Πέμπτη 12 Μαΐου 2016
ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΙΕΡΕΜΙΑΣ
Πέμπτη, Μαΐου 12, 2016
Αναρτήθηκε από
Nik Vythoulkas
Ετικέτες ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΠΡΩΤΟΤΥΠΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
Ετικέτες ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΠΡΩΤΟΤΥΠΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΙΕΡΕΜΙΑΣ
Κεφάλαια 1 έως 28
Ο προφήτης Ιερεμίας, στη δράση του οποίου
αναφέρεται και τους λόγους του οποίου περιέχει το φερώνυμο βιβλίο, έδρασε στο
βασίλειο του Ιούδα, κατά τα τέλη του 7ου και τις αρχές του 6ου π.Χ. αιώνα.
Καταγόταν από ιερατική οικογένεια και κλήθηκε στο προφητικό αξίωμα το 627 π.Χ.
σε νεαρή ηλικία. Η εποχή της δράσης του συμπίπτει με την κατάρρευση της
ηγεμονίας των Ασσυριών και την ανάδειξη των Βαβυλωνίων σε κυρίαρχη δύναμη της
Μεσοποταμίας αρχικά και της ευρύτερης περιοχής της Συρίας και της Παλαιστίνης
στη συνέχεια. Η εξασθένιση του ασσυριακού ελέγχου οτην Παλαιστίνη έδωσε στο
βασιλιά Ιωσία τη δυνατότητα να επεκτείνει τα όρια του κράτους του και να
προχωρήσει σε θρησκευτική μεταρρύθμιση για την αποκάθαρση της ιουδαϊκής
λατρείας από τα ειδωλολατρικά στοιχεία. Η ήπα και ο θάνατος του Ιωσία στη
Μεγιδδώ (609 π.Χ.) από τους Αιγυπτίους και η ήπα στη συνέχεια των Αιγυπτίων στη
Χαρκεμίς (605 π.Χ.) από τους Βαβυλωνίους είχαν ως συνέπεια να περιέλθει το
βασίλειο του Ιούδα υπό βαβυλωνιακό έλεγχο. Οι προσπάθειες του βασιλιά Ιωακίμ
για ανεξαρτησία όχι μόνο δεν απέδωσαν, αλλά και έφεραν στη χώρα την καταστροφή.
Οι Βαβυλώνιοι κατέλαβαν την Ιερουσαλήμ και οδήγησαν το διάδοχό του Ιεχο-νία και
μέρος του πληθυσμού στην αιχμαλωσία (597 π.Χ.). Ο νέος βασιλιάς Σεδεκίας
ακολούθησε ανάλογη με τους προκατόχους του πολιτική με αποτέλεσμα να
προκαλέ-οει νέα εκστρατεία των Βαβυλωνίων και ολοκληρωτική καταστροφή του
βασιλείου του Ιούδα και της Ιερουσαλήμ και νέα αιχμαλωσία του λαού (587/6
π.Χ.). Ο Ιερεμίας παρέμεινε στη χώρα μέχρι τη δολοφονία του διοικητή Γεδαλία
τον οποίο είχαν τοποθετήσει εκεί οι Βαβυλώνιοι και στη συνέχεια κατέφυγε στην
Αίγυπτο.
Στην ελληνική μετάφραση των Εβδομήκοντα (Ο)
το έργο κατατάσσεται μετά το βιβλίο του προφήτη Ησαΐα, στην ομάδα “Προφητικά
Βιβλία" της Παλαιάς Διαθήκης. Στην ίδια θέση κατατάσσεται και στην Εβραϊκή
Βίβλο· στην υποομάδα “Μεταγενέστεροι Προφήτες” της ομάδας “Προφήτες”. Ανάμεσα
στο κείμενο των Ο’ και το εβραϊκό υπάρχουν σημαντικές διαφορές τόσο στην έκταση
(το κείμενο των Ο' είναι κατά 12% περίπου συντομότερο από το εβραϊκό) όσο και
στην κατάταξη των ενοτήτων. Έτσι, οι ενότητες 25,13-44,30 αριθμούνται από τους
Ο ως 32,13-51,30, το 45,1-5 ως 51,31-35, το κεφ. 46 ως 26, το 47 ως 29, το 48
ως 31, οι ενότητες 49,1-6.7-22.23-27.28-33 ως 30,17-22.1-16.29-33.23-28
αντίστοιχα, και τα κεφ. 50-51 ως 27-28. Αλλά και οτο εβραϊκό κείμενο επικρατεί
αταξία στην κατάταξη του υλικού: Το πρώτο μέρος του έργου συνιστούν οι απειλές
κατά του Ιούδα και της Ιερουσαλήμ (1,1-25,14). Ακολουθούν οι προφητείες κατά
των γειτονικών με τον Ισραήλ λαών (25,15-38), που διακόπτονταιόμως και
συνεχίζονται στο τέλος του βιβλίου (κεφ. 46-51). Ενδιάμεσα παρεμβάλλονται
βιογραφικά στοιχεία για τον προφήτη (κεφ. 26-35) και τα δεινά που αυτός υπέοτη
(κεφ. 36-44), που επίσης διακόπτονται από ένα παρηγορητικό κείμενο σε ποιητικό
λόγο (κεφ. 30-31).
Τα δραματικά γεγονότα της εποχής του
προφήτη και η ρευστή πολιτική κατάσταση είχαν ως συνέπεια να γίνει ο προφήτης
αντιπαθής στους συγχρόνους του, καθώς ήταν υποχρεωμένος να στρέφεται κατά
πάντων: κατά των βασιλιάδων για την αλόγιστη πολιτική τους, κατά των ιερέων για
την τυπολατρία, την κερδοσκοπία και το συγκρητισμό τους, κατά των ψευδοπροφητών
για τις απατηλές ελπίδες που καλλιεργούσαν στο λαό, κατά των πλουσίων για την
καταδυνάστευση των φτωχών και κατά του λαού για την ηθική κατάπτωση και
ειδωλολατρία του. Η ζωή του κατέστη ένα διαρκές μαρτύριο με συλλήψεις,
επιβουλές κατά της ζωής του, φυλακίσεις, απαγορεύσεις επισκέψεων στο ναό,
κάψιμο των έργων του. Όλα αυτά γέμισαν με θλίψη τον προφήτη, επηρέασαν βαθύτατα
την ψυχολογία του και έκαναν το λόγο του να είναι ουνυφασμένος με το θρήνο,
ταυτόχρονα όμως ανέδειξαν τον ίδιο σε μια από τις πνευματικότερες
προσωπικότητες της Παλαιός Διαθήκης, ώστε να μην είναι τυχαίο το ότι μερικοί σύγχρονοι
του Χριστού θεωρούσαν τον Ιησού σαν έναν άλλον Ιερεμία (Μτ 16,14). Με απειλές,
προτροπές και παρακλήσεις προσπαθεί ο προφήτης να πείσει το λαό να επιστρέφει
στο Θεό εναντίον του οποίου έχει με τις πράξεις του επαναστατήσει. Μη βλέποντας
όμως σημάδια γής, εξαγγέλλει την κρίση του Θεού, η οποία θα εκδηλωθεί με
καταστροφή, για την οποία υπεύθυνος δεν θα είναι ο Θεός αλλά ο λαός με τη
συμπεριφορά του. Όργανα της παιδαγωγικής κρίσεως του Θεού θα είναι τα έθνη, που
και αυτά με τη σειρά τους θα τιμωρηθούν, γιατί παρεξήγησαν το ρόλο που τους
ανέθεσε ο Θεός και έδειξαν αυτοπεποίθηση και εκδικητικότητα απέναντι στο λαό
του Ιούδα. Παρ’ όλα αυτά ο προφήτης βλέπει και πέρα από την καταστροφή.
Οραματίζεται την αποκατάσταση του λαού και εξαγγέλλει τη σύναψη μιας νέας
διαθήκης, που θα καθορίζει πλέον τη σχέση του Θεού, όχι με το λαό ως σύνολο
αλλά με τον καθένα ξεχωριστά και που θα είναι γραμμένη όχι σε πλάκες αλλά στην
καρδιά του καθένα (31,31-34). Τη σύναψη της νέος αυτής διαθήκης θα επιβεβαιώσει
ό ίδιος ο Χριστός κατά το μυστικό δείπνο (Λκ 22,20).
Διάγραμμα
του περιεχομένου
1.
Επιγραφή:
1,1-3
2. Λόγοι κατά
του βασιλείου του Ιούδα και της Ιερουσαλήμ:
1,4-25,14
1,4-6,30: Κατά
την εποχή του Ιωσία
7,1 -20,18:
Κατά την εποχή του Ιωακίμ
21,1-25,14:
Μετά την εποχή του Ιωακίμ
3. Λόγοι κατά
των λαών:
25,15-38
4. Εξαγγελίες
σωτηρίας: 26,1-35,19
5. Τα δεινά του
Ιερεμία:
36,1-45,5
6. Λόγοι κατά
των λαών:
46,1-51,64
Περιεχόμενα
Λόγοι του Ιερεμία, γιου του Χελκία. Ο
Ιερεμίας ανήκε σε μια ιερατική οικογένεια της Αναθώθ, περιοχής της φυλής
Βενιαμίν.
Σ’ αυτόν μίλησε ο Κύριος για πρώτη φορά
το δέκατο τρίτο έτος της βασιλείας του Ιωσία, γιου του Αμών, ο οποίος ήταν
βασιλιάς του Ιούδα.
Και συνέχισε να του μιλάει όλο τον καιρό
που βασιλιάς του Ιούδα ήταν ο Ιωακίμ, γιος του Ιωσία, κι ως τότε που ο
Σεδεκίας, άλλος γιος του Ιωσία, συμπλήρωσε έντεκα χρόνια βασιλιάς του Ιούδα
–συγκεκριμένα ως τον πέμπτο μήνα εκείνου του έτους, οπότε οι κάτοικοι της
Ιερουσαλήμ οδηγήθηκαν στην αιχμαλωσία.
Ο Κύριος μου είπε:
«Πριν ακόμη σε πλάσω μες στην κοιλιά της
μάνας σου, σε διάλεξα, και πριν ακόμα γεννηθείς σε είχα ξεχωρίσει, για να είσαι
προφήτης στα έθνη».
Τότε εγώ απάντησα: «Μα Κύριε, Θεέ, εγώ
δεν ξέρω να κηρύττω το λόγο είμαι ακόμη πολύ νέος».
Ο Κύριος μου αποκρίθηκε: «Μη λες πως
είσαι ακόμη πολύ νέος γιατί σε όλους όσους σε στέλνω θα πας, και όλα όσα σε
διατάζω θα τα πεις.
Μη φοβάσαι κανέναν, γιατί εγώ είμαι μαζί
σου για να σε προστατεύω. Εγώ το λέω, ο Κύριος».
Τότε ο Κύριος άπλωσε το χέρι του και
άγγιξε τα χείλη μου. Και μου είπε: «Έτσι βάζω τα λόγια μου στο στόμα σου.
Πρόσεξε από σήμερα θα έχεις την εξουσία
στα έθνη και στα βασίλεια να ξεριζώνεις και να γκρεμίζεις, να καταστρέφεις και
να ερημώνεις, να χτίζεις και να φυτεύεις».
"Έπειτα ο Κύριος με ρώτησε: «Τι
βλέπεις, Ιερεμία;» «Ένα κλαδί μυγδαλιάς», απάντησα."
«Καλά είδες», μου λέει, «κι εγώ επαγρυπνώ
για να πραγματοποιήσω τα λόγια μου».
"Ο Κύριος με ξαναρώτησε: «Τι
βλέπεις;» Κι απάντησα: «Βλέπω ένα καζάνι που βράζει, με το στόμιο στραμμένο σ’
εμένα από το βορρά»."
«Από το βορρά», μού λέει, «θα ξεχυθεί η
δυστυχία πάνω στους κατοίκους αυτής της χώρας».
Και συνέχισε ο Κύριος: «Θα καλέσω να
έρθουν όλα τα έθνη απ’ το βορρά οι βασιλιάδες τους θα στήσουν τους θρόνους τους
γύρω από τα τείχη της Ιερουσαλήμ και απέναντι από τις πύλες της θα
περικυκλώσουν όλες τις πόλεις του βασιλείου του Ιούδα.
Τότε θα τους κρίνω για όλες τις κακίες
τους, επειδή με εγκατέλειψαν και θυσίασαν σε άλλους θεούς και προσκύνησαν τα
έργα που κατασκεύασαν με τα χέρια τους.
»Εσύ, όμως Ιερεμία, ετοιμάσου, και σήκω
να τους πεις όλα όσα σε διατάζω. Μη τους φοβηθείς, για να μη σε κάνω στ’
αλήθεια να δειλιάσεις μπροστά τους.
Εγώ σήμερα σε κάνω δυνατό σαν πόλη
οχυρωμένη, σαν σιδερένιο στύλο και σαν τείχος χάλκινο, ν’ αντισταθείς απέναντι
σ’ όλη αυτή τη χώρα, στους βασιλιάδες του Ιούδα, στους άρχοντες, στους ιερείς
και στο λαό της.
Θα σε πολεμήσουν, αλλά δε θα σε νικήσουν,
γιατί εγώ θα είμαι μαζί σου για να σε προστατεύω. Εγώ το λέω, ο Κύριος».
Ο Κύριος με πρόσταξε και μου είπε:
«Πήγαινε αυτό το μήνυμα στην Ιερουσαλήμ:
“ακούστε τι λέει ο Κύριος: Θυμάμαι πόσο πιστή μού ήσουν στα νιάτα σου, και πόσο
μ’ αγαπούσες όταν ήμασταν νιόπαντροι. Με είχες ακολουθήσει στην έρημο, σε γη
που τίποτα δε φυτρώνει.
Τότε ανήκες μονάχα σ’ εμένα, όπως οι
πρώτοι καρποί της σοδειάς. Όποιος τολμούσε να σ’ αγγίξει θα ήταν ένοχος και θα
τον τιμωρούσα, λέει ο Κύριος”».
Το λόγο του Κυρίου ακούστε, απόγονοι του
Ιακώβ, όλες οι φυλές του Ισραήλ!
"Ο Κύριος λέει: «Σε τι έβλαψα τους
προγόνους σας κι απομακρύνθηκαν από μένα; Στράφηκαν στα είδωλα και γι’ αυτό
καταστράφηκαν."
Δεν ενδιαφερθήκατε για μένα, αν και σας
έβγαλα απ’ την Αίγυπτο και σας οδήγησα μέσα από την έρημο, μέσ’ από γη με
στέπες και χαράδρες, μέσ’ από γη ξερή και σκοτεινή, απάτητη και ακατοίκητη.
Σας έφερα σε καρποφόρα χώρα για να
χαίρεστε τους καρπούς και τα καλύτερα αγαθά της, αλλά εσείς ήρθατε και μολύνατε
τη χώρα μου, κάνατε μισητή τη χώρα που μου ανήκει.
Οι ιερείς σας δεν ενδιαφέρθηκαν για μένα
αυτοί οι ιερείς, που εξηγούν το νόμο μου, δε με γνώρισαν. Οι άρχοντες
επαναστάτησαν εναντίον μου και οι προφήτες προφήτεψαν επικαλούμενοι το Βάαλ και
λάτρεψαν τ’ άχρηστα είδωλα.
Γι’ αυτό εγώ, ο Κύριος, θα κατηγορήσω
εσάς, μαζί ακόμη και τα παιδιά σας και τα εγγόνια σας.
»Μακριά πηγαίνετε, στις χώρες της δύσης
και στην Κηδάρ στα ανατολικά στείλτε να δείτε παρατηρήστε και θα διαπιστώσετε
πως δεν ξανάγινε πράγμα σαν κι αυτό:
Ποτέ ένα έθνος τους θεούς του δεν τους
άλλαξε, έστω κι αν δεν ήταν πραγματικοί θεοί. Κι όμως ο λαός μου εμένα, το
δυνατό του Θεό, με αντικατέστησε με είδωλα ανίσχυρα.
Θαυμάστε ουρανοί γι’ αυτό, φρίξτε, βαθιά
συγκλονιστείτε», λέει ο Κύριος.
«Διπλή αμαρτία έκανε ο λαός μου: Εμένα
εγκατέλειψαν, πηγή τρεχούμενου νερού, και σκάψαν να ’χουνε δεξαμενές ρωγμές
γεμάτες, που δεν μπορούν να συγκρατήσουν το νερό».
"«Μήπως είναι δούλος ο Ισραήλ ή
μήπως είναι δούλος οικογενής; Πώς κατάφερε να γίνει λάφυρο των εχθρών
του;"
Βρυχήθηκαν σαν τα λιοντάρια εναντίον του
οι εχθροί, ξέσπασαν σε κραυγές, ερήμωσαν τη χώρα του κάηκαν εντελώς οι πόλεις
του, δεν έχουν πια κατοίκους.
Τώρα οι Αιγύπτιοι της Μέμφιδας και της
Δάφνης θα έρθουν και θα του ξυρίσουν το κεφάλι.
"Δεν φταις για όλα αυτά εσύ, που
εγκατέλειψες τον Κύριο, τον Θεό σου, όταν σε οδηγούσε στην πορεία σου;"
"Και τώρα, τι προσδοκάς πηγαίνοντας
στην Αίγυπτο να πιεις νερό από το Νείλο; Και τι προσδοκάς πηγαίνοντας στην
Ασσυρία να πιεις νερό απ’ τον Ευφράτη;"
Η ίδια σου η ασέβεια θα σε τιμωρήσει κι η
απομάκρυνσή σου από μένα θα σε καταδικάσει. Θα μάθεις και θα δεις πόσο κακό
είναι και πικρό τον Κύριο να εγκαταλείπεις, το Θεό σου, και πια να μην τον
σέβεσαι. Εγώ ο Κύριος του σύμπαντος το λέω».
«Ήθελες από πάντα να συντρίψεις το ζυγό
σου, να σπάσεις τις αλυσίδες σου. “Δε θέλω να υπηρετήσω” έλεγες. Πάνω σε κάθε
ψηλό λόφο και κάτω από κάθε σκιερό δέντρο ξάπλωνες και πόρνευες.
Ενώ εγώ σε είχα φυτέψει σαν κλήμα
εκλεκτό, από το σπόρο τον καλύτερο, εσύ έγινες αγριόκλημα, που πια δεν το
αναγνωρίζω.
Όσο και αν πλένεσαι με νίτρο και
χρησιμοποιείς ποτάσα άφθονη, η ανομία σου από μπροστά μου δεν θα εξαλειφθεί»,
λέει ο Κύριος ο Θεός.
"«Και πώς μπορείς να λες: “εγώ δεν
μολύνθηκα και δε λάτρεψα διόλου τους Βααλίμ”; Κοίτα τα ίχνη σου στην κοιλάδα
και αναγνώρισε το τι έχεις κάνει. Μοιάζεις με νεαρή καμήλα σε οργασμό, που
τρέχει άσκοπα εδώ κι εκεί."
Μοιάζεις με άγριο θηλυκό γαϊδούρι, που
μαθημένο είναι να ζει στην έρημο, λαχανιασμένο από τον οργασμό ποιος μπορεί να
το σταματήσει! Τ’ αρσενικά που το αναζητούν, το βρίσκουν εύκολα μπροστά τους,
όταν είναι στον καιρό του.
"Προσέξτε Ισραηλίτες, μήπως και
λιώσουν τα ποδήματα στα πόδια σας και το λαρύγγι σας από το τρέξιμο ξεραθεί.
Αλλά εσείς λέτε: “τι μας νοιάζει; Εμείς αγαπάμε τους ξένους θεούς και τους
ακολουθούμε”»."
«Όπως ο κλέφτης νιώθει ντροπή όταν τον
πιάνουν, έτσι θα ντρέπεστε κι εσείς, Ισραηλίτες, οι βασιλιάδες σας κι οι
άρχοντές σας, οι ιερείς σας κι οι προφήτες σας.
Λέτε στο ξύλο “εσύ είσαι πατέρας μας”,
στην πέτρα “εσύ μας γέννησες”. Μου στρέψατε τα νώτα σας αντί για το πρόσωπό
σας. Μα όταν σας βρούνε συμφορές, μού φωνάζετε “σήκω και σώσε μας!”
"Πού είναι όμως οι θεοί σας, που
κατασκευάσατε; Ας σηκωθούν, λοιπόν, να σας σώσουν, αν μπορούν, όταν σας βρούνε
συμφορές. Γιατί οι θεοί σας είναι τόσοι πολλοί, όσες και οι πόλεις σας, λαέ του
Ιούδα."
"Γιατί κατηγορείτε εμένα, αφού όλοι
σας επαναστατείτε εναντίον μου;» λέει ο Κύριος."
«Μάταια σας τιμώρησα δε διορθωθήκατε.
Καθώς αχόρταγο λιοντάρι, το ξίφος σας έφαγε τους προφήτες μου».
"«Εσείς, όμως, η σύγχρονη γενιά,
ακούστε το λόγο του Κυρίου: Μήπως έγινα τόσο τρομερός για τους Ισραηλίτες, όπως
η έρημος ή το βαθύ σκοτάδι; Λέτε, λαέ μου, “δε θέλουμε να έχουμε καμιά σχέση
μαζί σου δε θα ξαναγυρίσουμε σ’ εσένα”."
"Μπορεί η κοπέλα να ξεχάσει τα
στολίδια της ή μια νύφη το νυφικό της; Και όμως ο λαός μου με έχει ξεχασμένον
εδώ κι αμέτρητους καιρούς»."
«Πόσο καλά ξέρεις να τρέχεις πίσω από
τους εραστές σου! Συνήθισες πια να διαπράττεις εγκλήματα.
Στα ρούχα σου υπάρχει αίμα αθώων φτωχών
ανθρώπων, που δεν πιάστηκαν δα και να παραβιάζουν σπίτια! Μα η κατάρα για όλα
αυτά τα έργα, πάνω σας θα ξεσπάσει.
Εσύ όμως λες: “είμαι αθώος. Ο Κύριος δεν
είναι πια μαζί μου θυμωμένος”. Αλλά εγώ ο Κύριος θα σε κρίνω, γιατί ισχυρίζεσαι
ότι δεν έχεις αμαρτήσει».
"«Γιατί τόσο εύκολα αλλάζεις
πολιτική; Θα ντροπιαστείτε από την Αίγυπτο, όπως ντροπιαστήκατε από την
Ασσυρία."
Θα φύγεις κι από ’κει καλύπτοντας το
πρόσωπό σου με τα χέρια σου από ντροπή, γιατί εγώ, ο Κύριος έχω απορρίψει
εκείνους που εσύ εμπιστεύεσαι. Τίποτα δεν θα πετύχεις μ’ αυτούς».
"Ο Κύριος λέει: «Αν κάποιος διώξει
τη γυναίκα του, κι αυτή πάει και γίνει γυναίκα άλλου, μπορεί ο πρώτος να την
ξαναπαντρευτεί; Όχι. Δεν είν’ αυτή η χώρα εντελώς μολυσμένη; Εσύ, Ισραήλ,
πόρνεψες μ’ εραστές πολλούς και τώρα θέλεις να γυρίσεις σ’ εμένα;"
"Σήκω τα μάτια σου στους λόφους και
δες πού δεν επόρνεψες; Σε ποιους δρόμους δεν κάθισες προσμένοντας τους εραστές
σου, καθώς ο Άραβας στην έρημο, που καρτεράει το θύμα του; Με τις πορνείες σου
και τις κακίες σου μόλυνες τη γη."
Γι’ αυτό δεν έπεσαν βροχές φθινόπωρο ούτε
άνοιξη. Μοιάζεις πόρνη ξεδιάντροπη και τα λάθη σου δεν τ’ αναγνωρίζεις.
