί με τους
άλλους συντρόφους τους.
Ο λάκκος όπου έριξε ο Ισμαήλ τα πτώματα
των ανδρών που σκότωσε εξαιτίας του Γεδαλία, ήταν ο ίδιος που είχε ανοίξει ο
βασιλιάς Ασά επειδή φοβόταν το Βαασά, το βασιλιά του βορείου βασιλείου. Τον
ίδιο λάκκο τον γέμισε ο Ισμαήλ με πτώματα.
Ο Ισμαήλ αιχμαλώτισε επίσης και τους υπόλοιπους
κατοίκους της Μισπά, καθώς και τις κόρες του βασιλιά, όλους όσους ο
Νεβουζαραδάν, ο αρχηγός της σωματοφυλακής είχε αφήσει στη φροντίδα του Γεδαλία.
Ο Ισμαήλ, λοιπόν, τους πήρε μαζί του και έφυγε, για να περάσει στην περιοχή των
Αμμωνιτών.
Ο Ιωχανάν, γιος του Καρεάχ, και όλοι οι
αρχηγοί του στρατού που ήταν μαζί του, έμαθαν τις συμφορές που προκάλεσε ο
Ισμαήλ, γιος του Νεθανία.
Τον καταδίωξαν, λοιπόν, με όλους τους
άντρες τους και τον πρόλαβαν στη μεγάλη δεξαμενή της Γαβαών.
Οι αιχμάλωτοι του Ισμαήλ, όταν είδαν τον
Ιωχανάν και τους αρχηγούς του στρατού μαζί του, χάρηκαν.
Έτσι, όλος ο λαός που ο Ισμαήλ τους είχε
απαγάγει από τη Μισπά γύρισαν και πήγαν με τον Ιωχανάν, γιο του Καρεάχ.
Ο ίδιος ο Ισμαήλ όμως δραπέτευσε από τον
Ιωχανάν μαζί με οχτώ άνδρες του και πήγε στη χώρα των Αμμωνιτών.
Τότε ο Ιωχανάν και οι αρχηγοί του στρατού
που ήταν μαζί του, ανέλαβαν το υπόλοιπο του λαού, που τους είχε αιχμαλωτίσει ο
Ισμαήλ και τους είχε απαγάγει από τη Μισπά, μετά το φόνο του Γεδαλία: τους
γενναίους πολεμιστές, τις γυναίκες, τα παιδιά, τους αξιωματούχους –όλους που
επέστρεφαν από τη Γαβαών.
Φοβούνταν τους Βαβυλώνιους, γιατί ο
Ισμαήλ είχε δολοφονήσει το Γεδαλία, τον οποίο ο βασιλιάς της Βαβυλώνας είχε
διορίσει κυβερνήτη στη χώρα. Έτσι έφυγαν να πάνε στην Αίγυπτο, για να γλιτώσουν
από τους Βαβυλώνιους. Καθ’ οδόν στάθμευσαν στη Χιμάμ, κοντά στη Βηθλεέμ.
Τότε οι αρχηγοί του στρατού και κυρίως ο
Ιωχανάν, γιος του Καρεάχ και ο Αζαρίας, γιος του Ωσαΐα αλλά και όλος ο λαός,
μικροί και μεγάλοι, πλησίασαν τον προφήτη Ιερεμία
και του είπαν: «Σε παρακαλούμε,
προσευχήσου στον Κύριο το Θεό σου, για όλους εμάς ήμασταν πολλοί αλλά βλέπεις
πόσο λίγοι έχουμε απομείνει.
Προσευχήσου, λοιπόν, να μας φανερώσει ο
Κύριος, ο Θεός σου, ποιο δρόμο πρέπει να πάρουμε και τι να κάνουμε».
Ο Ιερεμίας τούς απάντησε: «Σας άκουσα. Θα
προσευχηθώ στον Κύριο, το Θεό μας, σύμφωνα με την επιθυμία σας και ό,τι
απαντήσει ο Κύριος για σας θα σας το αναγγείλω δε θα σας κρύψω τίποτα».
Τότε εκείνοι του είπαν: «Ο Κύριος, ο Θεός
σου, ας είναι αξιόπιστος κι αληθινός μάρτυρας εναντίον μας, αν δεν πράξουμε
σύμφωνα με όλα όσα θα σου πει για μας.
Είτε μας είναι ευχάριστο είτε όχι, θα
υπακούσουμε στον Κύριο το Θεό μας, στον οποίο εμείς σου ζητήσαμε να
προσευχηθείς. Όλα θα μας πάνε καλά, αν τον υπακούσουμε».
Μετά από δέκα μέρες, μίλησε ο Κύριος στον
Ιερεμία.
Κατόπιν ο προφήτης κάλεσε τον Ιωχανάν,
γιο του Καρεάχ, τους αρχηγούς του στρατού, που ήταν μαζί του και όλο το λαό,
μικρούς και μεγάλους
και τους είπε: «Ο Κύριος, ο Θεός του
Ισραήλ, στον οποίο με στείλατε να προσευχηθώ για σας, λέει:
“αν συνεχίσετε να μένετε σ’ αυτήν τη
χώρα, θα σας ανοικοδομήσω εδώ και δε θα σας γκρεμίσω, θα σας φυτέψω και δε θα
σας ξεριζώσω γιατί λυπάμαι για το κακό που σας έκανα.
Μη φοβάστε πια το βασιλιά της Βαβυλώνας,
που τον τρέματε. Μην τον φοβάστε τώρα πια”, λέει ο Κύριος, “γιατί εγώ είμαι
μαζί σας για να σας σώσω και να σας ελευθερώσω από τα χέρια του.
Θα του εμπνεύσω έλεος για σας θα σας
λυπηθεί και θα σας επιτρέψει να γυρίσετε στη χώρα σας”.
»Μην παραβείτε όμως τις προσταγές του Κυρίου
του Θεού σας και πείτε “δε θα κατοικήσουμε σ’ αυτή τη χώρα”.
Μην πείτε: “προτιμότερο είναι να πάμε να
ζήσουμε στην Αίγυπτο, όπου δε θα βλέπουμε πόλεμο, δε θ’ ακούμε τον ήχο της
σάλπιγγας και δε θα μας λείψει ποτέ το ψωμί”.
Αν το κάνετε αυτό, εσείς που απομείνατε
στο βασίλειο του Ιούδα, ακούστε τι λέει ο Κύριος του σύμπαντος, ο Θεός του
Ισραήλ: “αν είστε αποφασισμένοι να πάρετε το δρόμο για την Αίγυπτο και να πάτε
να μείνετε εκεί,
τότε ο πόλεμος που τον φοβόσαστε, θα
’ρθεί να σας βρει στην Αίγυπτο και η πείνα που σας τρομάζει, θα σας ακολουθήσει
εκεί κι εκεί θα πεθάνετε.
Όλοι όσοι αποφασίσουν να πάνε να
κατοικήσουν την Αίγυπτο, θα πεθάνουν εκεί σε πόλεμο, απ’ την πείνα και τις
ασθένειες. Κανένας τους δε θ’ απομείνει, κανένας τους δε θα ξεφύγει από τα δεινά
που θα τους προξενήσω”.
»Λέει ο Κύριος του σύμπαντος, ο Θεός του
Ισραήλ: “καθώς ξεχύθηκε ο θυμός μου κι η οργή μου ενάντια στους κατοίκους της
Ιερουσαλήμ, έτσι θα ξεχυθεί η οργή μου κι εναντίον σας όταν θα φτάσετε στην
Αίγυπτο. Εκεί θα σας περιφρονούν, θα σας καταριούνται και θα προκαλείτε
κατάπληξη κι αυτήν την χώρα σας δεν θα την ξαναδείτε πια!”
Είπε ακόμα ο Κύριος για σας: “μην πάτε να
μείνετε στην Αίγυπτο εσείς, που απομείνατε απ’ το βασίλειο του Ιούδα”.
Καταλάβετέ το καλά, εγώ σήμερα σας προειδοποιώ!
Σκεφτήκατε επιπόλαια όταν με στείλατε
στον Κύριο, το Θεό σας και μου λέγατε “προσευχήσου για μας στον Κύριο, το Θεό
μας, και όλα όσα μας πει ανάγγειλέ μας τα και θα τα πράξουμε”.
Σας τα ανάγγειλα λοιπόν σήμερα, αλλά
εσείς δεν υπακούτε σε τίποτε από όσα ο Κύριος ο Θεός σας με πρόσταξε να σας πω.
Τώρα να το ξέρετε ότι το δίχως άλλο θα
πεθάνετε στον πόλεμο ή από την πείνα κι από τις ασθένειες στον τόπο ακριβώς
όπου επιθυμήσατε να πάτε να μείνετε».
Όταν ο Ιερεμίας τελείωσε τους λόγους που
τον είχε στείλει ο Κύριος ο Θεός τους να αναγγείλει στο λαό,
ο Αζαρίας, γιος του Ωσαΐα, ο Ιωχανάν,
γιος του Καρεάχ, και όλοι οι άλλοι του απάντησαν με αναίδεια: «Ψέματα λες! Δε
σ’ έστειλε ο Κύριος, ο Θεός μας, να μας πεις να μην πάμε να μείνουμε στην
Αίγυπτο.
Αλλά σε ξεσηκώνει εναντίον μας ο Βαρούχ,
γιος του Νηρία, για να μας παραδώσεις στα χέρια των Βαβυλωνίων να μας σκοτώσουν
ή να μας οδηγήσουν αιχμάλωτους στη Βαβυλώνα!»
Έτσι, ο Ιωχανάν, οι αρχηγοί του στρατού
και όλος ο λαός παρέβηκαν την εντολή του Κυρίου να παραμείνουν στη χώρα του
Ιούδα.
Ο Ιωχανάν και οι αρχηγοί του στρατού
πήραν μαζί τους όλους όσοι είχαν απομείνει στο βασίλειο του Ιούδα και όσους
είχαν διασκορπιστεί στα έθνη, αλλά είχαν επιστρέψει με σκοπό να κατοικήσουν στο
βασίλειο του Ιούδα:
άντρες, γυναίκες, παιδιά και τις κόρες
του βασιλιά ήταν όλοι όσοι ο Νεβουζαραδάν, ο αρχηγός της σωματοφυλακής, τούς
είχε αφήσει με το Γεδαλία, γιο του Αχικάμ και εγγονό του Σαφάν. Πήραν επίσης
μαζί τους και τον Ιερεμία και το Βαρούχ, γιο του Νηρία.
Δεν υπάκουσαν στη φωνή του Κυρίου, αλλά
πήγαν στην Αίγυπτο και προχώρησαν ως τη Δάφνη.
Εκεί στη Δάφνη, είπε ο Κύριος στον
Ιερεμία:
«Πάρε στα χέρια σου μεγάλες πέτρες και
τοποθέτησέ τις έτσι που να σε δουν όλοι οι άντρες του βασιλείου του Ιούδα, στο
πλακόστρωτο που είναι μπροστά στην είσοδο του παλατιού του Φαραώ, στη Δάφνη.
Μετά πες τους: “ο Κύριος του σύμπαντος, ο
Θεός του Ισραήλ, λέει: Εγώ θα φέρω το βασιλιά της Βαβυλώνας Ναβουχοδονόσορ, το
δούλο μου, και θα βάλω το θρόνο του πάνω σ’ αυτές εδώ τις πέτρες, που έχω
στήσει απάνω τους θ’ απλώσει τη βασιλική του σκηνή.
Θα ’ρθεί ο Ναβουχοδονόσορ και θα νικήσει
την Αίγυπτο και όσοι είναι καταδικασμένοι σε θάνατο, θα θανατωθούν όσοι είναι
καταδικασμένοι να οδηγηθούν στην αιχμαλωσία, θα αιχμαλωτιστούν όσοι είναι
καταδικασμένοι να πεθάνουν στον πόλεμο, θα πεθάνουν στον πόλεμο.
