ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ
ΓΕΝΕΣΙΣ ΜΕΡΟΣ Β΄
26,17 Έτσι
ο Ισαάκ έφυγε από ’κει και κατασκήνωσε κοντά στην Κοιλάδα των Γεράρων και
εγκαταστάθηκε εκεί.
26,18 Απέφραξε
τα πηγάδια, που είχαν ανοιχθεί τον καιρό του πατέρα του του Αβραάμ, και οι
Φιλισταίοι τα είχαν κλείσει μετά το θάνατό του· και τους έδωσε τα ίδια ονόματα
που τους είχε δώσει κι ο πατέρας του.
26,19 Μια
μέρα οι δούλοι του Ισαάκ έσκαψαν στο φαράγγι και ανακάλυψαν μια πηγή με δροσερό
νερό.
26,2 Οι
βοσκοί των Γεράρων άρχισαν τότε να φιλονικούν με τους βοσκούς του Ισαάκ κι
έλεγαν: «Σ’ εμάς ανήκει το νερό». Γι’ αυτό ο Ισαάκ ονόμασε το πηγάδι Εσέκ
(Φιλονικία), γιατί φιλονίκησαν μαζί του.
26,21 Άνοιξαν
κι άλλο πηγάδι και φιλονίκησαν και για κείνο· κι ο Ισαάκ το ονόμασε Σιτνά
(Εχθρότητα).
26,22 Μετά
έφυγε από ’κει και άνοιξε άλλο ένα πηγάδι, που γι’ αυτό όμως δεν φιλονίκησαν
πια. Έτσι το ονόμασε Ρεχωβώθ, (Άνεση - Ευρυχωρία). «Επιτέλους», είπε, «ο Κύριος
μας έδωσε άνεση κι έτσι θα προκόψουμε σ’ αυτό τον τόπο».
26,23 Από
’κει ανηφόρισε προς τη Βέερ-Σεβά.
26,24 Ο
Κύριος του παρουσιάστηκε εκείνη τη νύχτα και του είπε: «Εγώ είμαι ο Θεός του
Αβραάμ, του πατέρα σου. Μη φοβάσαι! Εγώ θα είμαι μαζί σου· θα σε ευλογήσω και
θα σου δώσω πάρα πολλούς απογόνους, για χάρη του Αβραάμ του δούλου μου».
26,25 Εκεί
ο Ισαάκ έχτισε θυσιαστήριο και προσευχήθηκε στον Κύριο. Εκεί κατασκήνωσε, και
οι δούλοι του άνοιξαν ένα πηγάδι.
26,26 Ο
Αβιμέλεχ ήρθε από τα Γέραρα να βρει τον Ισαάκ. Μαζί του ήταν ο Αχουζάθ ο
έμπιστός του, κι ο Φιχόλ, ο αρχηγός του στρατού του.
26,27 Ο
Ισαάκ τους είπε: «Γιατί ήρθατε σ’ εμένα, αφού με μισείτε και με διώξατε από
κοντά σας;»
26,28 Εκείνοι
απάντησαν: «Είδαμε καθαρά ότι ο Κύριος είναι μαζί σου, και γι’ αυτό είπαμε να
κάνουμε μια ένορκη συμφωνία. Να συνάψουμε δηλαδή συνθήκη μαζί σου,
26,29 ότι
δε θα μας κάνεις κανένα κακό, όπως κι εμείς δε σε πειράξαμε και δε σου κάναμε
παρά μόνο καλό, και σε αφήσαμε να φύγεις ειρηνικά. Εσύ τώρα είσαι ο ευλογημένος
του Κυρίου».
26,3 Ο
Ισαάκ τους παρέθεσε πλούσιο γεύμα, έφαγαν και ήπιαν.
26,31 Την
άλλη μέρα σηκώθηκαν νωρίς το πρωί κι ορκίστηκαν ο ένας στον άλλο. Έπειτα, ο
Ισαάκ τους κατευόδωσε, κι εκείνοι έφυγαν ειρηνικά.
26,32 Την
ίδια εκείνη μέρα οι δούλοι του Ισαάκ ήρθαν να του μιλήσουν για το πηγάδι που
έσκαβαν, και του είπαν: «Βρήκαμε νερό».
26,33 Κι
ο Ισαάκ ονόμασε το πηγάδι Σεβά (Όρκος). Γι’ αυτό και το όνομα της πόλης μέχρι
σήμερα είναι Βέερ-Σεβά (Πηγάδι του Όρκου).
26,34 Ο
Ησαύ σε ηλικία σαράντα ετών πήρε γυναίκες την Ιουδίθ, κόρη του Βεηρί του
Χετταίου, και τη Βασεμάθ, κόρη του Αιλών του Χετταίου.
26,35 Αυτές
έγιναν αιτία να πικραθούν ο Ισαάκ και η Ρεβέκκα.
27,1 Ο
Ισαάκ είχε πια γεράσει. Τα μάτια του είχαν εξασθενήσει τόσο που δεν έβλεπε
καθόλου. Μια μέρα κάλεσε τον Ησαύ, το μεγαλύτερο γιο του και του είπε: «Γιε
μου!» Εκείνος απάντησε: «Ορίστε».
27,2 «Εγώ
γέρασα», του λέει ο πατέρας του, «και δεν ξέρω ποια μέρα θα πεθάνω.
27,3 Πάρε,
λοιπόν, τα κυνηγετικά σου όπλα, τη φαρέτρα και το τόξο σου, και πήγαινε στην
εξοχή να μου φέρεις κυνήγι.
27,4 Ετοίμασέ
μου ένα νόστιμο φαγητό, όπως μου αρέσει, και φέρε μου να φάω για να σε ευλογήσω
πριν πεθάνω».
27,5 Η
Ρεβέκκα άκουσε αυτά που έλεγε ο Ισαάκ στο γιο του τον Ησαύ. Όταν λοιπόν αυτός
βγήκε στην εξοχή να κυνηγήσει και να φέρει το κυνήγι στον πατέρα του,
27,6 εκείνη
είπε στο γιο της τον Ιακώβ: «Άκουσα τον πατέρα σου να λέει στον αδερφό σου τον
Ησαύ:
27,7 “φέρε
μου κυνήγι και κάνε μου ένα νόστιμο φαγητό για να φάω και να σε ευλογήσω
ενώπιον του Κυρίου πριν πεθάνω”.
27,8 Τώρα
λοιπόν γιε μου πρόσεξέ με και κάνε ό,τι σου πω:
27,9 Πήγαινε
στο κοπάδι και φέρε μου δυο καλά κατσικάκια. Εγώ θα τα μαγειρέψω για τον πατέρα
σου πολύ νόστιμα, όπως του αρέσουν.
27,1 Εσύ
θα του τα πας, και θα τα φάει, για να σε ευλογήσει πριν πεθάνει».
27,11 Ο
Ιακώβ της λέει: «Ναι, αλλά ο αδερφός μου ο Ησαύ είναι τριχωτός, ενώ εγώ δεν
είμαι.
27,12 Ίσως
ο πατέρας μου με ψηλαφίσει και καταλάβει ότι τον κοροϊδεύω· έτσι θα προκαλέσω
κατάρα εναντίον μου αντί για ευλογία».
27,13 Αλλά
η μητέρα του του είπε: «Η κατάρα πάνω μου, παιδί μου! Μόνο άκουσε αυτά που σου
λέω και πήγαινε να μου φέρεις τα κατσίκια».
27,14 Ο
Ιακώβ πήγε, τα πήρε και τα έφερε στη μητέρα του. Εκείνη του έκανε ένα πολύ
νόστιμο φαγητό, όπως το ήθελε ο πατέρας του.
27,15 Μετά
πήρε από τα ρούχα του Ησαύ, του μεγαλύτερου γιου της, τα πιο καλά που υπήρχαν
στο σπίτι και έντυσε τον Ιακώβ, το μικρότερο γιο της.
27,16 Με
το δέρμα των κατσικιών κάλυψε τα χέρια του και τον άτριχο λαιμό του
27,17 και
του έβαλε στα χέρια το νόστιμο φαγητό, που είχε ετοιμάσει, καθώς και το ψωμί.
27,18 Ο
Ιακώβ πήγε στον πατέρα του και του είπε: «Πατέρα μου!» Εκείνος του απάντησε:
«Ορίστε! Ποιος είσαι γιε μου;»
27,19 Ο
Ιακώβ τού αποκρίθηκε: «Είμαι ο Ησαύ, ο πρωτότοκός σου. Έκανα όπως μου είπες.
Σήκω, λοιπόν, και κάτσε να φας απ’ το κυνήγι μου για να με ευλογήσεις».
27,2 Αλλά
ο Ισαάκ ρώτησε: «Πώς έγινε γιε μου και το βρήκες τόσο γρήγορα;» Εκείνος
απάντησε: «Ο Κύριος ο Θεός σου το έφερε μπροστά μου».
27,21 «Πλησίασε
λοιπόν να σε ψηλαφίσω, γιε μου», του είπε ο Ισαάκ, «για να δω αν είσαι εσύ το
παιδί μου ο Ησαύ ή όχι».
27,22 Ο
Ιακώβ πλησίασε τον πατέρα του κι εκείνος τον ψηλάφισε και είπε: «Η φωνή είναι
του Ιακώβ αλλά τα χέρια του Ησαύ».
27,23 Και
δεν τον αναγνώρισε, γιατί τα χέρια του ήταν τριχωτά σαν τα χέρια του Ησαύ. Και
τον ευλόγησε.
27,24 Μετά
όμως ξαναρώτησε: «Εσύ είσαι γιε μου, Ησαύ;» Κι ο Ιακώβ απάντησε: «Εγώ είμαι».
27,25 «Φέρε
μου», του λέει, «να φάω απ’ το κυνήγι, για να σε ευλογήσω». Ο Ιακώβ του έφερε
κοντά το φαγητό και έφαγε, του έφερε και κρασί και ήπιε.
27,26 Τότε
του είπε ο Ισαάκ: «Πλησίασε και φίλησέ με, παιδί μου».
27,27 Ο
Ιακώβ πλησίασε και τον φίλησε. Ο Ισαάκ μύρισε τότε τη μυρωδιά από τα ρούχα του,
και τον ευλόγησε μ’ αυτά τα λόγια: «Αλήθεια, η μυρωδιά του γιου μου είναι σαν
του αγρού που τον έχει ευλογήσει ο Κύριος.
27,28 Ο
Θεός να σου δώσει απ’ τη δροσιά του ουρανού κι από την ευφορία της γης, άφθονο
στάρι και κρασί.
27,29 Λαοί
ας δουλεύουνε για σένα κι έθνη μπροστά σου ας προσκυνούν· των αδερφών σου να
γίνεις κύριος και της μητέρας σου οι γιοι να σε προσκυνούν. Καταραμένος όποιος
σε καταριέται. κι ευλογημένος όποιος σε ευλογεί».
27,3 Μόλις
ο Ισαάκ τέλειωσε την ευλογία του προς τον Ιακώβ κι ο Ιακώβ απομακρύνθηκε από
τον πατέρα του, γύρισε ο αδερφός του ο Ησαύ από το κυνήγι.
27,31 Ετοίμασε
κι αυτός ένα νόστιμο φαγητό και το έφερε στον πατέρα του. «Σήκω, πατέρα μου»,
του λέει, «να φας απ’ το κυνήγι του γιου σου για να με ευλογήσεις».
27,32 Ο
Ισαάκ ρώτησε: «Ποιος είσαι εσύ;» Κι αυτός απάντησε: «Είμαι ο γιος σου, ο
πρωτότοκός σου, ο Ησαύ».
27,33 Τότε
ο Ισαάκ ταράχτηκε βαθιά και είπε: «Ποιος λοιπόν ήταν αυτός που μου έφερε το
κυνήγι; Έφαγα πια πριν έρθεις εσύ και τον ευλόγησα, και θα παραμείνει
ευλογημένος».
27,34 Όταν
ο Ησαύ άκουσε τα λόγια του πατέρα του, άρχισε να φωνάζει δυνατά, γεμάτος πίκρα:
«Ευλόγησέ με κι εμένα, πατέρα μου!» έλεγε.
27,35 Ο
Ισαάκ του είπε: «Ο αδερφός σου ήρθε με απάτη και πήρε την ευλογία σου».
27,36 Ο
Ησαύ απάντησε: «Καλά τον είπαν Ιακώβ, αφού δύο φορές με υποσκέλισε: Άρπαξε τα
δικαιώματά μου του πρωτοτόκου, και τώρα πήρε και την ευλογία μου!» Και
συνέχισε: «Δεν κράτησες καμιά ευλογία και για μένα;»
27,37 Ο
Ισαάκ του απάντησε: «Τον έκανα κύριό σου, του έδωσα όλους τους αδερφούς του για
δούλους και τον εφοδίασα με στάρι και κρασί. Τι μπορώ να κάνω για σένα γιε
μου;»
27,38 Ο
Ησαύ είπε: «Μόνο αυτήν την ευλογία έχεις, πατέρα μου; Ευλόγησέ με κι εμένα!»
και έκλαιγε με δυνατές φωνές.
27,39 Τότε
είπε ο Ισαάκ: «Μακριά από τα εύφορα μέρη της γης θα κατοικείς, στερημένος απ’
τη δροσιά του ουρανού.
27,4 Από
το ξίφος σου θα ζεις και δούλος θα ’σαι του αδερφού σου. Αν όμως επαναστατήσεις
θ’ αποτινάξεις το ζυγό του από τον τράχηλό σου».
27,41 Ο
Ησαύ μίσησε τον Ιακώβ εξαιτίας της ευλογίας, που του είχε δώσει ο πατέρας του.
«Κοντεύει ο καιρός», έλεγε, «που θα πενθήσουμε για το θάνατο του πατέρα μου.
Τότε θα σκοτώσω τον αδερφό μου τον Ιακώβ».
27,42 Όταν
έφτασαν στ’ αυτιά της Ρεβέκκας τα λόγια του μεγαλύτερου γιου της, έστειλε και
κάλεσε τον Ιακώβ, και του είπε: «Ο αδερφός σου ο Ησαύ σχεδιάζει εκδίκηση και
θέλει να σε σκοτώσει.
27,43 Άκουσέ
με λοιπόν, παιδί μου: Σήκω και φύγε. Πήγαινε στον αδερφό μου το Λάβαν, στη
Χαρράν,
27,44 και
μείνε εκεί μαζί του λίγον καιρό, ώσπου να περάσει ο θυμός του αδερφού σου.
27,45 Όταν,
λοιπόν, ξεθυμάνει η οργή του αδερφού σου εναντίον σου και ξεχάσει τι του
έκανες, τότε εγώ θα στείλω και θα σε πάρω από ’κει. Γιατί να σας χάσω και τους
δύο μέσα σε μια μέρα;»
27,46 Η
Ρεβέκκα είπε στον Ισαάκ: «Αρκετά είμαι αηδιασμένη από τις θυγατέρες των
Χετταίων. Αν κι ο Ιακώβ πάρει γυναίκα σαν κι αυτές, τότε τι τη θέλω πια τη
ζωή;»
28,1 Ο
Ισαάκ κάλεσε τον Ιακώβ, τον ευλόγησε και τον πρόσταξε: «Μην πάρεις γυναίκα από
τις κόρες της Χαναάν.
28,2 Σήκω,
πήγαινε στη Μεσοποταμία, στο σπίτι του Βεθουήλ, του πατέρα της μητέρας σου, και
πάρε από ’κει για γυναίκα σου μια απ’ τις κόρες του Λάβαν, του αδερφού της.
28,3 Κι
ο παντοδύναμος Θεός να σε ευλογήσει, να σου δώσει πάρα πολλούς απογόνους, και
να σε κάνει γενάρχη ενός πλήθους λαών.
28,4 Να
σου δώσει την ευλογία του Αβραάμ σ’ εσένα και στους απογόνους σου, ώστε να
πάρεις ιδιοκτησία σου τη χώρα όπου τώρα σαν ξένος κατοικείς, και που την έδωσε
ο Θεός στον Αβραάμ».
28,5 Έτσι,
ο Ισαάκ κατευόδωσε τον Ιακώβ, κι εκείνος έφυγε για τη Μεσοποταμία να πάει στο
Λάβαν, γιο του Βεθουήλ του Αραμαίου και αδερφό της Ρεβέκκας, μάνας του Ιακώβ
και του Ησαύ.
28,6 Ο
Ησαύ είδε ότι ο Ισαάκ ευλόγησε τον Ιακώβ και τον έστειλε να φύγει στη
Μεσοποταμία για να πάρει από ’κει γυναίκα. Επίσης είδε ότι καθώς ο Ισαάκ τον
ευλογούσε, τον πρόσταξε να μην πάρει γυναίκα από τις κόρες της Χαναάν,
28,7 κι
ότι ο Ιακώβ άκουσε τον πατέρα του και τη μητέρα του και έφυγε στη Μεσοποταμία.
28,8 Τότε
κατάλαβε ότι οι κόρες της Χαναάν δεν άρεσαν στον πατέρα του.
28,9 Γι’
αυτό πήγε στον Ισμαήλ, γιο του Αβραάμ και πήρε για γυναίκα την κόρη του τη
Μαχαλάθ, αδερφή του Νεβαϊώθ, χώρια απ’ τις άλλες γυναίκες που είχε.
28,1 Ο
Ιακώβ έφυγε από τη Βέερ-Σεβά και πήγαινε προς τη Χαρράν.
28,11 Όταν
έδυε ο ήλιος έφτασε σ’ έναν τόπο όπου και έμεινε για να διανυκτερεύσει. Έβαλε
ένα λιθάρι για προσκέφαλό του και κοιμήθηκε εκεί.
28,12 Στον
ύπνο του τη νύχτα είδε μια σκάλα, που στηριζότανε στη γη και η κορυφή της
άγγιζε τον ουρανό. Πάνω της ανέβαιναν και κατέβαιναν άγγελοι του Θεού.
28,13 Κι
ο Κύριος στάθηκε πάνω της και του είπε: «Εγώ είμαι ο Κύριος, ο Θεός των πατέρων
σου Αβραάμ και Ισαάκ. Αυτή τη χώρα που κοιμάσαι θα τη δώσω σ’ εσένα και στους
απογόνους σου.
28,14 Πλήθος
θα είναι οι απόγονοί σου όπως οι κόκκοι της σκόνης στη γη. Θα επεκταθείς δυτικά
και ανατολικά, βόρεια και νότια, και θα ευλογηθούν στο πρόσωπό σου και μέσω των
απογόνων σου όλα τα έθνη της γης.
28,15 Εγώ
θα είμαι μαζί σου και θα σε φυλάω όπου κι αν πηγαίνεις, και θα σε φέρω πίσω σ’
αυτήν εδώ τη χώρα. Δε θα σε αφήσω ώσπου να πραγματοποιήσω την υπόσχεσή μου».
28,16 Ο
Ιακώβ ξύπνησε τρομαγμένος και είπε: «Αλήθεια, ο Κύριος είναι σ’ αυτό τον τόπο
κι εγώ δεν το ήξερα!
28,17 Τι
φοβερός τόπος! Εδώ δεν είναι παρά ο οίκος του Θεού, κι αυτή είναι η πύλη του
ουρανού».
28,18 Το
πρωί που σηκώθηκε, πήρε το λιθάρι που το είχε για προσκέφαλό του, το έστησε ως
ιερή στήλη, κι έχυσε λάδι πάνω στην κορφή της.
28,19 Και
ονόμασε τον τόπο εκείνο Βαιθήλ (Οίκος Θεού), ενώ πρωτύτερα ονομαζόταν Λουζ.
28,2 Τότε
ο Ιακώβ έκανε τάξιμο: «Αν ο Θεός είναι μαζί μου και με προστατεύσει στο ταξίδι
που τώρα αρχίζω, αν μου δίνει τροφή να τρώω και ρούχα να φορώ,
28,21 και
με βοηθήσει να γυρίσω γερός στο σπίτι του πατέρα μου, τότε ο Κύριος θα είναι ο
Θεός μου.
28,22 Αυτό
το λιθάρι που έστησα ως ιερή στήλη θα γίνει τόπος λατρείας του Θεού· κι από όλα
όσα αυτός θα μου δίνει, εγώ θα του δίνω το ένα δέκατο».