Και τώρα μου λες: “πατέρα μου, που μ’
αγαπάς από παιδί,
"δε θα ’σαι αιώνια μαζί μου
οργισμένος, δεν είν’ έτσι;” Αυτά είπες, Ισραήλ, αλλά δεν παύεις πεισματικά να
κάνεις όσα κακά μπορείς»."
"Την εποχή της βασιλείας του Ιωσία ο
Κύριος μου είπε: «Είδες τι έπραξε αυτή η άπιστη γυναίκα, ο Ισραήλ; Πήγε πάνω σε
κάθε ψηλό βουνό και κάτω από κάθε σκιερό δέντρο και πόρνεψε εκεί."
Κι αναλογίστηκα: Αφού χορτάσει μ’ όλα
αυτά, θα γυρίσει σ’ εμένα αλλά δε γύρισε. Και τα είδε αυτά ο Ιούδας, η άπιστη
αδερφή του Ισραήλ.
Ακόμα είδα και τούτο: ότι ενώ εγώ έδιωξα
τον Ισραήλ, την άπιστη γυναίκα, για όλες τις μοιχείες που είχε διαπράξει και
της έδωσα το έγγραφο του διαζυγίου, ωστόσο η άλλη άπιστη γυναίκα, ο Ιούδας, δε
φοβήθηκε αλλά πήγε και πόρνεψε κι εκείνη.
Με την αδιάντροπη πορνεία του μόλυνε τη
χώρα και μοίχευε λατρεύοντας λιθάρια και ξύλα.
Και μ’ όλα αυτά ο Ιούδας, η άπιστη αδερφή
του Ισραήλ, δεν επέστρεψε σ’ εμένα μ’ όλη του την καρδιά, αλλά προσποιητά. Εγώ
το λέω, ο Κύριος».
Ο Κύριος μου είπε: «Μολονότι ο Ισραήλ
είχε απομακρυνθεί από μένα, αποδείχτηκε δικαιότερος από τον άπιστο Ιούδα.
Πήγαινε, λοιπόν, φώναξε κατά το βορρά και
πες: “ο Κύριος λέει: Γύρνα πίσω, άπιστη γυναίκα, Ισραήλ δε θέλω να ξεσπάσει
πάνω σου η οργή μου, γιατί εγώ είμαι πολυεύσπλαχνος. Δε θα είμαι για πάντα
οργισμένος.
Μονάχα παραδέξου την ανομία σου, ότι
απίστησες σ’ εμένα, τον Κύριο, το Θεό σου στους ξένους παραδόθηκες θεούς κάτω
από κάθε σκιερό δέντρο, και δεν υπάκουσες στις εντολές μου”».
«Γυρίστε πίσω», λέει ο Κύριος,
«παραστρατημένα παιδιά, γιατί σ’ εμένα ανήκετε. Θα πάρω έναν δυο από κάθε πόλη
και φυλή και θα τους φέρω στη Σιών.
Θα σας δώσω ποιμένες όπως τους θέλω εγώ,
και θα σας φροντίζουν με σύνεση και κατανόηση.
»Τότε», συνέχισε ο Κύριος, «όταν θα ’χετε
γίνει πολυάριθμοι και θα ’χετε αυξηθεί στη χώρα αυτή, κανείς δε θα μιλάει πια
για την κιβωτό της διαθήκης του Κυρίου ούτε κανείς θα τη σκέφτεται ούτε θα τη
θυμάται ούτε θα τη χρειάζεται ούτε και θα την ξαναφτιάξει κανείς.
Εκείνον τον καιρό θα αποκαλούν την
Ιερουσαλήμ “Θρόνο του Κυρίου” και θα συγκεντρώνονται σ’ αυτήν όλα τα έθνη στ’
όνομα του Κυρίου δε θ’ ακολουθούν τις διαθέσεις της πονηρής καρδιάς τους.
Τότε θα ενωθεί ο Ιούδας με τον Ισραήλ,
και θα ’ρθουνε μαζί από τη χώρα του βορρά στη χώρα που έδωσα στους πατέρες σας
να την έχουν στην κατοχή τους».
Ο Κύριος λέει: «Είχα αποφασίσει να σε
δεχτώ σαν γιο μου, και να σου δώσω μια ονειρεμένη χώρα ιδιοκτησία σου, ένδοξη
ανάμεσα στα έθνη. Κι αναλογιζόμουν ότι θα με αποκαλούσες “πατέρα” κι από μένα
δεν θ’ απομακρυνόσουν.
Αλλά όπως μια γυναίκα απιστεί στον άντρα
της, έτσι απίστησες σ’ εμένα, Ισραήλ».
Φωνή ακούστηκε από τους λόφους, θρήνος
και παρακλήσεις των Ισραηλιτών, επειδή πήραν το στραβό δρόμο, λησμόνησαν τον
Κύριο, το Θεό τους.
Αλλά ο Κύριος λέει: «Επιστρέψτε
παραστρατημένα παιδιά θα αποκαταστήσω το παραστράτημά σας». «Ναι, Κύριε,
ερχόμαστε σ’ εσένα, γιατί εσύ είσαι ο Θεός μας.
Στ’ αλήθεια, η θορυβώδης πολυπραγμοσύνη
πάνω στα βουνά και στους λόφους δε μας βοηθάει η βοήθειά μας, Κύριε, Θεέ μας,
μόνο από σένα προέρχεται.
Από παλιά ο Βάαλ κατέφαγε καθετί που οι
πρόγονοί μας είχαν αποκτήσει: τα πρόβατά μας, τα βόδια μας, τους γιους μας και
τις κόρες μας.
Ζούμε μέσα στη ντροπή, βυθισμένοι στην
ατιμία μας. Έτσι μας αξίζει, γιατί αμαρτήσαμε στον Κύριο, το Θεό μας, εμείς και
οι πρόγονοί μας, από παλιά μέχρι σήμερα δεν υπακούσαμε στις εντολές του».
«Αν θέλεις να επιστρέψεις, Ισραήλ,
μπορείς να επιστρέψεις σ’ εμένα», λέει ο Κύριος. «Αν πετάξεις τα βδελυρά σου
είδωλα να μην τα βλέπω, δε θα μείνεις άλλο χωρίς πατρίδα.
Κι αν ορκιστείς επικαλούμενος το όνομα
του αληθινού Θεού και είσαι ειλικρινής, τίμιος και δίκαιος, τότε οι κάτοικοι
των εθνών θα ευλογούν ο ένας τον άλλον χρησιμοποιώντας το όνομά μου και θα
είναι υπερήφανοι που με γνωρίζουν».
Ο Κύριος λέει στους κατοίκους του Ιούδα
και της Ιερουσαλήμ: «Οργώστε καλά τα χωράφια σας αντί να σπέρνετε ανάμεσα στ’
αγκάθια.
Κάμετε περιτομή που να ευχαριστεί εμένα
τον Κύριο περιτμηθείτε στις καρδιές σας, άντρες του Ιούδα και κάτοικοι της
Ιερουσαλήμ. Αλλιώς θα ξεσπάσει ο θυμός μου φλογερός σαν τη φωτιά, που κανείς δε
θα μπορεί πια να τη σβήσει τόσες πολλές θα είναι οι κακές σας πράξεις».
Αναγγείλατε και κηρύξτε στους κατοίκους
του Ιούδα και της Ιερουσαλήμ. Σαλπίστε με τη σάλπιγγα σ’ όλη τη χώρα, φωνάξτε
δυνατά, και πείτε τους: «Συναχθείτε γρήγορα να μπούμε στις οχυρωμένες πόλεις!
Βάλτε στους δρόμους οδοδείκτες προς τη
Σιών, τρέξτε να γλιτώσετε! Μη στέκεστε! Γιατί κακό θα φέρω απ’ το βορρά, καταστροφή
μεγάλη».
Σαν το λιοντάρι που βγαίνει από το δάσος
του, ξεκίνησε ο καταστροφέας των εθνών και βγήκε από τον τόπο του, τη χώρα σας
για να ερημώσει οι πόλεις σας θα καταστραφούν και κανείς κάτοικος δε θ’
απομείνει.
Γι’ αυτό, φορέστε πένθιμα, θρηνήστε και
μοιρολογήστε: «δεν έπαψε ακόμη ο Κύριος να είναι φοβερά θυμωμένος μαζί μας».
«Τη μέρα εκείνη», λέει ο Κύριος, «ο
βασιλιάς κι οι άρχοντες θα χάσουν το θάρρος τους. Οι ιερείς θα ταραχθούν και οι
προφήτες θα εκπλαγούν.
Τότε θα παραπονιούνται: “αχ, Κύριε Θεέ,
εξαπάτησες τελείως το λαό αυτό και τους κατοίκους της Ιερουσαλήμ γιατί ενώ
είπες πως θα ’χουμε ειρήνη, μάς έχουν βάλει το μαχαίρι στο λαιμό”.
Τότε θα πω κι εγώ στο λαό αυτό και στους
κατοίκους της Ιερουσαλήμ, ότι θα φυσήξει εναντίον τους ένας ζεστός άνεμος από
τους λόφους της ερήμου. Δε θα ’ναι ο αέρας που λυχνίζουν και καθαρίζουν το
στάρι
θα είναι αέρας πιο δυνατός απ’ αυτόν και
θα ’ρθει με διαταγή μου. Γιατί τώρα εγώ ο Κύριος θα ανακοινώσω τη δικαστική
απόφαση εναντίον τους».
Έρχονται σύννεφο οι εχθροί κι είναι τ’
αμάξια τους ανεμοστρόβιλος απ’ τους αετούς γοργότερα είναι τ’ άλογά τους.
Αλίμονό μας! Είμαστε χαμένοι.
"Ξέπλυνε τις κακίες της καρδιάς σου,
Ιερουσαλήμ, για να σωθείς ως πότε θα παραμένουν μέσα σου οι σκέψεις σου οι
κακές;"
Ακούστε λοιπόν: Οι αγγελιοφόροι φέρνουνε
άσχημα νέα απ’ την περιοχή της Δαν κι απ’ τα βουνά του Εφραΐμ.
Προειδοποιήστε τα έθνη, ανακοινώστε το
και στην Ιερουσαλήμ ότι έρχονται εχθροί από μακρινή χώρα με πολεμικές ιαχές
ενάντια στις πόλεις του βασιλείου του Ιούδα.
Σαν φύλακες του αγρού την περικύκλωσαν,
«γιατί επαναστάτησε εναντίον μου», λέει ο Κύριος.
Όλα αυτά σού τα προξένησαν η συμπεριφορά
σου και τα έργα σου, λαέ του Ιούδα. Αυτή η κακία σας σας έφερε πίκρα που έφτασε
μέχρι την καρδιά σας.
Τα σωθικά μου! Πονούν τα σωθικά μου!
Σφαδάζω από τον πόνο! Η καρδιά μου πάει να σπάσει δεν μπορώ να σωπάσω, γιατί
άκουσα τον ήχο της σάλπιγγας, την πολεμική ιαχή.
Απανωτές ειδήσεις έρχονται για τις ήττες
και τις καταστροφές. Όλη η χώρα ερημώνεται! Με μιας καταστραφήκαν οι σκηνές
μας, τα παραπετάσματά μας σκίστηκαν.
"Ως πότε θα βλέπω την πολεμική
σημαία και θ’ ακούω τον ήχο της σάλπιγγας;"
«Ο λαός μου είναι ανόητος», λέει ο
Κύριος. «Δε με γνωρίζουν είναι σαν τ’ άμυαλα παιδιά τα δίχως γνώση. Είναι
πανούργοι για να κάνουν το κακό, μα το καλό δεν ξέρουν να το πράττουν».
Κοιτώ τη γη: έρημη είναι κι ασχημάτιστη
κοιτώ τους ουρανούς: ούτ’ ένα αστέρι.
Κοιτάζω τα βουνά: τρέμουν όλοι οι λόφοι
τραντάζονται.
Ψάχνω για ανθρώπους μα δε βρίσκω ούτ’
έναν και για πουλιά, μα όλα έχουνε φύγει.
Κοιτώ την εύφορη τη γη: έγινε έρημος.
Όλες οι πόλεις είναι ερείπια απ’ του Κυρίου το φοβερό θυμό.
Κι όλα αυτά, γιατί ο Κύριος είχε πει:
«Όλη η χώρα θα ερημωθεί, αλλά ολοκληρωτική καταστροφή δεν θα προξενήσω.
Για τούτο θα πενθήσει η χώρα, θα
σκοτεινιάσει ο ουρανός. Εγώ ο Κύριος μίλησα κι αποφάσισα δε θα μετανιώσω ούτε
θ’ ανακαλέσω».
Όλοι οι κάτοικοι της χώρας φεύγουν από το
θόρυβο που κάνουν οι καβαλάρηδες έρχονται οι τοξότες στα δάση κι ανεβαίνουν
στους βράχους. Όλες οι πόλεις εγκαταλείπονται κανένας πια δεν κατοικεί σ’ αυτές!
"Κι εσύ, Ιερουσαλήμ, είσαι
καταδικασμένη να καταστραφείς. Τι επιδιώκεις όταν ντύνεσαι στα κόκκινα, όταν
φοράς χρυσά στολίδια και βάφεις τα μάτια σου με σκιές; Μάταια καλλωπίζεσαι! Οι
εραστές σου θα σ’ εγκαταλείψουν, θα επιδιώξουν να σε σκοτώσουν."
Άκουσα μια φωνή, σαν της γυναίκας όταν
την πιάνουν οι πόνοι του πρώτου της τοκετού. Είν’ η φωνή της Σιών που προσπαθεί
να αναπνεύσει. Απλώνει τα χέρια της απελπισμένα και φωνάζει: «Βοήθεια! Με
σκοτώνουν!»
Ο Κύριος λέει: «Βαδίστε μέσ’ από τους δρόμους
της Ιερουσαλήμ καλά κοιτάξτε και ψάξτε στις πλατείες της! Αν βρείτε έστω κι
έναν άνθρωπο να κάνει το σωστό και ν’ αναζητάει την αλήθεια, τότε εγώ θα
συγχωρήσω την αμαρτία της πόλης.
Κι όμως, ακόμη και όταν ορκίζονται στο
όνομά μου, σίγουρα ψέματα ορκίζονται».
"Κύριε, δεν είναι η εντιμότητα το
μόνο που σ’ ενδιαφέρει; Τους χτύπησες αλλά αυτοί δεν νοιάστηκαν τους σύντριψες
αλλά δε διορθώθηκαν αντίθετα, αποδείχτηκαν πιο πεισματάρηδες κι αρνήθηκαν να
επιστρέψουνε σ’ εσένα."
Τότε εγώ σκέφτηκα: Αυτοί είναι φτωχοί κι
αγράμματοι, οπότε δεν ξέρουν το δρόμο του Κυρίου, τις εντολές του Θεού.
Θα πάω, λοιπόν, στους ισχυρούς να τους
μιλήσω. Αυτοί ασφαλώς θα ξέρουν το δρόμο του Κυρίου και τις εντολές του Θεού
τους. Αλλά κι αυτοί, ακόμη περισσότερο αρνήθηκαν να υπακούσουν στον Κύριο
έφυγαν μακριά του, λες κι ήτανε βαριά δεσμά οι εντολές του.
«Γι’ αυτό του δάσους θα τους φάνε τα
λιοντάρια», λέει ο Κύριος, «λύκοι από την έρημο θα τους κατασπαράξουν παρδάλεις
θα παραμονεύουνε στις πόλεις τους. Όποιον βγαίνει έξω απ’ αυτές θα τον
ξεσκίζουν, γιατί πληθύναν οι ανομίες τους κι οι αποστασίες τους αυξήθηκαν».
"Λέει ο Κύριος: «Πώς να σας
συγχωρήσω για όλα αυτά; Τα παιδιά σας μ’ εγκατέλειψαν και σε θεούς ορκίστηκαν
που δεν ήταν θεοί. Εγώ τους χόρτασα, εκείνοι όμως μοίχευαν και τρέχανε στα
σπίτια των πορνών."
Είναι σαν τα καλοθρεμμένα, τα βαρβάτα
άλογα, που το ένα για το ταίρι του άλλου χρεμετίζει.
"Δεν πρέπει να τους τιμωρήσω για όλα
αυτά; Να μην εκδικηθώ ένα τέτοιο έθνος;"
Ανεβείτε εχθροί στ’ αμπέλια και
καταστρέψτε τα μα μην τα αφανίσετε εντελώς. Τα κλήματά της ξεριζώστε τα, γιατί
σ’ εμένα δεν ανήκουν.
Ο λαός του Ισραήλ και ο λαός του Ιούδα
απίστησαν πολλές φορές σ’ εμένα. Κι αυτά τα λέω εγώ, ο Κύριος».
"Αυτοί οι άνθρωποι αρνήθηκαν τον
Κύριο και είπαν: «Τι χρησιμεύει να υπολογίζουμε σ’ αυτόν; Δε θα μας βρει κακό
κανένα πείνα δεν θ’ αντιμετωπίσουμε ούτε πόλεμο."
Όσα οι προφήτες λένε είναι του αέρα
λόγια. Δεν έχουν μέσα τους λόγια Θεού να πουν. Εκείνα που προλέγουν ας πέσουν
πάνω τους».
Αλλά ο Θεός, ο Κύριος του σύμπαντος, μου
είπε: «Επειδή αυτοί μιλούν έτσι, θα κάνω εγώ τα λόγια μου στο στόμα σου φωτιά,
και το λαό αυτό ξύλα θα τον κάνω και θα τους κατακάψει η φωτιά.
»Πες τους από μέρους μου: “Ισραηλίτες, θα
φέρω εναντίον σας ένα έθνος από μακριά, έθνος αρχαίο και δυνατό, που δε θα ξέρετε
τη γλώσσα του και δε θα καταλαβαίνετε τι λένε.
Των πολεμιστών του η φαρέτρα το θάνατο
σκορπίζει είναι όλοι τους πανίσχυροι.
Αυτοί θα τρώνε τους καρπούς απ’ τη
συγκομιδή σας και το δικό σας το ψωμί τους γιους σας θα σκοτώνουν και τις κόρες
σας. Τα πρόβατά σας και τα βόδια σας θα τα καταβροχθίζουν, θα εξαφανίζουν τον
καρπό από τ’ αμπέλια σας και απ’ τις συκιές. Θα καταστρέφουν πολεμώντας τις
οχυρωμένες πόλεις σας, που σ’ αυτές νιώθατε ασφαλείς”».
Μου είπε επίσης ο Κύριος: «Ακόμη και τότε
όμως δε θα καταστρέψω εντελώς το λαό μου.
"Κι όταν ρωτήσουν: “γιατί ο Κύριος ο
Θεός μας μας τα κάνει όλα αυτά;” τότε απάντησέ τους: “όπως στη χώρα σας εκείνον
τον εγκαταλείψατε και υπηρετήσατε ξένους θεούς, έτσι θα υπηρετήσετε κι
ανθρώπους ξένους, σε χώρα που δε θ’ ανήκει σ’ εσάς”»."
«Στείλτε μήνυμα στους απογόνους του
Ιακώβ, διακηρύξτε στους κατοίκους του βασιλείου του Ιούδα και πείτε τους:
Πρόσεξε, λοιπόν, λαέ ανόητε και
πεισματάρη. Έχετε μάτια αλλά δε βλέπετε, αυτιά αλλά δεν ακούτε.
Γιατί, διαφορετικά θα με υπολογίζατε»,
λέει ο Κύριος. «Θα τρέματε μπροστά μου. Εγώ έβαλα την άμμο φραγμό στη θάλασσα,
αιώνιο σύνορο που να το ξεπεράσει δεν μπορεί φουσκώνει η θάλασσα μα παραπέρα
δεν μπορεί να προχωρήσει. Ταράζονται τα κύματά της, αλλά το σύνορο να το
περάσουν δεν μπορούν.
Εσείς, όμως, Ισραηλίτες, είστε λαός
ισχυρογνώμονας κι επαναστατικός αποστατήσατε και φύγατε από μένα.
Ούτε σκεφτήκατε να με τιμήσετε, εμένα τον
Κύριο, το Θεό σας, που στέλνω στον καιρό της τη φθινοπωρινή και την ανοιξιάτικη
βροχή, κι εξασφαλίζω κάθε χρόνο τις εβδομάδες του θερισμού.
Οι ανομίες και οι αμαρτίες σας σας
στέρησαν όλα αυτά τα καλά».
Ο Κύριος λέει: «Βρεθήκαν στο λαό μου
ασεβείς, που στήνουνε παγίδα ανθρώπους να συλλάβουνε, όπως εκείνοι που
παραμονεύουν να πιάσουνε πουλιά.
Όπως είναι γεμάτο το κλουβί πουλιά, έτσι
τα σπίτια τους είναι γεμάτα απάτη. Γι’ αυτό έγιναν δυνατοί και πλούτισαν,
και χόντρυναν και πάχυναν. Δε βάζουν όρια
στις κακές τους πράξεις δίκαια δεν κρίνουν, αδικούν τα ορφανά και τους φτωχούς,
κι έτσι καλοπερνάνε.
"Δεν πρέπει να τα τιμωρήσω όλα
αυτά;» λέει ο Κύριος. «Να μην εκδικηθώ ένα τέτοιο έθνος;»"
«Τρομερά και φοβερά συμβαίνουνε σ’ αυτή
τη χώρα», λέει ο Κύριος.
"«Οι προφήτες προφητεύουν
επικαλούμενοι το ψεύδος και οι ιερείς ενεργούν σύμφωνα με τη δική τους
διδασκαλία. Και ο λαός μου όλα αυτά τα δέχεται. Μα τι θα κάνετε όταν θα έρθει
το τέλος;»"
Απόγονοι του Βενιαμίν φύγετε από την
Ιερουσαλήμ και ζητήστε ασφάλεια αλλού. Σαλπίστε σάλπιγγα στην Τεκωά και κάντε
σινιάλο με καπνό στη Βαιθ-Ακαρέμ. Γιατί έρχεται απ’ το βορρά συμφορά και
καταστροφή μεγάλη.
Τη Σιών, που είναι σαν κοπέλα όμορφη και
τρυφερή, τώρα θα την εξολοθρεύσω!
Θα έρθουν οι ποιμένες των εθνών με τα
κοπάδια τους, γύρω σου θα σου στήσουν τις σκηνές τους καθένας στο δικό του το
λειβάδι θα βόσκει το κοπάδι του.
«Ετοιμαστείτε για επίθεση εναντίον της!»
θα πουν. «Εμπρός, να επιτεθούμε το μεσημέρι! Τι κρίμα! Η μέρα γέρνει, του
απόσπερου μακραίνουν οι σκιές!
Τότε εμπρός, να γίνει η επίθεση τη νύχτα!
Να καταστρέψουμε τα ωραία της τ’ ανάκτορα».
Ο ίδιος ο Κύριος του σύμπαντος προστάζει
τους εχθρούς: «Κόψτε δέντρα κι υψώστε ανάχωμα ενάντια στην Ιερουσαλήμ αυτή την
πόλη θα την τιμωρήσω, γιατί μονάχα καταπίεση υπάρχει εκεί.
Σαν την πηγή που αναβλύζει τα νερά της,
έτσι κι αυτή αναβλύζει την κακία της. Βίας κραυγές και καταπίεσης ακούγονται σ’
αυτήν μπροστά στα μάτια μου οι άνθρωποι βασανίζονται και υποφέρουν.
»Άκου την προειδοποίησή μου, Ιερουσαλήμ,
για να μη σ’ εγκαταλείψω κι έρημο σε κάνω και γη ακατοίκητη».