Εγώ ο Κύριος θα πυρπολήσω τους ναούς των
θεών των Αιγυπτίων άλλα είδωλα ο Ναβουχοδονόσορ θα τα κάψει κι άλλα θα τα πάρει
στη χώρα του. Κι όπως ο τσομπάνος ξεψειρίζει τα ρούχα του, έτσι θα αποψιλώσει
την Αίγυπτο και μετά θα φύγει νικητής.
Θα κομματιάσει τις πέτρινες λατρευτικές
στήλες του ναού του Ηλίου, στην Ηλιόπολη και θα βάλει φωτιά στους ναούς των
θεών των Αιγυπτίων”».
Ο Κύριος μίλησε στον Ιερεμία σχετικά με
τους Ιουδαίους που κατοικούσαν στην Αίγυπτο και είχαν εγκατασταθεί στις πόλεις
Μιγδώλ, Δάφνη και Μέμφιδα και στην περιοχή Παθρώς. Τους είπε, λοιπόν, ο
Ιερεμίας:
«Ο Κύριος του σύμπαντος, ο Θεός του
Ισραήλ, λέει: “εσείς είδατε όλα τα δεινά που προξένησα στην Ιερουσαλήμ και στις
πόλεις του Ιούδα. Σήμερα όλες τους είναι ερείπια κανείς δεν κατοικεί σ’ αυτές,
γιατί οι κάτοικοί τους έπραξαν το κακό
και με εξόργισαν. Πήγαιναν και λάτρευαν άλλους θεούς, που δεν τους γνώριζαν
ούτε αυτοί ούτε εσείς ούτε οι πρόγονοί σας και θυμίαζαν σ’ αυτούς.
Ωστόσο εγώ δεν έπαψα να σας στέλνω τους
δούλους μου τους προφήτες, τον ένα μετά τον άλλο, και σας έλεγαν να μην
πράττετε αυτό το βδελυρό πράγμα, που εγώ το απεχθάνομαι.
Εσείς όμως δεν ακούσατε δε δώσατε καμιά
σημασία, ούτε εγκαταλείψατε τον κακό σας δρόμο, ούτε πάψατε να θυμιάζετε σε
άλλους θεούς.
Γι’ αυτό ξέσπασαν ο θυμός μου και η οργή
μου και έκαψα τις πόλεις του Ιούδα και τις πλατείες της Ιερουσαλήμ έγιναν σωρός
ερειπίων και μέχρι σήμερα μένουν έρημες”.
"»Και τώρα ο Κύριος, ο Θεός του
σύμπαντος, ο Θεός του Ισραήλ, λέει: “γιατί προκαλείτε το μεγάλο αυτό κακό στον
εαυτό σας; Γιατί θέλετε να εξολοθρεύονται άντρες, γυναίκες, παιδιά και νήπια
στο βασίλειο του Ιούδα, ώσπου κανείς από σας να μην απομείνει;"
"Γιατί θέλετε να με εξοργίζετε με τα
έργα σας προσφέροντας θυμίαμα σε άλλους θεούς, ακόμη κι εδώ στην Αίγυπτο που
έχετε έρθει; Θέλετε να εξολοθρευτείτε, και όλα τα έθνη της γης να σας
καταριούνται και να σας εξευτελίζουν;"
"Ξεχάσατε όλη την προσβολή που μου
γινόταν στο βασίλειο του Ιούδα και στα σοκάκια της Ιερουσαλήμ από τους
βασιλιάδες του Ιούδα και τις γυναίκες τους, κι από σας και τις γυναίκες
σας;"
Δεν ταπεινωθήκατε μέχρι σήμερα, δε με
σεβαστήκατε ούτε ακολουθήσατε το νόμο μου και τα προστάγματά μου, αυτά που είχα
δώσει σ’ εσάς και στους προγόνους σας”.
»Γι’ αυτό, ο Κύριος του σύμπαντος, ο Θεός
του Ισραήλ, λέει: “εγώ θα στραφώ εναντίον σας και θα καταστρέψω ολόκληρο το
βασίλειο του Ιούδα.
Ακόμη κι αυτοί που απέμειναν από το
βασίλειο του Ιούδα κι αποφάσισαν να πάνε να ζήσουν στην Αίγυπτο, θα
καταστραφούν όλοι τους εκεί. Θα σκοτωθούν στον πόλεμο ή θα πεθάνουν από την
πείνα, μικροί και μεγάλοι. Θα προκαλούν κατάπληξη θα τους καταριούνται και θα
τους εξευτελίζουν.
Θα τιμωρήσω αυτούς που ήρθαν να μείνουν
στην Αίγυπτο, όπως τιμώρησα τους κατοίκους της Ιερουσαλήμ, με πόλεμο, με πείνα
και με ασθένειες.
Κανείς από τους κατοίκους του Ιούδα που
απέμειναν και ήρθαν να ζήσουν στην Αίγυπτο δε θα ξεφύγει ούτε θα επιζήσει.
Κανείς τους δε θα ξαναγυρίσει στη χώρα του Ιούδα, όπου τόσο επιθυμούν να
επιστρέψουν μια μέρα και να ζήσουν εκεί. Κανένας δεν θα επιστρέψει, παρά μονάχα
ελάχιστοι, που θ’ αφήσω να διασωθούν”».
Τότε όλοι οι άντρες, που ήξεραν ότι οι
γυναίκες τους πρόσφεραν θυμίαμα σε άλλους θεούς και όλες οι γυναίκες που
παρευρίσκονταν σ’ εκείνη τη μεγάλη συνάθροιση, όλοι όσοι κατοικούσαν στην
Παθρώς, στην Αίγυπτο, είπαν στον Ιερεμία:
«Εμείς δεν θα υπακούσουμε στα λόγια που
μας είπες και μας τα παρουσίασες για μήνυμα του Κυρίου!
Θα κάνουμε αυτά που έχουμε πει: Θα
προσφέρουμε θυμίαμα στη Βασίλισσα του Ουρανού και σπονδές, όπως κάναμε εμείς κι
οι πρόγονοί μας, οι βασιλιάδες μας και οι άρχοντές μας στις πόλεις του
βασιλείου του Ιούδα και στα σοκάκια της Ιερουσαλήμ. Τότε χορταίναμε ψωμί,
περνούσαμε καλά και τίποτε κακό δεν μας συνέβαινε.
Ενώ, από τότε που σταματήσαμε να
θυμιάζουμε στη Βασίλισσα του Ουρανού και να της προσφέρουμε σπονδές,
στερηθήκαμε τα πάντα κι οι άνθρωποί μας πέθαναν στον πόλεμο κι από την πείνα».
Και οι γυναίκες πρόσθεσαν: «Όταν εμείς
θυσιάζαμε στη Βασίλισσα του Ουρανού και της προσφέραμε σπονδές, οι άντρες μας
ήταν κι εκείνοι σύμφωνοι να της προσφέρουμε τα γλυκίσματα και τις σπονδές».
Αλλά ο Ιερεμίας διακήρυξε σ’ όλο το λαό,
άντρες και γυναίκες, σ’ όλους που του έδωσαν αυτή την απάντηση:
«Πράγματι το θυμίαμα που προσφέρατε στις
πόλεις του βασιλείου του Ιούδα και στα σοκάκια της Ιερουσαλήμ εσείς κι οι
πρόγονοί σας, οι βασιλιάδες σας, οι άρχοντές σας και οι κάτοικοι της χώρας, ο
Κύριος δεν το ξέχασε το έλαβε υπόψη του.
Δεν μπόρεσε να υποφέρει τα κακά σας έργα
και τις βδελυρές σας πράξεις. Γι’ αυτό η χώρα σας ερημώθηκε κι όσοι την έβλεπαν
μετά έμεναν κατάπληκτοι και την καταριούνταν κανείς δεν κατοικεί πια σ’ αυτήν.
Θυμιάζατε στους ξένους θεούς και
αμαρτάνατε στον Κύριο δεν υπακούατε στα λόγια του, δεν ακολουθούσατε το νόμο
του, τα προστάγματά του και τις εντολές του γι’ αυτό σας έχουν βρει όλες αυτές
οι συμφορές».
Έπειτα είπε ο Ιερεμίας σ’ όλον το λαό και
κυρίως στις γυναίκες: «Ακούστε το λόγο του Κυρίου όλοι οι κάτοικοι του
βασιλείου του Ιούδα που βρίσκεστε στην Αίγυπτο!
Λέει ο Κύριος του σύμπαντος, ο Θεός του
Ισραήλ: “Εσείς και οι γυναίκες σας πραγματοποιήσατε την υπόσχεσή σας, ότι το
δίχως άλλο θα εκπληρώνατε τα τάματά σας, να θυμιάζετε δηλαδή στη Βασίλισσα του
Ουρανού και να της προσφέρετε σπονδές. Εκπληρώστε λοιπόν τα τάματά σας και
τηρήστε τους όρκους σας.
Ακούστε όμως όλοι τι λέω εγώ, ο Κύριος:
Ορκίζομαι στο μεγάλο μου όνομα, ότι δε θα σας επιτρέψω να χρησιμοποιείτε το
όνομά μου στους όρκους σας με τη φράση, Μα τον αληθινό Θεό, τον Κύριο!
Θα επαγρυπνώ για το κακό σας, όχι για το
καλό σας. Και όλοι οι Ιουδαίοι που ζουν στην Αίγυπτο, θα καταστραφούν από τον
πόλεμο και την πείνα, ωσότου εξαφανιστούν όλοι.
Όσοι γλιτώσουν από τον πόλεμο –πολύ
λίγοι– θα επιστρέψουν στη χώρα του Ιούδα από την Αίγυπτο, όπου είχαν πάει να
μείνουν και τότε θα δουν ποιανού ο λόγος θα εκπληρωθεί: ο δικός σας ή ο δικός
μου.
Θα σας τιμωρήσω σ’ αυτόν εδώ τον τόπο και
οι απειλές μου εναντίον σας θα πραγματωθούν εξάπαντος. Κι αυτή θα είναι η
απόδειξη”, λέει ο Κύριος:
“Θα παραδώσω το βασιλιά της Αιγύπτου, το
Φαραώ Χωφρά, στα χέρια των εχθρών του, που ζητούν να τον σκοτώσουν, όπως
παρέδωσα το βασιλιά του Ιούδα Σεδεκία στα χέρια του εχθρού του του
Ναβουχοδονόσορ, βασιλιά της Βαβυλώνας, που ζητούσε να τον σκοτώσει”».
Το τέταρτο έτος της βασιλείας του Ιωακίμ,
γιου του Ιωσία, στον Ιούδα, ο προφήτης Ιερεμίας μίλησε στο Βαρούχ. Ο Βαρούχ,
γιος του Νηρία, έγραψε τους λόγους αυτούς σε βιβλίο, όπως τους είχε υπαγορεύσει
σ’ αυτόν ο Ιερεμίας.
«Εσύ είπες, Βαρούχ, “αλίμονο σ’ εμένα! Ο
Κύριος με οδήγησε από το κακό στο χειρότερο κουράστηκα στενάζοντας κι ανάπαυση
δε βρίσκω”. Ο Κύριος, όμως, ο Θεός του Ισραήλ, έχει κάτι να σου πει.
Άκου, λοιπόν, τι με διατάζει ο Κύριος να
σου πω: “θα γκρεμίσω ό,τι έχτισα και θα ξεριζώσω ό,τι φύτεψα σ’ ολόκληρη τη
χώρα.
Ζητάς προσωπικές χάρες για τον εαυτό σου
μην περιμένεις τίποτα. Εγώ θα εξοντώσω κάθε άνθρωπο αλλά εκείνο που σου
υπόσχομαι είναι ότι θα σε σώσω οπουδήποτε κι αν πας”».