29,1 Ο
Ιακώβ κίνησε προς τις χώρες της Ανατολής.
29,2 Μια
μέρα κοίταξε και είδε ένα πηγάδι στον αγρό, κι εκεί πλάι τρία κοπάδια πρόβατα
που ξαπόσταιναν, γιατί απ’ το πηγάδι εκείνο πότιζαν τα κοπάδια. Ένα μεγάλο
λιθάρι έκλεινε το στόμιο του πηγαδιού.
29,3 Όταν
συγκεντρώνονταν εκεί όλα τα κοπάδια, κυλούσαν το λιθάρι από το στόμιο του
πηγαδιού, πότιζαν τα πρόβατα κι έβαζαν πάλι το λιθάρι στη θέση του.
29,4 Ο
Ιακώβ ρώτησε τους βοσκούς: «Αδέρφια μου, από πού είστε;» Εκείνοι απάντησαν:
«Είμαστε από τη Χαρράν».
29,5 «Μήπως
γνωρίζετε το Λάβαν, το γιο του Ναχώρ;» ξαναρώτησε. «Τον γνωρίζουμε», του
απάντησαν.
29,6 «Είναι
καλά;» ρώτησε ο Ιακώβ. «Καλά είναι», είπαν εκείνοι· «να κι η κόρη του η Ραχήλ,
που έρχεται με τα πρόβατα».
29,7 Ο
Ιακώβ τους είπε: «Ακόμα είναι μέρα· δεν ήρθε η ώρα να μαζευτούν τα κοπάδια.
Γιατί δεν ποτίζετε τα πρόβατα κι ύστερα να πάτε να τα βοσκήσετε;»
29,8 Εκείνοι
αποκρίθηκαν: «Αυτό δε γίνεται πριν να μαζευτούν όλα τα κοπάδια. Τότε κυλάμε το
λιθάρι από πάνω από το άνοιγμα του πηγαδιού και ποτίζουμε τα πρόβατα».
29,9 Ενώ
ακόμα μιλούσε ο Ιακώβ μαζί τους, φτάνει η Ραχήλ με τα πρόβατα του πατέρα της
του Λάβαν, γιατί αυτή τα έβοσκε.
29,1 Μόλις
ο Ιακώβ είδε τη Ραχήλ, την κόρη του Λάβαν, αδερφού της μητέρας του, με τα
πρόβατα, πήγε μπροστά, κύλισε το λιθάρι από το άνοιγμα του πηγαδιού και πότισε
τα πρόβατα του Λάβαν.
29,11 Έπειτα
φίλησε τη Ραχήλ κι άρχισε να κλαίει δυνατά.
29,12 Ο
Ιακώβ είπε στη Ραχήλ ότι είναι συγγενής του πατέρα της και γιος της Ρεβέκκας,
κι εκείνη έτρεξε να το αναγγείλει στον πατέρα της.
29,13 Μόλις
ο Λάβαν άκουσε να γίνεται λόγος για τον Ιακώβ, το γιο της αδερφής του, έτρεξε
να τον προϋπαντήσει. Τον αγκάλιασε, τον φίλησε και τον έφερε στο σπίτι του. Ο
Ιακώβ διηγήθηκε στο Λάβαν όλα αυτά τα γεγονότα.
29,14 Ο
Λάβαν του είπε: «Πράγματι, είσαι συγγενής μου και αίμα μου». Και έμεινε ο Ιακώβ
κοντά του ένα μήνα.
29,15 Ο
Λάβαν είπε στον Ιακώβ: «Επειδή είσαι συγγενής μου δε σημαίνει ότι πρέπει να μου
δουλεύεις χωρίς μισθό. Πες μου, ποιος θέλεις να είναι ο μισθός σου;»
29,16 Ο
Λάβαν είχε δύο κόρες. Το όνομα της μεγαλύτερης ήταν Λεία και της μικρότερης
Ραχήλ.
29,17 Τα
μάτια της Λείας ήταν άτονα, ενώ η Ραχήλ είχε ωραία κορμοστασιά και όμορφο
πρόσωπο.
29,18 Ο
Ιακώβ είχε αγαπήσει τη Ραχήλ. Απάντησε λοιπόν: «Θα σου δουλέψω εφτά χρόνια για
τη Ραχήλ, τη μικρότερη κόρη σου».
29,19 «Είναι
προτιμότερο να τη δώσω σ’ εσένα», του λέει ο Λάβαν, «παρά σ’ έναν ξένο. Μείνε
κοντά μου».
29,2 Έτσι
ο Ιακώβ δούλεψε για τη Ραχήλ εφτά χρόνια· του φάνηκαν όμως σαν λίγες μέρες,
γιατί την αγαπούσε.
29,21 Μετά
είπε στο Λάβαν: «Ο χρόνος της δουλειάς μου συμπληρώθηκε· δώσ’ μου τη γυναίκα
μου να μείνω μαζί της».
29,22 Τότε
ο Λάβαν προσκάλεσε όλους τους ανθρώπους του τόπου και οργάνωσε συμπόσιο.
29,23 Όταν
όμως νύχτωσε, πήρε την κόρη του τη Λεία και την έφερε στον Ιακώβ, κι εκείνος
πλάγιασε μαζί της.
29,24 Ο
Λάβαν έδωσε στη Λεία για δούλη τη Ζελφά, που ήταν δική του δούλη.
29,25 Όταν
όμως ξημέρωσε το πρωί, αποκαλύφθηκε ότι ήταν η Λεία. Τότε ο Ιακώβ είπε στο
Λάβαν: «Τι ήταν αυτό που μου έκανες; Δε σου δούλεψα για τη Ραχήλ; Γιατί με
εξαπάτησες;»
29,26 Ο
Λάβαν απάντησε: «Δεν έχουμε τη συνήθεια στον τόπο μας να δίνουμε τη μικρότερη
πριν από τη μεγαλύτερη.
29,27 Πέρασε
αυτή τη βδομάδα μαζί της και θα σου δώσω και την άλλη αν μου δουλέψεις άλλα
εφτά χρόνια».
29,28 Ο
Ιακώβ συμφώνησε, και πέρασε την εβδομάδα εκείνη με τη Λεία. Μετά ο Λάβαν τού
έδωσε την κόρη του τη Ραχήλ για γυναίκα.
29,29 Στη
Ραχήλ ο Λάβαν έδωσε για δούλη τη Βαλλά, που ήταν δική του δούλη.
29,3 Ο
Ιακώβ πλάγιασε και με τη Ραχήλ· και την αγαπούσε περισσότερο από τη Λεία.
Δούλεψε λοιπόν στο Λάβαν άλλα εφτά χρόνια.
29,31 Όταν
ο Κύριος είδε ότι η Λεία παραγκωνιζόταν, της έδωσε την ικανότητα να κάνει
παιδιά, ενώ η Ραχήλ έμενε στείρα.
29,32 Η
Λεία λοιπόν έμεινε έγκυος και γέννησε γιο. «Ο Θεός είδε τη δυστυχία μου», είπε·
«ασφαλώς τώρα θα με αγαπήσει ο άντρας μου»· και τον ονόμασε Ρουβήν.
29,33 Ξανάμεινε
έγκυος και γέννησε γιο. «Ασφαλώς ο Κύριος με άκουσε», είπε, «γιατί είμαι
παραγκωνισμένη, και μου έδωσε κι ετούτον το γιο»· και τον ονόμασε Συμεών.
29,34 Έμεινε
πάλι έγκυος και γέννησε γιο. «Αυτή τη φορά ο άντρας μου θα προσηλωθεί
περισσότερο σ’ εμένα», είπε, «γιατί του γέννησα τρεις γιους»· και τον ονόμασε
Λευί.
29,35 Μετά
έμεινε πάλι έγκυος και γέννησε γιο. «Αυτή τη φορά θα δοξολογήσω τον Κύριο»,
είπε· και τον ονόμασε Ιούδα. Κι έπαψε να γεννάει.
30,1 Βλέποντας
η Ραχήλ ότι δε γεννούσε παιδιά στον Ιακώβ, ζήλεψε την αδερφή της και είπε στον
άντρα της: «Δώσ’ μου παιδιά, αλλιώς θα πεθάνω».
30,2 Ο
Ιακώβ θύμωσε με τη Ραχήλ και της είπε: «Θεός είμ’ εγώ; Αυτός σου στέρησε την
ικανότητα να γεννάς».
30,3 Τότε
η Ραχήλ είπε: «Να η δούλη μου η Βαλλά. Πήγαινε μαζί της κι ας γεννήσει στα
γόνατά μου. Έτσι θ’ αποχτήσω κι εγώ παιδιά μέσω αυτής».
30,4 Του
έδωσε, λοιπόν, τη δούλη της τη Βαλλά για γυναίκα, κι ο Ιακώβ κοιμήθηκε μαζί
της.
30,5 Η
Βαλλά έμεινε έγκυος και του γέννησε γιο.
30,6 Τότε
είπε η Ραχήλ: «Ο Θεός με δικαίωσε! Άκουσε την προσευχή μου και μου έδωσε γιο»·
και τον ονόμασε Δαν.
30,7 Η
Βαλλά έμεινε πάλι έγκυος και γέννησε δεύτερο γιο στον Ιακώβ.
30,8 Τότε
είπε η Ραχήλ: «Μεγάλους αγώνες έκανα ενάντια στην αδερφή μου και νίκησα»· και
τον ονόμασε Νεφθαλί.
30,9 Η
Λεία βλέποντας ότι έπαψε να γεννάει, πήρε τη δούλη της τη Ζελφά και την έδωσε
στον Ιακώβ για γυναίκα.
30,1 Η
Ζελφά γέννησε στον Ιακώβ γιο.
30,11 Τότε
είπε η Λεία: «Τι ευτυχία!» –και τον ονόμασε Γαδ.
30,12 Η
Ζελφά γέννησε και δεύτερο γιο στον Ιακώβ.
30,13 Τότε
είπε η Λεία: «Είμαι ευτυχισμένη και θα με καλοτυχίζουν οι γυναίκες»· και τον
ονόμασε Ασήρ.
30,14 Την
εποχή του θερισμού των σιτηρών ο Ρουβήν βγήκε στους αγρούς και βρήκε μήλα του
μανδραγόρα και τα έφερε στη Λεία τη μητέρα του. Τότε η Ραχήλ είπε στη Λεία:
«Δώσ’ μου από τα μήλα του μανδραγόρα που βρήκε ο γιος σου».
30,15 Εκείνη
της απάντησε: «Λίγο είναι που μου πήρες τον άντρα μου, θέλεις να μου πάρεις και
τα μήλα του μανδραγόρα του γιου μου;» Και είπε η Ραχήλ: «Σε αντάλλαγμα για τα
μήλα του μανδραγόρα του γιου σου, θα κοιμηθεί ο Ιακώβ μαζί σου απόψε».
30,16 Το
βράδυ, την ώρα που ο Ιακώβ γύριζε από τον αγρό, βγήκε η Λεία να τον
προϋπαντήσει και του είπε: «Σ’ εμένα θα έρθεις, γιατί σε πλήρωσα με αντίτιμο τα
μήλα του μανδραγόρα του γιου μου». Ο Ιακώβ κοιμήθηκε μ’ αυτήν εκείνη τη νύχτα
30,17 και
ο Θεός άκουσε τη Λεία. Έμεινε έγκυος και γέννησε πέμπτο γιο στον Ιακώβ.
30,18 «Ο
Θεός με αντάμειψε», είπε, «γιατί έδωσα τη δούλη μου στον άντρα μου»· και τον
ονόμασε Ισσάχαρ.
30,19 Μετά
έμεινε πάλι έγκυος και γέννησε έκτο γιο στον Ιακώβ.
30,2 «Ο
Θεός μού έδωσε ένα ωραίο δώρο», είπε. «Αυτή τη φορά ο άντρας μου θα με
παραδεχτεί, γιατί του γέννησα έξι γιους»· και τον ονόμασε Ζαβουλών.
30,21 Έπειτα
γέννησε κόρη και την ονόμασε Δείνα.
30,22 Τότε
ο Θεός θυμήθηκε τη Ραχήλ· άκουσε την προσευχή της και της έδωσε την ικανότητα
να ξανακάνει παιδιά.
30,23 Εκείνη
έμεινε έγκυος και γέννησε γιο. «Ο Θεός έβγαλε από πάνω μου την ντροπή μου»,
είπε.
30,24 «Άς
μου δώσει ο Κύριος κι άλλον γιο»· και τον ονόμασε Ιωσήφ.
30,25 Όταν
πια η Ραχήλ γέννησε και τον Ιωσήφ, ο Ιακώβ είπε στο Λάβαν: «Άσε με να φύγω και
να πάω στον τόπο μου, στην πατρίδα μου.
30,26 Δώσε
μου τις γυναίκες μου, που γι’ αυτές σου δούλεψα, και τα παιδιά μου, και να
φύγω. Εσύ ξέρεις πόσο σου δούλεψα».
30,27 Ο
Λάβαν του είπε: «Αν μου επιτρέπεις να σου πω, έχω καταλάβει ότι ο Κύριος με
ευλόγησε εξαιτίας σου.
30,28 Όρισέ
μου», του λέει, «την αμοιβή σου κι εγώ θα σου τη δώσω».
30,29 Ο
Ιακώβ του είπε: «Εσύ ξέρεις πόσο σου δούλεψα, και πόσα έγιναν τα κοπάδια σου με
τη δική μου φροντίδα.
30,3 Είχες
λίγα πριν έρθω, και έγιναν πολλά· πράγματι, ο Θεός σε ευλόγησε με τον ερχομό
μου. Τώρα πρέπει κι εγώ να φροντίσω το σπίτι μου».
30,31 Ο
Λάβαν ρώτησε: «Τι να σου δώσω για μισθό;» Κι ο Ιακώβ απάντησε: «Δε θα μου
δώσεις τίποτε. Αν μου κάνεις αυτό που θα σου πω, εγώ πάλι θα βοσκήσω τα πρόβατά
σου και θα σου τα φυλάξω:
30,32 Θα
περάσω σήμερα απ’ όλα τα κοπάδια σου. Βάλε στην άκρη όσα πρόβατα είναι
διάστικτα και παρδαλά, και όσα είναι τελείως μαύρα· κι από τα κατσίκια όσα
είναι διάστικτα και παρδαλά. Αυτά θα είναι ο μισθός μου.
30,33 »Έτσι
θ’ αποδεικνύεται η εντιμότητά μου στο μέλλον, όταν θα έρχεσαι για να ελέγξεις
το μισθό μου: Αν θα έχω κατσίκια που δε θα είναι διάστικτα ή παρδαλά ή πρόβατα
που δε θα είναι μαύρα, αυτά θα θεωρούνται ότι τα έχω κλέψει».
30,34 «Σύμφωνοι»,
είπε ο Λάβαν, «ας γίνει όπως το λες».
30,35 Την
ίδια μέρα όμως ξεχώρισε ο Λάβαν όσους τράγους είχαν ραβδώσεις ή ήταν διάστικτοι
και παρδαλοί κι όσες κατσίκες ήταν διάστικτες και παρδαλές, καθώς και όλα τα
πρόβατα που ήταν σκουρόχρωμα ή τελείως μαύρα, και τα έδωσε να τα φυλάνε οι γιοι
του.
30,36 Και
απομακρύνθηκε σε απόσταση τριών ημερών από τον Ιακώβ. Ο Ιακώβ έβοσκε τα
υπόλοιπα πρόβατα του Λάβαν.
30,37 Τότε
κι ο Ιακώβ πήρε χλωρές βέργες από λεύκα, αμυγδαλιά και πλάτανο, τις ξεφλούδισε
σε ορισμένα σημεία, για να φανεί το άσπρο,
30,38 και
τις έβαλε μέσα στις ποτίστρες όπου θα πήγαιναν τα κοπάδια να ποτιστούν, ακριβώς
εκεί που κυλούσε το νερό, για να τις βλέπουν τα ζώα. Καθώς εκείνα έρχονταν να
πιουν, ζευγάρωναν.
30,39 Τα
θηλυκά πρόβατα ζευγάρωναν μπροστά στις παρδαλές βέργες κι έτσι γεννούσαν αρνιά
ραβδωτά και διάστικτα ή παρδαλά.
30,4 Ο
Ιακώβ ξεχώριζε τα αρνιά από τις κατσίκες, και τα έβαζε να κοιτάζουν προς τα
ραβδωτά και προς τα μαύρα πρόβατα των κοπαδιών του Λάβαν. Μ’ αυτόν τον τρόπο
έκανε δικά του κοπάδια, τα οποία τα κράτησε ξέχωρα από κείνα του Λάβαν.
30,41 Κάθε
φορά που τα δυνατά θηλυκά πρόβατα ήταν σε οργασμό, έβαζε ο Ιακώβ τις παρδαλές
βέργες μπροστά τους μέσα στις ποτίστρες, για να ζευγαρώνουν μπροστά στις
βέργες.
30,42 Όταν
όμως τα θηλυκά πρόβατα ήταν ασθενικά δεν έβαζε τις βέργες. Έτσι, τα πρόβατα που
ανήκαν στο Λάβαν ήταν τα αδύνατα, ενώ του Ιακώβ ήταν τα δυνατά.
30,43 Έτσι
ο άνθρωπος αυτός έγινε πάμπλουτος· απέκτησε πάρα πολλά κοπάδια, δούλες και
δούλους, καμήλες και γαϊδούρια.
31,1 Μια
μέρα ο Ιακώβ άκουσε τα παιδιά του Λάβαν να λένε: «Ο Ιακώβ τα πήρε όλα όσα είχε
ο πατέρας μας· από την περιουσία του πατέρα μας έκανε όλον αυτό τον πλούτο».
31,2 Πρόσεξε
επίσης ο Ιακώβ ότι ο Λάβαν δεν του φερνόταν πια όπως πρώτα.
31,3 Τότε,
είπε ο Κύριος στον Ιακώβ: «Γύρνα στη χώρα των προγόνων σου, εκεί όπου
γεννήθηκες, κι εγώ θα είμαι μαζί σου».
31,4 Ο
Ιακώβ έστειλε και κάλεσε τη Ραχήλ και τη Λεία στους αγρούς, εκεί που έβοσκε τα
κοπάδια του,
31,5 και
τους είπε: «Βλέπω ότι ο πατέρας σας δε μου φέρνεται πια όπως πρώτα. Ο Θεός όμως
του πατέρα μου ήταν πάντα μαζί μου.
31,6 Εσείς
οι ίδιες ξέρετε ότι δούλεψα στον πατέρα σας με όλη μου τη δύναμη.
31,7 Αλλά
εκείνος με εξαπάτησε και μου άλλαξε δέκα φορές το μισθό μου. Κι όμως, ο Θεός
δεν τον άφησε να μου κάνει κακό.
31,8 Όταν
έλεγε “όσα έχουν στίγματα θα είναι η αμοιβή σου”, τότε όλα τα κοπάδια γεννούσαν
με στίγματα. Όταν έλεγε “τα ραβδωτά θα είναι η αμοιβή σου”, όλα τα κοπάδια
γεννούσαν ραβδωτά.
31,9 Έτσι
πήρε ο Θεός τα πρόβατα από τον πατέρα σας και τα έδωσε σ’ εμένα.
31,1 Την
εποχή που ζευγάρωναν τα κοπάδια, είδα στον ύπνο μου ότι τα κριάρια που
ανέβαιναν στις προβατίνες ήταν ραβδωτά, διάστικτα και παρδαλά.
31,11 Ο
άγγελος του Θεού μού είπε μέσα στο όνειρο: “Ιακώβ” κι απάντησα: “Ορίστε”.
31,12 “Κοίτα
ένα γύρω”, μου είπε, “και δες: Όλα τα κριάρια που ανεβαίνουν στις προβατίνες
είναι ραβδωτά, διάστικτα και παρδαλά· είδα, πράγματι, αυτά που σου έκανε ο
Λάβαν.
31,13 Εγώ
είμαι ο Θεός της Βαιθήλ, που του αφιέρωσες εκεί μια ιερή στήλη και του έκανες
τάξιμο. Τώρα, λοιπόν σήκω και φύγε από τη χώρα αυτή και γύρνα στην πατρίδα
σου”».