Ο Κύριος του σύμπαντος μου είπε: «Καλά
τρυγήστε σαν αμπέλι το υπόλοιπο των Ισραηλιτών, που επέζησε τα χέρια σας
απλώστε στο λαό σας, όπως ο τρυγητής ραγολογάει τα κλήματα».
"Αλλά εγώ είπα: «Ποιος θα με άκουγε
αν τους μιλούσα και τους προειδοποιούσα; Αυτοί έχουν κλειστά τ’ αυτιά τους κι
αρνιούνται να προσέξουν τα λόγια σου. Ο λόγος του Κυρίου έγινε γι’ αυτούς
αντικείμενο χλευασμού δεν ευχαριστούνται να τον ακούν."
Γι’ αυτό είμαι γεμάτος απ’ του Κυρίου το
θυμό. Κουράστηκα και δεν μπορώ να συγκρατήσω το θυμό μου». Ο Κύριος μου
απάντησε: «Άσ’ το θυμό σου να ξεσπάσει πάνω στα παιδιά που είναι έξω στους
δρόμους, πάνω στις συνάξεις των νέων άντρες και γυναίκες, γέροι και οι πολύ
ηλικιωμένοι, όλοι θα αιχμαλωτιστούν.
Τα σπίτια τους σε άλλους θα δοθούν και τα
χωράφια κι οι γυναίκες τους το ίδιο γιατί θα τιμωρήσω αυτής της χώρας τους κατοίκους»,
λέει ο Κύριος.
«Όλοι τους, από τον πιο ασήμαντο ως τον
πιο σπουδαίο, προσπαθούν να πλουτίσουν παράνομα. Ακόμη και προφήτες και οι
ιερείς εξαπατούν το λαό.
Φέρονται σαν οι πληγές του λαού μου να
ήταν αμυχές λένε στο λαό μου πως όλα πάν’ καλά, μα τίποτε καλά δεν πάει.
Θα έπρεπε να ντρέπονται που έπραξαν
εκείνες τις βδελυρές τους πράξεις. Καθόλου όμως δεν ντράπηκαν ούτε κοκκίνισαν.
Γι’ αυτό και θα καταστραφούν όπως όλοι οι άλλοι. Θα τους τιμωρήσω και θ’
αφανιστούν», λέει ο Κύριος.
Ο Κύριος λέει: «Εγώ είχα νουθετήσει το
λαό μου: Στο δρόμο που βαδίζετε παρατηρήστε και ρωτήστε, ανάμεσα στα μονοπάτια
που οι πρόγονοί σας βάδισαν, ποιο ήτανε το πιο σωστό ακολουθήστε τότε αυτό και
θα βρείτε ανάπαυση. Εκείνοι όμως απάντησαν: “δε θέλουμε”.
Εγώ τους έβαλα σκοπιές για να τους
ειδοποιήσουν: “προσέξτε τον ήχο της σάλπιγγας!” Αυτοί όμως απάντησαν: “δε θα
προσέξουμε”.
»Γι’ αυτό ακούστε, έθνη, και μάθετε καλά
τι πρόκειται να συμβεί στο λαό μου.
Άκου, γη: Η συνέπεια των πονηρών σχεδίων
τους είναι ότι θα τους τιμωρήσω, γιατί στα λόγια μου δεν δώσαν προσοχή κι
απέρριψαν το νόμο μου.
Αδιάφορον μ’ αφήνει το λιβάνι που μου
φέρνουν απ’ τη Σαβά, και η ευωδιαστή κανέλα από χώρα μακρινή. Τα ολοκαυτώματά
τους δεν είναι δεκτά και οι θυσίες τους δε μου είναι ευχάριστες.
Γι’ αυτό, θα βάλω εμπόδια μπροστά σ’
ετούτο το λαό πάνω τους θα σκοντάψουνε και θα πεθάνουν πατέρες μαζί με τους
γιους τους, οι γειτονές τους και οι φίλοι τους».
Ο Κύριος λέει: «Έρχεται λαός από μια χώρα
απ’ το βορρά, έθνος μεγάλο ξεσηκώνεται από της γης τις άκρες.
Τόξο κρατάνε και χατζάρι, είναι σκληροί
και άσπλαχνοι στ’ άλογα ανεβαίνουν κι ακούγονται οι φωνές τους σαν τη βοή της
θάλασσας πολεμιστές που για τη μάχη παρατάσσονται ενάντια σ’ εσένα, πόλη της
Σιών».
Λένε οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ:
«Ακούσαμε την είδηση και παραλύσανε τα χέρια μας μας έπιασε αγωνία και πονέσαμε
σαν τη γυναίκα που είναι να γεννήσει».
Λένε ο ένας στον άλλον οι άνθρωποι: «Μη
βγείτε στα χωράφια από τους δρόμους μακριά! Γιατί ο εχθρός εκεί είναι και
σκοτώνει, τρόμος επικρατεί παντού».
Λαέ μου, ντύσου στα πένθιμα και κυλίσου
στη στάχτη πένθησε όπως πενθεί κανείς για το μονάκριβο το γιο του, θρήνησε
πικρά γιατί άξαφνα θα ’ρθει ο εχθρός που όλα θα τα καταστρέψει.
Ο Κύριος μου είπε: «Ιερεμία, σε έβαλα
ελεγκτή για να ελέγχεις το λαό μου και να εξερευνάς τις διαθέσεις τους».
Κι εγώ διαπίστωσα πως όλοι τους είναι
ισχυρογνώμονες, στασιαστές και συκοφάντες σκληροί σαν το χαλκό και σαν το
σίδερο όλοι τους είναι διεφθαρμένοι.
Φυσάει ο φυσητήρας του μεταλλουργού να
λιώσει το μολύβι με τη φωτιά μάταια όμως παιδεύεται ο χωνευτής δεν ξεχωρίζουν
οι κακοί.
Άχρηστο ασήμι θα ονομάζουν τους
Ισραηλίτες, γιατί ο Κύριος τους απέρριψε.
Ο Κύριος είπε στον Ιερεμία:
«Στάσου στην πόρτα του ναού μου και
κήρυξε εκεί το λόγο αυτόν εδώ: Ακούστε του Κυρίου το λόγο όλοι οι κάτοικοι του
Ιούδα, που περνάτε απ’ αυτές τις πύλες για να πάτε να προσευχηθείτε στον Κύριο!
Ο Κύριος του σύμπαντος, ο Θεός του
Ισραήλ, λέει: Διορθώστε τη συμπεριφορά σας και τα έργα σας, και τότε θα
επιτρέψω να κατοικήσετε στον τόπο αυτό.
Μην ξεγελάτε τον εαυτό σας
επαναλαμβάνοντας: “ο ναός που κατοικεί ο Κύριος, ο ναός του Κυρίου, ο ναός του
Κυρίου είν’ εδώ!”
Αν πράγματι διορθώσετε τη συμπεριφορά και
τα έργα σας, αν αποδώσετε απόλυτα το δίκαιο ο ένας στον άλλο,
αν δεν καταπιέζετε τον ξένο, το ορφανό και
τη χήρα, αν πάψετε να θανατώνετε αθώους ανθρώπους εδώ σ’ αυτόν τον τόπο και να
λατρεύετε ξένους θεούς, γιατί αυτό θα είναι η καταστροφή σας,
τότε εγώ θα κατοικήσω μαζί σας σ’ αυτόν
τον τόπο, στη χώρα που έδωσα στους προγόνους σας για πάντα.
»Εσείς όμως εξαπατάτε τον εαυτό σας με
λόγια ψεύτικα, που απ’ αυτά δεν θα ωφεληθείτε.
Κλέβετε και σκοτώνετε, μοιχεύετε κι
ορκίζεστε ψέματα θυμίαμα προσφέρετε στο Βάαλ και λατρεύετε θεούς, που ποτέ δεν
τους γνωρίσατε.
Κι έπειτα έρχεστε και στέκεστε ενώπιόν
μου, στο ναό αυτό που φέρει τ’ όνομά μου και λέτε: “εδώ είμαστε ασφαλείς!” Και
συνεχίζετε να κάνετε όλες αυτές τις βδελυρές πράξεις.
"Τι θαρρείτε πως είναι ο ναός αυτός,
που φέρει τ’ όνομά μου; Σπηλιά ληστών; Εντάξει! Τότε κι εγώ θα τον θεωρήσω
έτσι."
»Πηγαίνετε, λοιπόν, στη Σιλώ, τον τόπο
που για πρώτη φορά είχα διαλέξει να λατρεύομαι, και δείτε τι καταστροφή έκανα
σ’ αυτόν για τις αμαρτίες του λαού μου, του Ισραήλ.
Και τώρα, πάλι κάνατε τα ίδια ανόσια έργα
σας μίλησα ασταμάτητα μα δεν ακούσατε σας κάλεσα μα δεν αποκριθήκατε.
Γι’ αυτό, σ’ ετούτον το ναό που φέρει τ’
όνομά μου κι όπου εσείς αισθάνεστε ασφαλείς, στον τόπο αυτόν που έδωσα σ’ εσάς
και στους προγόνους σας, θα κάνω τα ίδια που έκανα και στη Σιλώ.
Θα σας διώξω από μπροστά μου, όπως έδιωξα
και τους αδερφούς σας, όλους τους απογόνους του Εφραΐμ”. Εγώ το λέω, ο Κύριος».
«Εσύ, Ιερεμία, μην προσεύχεσαι πια για το
λαό αυτόν! Μη μου φωνάζεις και μη με παρακαλείς μη με πιέζεις, γιατί δε θα σε
ακούσω.
"Δε βλέπεις τι κάνουν αυτοί στις
πόλεις του Ιούδα, στους δρόμους της Ιερουσαλήμ;"
Τα παιδιά μαζεύουν ξύλα, οι πατεράδες
ανάβουν τη φωτιά οι γυναίκες ζυμώνουν το ζυμάρι και φτιάχνουνε γλυκίσματα για
τη Βασίλισσα του Ουρανού σπονδές προσφέρουν σ’ άλλους θεούς, για να κάνουν
εμένα να πονέσω.
"Αλήθεια, εμένα θα κάνουν να πονέσω;
Όχι βέβαια, αλλά τον εαυτό τους! Αυτοί θα ντροπιαστούν."
Γι’ αυτό λέω εγώ, ο Κύριος, ο Θεός: Θα
ξεσπάσει ο φλογερός θυμός μου πάνω σ’ αυτό τον τόπο πάνω σ’ ανθρώπους και σε
ζώα και σε δέντρα και πάνω στους καρπούς της γης κι όταν ανάψει ο θυμός μου, κανείς
δεν θα μπορέσει να τον σβήσει».
"Ο Κύριος του σύμπαντος, ο Θεός του
Ισραήλ, λέει: «Τι μου προσφέρετε ολοκαυτώματα και τα προσθέτετε στις άλλες σας
θυσίες; Φάτε τα εσείς όλα τα κρέατα!"
Όταν εγώ έβγαλα τους προγόνους σας από
την Αίγυπτο, δεν τους διέταξα τίποτε για ολοκαυτώματα και για θυσίες.
Αλλά τους έδωσα αυτή την εντολή:
“υπακούστε σ’ εμένα, και τότε εγώ θα είμαι Θεός σας κι εσείς λαός μου
ακολουθήστε καθ’ όλα το δρόμο που σας καθορίζω, για να είστε ευτυχείς”.
Αυτοί όμως δεν υπακούσανε ούτε δώσανε προσοχή
αλλά κάνανε εκείνο που τους έλεγε η σκληρή και πονηρή καρδιά τους μου ’στρεψαν
την πλάτη αντί για το πρόσωπο.
Από τότε που έβγαλα τους προγόνους σας
από την Αίγυπτο μέχρι σήμερα, σας έστελνα αδιάκοπα όλους τους δούλους μου τους
προφήτες.
Αλλά κανείς σας δεν με άκουσε ούτε με
πρόσεξε. Αντισταθήκατε με πείσμα και πράξατε χειρότερα απ’ τους προγόνους σας.
»Αν πας να τους τα πεις όλα αυτά, δε θα
σε ακούσουν αν τους καλέσεις, δε θα σου αποκριθούν.
Πες τους, λοιπόν: “είστε έθνος που δεν
υπακούει στον Κύριο, το Θεό του, και δε διορθώνεται για πιστότητα δεν γίνεται
πια λόγος. Χάθηκε κι αυτή”».
Λαέ της Ιερουσαλήμ, κούρεψε τα μαλλιά σου
και πέταξέ τα θρήνησε πάνω στους λόφους, γιατί είσαι μια γενιά που ο Κύριος
οργίστηκε εναντίον της, την απέρριψε και την εγκατέλειψε.
«Πράγματι», λέει ο Κύριος, «οι κάτοικοι
του βασιλείου του Ιούδα έκαναν μιαρές πράξεις ενώπιόν μου. Έστησαν τα είδωλά
τους στο ναό που φέρει τ’ όνομά μου και τον μόλυναν.
Στην κοιλάδα Εννόμ καθιέρωσαν ιερόν τόπο,
που τον ονόμασαν “Τοφέθ” εκεί θυσιάζουν τους γιους τους και τις κόρες τους στη
φωτιά, πράγμα που εγώ δεν το διέταξα ούτε καν το διανοήθηκα.
Γι’ αυτό θα έρθουν μέρες, που η κοιλάδα
αυτή δεν θα ονομάζεται πια “Κοιλάδα Εννόμ” ή “Τοφέθ”, αλλά “Φαράγγι της
Σφαγής”, γιατί εκεί θα θάβουν τους νεκρούς, επειδή αλλού δε θα υπάρχει τόπος.
Και τα πτώματα του λαού αυτού θα είναι
τροφή για τα όρνια και τα τσακάλια, που δε θά ’ναι κανείς να τα φοβίσει.
Στις πόλεις του Ιούδα και στους δρόμους
της Ιερουσαλήμ θα κάνω να σωπάσουν οι θόρυβοι των πανηγυριών, οι κραυγές της
χαράς και τα τραγούδια των νιόπαντρων, γιατί η χώρα θα ερημωθεί».
«Εκείνο τον καιρό», λέει ο Κύριος, «θα
βγάλουν απ’ τους τάφους τους τα κόκαλα των βασιλιάδων του Ιούδα, των αρχόντων
του, των ιερέων, των προφητών και όλων των κατοίκων της Ιερουσαλήμ.
Και θα τ’ απλώσουν αντίκρυ στον ήλιο, στο
φεγγάρι και σ’ όλα τ’ άστρα του ουρανού, που αυτοί οι άνθρωποι τ’ αγάπησαν και
τα λάτρεψαν, τ’ ακολούθησαν, τα συμβουλεύτηκαν και τα προσκύνησαν σαν θεούς.
Αυτά τα κόκαλα δεν θα τα συγκεντρώσουν ποτέ ούτε και θα τα ξαναθάψουν κοπριά θα
γίνουν πάνω στη γη».
Ο Κύριος του σύμπαντος λέει: «Ο θάνατος
θα είναι προτιμότερος απ’ τη ζωή, για όλους εκείνους που θα επιζήσουν από την
πονηρή αυτή γενιά, σ’ όλους τους τόπους που θα τους έχω διασκορπίσει».
"Ο Κύριος με πρόσταξε να πω στο λαό
του: «Αν κάποιος πέσει, δε θα ξανασηκωθεί; Αν κάποιος το δρόμο του χάσει, δε θα
τον ξαναβρεί;"
"Γιατί, λοιπόν αυτός ο λαός μου της
Ιερουσαλήμ απομακρύνεται αδιάκοπα χωρίς ποτέ το δρόμο του να βρίσκει; Στα
είδωλά τους προσκολλώνται κι αρνούνται να επιστρέψουν."
"Με προσοχή άκουσα, μα δε μίλησαν
σωστά κανένας δεν υπάρχει που να μετανοεί για την κακία του και που να λέει “τι
έκανα;” Καθένας τους ακολουθεί ασυλλόγιστα το δρόμο του, καθώς το άλογο που
ορμά στη μάχη."
Κι ο πελαργός ακόμα στον ουρανό ξέρει το
χρόνο ακριβώς που πρέπει να γυρίσει. Το τρυγόνι, το χελιδόνι κι ο γερανός
γνωρίζουν τον καιρό τον ορισμένο για ν’ αποδημήσουν. Ο λαός μου όμως δεν έχει
ιδέα για τις εντολές που του έχω δώσει».
"Ο Κύριος λέει: «Πώς ισχυρίζετε ότι
είστε σοφοί, επειδή ξέρετε τους νόμους του Κυρίου; Αφού οι νόμοι αυτοί έχουν
νοθευτεί απ’ τους ανάξιους ερμηνευτές τους!"
"Θα ντροπιαστούνε οι σοφοί, θα
φοβηθούν και θα παγιδευτούνε: Αρνήθηκαν το λόγο μου τότε η σοφία τους ποια θα
είναι;"
»Θα δώσω τις γυναίκες τους σε άλλους, και
τα χωράφια τους σε ξένους, σε κατακτητές επειδή όλοι, από τον πιο ασήμαντο ως
τον πιο σπουδαίο, γυρεύουν να πλουτίσουνε παράνομα. Όλοι τους, ακόμα κι οι
προφήτες και οι ιερείς, ψέματα λένε.
Φέρονται σαν οι πληγές του λαού μου να ήταν
αμυχές λένε στο λαό μου πως όλα πάν’ καλά, μα τίποτε καλά δεν πάει.
Θα έπρεπε να ντρέπονται για εκείνες τις
βδελυρές τους πράξεις. Καθόλου όμως δεν ντράπηκαν ούτε κοκκίνισαν. Γι’ αυτό και
θα καταστραφούν όπως όλοι οι άλλοι θα τους τιμωρήσω και θ’ αφανιστούν», λέει ο
Κύριος.
«Αν έρθω στο λαό μου σαν τρυγητής,
σταφύλια δεν θα βρω ούτε σύκα», λέει ο Κύριος. «Ακόμα και τα φύλλα θά ’χουνε
μαραθεί. Γι’ αυτό θα παραδώσω το λαό μου στους ξένους και θα τον καταστρέψουν».
"Οι κάτοικοι του Ιούδα λένε: «Τι
καθόμαστε; Ελάτε, μαζευτείτε να μπούμε στις οχυρωμένες πόλεις και να πεθάνουμε
εκεί. Ο Κύριος, ο Θεός μας, μας καταδίκασε σε θάνατο μας πότισε νερό
δηλητηριασμένο, γιατί αμαρτήσαμε σ’ αυτόν."
Προσμέναμε πως όλα θα πήγαιναν καλά, μα
δεν ήρθε καλό κανένα. Προσμέναμε να γιατρευτούμε απ’ τα δεινά αλλά μας βρήκε
τρόμος.
Ακούγεται κιόλας το χλιμίντρισμα των
αλόγων του εχθρού από τη Δαν σείεται όλη η γη απ’ το χρεμέτισμα των δυνατών
αλόγων τους. Έρχονται και θα καταστρέψουν τη χώρα και τα προϊόντα της, την πόλη
και τους κατοίκους της».
«Θα εξαποστείλω εναντίον σας φαρμακερές
οχιές», λέει ο Κύριος, «που θα ’ναι αδύνατο κανείς να τις γητέψει αυτές θα σας
δαγκώσουν».
Ένα βάρος πιέζει την καρδιά μου και με
αρρωσταίνει.
"Ακούω απελπισμένη του λαού μου τη
φωνή, σ’ όλη τη χώρα: «Δεν είναι πια ο Κύριος στη Σιών; Ο βασιλιάς της δεν
είναι εκεί;» Αλλά ο Κύριος απαντά: «Γιατί μ’ εξόργισαν με τα είδωλά τους, με
τις ξένες τις άχρηστες θεότητες;»"
Ο λαός παραπονιέται: «Το καλοκαίρι
πέρασε, τέλειωσε η συγκομιδή, κι εμείς προσμένουμε ακόμα να σωθούμε!»
Απ’ του λαού μου την πληγή πληγώθηκα,
πένθησα, κατατρόμαξα.
"Βάλσαμο δεν υπάρχει στη Γαλαάδ; Δεν
είναι εκεί γιατρός; Γιατί, λοιπόν, ο λαός μου δε γιατρεύτηκε;"
Μακάρι βρύση δακρύων να ’ταν τα μάτια
μου, να ήταν το κεφάλι μου πηγάδι με νερό, μέρα και νύχτα για να κλαίω τους
σκοτωμένους του λαού μου!
Μακάρι να ’χα μες στην έρημο ταξιδιωτών
κατάλυμα, ώστε να εγκαταλείψω το λαό μου και ν’ απομακρυνθώ απ’ αυτόν, γιατί
όλοι τους είναι μοιχοί, συνάθροιση απίστων.
«Σαν τόξο τεντωμένο, έτοιμη για να ρίξει
βέλη ψεύδους είναι η γλώσσα τους. Στη χώρα δεν είναι η αλήθεια που επικρατεί.
Κάνουν το ένα κακό μετά το άλλο, κι αρνιούνται κάθε σχέση νά ’χουνε μαζί μου»,
λέει ο Κύριος.
«Γι’ αυτό καθένας να φυλάγεται απ’ τους
φίλους του και να μην έχει εμπιστοσύνη ούτε στον αδερφό του γιατί κάθε αδερφός
το δίχως άλλο εξαπατά, και οι φίλοι είναι συκοφάντες.
Εξαπατά καθένας τον πλησίον του, κανείς
δε λέει την αλήθεια συνήθισαν τη γλώσσα τους στο ψέμα και έχουν τόσο πολύ
αναμειχθεί με το κακό, ώστε είναι ανήμποροι πια να ξεφύγουν.
Η μια καταπίεση διαδέχεται την άλλη, κι η
μια απάτη ακολουθεί την άλλη και αρνούνται να με γνωρίσουν».
"Γι’ αυτό, λέει ο Κύριος του
σύμπαντος: «Στο χωνευτήρι θα τους βάλω σαν το μέταλλο και θα τους δοκιμάσω. Ο
λαός μου έχει πράξει το κακό. Τι άλλο μπορώ γι’ αυτούς να κάνω;"
Είναι η γλώσσα τους θανατηφόρο βέλος το
στόμα τους λέει ψέματα. Καθένας λέει στο διπλανό του λόγια φιλικά, μα μέσα στην
καρδιά του μυστικά, παγίδα τού ετοιμάζει.
"Για όλα αυτά δεν θα τους τιμωρήσω;»
λέει ο Κύριος «δε θα εκδικηθώ ένα τέτοιο έθνος;»"
Θα κλάψω, θα θρηνήσω για τα ψηλά βουνά,
θα παραπονεθώ για τα λιβάδια. Καήκαν κάτω στην πεδιάδα! Κανείς πια δεν περνάει
από ’κει ούτε ακούγονται των κοπαδιών βελάσματα τ’ ουρανού τα πουλιά και τ’
άγρια ζώα έφυγαν, εξαφανίστηκαν.
Ο Κύριος όμως λέει: «Θα κάνω την
Ιερουσαλήμ σωρό από πέτρες και τόπο τσακαλιών τις πόλεις θα ερημώσω του Ιούδα,
ώστε κανείς να μην κατοικεί πια σ’ αυτές».
"Υπάρχει άνθρωπος τόσο σοφός, που να
μπορεί αυτό να το εννοήσει, και στον οποίο να μιλήσει ο Κύριος και να του το
εξηγήσει; Το γιατί κατακάηκε η χώρα και ερημώθηκε ώστε κανείς να μην περνάει
απ’ αυτήν;"
Ο ίδιος ο Κύριος απάντησε: «Επειδή
εγκατέλειψαν το νόμο μου, το νόμο που τους είχα δώσει, και δεν υπάκουσαν τις
εντολές μου,
αλλά ακολούθησαν ό,τι τους έλεγε η σκληρή
και πονηρή καρδιά τους τα είδωλα ακολούθησαν του Βάαλ, όπως τους δίδαξαν οι
πρόγονοί τους.