Μηνύματα που ο Κύριος διαβίβασε στον
προφήτη Ιερεμία, σχετικά με τα έθνη.
Μήνυμα για την Αίγυπτο, για το στρατό του
Φαραώ Νεχώ, που ήταν στρατοπεδευμένος κοντά στον ποταμό Ευφράτη, στην Χαρκεμίς
και νικήθηκε από το βασιλιά της Βαβυλώνας Ναβουχοδονόσορ, το τέταρτο έτος της
βασιλείας του Ιωακίμ, γιου του Ιωσία, στον Ιούδα:
«Πάρτε τις ασπίδες κι ελάτε να
πολεμήσετε!
Ζέψτε τ’ άλογα και καβαλικέψτε τα! Πάρτε
θέσεις φορώντας τις περικεφαλαίες σας! Γυαλίστε τα δόρατα! Ντυθείτε τους
θώρακες!
"Τι συμβαίνει; Τους βλέπω να χάνουν
το θάρρος τους και να οπισθοχωρούν. Ακόμα και οι πιο ισχυροί νικήθηκαν κι
έφυγαν βιαστικά, χωρίς να κοιτάξουν πίσω. Τρόμος από παντού», λέει ο
Κύριος."
«Δε θα μπορέσουν να ξεφύγουνε οι γρήγοροι
οι ισχυροί δεν θα σωθούν. Θα σκοντάψουνε και θα πέσουν στο βορρά, κοντά στον
ποταμό Ευφράτη.
"»Τι είναι αυτό που σαν τον Νείλο
υψώνεται, που τα νερά του θορυβούν σαν ποταμός που ξεχειλίζει;"
Είναι η Αίγυπτος, που σαν τον Νείλο
υψώνεται, που τα νερά της θορυβούν σαν ποταμός, και λέει: “θα ανεβώ, θα
πλημμυρίσω τη χώρα, θα καταστρέψω την πόλη και τους κατοίκους της”.
Σηκωθείτε άλογα! Άμαξες ξεκινήστε με
ορμή! Βγείτε πολεμιστές, Αιθίοπες και Λίβυοι, που βαστάτε ασπίδα, και Λούδιοι
που κρατάτε και τεντώνετε το τόξο.
»Αλλά η μέρα αυτή ανήκει στον Κύριο, το
Θεό του σύμπαντος. Είναι η μέρα που τους εχθρούς του θα εκδικηθεί. Το ξίφος του
θα τους εξολοθρεύσει, θα χορτάσει και θα μεθύσει από το αίμα τους, γιατί ο
Κύριος, ο Θεός του σύμπαντος, θυσία θα προσφέρει στη χώρα του βορρά, κοντά στον
ποταμό Ευφράτη.
»Ανέβα στη Γαλαάδ και πάρε βάλσαμο,
άθλια, ελεεινή Αίγυπτος. Μάταια θα μαζεύεις γιατρικά για σένα θεραπεία δεν
υπάρχει.
Μάθανε τα έθνη την ντροπή σου όλοι στη γη
ακούσαν’ την κραυγή σου. Ο ένας πάνω στον άλλο σκόνταψαν οι πολεμιστές σου και
όλοι έπεσαν μαζί».
Όταν ο βασιλιάς της Βαβυλώνας
Ναβουχοδονόσορ ήρθε για να επιτεθεί στην Αίγυπτο, είπε ο Κύριος στον προφήτη
Ιερεμία σχετικά μ’ αυτό το γεγονός:
«Στείλτε το μήνυμα στην Αίγυπτο, στη
Μιγδώλ, στη Μέμφιδα και στη Δάφνη και πείτε τους: “παραταχθείτε και
προετοιμαστείτε, γιατί ο πόλεμος καταστρέφει τους γείτονές σας”.
"Μα τι συμβαίνει; Ο Άπις έφυγε, ο
ταύρος σου ο δυνατός δεν άντεξε. Τον έδιωξε ο Κύριος."
Οι στρατιώτες του Φαραώ σκοντάφτουνε και
πέφτουν. Ο ένας λέει στον άλλο: “πάμε να γυρίσουμε πίσω στην πατρίδα μας και
στο λαό μας. Να γλιτώσουμε απ’ το ξίφος του εχθρού!”
Δώστε στο Φαραώ ένα νέο όνομα πείτε τον
“Ο βασιλιάς της Αιγύπτου, ο Υπερόπτης, που άφησε την ευκαιρία να χαθεί”.
»“Ορκίζομαι στον εαυτό μου”, λέει ο
βασιλιάς που ονομάζεται Κύριος του σύμπαντος. “Όπως το Θαβώρ προεξέχει από τ’
άλλα βουνά, κι ο Κάρμηλος από τη θάλασσα, έτσι υπερέχει η δύναμη, που ενάντια
στην Αίγυπτο θα ’ρθεί.
Κάτοικοι της Αιγύπτου, ετοιμάστε τις
αποσκευές σας για να πάτε στην εξορία! Η Μέμφις θα ερημωθεί και κανείς δε θ’
απομείνει να κατοικεί σ’ αυτήν”.
»Η Αίγυπτος είναι μια ωραία αγελάδα, που
την τσίμπησε μύγα απ’ το βορρά.
Ακόμα κι οι μισθοφόροι της, που έχουν γίνει
σαν τα παχιά μοσχάρια, δεν έμειναν να πολεμήσουν, αλλά οπισθοχώρησαν και
έφυγαν. Είχε φτάσει όμως η μέρα της καταστροφής τους, ο καιρός της τιμωρίας
τους.
Η αιγυπτιακή στρατιά θα υποχωρήσει καθώς
το φίδι που σφυρίζει, αμέσως όταν οι εχθροί έρθουν εναντίον της με τα τσεκούρια
σαν τους ξυλοκόπους.
Θα κόψουν το δάσος της το αδιαπέραστο
είναι πολύ περισσότεροι απ’ τις ακρίδες, είναι αναρίθμητοι.
Θα ντραπεί η ωραία Αίγυπτος, θα παραδοθεί
στην εξουσία ενός λαού που θα ’ρθεί από το βορρά.
»Ο Κύριος του σύμπαντος, ο Θεός του
Ισραήλ, λέει: “θα τιμωρήσω τον Αμών, θεό των Θηβών και την Αίγυπτο με τους
θεούς της και τους βασιλιάδες της, το Φαραώ και όλους εκείνους που τον
εμπιστεύονται.
Θα τους παραδώσω σ’ εκείνους που γυρεύουν
να τους θανατώσουν, δηλαδή στο βασιλιά της Βαβυλώνας Ναβουχοδονόσορ και στο
στρατό του. Μετά απ’ αυτά, η Αίγυπτος θα κατοικηθεί όπως τις παλιές μέρες”,
λέει ο Κύριος».
«Μη φοβηθείς όμως εσύ, δούλε μου Ιακώβ!»
λέει ο Κύριος. «Ισραηλίτες, μην τρομάξετε! Εγώ θα σώσω από τη μακρινή χώρα εσάς
και τους απογόνους σας, από τη χώρα όπου συρθήκατε αιχμάλωτοι. Θα επιστρέψετε,
απόγονοι του Ιακώβ, και θα ησυχάσετε θα ζείτε αμέριμνοι και δε θα υπάρχει
κανείς να σας τρομάζει.
Μη φοβηθείτε, δούλοι μου Ισραηλίτες»,
λέει ο Κύριος, «γιατί εγώ θα είμαι μαζί σας. Κι αν καταστρέψω ακόμα όλα τα έθνη
όπου σας διασκόρπισα, εσάς δεν θα σας καταστρέψω. Θα σας κρίνω με επιείκεια,
αλλά δεν πρόκειται να σας αφήσω και εντελώς ατιμώρητους».
Μήνυμα για τους Φιλισταίους, που ο Κύριος
διαβίβασε στον προφήτη Ιερεμία, πριν ο Φαραώ της Αιγύπτου επιτεθεί εναντίον της
Γάζας.
«Ο Κύριος λέει: “νερά έρχονται από το
βορρά και θα γίνουνε σαν το ξέχειλο ποτάμι. Τη χώρα θα τη σκεπάσουν, τους
κατοίκους κι όλα όσα βρίσκονται σ’ αυτές τις πολιτείες. Τότε οι άνθρωποι θα
ξεφωνίζουν κι οι κάτοικοι της χώρας θα κλαίνε πικρά,
όταν θ’ ακούν τον κρότο απ’ τις οπλές των
δυνατών αλόγων, το θόρυβο των αμαξών και των τροχών τον ήχο. Τότε οι πατέρες
για τα παιδιά τους δε θα φροντίζουνε, γιατί θα έχουν παραλύσει από τον τρόμο.
Έρχεται η μέρα της καταστροφής όλων των
Φιλισταίων. Κανένας δε θα μείνει για να βοηθήσει την Τύρο και τη Σιδώνα, γιατί
ο Κύριος θα καταστρέψει τους Φιλισταίους, θα εξολοθρέψει από της Κρήτης το νησί
όσους θα έχουν επιζήσει”».
"Οι κάτοικοι της Γάζας ξύρισαν τα
κεφάλια τους απ’ τη μεγάλη λύπη. Οι κάτοικοι της Ασκάλωνας βυθίστηκαν στη
σιωπή! Ως πότε εσείς που επιζήσατε από τους Ανακίμ θα κάνετε εντομές στα σώματά
σας;"
"Αλίμονο, εσύ ξίφος του Κυρίου, δε
θα ξεκουραστείς; Μπες μέσα στη θήκη σου, ησύχασε και μην κινείσαι."
"Μα πώς να ησυχάσεις, όταν ο Κύριος
σε διατάζει να χτυπάς την Ασκάλωνα και να χτυπάς των παραλίων τους
κατοίκους;"
Να τι λέει για τους Μωαβίτες ο Κύριος του
σύμπαντος, ο Θεός του Ισραήλ: «Αλίμονο στη Νεβώ! Ερημώθηκε, χάθηκε. Η Κιριαθαΐμ
ντροπιάστηκε, κυριεύτηκε. Το ισχυρό κάστρο κατατροπώθηκε, έπεσε.
Χάθηκε η δόξα της Μωάβ. Οι εχθροί
σκέφτηκαν μοχθηρά για την Εσεβών: “ελάτε”, είπαν, “να εξαφανίσουμε των Μωαβιτών
το έθνος”. Κι εσύ, Μαδμέν, θα πέσεις σε σιωπή ο πόλεμος θα σε καταδιώκει».
Ακούστε! Κραυγή ανεβαίνει απ’ τη Χωροναΐμ
ζητά βοήθεια. Καταστροφή μεγάλη και συντριμμός!
Οι Μωαβίτες καταστράφηκαν, κραυγές
αφήνουν τα μικρά παιδιά.
Στην ανηφόρα της Λουείδ, άκου το κλάμα!
Στην κατωφέρεια της Χωροναΐμ ακούγονται απελπισίας κραυγές:
«Φύγετε! Σωθείτε όποιος μπορεί! Γίνετε
σαν τον αγριόθαμνο στην έρημο!»
Εμπιστευθήκατε στα οχυρά σας και στους
θησαυρούς σας, Μωαβίτες. Γι’ αυτό κι εσάς θα σας κυριέψουν. Ο θεός σας, ο
Χεμώς, θα αιχμαλωτιστεί μαζί με τους ιερείς του και τους άρχοντές του.
Θα ’ρθει ο καταστροφέας σε κάθε πόλη,
καμιά δε θα γλιτώσει. Η κοιλάδα και η πεδιάδα θα καταστραφούν, θα εξαφανιστούν,
όπως το είπε ο Κύριος.
Στήστε μνημείο επιτύμβιο για τους
Μωαβίτες, γιατί η Μωάβ θα καταστραφεί. Θα ερημωθούν οι πόλεις της κανένας δε θα
κατοικήσει πια σ’ αυτές.