31,14 Η
Ραχήλ και η Λεία αποκρίθηκαν: «Μήπως έχουμε εμείς πια μερίδιο στην κληρονομιά
από το σπίτι του πατέρα μας;
31,15 Εμάς
μας θεωρεί ξένες· μας πούλησε κι ύστερα έφαγε τα χρήματά μας.
31,16 Όλη
η περιουσία που ο Θεός αφαίρεσε απ’ τον πατέρα μας ανήκει σ’ εμάς και στα
παιδιά μας. Τώρα λοιπόν κάνε ό,τι σου είπε ο Θεός».
31,17 Τότε
ο Ιακώβ ανέβασε τους γιους του και τις γυναίκες του στις καμήλες,
31,18 πήρε
κι όλα τα κοπάδια του και όλα τα υπάρχοντά του που τα είχε αποκτήσει στη
Μεσοποταμία και ξεκίνησε να πάει στον Ισαάκ, τον πατέρα του, στη Χαναάν.
31,19 Ο
Λάβαν είχε πάει να κουρέψει τα πρόβατά του και η Ραχήλ επωφελήθηκε κι έκλεψε τα
ειδώλια του πατέρα της.
31,2 Ο
Ιακώβ εξαπάτησε το Λάβαν τον Αραμαίο, γιατί έφυγε χωρίς να του το αναγγείλει.
31,21 Έφυγε
βιαστικά μαζί με όλα όσα του ανήκαν. Πέρασε τον ποταμό Εφράτη και κατευθύνθηκε
προς τα βουνά της Γαλαάδ.
31,22 Μετά
από τρεις μέρες ανάγγειλαν στο Λάβαν τον Αραμαίο ότι ο Ιακώβ είχε φύγει.
31,23 Τότε
αυτός πήρε μαζί του τους συγγενείς του και καταδίωξε τον Ιακώβ εφτά μέρες
δρόμο, και τον πρόφτασε στα βουνά της Γαλαάδ.
31,24 Ο
Θεός όμως την ίδια εκείνη νύχτα του παρουσιάστηκε στ’ όνειρό του και του είπε:
«Πρόσεξε, να μην πεις στον Ιακώβ ούτε καλό ούτε κακό».
31,25 Πρόφτασε
λοιπόν ο Λάβαν τον Ιακώβ, όταν εκείνος είχε κατασκηνώσει στα βουνά. Ο Λάβαν με
τους συγγενείς του κατασκήνωσε κι αυτός στα βουνά της Γαλαάδ.
31,26 Ο
Λάβαν άρχισε να ρωτάει τον Ιακώβ: «Γιατί με ξεγέλασες και πήρες μαζί σου τις
θυγατέρες μου, σαν να ήταν αιχμάλωτες πολέμου;
31,27 Γιατί
έφυγες κρυφά και με εξαπάτησες; Γιατί δεν με ειδοποίησες να σε ξεπροβοδίσω με
γιορτές και με τραγούδια, με τύμπανα και με κιθάρες;
31,28 Γιατί
δε μ’ άφησες να φιλήσω τα εγγόνια μου και τις κόρες μου; Φέρθηκες ανόητα!
31,29 Θα
μπορούσα να σου κάνω κακό. Αλλά ο Θεός του πατέρα σου μου είπε χτες τη νύχτα:
“Πρόσεξε να μην πεις στον Ιακώβ ούτε καλό ούτε κακό”.
31,3 Τώρα
λοιπόν έφυγες γιατί νοστάλγησες πολύ το σπίτι του πατέρα σου. Γιατί όμως
έκλεψες τους θεούς μου;»
31,31 Ο
Ιακώβ αποκρίθηκε στο Λάβαν: «Φοβήθηκα, και σκέφτηκα ότι θα μου έπαιρνες τις
θυγατέρες σου.
31,32 Αλλά
εκείνος στον οποίο θα βρεις τους θεούς σου δε θα ζήσει. Ψάξε εδώ μπροστά στους
συγγενείς μας και ό,τι είναι δικό σου και το έχω εγώ, πάρ’ το». Αλλά ο Ιακώβ
δεν ήξερε ότι η Ραχήλ ήταν που είχε κλέψει τους θεούς.
31,33 Ο
Λάβαν πήγε στη σκηνή του Ιακώβ, στη σκηνή της Λείας και στη σκηνή των δύο
δούλων γυναικών, αλλά δε βρήκε τίποτε. Όταν βγήκε από τη σκηνή της Λείας μπήκε
στη σκηνή της Ραχήλ.
31,34 Η
Ραχήλ είχε πάρει τα ειδώλια, τα είχε βάλει κάτω από το σαμάρι της καμήλας και
είχε καθίσει από πάνω. Ο Λάβαν έψαξε όλη τη σκηνή αλλά δε βρήκε τίποτα.
31,35 Η
Ραχήλ είπε στον πατέρα της: «Μη θυμώσεις, κύριέ μου, που δεν μπορώ να σηκωθώ
μπροστά σου, αλλά έχω την περίοδό μου». Ο Λάβαν έψαξε αλλά δε βρήκε τα είδωλα.
31,36 Θύμωσε
λοιπόν ο Ιακώβ κι άρχισε να φιλονικεί με το Λάβαν: «Ποια είναι η ανομία μου»,
του λέει, «και ποια η αμαρτία μου που με καταδιώκεις;
31,37 Έψαξες
όλα μου τα υπάρχοντα. Βρήκες τίποτε που ν’ ανήκει στο σπίτι σου; Βάλ’ τα
μπροστά στους δικούς μου συγγενείς και στους δικούς σου για να κρίνουν ανάμεσά
μας.
31,38 Είκοσι
χρόνια τώρα είμαι μαζί σου. Οι προβατίνες σου και οι κατσίκες σου ποτέ δεν
απέβαλαν, κι ένα κριάρι απ’ τα κοπάδια σου ποτέ δεν έφαγα.
31,39 Ποτέ
δε σου έφερα ένα κατασπαραγμένο ζωντανό· εγώ σου το αντικαθιστούσα από τα δικά
μου. Από μένα ζητούσες αυτό που μου έκλεβαν, είτε τη μέρα είτε τη νύχτα.
31,4 Την
ημέρα μ’ έτρωγε η ζέστη και τη νύχτα το κρύο. Είχα χάσει τον ύπνο μου.
31,41 Είκοσι
χρόνια τώρα είμαι στο σπίτι σου. Δεκατέσσερα χρόνια σού δούλεψα για τις δύο
κόρες σου και έξι για τα κοπάδια σου, κι άλλαξες δέκα φορές την αμοιβή μου.
31,42 Αν
ο Θεός του προπάτορά μου του Αβραάμ, ο Θεός που τον τρέμει ο Ισαάκ, δεν ήταν
μαζί μου, ασφαλώς τώρα θα με ξαπόστελνες με χέρια αδειανά. Αλλά ο Θεός είδε την
ταλαιπωρία και τους κόπους μου, κι έβγαλε κρίση χτες τη νύχτα».
31,43 Ο
Λάβαν αποκρίθηκε στον Ιακώβ: «Οι κόρες αυτές είναι κόρες μου, κι αυτά τα παιδιά
παιδιά μου· τα κοπάδια σου είναι κοπάδια μου και καθετί που βλέπεις ανήκει σ’
εμένα. Κι όμως δεν μπορώ να κάνω τίποτα για τις θυγατέρες μου και για τα
παιδιά, που έφεραν στον κόσμο!
31,44 Έλα
τώρα λοιπόν να κάνουμε μια συμφωνία εγώ κι εσύ, κι ας βάλουμε κάτι για μνημείο
ανάμεσά μας».
31,45 Πήρε
τότε ο Ιακώβ ένα λιθάρι και το έστησε για αναμνηστική στήλη.
31,46 «Μαζέψτε
πέτρες», είπε στους συγγενείς του. Εκείνοι μάζεψαν πέτρες και έκαναν ένα σωρό,
και έφαγαν εκεί, απάνω στο σωρό.
31,47 Ο
Λάβαν ονόμασε το σωρό εκείνο Ιεγάρ-Σαχαδουθά, κι ο Ιακώβ τον ονόμασε Γαλεέδ.
31,48 Ο
Λάβαν είπε: «Ο σωρός αυτός οι πέτρες ας είναι σήμερα μάρτυρας ανάμεσά μας». Γι’
αυτό η τοποθεσία ονομάστηκε Γαλεέδ.
31,49 Ο
Λάβαν επίσης είπε: «Ο Κύριος ας επιβλέπει ανάμεσά μας όταν χωρίσουμε ο ένας από
τον άλλο». Έτσι ονόμασαν την τοποθεσία και Μισπά.
31,5 «Αν
κακομεταχειριστείς τις κόρες μου ή αν πάρεις κι άλλες γυναίκες εκτός από τις
κόρες μου, ακόμη κι αν κανένας μάρτυρας δεν θα βρίσκεται μπροστά, σκέψου ότι ο
Θεός θα είναι μάρτυρας ανάμεσά μας».
31,51 Ο
Λάβαν είπε στον Ιακώβ: «Να ο σωρός αυτός, και η στήλη, που έστησα ανάμεσά μας.
31,52 Μάρτυρας
θα είναι και ο σωρός και η στήλη, ότι εγώ δε θα τα διαβώ προς εσένα ούτε εσύ θα
τα διαβείς προς εμένα με κακό σκοπό.
31,53 Ο
Θεός του Αβραάμ και ο Θεός του Ναχώρ ας κρίνει μεταξύ μας». Και έδωσε όρκο ο
Ιακώβ στο Θεό που τον έτρεμε ο πατέρας του ο Ισαάκ.
31,54 Μετά
πρόσφερε θυσία πάνω στο βουνό, και κάλεσε τους συγγενείς του να φάνε όλοι μαζί.
Έφαγαν και πέρασαν τη νύχτα στο βουνό.
32,1 Ο
Λάβαν σηκώθηκε το πρωί, φίλησε τα εγγόνια του και τις κόρες του και τους
ευλόγησε. Ύστερα έφυγε και γύρισε στον τόπο του.
32,2 Ο
Ιακώβ εξακολούθησε το δρόμο του. Τότε τον συνάντησαν άγγελοι του Θεού.
32,3 Μόλις
τους είδε είπε: «Στρατόπεδο του Θεού θα είν’ αυτό!» Κι ονόμασε τον τόπο εκείνο
Μαχαναΐμ.
32,4 Ο
Ιακώβ έστειλε αγγελιοφόρους να προπορευτούν προς τον Ησαύ, τον αδερφό του, στη
χώρα Σηείρ, στους αγρούς της Εδώμ,
32,5 και
τους διέταξε να του πουν εκ μέρους του: «Κύριέ μου Ησαύ, εγώ ο Ιακώβ ο δούλος
σου έμεινα κοντά στο Λάβαν μέχρι σήμερα.
32,6 Απέκτησα
βόδια, γαϊδούρια και πρόβατα, δούλους και δούλες. Και τώρα στέλνω να σου το
αναγγείλω, κυριέ μου, για να κερδίσω την εύνοιά σου».
32,7 Οι
αγγελιοφόροι γύρισαν στον Ιακώβ και του είπαν: «Πήγαμε στον αδερφό σου τον Ησαύ
αλλά κι εκείνος έρχεται να σε συναντήσει με τετρακόσιους άντρες μαζί του».
32,8 Ο
Ιακώβ φοβήθηκε πάρα πολύ και τον έπιασε αγωνία. Χώρισε λοιπόν σε δύο στρατόπεδα
τους ανθρώπους που ήταν μαζί του, τα πρόβατα, τα βόδια και τις καμήλες.
32,9 Και
σκέφτηκε: «Αν ο Ησαύ έρθει και χτυπήσει το ένα τμήμα, το άλλο θα μπορέσει να
διαφύγει».
32,1 Ύστερα
ο Ιακώβ προσευχήθηκε: «Θεέ του προπάτορά μου Αβραάμ και του πατέρα μου Ισαάκ,
Κύριε, εσύ μου είπες να γυρίσω στη χώρα μου και στους συγγενείς μου και ότι εσύ
θα κάνεις να πάνε όλα καλά για μένα.
32,11 Δεν
αξίζω όλη αυτή την αγάπη και την πιστότητα που έδειξες στο δούλο σου. Πέρασα
τον Ιορδάνη έχοντας μόνο το ραβδί μου· και τώρα έχω αυτά τα δύο στρατόπεδα.
32,12 Γλίτωσέ
με τώρα λοιπόν από τον αδερφό μου τον Ησαύ. Φοβάμαι, μήπως έρθει και με
σκοτώσει και δεν αφήσει ούτε τις γυναίκες ούτε τα παιδιά.
32,13 Εσύ
είπες ότι θα κάνεις να πάνε όλα καλά για μένα, και θα κάνεις τους απογόνους μου
σαν την άμμο της θάλασσας, που από την πληθώρα της δεν μπορεί να μετρηθεί».
32,14 Ο
Ιακώβ πέρασε εκεί τη νύχτα εκείνη. Από τα υπάρχοντά του ξεχώρισε ένα μέρος για
δώρο στον αδερφό του τον Ησαύ:
32,15 Διακόσιες
κατσίκες και είκοσι τράγους, διακόσιες προβατίνες και είκοσι κριάρια,
32,16 τριάντα
καμήλες που θήλαζαν τα μικρά τους, σαράντα αγελάδες και δέκα ταύρους, είκοσι
θηλυκά γαϊδούρια και δέκα πουλάρια.
32,17 Τα
παρέδωσε στους δούλους του, κάθε κοπάδι χωριστά, και τους είπε: «Περάστε εσείς
μπροστά, κι αφήστε απόσταση ανάμεσα στα κοπάδια».
32,18 «Όταν
σε συναντήσει ο αδερφός μου ο Ησαύ», διέταξε τον πρώτο, «και σε ρωτήσει τίνος
είσαι, πού πηγαίνεις και σε ποιον ανήκουν αυτά που είναι μπροστά σου,
32,19 θα
απαντήσεις: “ανήκω στο δούλο σου τον Ιακώβ. Αυτά είναι ένα δώρο που στέλνει
στον κύριό μου τον Ησαύ, και έρχεται κι ο ίδιος πίσω μας”».
32,2 Την
ίδια διαταγή έδωσε και στο δεύτερο και στον τρίτο και σε όλους όσοι συνόδευαν
τα κοπάδια: «Έτσι θα μιλήσετε στον Ησαύ όταν τον συναντήσετε.
32,21 Θα
του πείτε: “Ο δούλος σου ο Ιακώβ έρχεται κι εκείνος πίσω μας”». Στην
πραγματικότητα σκεφτόταν: «Ας τον καλοπιάσω με τα δώρα που θα προπορεύονται,
και μετά να τον συναντήσω. Ίσως μου φερθεί φιλικά».
32,22 Πέρασαν
λοιπόν μπροστά απ’ αυτόν τα δώρα, ενώ ο ίδιος έμεινε εκείνη τη νύχτα στο
στρατόπεδο.
32,23 Την
ίδια εκείνη νύχτα ο Ιακώβ σηκώθηκε και πήρε τις δυο γυναίκες του, τις δυο
δούλες του και τους έντεκα γιους του και τους πέρασε από το χείμαρρο του Ιαβόκ
αντίπερα.
32,24 Μαζί
μ’ αυτούς πέρασε από το χείμαρρο και όλα τα υπάρχοντά του.
32,25 Εκείνος
έμεινε πίσω μόνος. Τότε πάλεψε κάποιος μαζί του ως την αυγή.
32,26 Όταν
είδε ότι δεν μπορούσε να νικήσει τον Ιακώβ, τον χτύπησε καθώς πάλευαν στην
κλείδωση του μηρού του και εξαρθρώθηκε ο γοφός του.
32,27 Τότε
ο άνθρωπος του είπε: «Άφησέ με! Ξημέρωσε». Αλλά ο Ιακώβ απάντησε: «Δε θα σε
αφήσω αν δεν με ευλογήσεις».
32,28 Εκείνος
τον ρώτησε: «Ποιο είναι το όνομά σου;» Κι απάντησε: «Ιακώβ».
32,29 «Το
όνομά σου» του λέει, «δε θα είναι πια Ιακώβ αλλά Ισραήλ, γιατί αγωνίστηκες με
το Θεό και τους ανθρώπους και νίκησες».
32,3 Ο
Ιακώβ τον ρώτησε: «Πες μου το όνομά σου». Κι εκείνος είπε: «Τι ζητάς το όνομά
μου;» Και τον ευλόγησε εκεί.
32,31 Τότε
ο Ιακώβ είπε: «Είδα το Θεό κατά πρόσωπο κι ακόμα ζω!» Κι ονόμασε τον τόπο
εκείνο Φανουήλ.
32,32 Ο
ήλιος έβγαινε όταν ο Ιακώβ περνούσε τη Φανουήλ, και κούτσαινε στην κλείδωση του
μηρού.
32,33 Γι’
αυτό οι Ισραηλίτες μέχρι σήμερα δεν τρώνε το μέρος εκείνο γύρω από την κλείδωση
του μηρού, γιατί εκεί χτυπήθηκε ο Ιακώβ, στο ισχυακό νεύρο.
33,1 Ο
Ιακώβ κοίταξε πέρα και είδε τον Ησαύ να έρχεται με τετρακόσιους άντρες μαζί
του. Τότε μοίρασε τα παιδιά στη Λεία, στη Ραχήλ και στις δύο δούλες.
33,2 Έβαλε
μπροστά τις δούλες με τα παιδιά τους, έπειτα τη Λεία με τα παιδιά της, και
ύστερα τη Ραχήλ με τον Ιωσήφ.
33,3 Ο
ίδιος πέρασε μπροστά και προσκύνησε στη γη εφτά φορές πριν πλησιάσει τον αδερφό
του.
33,4 Τότε
ο Ησαύ έτρεξε να τον συναντήσει και τον αγκάλιασε· έπεσε στο λαιμό του και τον
φιλούσε κι έκλαιγαν μαζί.
33,5 Όταν
σήκωσε τα μάτια του και είδε τις γυναίκες με τα παιδιά ρώτησε: «Τι σου είναι
αυτά;» Ο Ιακώβ απάντησε: «Είναι τα παιδιά που χάρισε ο Θεός στο δούλο σου».
33,6 Πλησίασαν
οι δούλες με τα παιδιά τους και προσκύνησαν,
33,7 έπειτα
πλησίασε η Λεία με τα παιδιά της και προσκύνησαν, τέλος πλησίασε ο Ιωσήφ με τη
Ραχήλ και προσκύνησαν κι αυτοί.
33,8 Ο
Ησαύ ρώτησε τον αδερφό του: «Τι σκόπευες να κάνεις με όλο εκείνο το πλήθος που
συνάντησα;» Ο Ιακώβ απάντησε: «Ήθελα να κερδίσω την εύνοιά σου, κύριέ μου».
33,9 Ο
Ησαύ του είπε: «Έχω αρκετά, αδερφέ μου! Κράτησέ τα· σου ανήκουν».
33,1 «Όχι,
σε παρακαλώ!» του απάντησε ο Ιακώβ. «Αν έχω κερδίσει την εύνοιά σου, δέξου τα
δώρα μου. Γιατί όταν είδα το πρόσωπό σου, ήταν σαν να είδα το πρόσωπο του Θεού.
Τόσο καλά με δέχτηκες.
33,11 Δέξου
λοιπόν τα δώρα που σου έφερα, γιατί ο Θεός με βοήθησε και έχω απ’ όλα». Και
επέμενε τόσο, ώστε ο Ησαύ τα δέχτηκε.
33,12 Τότε
ο Ησαύ είπε: «Ας ξεκινήσουμε, λοιπόν, κι ας πάμε. Εγώ θα έρχομαι μαζί σου».
33,13 Ο
Ιακώβ όμως του απάντησε: «Ξέρεις, κύριέ μου, ότι τα παιδιά είναι αδύνατα, και
ότι τα πρόβατα και τα μοσχάρια που θηλάζουν χρειάζονται φροντίδα· έστω και μία
μέρα αν κουραστούν, όλα τα κοπάδια θα ψοφήσουν.
33,14 Πήγαινε
εσύ, κύριέ μου, μπροστά απ’ το δούλο σου. Εγώ θα προχωρώ σιγά, σύμφωνα με το
βάδισμα των ζώων, που θα προπορεύονται, και με το βάδισμα των παιδιών, ωσότου
σε φτάσω στη Σηείρ».