Γι’ αυτό κι εγώ, ο Κύριος του σύμπαντος,
ο Θεός του Ισραήλ, είπα: “θα θρέψω το λαό αυτό με πικρά χόρτα και θα τους
ποτίσω δηλητηριασμένο νερό.
Θα τους διασκορπίσω ανάμεσα σε έθνη που
δεν τα γνώρισαν ούτε αυτοί ούτε οι πρόγονοί τους και θα εξαπολύσω πόλεμο
εναντίον τους, ώσπου να τους εξαφανίσω”.
Βγάλτε συμπέρασμα απ’ όλα αυτά», λέει ο
Κύριος του σύμπαντος, «και καλέστε να έρθουν οι ειδικές μοιρολογίστρες,
γυναίκες που ξέρουν τι να κάνουνε σε τέτοιες περιπτώσεις».
Ας έρθουν γρήγορα και θρήνο ας αρχίσουνε
για μας, να τρέξουν δάκρυα απ’ τα μάτια μας, νερό από τα βλέφαρά μας.
Το θρήνο ακούστε απ’ της Σιών τα μέρη:
«Χαθήκαμε και καταντροπιαστήκαμε! Έπρεπε να εγκαταλείψουμε τη χώρα, γιατί τα
σπίτια μας είχανε γκρεμιστεί».
Ακούστε, εσείς γυναίκες, το λόγο του
Κυρίου! Προσέξτε τα λόγια του, μάθετε τις κόρες σας να θρηνολογούν, διδάξτε η
μια στην άλλη αυτό το μοιρολόγι:
«Ο θάνατος ανέβηκε απ’ τα παράθυρά μας,
μπήκε στ’ ανάκτορά μας για να θερίσει τα παιδιά μέσα στους δρόμους, και στις
πλατείες τα παλικάρια μας».
Ο Κύριος μου μίλησε και με διέταξε να πω:
«Τα πτώματα των ανθρώπων θα πέσουν πάνω στα χωράφια σαν κοπριά και πίσω από
τους θεριστές σαν τα χερόβολα κι ούτ’ ένας δε θα βρεθεί να τα περισυλλέξει».
Ο Κύριος λέει: «Ας μην καυχάται ο σοφός
για τη σοφία του ούτε ο δυνατός για τη δύναμή του ούτε ο πλούσιος για τον
πλούτο του.
Αλλά όποιος θέλει να καυχάται, να
καυχάται επειδή είναι ικανός να με γνωρίζει και να ξέρει ότι εγώ, ο Κύριος,
ενεργώ με αγάπη, δικαιοσύνη και αξιοπιστία πάνω στη γη. Αυτά με ευχαριστούν».
Ο Κύριος λέει: «Έρχονται μέρες που θα
τιμωρήσω όλους που έχουν κάνει περιτομή.
Τους Αιγυπτίους, τους κατοίκους του
Ιούδα, τους Εδωμίτες, τους Αμμωνίτες, τους Μωαβίτες και όλους που έχουν
ξυρισμένους τους κροτάφους τους και κατοικούν στην έρημο. Επειδή όλα αυτά τα
έθνη, ακόμα και οι Ισραηλίτες, είναι για μένα απερίτμητοι, γιατί δεν έχουν
περιτμηθεί στην καρδιά».
Ακούστε, Ισραηλίτες, το μήνυμα που σας
απευθύνει ο Κύριος!
«Μην ακολουθείτε τα έθιμα των εθνών»,
λέει ο Κύριος, «και μη φοβάστε από τα ασυνήθιστα φαινόμενα του ουρανού τα έθνη
φοβούνται απ’ αυτά.
Οι θρησκευτικές πεποιθήσεις των εθνών
είναι παράλογες: Κόβουν ένα ξύλο από το δάσος και το επεξεργάζονται οι
ξυλουργοί με το σκαρπέλο.
Το διακοσμούν με ασήμι και χρυσάφι, και
το καρφώνουν στέρεα με τα σφυριά για να μην κουνιέται.
Σαν σκιάχτρο σε αγγουρόκηπο είναι οι θεοί
τους δε μιλούν έχουν ανάγκη να υποβαστάζονται, γιατί δεν μπορούν να βαδίσουν.
Μην τους φοβάστε γιατί δεν μπορούν να κάνουν ούτε κακό ούτε καλό».
Κύριε, όμοιος μ’ εσένα δεν υπάρχει! Είσαι
μεγάλος και μεγάλη είναι η φήμη σου που λέει για τη δύναμή σου.
"Ποιος δεν θα σε τιμούσε, βασιλιά
των εθνών; Σ’ εσένα δικαιωματικά ανήκει η τιμή. Ανάμεσα σε όλους τους σοφούς
των εθνών και σ’ όλα τα βασίλεια όμοιος μ’ εσένα δεν υπάρχει."
"Όλοι αυτοί είναι εντελώς ανόητοι τι
θα μπορούσαν να διδαχτούν από τα ξύλινα είδωλα;"
Τα είδωλά τους είναι καλυμμένα με ασήμι,
που το ’χουν φέρει από τη Θαρσείς, και με χρυσό από την Ουφάζ, έργα τεχνίτη των
μετάλλων. Είναι ντυμένα με γαλάζιο και με κόκκινο ένδυμα όλα αυτά είναι έργα
επιδέξιων τεχνητών.
Αλλά ο Κύριος είναι Θεός αληθινός, Θεός
ζωντανός και βασιλιάς αιώνιος, που πάνω στην οργή του τραντάζει τη γη και που
τα έθνη δεν μπορούν ν’ αντέξουν το θυμό του.
Εσείς, Ισραηλίτες θα λέτε για τους ξένους
θεούς: «Οι θεοί που δεν έφτιαξαν τον ουρανό και τη γη δεν έχουν θέση στον
ουρανό και πρέπει να αφανιστούν από τη γη».
Ο Κύριος έκανε τη γη αποδεικνύοντας τη
δύναμή του, στερέωσε την οικουμένη δείχνοντας τη σοφία του, και άπλωσε τους
ουρανούς φανερώνοντας τη σύνεσή του.
Με τη φωνή του το νερό μαζεύεται πάνω από
τον ουρανό κι από τις άκριες της γης τα σύννεφα ανεβαίνουν δημιουργεί τις
αστραπές, δρόμο ν’ ανοίξει στη βροχή κι από τις αποθήκες του τον άνεμο τον
βγάζει.
Μπροστά σε όλα αυτά κάθε άνθρωπος μένει
κατάπληκτος. Κάθε τεχνίτης που φτιάχνει είδωλα νιώθει ντροπή για τα
κατασκευάσματά του, γιατί είναι ψεύτικα, χυτά, και δεν υπάρχει μέσα τους πνοή.
Είναι ένα τίποτα, έργα γελοία όταν ο
Κύριος έρθει τιμωρός, αυτά θ’ αφανιστούν.
Πόσο είναι διαφορετικός ο Θεός του Ιακώβ!
Αυτός δημιούργησε τα πάντα, και διάλεξε τους Ισραηλίτες να ’ναι λαός του. Το
όνομά του είναι “Κύριος του σύμπαντος”.
Ιερουσαλήμ, πολιορκημένη πόλη, ας μαζέψουν
οι κάτοικοί σου ό,τι τους έχει απομείνει.
Γιατί ο Κύριος λέει: «Αυτή τη φορά θα
οδηγήσω αιχμαλώτους τους κατοίκους της χώρας θα τους ταλαιπωρήσω για να πάρουν
ένα καλό μάθημα».
«Αλίμονό μου! Καταστράφηκα!» φωνάζει η
Ιερουσαλήμ. «Αγιάτρευτες είν’ οι πληγές μου. Στην αρχή νόμισα πως θα ήταν
κάποια αρρώστια που θα την ξεπερνούσα.
Τώρα όμως η σκηνή μου ερημώθηκε, κόπηκαν
όλα τα σκοινιά φύγαν από κοντά μου τα παιδιά μου και δεν υπάρχει πια κανείς να
ξαναστήσει τη σκηνή μου, να τεντώσει τα παραπετάσματά μου απ’ την αρχή».
Ανόητοι αποδειχτήκαν οι βοσκοί! Δεν
αναζήτησαν τον Κύριο, γι’ αυτό και δεν προκόψανε όλα τους τα κοπάδια
σκορπιστήκαν.
Ακούστε! Μια φήμη διαδίδεται. Βουητό
μεγάλο έρχεται απ’ το βορρά, τις πόλεις να ερημώσει του Ιούδα και να τις κάνει
τόπο τσακαλιών.
Κύριε, το ξέρω πως κανένας άνθρωπος τη
μοίρα του δεν την ορίζει, κανένας δεν μπορεί να ελέγξει της ζωής του την
κατεύθυνση.
Κύριε, διόρθωσέ μας αλλά δίκαια όχι όταν
είσαι θυμωμένος, για να μη μας φέρεις στο μηδέν.
Άφησε το θυμό σου να στραφεί στα έθνη που
δε σε γνωρίζουν και στους ανθρώπους που δε σε επικαλούνται γιατί αυτοί
κατασπαράξαν το λαό σου, τον εξουθένωσαν κι ερήμωσαν τη χώρα του.
Ο Κύριος έδωσε σ’ εμένα τον Ιερεμία το
παρακάτω μήνυμα:
«Ακούστε της διαθήκης μου τους όρους!
Μίλα στο λαό του Ιούδα, στους κατοίκους της Ιερουσαλήμ,
και πες τους καθαρά ότι ο Κύριος, ο Θεός
του Ισραήλ, διακηρύττει: “καταραμένος να ’ναι όποιος δεν τηρεί της διαθήκης μου
τους όρους!”
Και να ποια είναι η διαθήκη που έκανα με
τους προγόνους σας, όταν τους έβγαλα από την κόλαση της Αιγύπτου: Τους είπα ότι
αν σ’ εμένα υπακούσουν και πράξουν όλα αυτά που τους διέταξα, τότε αυτοί θα
είναι λαός μου κι εγώ Θεός τους.
Με την προϋπόθεση αυτή θα εκπλήρωνα την
υπόσχεση που είχα δώσει με όρκο στους προγόνους σας, τη χώρα να τους δώσω που
ρέει γάλα και μέλι. Έτσι έχετε εσείς σήμερα αυτή τη χώρα». Τότε εγώ απάντησα:
«Έτσι είναι, Κύριε».
Ύστερα ο Κύριος μου είπε: «Κήρυξε αυτό το
μήνυμα που θα σου πω στις πόλεις του Ιούδα και μες στους δρόμους της
Ιερουσαλήμ: “ακούστε τους όρους της διαθήκης αυτής και τηρήστε τους.
Κατηγορηματικά, επίμονα κι επανειλημμένα
προειδοποίησα τους προγόνους σας, από τότε που τους έβγαλα από την Αίγυπτο
μέχρι σήμερα να υπακούουν σ’ εμένα.
Αλλά αυτοί δεν υπάκουσαν ούτε δώσανε
καμιά προσοχή. Ακολούθησαν τις επιθυμίες της πονηρής καρδιάς τους γι’ αυτό και
τους τιμώρησα, σύμφωνα με τους όρους αυτής της διαθήκης, που τους είχα διατάξει
να την εφαρμόσουν αλλά εκείνοι δεν την εφάρμοσαν”».
Μου είπε ακόμα ο Κύριος: «Οι κάτοικοι της
Ιερουσαλήμ και του Ιούδα συνωμοτήσαν εναντίον μου.
Επέστρεψαν στις ανομίες των προπατόρων
τους, που είχαν αρνηθεί να υπακούσουν τα λόγια μου. Έτσι κι αυτοί ακολούθησαν
άλλους θεούς και τους λάτρεψαν. Οι Ισραηλίτες και οι κάτοικοι του Ιούδα
παρέβηκαν τη διαθήκη μου που είχα συνάψει με τους προγόνους τους».
Γι’ αυτό ο Κύριος λέει: «Θα τους φέρω
τέτοια καταστροφή, που να μην μπορούν να ξεφύγουν. Θα μου φωνάζουν για βοήθεια,
αλλά δε θα τους ακούω.
Τότε οι πόλεις του Ιούδα κι οι κάτοικοι
της Ιερουσαλήμ θα πάνε να ζητήσουν βοήθεια απ’ τους θεούς στους οποίους
προσφέρουν θυσίες, αλλά αυτοί δε θα τους σώσουν τον καιρό της καταστροφής τους.
Γιατί όσες είναι οι πόλεις του Ιούδα,
τόσοι είναι και οι θεοί τους και όσοι είναι οι δρόμοι της Ιερουσαλήμ τόσα είναι
και τα θυσιαστήρια όπου έχουν τοποθετηθεί τα αισχρά είδωλα του Βάαλ, στα οποία
προσφέρουνε θυσίες.
Γι’ αυτό, Ιερεμία, μην προσεύχεσαι σ’
εμένα για τούτον το λαό μη με παρακαλείς τόσο γι’ αυτόν. Δεν πρόκειται να τους
ακούσω, όταν σ’ εμένα θα προσεύχονται τον καιρό της καταστροφής τους».
"«Ο αγαπημένος μου λαός παίζει
άσχημο παιχνίδι», λέει ο Κύριος. «Τι δουλειά έχουν αυτοί στο ναό μου; Μήπως
νομίζουν ότι με τις θυσίες τους θα αποτρέψουν την καταστροφή κι ότι σύντομα
μετά θα αλαλάζουν από χαρά;»"
Όμορφη, καταπράσινη και καρποφόρα ελιά σε
ονόμασε ο Κύριος αλλά μες σε μεγάλο θόρυβο φωτιά θα βάλει στο φύλλωμά σου και
τα κλαδιά σου θα κατακαούν.
Ο Κύριος του σύμπαντος, εκείνος που σε
φύτεψε, αυτός και θα σε καταστρέψει γιατί εσείς οι Ισραηλίτες και του Ιούδα οι
κάτοικοι τον εαυτό σας βλάψατε κάνοντας το κακό, αφού εξοργίσατε τον Κύριο με
τις θυσίες σας στο Βάαλ.
Ο Κύριος με πληροφόρησε και τότε έμαθα τι
σχεδίαζαν εναντίον μου.
Εγώ ήμουν σαν το πρόβατο που είναι ήμερο,
ακόμη κι όταν το οδηγούνε στη σφαγή, γιατί δεν ήξερα τα σχέδια τα κακά που ετοιμάζαν
εναντίον μου. «Ελάτε», λέγανε, «να κόψουμε το δέντρο πάνω στον καρπό του! Να
τον βγάλουμε από τη μέση και κανείς να μην τον θυμάται πια».
Αλλά, εσύ που κρίνεις δίκαια, Κύριε του
σύμπαντος, και εξετάζεις τα αισθήματα και τις σκέψεις των ανθρώπων, κάνε να δω
το πώς εσύ θα τους εκδικηθείς σ’ εσένα έχω εμπιστευθεί την υπόθεσή μου.
Οι άντρες της Αναθώθ, γυρεύουν να με
θανατώσουν και μου λένε: «Μην προφητέψεις στ’ όνομα του Κυρίου, για να μη σε
σκοτώσουμε».
Γι’ αυτό ο Κύριος του σύμπαντος λέει γι’
αυτούς: «Εγώ θα τους τιμωρήσω! Οι νέοι τους θα σκοτωθούν στον πόλεμο, οι γιοι
και οι κόρες τους θα πεθάνουν από πείνα.
Κανένας δε θα ζήσει, από τους άντρες της
Αναθώθ, όταν θα επέμβω εναντίον τους για να τους καταστρέψω».
"Κύριε, εσύ είσαι δίκαιος. Πώς μπορώ
να διαμαρτυρηθώ εναντίον σου; Όμως θέλω να σε ρωτήσω κάτι σχετικά με τη
δικαιοσύνη: Γιατί ευτυχούν οι ασεβείς; Γιατί είναι ασφαλείς όλοι οι
άπιστοι;"
Τους φύτεψες και ρίζωσαν, αυξήθηκαν και
καρποφόρησαν. Το όνομά σου είναι πάντοτε στα χείλη τους, αλλά η καρδιά τους
είναι μακριά από σένα.
Εσύ, Κύριε, με γνωρίζεις και βλέπεις τα
όσα κάνω με δοκίμασες αν είμαι δικός σου. Σύρε τους σαν τα πρόβατα για τη σφαγή
κι ετοίμασέ τους για τη μέρα της σφαγής τους.
"Ως πότε θα παραμένει άνυδρη η χώρα
και θα ξεραίνεται το χορτάρι στα χωράφια; Για την κακία των κατοίκων της
καταστράφηκαν τα ζώα και τα πουλιά στη χώρα, γιατί αυτοί οι άνθρωποι σκέφτηκαν
ότι ο Θεός δεν μπορεί να δει το μέλλον τους."
"Ο Κύριος λέει: «Αν κουράζεσαι όταν
παραβγαίνεις με τους πεζούς, πως θα μπορέσεις να παραβγείς με τ’ άλογα; Αν μόνο
στην πεδιάδα νιώθεις βολικά, τι θα κάνεις στη λόχμη του Ιορδάνη;"
»Ακόμη και τ’ αδέρφια σου κι οι συγγενείς
σου σε εγκατέλειψαν, και εναντίον σου συνωμοτούν. Μην τους πιστέψεις, ακόμη κι
αν με καλοσύνη σου μιλούν».
Ο Κύριος είπε: «Εγκατέλειψα τον Ισραήλ
απέρριψα τον ίδιο μου το λαό παρέδωσα την αγαπημένη μου πόλη στην εξουσία των
εχθρών της.
Ο λαός μου βρυχήθηκε εναντίον μου σαν το
λιοντάρι μες στο δάσος γι’ αυτό μού έγινε αντιπαθής.
»Έγινε ο λαός μου σαν ένα ποικιλόχρωμο
πουλί, που το κυκλώνουνε τ’ αρπαχτικά τα όρνια. Εμπρός! Φωνάξτε νά ’ρθουν όλα
τα άγρια θηρία για το συμπόσιο να συγκεντρωθούνε.
Πολλοί ξένοι βοσκοί κατέστρεψαν το αμπέλι
μου, ποδοπατήσαν τα χωράφια μου, μετέτρεψαν σε απαίσια έρημο τους θαυμαστούς
αγρούς μου.
Η χώρα απλώνεται μπροστά μου ερημωμένη
και αξιολύπητη. Όλη η χώρα ερημώθηκε, γιατί κανείς δε νοιάστηκε για τις
προειδοποιήσεις μου.
»Πάνω σε κάθε λόφο της ερήμου φάνηκαν
λεηλατητές, γιατί το ξίφος του Κυρίου θερίζει από τη μια άκρη της χώρας ως την
άλλη κανείς δεν πρόκειται να γλιτώσει.
Σιτάρι έσπειραν μα θέρισαν αγκάθια
κουράστηκαν μα τίποτα δεν απόλαυσαν. Η σοδειά τους τους απογοήτευσε. Ο θυμός ο
φοβερός του Κυρίου όλα τα αφάνισε».
Ο Κύριος λέει: «Όλους τους κακούς
γείτονες του λαού μου, του Ισραήλ, που απλώνουν χέρι στη χώρα που του έχω
δώσει, θα τους ξεριζώσω από τη γη τους αλλά θα ξεριζώσω απ’ ανάμεσά τους και
όσους ανήκουν στον Ιούδα.
Κι αφού τους ξεριζώσω, πάλι θα τους
ελεήσω όλους και θα τους ξαναφέρω καθέναν στη δική του χώρα και στη δική του
ιδιοκτησία.
Αυτοί δίδαξαν το λαό μου να ορκίζεται στο
Βάαλ αλλά αν μάθουνε καλά την πίστη του λαού μου, και μάλιστα να υπόσχονται με
όρκο στο όνομά μου “μα τον αληθινό Θεό”, τότε θα επιτρέψω να κατοικούν ανάμεσα
στο λαό μου.
Αν όμως κάποιο έθνος δεν υπακούσει, θα το
ξεριζώσω εντελώς και θα το καταστρέψω. Εγώ το λέω ο Κύριος».
Ο Κύριος μου είπε: «Πήγαινε ν’ αγοράσεις
ένα λινό ζωνάρι και τύλιξε μ’ αυτό τους γοφούς σου κατάσαρκα, αλλά χωρίς να το
πλύνεις».
Αγόρασα, λοιπόν, το ζωνάρι, όπως μου είπε
ο Κύριος, και το τύλιξα στους γοφούς μου.
Έπειτα ο Κύριος μου μίλησε πάλι και μου
είπε:
«Πάρε το ζωνάρι που αγόρασες και το
τύλιξες στους γοφούς σου, και πήγαινε στο χείμαρρο Φάρα και κρύψε το εκεί σε
μια σχισμή του βράχου».
Πήγα, λοιπόν, και την έκρυψα στον Φάρα,
σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου.
Μετά από πολλές μέρες μου είπε ο Κύριος:
«Πήγαινε στον Φάρα και πάρε το ζωνάρι που σε διέταξα να το κρύψεις εκεί».
Πήγα λοιπόν στον Φάρα, έσκαψα και πήρα το
ζωνάρι από το μέρος που το είχα κρύψει ήταν όμως φθαρμένο και άχρηστο.
Τότε μου είπε ο Κύριος: «Έτσι θα
καταρρακώσω τη δόξα για την οποία περηφανεύονται οι κάτοικοι του Ιούδα, τη
μεγάλη περηφάνια της Ιερουσαλήμ.
Ο κακός αυτός λαός αρνείται να υπακούσει
στα λόγια μου και παρασύρεται απ’ τις αδυναμίες της καρδιάς του ακολουθεί
άλλους θεούς, τους λατρεύει και τους προσκυνά. Γι’ αυτό θα γίνει σαν το άχρηστο
ζωνάρι.
Αλλά όπως το ζωνάρι τυλίγεται κατάσαρκα
στους γοφούς, έτσι ήθελα να προσκολληθεί σ’ εμένα η φυλή του Ισραήλ και η φυλή
του Ιούδα», λέει ο Κύριος, «για να είναι λαός μου, το καύχημά μου και να μου
προσδίδουν δόξα και τιμή. Αλλά αυτοί δε με υπάκουσαν».
Ο Κύριος ο Θεός του Ισραήλ με διέταξε:
«Πες στο λαό εκ μέρους μου ότι κάθε στάμνα μπορεί να γεμίσει με κρασί. Όταν
αυτοί σου απαντήσουν: “το ξέρουμε καλά πως όλες οι στάμνες μπορούν να γεμίσουν
με κρασί!”
τότε θα τους πεις ότι εγώ ο Κύριος λέω:
Θα ποτίσω με κρασί όλους τους κατοίκους αυτής της χώρας, τους βασιλιάδες που
είναι απόγονοι του Δαβίδ, τους ιερείς και τους προφήτες και όλους τους κατοίκους
της Ιερουσαλήμ, ώσπου να μεθύσουν.
Θα τους συντρίψω όπως τα σταμνιά,
ρίχνοντας τον ένα πάνω στον άλλον, τους πατέρες και τους γιους μαζί. Δε θα τους
σπλαχνιστώ, δε θα τους λυπηθώ ούτε και θα τους ελεήσω θα τους καταστρέψω! Εγώ
το λέω, ο Κύριος».
Ακούστε και προσέξτε! Μην περηφανεύεστε.
Ο Κύριος σας μιλάει.
Δοξάστε τον Κύριο, το Θεό σας, προτού σας
στείλει το σκοτάδι και σκοντάψουνε τα πόδια σας στα βουνά. Προσμένατε το φως,
αλλά ο Κύριος θα το μετατρέψει σε σκιά θανάτου και σε σκοτάδι ζοφερό.