Καταραμένος είν’ εκείνος που εργάζεται με
αμέλεια το έργο του Κυρίου κι είναι καταραμένος εκείνος που με το ξίφος του
αποφεύγει να χύσει αίμα.
Οι Μωαβίτες ζούσαν με ασφάλεια από τα
νιάτα τους και ποτέ δεν οδηγηθήκαν στην αιχμαλωσία. Είναι σαν το κρασί που δεν
αδειάστηκε ποτέ από δοχείο σε δοχείο, γι’ αυτό κι η γεύση του και το άρωμά του
δεν έχουν αλλοιωθεί.
«Για τούτο», λέει ο Κύριος, «ήρθε ο
καιρός που θα τους στείλω ανθρώπους, σ’ άλλο να τους αδειάσουνε δοχείο και τ’
άδεια τα δοχεία τους να τα συντρίψουν.
Θα ντροπιαστούν οι Μωαβίτες για το θεό
Χεμώς, όπως ντροπιάστηκαν κι οι Ισραηλίτες για τη Βαιθήλ, που σ’ αυτήν είχανε
στηρίξει τις ελπίδες τους.
"»Πώς ισχυρίζεστε ότι είστε δυνατοί
και ισχυροί πολεμιστές;"
Οι εχθροί ερήμωσαν τη χώρα των Μωαβιτών,
κυρίεψαν τις πόλεις τους και σφάξανε τους εκλεκτούς της νέους», λέει ο
βασιλιάς, που τ’ όνομά του είναι Κύριος του σύμπαντος.
Η συμφορά των Μωαβιτών πλησιάζει και πολύ
γρήγορα έρχεται η θλίψη τους.
Θρηνήστε τους, όλοι εσείς που κατοικείτε
γύρω τους και όλοι όσοι γνωρίζετε τη φήμη τους. Πείτε: «Πώς εξαφανίστηκε η
δύναμή της και η δόξα της Μωάβ!»
Κόρη, που κατοικείς στη Διβών, κατέβα από
τον τόπο της δόξας σου και κάτσε στον ξερότοπο, γιατί ο καταστροφέας των
Μωαβιτών έρχεται καταπάνω σου και θα κατεδαφίσει τα οχυρώματά σου.
Εσείς που κατοικείτε στην Αροήρ, σταθείτε
πλάι στο δρόμο, κοιτάξτε τους φυγάδες και ρωτήστε τους τι τους συνέβη.
Οι Μωαβίτες ντροπιαστήκανε για την
καταστροφή τους. Θρηνήστε και κλάψτε. Φέρτε το μήνυμα σ’ αυτούς που κατοικούν
πλάι στον ποταμό Αρνών, ότι οι Μωαβίτες καταστράφηκαν.
Η κρίση του Κυρίου έπληξε την πεδινή
χώρα, ήρθε η τιμωρία στις πολιτείες Χωλών, Ιαασά και Μεφαάθ,
στις πολιτείες Διβών, Νεβώ και
Βαιθ-Δεβλαθαΐμ,
Κιριαθαΐμ, Βαιθ-Γαμούλ και Βαιθ-Μεών.
Ήρθε η κρίση στην Κεριώθ, στη Βοσρά και
σ’ όλες τις πολιτείες της χώρας των Μωαβιτών, μακρινές και κοντινές.
«Συντρίφθηκε η δύναμη των Μωαβιτών,
χάθηκε η ισχύς τους» λέει ο Κύριος.
Μεθύστε τους Μωαβίτες, γιατί
επαναστάτησαν ενάντια στον Κύριο θα κυλιστούν μέσα στον εμετό τους, θα γίνουνε
κι αυτοί με τη σειρά τους απ’ όλους καταγέλαστοι.
"Μωαβίτες, μήπως δεν περιγελάσατε κι
εσείς τους Ισραηλίτες; Και για ποιο λόγο; Μήπως πιάστηκαν να κλέβουν; Τότε,
γιατί περιφρονητικά κουνάτε το κεφάλι σας όταν γι’ αυτούς μιλάτε;"
Εγκαταλείψτε τις πόλεις σας, Μωαβίτες,
και πηγαίνετε να κατοικήσετε στους βράχους γίνετε σαν τα περιστέρια που
φωλιάζουν πλάι στο στόμιο της σπηλιάς.
Έχουμε ακούσει για τη μεγάλη περηφάνεια
των Μωαβιτών. Ξέρουμε την υψηλοφροσύνη τους, την αλαζονεία τους, την υπεροψία
τους, την έπαρση της καρδιάς τους.
«Αναμφισβήτητα εγώ γνωρίζω την αλαζονεία
τους», λέει ο Κύριος. «Δεν κατορθώνουν τίποτε μ’ αυτήν».
Για τούτο θα θρηνήσω και θα ξεσπάσω σε
λυγμούς για όλους τους Μωαβίτες, θα κλάψω για τους άντρες της Κιρ-Χέρες.
Κάτοικοι της Σιβμά, για σας θα κλάψω
περισσότερο απ’ ό,τι έκλαψα για τους κατοίκους της Ιαζήρ. Πόλη της Σιβμά
μοιάζεις με αμπέλι, που τα κλήματά σου περνούν και διασχίζουν τη Νεκρά Θάλασσα
και φτάνουν ως την Ιαζήρ. Αλλά έρχονται οι εχθροί και καταστρέφουν τη συγκομιδή
των φρούτων και των σταφυλιών σου.
Χάθηκε η χαρά κι η ευφροσύνη από την
καρποφόρο πεδιάδα της Μωάβ. Έπαψε να τρέχει από τα πατητήρια το κρασί. Κανένας
δεν υπάρχει να πατήσει τα σταφύλια, έσβησαν οι χαρούμενες φωνές.
Η κραυγή για βοήθεια απ’ τους κατοίκους
της Εσεβών έφτασε ως την Ελεαλή και την Ιαάς. Μπορεί κανείς να τους ακούσει απ’
τη Σηγώρ ως την Χωροναΐμ και την Αγλάθ-Σελισία. Κι αυτή η όαση της Νιμρίμ θα
ερημωθεί.
«Θα σταματήσω τους Μωαβίτες», λέει ο
Κύριος, «από του να προσφέρουν ολοκαυτώματα στους ιερούς τόπους τους και
θυμίαμα στους θεούς τους».
Γι’ αυτό η καρδιά μου θα θρηνήσει για
τους κατοίκους της Μωάβ και για τους άντρες της Κιρ-Χέρες, όπως αυτός που στη
φλογέρα παίζει θρηνητικό σκοπό γιατί όλοι οι θησαυροί που είχαν αποχτήσει οι
Μωαβίτες, χάθηκαν.
Όλοι θα ξυρίσουν τα κεφάλια τους και θα
κόψουν τα γένια τους θα κάνουν εντομές στα χέρια τους και θα φορέσουν πένθιμα.
Στις στέγες των σπιτιών της Μωάβ και στα
σοκάκια θρήνος ακούγεται. «Θα σπάσω τους Μωαβίτες σαν δοχείο, που κανένας πια
δεν το χρειάζεται», λέει ο Κύριος.
Θρηνήστε με τα λόγια αυτά: «Πώς
κατατροπώθηκαν οι Μωαβίτες! Και τι ντροπή γι’ αυτούς να οπισθοχωρήσουν!» Έτσι
οι Μωαβίτες θα είναι στο εξής περίγελως κι οι γείτονές τους σαν θα τους
βλέπουν, θα νιώθουν φρίκη.
Ο Κύριος λέει: «Ο εχθρός σαν τον αετό θα
πετάξει μ’ απλωμένα τα φτερά του πάνω από τη χώρα των Μωαβιτών».
Οι πόλεις θα κυριευθούν, τα φρούρια θα
καταληφθούν τη μέρα εκείνη οι καρδιές των γενναίων πολεμιστών της Μωάβ γεμάτες
τρόμο θα χτυπούν σαν την καρδιά γυναίκας που γεννάει.
Οι Μωαβίτες θα εξαφανιστούν μέσ’ από τους
λαούς, γιατί επαναστάτησαν ενάντια στον Κύριο.
«Τρόμος, λάκκοι και παγίδες περιμένουν
τους Μωαβίτες», λέει ο Κύριος.
«Αυτός που θα ξεφύγει απ’ το φόβο θα
πέσει στο λάκκο κι αυτός που θα βγεί από το λάκκο θα πιαστεί στην παγίδα, γιατί
έφτασε ο χρόνος της τιμωρίας των Μωαβιτών».
Αυτοί που ξέφυγαν, γυρεύουν εξαντλημένοι
προστασία στην Εσεβών. Αλλά φωτιά πετιέται μέσ’ από την πόλη κι απ’ το παλάτι
του βασιλιά Σιχόν. Φλόγα βγαίνει, που θα καταφάει τη χώρα των πολεμόχαρων
Μωαβιτών από τα σύνορά της ως το κέντρο της.
Αλίμονό σας Μωαβίτες! Καταστράφηκες εσύ
λαέ, που λάτρευες το θεό Χεμώς, γιατί οι γιοι κι οι θυγατέρες σας
αιχμαλωτίστηκαν.
«Αλλά στις μέρες που θα ’ρθούν, εγώ θα
επαναφέρω τους Μωαβίτες από την αιχμαλωσία», λέει ο Κύριος. Εδώ τελειώνει η
καταδικαστική απόφαση εναντίον των Μωαβιτών.
"Για τους Αμμωνίτες ο Κύριος λέει:
«Γιατί ο Μιλκώμ, ο θεός των Αμμωνιτών, κατέκτησε την περιοχή της φυλής Γαδ και
ο λαός του κατοίκησε στις πόλεις της; Δεν έχουν γιους οι Ισραηλίτες; Κανένας
δεν υπάρχει να υπερασπιστεί τη χώρα τους;"
Όμως έρχονται μέρες», λέει ο Κύριος, «που
στη Ραββά των Αμμωνιτών θα κάνω ν’ ακουστεί αλαλαγμός πολέμου η πόλη θα
μεταβληθεί σε σωρό ερειπίων και τα χωριά της θα καούν ως τα θεμέλια τότε οι
Ισραηλίτες θα ξαναπάρουν πίσω την κληρονομιά που τους είχαν αρπάξει».
Θρηνήστε, της Εσεβών οι κάτοικοι, γιατί
καταστράφηκε η Γαι! Θρηνήστε χωριά της Ραββά, φορέστε ρούχα πένθιμα, τρέξτε
γύρω από τις πέτρινες μάντρες των χωραφιών σας κλαίγοντας. Φεύγει για την
αιχμαλωσία ο θεός Μιλκώμ μαζί με τους ιερείς του και τους άρχοντές του.
"Εσύ, πόλη, που επαναστάτησες
ενάντια στο Θεό, τι καυχάσαι για τις πεδιάδες σου; Χαθήκαν οι πεδιάδες σου! Εσύ
που στηριζόσουνα στους θησαυρούς σου κι έλεγες «ποιος θα εκστρατεύσει εναντίον
μου;»"
«Εγώ θα σου προκαλέσω φόβο απ’ όλους σου
τους γείτονες», λέει ο Κύριος, ο Θεός του σύμπαντος. «Θα σκορπιστείτε όλοι σας
εδώ κι εκεί, και δε θα υπάρχει ούτ’ ένας να συγκεντρώσει τους διασκορπισμένους.
»Μετά απ’ αυτά εγώ θ’ αλλάξω την τύχη των
Αμμωνιτών», λέει ο Κύριος.
"Ο Κύριος του σύμπαντος λέει σχετικά
με τους Εδωμίτες: «Δεν υπάρχει πια σοφία στη Θαιμάν; Χάθηκε η σκέψη από τους
συνετούς; Εξαφανίστηκε η φρόνησή τους;"
Φύγετε, τρέξτε! Βρείτε τόπους απόκρυφους
να μείνετε, κάτοικοι της Δεδάν, γιατί έφτασε ο καιρός που θα σας τιμωρήσω θα
φέρω πάνω σας την καταστροφή, απόγονοι του Ησαύ.