33,15 Ο
Ησαύ είπε: «Να σου αφήσω ένα τμήμα από τους άντρες που είναι μαζί μου». Αλλά ο
Ιακώβ απάντησε: «Τι χρειάζεται; Φτάνει μόνο που κέρδισα την εύνοια του κυρίου
μου».
33,16 Ο
Ησαύ πήρε την ίδια μέρα το δρόμο της επιστροφής στη Σηείρ.
33,17 Ο
Ιακώβ όμως προχώρησε προς τη Σουκκώθ, όπου έχτισε σπίτι για τον εαυτό του και
έφτιαξε μαντριά για τα κοπάδια του. Γι’ αυτό ο τόπος ονομάστηκε Σουκκώθ.
33,18 Ο
Ιακώβ επιστρέφοντας απ’ τη Μεσοποταμία έφτασε ασφαλής στην πόλη Συχέμ, που
βρίσκεται στη Χαναάν. Εκεί κατασκήνωσε κοντά στην πόλη,
33,19 σ’
ένα τμήμα γης που το αγόρασε γιά εκατό νομίσματα από τους απογόνους του Χαμώρ,
πατέρα του Συχέμ.
33,2 Εκεί
έστησε θυσιαστήριο και το ονόμασε «Ο Θεός είναι Θεός του Ισραήλ».
34,1 Μια
μέρα η Δείνα, η κόρη που η Λεία είχε γεννήσει στον Ιακώβ, βγήκε για να δει τα
κορίτσια της περιοχής.
34,2 Την
είδε κι ο Συχέμ, ο γιος του Χαμώρ του Ευαίου, του άρχοντα της περιοχής· την
πήρε λοιπόν και πλάγιασε μαζί της και τη βίασε.
34,3 Τη
συμπάθησε όμως πολύ τη Δείνα· το αγάπησε το κορίτσι και μίλησε στην καρδιά του.
34,4 Και
είπε ο Συχέμ στον πατέρα του: «Πάρε μου το κορίτσι αυτό για γυναίκα μου».
34,5 Ο
Ιακώβ έμαθε ότι ο Συχέμ είχε ατιμάσει την κόρη του τη Δείνα, αλλά επειδή οι
γιοι του ήταν με τα κοπάδια στους αγρούς, δεν είπε τίποτα ωσότου επέστρεψαν.
34,6 Ο
Χαμώρ, πατέρας του Συχέμ, πήγε στον Ιακώβ για να του μιλήσει.
34,7 Όταν
οι γιοι του Ιακώβ γύρισαν από τους αγρούς και έμαθαν τα καθέκαστα, τους
κατέλαβε μεγάλη οργή και αγανάκτηση για το Συχέμ. Πλάγιασε με την κόρη του
Ιακώβ ατιμάζοντας έτσι ολόκληρη την οικογένεια του Ισραήλ. Τέτοιο πράγμα δεν
έπρεπε να γίνει.
34,8 Ο
Χαμώρ όμως τους έλεγε: «Ο Συχέμ, ο γιος μου, συμπάθησε πολύ την κόρη σας.
Δεχτείτε να του τη δώσετε για γυναίκα.
34,9 Συγγενέψτε
μαζί μας. Δώστε μας τις κόρες σας και πάρτε τις δικές μας.
34,1 Κατοικήστε
εδώ μαζί μας. Η χώρα είναι στη διάθεσή σας. Εγκατασταθείτε σ’ αυτήν, κινηθείτε
ελεύθερα σ’ αυτήν και αποκτήστε πλούτο απ’ αυτήν».
34,11 Ο
Συχέμ ο ίδιος έλεγε στον πατέρα του κοριτσιού και στ’ αδέρφια της: «Την εύνοιά
σας να κερδίσω και ό,τι μου ζητήσετε θα το δώσω.
34,12 Αυξήστε
όσο θέλετε το τίμημα της νύφης και τα δώρα, και θα σας τα δώσω –ό,τι κι αν μου
ζητήσετε. Δώστε μου όμως την κοπέλα για γυναίκα».
34,13 Επειδή
ο Συχέμ είχε ατιμάσει την αδερφή τους τη Δείνα, τα παιδιά του Ιακώβ απάντησαν
στο Συχέμ και στον πατέρα του το Χαμώρ με πονηριά:
34,14 «Δεν
μπορούμε να το κάνουμε αυτό», τους είπαν, «να δώσουμε δηλαδή την αδερφή μας σε
άνθρωπο απερίτμητο, γιατί κάτι τέτοιο θα ήταν ντροπή για μας.
34,15 Μόνο
μ’ αυτόν τον όρο θα συγκατατεθούμε: Να γίνετε όπως κι εμείς· δηλαδή κάθε
αρσενικό σας να περιτμηθεί.
34,16 Τότε
θα σας δώσουμε τις κόρες μας και θα πάρουμε τις δικές σας για γυναίκες· θα
κατοικήσουμε μαζί σας και θα γίνουμε ένας λαός.
34,17 Αν
όμως δε δεχτείτε να περιτμηθείτε, θα πάρουμε την κόρη μας και θα φύγουμε».
34,18 Τα
λόγια τους αυτά φάνηκαν σωστά στο Χαμώρ και στο Συχέμ, το γιο του.
34,19 Ο
νέος δεν δίστασε να το κάνει αυτό, γιατί αγαπούσε την κόρη του Ιακώβ. Ο ίδιος
ήταν ο πιο σπουδαίος σ’ όλη την οικογένεια του πατέρα του.
34,2 Πήγαν
λοιπόν ο Χαμώρ και ο γιος του ο Συχέμ στην πύλη της πόλης τους και μίλησαν
στους άντρες της:
34,21 «Οι
άνθρωποι αυτοί», τους είπαν, «έχουν ειρηνικές διαθέσεις απέναντί μας. Ας
εγκατασταθούν στη χώρα μας κι ας κινηθούν ελεύθερα σ’ αυτήν. Η χώρα μας είναι
αρκετά μεγάλη και γι’ αυτούς. Θα παίρνουμε γυναίκες τις κόρες τους και θα τους
δίνουμε τις κόρες μας.
34,22 Αλλά
οι άνθρωποι αυτοί θα δεχτούν να κατοικήσουν μαζί μας και να γίνουμε ένας λαός
μονάχα με μία προϋπόθεση: Ότι όλα τα αρσενικά μας θα περιτμηθούν όπως είναι κι
αυτοί περιτμημένοι.
34,23 Τα
κοπάδια τους, τα υπάρχοντά τους και τα ζώα τους θα είναι όλα δικά μας, αρκεί να
δεχτούμε τον όρο τους και να κατοικήσουν μαζί μας».
34,24 Όλοι
οι άντρες της πόλης, όλοι όσοι διάβαιναν την πύλη της, υπάκουσαν στον Χαμώρ και
στο Συχέμ, το γιο του, και έκαναν περιτομή σε όλα τα αρσενικά τους.
34,25 Αλλά
την τρίτη μέρα, ενώ είχαν ακόμη πόνους, οι δυο γιοι του Ιακώβ, ο Συμεών και ο
Λευί, αδερφοί της Δείνας, πήραν τα ξίφη τους, μπήκαν στην ανυποψίαστη πόλη και
έσφαξαν όλους τους άντρες.
34,26 Έσφαξαν
και το Χαμώρ και το Συχέμ το γιο του, πήραν τη Δείνα από το σπίτι του Συχέμ και
έφυγαν.
34,27 Οι
υπόλοιποι γιοι του Ιακώβ όρμησαν στα πτώματα και λεηλάτησαν την πόλη, γιατί οι
κάτοικοί της είχαν ατιμάσει την αδερφή τους.
34,28 Τους
πήραν τα πρόβατά τους, τα βόδια τους, τα γαϊδούρια τους και ό,τι υπήρχε στην
πόλη και στους αγρούς.
34,29 Πήραν
για λάφυρα όλα τους τα υπάρχοντα, τα παιδιά τους και τις γυναίκες τους, κι
άρπαξαν ό,τι βρήκαν στα σπίτια.
34,3 Αλλά
ο Ιακώβ είπε στο Συμεών και στο Λευί: «Δυστυχία μού φέρατε, γιατί με κάνατε
μισητό στους κατοίκους της χώρας, στους Χαναναίους και στους Φερεζαίους. Εγώ
έχω λίγους ανθρώπους, ενώ αυτοί μπορούν να συνασπιστούν εναντίον μου και να με
χτυπήσουν, και να καταστραφώ εγώ και το σπίτι μου».
34,31 Κι
εκείνοι του απάντησαν: «Έπρεπε να μεταχειριστούν σαν πόρνη την αδερφή μας;»
35,1 Ο
Θεός είπε στον Ιακώβ: «Σήκω, πήγαινε στη Βαιθήλ και μείνε εκεί. Και χτίσε εκεί
θυσιαστήριο σ’ εμένα το Θεό, που σου φανερώθηκα όταν έφευγες για να γλιτώσεις
απ’ τον αδερφό σου τον Ησαύ».
35,2 Τότε
ο Ιακώβ είπε στην οικογένειά του και σ’ όλους όσοι ήταν μαζί του: «Πετάξτε τους
ξένους θεούς που βρίσκονται ανάμεσά μας. Καθαριστείτε, αλλάξτε ρούχα
35,3 κι
ας ετοιμαστούμε ν’ ανεβούμε στη Βαιθήλ. Εκεί θα χτίσω θυσιαστήριο στο Θεό που
με άκουσε τις μέρες της θλίψης μου και που ήταν μαζί μου στο δρόμο που
πορεύτηκα».
35,4 Εκείνοι
έδωσαν στον Ιακώβ όλους τους ξένους θεούς που είχαν στην κατοχή τους και τα
σκουλαρίκια που κρεμούσαν στ’ αυτιά τους, κι ο Ιακώβ τα έθαψε κάτω απ’ τη
βελανιδιά που ήταν κοντά στη Συχέμ.
35,5 Έπειτα
έφυγαν. Και φόβος Θεού απλώθηκε στις πόλεις γύρω τους· γι’ αυτό δεν καταδίωξαν
τους γιους του Ιακώβ.
35,6 Έτσι
ο Ιακώβ και όλος ο λαός που ήταν μαζί του, έφτασαν στη Λουζ, δηλαδή στη Βαιθήλ,
στη χώρα της Χαναάν.
35,7 Εκεί
ο Ιακώβ έχτισε θυσιαστήριο, και ονόμασε την τοποθεσία «Θεός της Βαιθήλ», γιατί
εκεί του αποκαλύφθηκε ο Θεός, όταν έφευγε για να γλιτώσει από τον αδερφό του.
35,8 Εκείνη
την εποχή πέθανε η Δεβόρα, η τροφός της Ρεβέκκας, και την έθαψαν νότια της Βαιθήλ,
κάτω απ’ τη βελανιδιά, που έκτοτε την ονόμασαν «Βελανιδιά των Θρήνων».
35,9 Ο
Θεός εμφανίστηκε πάλι στον Ιακώβ, όταν επέστρεφε από τη Μεσοποταμία και τον
ευλόγησε:
35,1 «Το
όνομά σου είναι Ιακώβ», του είπε. «Δε θα ονομάζεσαι πια Ιακώβ αλλά Ισραήλ».
Έτσι ο Θεός τον ονόμασε Ισραήλ.
35,11 Επίσης
του είπε: «Εγώ είμαι ο Ελ-Σαδδάι (Θεός παντοκράτορας). Πολυάριθμοι να είναι οι
απόγονοί σου. Από σένα θα βγει λαός και άθροισμα λαών, και βασιλιάδες θα
προέλθουν από σένα.
35,12 Σ’
εσένα και στους απογόνους σου θα δώσω τη χώρα που έδωσα στον Αβραάμ και στον
Ισαάκ».
35,13 Μετά
ο Θεός απομακρύνθηκε από τον τόπο όπου μιλούσε με τον Ιακώβ.
35,14 Ο
Ιακώβ έστησε μια λίθινη στήλη στον τόπο όπου είχε μιλήσει μαζί του ο Θεός, και
πάνω σ’ αυτήν πρόσφερε σπονδή και έχυσε λάδι.
35,15 Και
ονόμασε τον τόπο εκείνο Βαιθήλ.
35,16 Στη
συνέχεια ο Ιακώβ και η οικογένειά του έφυγαν από τη Βαιθήλ, και ενώ έμενε ακόμα
μικρή απόσταση για να φτάσουν στην Εφραθά, ήρθε η ώρα της Ραχήλ να γεννήσει·
είχε δύσκολη γέννα.
35,17 Όταν
οι πόνοι της γέννας είχαν φτάσει στο αποκορύφωμα, η μαμή τής είπε: «Μη φοβάσαι,
έκανες πάλι αγόρι».
35,18 Τη
στιγμή που έβγαινε η ψυχή της, γιατί τελικά πέθανε, τον ονόμασε Βεν-Ονί, αλλά ο
πατέρας του τον ονόμασε Βενιαμίν.
35,19 Πέθανε
η Ραχήλ, και την έθαψαν στο δρόμο προς την Εφραθά, δηλαδή στη Βηθλεέμ.
35,2 Ο
Ιακώβ έστησε πάνω στον τάφο της μια λίθινη στήλη. Είναι η λίθινη στήλη του
τάφου της Ραχήλ, που σώζεται μέχρι σήμερα.
35,21 Μετά
ο Ισραήλ έφυγε από ’κει και κατασκήνωσε πέρα από τη Μιγδάλ-Έδερ.
35,22 Την
εποχή που ο Ισραήλ έμενε σ’ αυτήν τη χώρα, ο Ρουβήν πήγε και πλάγιασε με τη
Βαλλά, την παλλακίδα του πατέρα του, και το ’μαθε αυτό ο Ισραήλ. Οι γιοι του
Ιακώβ ήταν δώδεκα:
35,23 Ο
Ρουβήν, που ήταν πρωτότοκος, ο Συμεών, ο Λευί, ο Ιούδας, ο Ισσάχαρ και ο
Ζαβουλών από τη Λεία.
35,24 Ο
Ιωσήφ και ο Βενιαμίν, από τη Ραχήλ.
35,25 Ο
Δαν και ο Νεφθαλί από τη Βαλλά, δούλη της Ραχήλ,
35,26 και
ο Γαδ κι ο Ασήρ από τη Ζελφά, δούλη της Λείας. Αυτοί είναι οι γιοι που απέκτησε
ο Ιακώβ στη Μεσοποταμία.
35,27 Ο
Ιακώβ ήρθε στον πατέρα του τον Ισαάκ στη Μαμβρή, κοντά στην Κιριάθ-Αρβά, δηλαδή
στη Χεβρών. Εδώ είχαν κατοικήσει ως ξένοι ο Αβραάμ και ο Ισαάκ.
35,28 Ο
Ισαάκ έζησε εκατόν ογδόντα χρόνια.
35,29 Πέθανε
και πήγε μαζί με τους νεκρούς του λαού του γέροντας και μακροήμερος. Τον έθαψαν
οι γιοι του ο Ησαύ και ο Ιακώβ.
36,1 Αυτές
εδώ είναι οι γενεαλογίες του Ησαύ, δηλαδή του Εδώμ:
36,2 Ο
Ησαύ πήρε γυναίκες από τις κοπέλες της Χαναάν, την Αδά, κόρη του Αιλών του
Χετταίου, την Ολιβαμά, κόρη του Ανά και εγγονή του Σιβεγών του Ευαίου,
36,3 και
τη Βασεμάθ, κόρη του Ισμαήλ και αδερφή του Νεβαϊώθ.
36,4 Η
Αδά γέννησε στον Ησαύ τον Ελιφάζ, η Βασεμάθ γέννησε το Ρεγουήλ,
36,5 και
η Ολιβαμά γέννησε τον Ιεούς, τον Ιεγλάμ και τον Κορέ. Αυτοί είναι οι γιοι που
απέκτησε ο Ησαύ στη Χαναάν.
36,6 Ο
Ησαύ πήρε τις γυναίκες του, τους γιους του και τις θυγατέρες του, όλους όσοι
ήταν στο σπίτι του, τα κοπάδια του, όλα τα ζώα του και όλη την περιουσία που
είχε αποκτήσει στη Χαναάν, και πήγε να μείνει σε άλλη χώρα, μακριά από τον
αδερφό του τον Ιακώβ.
36,7 Η
περιουσία τους ήταν τόσο πολύ μεγάλη, ώστε δεν μπορούσαν να κατοικήσουν μαζί,
και η χώρα όπου έμεναν ως ξένοι δεν ήταν δυνατό να τους χωρέσει απ’ τα πολλά
κοπάδια τους.
36,8 Έτσι
ο Ησαύ κατοίκησε στα βουνά Σηείρ. Ο Ησαύ είναι ο Εδώμ.
36,9 Αυτές
εδώ είναι οι γενεαλογίες του Ησαύ, του γενάρχη των Εδωμιτών, στα βουνά Σηείρ.
36,1 Τα
ονόματα των γιων του Ησαύ είναι: Ελιφάζ και Ρεγουήλ από τις γυναίκες του Αδά
και Βασεμάθ αντίστοιχα.
36,11 Οι
γιοι του Ελιφάζ είναι ο Θαιμάν, ο Ωμάρ, ο Σεφώ, ο Γαετάμ και ο Κενάζ.
36,12 Η
Τιμνά ήταν παλλακή του Ελιφάζ και του γέννησε τον Αμαλήκ. Αυτοί ήταν εγγονοί
της Αδά, γυναίκας του Ησαύ.
36,13 Οι
γιοι του Ρεγουήλ είναι ο Ναχάθ, ο Ζεράχ, ο Σαμμά και ο Μιζζά. Αυτοί ήταν
εγγονοί της Βασεμάθ, γυναίκας του Ησαύ.
36,14 Αυτοί
εδώ είναι οι γιοι της Ολιβαμά, κόρης του Ανά και εγγονής του Σιβεγών, γυναίκας
του Ησαύ: του γέννησε τον Ιεούς, τον Ιεγλάμ και τον Κορέ.
36,15-16 Αυτοί
εδώ είναι οι αρχηγοί των φυλών που προήλθαν από τον Ησαύ: Θαιμάν, Ωμάρ, Σεφώ,
Κενάζ, Κορέ, Γαετάμ, Αμαλήκ. Είναι γιοι του Ελιφάζ, πρωτοτόκου του Ησαύ από τη
γυναίκα του την Αδά, και ζούσαν στη χώρα της Εδώμ.
36,17 Οι
αρχηγοί Ναχάθ, Ζεράχ, Σαμμά, Μιζζά, που κατοικούσαν στη χώρα της Εδώμ, ήταν
γιοι του Ρεγουήλ και εγγονοί της Βασεμάθ, γυναίκας του Ησαύ.
36,18 Οι
αρχηγοί Ιεούς, Ιεγλάμ και Κορέ ήταν γιοι του Ησαύ από τη γυναίκα του την
Ολιβαμά, κόρη του Ανά.
36,19 Όλοι
αυτοί λοιπόν ήταν γιοι του Ησαύ και αρχηγοί των φυλών που προήλθαν απ’ αυτούς.
Αυτοί αποτελούν τους Εδωμίτες.
36,20-21 Οι
πρώτοι κάτοικοι της χώρας του Εδώμ ήταν οι απόγονοι του Σηείρ του Χορραίου. Οι
αρχηγοί των Χορραίων ήταν ο Λωτάν, ο Σωβάλ, ο Σιβεγών, ο Ανά, ο Δισών, ο Εσέρ
και ο Δισάν, γιοι του Σηείρ.
36,22 Οι
γιοι του Λωτάν ήταν ο Χορρί και ο Αιμάμ. Αδερφή του Λωτάν ήταν η Τιμνά.
36,23 Οι
γιοι του Σωβάλ ήταν ο Αλβάν, ο Μαναχάθ, ο Αιβάλ, ο Σεφώ και ο Ωνάμ.
36,24 Οι
γιοι του Σιβεγών ήταν ο Αϊά και ο Ανά. Ο Ανά είν’ εκείνος που βρήκε πηγές στην
έρημο, όταν έβοσκε τα γαϊδούρια του Σιβεγών του πατέρα του.
36,25 Τα
παιδιά του Ανά ήταν ο γιος του ο Δισών και η κόρη του η Ολιβαμά.