Αν δεν δώσετε προσοχή σ’ αυτή την
προειδοποίηση, θα κλάψω κάπου απόμερα για την αλαζονεία σας. Πικρά θα κλάψω κι
άφθονα δάκρυα θα χύσω, γιατί οδηγείται στην αιχμαλωσία του Κυρίου ο λαός.
Πείτε στο βασιλιά και στη βασιλομήτορα:
«Ταπεινωθείτε! Κατεβείτε από το θρόνο σας, γιατί έχουνε κιόλας πέσει απ’ τα
κεφάλια σας τα δοξασμένα στέμματα.
Οι πόλεις του νότιου τμήματος του Ιούδα
έχουν αποκλειστεί, κανένας δεν θα μπορεί δρόμο ν’ ανοίξει ως εκεί όλοι οι
κάτοικοι του Ιούδα έχουνε στην αιχμαλωσία συρθεί».
"Ιερουσαλήμ, τα μάτια σήκωσε και δες
από το βορρά έρχονται οι εχθροί σου! Τι θα συμβεί στις πόλεις του Ιούδα; Σου
δόθηκαν ωσάν κοπάδι ωραία πρόβατα, που γι’ αυτά υπερηφανευόσουν."
"Και τι θα πεις όταν ο Κύριος σε
υποτάξει στους εχθρούς σου, που τους θεωρούσες φίλους σου; Οι πόνοι θα σε
πιάσουν, σαν τη γυναίκα που γεννάει."
"Κι αν αναρωτηθείς: «Γιατί
συμβαίνουν όλα αυτά σ’ εμένα;» Είναι για τις πολλές τις αμαρτίες σου που σου
σηκώνουν τα φορέματα και σε βιάζουν."
"Ο Κύριος λέει: «Μπορεί ν’ αλλάξει ο
μαύρος το χρώμα του ή η λεοπάρδαλη τα στίγματά της; Άλλο τόσο κι εσείς μπορείτε
ν’ αλλάξετε και να κάνετε το καλό, τώρα που έχετε μάθει να κάνετε το
κακό."
Θα σας διασκορπίσω σαν το άχυρο, που της
ερήμου ο άνεμος το παίρνει.
»Αυτός είναι ο κλήρος σου, η μερίδα που
σου έδωσα», λέει ο Κύριος «επειδή με ξέχασες κι έδωσες πίστη στα είδωλα.
Γι’ αυτό εγώ ο ίδιος θα σηκώσω ως το
πρόσωπό σου τα φορέματά σου και θα φανεί η ντροπή της γύμνιας σου.
"Βαρέθηκα πια τις μοιχείες σου, τα
χρεμετίσματά σου, τις αισχρές πορνείες σου και τα είδωλά σου πάνω στους λόφους
και μέσα στους αγρούς. Αλίμονό σου, Ιερουσαλήμ! Πότε πια θα καθαριστείς απ’
αυτά τα μολύσματα;»"
Λόγια του Κυρίου προς τον Ιερεμία σχετικά
με την ανομβρία.
Όλος ο Ιούδας πενθεί και οι πόλεις του
αργοπεθαίνουν. Οι κάτοικοί του κάθονται καταγής θρηνώντας, η Ιερουσαλήμ φωνάζει
για βοήθεια.
Οι ευγενείς της στέλνουν τους υπηρέτες
για νερό. Εκείνοι έρχονται στις δεξαμενές, αλλά νερό δε βρίσκουν επιστρέφουν με
τα δοχεία τους αδειανά, το κεφάλι σκεπασμένο, απογοητευμένοι κι αποθαρρημένοι.
Η γη έχει σκάσει από την έλλειψη βροχής,
οι γεωργοί απελπισμένοι έχουν σκεπάσει κι αυτοί πένθιμα το κεφάλι τους.
Ακόμα και το ελάφι γεννάει στο χωράφι και
αφήνει το μικρό του εκεί, γιατί χορτάρι δεν υπάρχει.
Τ’ άγρια γαϊδούρια στέκονται στα ψηλώματα
και τον αέρα οσμίζονται σαν τα τσακάλια τα μάτια τους κουράζονται να ψάχνουν
για χορτάρι, γιατί δε βρίσκουν πουθενά.
«Κύριε, οι ανομίες μας μαρτυρούν εναντίον
μας! Βοήθησέ μας όμως, όπως μας υποσχέθηκες. Πολλές είναι οι αποστασίες μας, σ’
εσένα έχουμε αμαρτήσει.
"Εσύ η μόνη ελπίδα του Ισραήλ, ο
σωτήρας του στον καιρό της θλίψης, γιατί φέρνεσαι σαν να είσαι ξένος για τη
χώρα, σαν ταξιδιώτης, που απλώς τη νύχτα του περνά σ’ αυτήν;"
"Γιατί στέκεις σαν αποσβολωμένος,
σαν πολεμιστής αφοπλισμένος, που να βοηθήσει δεν μπορεί; Αλλά εσύ, Κύριε, είσαι
ανάμεσά μας και σ’ εσένα ανήκουμε. Μη μας εγκαταλείψεις!»"
Ο Κύριος μου είπε γι’ αυτό το λαό:
«Επειδή τους αρέσει να περιπλανιούνται ξέφρενοι, γι’ αυτό εγώ, ο Κύριος, δεν
είμαι ευχαριστημένος μαζί τους δε θα ξεχάσω την ανομία τους και θα τιμωρήσω τις
αμαρτίες τους.
Μην προσεύχεσαι πια για το λαό αυτόν να
τελειώσει η δυστυχία του», μου είπε.
«Κι αν ακόμα νηστέψουνε δε θ’ ακούσω την
ικεσία τους ακόμη κι αν προσφέρουν ολοκαυτώματα κι αναίμακτες προσφορές, δε θα
ευχαριστηθώ μ’ αυτές αλλά θα κάνω να εξοντωθούν με πόλεμο, με πείνα και με
αρρώστια».
Τότε εγώ είπα: «Αχ, Κύριε, Θεέ! Οι
προφήτες τούς λένε ότι δε θα δούνε πόλεμο, ούτε πείνα και τους υπόσχονται
παντοτινή ειρήνη σ’ αυτό τον τόπο».
Κι ο Κύριος μου απάντησε: «Οι προφήτες αυτοί
λένε ψέματα. Δεν είν’ αλήθεια ότι προφητεύουν στο όνομά μου. Δεν τους έστειλα
εγώ ούτε τους πρόσταξα ούτε τους μίλησα εγώ. Σας μιλάνε για ψεύτικα οράματα και
χρησμούς σας λένε ανώφελα πράγματα, τα παραπλανητικά επινοήματα της φαντασίας
τους.
Γι’ αυτό εγώ, ο Κύριος, προαναγγέλλω τι
θα κάνω σ’ αυτούς τους προφήτες, που λένε ότι δε θα ’ρθει πόλεμος και πείνα στη
χώρα: Με πόλεμο και με πείνα θα τους θανατώσω τους προφήτες αυτούς.
Το ίδιο και ο λαός που κάθεται κι ακούει
τις προφητείες τους: Τα πτώματά τους θα διασκορπιστούν στους δρόμους της
Ιερουσαλήμ εξαιτίας της πείνας και του πολέμου –τα πτώματα των γυναικών τους
και των παιδιών τους. Και κανένας δε θα βρίσκεται για να τους θάψει. Εγώ θα
τους τιμωρήσω για την κακία τους».
Ο Κύριος μου είπε ακόμη: «Πες τους αυτά
τα λόγια: Τα μάτια μου χύνουν δάκρυα μέρα νύχτα ασταμάτητα, γιατί ο λαός μου
πληγώθηκε βαριά και χτυπήθηκε σκληρά.
Βγαίνω στην πεδιάδα, βλέπω τους
σκοτωμένους στον πόλεμο μπαίνω στην πόλη, βλέπω τους νεκρούς από την πείνα.
Ακόμα κι οι προφήτες και οι ιερείς τριγυρίζουν αδιάφοροι στη χώρα».
"Εγώ απάντησα: «Κύριε, απέρριψες
τελείως όλο τον Ιούδα; Μισείς το όρος της Σιών; Γιατί μας πλήγωσες και δεν
μπορούμε να θεραπευτούμε; Περιμέναμε την ειρήνη, αλλά δεν ήρθε κανένα αγαθό
ελπίζαμε γιατρειά, αλλά μας βρήκε τρόμος."
Αναγνωρίζουμε την ασέβειά μας και την
ανομία των προγόνων μας αμαρτήσαμε ενώπιόν σου.
Μη μας περιφρονήσεις, για να μη
δυσφημιστεί το όνομά σου. Μην καταστρέψεις το δοξασμένο θρόνο σου. Θυμήσου τη
διαθήκη που έκανες μαζί μας μην την αθετήσεις.
Οι θεοί των εθνών δεν δίνουν τη βροχή οι
ουρανοί από μόνοι τους καταιγίδες δε στέλνουν. Κύριε, Θεέ μας, σ’ εσένα
ελπίζουμε, γιατί εσύ είσαι ο μόνος που τα κάνεις όλα αυτά».
Αλλά ο Κύριος μου είπε: «Ακόμη κι αν ο
Μωυσής και ο Σαμουήλ με παρακαλούσαν, δε θα έπαιρνα το μέρος του λαού αυτού.
Διώξ’ τους να φύγουνε μακριά μου.
"Κι αν σε ρωτήσουν, “που θα πάμε;”
απάντησέ τους ότι εγώ ο Κύριος λέω: Καθένας θα πεθάνει με τον τρόπο που έχει
καταδικαστεί: άλλοι από πανώλη, άλλοι στον πόλεμο, άλλοι από την πείνα κι άλλοι
στην αιχμαλωσία."
Με τέσσερις φοβερούς τρόπους θα τους
τιμωρήσω: Το ξίφος θα τους σκοτώσει, τα σκυλιά θα τραβολογάνε τα πτώματά τους,
οι γύπες και οι ύαινες θα τα φάνε και θα τα εξαφανίσουν.
Με όλα τούτα θα τρομάξουν τα βασίλεια της
γης. Αυτή θα είναι η τιμωρία για όσα έκανε στην Ιερουσαλήμ ο Μανασσής, γιος του
Εζεκία και βασιλιάς του Ιούδα».
"«Ποιος λοιπόν θα σε σπλαχνιστεί,
Ιερουσαλήμ;» λέει ο Κύριος. «Ποιος θα σε λυπηθεί και θα ’ρθει να σε ρωτήσει τι
κάνεις;"
Εσύ με αποστράφηκες και μ’ εγκατέλειψες.
Γι’ αυτό κι εγώ σε τιμώρησα και σε κατέστρεψα βαρέθηκα να σε συγχωρώ.
Πήγα στις πόλεις της χώρας και τις
διασκόρπισα στον αέρα με το λιχνιστήρι. Θανάτωσα τα παιδιά και κατέστρεψα το
λαό μου, γιατί δεν άφησαν τον κακό τρόπο που ζούσαν.
Έκανα τις χήρες περισσότερες απ’ όση
είναι η άμμος στην ακροθαλασσιά. Το μεσημέρι οι μανάδες έμαθαν για τους γιους
τους ότι σκοτώθηκαν στη μάχη και ξαφνικά τις κυρίεψε αγωνία και τρόμος.
Η γυναίκα που είχε γεννήσει εφτά γιους
απέμεινε μόνη της κόπηκε η ανάσα. Ο ήλιος της βασίλεψε το καταμεσήμερο. Είναι
ντροπιασμένη και συντριμμένη. Τους υπόλοιπους όμως που ζουν ως τώρα θα τους
παραδώσω στα ξίφη των εχθρών τους», λέει ο Κύριος.
"Αλίμονο μάνα μου! Γιατί με
γέννησες; Όλοι στη χώρα τα βάζουν μαζί μου και με κατακρίνουν. Ούτε δάνεισα
ούτε δανείστηκα και όμως όλοι τους με καταριούνται."
Καταραμένος να ’μαι, Κύριε, αν δεν σε
υπηρέτησα σωστά κι αν δεν σε παρακάλεσα ακόμη και για τους εχθρούς μου, στον
καιρό της καταπίεσης και της συμφοράς τους!
"(Μπορεί κανείς να συντρίψει το
σίδερο, το σίδερο από το βορρά, το ανακατεμένο με μπρούτζο;)"
Ο Κύριος απάντησε: «Λαέ του Ιούδα, τα
υπάρχοντά σου και τους θησαυρούς σου θα τα παραδώσω στη λεηλασία. Αυτό θα είναι
το τίμημα για όλες τις αμαρτίες που έχεις διαπράξει παντού στη χώρα.
Θα σε κάνω σκλάβο των εχθρών σου σε μια
χώρα που δεν ξέρεις τίποτε γι’ αυτήν, γιατί ο θυμός μου θα ξεσπάσει σαν τη
φωτιά και θα σε κάψει».
Τότε απάντησα: «Εσύ, Κύριε, γνωρίζεις.
Θυμήσου με και βοήθησέ με να εκδικηθώ τους διώκτες μου. Μην είσαι ανεκτικός μ’
αυτούς, γιατί αλλιώς θα με σκοτώσουν. Γνωρίζεις ότι εξαιτίας σου με κορόιδεψαν.
Καθώς μιλούσες, άκουσα προσεκτικά τα
λόγια σου. Κάθε σου λέξη ήταν για μένα χαρά και ευτυχία στην καρδιά μου, γιατί
εγώ ανήκω σ’ εσένα, Κύριε του σύμπαντος.
Δεν κάθισα σε συμπόσιο ανθρώπων που
διασκεδάζουν, για να ευχαριστηθώ. Αλλά εσύ μου ’δωσες τη δύναμη να καθίσω
παράμερα, γεμάτος απ’ την αγανάκτησή σου εναντίον τους.
Ο πόνος μου είναι παντοτινός και η πληγή
μου αθεράπευτη. Στηρίζω τις ελπίδες μου σ’ εσένα, αλλά εσύ με απογοήτευσες,
όπως ο χείμαρρος που του στερεύουν τα νερά το καλοκαίρι».
Τότε ο Κύριος μου είπε: «Αν επιστρέψεις
σ’ εμένα θα σε δεχτώ και θα μπορείς να με υπηρετείς και πάλι και αν πάψεις να
λες ανοησίες και ζυγίζεις τα λόγια σου, θα ξαναγίνεις το στόμα μου. Οι άνθρωποι
πρέπει να ακούν εσένα όχι εσύ αυτούς.
Θα σε κάνω να σταθείς αντίκρυ στο λαό
αυτό σαν οχυρό, χάλκινο τείχος. Θα σε πολεμήσουν, αλλά δε θα μπορέσουν να σε
νικήσουν, γιατί εγώ θα είμαι μαζί σου για να σε διατηρώ ασφαλή.
Θα σε αρπάξω από τα νύχια των κακών, από
την εξουσία των καταπιεστών θα σε γλιτώσω. Εγώ το λέω, ο Κύριος».
Ο Κύριος απευθύνθηκε σ’ εμένα και μου
είπε:
«Μην πάρεις γυναίκα και μην αποκτήσεις
καθόλου παιδιά σ’ αυτόν τον τόπο.
Γιατί εγώ, ο Κύριος θα σου πω τι θα
συμβεί στα παιδιά που θα γεννηθούν σ’ αυτή τη χώρα, καθώς και στους γονείς
τους:
Θα πεθάνουν από φοβερή αρρώστια δε θα
υπάρχει κανείς να τους πενθήσει και να τους θάψει τα πτώματά τους θα μένουν
εκτεθειμένα στο χώμα σαν κοπριά. Θα σκοτωθούν στον πόλεμο ή θα πεθάνουν απ’ την
πείνα τα πτώματά τους θα χρησιμέψουν για τροφή στους γύπες και στις ύαινες.
»Μην μπεις σε σπίτι που πενθούν» μου
λέει, «μην πας να πενθήσεις μαζί τους ούτε να τους εκφράσεις τη λύπη σου, γιατί
εγώ απέσυρα από το λαό αυτόν τη φιλία μου, την αγάπη μου και την ευσπλαχνία
μου.
Πλούσιοι και φτωχοί, όλοι θα πεθάνουν σ’
αυτή τη χώρα. Κανείς δε θα τους θάψει ούτε θα τους θρηνήσει κανείς δε θα κάνει
εντομές στο σώμα του ούτε θα ξυρίσει το κεφάλι του για να εκφράσει τη λύπη του
γι’ αυτούς.
Κανένας δε θα μείνει να φάει μαζί τους
στο νεκρόδειπνο, να τους προσφέρει ένα ποτήρι παρηγοριάς, ακόμη κι αν είναι ο
πατέρας τους ή η μάνα τους που πέθαναν.
»Μην μπεις σε σπίτι που γίνεται συμπόσιο
και μην καθίσεις να φας και να πιεις μαζί τους.
Εγώ, ο Κύριος του σύμπαντος, ο Θεός του
Ισραήλ, λέω: Θα κάνω να σωπάσουν στον τόπο αυτό οι θόρυβοι των πανηγυριών, οι
κραυγές της χαράς και τα τραγούδια των νιόπαντρων κι εσείς θα επιζήσετε για να
το δείτε.
"»Όταν θ’ αναγγείλεις στο λαό όλα
αυτά που σου λέω, εκείνοι θα σε ρωτήσουν: “γιατί ο Κύριος μας απειλεί μ’ αυτό
το μεγάλο κακό; Ποια είναι η ανομία μας και ποια αμαρτία κάναμε απέναντι στον
Κύριο, το Θεό μας;”"
Τότε θα τους απαντήσεις: “οι πρόγονοί σας
με αποστραφήκαν”, λέει ο Κύριος. “Ακολούθησαν άλλους θεούς, τους λάτρεψαν και
τους προσκύνησαν κι εμένα μ’ εγκατέλειψαν και δεν τήρησαν το νόμο μου.
Αλλά κι εσείς κάνατε ακόμα χειρότερα απ’
τους προγόνους σας, γιατί ακολουθήσατε καθένας σας τις επιθυμίες της πονηρής
καρδιάς του και δεν υπακούσατε σ’ εμένα.
Γι’ αυτό κι εγώ θα σας διώξω απ’ αυτή τη
χώρα και θα σας παραπετάξω σε μια χώρα που δεν τη γνωρίσατε ποτέ ούτε εσείς
ούτε οι πρόγονοί σας. Εκεί θα είστε υποχρεωμένοι να λατρεύετε άλλους θεούς,
μέρα και νύχτα αλλά τότε δε θα σας δείξω καμιά συμπόνια”».
«Έρχονται μέρες», λέει ο Κύριος, «που δε
θα λένε πια “μα τον αληθινό Θεό, που έβγαλε τους Ισραηλίτες από την Αίγυπτο”,
αλλά θα λένε: “μα τον αληθινό Θεό, που
έβγαλε τους Ισραηλίτες από τη χώρα του βορρά κι από τις άλλες χώρες όπου τους
είχε διασκορπίσει”. Πράγματι θα τους φέρω πάλι πίσω στη χώρα τους, που την είχα
δώσει στους προγόνους τους».
«Θα στείλω πολλούς ψαράδες», λέει ο
Κύριος, «που θα συλλάβουν το λαό του Ιούδα. Έπειτα θα στείλω πολλούς κυνηγούς,
που θα τον καταδιώκουν πάνω σε κάθε βουνό και λόφο, και στις σχισμές των
βράχων.
Βλέπω όλες του τις πράξεις τίποτα δε
μένει από μένα κρυφό, ούτε μπορούν οι ανομίες τους να ξεφύγουν απ’ τη ματιά
μου.
Πρώτα απ’ όλα θ’ ανταποδώσω πλήρως και
χωρίς κανένα συμβιβασμό την αμαρτία τους, γιατί μόλυναν τη χώρα μου με τα νεκρά
είδωλά τους και έστησαν αυτά τα βδελύγματα παντού».
Κύριε, εσύ μου δίνεις δύναμη, με
προστατεύεις και σ’ εσένα καταφεύγω όταν θλίβομαι. Σ’ εσένα θα ’ρθουν οι λαοί
από τα πέρατα της γης και θα πουν: «Βέβαια, οι θεοί που μας κληροδότησαν οι
πρόγονοί μας δεν είναι τίποτ’ άλλο, παρά ψεύτικα, μάταια κι άχρηστα είδωλα.
"Είναι δυνατόν κανείς να
κατασκευάσει τους θεούς του; Αυτά τα κατασκευάσματα δεν είναι θεοί»."
«Πράγματι», λέει ο Κύριος, «αυτή τη φορά
θα κάνω τους ανθρώπους να γνωρίσουν καλά τη μεγάλη μου δύναμη τότε θα μάθουν
ότι εγώ είμαι ο Κύριος».
Ο Κύριος λέει: «Η αμαρτία σου, λαέ του
Ιούδα, είναι γραμμένη με γραφίδα σιδερένια, χαραγμένη με διαμαντόπετρα πάνω
στην πλάκα της καρδιάς σας και στα κέρατα των θυσιαστηρίων σας.
Ώστε και τα παιδιά σας να θυμούνται τα
θυσιαστήριά σας, τις ιερές ξύλινες στήλες σας κάτω από τα πράσινα δέντρα πάνω
στους ψηλούς λόφους,
στα όρη και στις πεδιάδες. Κι εγώ θα δώσω
τα πλούτη σας κι όλους τους θησαυρούς σας λάφυρο στους εχθρούς σας. Αυτό θα
είναι το τίμημα για τις αμαρτίες σας που έχετε διαπράξει σ’ όλη την χώρα.
Θα σας διώξω από την χώρα που σας την
έδωσα ιδιοκτησία σας. Θα σας υποδουλώσω στους εχθρούς σας, σε μια χώρα που δεν
τη γνωρίζετε, γιατί κάνατε το θυμό μου φωτιά που άναψε και καίει για πάντα».
Ο Κύριος λέει: «Καταραμένος ο άνθρωπος
που σε άνθρωπο ελπίζει, που από μένα απομακρύνεται και στηρίζεται σε ανθρώπινη
δύναμη.
Θα είναι σαν το θάμνο στην έρημο: Μένει
εκεί στα βράχια της ερήμου, σε τόπο άγονο και ακατοίκητο ποτέ του δε θα δει
καλό.
Ευλογημένος όμως είν’ ο άνθρωπος που
ελπίζει σ’ εμένα και μ’ εμπιστεύεται.
Θα είναι σαν το δέντρο το φυτεμένο κοντά
στα νερά απλώνει τις ρίζες του προς το ποτάμι και δε φοβάται όταν έρχεται ο
καύσωνας αλλά μένουν τα φύλλα του καταπράσινα αδιαφορεί για τον καιρό της
ξηρασίας κι αδιάκοπα καρποφορεί.
"»Ανεξερεύνητα είναι τα βάθη της
ανθρώπινης καρδιάς! Είναι τόσο απατηλή και αδιόρθωτη ποιος μπορεί να τη
γνωρίσει σε βάθος;"
Εγώ ο Κύριος εξερευνώ τα βάθη της
καρδιάς, γνωρίζω τις πιο μύχιες επιθυμίες του ανθρώπου, για ν’ ανταποδώσω στον
καθένα ανάλογα με τη ζωή του και με τα έργα του.
»Ο άνθρωπος που κερδίζει πλούτη με
αδικίες, μοιάζει με πέρδικα που ξένα αυγά κλωσάει κι ύστερα την εγκαταλείπουν
οι νεοσσοί. Έτσι τα πλούτη του θα τον αφήσουν στης ζωής του τα μισά, και στα
στερνά του θα αποδειχτεί ανόητος».
Δοξασμένος θρόνος, που ανέκαθεν από τον
κόσμο όλο υπερέχει, αυτός είν’ ο ναός μας!