Όταν έρχονται σ’ εσένα τρυγητές, λαέ του
Εδώμ, αφήνουν λίγα τσαμπιά πίσω τους. Όταν τη νύχτα μπαίνουν κάπου κλέφτες,
παίρνουν μονάχα αυτά που θέλουν.
Αλλά εγώ απογύμνωσα τελείως τους
απογόνους του Ησαύ αποκάλυψα τους κρυψώνες τους κι έτσι πια δεν μπορούν να
κρύβονται. Καταστράφηκαν οι απόγονοί του, οι αδερφοί του, οι γείτονές του και ο
ίδιος δεν υπάρχει πια. Κανένας δεν μπορεί να πει:
“άφησε εδώ τα ορφανά σου κι εγώ θα σου τα
φροντίσω οι χήρες σου μπορούν σ’ εμένα να ελπίζουν”».
"Ο Κύριος λέει: «Ακόμα κι όσοι δεν
έπρεπε να πιουν από της τιμωρίας το ποτήρι, το ήπιαν κι εσύ, λαέ του Εδώμ,
θέλεις να μείνεις τελείως ατιμώρητος; Αυτό δεν πρόκειται να γίνει! Απ’ το
ποτήρι αυτό πρέπει να πιεις."
Εγώ ο Κύριος υποσχέθηκα με όρκο ότι η
πρωτεύουσά σας η Βοσρά θα ερημωθεί και θα γίνει αντικείμενο φρίκης και
χλευασμού και όλοι θα την καταριούνται. Επίσης όλες οι γύρω πόλεις των Εδωμιτών
θα ερημωθούν για πάντα».
Άκουσα το μήνυμα που ο Κύριος έστειλε με
μηνυτή στα έθνη: «Συναχθείτε», τους έλεγε, «και βαδίστε ενάντια στην Εδώμ,
έτοιμοι να επιτεθείτε!»
«Εδωμίτες θα σας κάνω ασήμαντους ανάμεσα
στα έθνη», λέει ο Κύριος, «κι όλος ο κόσμος θα σας περιφρονεί.
Δεν προκαλείτε τον τρόμο που νομίζετε σας
έχει εξαπατήσει η περηφάνια σας. Εσείς που κατοικείτε στις σχισμές των βράχων
και κατέχετε τις βουνοκορφές, ακόμη κι αν πάτε να εγκατασταθείτε εκεί που ζει ο
αετός, κι από ’κει πάνω θα σας κατεβάσω».
Ο Κύριος λέει: «Η Εδώμ τελείως θα
ερειπωθεί. Με φρίκη θα τη βλέπει όποιος περνάει από ’κει για την καταστροφή της
θα τρομάζει, θα συγκλονίζεται.
Θα γίνει και μ’ αυτήν όπως έγινε όταν
καταστράφηκαν τα Σόδομα και τα Γόμορρα και οι γύρω πόλεις. Κανένας δε θα
κατοικήσει πια εκεί, ούτε θα μείνει σ’ αυτήν, ούτε για λίγο.
"»Καθώς λιοντάρι από τη λόχμη του
Ιορδάνη στα λιβάδια έρχεται τα πράσινα, έτσι ξάφνου θα εμφανιστώ κι εγώ και
τότε οι Εδωμίτες θα χαθούν από τη χώρα τους. Όποιος είναι ο εκλεκτός μου, αυτόν
θα τον εγκαταστήσω αρχηγό εκεί. Ποιος είναι όμοιός μου και ποιος μπορεί να με
προστάξει τι θα κάνω; Ποιος είναι ο ηγεμόνας, που θα μπορέσει να μου
αντισταθεί;»"
Γι’ αυτό, ακούστε του Κυρίου το σχέδιο,
όπως το σκέφτηκε ενάντια στους Εδωμίτες, τα σχέδια που ετοίμασε ενάντια στους
κατοίκους της Θαιμάν: Όλοι τους, ως και τα παιδιά τους, το δίχως άλλο στην
αιχμαλωσία θα συρθούν σαν κοπάδι, το δίχως άλλο η χώρα θα εκκενωθεί.
Ο θόρυβος από την πτώση τους θα κάνει να
σειστεί η γη, και οι θρηνωδίες τους ως την Ερυθρά Θάλασσα θ’ ακουστούν.
Ο εχθρός σαν τον αετό θα πετάξει μ’
απλωμένα τα φτερά του πάνω στη Βοσρά τη μέρα εκείνη οι καρδιές των γενναίων
πολεμιστών της Εδώμ θα χτυπούν τρομαγμένες, σαν την καρδιά γυναίκας που
γεννάει.
Για τη Δαμασκό: Η Χαμάθ και η Αρφάδ
μείναν κατάπληκτες απ’ την κακή την είδηση που άκουσαν. Η αγωνία τις σκεπάζει
σαν ταραγμένη θάλασσα και δεν μπορούν να ησυχάσουν.
Οι κάτοικοι της Δαμασκού παρέλυσαν,
γυρίζουνε να φύγουν, τους κυριεύει πανικός. Αγωνία και πόνοι τούς κατέχουν, σαν
τη γυναίκα που γεννάει.
"Η Δαμασκός, η φημισμένη πόλη της
χαράς μου, γιατί δεν παραδόθηκε χωρίς πόλεμο;"
«Τώρα οι νέοι της στα σοκάκια της θα
θανατωθούν κι όλοι της οι πολεμιστές θα εξολοθρευτούνε την ημέρα εκείνη», λέει
ο Κύριος του σύμπαντος.
«Θα πυρπολήσω της Δαμασκού τα τείχη και η
φωτιά θ’ αποτεφρώσει τα παλάτια του Βεν-Αδάδ».
Για την Κηδάρ και τα βασίλεια της Ασώρ,
που τα είχε κυριέψει ο βασιλιάς της Βαβυλώνας Ναβουχοδονόσορ. Ο Κύριος διατάζει
τους Βαβυλώνιους: «Σηκωθείτε κι επιτεθείτε στην Κηδάρ και καταστρέψτε τις φυλές
που ζούνε στις στέπες της ανατολής.
Πάρτε τους τις σκηνές και τα κοπάδια τους
σηκώστε τα παραπετάσματά τους κι όλα τα σκεύη μέσα απ’ τις σκηνές τους. Πάρτε
και τις καμήλες τους και πέστε στο λαό: “Τρόμος από παντού!”
»Κάτοικοι της Ασώρ φύγετε!» λέει ο
Κύριος. «Σκορπίστε, κρυφτείτε σε κρυψώνες και μείνετε εκεί, γιατί ο βασιλιάς
της Βαβυλώνας Ναβουχοδονόσορ έχει έτοιμες αποφάσεις και σχέδια εναντίον σας.
Σηκωθείτε, Βαβυλώνιοι», λέει ο Κύριος,
«κι επιτεθείτε ενάντια σ’ αυτό το ανέμελο έθνος, που νόμιζε πως ζει με
ασφάλεια. Οι πόλεις τους δεν έχουν πύλες ούτε αμπάρες. Ζουν εκεί απομονωμένοι.
Αρπάξτε τις καμήλες τους και πάρτε για
λάφυρα τα κοπάδια τους. Εγώ ο Κύριος θα διασκορπίσω αυτούς με τα κομμένα μαλλιά
σ’ όλες τις κατευθύνσεις των ανέμων θα φέρω από παντού την καταστροφή τους.
Και θα γίνει η Ασώρ κρησφύγετο των τσακαλιών
θα ερημωθεί για πάντα. Ποτέ κανένας δε θα κατοικήσει εκεί ούτε θα πάει να
μείνει έστω για λίγο».
Στην αρχή της βασιλείας του Σεδεκία στον
Ιούδα, είπε ο Κύριος στον προφήτη Ιερεμία, σχετικά με την Ελάμ:
«Ο Κύριος του σύμπαντος λέει: “θα
συντρίψω την πρώτη δύναμη της Ελάμ, που είναι οι τοξότες της.
Θα φέρω εναντίον της τους τέσσερις
ανέμους από τις τέσσερις άκρες του ουρανού, και θα διασκορπίσω τους κατοίκους
της σ’ όλους αυτούς τους ανέμους δε θα υπάρχει έθνος που να μην καταφύγουν
κυνηγημένοι οι κάτοικοι της Ελάμ.
Θα τους κάνω να πανικοβληθούν μπροστά
στους αιμοβόρους εχθρούς τους και θα τους καταστρέψω στο φοβερό θυμό μου. Θα
εξαπολύσω πόλεμο εναντίον τους ωσότου τους αποτελειώσω.
Θα καταστρέψω βασιλιά και άρχοντες στην
Ελάμ και θα στήσω το δικό μου θρόνο εκεί”.
»Αργότερα όμως θ’ αλλάξω την τύχη των
κατοίκων της Ελάμ», λέει ο Κύριος.
Ο Κύριος μίλησε στον προφήτη Ιερεμία
σχετικά με την πόλη της Βαβυλώνας και με τη χώρα των Βαβυλωνίων:
Στείλτε διακήρυξη στα έθνη! Κάντε σινιάλο
με σημαίες! Κηρύξτε το και τίποτα μην κρύψετε. Πείτε ότι κυριεύτηκε η Βαβυλώνα!
Ντροπιάστηκαν τα είδωλά της, συντρίφθηκαν οι βδελυροί θεοί της. Ντροπή για τον
Βηλ, συντριβή για τον Μαρδούκ.
Ένα έθνος απ’ το βορρά έρχεται εναντίον
της. Θα την ερημώσει, έτσι που κανένας πια δε θα κατοικεί σ’ αυτήν άνθρωποι και
ζώα θα φύγουν και θα διασκορπιστούν.
«Όταν θα έρθει εκείνος ο καιρός», λέει ο
Κύριος, «θα επιστρέψουν οι κάτοικοι του Ισραήλ και του Ιούδα μαζί, και θα
’ρθουν κλαίγοντας ν’ αναζητήσουν τον Κύριο, το Θεό τους.
Θα ρωτήσουν για το δρόμο προς τη Σιών και
θα πάνε σ’ αυτήν λέγοντας: “ελάτε να ενωθούμε με τον Κύριο με διαθήκη αιώνια,
που δε θα τη λησμονήσουμε ποτέ”.
Χαμένο κοπάδι κατάντησε ο λαός μου. Οι
βοσκοί τους τους παραπλάνησαν. Τους οδήγησαν στα βουνά και τους τριγύριζαν από
βουνό σε βουνό, έτσι που ξέχασαν το μαντρί τους.
"Όλοι όσοι τους συναντούσαν τους
κατασπάραζαν. Οι εχθροί τους έλεγαν: “τι φταίμε εμείς αν αυτοί αμάρτησαν στον
Κύριο, που είναι η πηγή της δικαιοσύνης, η ελπίδα των προγόνων τους;”»"
Ο Κύριος λέει: «Φύγετε απ’ τη Βαβυλώνα!
Βγείτε απ’ τη χώρα των Βαβυλωνίων! Βιαστείτε να βγείτε πρώτοι, όπως τα τραγιά,
μπροστά απ’ το κοπάδι.
Εγώ θα ξεσηκώσω και θα φέρω ενάντια στη
Βαβυλώνα πολλά και μεγάλα έθνη απ’ το βορρά, που θα της επιτεθούν και θα την
κυριέψουν. Όλοι αυτοί είναι καλοί πολεμιστές κανένα βέλος τους δεν ξεστοχάει.
Η Βαβυλώνα θα γίνει λάφυρό τους κι αυτοί
που θα τη λεηλατήσουν θα χορτάσουν λάφυρα!
»Εμπρός! Χαρείτε, πανηγυρίστε,
Βαβυλώνιοι, που λεηλατήσατε την ιδιοκτησία μου. Τώρα χοροπηδάτε σαν τα μοσχάρια
στη χλόη και χρεμετίζετε σαν τ’ άλογα τα δυνατά.