36,26 Οι
γιοι του Δισών είναι ο Χεμδάν, ο Εσβάν, ο Ιθράν και ο Χεράν.
36,27 Οι
γιοι του Αισέρ είναι ο Βιλάν, ο Ζααβάν και ο Ακάν.
36,28 Οι
γιοι του Δισάν είναι ο Ουτς και ο Αράν.
36,29-30 Οι
αρχηγοί των φυλών των Χορραίων στη χώρα Σηείρ είναι ο Λωτάν, ο Σωβάλ, ο
Σιβεγών, ο Ανά, ο Δισών, ο Αισέρ και ο Δισάν.
36,31-39 Αυτοί
εδώ είναι οι βασιλιάδες που βασίλεψαν διαδοχικά στην Εδώμ, πριν αναδειχθεί
βασιλιάς στους Ισραηλίτες: Ο Βελά, γιος του Βεώρ, στην πόλη Διναβά. Ο Ιωβάβ,
γιος του Ζαράχ, από τη Βοσρά. Ο Χουσάμ από τη χώρα των Θαιμανιτών. Ο Αδάδ, γιος
του Βεδάδ, στην πόλη Αβίθ· αυτός νίκησε τους Μαδιανίτες στους αγρούς της Μωάβ.
Ο Σαμλά από τη Μαρσεκά. Ο Σαούλ από τη Ρεχωβώθ, κοντά στον ποταμό. Ο
Βάαλ-Χανάν, γιος του Αχβώρ. Ο Αδάρ στην πόλη Παού. Η γυναίκα του ονομαζόταν
Μεεταβεήλ· ήταν κόρη του Ματραΐδ και εγγονή του Με-Ζαάβ.
36,40-43 Οι
αρχηγοί των φυλών των Εδωμιτών είναι οι Τιμνά, Αλβά, Ιεθέθ, Ολιβαμά, Ηλάς,
Πινών, Κενάζ, Θαιμάν, Μιβσάρ, Μαγεδιήλ, Ιράν. Όλοι αυτοί κατοίκησαν σε διάφορες
περιοχές με τις φυλές τους στη χώρα που κατέλαβαν, και έδωσαν στις περιοχές το
όνομα της φυλής τους. Ο Ησαύ ήταν ο γενάρχης τους.
37,1 Ο
Ιακώβ κατοικούσε στη Χαναάν, εκεί όπου είχε μείνει και ο πατέρας του ως ξένος.
37,2 Αυτές
είναι οι διηγήσεις για την οικογένειά του: Ο γιος του ο Ιωσήφ, όταν ήταν ακόμη
παιδί δεκαεφτά ετών, έβοσκε τα πρόβατα μαζί με τους αδερφούς του, τους γιους
της Βαλλάς και της Ζελφάς, γυναικών του πατέρα του. Κι ο Ιωσήφ ανέφερε στον
πατέρα τους την κακή τους φήμη.
37,3 Ο
Ισραήλ περισσότερο απ’ όλα τα παιδιά του αγαπούσε τον Ιωσήφ, γιατί τον είχε
αποκτήσει στα γηρατειά του. Γι’ αυτό και του έκανε έναν πολύχρωμο χιτώνα.
37,4 Όταν
είδαν οι αδερφοί του ότι ο πατέρας του τον αγαπούσε περισσότερο από όλους τους,
άρχισαν να τον μισούν· δεν μπορούσαν πια να του φέρονται φιλικά.
37,5 Κάποτε
ο Ιωσήφ είδε ένα όνειρο και το διηγήθηκε στους αδερφούς του, κι εκείνοι τότε
τον μίσησαν ακόμη περισσότερο.
37,6 «Ακούστε
ένα όνειρο που είδα!» τους είπε.
37,7 «Δέναμε,
λέει, δεμάτια από άχυρα καταμεσίς στους αγρούς. Ξάφνου το δικό μου δεμάτι
σηκώθηκε και στάθηκε όρθιο, και τα δικά σας δεμάτια περικύκλωσαν και
προσκύνησαν το δικό μου».
37,8 Τότε
τ’ αδέρφια του του είπαν: «Σιγά μη βασιλέψεις κιόλας σ’ εμάς και μας γίνεις κι
άρχοντας!» Και τον μισούσαν ακόμα περισσότερο για τα όνειρά του και για τα
λόγια του.
37,9 Είδε
ακόμη ένα όνειρο και το διηγήθηκε στους αδερφούς του: «Είδα κι άλλο όνειρο»,
τους είπε. «Ο ήλιος, λέει, και το φεγγάρι και έντεκα αστέρια με προσκυνούσαν».
37,1 Το
όνειρο αυτό, εκτός από τους αδερφούς του, το διηγήθηκε και στον πατέρα του.
Εκείνος τον μάλωσε και του είπε: «Τι σημαίνει αυτό το όνειρο που είδες; Μήπως
τάχα θα έρθουμε εγώ, η μητέρα σου και τ’ αδέρφια σου να πέσουμε στη γη και να σε
προσκυνήσουμε;»
37,11 Τ’
αδέρφια του λοιπόν τον φθόνησαν, ενώ ο πατέρας του συγκρατούσε στη μνήμη του
αυτά τα όνειρα.
37,12 Μια
μέρα, τα αδέρφια του Ιωσήφ είχαν πάει να βοσκήσουν τα πρόβατα του πατέρα τους
στη Συχέμ.
37,13 Τότε
είπε ο Ισραήλ στον Ιωσήφ: «Τ’ αδέρφια σου βόσκουν τα πρόβατα στη Συχέμ. Έλα να
σε στείλω σ’ αυτούς». Κι εκείνος του απάντησε: «Είμαι πρόθυμος».
37,14 «Πήγαινε
λοιπόν», του είπε, «δες αν είναι καλά τ’ αδέρφια σου και τα πρόβατα, και φέρε
μου τα νέα». Τον έστειλε, κι ο Ιωσήφ πήγε απ’ την Κοιλάδα της Χεβρών στη Συχέμ.
37,15 Καθώς
περιπλανιόταν στα χωράφια, τον συνάντησε κάποιος και τον ρώτησε: «Τι ψάχνεις;»
37,16 Ο
Ιωσήφ απάντησε: «Ψάχνω για τ’ αδέρφια μου. Μπορείς να μου πεις πού βόσκουν τα
κοπάδια;»
37,17 Ο
άνθρωπος του είπε: «Έφυγαν από ’δω, γιατί τους άκουσα να λένε: “πάμε προς τη
Δωθάν”». Ο Ιωσήφ ακολούθησε τα ίχνη τους και τους βρήκε στη Δωθάν.
37,18 Μόλις
εκείνοι τον είδαν από μακριά και πριν ακόμα τους πλησιάσει, κατέστρωσαν σχέδιο
να τον σκοτώσουν.
37,19 «Να,
έρχεται αυτός που βλέπει τα όνειρα», είπαν μεταξύ τους.
37,2 «Μπρος
λοιπόν να τον σκοτώσουμε και να τον ρίξουμε σ’ ένα ξεροπήγαδο. Μετά θα πούμε
ότι τον κατασπάραξε ένα άγριο θηρίο. Και να δούμε τότε τι θ’ απογίνουν τα
όνειρά του!»
37,21 Όταν
το άκουσε αυτό ο Ρουβήν, προσπάθησε να τον γλιτώσει απ’ τα χέρια τους και τους
είπε: «Ας μην του στερήσουμε τη ζωή».
37,22 Και
πρόσθεσε: «Μη χύσετε αίμα. Ρίξτε τον σ’ αυτό το ξεροπήγαδο, εδώ στην έρημο,
αλλά χέρι μη βάλετε πάνω του» –είχε σκοπό να τον ελευθερώσει και να τον πάει
πίσω στον πατέρα του.
37,23 Όταν
ο Ιωσήφ έφτασε κοντά στ’ αδέρφια του, του έβγαλαν τον πολύχρωμο χιτώνα που
φορούσε,
37,24 και
τον πήραν και τον έριξαν σ’ ένα πηγάδι. Αυτό το πηγάδι ήταν άδειο, δεν είχε
νερό.
37,25 Ύστερα
κάθισαν να φάνε. Καθώς κοίταζαν τριγύρω, είδαν καραβάνια Ισμαηλιτών να έρχονται
από τη Γαλαάδ. Μετέφεραν με τις καμήλες τους αρώματα, μαστίχα και λάβδανο, και
πήγαιναν να τα πουλήσουν στην Αίγυπτο.
37,26 Τότε
είπε ο Ιούδας στους αδερφούς του: «Τι θα κερδίσουμε αν σκοτώσουμε τον αδερφό
μας και αποκρύψουμε το θάνατό του;
37,27 Ας
τον πουλήσουμε σ’ εκείνους τους Ισμαηλίτες κι ας μη βάλουμε χέρι πάνω του,
γιατί είναι αδερφός μας και αίμα μας». Και τον άκουσαν οι αδερφοί του.
37,28 Καθώς,
λοιπόν, περνούσαν οι Μαδιανίτες έμποροι, ανέβασαν τον Ιωσήφ απ’ το πηγάδι και
τον πούλησαν για είκοσι σίκλους ασήμι στους Ισμαηλίτες· εκείνοι τον μετέφεραν
στην Αίγυπτο.
37,29 Όταν
γύρισε ο Ρουβήν πίσω στο πηγάδι κι ο Ιωσήφ δεν ήταν πια εκεί, έσκισε τα ρούχα
του.
37,3 Πήγε
στ’ αδέρφια του και τους είπε: «Το παιδί δεν είν’ εκεί! Τι θα κάνω τώρα, που
είμαι υπεύθυνος γι’ αυτό;»
37,31 Εκείνοι
πήραν το χιτώνα του Ιωσήφ, έσφαξαν ένα κατσίκι και τον έβαψαν με το αίμα.
37,32 Μετά
έστειλαν τον πολύχρωμο χιτώνα και τον παρουσίασαν στον πατέρα τους, και του
μήνυσαν: «Κοίτα τι βρήκαμε. Μπορείς ν’ αναγνωρίσεις αν αυτό είναι ο χιτώνας του
γιου σου;»
37,33 Ο
Ιακώβ τον αναγνώρισε και είπε: «Ο χιτώνας του παιδιού μου! Κάποιο άγριο θηρίο
τον έφαγε. Πάει, κατασπαράχτηκε ο Ιωσήφ!»
37,34 Έσκισε
τότε τα ρούχα του, φόρεσε στη μέση του ένα πένθιμο τρίχινο ρούχο και
θρηνολογούσε το παιδί του για πολύν καιρό.
37,35 Ήρθαν
κι όλα τα παιδιά του και οι θυγατέρες του να τον παρηγορήσουν. Αλλά αυτός ήταν
απαρηγόρητος κι έλεγε: «Πενθώντας θα κατεβώ στο παιδί μου στον άδη» –και
συνέχεια τον έκλαιγε.
37,36 Οι
Μαδιανίτες πούλησαν τον Ιωσήφ στην Αίγυπτο, στον Πετεφρή, τον αυλικό του Φαραώ,
που ήταν και αρχηγός της σωματοφυλακής του.
38,1 Εκείνον
τον καιρό ο Ιούδας έφυγε από τ’ αδέρφια του και εγκαταστάθηκε κοντά σ’ έναν
Οδολλαμίτη, που λεγόταν Ιράς.
38,2 Εκεί
ο Ιούδας είδε την κόρη κάποιου Χαναναίου, που τον έλεγαν Σουά, την πήρε γυναίκα
του και πλάγιασε μαζί της.
38,3 Εκείνη
έμεινε έγκυος και γέννησε γιο που τον ονόμασε Ηρ.
38,4 Έμεινε
και πάλι έγκυος και γέννησε γιο που τον ονόμασε Αυνάν.
38,5 Και
ξαναγέννησε γιο και τον ονόμασε Σηλά. Ο Ιούδας βρισκόταν στη Χαζβί όταν
γεννήθηκε ο Σηλά.
38,6 Για
τον πρωτότοκο γιο του τον Ηρ ο Ιούδας τού πήρε σύζυγο μια γυναίκα, που
ονομαζόταν Ταμάρ.
38,7 Ο
Ηρ όμως δυσαρέστησε τον Κύριο, και ο Κύριος τον θανάτωσε.
38,8 Τότε
ο Ιούδας είπε στον Αυνάν: «Πήγαινε στη γυναίκα του αδερφού σου και εκπλήρωσε το
καθήκον σου ως αδερφός του άντρα της, να δώσεις απόγονο στον αδερφό σου».
38,9 Ο
Αυνάν, επειδή ήξερε ότι ο απόγονος δε θα ανήκε σ’ αυτόν, κάθε φορά που πλάγιαζε
με τη γυναίκα του αδερφού του, έριχνε το σπέρμα στη γη, για να μη δώσει απόγονο
στον αδερφό του.
38,1 Αυτό
που έκανε όμως δυσαρέστησε τον Κύριο, γι’ αυτό τον θανάτωσε κι αυτόν.
38,11 Τότε
ο Ιούδας είπε στην Ταμάρ τη νύφη του: «Μείνε χήρα στο σπίτι του πατέρα σου,
ώσπου να μεγαλώσει ο γιος μου ο Σηλά» –γιατί φοβήθηκε μήπως θανατωθεί κι αυτός
όπως τ’ αδέρφια του. Έτσι, η Ταμάρ πήγε κι έμεινε στο σπίτι του πατέρα της.
38,12 Μετά
από καιρό, πέθανε η γυναίκα του Ιούδα, κόρη του Σουά. Όταν τελείωσε το πένθος,
ο Ιούδας πήγε μαζί με το φίλο του τον Ιρά τον Οδολλαμίτη στην Τιμνά, να δει
αυτούς που κούρευαν τα κοπάδια του.
38,13 Ειδοποίησαν
λοιπόν την Ταμάρ ότι ο πεθερός της ανέβαινε στην Τιμνά για το κούρεμα των
κοπαδιών.
38,14 Τότε
εκείνη έβγαλε τα φορέματα της χηρείας της, σκεπάστηκε με πέπλο, καλλωπίστηκε
και κάθισε στο σημείο όπου ο δρόμος που οδηγεί στην Τιμνά διασταυρώνεται με το
δρόμο προς την Αιναΐμ· γιατί έβλεπε ότι ο Σηλά είχε μεγαλώσει αλλά δεν του την
είχαν δώσει για γυναίκα.
38,15 Ο
Ιούδας όταν την είδε τη νόμισε για πόρνη, γιατί είχε σκεπασμένο το πρόσωπό της.
38,16 Πήγε
λοιπόν προς το μέρος της και της είπε: «Άσε με να πλαγιάσω μαζί σου». Δεν την
αναγνώριζε βέβαια ότι ήταν νύφη του. Εκείνη όμως του είπε: «Τι θα μου δώσεις
για να πλαγιάσεις μαζί μου;»
38,17 Αυτός
απάντησε: «Θα σου στείλω ένα κατσίκι από το κοπάδι μου». «Σύμφωνοι», του λέει
εκείνη, «αλλά θα μου αφήσεις ένα ενέχυρο ώσπου να μου στείλεις το κατσίκι».
38,18 Εκείνος
τη ρώτησε: «Τι ενέχυρο να σου δώσω;» Και του απάντησε: «Το δαχτυλίδι σου με το
σφραγιδόλιθο, το περιλαίμιό σου και το ραβδί που κρατάς στο χέρι σου». Της τα
έδωσε και πήγε μαζί της, κι εκείνη έμεινε έγκυος απ’ αυτόν.
38,19 Έπειτα
σηκώθηκε κι έφυγε· έβγαλε το πέπλο από πάνω της, και ξαναφόρεσε τα φορέματα της
χηρείας της.
38,2 Ο
Ιούδας έστειλε το κατσίκι με το φίλο του τον Οδολλαμίτη για να πάρει πίσω τα
ενέχυρα από τη γυναίκα, αλλά εκείνος δεν τη βρήκε.
38,21 Ρώτησε
τους ανθρώπους του τόπου εκεί: «Πού είν’ εκείνη η πόρνη που καθόταν στην
Αιναΐμ, πλάι στο δρόμο;» Αλλά αυτοί του απάντησαν: «Δεν ήταν εδώ καμιά πόρνη».
38,22 Τότε
γύρισε πίσω στον Ιούδα και του είπε: «Δεν τη βρήκα· κι οι άνθρωποι του τόπου
εκείνου μου είπαν ότι δεν ήταν εκεί καμιά πόρνη».
38,23 Ο
Ιούδας είπε: «Ας τα κρατήσει· μόνο να μη γελοιοποιηθούμε. Εγώ το κατσίκι το
’στειλα αλλά εσύ δεν τη βρήκες».
38,24 Μετά
από τρεις περίπου μήνες, ήρθαν και είπαν στον Ιούδα: «Η νύφη σου η Ταμάρ
πόρνεψε, και μάλιστα έμεινε έγκυος από την πορνεία της». Τότε ο Ιούδας είπε:
«Βγάλτε την έξω από την πόλη για να καεί».
38,25 Την
ώρα που την οδηγούσαν έξω, έστειλε να πουν στον πεθερό της: «Από τον άντρα που
του ανήκουν αυτά τα πράγματα, απ’ αυτόν είμαι έγκυος. Αναγνώρισε, λοιπόν», του
λέει, «ποιανού είναι αυτό το περιλαίμιο, το ραβδί και το δαχτυλίδι με το
σφραγιδόλιθο;»
38,26 Ο
Ιούδας τα αναγνώρισε και είπε: «Αυτή είναι πιο δίκαιη από μένα, γιατί δεν την
έδωσα στο Σηλά το γιο μου για γυναίκα». Και δεν ξαναπλάγιασε μαζί της.
38,27 Όταν
ήρθε ο καιρός να γεννήσει η Ταμάρ, βρέθηκαν δίδυμα στην κοιλιά της.
38,28 Την
ώρα της γέννας, το ένα παιδί έβγαλε έξω το χέρι του. Η μαμή το έπιασε και του
έδεσε ένα κόκκινο νήμα, και είπε: «Αυτός βγήκε πρώτος».
38,29 Εκείνος
όμως τράβηξε το χέρι του κι αμέσως βγήκε ο αδερφός του. Τότε η μαμή είπε: «Τι
σκίσιμο έκανες!» Γι’ αυτό τον ονόμασαν Φαρές.
38,3 Έπειτα
βγήκε ο αδερφός του, που είχε στο χέρι του το κόκκινο νήμα και τον ονόμασαν
Ζαράχ.
39,1 Όταν
οι Ισμαηλίτες έφεραν τον Ιωσήφ στην Αίγυπτο, τον αγόρασε απ’ αυτούς ο Πετεφρής
ο Αιγύπτιος, αξιωματούχος του Φαραώ και αρχηγός των σωματοφυλάκων.
39,2 Ο
Κύριος όμως ήταν μαζί με τον Ιωσήφ, κι αποδείχτηκε άνθρωπος ικανός. Έμενε στο
σπίτι του αφεντικού του του Αιγυπτίου.
39,3 Το
αφεντικό του είδε ότι ο Κύριος ήταν μαζί του και πως αυτός με τη βοήθεια του
Κυρίου πετύχαινε κάθε έργο που αναλάμβανε.
39,4 Έτσι
ο Ιωσήφ κέρδισε την εύνοια του αφεντικού του, κι εκείνος τον έκανε επιστάτη στο
σπίτι του· όλα τα υπάρχοντά του τα εμπιστεύτηκε στα χέρια του.
39,5 Από
τότε που τον έκανε επιστάτη στο σπίτι του και στην περιουσία του, ο Κύριος
ευλόγησε το σπίτι, τα υπάρχοντα και τα κτήματα του Αιγυπτίου, εξαιτίας του
Ιωσήφ.
39,6 Ο
Πετεφρής είχε αφήσει όλα του τα υπάρχοντα στα χέρια του Ιωσήφ, και ενόσω είχε
εκείνον, δε φρόντιζε για τίποτε εκτός απ’ την τροφή που έτρωγε. Ο Ιωσήφ είχε
ωραίο παράστημα κι όμορφο πρόσωπο.
39,7 Ύστερα
από τα γεγονότα εκείνα, η γυναίκα του αφεντικού του έριξε τα μάτια της στον
Ιωσήφ και του είπε: «Έλα να πλαγιάσεις μαζί μου».