Εσύ, Κύριε, είσαι η ελπίδα του Ισραήλ
όλοι όσοι σ’ εγκαταλείπουν θα ντροπιαστούν θα εξαφανιστούν σαν τα ονόματα που
γράφονται στο χώμα, γιατί εγκατέλειψαν τον Κύριο, την πηγή του νερού της ζωής.
Κύριε, δε θα γιατρευτώ, αν εσύ δε με
γιατρέψεις δε θα σωθώ, αν εσύ δε με σώσεις γιατί εσύ είσαι αυτός που σε
δοξολογώ.
"Οι άνθρωποι μου λένε: «Πού είναι οι
απειλές του Κυρίου; Ας πραγματοποιηθούν λοιπόν!»"
Εγώ, όμως, Κύριε δεν αρνήθηκα ποτέ να
κάνω ό,τι με πρόσταξες. Ποτέ μου δεν ευχήθηκα να ’ρθει η μέρα της συμφοράς. Εσύ
γνωρίζεις ακριβώς αυτά που έχω πει.
Μη γίνεσαι, λοιπόν για μένα αιτία τρόμου,
εσύ που είσαι η προστασία μου τη μέρα της καταστροφής.
Οι διώκτες μου ας ντροπιαστούνε κι όχι
εγώ αυτούς ας πιάσει τρόμος κι όχι εμένα. Πάνω τους ρίξε εσύ της συμφοράς τη
μέρα, κατάστρεψέ τους εντελώς.
Ο Κύριος με διέταξε να πάω να σταθώ στην
κύρια πύλη της πόλης, απ’ την οποία οι βασιλιάδες του Ιούδα μπαινοβγαίνουν,
καθώς και σ’ όλες τις άλλες πύλες της Ιερουσαλήμ,
και να τους πω: «Ακούστε το λόγο του
Κυρίου, βασιλιάδες και όλος ο λαός του Ιούδα και οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ,
που διαβαίνετε αυτές τις πύλες.
»Ο Κύριος λέει: Αν αγαπάτε τη ζωή σας, μη
σηκώνετε φορτία και μην τα μεταφέρετε μέσα από τις πύλες της Ιερουσαλήμ μέρα
Σάββατο.
Το Σάββατο μη βγάζετε φορτία από τα
σπίτια σας και μην κάνετε καμιά εργασία, αλλά να θεωρείτε άγια αυτή τη μέρα που
ανήκει αποκλειστικά σ’ εμένα, όπως έχω διατάξει τους προγόνους σας.
Εκείνοι όμως δεν άκουσαν ούτε έδωσαν
καμιά σημασία πείσμωσαν και δε με υπάκουσαν ούτε δέχτηκαν συμβουλές.
»Ακούστε με όμως εσείς! Μην περνάτε
κανένα φορτίο μέσα από τις πύλες της πόλης αυτής το Σάββατο, και γενικά μην
κάνετε καμιά εργασία αυτή την ημέρα να τη θεωρείτε άγια μέρα.
Τότε θα μπουν μέσα από τις πύλες της
πόλης αυτής βασιλιάδες κι άρχοντες της δυναστείας του Δαβίδ. Μαζί με το λαό του
Ιούδα και τους κατοίκους της Ιερουσαλήμ, θα είν’ ανεβασμένοι σε άμαξες κι
άλογα, κι η Ιερουσαλήμ θα είναι πάντα γεμάτη κατοίκους.
Θα έρθουν άνθρωποι από τις πόλεις του
Ιούδα και από τα περίχωρα της Ιερουσαλήμ, απ’ την περιοχή της φυλής του
Βενιαμίν, απ’ τα λοφώδη μέρη, απ’ τα βουνά και τις νότιες περιοχές, και θα
προσφέρουν ολοκαυτώματα και θυσίες, αναίμακτες προσφορές, θυμιάματα κι
ευχαριστήριες θυσίες στο ναό του Κυρίου.
Αλλά αν δεν με υπακούσετε και δε
θεωρήσετε αγία τη μέρα του Σαββάτου, αλλά σηκώνετε φορτία και τα μεταφέρετε το
Σάββατο μέσα από τις πύλες της Ιερουσαλήμ, τότε θ’ ανάψω φωτιά στις πύλες της
πόλης, που θα κατακάψει τα παλάτια της και κανείς δε θα μπορέσει να τη σβήσει».
Ο Κύριος απευθύνθηκε σ’ εμένα, τον
Ιερεμία, και μου είπε:
«Κατέβα αμέσως στο σπίτι του αγγειοπλάστη
κι εκεί θ’ ακούσεις τι έχω να σου πω».
Κατέβηκα στο σπίτι του αγγειοπλάστη, κι
αυτός εργαζόταν στον τροχό.
Χάλασε όμως το αγγείο που έφτιαχνε με τα
χέρια του, και τότε αυτός ξανάφτιαξε απ’ τον πηλό άλλο αγγείο και του έδωσε τη
μορφή που ήθελε ο ίδιος.
Τότε ο Κύριος μου είπε:
"«Ισραηλίτες, δεν μπορώ τάχα να σας
μεταχειριστώ όπως μεταχειρίζεται αυτός ο αγγειοπλάστης τον πηλό με τα χέρια
του; Έτσι είστε κι εσείς στα δικά μου χέρια."
Κάποτε εξαγγέλλω για ένα έθνος ή βασίλειο
ότι θα το ξεριζώσω, θα το ανασκάψω και θα το καταστρέψω.
Αν το έθνος εκείνο, που εναντίον του
μίλησα, αφήσει την κακία του, τότε θα αφήσω κι εγώ τις απειλές μου εναντίον
του.
Άλλοτε πάλι εξαγγέλλω για ένα έθνος ή
βασίλειο ότι θα το χτίσω και θα το φυτέψω.
Αν το έθνος εκείνο κάνει ό,τι εγώ θεωρώ
κακό και δε με υπακούσει, τότε θα ανακαλέσω το καλό που είχα σκεφτεί να του
κάνω.
»Πες λοιπόν τώρα εκ μέρους μου στο λαό
του Ιούδα και στους κατοίκους της Ιερουσαλήμ: “εγώ σχεδιάζω μια συμφορά
εναντίον σας και την προετοιμάζω. Επιστρέψτε, λοιπόν, ο καθένας σας από τον
κακό του δρόμο και διορθώστε τη συμπεριφορά σας και τις πράξεις σας”.
Αυτοί όμως θα απαντήσουν: “άσ’ τον να
λέει! Εμείς θα κάνουμε το δικό μας και θα πεισμώνουμε όσο μας κάνει κέφι”».
Γι’ αυτό, ο Κύριος λέει: «Ρωτήστε,
λοιπόν, ανάμεσα στα έθνη ποιος άκουσε κάτι παρόμοιο. Ο λαός του Ισραήλ έκανε
απίστευτα και ανήκουστα πράγματα.
"Μπορεί να εξαφανιστεί το χιόνι απ’
του Λιβάνου τις άγριες κι απόκρημνες κορυφές; Μπορούνε τα βαθιά ποτάμια να
στερέψουν, που φέρνουν από μακριά κρύα, τρεχούμενα νερά;"
Κι όμως εμένα με ξέχασε ο λαός μου.
Θυμίαμα πρόσφεραν στα είδωλα, στους δρόμους τους σκοντάψαν ξεστράτισαν απ’ τα
παλιά τα μονοπάτια και περπατήσανε σε δρόμους που δεν είχαν χαραχθεί.
Έτσι οδηγήσανε τη χώρα τους στην ερήμωση.
Στη θέα τους οι περαστικοί ανατριχιάζουν και το κεφάλι τους γυρίζουν με
αποστροφή.
Θα διασκορπίσω το λαό μου μπρος στους
εχθρούς, όπως σκορπίζει ο ανατολικός ο άνεμος τη σκόνη. Την ημέρα της
καταστροφής τους θα στρέψω σ’ αυτούς τα νώτα μου, όχι το πρόσωπό μου».
Είπανε κάποιοι: «Ελάτε να σχεδιάσουμε
κάτι εναντίον του Ιερεμία. Λέει ψέματα. Οι ιερείς δεν θα πάψουν να διδάσκουν το
νόμο, οι σοφοί να δίνουν συμβουλές, οι προφήτες να φανερώνουν το λόγο του Θεού.
Ελάτε να τον χτυπήσουμε με τα ίδια του τα λόγια τίποτε απ’ όσα λέει να μην
προσέξουμε».
Πρόσεξέ με, Κύριε, και άκουσε τι λένε
αυτοί που με εχθρεύονται.
"Είναι σωστό να μου ανταποδοθεί κακό
αντί για καλό; Αυτοί όμως μου ’σκαψαν το λάκκο. Θυμήσου ότι στάθηκα μπροστά σου
και μίλησα εγώ για χάρη τους, για να σταματήσεις να είσαι θυμωμένος μαζί
τους."
Γι’ αυτό άσε τα παιδιά τους να πεινάσουν
και στείλε τους να σκοτωθούν στον πόλεμο να μείνουν άτεκνες και χήρες οι
γυναίκες τους οι γέροι τους από θανατικό ας πεθάνουν κι οι νέοι τους στη μάχη
να χαθούν.
Ας ακουστούν κραυγές από τα σπίτια τους,
όταν θα φέρεις ξαφνικά εναντίον τους ένοπλες συμμορίες, γιατί σκάψανε λάκκο να
με πιάσουνε και στήσανε παγίδες για να μπλεχτούν τα πόδια μου.
Αλλά εσύ, Κύριε, γνωρίζεις όλα τους τα
σχέδια για να με θανατώσουν. Μη συγχωρήσεις την ανομία τους, μην πάψεις να
θυμάσαι την αμαρτία τους. Ας καταρρεύσουν όλοι τους μπροστά σου και πάρε εσύ
εκδίκηση όταν θα είσαι οργισμένος.
Ο Κύριος μου είπε: «Πήγαινε ν’ αγοράσεις
μια πήλινη στάμνα. Πάρε μαζί σου μερικούς από τους πρεσβυτέρους του λαού κι από
τους ιερείς.
Έπειτα πήγαινε μαζί τους στην κοιλάδα
Εννόμ, έξω απ’ των Συντριμμιών την πύλη κι εκεί ανάγγειλε το μήνυμα που θα σου
πω.
»Θα τους πεις: “το λόγο ακούστε του
Κυρίου, οι βασιλιάδες του Ιούδα κι οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ. Λέει ο Κύριος
του σύμπαντος, ο Θεός του Ισραήλ: Θα προξενήσω τέτοιες συμφορές σ’ αυτόν τον
τόπο, ώστε όποιος τ’ ακούει να του έρχεται ζάλη.
Έπειδή με εγκατέλειψαν και μόλυναν τον
τόπο αυτό και πρόσφεραν θυμίαμα εδώ σε ξένους θεούς, που δεν τους γνώριζαν ούτε
αυτοί ούτε οι πρόγονοί τους ούτε του Ιούδα οι βασιλιάδες, και γέμισαν τον τόπο
αυτό με αίμα αθώων ανθρώπων.
Στο Βάαλ καθιέρωσαν τόπους λατρευτικούς,
να του προσφέρουν τα παιδιά τους ολοκαύτωμα, πράγμα που ποτέ μου δεν τους
διέταξα ούτε που σκέφτηκα να τους το ζητήσω.
Για τούτο έρχονται μέρες, που αυτός εδώ ο
τόπος δε θα ονομάζεται πια Τοφέθ ούτε κοιλάδα Εννόμ, αλλά Σφαγής πεδιάδα.
Θα ματαιώσω εδώ τα σχέδια των κατοίκων
του Ιούδα και της Ιερουσαλήμ θα τους κάνω να πέσουν από το ξίφος των ανελέητων
εχθρών και τα πτώματά τους θα τα δώσω τροφή στους γύπες και στις ύαινες.
Θα ερημώσω αυτή την πόλη και στη θέα της
θ’ ανατριχιάζουν οι περαστικοί και θα φεύγουνε με αποστροφή μπροστά στις
συμφορές της.
Οι ανελέητοι εχθροί τους θα τους
πολιορκήσουν και τον κλοιό θα σφίξουν τόσο πολύ, που ο ένας θα τρώει τον άλλο
θα φάνε ακόμα και τις σάρκες των ίδιων των παιδιών τους”.
»Τότε, εσύ Ιερεμία, θα σπάσεις τη στάμνα
μπροστά στους άντρες που θα σε ακολουθούν.
Και θα τους πεις ότι εγώ ο Κύριος του
σύμπαντος λέω: “όπως σπάζει κανείς την πήλινη στάμνα του αγγειοπλάστη και δεν
είναι πια δυνατόν να επιδιορθωθεί, έτσι θα συντρίψω κι εγώ αυτόν το λαό κι αυτή
την πόλη. Και θα τους θάβουνε ακόμα και στην Τοφέθ, γιατί δε θα υπάρχει αλλού
τόπος για την ταφή τους.
Θα κάνω να υποστεί η πόλη αυτή και οι
κάτοικοί της τα ίδια που γίναν’ στην Τοφέθ.
Όλα τα σπίτια της Ιερουσαλήμ και τα
παλάτια των βασιλιάδων του Ιούδα, που στις στέγες τους πρόσφεραν θυμίαμα στ’
αστέρια του ουρανού και έκαναν σπονδές σε θεούς ξένους, θα μολυνθούν από τα
πτώματα όπως η Τοφέθ”».
Όταν επέστρεψε ο Ιερεμίας από την Τοφέθ,
όπου ο Κύριος τον είχε στείλει να προφητέψει, στάθηκε στην αυλή του ναού του
Κυρίου και είπε σ’ όλο το λαό:
«Ο Κύριος του σύμπαντος, ο Θεός του
Ισραήλ, λέει: “θα φέρω στην πόλη ετούτη και στα περίχωρά της όλα τα δεινά που
ανάγγειλα εναντίον της, γιατί δείξαν’ ισχυρογνωμοσύνη και δεν υπάκουσαν στα
λόγια μου”».
Ο ιερέας Πασχούρ, γιος του Ιμρί και
επόπτης του ναού του Κυρίου, άκουσε τον Ιερεμία να προφητεύει με τα παραπάνω
λόγια.
Τότε διέταξε να χτυπήσουν τον προφήτη και
να τον βάλουν στην ξυλοπέδη, που βρισκόταν στην άνω πύλη του Βενιαμίν, κοντά
στο ναό του Κυρίου.
Την άλλη μέρα έβγαλε ο Πασχούρ τον
Ιερεμία από την ξυλοπέδη και αυτός του είπε: «Ο Κύριος δεν θα σε ονομάζει πια
“Πασχούρ” αλλά “Μαγόρ-Μισσαβίβ” (Τρόμος από Παντού).
Ο Κύριος λέει: “θα προξενήσω σ’ εσένα και
σ’ όλους τους φίλους σου τρόμο. Θα θανατωθούν μπροστά στα μάτια σου από τα ξίφη
των εχθρών τους. Θα παραδώσω όλους τους κατοίκους του Ιούδα στα χέρια του
βασιλιά της Βαβυλώνας και θα τους οδηγήσει αιχμαλώτους στη χώρα του ή θα τους
θανατώσει.
Θα δώσω όλο τον πλούτο αυτής της πόλης,
τις περιουσίες των κατοίκων της, τα πολύτιμα αντικείμενά της κι όλους τους
θησαυρούς των βασιλιάδων του Ιούδα στα χέρια των εχθρών τους αυτοί θα τους
λεηλατήσουν και θα τους μεταφέρουν αιχμαλώτους στη Βαβυλώνα.
Κι εσύ, Πασχούρ, και όλη η οικογένειά σου
θα πάτε στην αιχμαλωσία, στη Βαβυλώνα, κι εκεί θα πεθάνεις και θα ταφείς εσύ
και όλοι οι φίλοι σου, στους οποίους προφήτεψες ψέματα”».
Με δελέασες Κύριε, και σου παραδόθηκα. Με
άρπαξες με δύναμη και βγήκες νικητής. Εμένα έχουν στόχο πάντα οι χλευασμοί
τους. Όλοι με ειρωνεύονται.
Κάθε φορά που εξαγγέλλω του Κυρίου το
λόγο, θα πρέπει να φωνάζω «βία! αρπαγή!» Γι’ αυτό με κοροϊδεύουν και με
περιφρονούν αδιάκοπα.
Αλλά όταν λέω μέσα μου: «Ας ξεχάσω τον
Κύριο ας μην ξαναμιλήσω εξ ονόματός του», τότε ο λόγος σου στην καρδιά μου
γίνεται φωτιά, που καίει βαθιά στα κόκαλά μου. Απόκαμα να τον συγκρατώ –δεν
αντέχω πια.
Άκουσα πολλούς να ψιθυρίζουν: «Ο Τρόμος
από Παντού. Πάμε να τον καταγγείλουμε στις αρχές!» Όλοι οι φίλοι μου
παραφύλαγαν να βρουν το αδύνατο σημείο μου κι έλεγαν: «Κάτι απερίσκεπτο θα πει
και τότε θα τον παγιδέψουμε και θα τον εκδικηθούμε».
Αλλά εσύ, Κύριε, είσαι στο πλευρό μου
ωσάν γενναίος πολεμιστής. Για τούτο κι όσοι με καταδιώκουν θ’ αποτύχουν δε θα
μπορέσουν να με νικήσουν. Θα καταντροπιαστούν που απέτυχαν τα σχεδιά τους, κι
αυτή η ντροπή τους θα κρατήσει αιώνια δε θα λησμονηθεί ποτέ.
Εσύ, Κύριε του σύμπαντος, που διακρίνεις
ποιοι σου είναι πιστοί και γνωρίζεις τις επιθυμίες τους και τις σκέψεις τους,
κάνε να δω την εκδίκησή σου που θα ’ρθει πάνω τους, γιατί σ’ εσένα ανέθεσα την
υπόθεσή μου.
Ψάλτε στον Κύριο! Τον Κύριο δοξολογήστε,
γιατί απ’ τα χέρια των κακών ανθρώπων γλίτωσε τον φτωχό.
Καταραμένη η μέρα που γεννήθηκα! Ας ήταν
να χαθεί η μέρα που η μάνα μου μ’ έφερε στη ζωή. Ας πάψει να ’ναι ευλογημένη.
Καταραμένος να ’ναι ο άνθρωπος που έφερε
στον πατέρα μου τα συχαρίκια και του είπε: «απόχτησες παιδί και είναι αγόρι!»
και του ’δωσε πολλή χαρά.
Ας γίνει ο άνθρωπος αυτός καθώς οι πόλεις
που ο Κύριος τις κατέστρεψε αμετάκλητα. Ας φτάνουνε στ’ αυτιά του οιμωγές πόνου
το πρωί, κραυγές μάχης το μεσημέρι.
"Γιατί να μην πεθάνω μες στην κοιλιά
της μάνας μου; Γιατί δεν έγινε αυτή για μένα τάφος, να με βαστάξει μέσα της
παντοτινά;"
"Γιατί να βγω απ’ την κοιλιά της
μάνας μου; Να βλέπω λύπες και ταλαιπωρίες και να τελειώσω τη ζωή μου στην
ντροπή;"
είπε
Ο βασιλιάς Σεδεκίας έστειλε στον Ιερεμία
τον Πασχούρ, γιο του Μελχία, και τον ιερέα Σοφονία, γιο του Μαασεΐα, με την
ακόλουθη παράκληση:
«Ιερεμία, ρώτησε σε παρακαλούμε τον Κύριο
για μας, γιατί ο βασιλιάς της Βαβυλώνας Ναβουχοδονόσορ άρχισε πόλεμο εναντίον
μας. Ίσως ο Κύριος κάνει για χάρη μας κάποιο του θαύμα και τον αναγκάσει να
φύγει από ’δω».
Αλλά ο Ιερεμίας πήρε εντολή από τον Κύριο
να διαβιβάσει στο Σεδεκία μέσω της αντιπροσωπείας του τα εξής:
«Λέει ο Κύριος, ο Θεός του Ισραήλ: “ο
βασιλιάς της Βαβυλώνας σάς πολιορκεί με το στρατό του κι οι πολεμιστές σας
υπερασπίζονται την πόλη πολεμώντας κιόλας έξω από τα τείχη. Εγώ όμως θα
αναγκάσω τους υπερασπιστές σας να υποχωρήσουν μέσα στην πόλη.
Θα πολεμήσω εναντίον σας οργισμένος κι
αγανακτισμένος, με αποφασιστικότητα και δύναμη.
Θα θανατώσω τους κατοίκους αυτής της
πόλης άνθρωποι και ζώα θα πεθάνουν από πανώλη.
Μετά θα παραδώσω το βασιλιά του Ιούδα
Σεδεκία, τους αξιωματούχους του και το λαό της πόλης –όσους θα έχουν επιζήσει
απ’ την πανώλη, από τον πόλεμο και την πείνα– στα χέρια του βασιλιά της
Βαβυλώνας, του Ναβουχοδονόσορ και στα χέρια των εχθρών τους, που ζητούν να τους
σκοτώσουν. Εγώ, ο Κύριος το λέω. Κι ο Ναβουχοδονόσορ, σκληρός και άσπλαχνος, θα
τους κατασφάξει χωρίς έλεος”».
Μετά ο Κύριος έδωσε εντολή στον Ιερεμία
να πει στο λαό: «Λέει ο Κύριος: “σας έδωσα τη δυνατότητα να διαλέξετε ανάμεσα
στη ζωή και στο θάνατο:
Όποιος παραμείνει σ’ αυτή την πόλη θα
σκοτωθεί στον πόλεμο από τα ξίφη των εχθρών ή θα πεθάνει από την πείνα κι από
το θανατικό. Αλλά όποιος βγει και παραδοθεί στους Βαβυλώνιους που σας
πολιορκούν, θα σώσει τουλάχιστο τη ζωή του.
Αποφάσισα να κάνω κακό σ’ αυτή την πόλη
όχι καλό. Εγώ, ο Κύριος το λέω. Θα την παραδώσω στα χέρια του βασιλιά της
Βαβυλώνας και θα την κάνει στάχτη”».
Ο Ιερεμίας έλαβε την εντολή να πει στη
βασιλική οικογένεια του Ιούδα: «Ακούστε το λόγο του Κυρίου,
εσείς οι απόγονοι του Δαβίδ: “αρχίστε την
ημέρα σας αποδίδοντας δικαιοσύνη”, λέει ο Κύριος. “Γλιτώστε τον απογυμνωμένο
από τον καταπιεστή του! Αλλιώς, θα ξεσπάσει εναντίον σας ο θυμός μου σαν φωτιά
και θα σας κάψει, εξαιτίας των κακών σας έργων και κανείς δε θα μπορεί να
σβήσει αυτή τη φωτιά.
”Προσέξτε εσείς εκεί κάτω, εσείς που
κατοικείτε στο πλάτωμα του βράχου! Εγώ τώρα έρχομαι εναντίον σας. Σ’ εσάς που
ισχυρίζεστε ότι εχθρός κανείς δε θα σας επιτεθεί και δε θα μπει στα σπίτια σας!
Εγώ ο ίδιος θα σας επιτεθώ για να σας
τιμωρήσω για τα έργα σας. Φωτιά θα βάλω στις κολόνες σας τις κέδρινες, μέσα στ’
ανάκτορά σας, και θα τα καταστρέψω όλα τριγύρω”».
Ο Κύριος μου είπε: «Κατέβα στο παλάτι του
βασιλιά του Ιούδα και πες του αυτά τα λόγια:
“ακούστε το λόγο του Κυρίου, εσύ βασιλιά,
που κάθεσαι στο θρόνο του Δαβίδ, οι αξιωματούχοι σου και οι άνθρωποί σου, που
μπαινοβγαίνουν από τις πύλες του ανακτόρου σου.