Αλλά η μάνα σας η Βαβυλώνα θα
καταντροπιαστεί περίγελως θα γίνει αυτή που σας γέννησε θα καταντήσει το
τελευταίο από τα έθνη. Θα γίνει έρημος ξερή κι αδιάβατη.
Θα μείνει ακατοίκητη και θα ερημωθεί απ’
άκρη σ’ άκρη, γιατί ο Κύριος οργίστηκε. Όποιος θα περνάει από τη Βαβυλώνα θα τα
χάνει, θα νιώθει φρίκη για όλες τις πληγές της».
Παραταχθείτε ολόγυρα ενάντια στη
Βαβυλώνα! Όσοι κρατάτε τόξο τοξέψτε εναντίον της! Μη λυπηθείτε τα βέλη, γιατί
αμάρτησε στον Κύριο.
Αλαλάξτε ολόγυρά της! Παραδόθηκε! Έπεσαν
οι πύργοι της, γκρεμίστηκαν τα τείχη της! Αυτό είναι η εκδίκηση του Κυρίου.
Εκδικηθείτε την κάντε της ό,τι έκανε κι αυτή στους άλλους!
Μην αφήσετε κανέναν ζωντανό στη Βαβυλώνα,
που θα μπορούσε να σπείρει ή να θερίσει με το δρεπάνι τον καιρό του θερισμού.
Από τη φρίκη του πολέμου οι ξένοι θα φύγουν για τη χώρα τους, θα γυρίσουν στο
λαό τους.
Ο Ισραήλ είναι σαν το χαμένο πρόβατο, που
το ’χουν κυνηγήσει τα λιοντάρια. Πρώτα του επιτέθηκε ο βασιλιάς της Ασσυρίας,
έπειτα ο βασιλιάς της Βαβυλώνας, ο Ναβουχοδονόσορ, τού σύντριψε τα κόκαλα.
Γι’ αυτό, ο Κύριος του σύμπαντος, ο Θεός
του Ισραήλ, λέει: «Θα τιμωρήσω το βασιλιά της Βαβυλώνας και τη χώρα του, όπως
τιμώρησα το βασιλιά της Ασσυρίας.
Τον Ισραήλ όμως θα τον ξαναφέρω στη
μάντρα του θα βοσκήσει στο όρος Κάρμηλος και στη Βασάν και τίποτα δε θα του
λείψει απ’ ό,τι παράγεται στο βουνό του Εφραΐμ και στην περιοχή της Γαλαάδ.
Εκείνο τον καιρό, μάταια θ’ αναζητάει
κανείς την ανομία στο βασίλειο του Ισραήλ και την αμαρτία στο βασίλειο του
Ιούδα δε θα τις βρίσκει θα συγχωρήσω όσους αφήσω να ζήσουν».
Ο Κύριος λέει: «Επιτεθείτε εναντίον της
χώρας Μεραθαΐμ και εναντίον των κατοίκων της Φεκώδ! Θανατώστε τους, καταστρέψτε
τους τελείως καθετί που μένει πίσω τους προσφέρετέ το αφιέρωμα στον Κύριο.
Κάνετε όλα όσα σας διέταξα».
Θόρυβος πολέμου ακούστηκε στη χώρα,
καταστροφή έγινε μεγάλη.
Πώς κομματιάστηκε το σφυρί που σύντριβε
όλη τη γη! Πώς έγινε η Βαβυλώνα θέαμα αποτρόπαιο ανάμεσα στα έθνη!
«Εγώ σου έστησα παγίδα, Βαβυλώνα», λέει ο
Κύριος. «Πιάστηκες δίχως να το καταλάβεις βρέθηκες μέσα της παγιδευμένη, γιατί
αντιστάθηκες σ’ εμένα τον Κύριο».
Ο Θεός, ο Κύριος του σύμπαντος, άνοιξε
την οπλοθήκη του και έβγαλε τα όπλα της οργής του, γιατί αυτό είναι το έργο του
στη χώρα των Βαβυλωνίων.
«Επιτεθείτε εναντίον της από τα πέρατα
της γης!» τα πρόσταξε. «Τις αποθήκες της ανοίξτε, κάντε την σωρούς ερείπια
καταστρέψτε την ως ανάθεμα στον Κύριο. Τίποτα να μη μείνει απ’ αυτήν!
Σφάξτε όλους τους νέους! Οδηγήστε τους
σαν τα μοσχάρια στη σφαγή. Αλίμονό τους! Ήρθε η μέρα τους, ο καιρός που θα
πληρώσουν για τις πράξεις τους!»
Ακούστε! Αυτοί που γλίτωσαν από τη
Βαβυλώνα έφυγαν κι ήρθαν ν’ αναγγείλουν στη Σιών την εκδίκηση του Κυρίου, του
Θεού μας, την εκδίκηση γι’ αυτά που είχαν κάνει στο ναό του.
Συγκαλέστε όλους τους τοξότες ενάντια στη
Βαβυλώνα! Στρατοπεδέψτε ολόγυρα εναντίον της! Κανένας απ’ αυτήν να μην ξεφύγει!
Ανταποδώστε της ανάλογα με τα έργα της, γιατί περηφανεύτηκε απέναντι στον
Κύριο, στον Άγιο Θεό του Ισραήλ.
Ο Κύριος λέει: «Γι’ αυτό οι νέοι της θα
φονευθούν στα σοκάκια της, θα εξαφανιστούν εκείνη την ημέρα.
»Είμαι εναντίον σου, υπερήφανη Βαβυλώνα»,
λέει ο Θεός, ο Κύριος του σύμπαντος. «Έφτασε η μέρα σου, ο καιρός που θα
πληρώσεις για τις πράξεις σου.
Η περήφανη Βαβυλώνα θα σκοντάψει και θα πέσει
και κανένας δε θα βρίσκεται να τη σηκώσει θα βάλω φωτιά στις πόλεις της, που θα
καταφάει και όλα τα περίχωρά της».
Ο Κύριος του σύμπαντος λέει: «Οι κάτοικοι
του Ισραήλ, μαζί και του Ιούδα, καταδυναστεύτηκαν. Όλοι αυτοί που τους
αιχμαλώτισαν, τους κρατούν με τη βία αρνούνται να τους ελευθερώσουν.
Εγώ, ο λυτρωτής τους όμως είμαι δυνατός.
Κύριος του σύμπαντος είναι το όνομά μου. Θα τους υποστηρίξω εξάπαντος στη δίκη
τους, για να ειρηνέψω τη χώρα και να φέρω τρόμο στους κατοίκους της Βαβυλώνας».
Ο Κύριος λέει: «Θάνατος στους
Βαβυλώνιους, στους κατοίκους της πρωτεύουσας, στους άρχοντές της και στους
σοφούς της!
Θάνατος στους μάντεις της! Θα χάσουν το
μυαλό τους. Θάνατος στους πολεμιστές της! Θα κατατρομάξουν.
Θάνατος στ’ άλογά τους, στις άμαξές τους
και σ’ όλο το ανάμικτο πλήθος, που βρίσκεται μαζί τους! Θα δειλιάσουν σαν τις
γυναίκες. Καταστροφή στους θησαυρούς τους! Θα διαρπαχθούν.
Ξηρασία στα νερά τους! Να στερέψουν.
Γιατί είναι χώρα ειδώλων με τα είδωλά τους έχουν πλανηθεί.
Γι’ αυτό θα κατοικήσουν σ’ αυτήν
αγριόγατες, τσακάλια και στρουθοκάμηλοι δε θα κατοικηθεί ποτέ πια στο μέλλον
από ανθρώπους.
Όπως καταστράφηκαν τα Σόδομα και τα
Γόμορρα και τα περίχωρά τους, έτσι θα συμβεί και με τη Βαβυλώνα: Κανένας δε θα
ξανακατοικήσει πια σ’ αυτήν, ούτε θα θέλει να μείνει εκεί», λέει ο Κύριος.
Ένας λαός έρχεται απ’ το βορρά έθνος
μεγάλο και βασιλιάδες δυνατοί θα ξεσηκωθούν από τις άκρες της γης.
Τόξο και ακόντιο θα κρατούν είναι σκληροί
και άσπλαχνοι, είναι καβάλα στ’ άλογα κι ο θόρυβος που κάνουν ακούγεται σαν τη
βουή της θάλασσας παρατάσσονται για μάχη εναντίον σου, ωραία Βαβυλώνα!
Ο βασιλιάς της Βαβυλώνας άκουσε την
είδηση και παρέλυσαν τα χέρια του. Τον κατέλαβε αγωνία και τον έπιασαν πόνοι,
σαν τη γυναίκα που είναι να γεννήσει.
"«Καθώς λιοντάρι από τη λόχμη του Ιορδάνη
στα πράσινα λιβάδια έρχεται, έτσι ξάφνου θα εμφανιστώ κι εγώ και τότε εκείνοι
θα χαθούν από τη χώρα τους. Όποιος είναι ο εκλεκτός μου, αυτόν θα τον
εγκαταστήσω αρχηγό εκεί. Ποιος είναι όμοιός μου; Και ποιος μπορεί να με
προστάξει τι να κάνω; Ποιος είναι ο ηγεμόνας, που θα μπορέσει να μου
αντισταθεί;»"
Γι’ αυτό ακούστε του Κυρίου το σχέδιο,
όπως το σκέφτηκε ενάντια στη Βαβυλώνα, τα σχέδια που ετοίμασε ενάντια στους
κατοίκους αυτής της χώρας. Όλοι τους, ως και τα παιδιά τους, το δίχως άλλο στην
αιχμαλωσία θα συρθούν σαν κοπάδι το δίχως άλλο η χώρα τους θα εκκενωθεί.
Ο θόρυβος από την πτώση της Βαβυλώνας θα
κάνει να σειστεί η γη, και η θρηνωδία της στα έθνη θ’ ακουστεί.
Ο Κύριος λέει: «Εγώ θα σηκώσω άνεμο
καταστροφικό ενάντια στη Βαβυλώνα και στους κατοίκους της.
Θα στείλω ξένους να χτυπήσουν τη
Βαβυλώνα. Αυτοί θα τη λιχνίσουν σαν το άχυρο, που ο άνεμος το παρασέρνει τη
μέρα της συμφοράς θα περικυκλώσουν την πόλη και θα την ερημώσουν.
Θα δώσω εντολή οι τοξότες να στοχεύουν
τους τοξότες της και όλους τους θωρακοφόρους στρατιώτες της: “μη λυπηθείτε τους
νέους της! Καταστρέψτε όλη τη στρατιά της!”»
Οι νεκροί θα γεμίσουν τη χώρα των
Βαβυλωνίων και οι πληγωμένοι από το ξίφος θα κείτονται στους δρόμους της.
Γιατί ο Θεός, ο Κύριος του σύμπαντος, δεν
έχει εγκαταλείψει τους κατοίκους του Ισραήλ και του Ιούδα, αν και η χώρα τους
γέμισε ανομίες ενάντια στον Άγιο Θεό του Ισραήλ.
Φύγετε απ’ τη Βαβυλώνα για να γλιτώσετε,
κάτοικοι του Ισραήλ και του Ιούδα! Μη χαθείτε εξαιτίας της ανομίας της! Ήρθε ο
καιρός να εκδικηθεί ο Κύριος, ν’ ανταποδώσει στους Βαβυλώνιους ανάλογα με τα
έργα τους.
Χρυσό ποτήρι στου Κυρίου το χέρι ήταν η
Βαβυλώνα, που μεθούσε όλη την οικουμένη. Απ’ το κρασί της έπιναν τα έθνη και
παραφρονούσαν.