39,8 Αλλά
εκείνος αρνήθηκε και της είπε: «Ο αφέντης μου δε φροντίζει για τίποτε σ’ αυτό
το σπίτι ενόσω είμ’ εγώ, και όλη του την περιουσία την έχει εμπιστευθεί στα
χέρια μου.
39,9 Δεν
έχει άλλος μεγαλύτερη δύναμη από μένα στο σπίτι αυτό. Τίποτα δε μου στέρησε,
εκτός από σένα, που είσαι γυναίκα του. Πώς θα μπορούσα να κάνω ένα τόσο μεγάλο
κακό και ν’ αμαρτήσω στο Θεό;»
39,1 Αυτή
εξακολούθησε να προκαλεί κάθε μέρα τον Ιωσήφ, αλλά εκείνος δεν πειθόταν να πάει
μαζί της.
39,11 Κάποια
μέρα ο Ιωσήφ ήρθε στο σπίτι για να κάνει την εργασία του, και κανείς από τους
υπηρέτες του σπιτιού δεν ήταν εκεί.
39,12 Τότε
εκείνη τον άρπαξε απ’ τα ρούχα και του έλεγε: «Έλα να πλαγιάσεις μαζί μου».
Εκείνος, όμως, έτρεξε και βγήκε έξω αφήνοντας το ρούχο του στα χέρια της.
39,13 Όταν
αυτή είδε ότι το ρούχο του Ιωσήφ είχε μείνει στο χέρι της κι εκείνος είχε φύγει
έξω,
39,14 φώναξε
τους υπηρέτες του σπιτιού της και τους είπε: «Βλέπετε; Ο άντρας μου μας έφερε
έναν Εβραίο να παίξει μαζί μας! Ήρθε εδώ να πλαγιάσει μαζί μου κι εγώ έβαλα τις
φωνές.
39,15 Μόλις
αυτός είδε ότι άρχισα να φωνάζω, έτρεξε έξω κι άφησε το ρούχο του εδώ».
39,16 Η
γυναίκα κράτησε το ρούχο του Ιωσήφ ως την ώρα που γύρισε στο σπίτι το αφεντικό
του.
39,17 Τότε
του διηγήθηκε την ίδια ιστορία: «Ο δούλος ο Εβραίος που μας έφερες ήρθε εδώ για
να παίξει μαζί μου.
39,18 Αλλά
μόλις εγώ άρχισα να φωνάζω, έτρεξε έξω κι άφησε εδώ δίπλα το ρούχο του».
39,19 Όταν
ο Πετεφρής άκουσε τη γυναίκα του να του λέει: «αυτά μου έκανε ο δούλος σου»,
άναψε απ’ το θυμό του.
39,2 Έδωσε
διαταγή να πιάσουν τον Ιωσήφ και να τον βάλουν στη φυλακή, όπου κρατούνται οι φυλακισμένοι
του βασιλιά. Έτσι ο Ιωσήφ έμεινε εκεί στη φυλακή.
39,21 Ο
Κύριος όμως ήταν μαζί του και τον ελέησε, ώστε να κερδίσει την εύνοια του
αρχιδεσμοφύλακα.
39,22 Εκείνος
εμπιστεύτηκε στον Ιωσήφ όλους τους κρατούμενους, και καθετί που γινόταν στη
φυλακή αυτός το φρόντιζε.
39,23 Ο
αρχιδεσμοφύλακας δεν νοιαζόταν για τίποτα απ’ όσα είχε αναλάβει ο Ιωσήφ, γιατί
ο Κύριος ήταν μαζί του, και με τη βοήθεια του Κυρίου κάθε έργο που αναλάμβανε
πετύχαινε.
40,1 Ύστερα
από τα γεγονότα αυτά, ο οινοχόος του βασιλιά της Αιγύπτου και ο αρχιαρτοποιός,
έκαναν κάτι που πρόσβαλε τον κύριό τους το βασιλιά.
40,2 Ο
Φαραώ οργίστηκε εναντίον των δύο αυτών αυλικών του,
40,3 και
τους έβαλε σε περιορισμό στο σπίτι του αρχηγού των σωματοφυλάκων, στη φυλακή,
στο μέρος όπου ήταν φυλακισμένος και ο Ιωσήφ.
40,4 Έμειναν
σε περιορισμό αρκετόν καιρό και ο αρχηγός των σωματοφυλάκων τοποθέτησε κοντά
τους τον Ιωσήφ για να τους υπηρετεί.
40,5 Μια
νύχτα, τόσο ο οινοχόος όσο και ο αρχιαρτοποιός είδαν εκεί στη φυλακή από ένα
όνειρο, με τη δική του ξεχωριστή σημασία το καθένα.
40,6 Το
πρωί, όταν ο Ιωσήφ ήρθε να τους δει, πρόσεξε ότι ήταν ταραγμένοι.
40,7 Τους
ρώτησε λοιπόν, «Γιατί σήμερα τα πρόσωπά σας είναι σκυθρωπά;»
40,8 «Είδαμε
ένα όνειρο», του αποκρίθηκαν, «και δεν υπάρχει κανείς να το εξηγήσει». Τότε ο
Ιωσήφ τους είπε: «Στο Θεό δεν ανήκει κάθε εξήγηση; Διηγηθείτε το λοιπόν σ’
εμένα».
40,9 Ο
οινοχόος τού είπε: «Στο όνειρό μου είδα μπροστά μου ένα κλήμα,
40,1 με
τρεις κληματόβεργες. Το κλήμα βλάστησε, άνθισε, και τα τσαμπιά του έγιναν ώριμα
σταφύλια.
40,11 Στα
χέρια μου κρατούσα το ποτήρι του Φαραώ. Πήρα τα σταφύλια, τα έστιψα στο ποτήρι
του και του το έδωσα στα χέρια».
40,12 Ο
Ιωσήφ τού είπε: «Να ποια είναι η εξήγηση του ονείρου: Οι τρεις κληματόβεργες
είναι τρεις μέρες.
40,13 Τρεις
μέρες ακόμη κι ο Φαραώ θα σε εξυψώσει και θα σε αποκαταστήσει στη θέση σου.
Τότε θα του δίνεις το ποτήρι στο χέρι του, όπως έκανες και πρωτύτερα, που ήσουν
ο οινοχόος του.
40,14 Αλλά
θυμήσου κι εμένα, όταν όλα θα έχουν πάει για σένα καλά, και δείξε μου καλοσύνη.
Μίλησε για μένα στο Φαραώ και βγάλε με απ’ αυτό εδώ το μέρος.
40,15 Με
άρπαξαν απ’ τη χώρα των Εβραίων κι εδώ δεν έκανα τίποτε για να με ρίξουν στη
φυλακή».
40,16 Ο
αρχιαρτοποιός είδε ότι η εξήγηση που έδωσε ο Ιωσήφ ήταν ευνοϊκή, και του είπε:
«Κι εγώ είδα στο όνειρό μου ότι είχα τρία καλάθια με αρτοσκευάσματα πάνω στο
κεφάλι μου.
40,17 Στο
πάνω καλάθι ήταν διάφορα γλυκίσματα για το Φαραώ, απ’ αυτά που ψήνονται στο
φούρνο, αλλά τα πουλιά τα έτρωγαν απ’ το καλάθι που ήταν πάνω στο κεφάλι μου».
40,18 Ο
Ιωσήφ τού αποκρίθηκε: «Να ποια είναι η εξήγηση: Τα τρία καλάθια είναι τρεις
μέρες.
40,19 Τρεις
μέρες ακόμα και ο Φαραώ θα σου πάρει το κεφάλι, θα σε κρεμάσει σ’ ένα ξύλο και
τα πουλιά θα τρώνε τις σάρκες σου».
40,2 Την
τρίτη μέρα, που ήταν τα γενέθλια του Φαραώ, αυτός παρέθεσε δείπνο σ’ όλους τους
αυλικούς του. Θυμήθηκε τότε τον οινοχόο και τον αρχιαρτοποιό ανάμεσα στους αυλικούς
του.
40,21 Τον
οινοχόο τον αποκατέστησε στο αξίωμά του, κι εκείνος έδωσε πάλι το ποτήρι στο
χέρι του Φαραώ.
40,22 Τον
αρχιαρτοποιό όμως τον κρέμασε, όπως ακριβώς τους είχε εξηγήσει ο Ιωσήφ.
40,23 Αλλά
ο οινοχόος δε θυμήθηκε τον Ιωσήφ· τον είχε ξεχάσει.
41,1 Μετά
από δύο χρόνια, ο Φαραώ είδε ένα όνειρο: Στεκόταν, λέει, κοντά στον ποταμό
Νείλο,
41,2 και
είδε ν’ ανεβαίνουν από το ποτάμι εφτά αγελάδες εύρωστες και παχιές, κι έβοσκαν
στο χορτάρι.
41,3 Ύστερα
απ’ αυτές, ανέβηκαν από το Νείλο άλλες εφτά αγελάδες άσχημες και καχεκτικές και
στάθηκαν κοντά στις πρώτες, πλάι στις όχθες του ποταμού.
41,4 Οι
εφτά άσχημες και καχεκτικές αγελάδες έφαγαν τις άλλες εφτά, τις ομορφόκορμες
και παχιές. Τότε ο Φαραώ ξύπνησε.
41,5 Ξανακοιμήθηκε
και είδε δεύτερο όνειρο: Εφτά στάχυα βλάστησαν πάνω στο ίδιο στέλεχος,
μεστωμένα και ωραία.
41,6 Και
μετά από κείνα, βλάστησαν άλλα εφτά στάχυα, λεπτά και καμένα από το λίβα·
41,7 και
τα λεπτά στάχυα κατάπιαν τα εφτά στάχυα τα μεστωμένα και παχειά. Ο Φαραώ
ξύπνησε και κατάλαβε πως ήταν όνειρο.
41,8 Το
πρωί ο Φαραώ ήταν ανήσυχος. Έστειλε λοιπόν και κάλεσε όλους τους μάγους και
τους σοφούς της Αιγύπτου και τους διηγήθηκε τα όνειρά του. Κανείς όμως δεν
μπόρεσε να του τα εξηγήσει.
41,9 Τότε
ο οινοχόος είπε: «Κύριέ μου, Φαραώ, τώρα θυμάμαι ένα λάθος που ’χω κάνει!
41,1 Όταν
είχες οργιστεί εναντίον των δούλων σου και με είχες φυλακίσει εμένα και τον
αρχιαρτοποιό στο σπίτι του αρχηγού των σωματοφυλάκων,
41,11 είδαμε
ένα όνειρο την ίδια νύχτα, εγώ κι εκείνος, διαφορετικό όνειρο καθένας, με τη
δική τους ιδιαίτερη σημασία.
41,12 Εκεί
μαζί μας ήταν κι ένας νεαρός Εβραίος, δούλος του αρχηγού των σωματοφυλάκων. Του
διηγηθήκαμε λοιπόν τα όνειρά μας, κι εκείνος μας εξήγησε τη σημασία τους.
41,13 Και
όπως μας τα εξήγησε έτσι κι έγινε: Εμένα με αποκατέστησαν στη θέση μου και τον
αρχιαρτοποιό τον κρέμασαν».
41,14 Τότε
ο Φαραώ έστειλε και κάλεσε τον Ιωσήφ. Τον έβγαλαν γρήγορα από τη φυλακή, έκοψε
τα μαλλιά του, άλλαξε ρούχα και παρουσιάστηκε στο Φαραώ.
41,15 Ο
Φαραώ τού είπε: «Είδα ένα όνειρο, αλλά κανείς δεν μπόρεσε να μου το εξηγήσει.
Άκουσα να λένε για σένα ότι εξηγείς ένα όνειρο όταν το ακούσεις».
41,16 Ο
Ιωσήφ τού απάντησε: «Όχι εγώ· ο Θεός μπορεί να απαντήσει ευνοϊκά στο Φαραώ».
41,17 Τότε
ο Φαραώ του είπε: «Είδα στο όνειρό μου ότι στεκόμουν κοντά στην όχθη του
Νείλου.
41,18 Και
ξάφνου από το Νείλο ανέβηκαν εφτά αγελάδες, παχιές και εύρωστες, κι έβοσκαν στο
χορτάρι.
41,19 Ύστερα,
μετά απ’ αυτές, ανέβηκαν άλλες εφτά αγελάδες ισχνές, πολύ άσχημες και
καχεκτικές. Ποτέ δεν έχω δει σ’ όλη την Αίγυπτο τόσο άσχημες αγελάδες όσο
αυτές.
41,2 Οι
αγελάδες λοιπόν οι αδύνατες και άσχημες έφαγαν τις πρώτες, τις παχιές.
41,21 Και
αφού τις κατάπιαν στην κοιλιά τους, κανείς δεν καταλάβαινε ότι ήταν εκεί μέσα.
Τόσο η όψη τους ήταν το ίδιο άσχημη όπως και πριν. Και τότε ξύπνησα.
41,22 Κοιμήθηκα
πάλι και είδα άλλο όνειρο, ότι εφτά στάχυα βλάστησαν από ένα στέλεχος, γεμάτα
και ωραία.
41,23 Και
άλλα εφτά στάχυα ξερά, λεπτά και καμένα από το λίβα βλάστησαν μετά απ’ αυτά.
41,24 Και
τα λεπτά στάχυα κατάπιαν τα εφτά στάχυα, τα ωραία. Τα διηγήθηκα αυτά στους
μάγους, αλλά κανείς δεν μπόρεσε να μου τα εξηγήσει».
41,25 Ο
Ιωσήφ τότε είπε στο Φαραώ: «Το όνειρο του Φαραώ είναι ένα. Ο Θεός φανέρωσε στο
Φαραώ εκείνο που πρόκειται να κάνει.
41,26 Οι
εφτά ωραίες αγελάδες σημαίνουν εφτά χρόνια, και τα εφτά ωραία στάχυα σημαίνουν
εφτά χρόνια. Πρόκειται για ένα και το αυτό όνειρο.
41,27 Οι
εφτά αγελάδες, οι αδύνατες και άσχημες, που ανέβηκαν κατόπιν, σημαίνουν εφτά
χρόνια, όπως και τα εφτά στάχυα τα λεπτά και καμένα από το λίβα, σημαίνουν εφτά
χρόνια πείνας.
41,28 Αυτό
είναι που είπα στο Φαραώ, ότι ο Θεός τού φανέρωσε εκείνο που πρόκειται να
κάνει:
41,29 Θα
έρθουν εφτά χρόνια μεγάλης αφθονίας σ’ ολόκληρη τη Αίγυπτο.
41,30-31 Ύστερα
όμως απ’ αυτά θα έρθουν εφτά χρόνια πείνας, η οποία θα ερημώσει τη χώρα. Τόσο
βαριά θα είναι εκείνη η πείνα, που κανένας στην Αίγυπτο δε θα θυμάται πια την
προηγούμενη αφθονία στη χώρα.
41,32 Το
γεγονός ότι ο Φαραώ είδε το όνειρο να επαναλαμβάνεται και δεύτερη φορά,
σημαίνει ότι το πράγμα είναι αποφασισμένο απ’ το Θεό, και ότι θα το
πραγματοποιήσει γρήγορα.
41,33 Και
τώρα, ας φροντίσει ο Φαραώ να βρει έναν άνθρωπο μυαλωμένο και σοφό, και να τον
διορίσει άρχοντα σ’ όλη την Αίγυπτο.
41,34 Επίσης,
ας φροντίσει ώστε να διοριστούν επόπτες στη χώρα, για να κρατούν απ’ αυτήν το
ένα πέμπτο κατά τα εφτά χρόνια της αφθονίας.
41,35 Θα
συγκεντρώσουν όλα τα τρόφιμα των καλών χρόνων που έρχονται, και θα αποθηκεύσουν
τα σιτηρά με εξουσιοδότηση του Φαραώ για τη διατροφή των πόλεων, και θα τα
φυλάξουν.
41,36 Αυτές
οι προμήθειες θα φυλαχτούν για τα εφτά χρόνια της πείνας που θα έρθουν στην
Αίγυπτο, κι έτσι η χώρα δε θα αφανιστεί από την πείνα».
41,37 Αυτή
η πρόταση φάνηκε καλή στο Φαραώ και σ’ όλους τους αξιωματούχους του,
41,38 και
τους είπε: «Υπάρχει άλλος άνθρωπος σαν αυτόν εδώ, που να έχει μέσα του το
Πνεύμα του Θεού»
41,39 Και
στον Ιωσήφ είπε: «Αφού ο Θεός σε έκανε να τα ξέρεις όλα αυτά, δεν υπάρχει
κανένας άλλος τόσο συνετός και σοφός, όπως εσύ.
41,4 Εσύ
θα προΐστασαι στο ανάκτορό μου και όλος ο λαός μου θα υπακούει στις διαταγές
σου. Μόνον ως προς το θρόνο θα είμαι ανώτερός σου.
41,41 Σ’
εσένα», του είπε, «παραδίδω την εξουσία πάνω σε όλη την Αίγυπτο».
41,42 Μ’
αυτά τα λόγια ο Φαραώ έβγαλε από το χέρι του το δαχτυλίδι με το σφραγιδόλιθό
του και το πέρασε στο χέρι του Ιωσήφ, τον έντυσε με λινή φορεσιά, και του έβαλε
τη χρυσή αλυσίδα στο λαιμό του.
41,43 Τον
ανέβασε στο δεύτερο μετά το δικό του άρμα, και οι προπορευόμενοι αξιωματούχοι
φώναζαν: «Γονατίστε!» Έτσι ο Φαραώ έδωσε στον Ιωσήφ εξουσία πάνω σε όλη την
Αίγυπτο.
41,44 «Εγώ
είμαι ο Φαραώ», του είπε. «Χωρίς όμως τη δική σου έγκριση, κανείς δε θα κάνει
τίποτα σ’ όλη τη χώρα».
41,45-46 Ο
Ιωσήφ ήταν τριάντα χρονών όταν παρουσιάστηκε στο Φαραώ, το βασιλιά της
Αιγύπτου. Αυτός τον ονόμασε Σοφνάχ-Πανεάχ, και του έδωσε για γυναίκα την
Ασενάθ, κόρη του Ποτιφερά, ιερέα της Ηλιούπολης. Μετά ο Ιωσήφ έφυγε να
επιθεωρήσει όλη τη χώρα.
41,47 Στα
εφτά χρόνια της αφθονίας, η παραγωγή της χώρας ήταν υπερεπαρκής.
41,48 Ο
Ιωσήφ συγκέντρωσε όλη την παραγωγή αυτών των εφτά χρόνων στην Αίγυπτο και
αποθήκευσε τα τρόφιμα στις πόλεις. Σε κάθε πόλη αποθήκευε την παραγωγή των
χωραφιών που ήταν γύρω απ’ αυτήν.
41,49 Έτσι
συσσώρευσε σιτηρά αναρίθμητα σαν την άμμο της θάλασσας. Τόσο πολλά ήταν, ώστε
έπαψε πια να τα μετράει.
41,5 Πριν
έρθουν τα χρόνια της πείνας, ο Ιωσήφ απέκτησε από την Ασενάθ, που ήταν κόρη του
Ποτιφερά, ιερέα της Ηλιούπολης, δύο παιδιά.
41,51 Τον
πρώτο τον ονόμασε Μανασσή, και είπε: «Ο Θεός μ’ έκανε να λησμονήσω όλες μου τις
δυστυχίες και το σπίτι του πατέρα μου».
41,52 Τον
δεύτερο τον ονόμασε Εφραΐμ, και είπε: «Ο Θεός μού έδωσε παιδιά στη χώρα της
δυστυχίας μου».
41,53 Τα
εφτά χρόνια της αφθονίας στην Αίγυπτο πέρασαν,
41,54 κι
άρχισαν να έρχονται τα εφτά χρόνια της πείνας, όπως το είχε προβλέψει ο Ιωσήφ.
Και ενώ σε όλες τις χώρες επικρατούσε πείνα, στην Αίγυπτο υπήρχε ψωμί.
41,55 Όταν
όμως η Αίγυπτος άρχισε κι αυτή να πεινάει και ο λαός φώναζε στο Φαραώ για ψωμί,
ο Φαραώ είπε στους Αιγυπτίους: «Πηγαίνετε στον Ιωσήφ και κάνετε ό,τι σας πει».