Κάντε το σωστό και το δίκαιο”, λέει ο
Κύριος, “και γλιτώστε κάθε απογυμνωμένον από τον καταπιεστή του. Μην αδικείτε
και μην καταπιέζετε τους ξένους, τα ορφανά και τις χήρες και μη φονεύετε αθώους
ανθρώπους σ’ αυτό τον τόπο.
Μόνο αν κάνετε αυτά που σας λέω, τότε οι
απόγονοι του Δαβίδ θα συνεχίσουν να κάθονται στο θρόνο του και θα διαβαίνουν
τις πύλες αυτού του παλατιού καβάλα σε άμαξες και άλογα αυτοί, οι αξιωματούχοι
τους και ο λαός τους.
Αλλά αν δεν υπακούσετε σ’ αυτές τις
εντολές μου, ορκίζομαι στον εαυτό μου ότι το παλάτι αυτό θα ερειπωθεί. Εγώ το
λέω, ο Κύριος”».
Λέει ο Κύριος για το παλάτι του βασιλιά
του Ιούδα: «Είσαι για μένα όμορφο σαν τη Γαλαάδ, σαν του Λιβάνου την κορφή.
Παρ’ όλα αυτά θα σε μετατρέψω σε σωρό ερείπια, όπου κανείς δεν θα μπορεί να
κατοικήσει.
Θα στείλω εναντίον σου ανθρώπους να σε
καταστρέψουν. Αυτοί θα κόψουν με τα τσεκούρια τους τις όμορφες κέδρινες κολόνες
σου και θα τις ρίξουν στη φωτιά.
"»Πολλά έθνη θα περάσουν μέσ’ από
’δω και θα λένε αναμεταξύ τους: “γιατί ο Κύριος έκανε τέτοια καταστροφή σ’ αυτή
τη μεγάλη πόλη;”"
Και η απάντηση θα είναι: “γιατί οι
κάτοικοί της αθέτησαν τη διαθήκη του Κυρίου του Θεού τους προσκύνησαν ξένους
θεούς και τους λάτρεψαν”».
Κάτοικοι του Ιούδα, μην κλαίτε το βασιλιά
Ιωσία που πέθανε, μην τον θρηνείτε! Κλάψτε πικρά το βασιλιά Ιωάχαζ, που
οδηγήθηκε στην αιχμαλωσία και πια δε θα επιστρέψει, δε θα ξαναδεί την πατρίδα
του.
Λέει ο Κύριος για το Σαλλούμ, το βασιλιά
του Ιούδα, που βασίλεψε στη θέση του πατέρα του και που απομακρύνθηκε απ’ αυτό
τον τόπο: «Ο Σαλλούμ δεν θα ξαναγυρίσει εδώ!
Θα πεθάνει στον τόπο όπου οδηγήθηκε
αιχμάλωτος και δε θα ξαναδεί αυτή τη χώρα».
Αλίμονο σ’ αυτόν που χτίζει το παλάτι του
με αδικίες και προσθέτει σ’ αυτό ορόφους με ατιμίες που εκμεταλλεύεται τη
δουλειά των εργατών του και δεν τους πληρώνει το μισθό τους για τον κόπο τους.
«Θα χτίσω», λέει, «για τον εαυτό μου
μεγάλο παλάτι με ευρύχωρα ανώγεια δωμάτια». Ανοίγει, λοιπόν, παράθυρα και το
επενδύει με ξύλο κέδρου και το βάφει με κόκκινο χρώμα.
"Μήπως θα γίνεις καλύτερος βασιλιάς
από τους άλλους χτίζοντας παλάτι επενδυμένο με κέδρο; Ο πατέρας σου δεν έτρωγε
και δεν έπινε πλούσια; Απέδιδε όμως κρίση και δικαιοσύνη και όλα του πήγαιναν
καλά."
Απέδιδε δικαιοσύνη στον αδύναμο και στον
φτωχό και όλα τού πήγαιναν καλά. Αυτό ήταν απόδειξη ότι γνώριζε εμένα, τον
Κύριο.
Αλλά τα δικά σου μάτια και η καρδιά
βλέπουν μόνο το συμφέρον σου και δεν ενδιαφέρεσαι παρά μόνο για να φονεύεις
αθώους και να καταπιέζεις σκληρά τους ανθρώπους σου.
Γι’ αυτό ο Κύριος λέει για τον Ιωακίμ,
γιο του Ιωσία και βασιλιά του Ιούδα: «Κανένας δε θα τον θρηνήσει και δε θα πει
στον άλλο, “αλίμονο αδερφέ μου” ή “αλίμονο αδερφή μου”. Δε θα τον κλάψουν
λέγοντας, “αλίμονο άρχοντά μας! Αλίμονο βασιλιά μας!”
Θα τον θάψουν όπως τα υποζύγια, αφού τον
σύρουν και τον ρίξουν πέρα από τις πύλες της Ιερουσαλήμ».
Ο Κύριος λέει: «Κάτοικοι της Ιερουσαλήμ
ανεβείτε στο Λίβανο και φωνάξτε! Θρηνήστε στην πεδιάδα της Βασάν, φωνάξτε
δυνατά από τα βουνά Αβαρίμ, γιατί νικήθηκαν όλοι οι σύμμαχοί σας.
Σας μίλησα όταν ευημερούσατε, αλλά είπατε,
“άσε μας ήσυχους!” Αυτή ήταν η συμπεριφορά σας, από τα νιάτα σας ποτέ δεν
υπακούσατε σ’ εμένα.
Τους άρχοντές σας θα τους πάρει ο άνεμος
οι σύμμαχοί σας θα αιχμαλωτιστούν. Τότε θα ντροπιαστείτε και θα εξευτελιστείτε
για όλες τις αδικίες που έχετε διαπράξει.
Κατοικείτε στο “Λίβανο” και φτιάχνετε τη
φωλιά σας στα κέδρινα παλάτια. Πόσο θα βογκήξετε όταν σας βρουν οι πόνοι σαν
τις ωδίνες της γυναίκας που γεννάει!»
Ο Ιερεμίας, με εντολή του Κυρίου,
γνωστοποίησε το ακόλουθο μήνυμα στο βασιλιά του Ιούδα Ιωαχίν, γιο του Ιωακίμ:
«Ακόμη κι αν ήσουν σφραγιδόλιθος στο δεξί μου χέρι, ορκίζομαι στον εαυτό μου
πως θα σ’ έβγαζα και θα σε πετούσα, λέει ο Κύριος.
Θα σε παραδώσω σ’ εκείνους που ζητούν να
σε σκοτώσουν και τους φοβάσαι στα χέρια του Ναβουχοδονόσορ, βασιλιά της
Βαβυλώνας, και των στρατευμάτων του.
Εσένα και τη μάνα που σε γέννησε θα σας
παραπετάξω μακριά σε ξένη χώρα, σε άλλη γη από κείνην όπου γεννηθήκατε, και θα
πεθάνετε εκεί.
Θα λαχταράτε να ξανάρθετε πίσω σ’ αυτή τη
χώρα, αλλά δε θα γυρίσετε ποτέ».
"Τόσο άχρηστος λοιπόν έγινε αυτός ο
άνθρωπος, ο Ιωαχίν; Μοιάζει με σπασμένο δοχείο, παραπεταμένο, ένα σκεύος που
κανένας δεν το θέλει πια! Γιατί εκπατρίστηκε αυτός και τα παιδιά του, διωγμένοι
σε μια χώρα που τους είναι άγνωστη;"
Αχ εσύ, χώρα μου, χώρα μου, άκου το λόγο
του Κυρίου:
«Σημείωσε πλάι στο όνομα αυτού του
ανθρώπου, στον κατάλογο των βασιλιάδων, τη φράση “Άτεκνος - Αποτυχημένος σ’ όλη
του τη ζωή”. Γιατί κανείς από τους απογόνους του δε θα κατορθώσει να καθίσει
στο θρόνο του Δαβίδ και να ασκήσει την εξουσία στο βασίλειο του Ιούδα».
«Αλίμονο στους άρχοντες, του λαού μου!»
λέει ο Κύριος. «Ποιμένες που καταστρέφουν και διασκορπίζουν τα κοπάδια μου».
Γι’ αυτό ο Κύριος, ο Θεός του Ισραήλ,
λέει για τους άρχοντες που κυβερνούν το λαό του: «Εσείς διασκορπίσατε το κοπάδι
μου, το παραπλανήσατε, δεν το φροντίσατε. Τώρα κι εγώ θα σας τιμωρήσω για τις
κακές σας πράξεις.
»Εγώ ο ίδιος θα συγκεντρώσω τα υπόλοιπα
πρόβατά μου από τις χώρες όπου τα διασκόρπισα και θα τα φέρω πάλι στα
βοσκοτόπια τους, θ’ αποκτήσουν πολλά παιδιά και θα πληθύνουν.
Θα ορίσω σ’ αυτά ποιμένες να τα
κατευθύνουνε αυτοί θα τα φροντίζουν και χάρη σ’ αυτούς τα πρόβατα δε θα
φοβούνται ούτε θα τρομάζουν κανένα τους δε θα χαθεί ξανά», λέει ο Κύριος.
«Έρχεται η μέρα», λέει ο Κύριος, «που θ’ αναδείξω
βασιλιά ένα γνήσιο βλαστό του Δαβίδ. Αυτός θα βασιλέψει μ’ επιτυχία θα κρίνει
δίκαια στη χώρα, γιατί ο ίδιος θα υπακούει στο νόμο του Θεού.
Στις μέρες του, θα ελευθερωθούν απ’ τους
εχθρούς τους οι κάτοικοι του Ιούδα και θα ζήσουν με ασφάλεια οι κάτοικοι του
βασιλείου του Ισραήλ. Το όνομα που θα του δοθεί θα ’ναι “ο Κύριος είναι η
δικαίωσή μας”.
»Γι’ αυτό έρχονται μέρες», λέει ο Κύριος,
«που όταν ορκίζονται δε θα λένε πια “μα τον αληθινό Θεό, που έβγαλε τους
Ισραηλίτες από την Αίγυπτο”,
αλλά θα λένε “μα τον αληθινό Θεό, που
έβγαλε τους απογόνους του Ισραήλ από τη χώρα του βορρά” και από τις άλλες χώρες
που τους είχα διασκορπίσει. Τότε θα τους έχω φέρει να κατοικήσουν στη χώρα
τους».
Λόγοι σχετικοί με τους προφήτες. Η καρδιά
μου σπαράζει κι όλο μου το σώμα τρέμει. Είμαι σαν μεθυσμένος, ωσάν αναίσθητος
απ’ το κρασί, απ’ όσα ο Κύριος, ο Άγιος Θεός μού είπε:
«Η χώρα γέμισε μοιχούς. Όλοι φέρνονται
πονηρά κι είναι στην αδικία ασυναγώνιστοι. Πενθεί η χώρα για την κατάρα του
Κυρίου, τα βοσκοτόπια της στέπας ξεράθηκαν.
Οι προφήτες και οι ιερείς είναι
διεφθαρμένοι τους έπιασα να ασεβούν και μέσα ακόμη στο ναό μου», λέει ο Κύριος.
«Γι’ αυτό θα γλιστρούν και θα πέφτουν στο
δρόμο τους. Ο ένας θα παρασύρει τον άλλον στο σκοτάδι και τελικά όλοι μαζί θα
γκρεμιστούν. Συμφορά θα φέρω εναντίον τους το χρόνο της τιμωρίας τους. Εγώ το
λέω, ο Κύριος».
«Είδα τα όσα βδελυρά έκαναν οι προφήτες
της Σαμάρειας», λέει ο Κύριος: Προφήτευαν στο όνομα του Βάαλ και παραπλανούσαν
το λαό μου τον Ισραήλ.
Τώρα όμως βλέπω και τα όσα τερατώδη
κάνουν οι προφήτες της Ιερουσαλήμ: Μοιχεύουν και ψεύδονται ενθαρρύνουν τους
ασυνείδητους να κάνουν το κακό και κανένας τους δεν σκέφτεται ν’ αλλάξει. Όλοι
αυτοί οι προφήτες είναι για μένα σαν τους κατοίκους των Σοδόμων και οι κάτοικοι
της Ιερουσαλήμ σαν τους κατοίκους των Γομόρρων.
Γι’ αυτό κι εγώ, ο Κύριος του σύμπαντος,
λέω για τους προφήτες της Ιερουσαλήμ: «Θα τους δώσω πικρά χόρτα να φάνε και
δηλητήριο να πιουν, γιατί έγιναν εστία μολύνσεως για ολόκληρη τη χώρα».
Λέει ο Κύριος του σύμπαντος: «Μην ακούτε
τα λόγια των προφητών που σας γεμίζουν με ψεύτικες ελπίδες! Σας μιλάνε για
οράματα που βγαίνουν από το μυαλό τους και όχι από το στόμα μου.
Λένε διαρκώς σ’ αυτούς που με
περιφρονούν: “ο Κύριος είπε πως θα πάνε όλα καλά για σας”, ακόμα λένε και σ’
εκείνους που ακολουθούν τις πονηρές επιθυμίες τους πως δε θα τους βρει κακό.
Κανείς τους δεν συσκέφθηκε ποτέ μαζί μου
ούτε με είδε ούτε άκουσε τα σχέδιά μου. Κανείς δεν πρόσεξε και δεν κατάλαβε τα
λόγια μου!»
Η οργή του Κυρίου σαν ορμητικός
ανεμοστρόβιλος ξέσπασε πάνω στα κεφάλια των ασεβών.
Δε θα σταματήσει ωσότου εκπληρώσει αυτό
που σκέφτεται ο Κύριος να κάνει. Στις μέρες που έρχονται θα το καταλάβετε καλά.
«Δεν τους έστειλα εγώ αυτούς τους
προφήτες», λέει ο Κύριος, «όμως αυτοί έτρεξαν να πάνε. Δεν τους μίλησα, όμως
αυτοί κηρύττουν εξ ονόματός μου.
Αν πράγματι είχαν συσκεφθεί μαζί μου,
τότε θα μπορούσαν να κηρύξουν στο λαό μου τα λόγια μου και να τους αποτρέψουν
από την κακή ζωή που ζουν κι από τα πονηρά τους έργα.
"Νομίζετε πως είμαι Θεός που
βρίσκομαι κοντά σας;» λέει ο Κύριος. «Όχι! Είμαι Θεός που βρίσκομαι μακριά
σας."
Κανείς δεν μπορεί να κρυφτεί κάπου τόσο
καλά, που να μην τον βρίσκω. Δεν υπάρχει τόπος στον ουρανό ούτε στη γη που να
μην είμαι εκεί».
Λέει ο Κύριος: «Άκουσα τις ανοησίες των
προφητών που ισχυρίζονται ότι μιλούν εξ ονόματός μου. “Είδα όνειρο, είδα
όνειρο!” λένε. Είναι όμως ψέματα.
"Ως πότε αυτοί οι προφήτες θα
παραπλανούν το λαό μου με ψέματα και θα διαδίδουν τις φαντασιώσεις τους;"
Αυτοί που καυχώνται ο ένας στον άλλο για
τα όνειρά τους, επιδιώκουν να λησμονήσει ο λαός μου ποιος είμαι όπως με
λησμόνησαν οι πρόγονοί τους και στράφηκαν στο Βάαλ.
»Ο προφήτης που έχει δει ένα όνειρο ας το
διηγηθεί», λέει ο Κύριος. «Κι αυτός που άκουσε το λόγο μου ας τον διακηρύξει
πιστά. Θα φανεί πού είναι το άχυρο και πού είναι το σιτάρι!
Το δίχως άλλο, ο λόγος μου είναι σαν τη
φωτιά, σαν το σφυρί που σπάει το βράχο.
»Γι’ αυτό εγώ είμαι εναντίον των προφητών
εκείνων, που κλέβουν το μήνυμα ο ένας απ’ τον άλλον και ισχυρίζονται ότι το
έχουν πάρει από μένα.
Είμαι εναντίον των προφητών εκείνων, που
παρουσιάζουν τα δικά τους λόγια για δικά μου.
Είμαι εναντίον των προφητών που λέν’ για
προφητείες τα όνειρά τους, τα διηγούνται και παραπλανούν το λαό μου με τα
χονδροειδή ψεύδη τους. Εγώ δεν τους έδωσα καμιά αποστολή ούτε καμιά εντολή. Θα
βλάψουν το λαό αυτό», λέει ο Κύριος.
"Ο Κύριος μου είπε: «Αν κάποιος από
το λαό αυτό ή ένας προφήτης ή ένας ιερέας σε ρωτήσουν, “τι βάρος θα μας
φορτώσει πάλι ο Κύριος;” να τους πεις: “εσείς είστε που γίνατε για μένα βάρος”,
λέει ο Κύριος. “Γι’ αυτό κι εγώ θα σας πετάξω από πάνω μου”."
Αν κάποιος από το λαό ή ένας προφήτης ή
ένας ιερέας τολμήσει να πει, “τι βάρος έβαλε πάνω μας ο Κύριος!” θα τον
τιμωρήσω αυτόν και όλη του την οικογένεια».
"Αντί γι’ αυτό, πρέπει τούτο ο ένας
τον άλλο να ρωτάτε: «Τι απάντησε ο Κύριος;» Ή, «τι είπε ο Κύριος;»"
Δε θα ξαναρωτήσετε πια, «τι βάρος έβαλε ο
Κύριος πάνω μας». Αυτός που θα ρωτήσει, θα βάλει βάρος πάνω στον εαυτό του,
γιατί διαστρέψατε τους λόγους του αληθινού Θεού, του Κυρίου του σύμπαντος, του
Θεού μας.
"Εκείνο που πρέπει κανείς να ρωτάει
τον προφήτη είναι: «Τι απάντησε ο Κύριος;» Ή, «Τι είπε ο Κύριος;»"
"Αν όμως αρχίστε να ξαναρωτάτε: «Τι
βάρος θα βάλει πάλι πάνω μας ο Κύριος;» τότε κι εκείνος λέει: «Επειδή δεν
υπακούσατε στην προειδοποίησή μου,"
εγώ θα σας αποτινάξω από πάνω μου σαν
αβάσταχτο βάρος και θα σας διώξω από κοντά μου εσάς και την πόλη που έδωσα σ’
εσάς και στους προγόνους σας.
Θα φέρω πάνω σας ντροπή και καταισχύνη
αιώνια, που δε θα την ξεχάσετε ποτέ».
Ο Κύριος μου έδειξε δύο καλάθια με σύκα,
που ήταν τοποθετημένα μπροστά στο ναό του. Αυτό συνέβη μετά που ο
Ναβουχοδονόσορ, βασιλιάς της Βαβυλώνας, είχε αιχμαλωτίσει το βασιλιά του Ιούδα
Ιωαχίν, γιο του Ιωακίμ και μαζί του τους αξιωματούχους του βασιλείου, τους
σιδηρουργούς και τους κατασκευαστές οχυρωματικών έργων. Από την Ιερουσαλήμ τους
είχε μεταφέρει στη Βαβυλώνα.
Το ένα καλάθι είχε μέσα πολύ καλά, πρώιμα
σύκα, ενώ το άλλο είχε μέσα χαλασμένα σύκα, που δεν τρώγονταν.
"Τότε ο Κύριος με ρώτησε: «Τί
βλέπεις, Ιερεμία;» «Σύκα», απάντησα. «Ετούτα εδώ είναι εξαιρετικά, αλλά εκείνα
είναι πολύ χαλασμένα δεν τρώγονται»."
Τότε ο Κύριος, ο Θεός του Ισραήλ, μού
είπε: «Όπως βλέπει κανείς με ευχαρίστηση τα καλά σύκα, έτσι κι εγώ θα δω με
συμπάθεια τους αιχμαλώτους του βασιλείου του Ιούδα, που τους έστειλα από τον
τόπο αυτό στη Βαβυλώνα.
Θα τους δείξω την εύνοιά μου και θα τους
ξαναφέρω σ’ αυτή τη χώρα. Θα ξαναχτίσω και δε θα γκρεμίσω πια θα ξαναφυτέψω και
δε θα ξεριζώσω πια.
Θα τους βοηθήσω να καταλάβουν ότι εγώ
είμαι ο Κύριος. Θα επιστρέψουν σ’ εμένα μ’ όλη τους την καρδιά και τότε αυτοί
θα είναι λαός μου κι εγώ Θεός τους.
»Όμως το βασιλιά του Ιούδα Σεδεκία, τους
αξιωματούχους του και τους υπόλοιπους κατοίκους της Ιερουσαλήμ, είτε έμειναν
στη χώρα είτε κατέφυγαν στην Αίγυπτο, θα τους μεταχειριστώ όπως τα χαλασμένα
σύκα που δεν τρώγονται.
Θα τους διασκορπίσω παντού σε όλα τα
βασίλεια της γης. Εκεί θα τους κακοποιήσουν, θα τους εξευτελίσουν και θα τους
χλευάζουν. Θα τους λοιδορούν και θα τους καταριούνται σ’ όλους τους τόπους όπου
θα τους έχω διώξει”.
Θα τους στείλω πόλεμο, πείνα κι
ασθένειες, ωσότου εξαφανιστούν από τη χώρα που έδωσα σ’ αυτούς και στους
προγόνους τους».
Το τέταρτο έτος της βασιλείας του Ιωακίμ,
γιου του Ιωσία και βασιλιά του Ιούδα, που αντιστοιχούσε στο πρώτο έτος της
βασιλείας του Ναβουχοδονόσορ, βασιλιά της Βαβυλώνας, ο Κύριος ανέθεσε στον
Ιερεμία να μιλήσει σχετικά με όλο το λαό του Ιούδα.
Να τι είπε, λοιπόν, ο προφήτης σ’ όλο το
βασίλειο του Ιούδα και στους κατοίκους της Ιερουσαλήμ:
«Από το δέκατο τρίτο έτος της βασιλείας
του Ιωσία, γιου του Αμών και βασιλιά του Ιούδα, για είκοσι τρία χρόνια μέχρι
σήμερα, ο Κύριος μου μιλούσε και εγώ επανειλημμένα σας διαβίβαζα αυτά που μου
έλεγε, εσείς όμως δε δίνατε σημασία.
Ο Κύριος έστελνε συνεχώς τους δούλους του
τους προφήτες, εσείς όμως δεν ακούγατε ούτε δίνατε καμιά προσοχή.
“Επιστρέψτε”, σας έλεγε, “απ’ τον κακό
σας δρόμο, σταματήστε τις κακές σας πράξεις, αν θέλετε να κατοικήσετε στη χώρα
που έχω δώσει σ’ εσάς και στους προγόνους σας από παλιά για μόνιμη ιδιοκτησία.
Μην τρέχετε πίσω από ξένους θεούς για να
τους λατρεύετε και να τους προσκυνάτε. Μη με εξοργίζετε με τα είδωλα που
κατασκευάσατε με τα χέρια σας, για να μη σας τιμωρήσω”.
»Τώρα ο Κύριος του σύμπαντος λέει:
“ωστόσο δεν ακούσατε τα λόγια μου. Με εξοργίσατε με τα είδωλα που οι ίδιοι
κατασκευάσατε και προκαλέσατε την καταστροφή σας.
Γι’ αυτό κι εγώ θα στείλω να συνάξω όλα
τα έθνη από το βορρά, με επικεφαλής το δούλο μου το Ναβουχοδονόσορ, βασιλιά της
Βαβυλώνας. Θα τους φέρω να χτυπήσουνε τη χώρα αυτή, τους κατοίκους της κι όλα
τα γύρω έθνη θα καταστρέψω αυτή τη χώρα για πάντα και θα τη μετατρέψω σε
ερείπια, που όσοι τα βλέπουν θα τρομάζουν και θα θρηνούν.