Ξαφνικά αυτό το ποτήρι έπεσε και
συντρίφθηκε. Έθνη θρηνήστε γι’ αυτήν! Βάλτε βάλσαμο στον πόνο της, ίσως
γιατρευτεί.
Αλλά τα έθνη απάντησαν: «Μεταχειριστήκαμε
φάρμακα για τη Βαβυλώνα, αλλά δεν γιατρεύτηκε. Εγκαταλείψτε την κι ας γυρίσουμε
καθένας στη χώρα του, γιατί η καταδίκη της έφτασε ως τον ουρανό, υψώθηκε ως τα
σύννεφα».
Οι κάτοικοι του Ισραήλ και του Ιούδα
λένε: «Ο Κύριος μας έδωσε το δίκιο μας. Ελάτε να διηγηθούμε στη Σιών το έργο
του Κυρίου του Θεού μας!»
Ο Κύριος υποκίνησε τους βασιλιάδες της
Μηδίας με σκοπό να καταστρέψουν τη Βαβυλώνα η εκδίκηση του Κυρίου είναι
εκδίκηση για το ναό του: «Ακονίστε τα βέλη! Ετοιμάστε τις ασπίδες!
Δώστε το σήμα της επίθεσης στα τείχη της
Βαβυλώνας! Ενισχύστε τη φρουρά! Βάλτε σκοπιές! Στήστε παγίδες!» Ο Κύριος
πραγματοποιεί ό,τι έχει αποφασίσει κι ό,τι έχει εξαγγείλει ενάντια στους
κατοίκους της Βαβυλώνας.
Εσείς που κατοικείτε πλάι στα πλατιά
ποτάμια κι έχετε πολλούς θησαυρούς, ήρθε το τέλος σας! Πράγματι, αρκετά
παράνομα κέρδη αποκτήσατε.
Ο Κύριος του σύμπαντος υποσχέθηκε με όρκο
στον εαυτό του να φέρει εχθρούς που θα επιτεθούν ενάντια στη Βαβυλώνα σαν
πλήθος ακρίδες, αλαλάζοντας εναντίον σας.
Αυτός δημιούργησε τη γη με τη δύναμή του
στερέωσε την οικουμένη με τη σοφία του και άπλωσε τους ουρανούς με τη σύνεσή
του.
Όταν αυτός διατάζει συγκεντρώνονται
πλήθος τα νερά στον ουρανό και ανεβαίνουν σύννεφα από τις άκρες της γης.
Δημιουργεί αστραπές που φέρνουν βροχή κι εξαποστέλλει τον άνεμο από τις
αποθήκες του.
Έτσι όλοι οι άνθρωποι αποδεικνύονται
ανόητοι παρ’ όλα όσα ξέρουν. Ντροπιάζονται οι κατασκευαστές των ειδώλων, γιατί
τα χυτά τους είδωλα είναι ψεύτικα δεν υπάρχει σ’ αυτά πνοή.
Είναι όλα τους ματαιότητα και έργο πλάνης
στον καιρό της τιμωρίας τους θα καταστραφούν.
Ο Θεός του Ισραήλ δεν είναι σαν αυτά.
Αυτός είναι ο δημιουργός των πάντων και διάλεξε το λαό του Ισραήλ για να του
ανήκει. Κύριος του σύμπαντος είναι το όνομά του.
Ο Κύριος λέει: «Βαβυλώνα, είσαι το σφυρί
μου, το όπλο του πολέμου. Μ’ εσένα σύντριψα τα έθνη και κατέστρεψα τα βασίλεια.
Μ’ εσένα σύντριψα άλογα και καβαλάρηδες,
άμαξες μαζί με τους οδηγούς τους.
Σύντριψα άντρες και γυναίκες, γέρους και
νέους, αγόρια και κορίτσια.
Μ’ εσένα σύντριψα βοσκούς με τα κοπάδια
τους, γεωργούς με το ζευγάρι τα ζώα τους, κυβερνήτες κι αξιωματούχους.
Αλλά θα δείτε», λέει ο Κύριος, «πώς θ’
ανταποδώσω στη Βαβυλώνα και στους κατοίκους της όλο το κακό που έκαναν ενάντια
στη Σιών.
»Είμαι εναντίον σου, Βαβυλώνα, βουνό
καταστροφής», λέει ο Κύριος, «που κατέστρεψες όλη τη γη. Θ’ απλώσω το χέρι μου
εναντίον σου και θα σε κατρακυλίσω από τους βράχους θα σε κάνω βουνό της
στάχτης.
Δε θα απομείνει σ’ εσένα ούτε πέτρα για
να χρησιμοποιηθεί είτε στη γωνία είτε στο θεμέλιο θα μείνεις έρημη για πάντα!»
Δώστε το σήμα της επίθεσης ενάντια στη
Βαβυλώνα! Σαλπίστε με τη σάλπιγγα ν’ ακούσουν όλα τα έθνη! Ετοιμάστε τα να
πολεμήσουν εναντίον της! Πείτε στα βασίλεια του Αραράτ, του Μίνι και του
Ασκενάζ να επιτεθούν εναντίον της. Διατάξτε αξιωματικούς να συγκεντρώσουν
στρατιώτες. Μαζέψτε άλογα πολλά σαν σμήνος από ακρίδες.
Ετοιμάστε τα έθνη να πολεμήσουν εναντίον
της, τους βασιλιάδες της Μηδίας με τους κυβερνήτες και τους αξιωματούχους της
και όλες τις χώρες που είναι κάτω από την εξουσία τους.
Η γη θα σειστεί και θα πονέσει, γιατί ο
Κύριος θα εκτελέσει τα σχέδιά του ενάντια στη Βαβυλώνα και θα την ερημώσει
κανείς πια δε θα κατοικεί σ’ αυτήν.
Οι πολεμιστές της Βαβυλώνας απόκαμαν να
πολεμάνε κι έμειναν στα οχυρώματα έχασαν τη δύναμή τους δείλιασαν σαν γυναίκες.
Τα σπίτια της πόλης κάηκαν, οι αμπάρες της συντρίφθηκαν.
Ο ένας ταχυδρόμος τρέχει πίσω από τον
άλλον, ο ένας αγγελιοφόρος ακολουθεί τον άλλο, για ν’ αναγγείλουν στο βασιλιά
της Βαβυλώνας πως η πόλη κυριεύθηκε απ’ άκρη σ’ άκρη!
«Τα περάσματα πιάστηκαν και οι καλαμιώνες
κάηκαν! Οι πολεμιστές μας πανικοβλήθηκαν!»
Ο Κύριος του σύμπαντος, ο Θεός του
Ισραήλ, λέει: «Η όμορφη Βαβυλώνα είναι σαν ένα αλώνι που το ’χουν κιόλας
ετοιμάσει για να ποδοπατήσουν το σιτάρι. Ακόμα λίγο και θα ’ρθεί γι’ αυτήν ο
καιρός του θερισμού».
Ο Ναβουχοδονόσορ, ο βασιλιάς της
Βαβυλώνας, μάς τάραξε, μας κατασπάραξε, μας άφησε σαν αδειανό δοχείο. Μας
κατάπιε σαν δράκοντας γέμισε την κοιλιά του με τα τρυφερά μας κομμάτια και το
υπόλοιπο το πέταξε.
Οι κάτοικοι της Σιών θα πουν: «Η αδικία
που έγινε σ’ εμάς, να γίνει και στη Βαβυλώνα γι’ αυτά που υποφέραμε εμείς, ας
πληρώσουν οι κάτοικοι της Βαβυλώνας».
Ο Κύριος απαντάει στην Ιερουσαλήμ: «Εγώ
θα σας υποστηρίξω και θα πάρω εκδίκηση για σας! Θα ξηράνω τα ποτάμια της
Βαβυλώνας και θα στερέψω τις πηγές της.
Η πόλη θα γίνει σωρός από λιθάρια και
κατοικία τσακαλιών θα προκαλεί κατάπληξη και φρίκη. Κανένας δε θα υπάρχει να
κατοικεί σ’ αυτήν.
»Ας βρυχιούνται όλοι μαζί οι Βαβυλώνιοι
σαν τα λιοντάρια ας σκούζουν σαν τα λιονταράκια.
Όταν θα έχουν εξαφθεί στα συμπόσιά τους
θα τους ποτίσω ώσπου να μεθύσουν και να ’ρθούν στο κέφι ύστερα για πάντα να
κοιμηθούν, να μην ξυπνήσουνε ποτέ.
Θα τους πάω για σφάξιμο καθώς τ’ αρνιά,
σαν τα κριάρια και τους τράγους».
Πώς κυριεύτηκε η Σησάχ! Πώς κατακτήθηκε η
πιο ένδοξη πόλη της γης! Πώς έγινε η Βαβυλώνα θέαμα απαίσιο για τα έθνη!
Η θάλασσα ανέβηκε πάνω απ’ τη Βαβυλώνα τη
σκέπασαν τ’ αγριεμένα κύματα.
Οι πόλεις της έχουν ολέθρια όψη άνυδρη
στέπα έγινε η γη της. Κανείς πια εκεί δεν κατοικεί ούτε κανείς μέσ’ από ’κει
διαβαίνει.
Ο Κύριος λέει: «Θα λογαριαστώ με το Βηλ,
το θεό της Βαβυλώνας, και θα τον κάνω να ξεράσει όλα όσα καταβρόχθισε. Τα έθνη
πια δε θα συνάζονται για τη λατρεία του. Ακόμα και τα τείχη της Βαβυλώνας θα
γκρεμιστούν.
»Βγείτε μέσ’ απ’ αυτήν, λαέ μου, για να
σωθείτε, γιατί ο φοβερός θυμός μου θα ξεσπάσει εναντίον της».
Μην αποθαρρύνεστε και μη φοβάστε από τις
φήμες που στη χώρα διαδίδονται. Γιατί κάθε χρονιά διαδίδεται και μια καινούργια
φήμη, πότε η μια πότε η άλλη. Στη χώρα κυριαρχεί η καταδυνάστευση, κι ο ένας
εξουσιαστής τον άλλο εξουσιαστή κοιτάζει να τον ρίξει.
Ο Κύριος λέει: «Έρχεται ο καιρός που θα
λογαριαστώ με τα είδωλα της Βαβυλώνας. Η χώρα θα καταντροπιαστεί, κι όλοι θα
σκοτωθούν οι κάτοικοί της.
Τότε όλα όσα υπάρχουν στον ουρανό και στη
γη θα φωνάξουν από χαρά, όταν θα πέσει η Βαβυλώνα στα χέρια του έθνους που θα
έρθει απ’ το βορρά για να την καταστρέψει».
Η Βαβυλώνα προκάλεσε το θάνατο πολλών ανθρώπων
σ’ όλη τη γη. Επειδή όμως προκάλεσε το θάνατο τόσων πολλών Ισραηλιτών, τώρα θα
πέσει και η ίδια.
Εσείς που γλιτώσατε το θάνατο φύγετε, μη
στέκεστε! Θυμηθείτε τον Κύριο, έστω και μακριά από την πατρίδα σας, θυμηθείτε
την Ιερουσαλήμ.
Εσείς λέτε: «Μας απογοήτευσε ο Κύριος κι
όλοι μάς κοροϊδεύουν. Η ντροπή σκέπασε το πρόσωπό μας, γιατί ξένοι μπήκαν στον
άγιο ναό του Κυρίου».
Ο Κύριος όμως απαντάει: «Έρχονται μέρες
που θα λογαριαστώ με τα είδωλα της Βαβυλώνας. Τότε σ’ όλη τη χώρα θ’ ακούγονται
τα βογγητά των πληγωμένων.
Κι αν ακόμα η Βαβυλώνα υψωθεί ως τον
ουρανό και κατασκευάσει εκεί οχυρό απόρθητο, εγώ κι εκεί ακόμη θα της στείλω
τους εξολοθρευτές της».
Ακούστε τις κραυγές που έρχονται απ’ τη
Βαβυλώνα, τον κρότο της μεγάλης καταστροφής της χώρας.