41,56 Η
πείνα γινόταν όλο και μεγαλύτερη κι απλωνόταν σ’ ολόκληρη τη χώρα. Ο Ιωσήφ τότε
άνοιξε τις αποθήκες και πουλούσε στους Αιγυπτίους όσο σιτάρι υπήρχε σ’ αυτές.
41,57 Απ’
όλες τις χώρες έρχονταν στην Αίγυπτο, στον Ιωσήφ, για να αγοράσουν σιτηρά,
γιατί η πείνα ήταν φοβερή σ’ ολόκληρη τη γη.
42,1 Ο
Ιακώβ έμαθε ότι στην Αίγυπτο υπήρχε σιτάρι, και είπε στους γιους του: «Τι
περιμένετε;»
42,2 Άκουσα
πως υπάρχει σιτάρι στην Αίγυπτο. Κατεβείτε λοιπόν εκεί να μας αγοράστε για να
ζήσουμε και να μην πεθάνουμε.
42,3 Κατέβηκαν
λοιπόν στην Αίγυπτο οι δέκα από τους αδερφούς του Ιωσήφ, για να αγοράσουν
σιτάρι.
42,4 Αλλά
το Βενιαμίν, τον αδερφό του Ιωσήφ, ο Ιακώβ δεν τον έστειλε μαζί με τ’ αδέρφια
του, γιατί φοβήθηκε μήπως του συμβεί κανένα κακό.
42,5 Έφτασαν
λοιπόν οι γιοι του Ισραήλ στην Αίγυπτο για ν’ αγοράσουν σιτάρι, μαζί με άλλους
που έρχονταν κι αυτοί, γιατί η πείνα είχε επικρατήσει παντού στη Χαναάν.
42,6 Ο
Ιωσήφ ήταν ο άρχοντας στη χώρα. Αυτός προσωπικά πουλούσε το σιτάρι σε όλους
τους ξένους. Έτσι ήρθαν τα αδέρφια του και τον προσκύνησαν, σκύβοντας ως τη γη.
42,7 Εκείνος
τους είδε και τους αναγνώρισε, αλλά έκανε σαν να τους ήταν ξένος και τους
μίλησε σκληρά: «Από πού ερχόσαστε;» τους ρώτησε. «Από τη Χαναάν», απάντησαν
αυτοί, «για ν’ αγοράσουμε τροφές».
42,8 Τ’
αδέρφια του Ιωσήφ δεν τον αναγνώρισαν, εκείνος όμως τους αναγνώρισε.
42,9 Θυμήθηκε
τα όνειρα που είχε δει γι’ αυτούς, και τους είπε: «Εσείς είστε κατάσκοποι, και
ήρθατε για να επισημάνετε τα ανοχύρωτα σημεία της χώρας».
42,1 Εκείνοι
του απάντησαν: «Όχι, κύριε, οι δούλοι σου ήρθαμε ν’ αγοράσουμε τροφές.
42,11 Είμαστε
όλοι παιδιά του ίδιου ανθρώπου. Οι δούλοι σου είμαστε ειλικρινείς άνθρωποι· δεν
είμαστε κατάσκοποι».
42,12 «Όχι»,
τους ξαναείπε εκείνος. «Ήρθατε για να παρατηρήσετε σε ποια σημεία η χώρα είναι
ανοχύρωτη».
42,13 Εκείνοι
άρχισαν πάλι: «Οι δούλοι σου είμαστε δώδεκα αδέρφια, παιδιά του ίδιου ανθρώπου,
που ζει στη χώρα της Χαναάν. Ο μικρότερος είναι τώρα μαζί με τον πατέρα μας κι
ο άλλος δεν υπάρχει πια».
42,14 «Καλά
σάς είπα εγώ πως είσαστε κατάσκοποι!» τους φώναξε ο Ιωσήφ.
42,15 «Και
να πώς θ’ αποδειχτεί το αντίθετο: Μα τη ζωή του Φαραώ, δε θα φύγετε από ’δω αν
δεν έρθει εδώ ο αδερφός σας ο μικρότερος.
42,16 Στείλτε
έναν από σας να τον πάρει. Όσο για σας θα μείνετε φυλακισμένοι. Έτσι θ’
αποδειχτεί αν είναι αληθινά αυτά που λέτε. Κι αν δεν είναι, μα τη ζωή του
Φαραώ, είστε κατάσκοποι!»
42,17 Τους
έβαλε λοιπόν στη φυλακή όλους μαζί για τρεις μέρες.
42,18 Την
τρίτη μέρα ο Ιωσήφ τούς είπε: «Να τι θα κάνετε για να ζήσετε, γιατί εγώ φοβάμαι
το Θεό:
42,19 Αν
είστε ειλικρινείς, ένας από όλους σας θα μείνει κλεισμένος στη φυλακή, κι εσείς
οι άλλοι να φύγετε και να πάτε σιτάρι στις πεινασμένες οικογένειές σας.
42,2 Ύστερα
θα μου φέρετε τον αδερφό σας το μικρότερο, για να φανεί αν είναι αληθινά τα
λόγια σας και να μην πεθάνετε». Έτσι κι έκαναν.
42,21 Τότε
είπαν αναμεταξύ τους: «Πράγματι, είμαστε ένοχοι απέναντι στον αδερφό μας.
Βλέπαμε την αγωνία του όταν μας παρακαλούσε, κι εμείς δεν ακούγαμε. Γι’ αυτό
μας βρήκε αυτή η στενοχώρια».
42,22 Ο
Ρουβήν τούς είπε: «Δε σας έλεγα εγώ να μην κάνετε κακό σ’ αυτό το παιδί; Εσείς
όμως δεν ακούγατε. Να που τώρα ήρθε η ώρα της τιμωρίας».
42,23 Αυτοί
όμως δεν ήξεραν ότι ο Ιωσήφ τους καταλάβαινε, γιατί χρησιμοποιούσε διερμηνέα.
42,24 Τότε
εκείνος αποσύρθηκε και έκλαψε. Έπειτα ξανάρθε και τους μίλησε. Πήρε απ’ ανάμεσά
τους το Συμεών και τον αλυσόδεσε μπροστά στα μάτια τους.
42,25 Ο
Ιωσήφ διέταξε να γεμίσουν τα σακιά των αδερφών του με σιτάρι, να βάλουν τα
χρήματα του καθενός στο σακί του και να τους δώσουν τροφή για το δρόμο. Έτσι
και τους έκαναν.
42,26 Εκείνοι
φόρτωσαν το σιτάρι στα γαϊδούρια τους και έφυγαν.
42,27 Όταν
όμως ένας άνοιξε το σακί του να δώσει τροφή στο γαϊδούρι του, εκεί που
διανυκτέρευαν, είδε μέσα τα χρήματά του. Ήταν στο άνοιγμα του σάκου του.
42,28 «Μου
επέστρεψαν τα χρήματά μου!» φώναξε στους αδερφούς του. «Να τα, εδώ μέσα στο
σακί μου». Τους ήρθε λιποθυμία και τρέμοντας έλεγε ο ένας στον άλλο: «Τι είναι
αυτό που μας έκανε ο Θεός!»
42,29 Όταν
ήρθαν στον πατέρα τους τον Ιακώβ, στη Χαναάν, του διηγήθηκαν όλα όσα είχαν
συμβεί και του είπαν:
42,3 «Ο
άνθρωπος, που είναι ο άρχοντας της χώρας, μάς μίλησε σκληρά και μας φέρθηκε σαν
να ήμασταν κατάσκοποι.
42,31 Εμείς
όμως του είπαμε ότι είμαστε ειλικρινείς κι όχι κατάσκοποι.
42,32 Ότι
είμαστε αδέρφια, παιδιά του ίδιου πατέρα, κι ότι ο ένας δεν υπάρχει πια και ο
μικρότερος είναι με τον πατέρα μας στη Χαναάν.
42,33 Αλλά
εκείνος μας είπε: “Να πώς θα εξακριβώσω αν είστε ειλικρινείς: ο ένας από σας θα
παραμείνει κοντά μου, κι εσείς πάρτε σιτάρι για τις οικογένειές σας που πεινούν
και φύγετε.
42,34 Αλλά
θα μου φέρετε τον αδερφό σας το μικρότερο, και τότε θα πεισθώ ότι δεν είστε
κατάσκοποι αλλά άνθρωποι ειλικρινείς. Θα σας απελευθερώσω και τον αδερφό σας,
και θα είστε ελεύθεροι να κυκλοφορείτε στη χώρα”».
42,35 Μετά
άρχισαν ν’ αδειάζουν τα σακιά τους. Κι ο καθένας έβρισκε μέσα στο σακί του το
κομπόδεμά του. Όταν αυτοί και ο πατέρας τους είδαν τα χρήματά τους, φοβήθηκαν.
42,36 Ο
Ιακώβ τούς είπε: «Μου παίρνετε τα παιδιά μου. Ο Ιωσήφ δεν υπάρχει· ο Συμεών δεν
είν’ εδώ· και τώρα θέλετε να πάρετε και το Βενιαμίν. Πάνω σ’ εμένα πέφτουν
όλα!»
42,37 Τότε
ο Ρουβήν είπε στον πατέρα του: «Έχεις το δικαίωμα να θανατώσεις τα δύο μου
παιδιά, αν δε σου φέρω πίσω το Βενιαμίν. Εμπιστέψου τον σ’ εμένα προσωπικά και
εγώ θα σου τον ξαναφέρω».
42,38 Αλλά
ο Ιακώβ είπε: «Όχι. Ο γιος μου δεν θα έρθει μαζί σας· γιατί ο αδερφός του
πέθανε, και μόνον αυτός έχει απομείνει. Αν του συμβεί κάτι κακό στο ταξίδι σας,
τότε θα κάνετε τ’ άσπρα μου μαλλιά να κατεβούνε με πόνο στον άδη».
43,1 Η
πείνα όμως δυνάμωνε στη χώρα.
43,2 Κι
όταν στην οικογένεια του Ιακώβ σώθηκε όλο το στάρι που είχαν φέρει από την
Αίγυπτο, τους είπε ο πατέρας τους: «Πηγαίνετε πάλι να μας αγοράσετε λίγα
τρόφιμα».
43,3 Ο
Ιούδας όμως του απάντησε: «Ο άνθρωπος εκείνος μας προειδοποίησε ξεκάθαρα: “δε
θα παρουσιαστείτε μπροστά μου αν δεν έχετε μαζί σας τον αδερφό σας”.
43,4 Αν
λοιπόν έχεις τη διάθεση να στείλεις μαζί μας τον αδερφό μας, τότε θα κατεβούμε
να σου αγοράσουμε τροφές.
43,5 Αν
όμως δε θέλεις να τον στείλεις, εμείς δεν κατεβαίνουμε, γιατί ο άνθρωπος μας
είπε: “δε θα παρουσιαστείτε μπροστά μου χωρίς να έχετε μαζί σας τον αδερφό
σας”».
43,6 Τότε
ο Ισραήλ είπε: «Γιατί μου κάνατε αυτό το κακό να φανερώσετε σ’ εκείνον τον
άνθρωπο ότι έχετε έναν ακόμη αδερφό;»
43,7 Αυτοί
απάντησαν: «Ο άνθρωπος εκείνος μας ρωτούσε συνέχεια για μας και για την
οικογένειά μας: “Ζει ακόμα ο πατέρας σας;” έλεγε. “Έχετε άλλον αδερφό;” Κι
εμείς του αποκριθήκαμε σ’ αυτά τα ερωτήματα. Πού να ξέραμε ότι θα μας ζητούσε
να του πάμε τον αδερφό μας!»
43,8 Τότε
ο Ιούδας είπε στον Ισραήλ: «Άσε το παιδί να ’ρθεί μαζί μου, και να σηκωθούμε να
φύγουμε για να επιβιώσουμε και να μην πεθάνουμε της πείνας κι εμείς κι εσύ και
τα παιδιά μας.
43,9 Μπαίνω
εγώ εγγυητής γι’ αυτό το παιδί· από μένα θα το ζητήσεις. Αν δεν σου το φέρω
πάλι πίσω και δε σου το παρουσιάσω, εγώ θα είμαι ο ένοχος απέναντί σου για όλη
μου τη ζωή.
43,1 Αν
δεν είχαμε καθυστερήσει, τώρα θα είχαμε γυρίσει πίσω για δεύτερη φορά».
43,11 Τότε
ο πατέρας τους τους είπε: «Αφού λοιπόν είναι ανάγκη να γίνει αυτό, έτσι να
κάνετε. Πάρτε στις αποσκευές σας τα καλύτερα από τα προϊόντα της χώρας για να
τα προσφέρετε δώρα σ’ εκείνον τον άνθρωπο: λίγο βάλσαμο, λίγο μέλι, αρώματα,
λάβδανο, φιστίκια και μύγδαλα.
43,12 Πάρτε
μαζί σας και διπλάσια χρήματα: πάρτε δηλαδή κι εκείνα που είχαν βάλει στο
άνοιγμα των σάκων σας· ίσως έγινε κάποιο λάθος.
43,13 Πάρτε
και τον αδερφό σας και σηκωθείτε να πάτε πίσω σ’ εκείνον τον άνθρωπο.
43,14 Κι
ο παντοδύναμος Θεός ας κάνει ώστε ο άνθρωπος αυτός να σας σπλαχνιστεί και ν’
αφήσει να ξανάρθει μαζί σας ο άλλος αδερφός σας και ο Βενιαμίν. Και εγώ, αν
πρέπει να στερηθώ τα παιδιά μου, ας τα στερηθώ».
43,15 Εκείνοι
πήραν τα δώρα, πήραν μαζί τους και διπλάσια χρήματα και το Βενιαμίν, και
ξεκίνησαν να κατεβούν στην Αίγυπτο. Εκεί παρουσιάστηκαν στον Ιωσήφ.
43,16 Όταν
ο Ιωσήφ είδε ότι είχαν μαζί τους το Βενιαμίν, είπε στον προϊστάμενο του σπιτιού
του: «Οδήγησε αυτούς τους ανθρώπους στο σπίτι, σφάξε κάτι και ετοίμασε, γιατί
θα φάνε μαζί μου το μεσημέρι».
43,17 Εκείνος
έκανε όπως τον διέταξε ο Ιωσήφ, κι οδήγησε τους ανθρώπους στο σπίτι του.
43,18 Αυτοί
φοβήθηκαν που τους οδήγησαν στο σπίτι του Ιωσήφ, και είπαν: «Το χρήμα που
βρέθηκε την πρώτη φορά στα σακιά μας είναι η αιτία που μας έφεραν εδώ. Θέλουν
να μας συκοφαντήσουν και να μας επιτεθούν για να μας πάρουν τα γαϊδούρια, και
εμάς να μας πάρουν δούλους».
43,19 Τότε
πλησίασαν τον προϊστάμενο του σπιτιού του Ιωσήφ και του ’πιασαν κουβέντα στην
είσοδο του σπιτιού:
43,2 «Παρακαλούμε,
κύριε», του έλεγαν, «εμείς έχουμε έρθει κι άλλη φορά για ν’ αγοράσουμε τρόφιμα.
43,21 Όταν
όμως φτάσαμε στον τόπο που θα διανυκτερεύαμε και ανοίξαμε τα σακιά μας, ο
καθένας μας βρήκε τα χρήματά του στο άνοιγμα του σακιού του. Τα χρήματά μας
ακριβώς. Και τα φέραμε πάλι μαζί μας.
43,22 Φέραμε
ακόμα κι άλλα χρήματα για ν’ αγοράσουμε τρόφιμα. Δεν ξέρουμε ποιος είχε βάλει
τα χρήματά μας στα σακιά μας».
43,23 Εκείνος
τους είπε: «Ησυχάστε και μη φοβόσαστε. Ο Θεός σας κι ο Θεός του πατέρα σας
αυτός έβαλε το θησαυρό στα σακιά σας. Το χρήμα σας έφτασε στα χέρια μου». Και
τους έφερε το Συμεών.
43,24 Ο
άνθρωπος τους έφερε μέσα στο σπίτι του Ιωσήφ και τους έδωσε νερό να πλύνουν τα
πόδια τους καθώς και τροφή για τα γαϊδούρια τους.
43,25 Εκείνοι
ετοίμασαν τα δώρα τους ώσπου να έρθει ο Ιωσήφ το μεσημέρι, γιατί τους είχαν πει
ότι θα έτρωγαν εκεί μαζί του.
43,26 Όταν
ο Ιωσήφ γύρισε στο σπίτι, τού πρόσφεραν τα δώρα που τα είχαν φέρει μαζί τους,
μέσα στο σπίτι, και τον προσκύνησαν ως τη γη.
43,27 Αυτός
τους ρώτησε για την υγεία τους και ύστερα τους είπε: «Είναι καλά ο γέροντας
πατέρας σας, που μου ’χετε μιλήσει γι’ αυτόν; Ζει ακόμη;»
43,28 Αυτοί
απάντησαν: «Καλά είναι ο δούλος σου ο πατέρας μας. Ζει ακόμη». Κι έσκυψαν και
προσκύνησαν.
43,29 Όταν
ο Ιωσήφ είδε το Βενιαμίν, τον αδερφό του από την ίδια μάνα, ρώτησε: «Αυτός
είναι ο αδερφός σας ο μικρότερος που μου λέγατε; Ο Θεός να σε ευλογεί παιδί
μου», του είπε.
43,3 Ύστερα
έφυγε βιαστικά, γιατί άρχισε να δακρύζει· είχε συγκινηθεί βαθιά που είδε τον
αδερφό του και ήθελε να κλάψει. Μπήκε στο ιδιαίτερο δωμάτιό του κι εκεί έκλαψε.
43,31 Έπειτα
έπλυνε το πρόσωπό του, βγήκε απ’ το δωμάτιο και προσπαθώντας να συγκρατηθεί
πρόσταξε: «Φέρτε το φαγητό».
43,32 Έφεραν
το φαγητό, χωριστά σ’ αυτόν και χωριστά στους Αιγύπτιους, που έτρωγαν μαζί του.
Δεν επιτρεπόταν στους Αιγύπτιους να τρώνε μαζί με τους Εβραίους· ήταν γι’
αυτούς βδελυρό.
43,33 Τ’
αδέρφια του Ιωσήφ κάθισαν απέναντί του κατά σειρά ηλικίας, από τον μεγαλύτερο
ως τον μικρότερο. Και έκπληκτοι κοίταζαν ο ένας τον άλλο.
43,34 Ο
Ιωσήφ διέταξε να τους προσφέρουν από τα φαγητά που είχε στο δικό του τραπέζι.
Και η μερίδα του Βενιαμίν ήταν πέντε φορές μεγαλύτερη από όλων των άλλων. Ήπιαν
μαζί του και μέθυσαν.
44,1 Ο
Ιωσήφ διέταξε τον προϊστάμενο του σπιτιού του: «Γέμισε τα σακιά αυτών των
ανθρώπων με τρόφιμα, όσο χωράνε, και βάλε τα χρήματα του καθενός στο άνοιγμα
του σακιού του.
44,2 Στο
άνοιγμα του σακιού του νεότερου, μαζί με τα χρήματα για το σιτάρι του, βάλε και
το ποτήρι μου το ασημένιο». Εκείνος έκανε όπως του είπε ο Ιωσήφ.
44,3 Το
πρωί μόλις χάραξε, άφησαν τους ανθρώπους να φύγουν με τα γαϊδούρια τους.
44,4 Βγήκαν
απ’ την πόλη, αλλά πριν απομακρυνθούν, ο Ιωσήφ είπε στον προϊστάμενο του
σπιτιού του: «Σήκω, τρέξε πίσω απ’ αυτούς τους ανθρώπους, κι όταν τους φτάσεις
θα τους πεις: “γιατί ανταποδώσατε κακό αντί καλού;
44,5 Εσείς
δεν έχετε το ποτήρι που χρησιμοποιεί ο κύριός μου για να πίνει και να προλέγει
το μέλλον; Κάνατε πολύ άσχημα που φερθήκατε έτσι!”»
44,6 Ο
άνθρωπος τους έφτασε και τους είπε αυτά τα λόγια.
44,7 Αυτοί
απάντησαν: «Γιατί μιλάει έτσι ο κύριός μας; Δεν είναι δυνατόν οι δούλοι σου να
κάναμε τέτοιο πράγμα!