Θα κάνω να χαθούν από τις γειτονιές σας
οι θόρυβοι των πανηγυριών, οι κραυγές της χαράς και τα τραγούδια των νιόπαντρων
θα πάψει ο ήχος της μυλόπετρας και θα σβήσει το φως του λυχναριού.
Όλη ετούτη η χώρα θα γίνει ερείπια και θα
προκαλεί τη φρίκη και όλα αυτά τα έθνη θα υπηρετήσουν το βασιλιά της Βαβυλώνας
για εβδομήντα χρόνια.
”Όταν περάσουν αυτά τα εβδομήντα χρόνια”,
λέει ο Κύριος, “θα τιμωρήσω το βασιλιά της Βαβυλώνας και το έθνος του για την
αμαρτία τους και θα ερημώσω τη χώρα τους για πάντα.
Θα εκπληρώσω όλα όσα ανάγγειλα εναντίον
της χώρας εκείνης. Είναι γραμμένα στο βιβλίο με τις προφητείες που ο Ιερεμίας
προφήτεψε εναντίον των εθνών.
Πολλά έθνη και μεγάλοι βασιλιάδες θα
υποδουλώσουν και τους Βαβυλώνιους έτσι θ’ ανταποδώσω και σ’ εκείνους ανάλογα με
τα έργα τους”».
Ο Κύριος ο Θεός του Ισραήλ μου είπε:
«Πάρε αυτό εδώ το ποτήρι του κρασιού, που είναι γεμάτο με το θυμό μου και
πότισε όλα τα έθνη στα οποία σε στέλνω.
Πρέπει όλο να το πιουν. Θα ζαλιστούν και
θα παραφρονήσουν, όταν θα δούνε τη σφαγή που θα προκαλέσω ανάμεσά τους».
Πήρα λοιπόν το ποτήρι από το χέρι του
Κυρίου και πότισα όλα τα έθνη, στα οποία με έστειλε ο Κύριος.
Πότισα την Ιερουσαλήμ και τις πόλεις του
Ιούδα μαζί με τους βασιλιάδες τους και τους αρχηγούς τους, ώστε να τις ερημώσω
και να προκαλούν τη φρίκη, το χλευασμό και την κατάρα, όπως συμβαίνει και
σήμερα.
Πότισα το βασιλιά της Αιγύπτου, τους
αξιωματούχους του, τους αρχηγούς του και όλο το λαό του
όλους τους ξένους που ζουν στην Αίγυπτο,
και τους βασιλιάδες της χώρας Ουζ και της χώρας των Φιλισταίων, της Ασκάλωνας,
της Γάζας, της Εκρών και του υπολοίπου της Ασδώδ.
Πότισα τους Εδωμίτες, τους Μωαβίτες και
τους Αμμωνίτες,
και τους βασιλιάδες της Τύρου, της
Σιδώνας και των χωρών που βρίσκονται πέρα απ’ τη θάλασσα.
Πότισα τους κατοίκους της Δεδάν, της
Ταιμά και της Βουζ κι όλους αυτούς που έχουν ξυρισμένους τους κροτάφους τους.
τους βασιλιάδες της Αραβίας και των
διαφόρων λαών που ζουν στην έρημο
τους βασιλιάδες της Ζιμρή, της Αιλάμ και
της Μηδίας
τους βασιλιάδες του βορρά, τους κοντινούς
και τους μακρινούς, τον ένα μετά τον άλλον, όλα της οικουμένης τα βασίλεια.
Τέλος πότισα και το βασιλιά της Σησάχ –θα πιει κι αυτός μαζί τους.
Τότε ο Κύριος του σύμπαντος, ο Θεός του
Ισραήλ, με πρόσταξε να πω εκ μέρους του στα έθνη: «Πιείτε ώσπου να μεθύσετε και
να κάνετε εμετό. Να πέσετε στη γη δίχως και να μπορείτε να σηκωθείτε, απ’ τη
σφαγή που εγώ θα προκαλέσω ανάμεσά σας».
Αν αρνηθούν να πάρουν το ποτήρι από το
χέρι σου για να πιουν, τότε θα τους πεις ότι ο Κύριος του σύμπαντος λέει: «Θα
το πιείτε οπωσδήποτε.
"Αφού εγώ αρχίζω να τιμωρώ τη δική
μου πόλη, νομίζετε πως εσείς θα μείνετε ατιμώρητοι; Όχι, δεν θα μείνετε ατιμώρητοι.
Εγώ θα ξεσηκώσω πόλεμο εναντίον όλων των κατοίκων της γης. Εγώ το λέω, ο Κύριος
του σύμπαντος."
»Εσύ ανάγγειλέ τους όλους αυτούς τους
λόγους και πες τους: “ο Κύριος θα βρυχηθεί από ψηλά και θα φωνάξει από την άγια
κατοικία του. Θα βρυχηθεί δυνατά προς όλους τους κατοίκους της γης, όπως
φωνάζουν εκείνοι που πατάνε τα σταφύλια.
Ο θόρυβος θα φτάσει ως τα πέρατα της γης,
γιατί ο Κύριος έχει διαφορές με τα έθνη. Θα οδηγήσει όλους τους ανθρώπους στο
δικαστήριο, θα παραδώσει στη σφαγή τους ασεβείς”».
Λέει ο Κύριος του σύμπαντος: «Από τις
άκριες της γης, μεγάλος ανεμοστρόβιλος θα σηκωθεί και στο ένα έθνος ύστερ’ από
το άλλο θα ξεσπάσει καταστροφή».
Θα πέφτουνε τη μέρα εκείνη σκοτωμένοι από
τον Κύριο παντού πάνω στη γη. Και δε θα τους θρηνήσουν ούτε θα συλλέξουν τα
πτώματά τους ούτε θα τους θάψουν. Θα γίνουνε κοπριά πάνω στη γη.
Κλάψτε και δυνατά φωνάξτε σεις, οι
ποιμένες των εθνών! Στο χώμα κυλιστείτε, άρχοντες του λαού! Γιατί οι μέρες
φτάσανε που θα σας σφάξω και θα σας διαμελίσω σαν κριάρια, θα συντριφθείτε σαν
αγγείο πολύτιμο.
Δε θα υπάρξει καταφύγιο για τους ποιμένες
των εθνών, δε θα μπορέσουν να ξεφύγουν του λαού οι άρχοντες.
Φωνάζουν δυνατά οι ποιμένες των εθνών, με
λυγμούς κλαίνε του λαού οι άρχοντες, γιατί κατέστρεψε ο Κύριος τη βοσκή τους.
Ερείπια γίναν’ οι ειρηνικές σας χώρες απ’
του Κυρίου το φοβερό θυμό.
Ο Κύριος εγκατέλειψε το λαό του, όπως
αφήνει το λιοντάρι την κατοικία του. Η φοβερή σφαγή και του Κυρίου ο θυμός
ερήμωσαν τη χώρα.
Στις αρχές της βασιλείας του Ιωακίμ, γιου
του Ιωσία και βασιλιά του Ιούδα, μου μίλησε ο Κύριος:
«Στάσου», μου είπε, «στην αυλή του ναού
μου και πες όλα όσα σε προστάζω να πεις στους κατοίκους των πόλεων του Ιούδα,
που έρχονται εκεί να προσκυνήσουν. Μην παραλείψεις τίποτα.
Ίσως ακούσουν κι αφήσουν την κακή ζωή που
ζουν. Τότε κι εγώ θα μετανιώσω για την καταστροφή που σχεδιάζω εναντίον τους
λόγω των κακών τους πράξεων.
Πες τους, λοιπόν, ότι εγώ ο Κύριος τους
λέω: “ακούστε με όταν σας προστάζω να εφαρμόζετε το νόμο που σας έχω δώσει!
Ακούστε τα λόγια των δούλων μου των
προφητών, που επανειλημμένα σας τους έστειλα αλλά εσείς δεν δώσατε καμιά
προσοχή.
Αν δεν υπακούσετε, θα καταστρέψω αυτόν το
ναό, όπως τη Σιλώ, και το όνομα αυτής εδώ της πόλης θα το χρησιμοποιούν όλα τα
έθνη της γης όταν θα δίνουν κατάρες”».
Οι ιερείς, οι προφήτες και όλος ο λαός
άκουσαν τον Ιερεμία που έλεγε αυτά τα λόγια στο ναό του Κυρίου.
Όταν ο Ιερεμίας τελείωσε όλα όσα τον είχε
διατάξει ο Κύριος, τότε αυτοί τον έπιασαν και του είπαν: «Τώρα θα πεθάνεις!
"Πώς τόλμησες να πεις ότι ο ναός θα
γίνει σαν τη Σιλώ και ότι η πόλη αυτή θα ερημωθεί και κανείς δε θα μένει πια σ’
αυτήν; Αυτό δεν είναι προφητεία στ’ όνομα του Κυρίου». Κι όλος ο λαός
συγκεντρώθηκε εναντίον του Ιερεμία μπροστά εκεί στο ναό του Κυρίου."
Όταν οι άρχοντες του βασιλείου του Ιούδα
έμαθαν τι συνέβαινε, ανέβηκαν από το παλάτι του βασιλιά και ήρθαν στο ναό και
πήραν τις θέσεις τους μπροστά στη Νέα Πύλη.
Τότε οι ιερείς και οι προφήτες
κατήγγειλαν στους άρχοντες και σ’ όλο το λαό: «Ο άνθρωπος αυτός πρέπει να
πεθάνει, γιατί τόλμησε να μιλήσει ως προφήτης εναντίον αυτής της πόλης, όπως
ακούσατε κι εσείς με τ’ αυτιά σας».
Τότε ο Ιερεμίας είπε σ’ όλους αυτούς: «Ο
Κύριος με έστειλε να αναγγείλω όλα όσα ακούσατε εναντίον του ναού κι αυτής της
πόλης.
Διορθώστε λοιπόν τώρα τον τρόπο της ζωής
σας και τις πράξεις σας και υπακούστε στον Κύριο, το Θεό σας. Τότε θα
μετανιώσει κι εκείνος για την καταστροφή που απειλεί εναντίον σας.
Όσο για μένα είμαι στη διάθεσή σας. Κάντε
μου ό,τι νομίζετε πως είναι δίκαιο και σωστό.
Αλλά να ξέρετε καλά ότι αν με σκοτώσετε,
θα είστε ένοχοι εσείς, η πόλη αυτή και οι κάτοικοί της. Εγώ είμαι αθώος, γιατί
ο Κύριος μ’ έστειλε σ’ εσάς για να σας προειδοποιήσω».
Τότε οι άρχοντες και όλος ο λαός είπαν
στους ιερείς και στους προφήτες: «Δεν πρέπει να καταδικαστεί σε θάνατο ο άνθρωπος
αυτός! Μας μίλησε στο όνομα του Κυρίου του Θεού μας».
Τότε σηκώθηκαν μερικοί από τους
πρεσβυτέρους της χώρας και είπαν σ’ όλη τη σύναξη του λαού:
«Ο Μιχαίας ο Μωρασθίτης είχε προφητέψει
τον καιρό που βασιλιάς του Ιούδα ήταν ο Εζεκίας, και είχε πει σ’ όλο το λαό του
Ιούδα: “ο Κύριος του σύμπαντος λέει ότι η Σιών θα οργωθεί σαν χωράφι η
Ιερουσαλήμ θα γίνει σωρός ερείπια κι ο λόφος του ναού θα σκεπαστεί από
θάμνους”.
Ο Εζεκίας και οι κάτοικοι του Ιούδα δεν
τον σκότωσαν. Υποτάχθηκαν στον Κύριο κι έκαναν ό,τι μπορούσαν για να τον
ευχαριστήσουν. Τότε εκείνος μετάνιωσε για την καταστροφή που είχε εξαγγείλει
εναντίον τους. Ενώ εμείς τώρα πάμε να κάνουμε ένα τόσο μεγάλο αμάρτημα σε βάρος
μας!»
Εκείνη την εποχή υπήρχε ακόμη κάποιος που
λεγόταν Ουρίας, γιος του Σεμαΐα από την Κιριάθ-Ιαρίμ που προφήτευε στο όνομα
του Κυρίου. Αυτός προφήτεψε ενάντια στην πόλη και στην χώρα αυτή, το ίδιο
ακριβώς όπως και ο Ιερεμίας.
Ο βασιλιάς Ιωακίμ, οι στρατιώτες του και
οι άρχοντες έμαθαν τα όσα έλεγε ο Ουρίας. Γι’ αυτό ο βασιλιάς γύρευε να τον
σκοτώσει. Όταν το άκουσε ο Ουρίας φοβήθηκε κι έφυγε στην Αίγυπτο.
Ο βασιλιάς έστειλε τότε στην Αίγυπτο τον
Ελιαθάν, γιο του Αχβώρ, και μερικούς άλλους ακόμη για να τον πιάσουν.
Αυτοί έφεραν τον Ουρία πίσω στο βασιλιά.
Με διαταγή του τον έσφαξαν και έριξαν το πτώμα του στο δημόσιο νεκροταφείο.
Τον Ιερεμία όμως τον προστάτευε ο Αχικάμ,
γιος του Σαφάν. Αυτός φρόντισε να μην παραδοθεί στα χέρια του λαού κι έτσι ο
Ιερεμίας γλίτωσε το θάνατο.
Στην αρχή της βασιλείας του Σεδεκία, γιου
του Ιωσία και βασιλιά του Ιούδα, ο Κύριος μου είπε:
«Φτιάξε ζυγούς με σχοινιά και ξύλα και
βάλε τους στον τράχηλό σου.
Έπειτα στείλε τους στους βασιλιάδες των
Εδωμιτών, των Μωαβιτών, των Αμμωνιτών, της Τύρου, και της Σιδώνας, με
αγγελιαφόρους που έχουν έρθει στο βασιλιά του Ιούδα Σεδεκία, στην Ιερουσαλήμ.
Και διάταξέ τους να μεταφέρουν στους
κυρίους τους αυτό που εγώ, ο Κύριος του σύμπαντος, ο Θεός του Ισραήλ, έχω να
τους πω:
“εγώ δημιούργησα τη γη, τους ανθρώπους
και τα ζώα που βρίσκονται πάνω σ’ αυτήν με τη μεγάλη και ακαταμάχητη δύναμή μου
και σ’ όποιον θέλω τη δίνω.
Τώρα λοιπόν δίνω όλες αυτές τις χώρες στα
χέρια του δούλου μου, του βασιλιά της Βαβυλώνας Ναβουχοδονόσορ. Σ’ αυτόν δίνω
ακόμα και τα άγρια ζώα για να τον υπηρετούν.
Όλα τα έθνη θα υπηρετούν αυτόν και το γιο
του και τον εγγονό του, ωσότου έρθει ο καιρός να υποταχθεί και η δική του χώρα
σε άλλα έθνη ισχυρά και σε μεγάλους βασιλιάδες, που θα τον υποδουλώσουν.
Το έθνος ή το βασίλειο που δε θα
υπηρετήσει το βασιλιά της Βαβυλώνας Ναβουχοδονόσορ και δε θα υποταχθεί σ’
αυτόν, θα το τιμωρήσω με πόλεμο, με πείνα και με ασθένειες, ώσπου με τη δύναμη
του Ναβουχοδονόσορ να το καταστρέψω τελείως. Εγώ το λέω, ο Κύριος.
Όλοι εσείς, μην ακούτε τους προφήτες σας
και τους μάντεις σας, τους ενυπνιαστές σας, τους οιωνοσκόπους σας και τους
μάγους σας, που σας λένε ότι δε θα υποδουλωθείτε στο βασιλιά της Βαβυλώνας.
Αυτοί σας προφητεύουν ψέματα και έτσι θα
σας απομακρύνουν από τη χώρα σας. Εγώ θα σας διώξω και θα εξαφανιστείτε.
Αλλά το έθνος που θα υποδουλωθεί στο
βασιλιά της Βαβυλώνας και θα τον υπηρετήσει, αυτό θα το αφήσω να παραμείνει στη
χώρα του. Θα την καλλιεργεί και θα κατοικεί σ’ αυτήν. Εγώ το λέω, ο Κύριος”».
Εγώ είπα τα ίδια και στο βασιλιά του
Ιούδα Σεδεκία: «Υποδουλωθείτε στο βασιλιά της Βαβυλώνας, υποταχθείτε σ’ αυτόν
και στο λαό του, και θα επιζήσετε.
"Γιατί θέλετε να πεθάνετε, εσύ και ο
λαός σου, στον πόλεμο ή από την πείνα ή τις ασθένειες; Αυτά προειδοποίησε ο
Κύριος ότι θα πάθει κάθε έθνος που δε θα υποταχθεί στο βασιλιά της
Βαβυλώνας."
Γι’ αυτό, μην ακούτε τα λόγια των
προφητών που σας λένε ότι δε θα υπηρετήσετε το βασιλιά της Βαβυλώνας. Αυτοί σας
προφητεύουν ψέματα.
“Δεν τους έστειλα εγώ”, λέει ο Κύριος.
“Από μόνοι τους προφητεύουν ψέματα, επικαλούμενοι το όνομά μου. Γι’ αυτό κι εγώ
θα σας διώξω από ’δω και θα καταστραφείτε μαζί με τους προφήτες που σας
προφητεύουν”».
Τα ίδια είπα και στους ιερείς και σ’ όλον
το λαό: «Λέει ο Κύριος: “μην ακούτε αυτά που σας λένε οι προφήτες σας, ότι τα
σκεύη του ναού του Κυρίου θα επιστραφούν από τη Βαβυλώνα πολύ σύντομα. Ψέματα
σας προφητεύουν.
"Μην τους ακούτε! Υπηρετήστε το
βασιλιά της Βαβυλώνας και θα γλιτώσετε τη ζωή σας γιατί να ερημωθεί αυτή η
πόλη;"
Αν αυτοί ήταν πράγματι προφήτες και ο
Κύριος του σύμπαντος τους είχε εμπιστευθεί το λόγο του, θα τον ικέτευαν να μην
αφήσει να μεταφερθούν στη Βαβυλώνα τα σκεύη που απόμειναν στο ναό ή στην πόλη
και στο παλάτι του βασιλιά του Ιούδα”.
»Οι στύλοι, η χάλκινη λεκάνη, οι βάσεις
των λουτήρων και τα υπόλοιπα σκεύη είναι ακόμα σ’ αυτή την πόλη. Ο βασιλιάς της
Βαβυλώνας Ναβουχοδονόσορ δεν τα πήρε, όταν μετέφερε αιχμάλωτο από την
Ιερουσαλήμ στη Βαβυλώνα τον Ιωαχίν, γιο του Ιωακίμ και βασιλιά του Ιούδα, καθώς
και όλους τους ευγενείς του Ιούδα και της Ιερουσαλήμ. Αλλά ο Κύριος του
σύμπαντος, ο Θεός του Ισραήλ λέει: “οι θησαυροί που έχουν απομείνει στο ναό,
στο παλάτι του βασιλιά του Ιούδα και της Ιερουσαλήμ,
θα μεταφερθούν στη Βαβυλώνα και θα παραμείνουν
εκεί, ως την ημέρα που εγώ θα φροντίσω γι’ αυτά τότε θα τα φέρω πίσω και θα τα
ξανατοποθετήσω στο χώρο αυτόν”».
Το ίδιο εκείνο έτος, στην αρχή της
βασιλείας του Σεδεκία, βασιλιά του Ιούδα, τον πέμπτο μήνα του τέταρτου έτους, ο
προφήτης Ανανίας, γιος του Αζούρ, από τη Γαβαών, μου είπε μέσα στο ναό του
Κυρίου, μπροστά στους ιερείς και σ’ όλον το λαό:
«Ο Κύριος του σύμπαντος, ο Θεός του
Ισραήλ, λέει: “έσπασα το ζυγό του βασιλιά της Βαβυλώνας!
Δυο χρόνια ακόμα και θα ξαναφέρω στο χώρο
αυτόν όλα τα σκεύη του ναού του Κυρίου, που τα είχε πάρει ο βασιλιάς της
Βαβυλώνας Ναβουχοδονόσορ από το χώρο αυτόν για να τα μεταφέρει στη Βαβυλώνα.
Και θα ξαναφέρω εδώ τον Ιωαχίν, γιο του
Ιωακίμ και βασιλιά του Ιούδα και όλους τους αιχμαλώτους από το βασίλειο του
Ιούδα που είχαν μεταφερθεί στη Βαβυλώνα, γιατί θα συντρίψω το ζυγό του βασιλιά
της Βαβυλώνας. Εγώ το λέω, ο Κύριος”».
Ο προφήτης Ιερεμίας απάντησε στον προφήτη
Ανανία, μπροστά στους ιερείς και σ’ όλο το λαό που βρισκόταν στο ναό του
Κυρίου:
«Μακάρι ο Κύριος να σε ακούσει και να
εκπληρώσει τους λόγους που προφήτεψες! Να επαναφέρει στον τόπο αυτόν από τη
Βαβυλώνα τα σκεύη του ναού του και όλους τους αιχμαλώτους.
Ωστόσο, άκουσε τι έχω να πω σ’ εσένα και
σ’ όλο το λαό:
Οι προφήτες που έζησαν πολύ πριν από μένα
κι από σένα, είχαν προφητέψει για πολλές χώρες και για μεγάλα βασίλεια ότι θα
ερχόταν πόλεμος, καταστροφή κι ασθένειες.
Αλλά ο προφήτης που προλέγει ειρήνη, θα
αναγνωριστεί ότι είναι προφήτης κι ότι τον έχει στείλει πράγματι ο Κύριος,
μόνον όταν η προφητεία του εκπληρωθεί».
Τότε ο προφήτης Ανανίας πήρε το ζυγό από
τον τράχηλο του προφήτη Ιερεμία και τον έσπασε.
Και είπε μπροστά σ’ όλο το λαό: «Ο Κύριος
λέει: “έτσι θα σπάσω το ζυγό του βασιλιά της Βαβυλώνας Ναβουχοδονόσορ από τον
τράχηλο όλων των εθνών, ακριβώς σε δύο χρόνια από σήμερα”». Και τότε ο προφήτης
Ιερεμίας έφυγε.
Αργότερα όμως, μετά απ’ αυτά τα γεγονότα,
ο Κύριος του είπε:
«Πήγαινε και πες στον Ανανία, ότι εγώ ο
Κύριος του σύμπαντος, ο Θεός του Ισραήλ λέω: “εσύ έσπασες τους ξύλινους ζυγούς,
αλλά θα τους αντικαταστήσεις με σιδερένιους. Σιδερένιο ζυγό βάζω στον τράχηλο
όλων αυτών των εθνών, για να υπηρετήσουν το βασιλιά της Βαβυλώνας, το
Ναβουχοδονόσορ ακόμη και τα άγρια θηρία θα τον υπηρετήσουν”».
Ο προφήτης Ιερεμίας είπε στον προφήτη
Ανανία: «Άκου, λοιπόν, Ανανία: Δεν σε έστειλε ο Κύριος, αλλά εσύ κάνεις το λαό
αυτόν να πιστεύει σε ψέματα.
Γι’ αυτό ο Κύριος λέει: “θα σε εξαφανίσω
από τη γη! Αυτόν το χρόνο θα πεθάνεις, γιατί επαναστάτησες εναντίον του
Κυρίου”».
Και πράγματι ο προφήτης Ανανίας πέθανε
τον έβδομο μήνα εκείνης της χρονιάς.
Αν σας αρέσει αυτό το άρθρο, μπορείτε να το βάλετε στο Ιστολόγιο σας αντιγράφοντας έναν από τους παρακάτω κωδικούς
If you Like This Article,Then kindly linkback to this article by copying one of the codes below.
URL Of Post:
Paste This HTML Code On Your Page:
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.