Ο Κύριος καταστρέφει τη Βαβυλώνα και
μετατρέπει τις φωνές της σε σιγή. Τα κύματα των εχθρών ξεσπούν απάνω της ο ήχος
τους ακούγεται σαν θόρυβος από πολλά νερά.
Ήρθε ο εξολοθρευτής ενάντια στη Βαβυλώνα
κι οι μαχητές της πιάστηκαν, τα τόξα τους θρυμματίστηκαν γιατί ο Κύριος είναι
Θεός που κάνει ανταπόδοση κι εξάπαντος θ’ ανταποδώσει επάξια.
«Θα μεθύσω τους άρχοντές της και τους
σοφούς της, τους κυβερνήτες της, τους αξιωματούχους της, και τους πολεμιστές
της. Θα κοιμηθούν τον ύπνο τον αιώνιο και ποτέ πια δε θα ξυπνήσουν», λέει ο
βασιλιάς που το όνομά του είναι Κύριος του σύμπαντος!
Ο Κύριος του σύμπαντος λέει: «Τα πλατιά
τείχη της Βαβυλώνας τελείως θα γκρεμιστούν και οι ψηλές της πύλες θα
πυρποληθούν». Έτσι οι λαοί μάταια κουράζονται και τα έθνη μοχθούν για τη φωτιά.
Το τέταρτο έτος της βασιλείας του, ο
βασιλιάς του Ιούδα Σεδεκίας πήγε στη Βαβυλώνα. Τον συνόδευε ο Σεραΐας, γιος του
Νηρία κι εγγονός του Μαασία, αρμόδιος για το κατάλυμα του βασιλιά. Στο μεταξύ ο
Ιερεμίας είχε γράψει σ’ ένα βιβλίο όλες αυτές τις συμφορές που πρόκειτο να
συμβούν στη Βαβυλώνα. Έδωσε λοιπόν αυτό το βιβλίο στο Σεραΐα και του είπε:
«Όταν φτάσεις στη Βαβυλώνα, φρόντισε να
διαβάσεις δυνατά στο λαό όλα όσα είναι γραμμένα εδώ.
Έπειτα να προσευχηθείς μ’ αυτά τα λόγια:
“εσύ, Κύριε, μίλησες γι’ αυτό τον τόπο και είπες ότι θα τον καταστρέψεις, έτσι
που να μην απομείνει τίποτα ζωντανό σ’ αυτόν, ούτε άνθρωπος ούτε ζώο, αλλά να
ερημωθεί για πάντα”.
Αφού τελειώσεις την ανάγνωση του βιβλίου
προς το λαό, θα δέσεις σ’ αυτό μια πέτρα και θα το ρίξεις στον ποταμό Ευφράτη,
και θα πεις: “έτσι θα βυθιστεί η
Βαβυλώνα! Θα βουλιάξει και δε θα σηκωθεί ποτέ πια, ύστερα από τα δεινά που ο
Κύριος θα φέρει πάνω της. Οι Βαβυλώνιοι θα αποδυναμωθούν”». Εδώ τελειώνουν τα
λόγια του Ιερεμία.
Ο Σεδεκίας ήταν είκοσι ενός ετών όταν
έγινε βασιλιάς, και βασίλεψε έντεκα χρόνια στην Ιερουσαλήμ. Η μητέρα του
καταγόταν από τη Λιβνά και ονομαζόταν Χαμουτάλ, κόρη του Ιερεμία.
Ο Σεδεκίας έπραξε ό,τι δυσαρεστεί τον
Κύριο, όπως ακριβώς είχε κάνει κι ο αδερφός του ο Ιωακίμ.
Με όσα έκαναν οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ
και του Ιούδα προκάλεσαν την οργή του Κυρίου τόσο, που τους έδιωξε από μπροστά
του. Ο Σεδεκίας επαναστάτησε εναντίον του Ναβουχοδονόσορ, βασιλιά της
Βαβυλώνας.
Έτσι, τη δέκατη μέρα του δέκατου μήνα του
ένατου έτους της βασιλείας του Σεδεκία, ο Ναβουχοδονόσορ ήρθε με όλο το στρατό
του στην Ιερουσαλήμ. Στρατοπέδευσε απέναντί της και κατασκεύασε πολιορκητικό
τείχος γύρω από την πόλη.
Η πολιορκία κράτησε ως το ενδέκατο έτος
της βασιλείας του Σεδεκία,
οπότε έπεσε πολύ μεγάλη πείνα στην πόλη
δεν υπήρχε καθόλου τροφή για τους κατοίκους της. Τότε, την ένατη μέρα του
τέταρτου μήνα
οι Βαβυλώνιοι έκαναν ένα άνοιγμα στο
τείχος της πόλης. Τη νύχτα ο βασιλιάς και οι πολεμιστές του Ιούδα βγήκαν από το
διάδρομο που ένωνε τα δύο τείχη, πέρασαν κοντά από το βασιλικό κήπο και πήραν
το δρόμο προς την κοιλάδα του Ιορδάνη, παρ’ όλο που οι Βαβυλώνιοι είχαν
περικυκλώσει την πόλη.
Αλλά ο βαβυλωνιακός στρατός καταδίωξε το
βασιλιά και τον πρόφτασε στις πεδιάδες της Ιεριχώ τότε όλοι οι στρατιώτες του
τον εγκατέλειψαν και διασκορπίστηκαν.
Οι Βαβυλώνιοι συνέλαβαν το Σεδεκία και
τον έφεραν στο βασιλιά της Βαβυλώνας στη Ριβλά, στη χώρα της Χαμάθ κι εκείνος
έβγαλε καταδικαστική απόφαση εναντίον του.
Έβαλε να σφάξουν τους γιους του μπροστά
στα μάτια του, καθώς και όλους τους άρχοντες του βασιλείου του Ιούδα, εκεί στη
Ριβλά.
Μετά τύφλωσε το Σεδεκία και τον έδεσε με
χάλκινες αλυσίδες τον έφερε στη Βαβυλώνα και τον έβαλε στη φυλακή μέχρι που
πέθανε.
Τη δέκατη μέρα του πέμπτου μήνα του
δέκατου ένατου έτους της βασιλείας του Ναβουχοδονόσορ, βασιλιά της Βαβυλώνας,
ήρθε στην Ιερουσαλήμ ο Νεβουζαραδάν, αρχηγός της σωματοφυλακής του.
Αυτός έβαλε φωτιά στο ναό του Κυρίου, στα
ανάκτορα και σ’ όλα τα σπίτια της Ιερουσαλήμ, ιδιαίτερα στα αρχοντικά της
πόλης.
Τα βαβυλωνιακά στρατεύματα που τον
ακολουθούσαν γκρέμισαν τα τείχη της Ιερουσαλήμ.
Και έσυρε ο Νεβουζαραδάν στην αιχμαλωσία
τους φτωχούς του λαού και το υπόλοιπο του λαού που είχε απομείνει στην πόλη,
όλους όσοι είχαν αυτομολήσει προς το βασιλιά της Βαβυλώνας.
Αλλά μερικούς από τους φτωχότερους της
χώρας τούς άφησε πίσω, για να καλλιεργούν τα αμπέλια και τα χωράφια.
Οι Βαβυλώνιοι έσπασαν τους χάλκινους
στύλους του ναού του Κυρίου, τις βάσεις και τη χάλκινη λεκάνη, και μετέφεραν το
χαλκό τους στη Βαβυλώνα.
Επίσης πήραν τους λέβητες, τα φτυάρια, τα
λυχνοψάλιδα, τις λεκάνες, τα θυμιατήρια και όλα τα χάλκινα σκεύη που χρησίμευαν
για τη λατρεία στο ναό.
Πήρε ακόμα ο αρχηγός της σωματοφυλακής
όλα τα χρυσά και τ’ ασημένια σκεύη, δηλαδή τα κύπελλα, τα πυροδοχεία, τις
λεκάνες, τους λέβητες, τις λυχνίες, τα θυμιατήρια και τις φιάλες.
Δύο στύλους, τη χάλκινη λεκάνη που
στηριζόταν σε δώδεκα χάλκινα μοσχάρια, που τα είχε κατασκευάσει ο βασιλιάς
Σολομών για το ναό του Κυρίου –ο χαλκός όλων αυτών των σκευών δεν ήταν δυνατό
να ζυγιστεί.
Το ύψος κάθε στύλου ήταν δεκαοχτώ πήχεις,
η περίμετρός του δώδεκα και το πάχος του τέσσερις δάκτυλοι μέσα ήταν κούφιοι.
Το κιονόκρανο κάθε στύλου ήταν χάλκινο.
Το ύψος κάθε κιονόκρανου ήταν πέντε πήχεις και ήταν διακοσμημένο με δικτυωτό
και ρόδια ολόγυρα, όλα από χαλκό.
Όλα τα ρόδια που ήταν στο δικτυωτό ήταν
εκατό, ενενήντα έξι από τα οποία μπορούσε κανείς να τα δει από κάτω.
Ο αρχηγός της σωματοφυλακής συνέλαβε τον
αρχιερέα Σεραΐα, τον δεύτερο ιερέα Σοφονία και τους τρεις φρουρούς της πύλης
του ναού.
Επίσης συνέλαβε έναν αξιωματούχο, που
ήταν επικεφαλής των πολεμιστών, εφτά από τους συμβούλους του βασιλιά, το
γραμματέα του αρχηγού του στρατού, υπεύθυνο για τη στρατολόγηση των κατοίκων
της χώρας, καθώς και εξήντα επιφανείς άντρες απ’ το λαό όλοι αυτοί βρίσκονταν
στην πόλη.
Αυτούς τους πήρε ο Νεβουζαραδάν και τους
έφερε στο βασιλιά της Βαβυλώνας, στη Ριβλά.
Εκείνος έδωσε διαταγή και τους σκότωσαν
εκεί στη Ριβλά, στη χώρα της Χαμάθ. Έτσι, ο λαός του Ιούδα οδηγήθηκε στην
αιχμαλωσία, μακριά από τη χώρα του.
Αυτοί είναι οι αριθμοί των αιχμαλώτων: Το
έβδομο έτος της βασιλείας του ο Ναβουχοδονόσορ πήρε μαζί του τρεις χιλιάδες
είκοσι τρεις Ιουδαίους.
Το δέκατο όγδοο έτος της βασιλείας του
πήρε στην αιχμαλωσία οχτακόσια τριάντα δύο άτομα από την Ιερουσαλήμ.
Και το εικοστό τρίτο έτος, ο αρχηγός της
σωματοφυλακής Νεβουζαραδάν, πήρε στην αιχμαλωσία εφτακόσια σαράντα πέντε άτομα
σύνολο τέσσερις χιλιάδες εξακόσια άτομα.
Τριάντα εφτά χρόνια από την αιχμαλωσία
του βασιλιά Ιωαχίν, βασιλιάς της Βαβυλώνας έγινε ο Ευΐλ-Μερωδάχ. Και τον ίδιο
χρόνο, την εικοστή πέμπτη μέρα του δωδέκατου μήνα, έδωσε αμνηστία στον Ιωαχίν
και τον έβγαλε από τη φυλακή.
Του φέρθηκε με ευμένεια και τον τίμησε
περισσότερο από τους άλλους βασιλιάδες, που ήταν μαζί του αιχμάλωτοι στη
Βαβυλώνα.
Έτσι, του επιτράπηκε να βγάλει τα ρούχα
της φυλακής και να συντρώγει με το βασιλιά το υπόλοιπο της ζωής του.
Επίσης, όσο ζούσε, του παρέχονταν κάθε
μέρα από το βασιλιά της Βαβυλώνας όλα τα απαραίτητα για τη συντήρησή του.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ
Συνεχίζεται με το πρώτο Μέρος
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ
http://www.paterikiorthodoxia.com/
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.