44,8 Αν
το χρήμα που βρήκαμε στο άνοιγμα των σακιών μας σου το επιστρέψαμε από τη
Χαναάν, πώς είναι δυνατό να κλέψουμε ασήμι ή χρυσάφι μέσ’ από το σπίτι του
κυρίου σου;
44,9 Σε
όποιον απ’ τους δούλους σου βρεθεί αυτό το ποτήρι, να θανατωθεί, κι εμείς θα
γίνουμε δούλοι του κυρίου μας».
44,1 «Ας
γίνει λοιπόν όπως είπατε», απάντησε αυτός. «Αλλά μόνον εκείνος στον οποίο θα
βρεθεί το ποτήρι, θα γίνει δούλος μου· οι υπόλοιποι θα είστε ελεύθεροι».
44,11 Αμέσως
κατέβασαν ο καθένας το σακί τους στη γη και το άνοιξαν.
44,12 Ο
προϊστάμενος άρχισε την έρευνα ξεκινώντας από τον μεγαλύτερο και τέλειωσε με
τον νεότερο. Το ποτήρι βρέθηκε στο σακί του Βενιαμίν.
44,13 Τότε
τα αδέρφια του έσκισαν τα ρούχα τους, φόρτωσαν καθένας το γαϊδούρι του και
γύρισαν πίσω στην πόλη.
44,14 Ο
Ιωσήφ ήταν ακόμα στο σπίτι του, όταν έφτασαν εκεί ο Ιούδας και τ’ αδέρφια του.
Και έπεσαν μπροστά του στο έδαφος.
44,15 Τότε
ο Ιωσήφ τους είπε: «Τι πράξη ήταν αυτή που κάνατε; Δεν ξέρετε ότι ένας άνθρωπος
όπως εγώ μπορεί και μαντεύει σωστά;»
44,16 Ο
Ιούδας απάντησε: «Τι να πούμε στον κύριό μας; πώς να μιλήσουμε και πώς να
δικαιολογηθούμε; Ο Θεός αποκάλυψε την αμαρτία των δούλων σου. Είμαστε δούλοι
του κυρίου μας και εμείς και εκείνος στον οποίο βρέθηκε το ποτήρι».
44,17 Ο
Ιωσήφ όμως είπε: «Δεν είναι δυνατόν να κάνω κάτι τέτοιο! Ο άνθρωπος στον οποίο
βρέθηκε το ποτήρι, αυτός θα γίνει δούλος μου. Εσείς, γυρίστε ήσυχα πίσω στον
πατέρα σας».
44,18 Τότε
ο Ιούδας τον πλησίασε και του είπε: «Παρακαλώ, κύριέ μου. Επίτρεψε στο δούλο
σου να σου μιλήσει ελεύθερα, χωρίς να οργιστείς εναντίον μου γιατί εσύ είσαι
σαν Φαραώ.
44,19 Ο
κύριός μου ήταν που είχε ρωτήσει τους δούλους του αν έχουμε πατέρα ή αδερφό.
44,2 Και
απαντήσαμε στον κύριό μου ότι έχουμε ένα γέροντα πατέρα και ένα μικρό αδερφό,
που ο πατέρας μας τον απέκτησε στα γηρατειά του. Ο αδερφός αυτού του μικρού
πέθανε· αυτός έμεινε ο μόνος από την ίδια μάνα, και ο πατέρας μας τον αγαπάει.
44,21 Τότε
είπες στους δούλους σου να σου τον φέρουμε για να τον δεις με τα μάτια σου.
44,22 Και
απαντήσαμε στον κύριό μου ότι δεν μπορεί το παιδί ν’ αφήσει τον πατέρα του. “Αν
αφήσει τον πατέρα του τότε εκείνος θα πεθάνει”, σου είπαμε.
44,23 Τότε
είπες στους δούλους σου πως αν δεν ερχόταν μαζί μας ο μικρότερος αδερφός μας δε
θα είχαμε την άδεια να παρουσιαστούμε μπροστά σου.
44,24 Όταν
λοιπόν γυρίσαμε πίσω στον πατέρα μου το δούλο σου, του μεταφέραμε όλα όσα μας
είχες πει.
44,25 Και
όταν ο πατέρας μας μας είπε να ξαναπάμε να τους αγοράσουμε λίγα τρόφιμα,
44,26 εμείς
απαντήσαμε ότι δεν μπορούμε να κατεβούμε στην Αίγυπτο, εκτός αν είναι μαζί μας
ο μικρότερος αδερφός μας· “δεν μπορούμε”, είπαμε, “να παρουσιαστούμε σ’ εκείνον
τον άνθρωπο, χωρίς να είναι μαζί μας ο μικρότερος αδερφός μας”.
44,27 Τότε
ο δούλος σου ο πατέρας μου μας είπε: “εσείς ξέρετε ότι δύο παιδιά μού γέννησε η
γυναίκα μου.
44,28 Το
ένα με άφησε, και φαντάζομαι ότι θα κατασπαράχτηκε, γιατί μέχρι τώρα δεν το έχω
ξαναδεί.
44,29 Αν
μου πάρετε από κοντά μου κι αυτόν εδώ και του συμβεί κανένα κακό, θα κάνετε να
κατεβούν τα άσπρα μου μαλλιά με πόνο στον άδη”.
44,3 Τώρα,
λοιπόν, αν γυρίσω πίσω στο δούλο σου τον πατέρα μου, και δεν είναι μαζί μας
αυτό το παιδί, η ζωή του είναι τόσο δεμένη με τη ζωή του πατέρα του,
44,31 ώστε
εκείνος, μόλις δει ότι το παιδί δεν υπάρχει, θα πεθάνει. Κι εμείς οι δούλοι σου
θα γίνουμε αιτία να κατεβούν τα άσπρα μαλλιά του δούλου σου πατέρα μας με θλίψη
στον άδη.
44,32 Ο
δούλος σου έχω εγγυηθεί στον πατέρα μου για το παιδί, ότι αν δεν του το φέρω
πίσω, θα είμαι ισόβια ένοχος απέναντί του.
44,33 Τώρα
λοιπόν, επίτρεψε να παραμείνει ο δούλος σου αντί για το παιδί δούλος στον κύριό
μου, και το παιδί ας γυρίσει πίσω με τους αδερφούς του.
44,34 Πώς
μπορώ να γυρίσω πίσω στον πατέρα μου, χωρίς να είναι μαζί μου και το παιδί;
Καλύτερα να μη δω τη δυστυχία που θα τον βρει».
45,1 Ο
Ιωσήφ δεν μπορούσε πια να συγκρατηθεί μπροστά σ’ όλους εκείνους που τον
περιστοίχιζαν και φώναξε: «Να φύγουν όλοι από μπροστά μου!» Έτσι, ήταν μόνος με
τ’ αδέρφια του όταν τους φανερώθηκε.
45,2 Τότε
ξέσπασε σ’ ένα κλάμα τόσο δυνατό, που τον άκουγαν οι Αιγύπτιοι και το έμαθαν
ακόμα και στο ανάκτορο του Φαραώ.
45,3 Ο
Ιωσήφ είπε στους αδερφούς του: «Εγώ είμαι ο Ιωσήφ! Ζει ακόμα ο πατέρας μου;» Οι
αδερφοί του όμως δεν μπορούσαν να του απαντήσουν και στέκονταν μπροστά του
εμβρόντητοι.
45,4 «Πλησιάστε
με, λοιπόν!» τους είπε ο Ιωσήφ. Εκείνοι τον πλησίασαν, και τους είπε: «Εγώ
είμαι ο Ιωσήφ ο αδερφός σας, που τον πουλήσατε στην Αίγυπτο.
45,5 Αλλά
τώρα μη λυπάστε και μην έχετε τύψεις που με πουλήσατε, γιατί ο Θεός με έστειλε
εδώ πριν από σας για να σας σώσω τη ζωή.
45,6 Είναι
δύο χρόνια τώρα που η πείνα κυριαρχεί στη χώρα. Και για πέντε ακόμα χρόνια δε
θα υπάρχει ούτε όργωμα ούτε θερισμός.
45,7 Ο
Θεός όμως με έστειλε εδώ πριν από σας για να σας διασώσω με θαυμαστό τρόπο, και
να μπορέσετε να επιβιώσετε στη χώρα.
45,8 Δε
με στείλατε, λοιπόν, εσείς εδώ, αλλά ο Θεός. Με έκανε σύμβουλο του Φαραώ,
υπεύθυνο στο ανάκτορό του, και κυβερνήτη όλης της Αιγύπτου.
45,9 Τώρα
βιαστείτε να πάτε πίσω στον πατέρα μου και να του πείτε ότι ο γιος του ο Ιωσήφ
λέει: “ο Θεός με έκανε κύριο όλης της Αιγύπτου. Έλα σ’ εμένα, μην αργείς.
45,1 Θα
εγκατασταθείς στην περιοχή της Γεσέν, και θα είσαι κοντά μου εσύ, τα παιδιά σου
και τα εγγόνια σου, τα πρόβατά σου και τα βόδια σου, και ό,τι άλλο έχεις.
45,11 Εγώ
θα φροντίσω για τη συντήρησή σου εκεί, γιατί μένουν ακόμα πέντε χρόνια πείνας.
Δε θα στερηθείς τίποτα εσύ και το σπίτι σου και τα κοπάδια σου”.
45,12 Βλέπετε
λοιπόν με τα ίδια σας τα μάτια, και με βλέπει κι ο αδερφός μου ο Βενιαμίν, ότι
εγώ είμαι που σας μιλάω.
45,13 Διηγηθείτε
στον πατέρα μου όλη τη δόξα που έχω εδώ στην Αίγυπτο και όλα όσα είδατε, και
βιαστείτε να τον φέρετε εδώ».
45,14 Ύστερα
έπεσε στο λαιμό του Βενιαμίν του αδερφού του και έκλαψε. Έκλαψε κι ο Βενιαμίν
πεσμένος στον τράχηλό του.
45,15 Φίλησε
ακόμα όλους τους αδερφούς του κλαίγοντας. Μετά απ’ αυτά οι αδερφοί του μπόρεσαν
να μιλήσουν μαζί του.
45,16 Το
γεγονός μαθεύτηκε στο ανάκτορο του Φαραώ, ότι είχαν έρθει τ’ αδέρφια του Ιωσήφ,
και χάρηκαν ο Φαραώ και οι άρχοντές του.
45,17 Ο
Φαραώ είπε στον Ιωσήφ: «Να πεις στ’ αδέρφια σου να φορτώσουν τα ζώα τους και να
φύγουν για τη Χαναάν.
45,18 Να
πάρουν τον πατέρα τους και τις οικογένειές τους και να έρθουν κοντά μου. Θα σας
δώσω ό,τι καλύτερο υπάρχει στην Αίγυπτο και θ’ απολαύσουν την αφθονία της
χώρας.
45,19 Πες
τους επίσης να πάρουν από την Αίγυπτο αμάξια για τα παιδιά τους και τις
γυναίκες τους, ν’ ανεβάσουν τον πατέρα τους και να έρθουν.
45,2 Να
μη λυπηθούν τα πράγματά τους που θ’ αφήσουν πίσω, γιατί τα καλύτερα αγαθά όλης
της Αιγύπτου θα είναι δικά τους».
45,21 Έτσι
κι έκαναν οι γιοι του Ισραήλ. Ο Ιωσήφ τούς έδωσε αμάξια, σύμφωνα με τη διαταγή
του Φαραώ, τούς έδωσε και εφόδια για το δρόμο.
45,22 Έδωσε
σ’ όλους τους από μια γιορτινή φορεσιά, αλλά στο Βενιαμίν έδωσε τριακόσιους σίκλους
ασήμι και πέντε γιορτινές φορεσιές.
45,23 Στον
πατέρα του έστειλε δέκα γαϊδούρια φορτωμένα με τα καλύτερα προϊόντα της
Αιγύπτου, και δέκα θηλυκά γαϊδούρια φορτωμένα σιτάρι, ψωμί και τρόφιμα για το
ταξίδι του πατέρα του.
45,24 Ύστερα
κατευόδωσε τους αδερφούς του, και καθώς ξεκινούσαν τους είπε: «Μη μαλώνετε στο
δρόμο».
45,25 Εκείνοι
ανέβηκαν από την Αίγυπτο και ήρθαν στη Χαναάν, στον πατέρα τους τον Ιακώβ.
45,26 «Ζει
ακόμα ο Ιωσήφ!» του είπαν. «Και μάλιστα αυτός είναι που διοικεί όλη την
Αίγυπτο». Αλλά ο Ιακώβ έμενε ασυγκίνητος, γιατί δεν τους πίστευε.
45,27 Του
επανέλαβαν τότε όλα όσα τους είχε πει ο Ιωσήφ. Ύστερα είδε τ’ αμάξια που είχε
στείλει ο Ιωσήφ για να τον μεταφέρουν, και τότε ο Ιακώβ συνήλθε.
45,28 Και
είπε: «Μου φτάνει ότι ζει ακόμα ο Ιωσήφ, το παιδί μου· θα πάω να τον δω πριν
πεθάνω».
46,1 Ο
Ισραήλ έφυγε παίρνοντας μαζί του όλα του τα υπάρχοντα. Όταν έφτασε στη
Βέερ-Σεβά, πρόσφερε θυσία στο Θεό του πατέρα του, του Ισαάκ.
46,2 Κι
ο Θεός τού είπε τη νύχτα στ’ όνειρό του: «Ιακώβ, Ιακώβ». Εκείνος απάντησε:
«Ορίστε».
46,3 Και
του είπε: «Εγώ είμαι ο Θεός, ο Θεός του πατέρα σου. Μη φοβηθείς να κατεβείς
στην Αίγυπτο, γιατί εκεί θα σε κάνω μεγάλο έθνος.
46,4 Εγώ
ο ίδιος θα κατεβώ μαζί σου στην Αίγυπτο κι εγώ ο ίδιος θα σε φέρω πάλι πίσω.
Και ο Ιωσήφ θα σου κλείσει τα μάτια».
46,5 Τα
παιδιά λοιπόν του Ισραήλ ανέβασαν τον πατέρα τους, μαζί με τα παιδιά τους και
τις γυναίκες τους πάνω στ’ αμάξια που είχε στείλει ο Φαραώ για να τους
μεταφέρουν. Έτσι έφυγε ο Ιακώβ από τη Βέερ-Σεβά.
46,6 Πήραν
ακόμη τα κοπάδια τους και όλη τους την περιουσία, που είχαν αποκτήσει στη
Χαναάν, και ήρθαν στην Αίγυπτο, ο Ιακώβ μαζί με τους απογόνους του.
46,7 Έφερε
μαζί του στην Αίγυπτο τα παιδιά του και τα εγγόνια του, τις θυγατέρες του και
τις θυγατέρες των παιδιών του –όλους τους απογόνους του.
46,8 Τα
ονόματα των γιων του Ισραήλ που ήρθαν στην Αίγυπτο, είναι: Ρουβήν, ο
πρωτότοκος,
46,9 και
οι γιοι του: Χανώχ, Φαλλού, Χεσρών και Χαρμί.
46,1 Ο
Συμεών και οι γιοι του: Ιεμουήλ, Ιαμείν, Οάδ, Ιαχείν, Σωχάρ και Σαούλ, ο γιος
της Χαναναίας.
46,11 Ο
Λευί και οι γιοι του: Γηρσών, Καάθ και Μεραρί.
46,12 Ο
Ιούδας και οι γιοι του: Ηρ, Αυνάν, Σηλά, Φαρές και Ζάραχ· αλλά ο Ηρ και ο Αυνάν
πέθαναν στη Χαναάν. Γιοι του Φαρές ήταν ο Χεσρών και ο Χαμούλ.
46,13 Ο
Ισσάχαρ και οι γιοι του: Τωλά, Φουβά, Ιώβ και Σιμρών.
46,14 Ο
Ζαβουλών και οι γιοι του: Σερέδ, Αιλών και Ιαχσεήλ.
46,15 Αυτοί
ήταν οι γιοι που γέννησε η Λεία στον Ιακώβ, στη Μεσοποταμία, καθώς και τη Δείνα
την κόρη του. Οι γιοι και οι κόρες του ήταν συνολικά τριάντα τρία άτομα.
46,16 Ο
Γαδ και οι γιοι του: Σιφών, Αγγί, Σουνί, Εσβών, Ηρί, Αροδί και η Αριηλί.
46,17 Ο
Ασήρ και οι γιοι του: Ιεμνά, Ισβά, Ισβί, Βεριά, και η αδερφή τους Σεράχ. Γιοι
του Βερά ήταν ο Χέβερ και ο Μαλχιήλ.
46,18 Αυτοί
ήταν οι γιοι που γέννησε στον Ιακώβ η Ζελφά, που την είχε δώσει ο Λάβαν δούλη
στη θυγατέρα του τη Λεία –συνολικά δεκάξι άτομα.
46,19 Οι
γιοι της Ραχήλ, γυναίκας του Ιακώβ, ήταν ο Ιωσήφ και ο Βενιαμίν.
46,2 Ο
Ιωσήφ στην Αίγυπτο απέκτησε το Μανασσή και τον Εφραΐμ από την Ασενάθ, την κόρη
του Ποτιφερά, ιερέα της Ηλιούπολης.
46,21 Ο
Βενιαμίν και οι γιοι του: Βελά, Βεχέρ, Ασβήλ, Γηρά, Νααμάν, Ηχί, Ρως, Μουπίμ,
Χουπίμ και Αρέδ.
46,22 Αυτοί
ήταν οι γιοι που γέννησε η Ραχήλ στον Ιακώβ, όλοι μαζί δεκατέσσερα άτομα.
46,23 Ο
Δαν και ο γιος του ο Χουσίμ.
46,24 Ο
Νεφθαλί και οι γιοι του: Ιαχσεήλ, Γουνί, Ιέσερ και Σιλλήμ.
46,25 Αυτοί
ήταν οι γιοι που γέννησε στον Ιακώβ η Βαλλά, που ο Λάβαν την είχε δώσει δούλη
στην κόρη του τη Ραχήλ, συνολικά εφτά άτομα.
46,26 Όλοι
όσοι ήρθαν μαζί με τον Ιακώβ στην Αίγυπτο και προέρχονταν απ’ αυτόν, εκτός απ’
τις γυναίκες των γιων του, ήταν εξήντα έξι άτομα.
46,27 Οι
γιοι του Ιωσήφ που του γεννήθηκαν στην Αίγυπτο ήταν δύο. Όλοι όσοι ανήκαν στην
οικογένεια του Ιακώβ και ήρθαν στην Αίγυπτο ήταν εβδομήντα άτομα.
46,28 Ο
Ιακώβ έστειλε τον Ιούδα να προπορευτεί προς τον Ιωσήφ, ώστε να είναι στη Γεσέν
πριν απ’ αυτόν.
46,29 Σαν
έφτασαν στην περιοχή της Γεσέν, ο Ιωσήφ έζεψε το αμάξι του κι ανέβηκε να
συναντήσει τον πατέρα του τον Ισραήλ εκεί. Μόλις τον είδε, έπεσε στο λαιμό του
και έκλαιγε συνέχεια στην αγκαλιά του.
46,3 «Ας
πεθάνω τώρα», είπε ο Ισραήλ, «αφού σε είδα και ακόμα ζεις».
46,31 Ύστερα
ο Ιωσήφ είπε στους αδερφούς του και στην οικογένεια του πατέρα του: «Ανεβαίνω
να ειδοποιήσω το Φαραώ ότι τ’ αδέρφια μου και η οικογένεια του πατέρα μου που
ήταν στη Χαναάν, ήρθαν κοντά μου.
46,32 Θα
πω ότι είστε κτηνοτρόφοι, βοσκοί προβάτων και ότι φέρατε τα πρόβατά σας και τα
βόδια σας και όλα όσα έχετε.
46,33 Έτσι,
αν ο Φαραώ σάς καλέσει και σας ρωτήσει ποιο είναι το επάγγελμά σας,
46,34 θα
του απαντήσετε: “οι δούλοι σου είμαστε κτηνοτρόφοι από την παιδική μας ηλικία
μέχρι σήμερα, κι εμείς και οι πρόγονοί μας”. Μ’ αυτό τον τρόπο θα κατοικήσετε
στην περιοχή της Γεσέν. Γιατί όλοι οι βοσκοί προβάτων είναι βδελυροί για τους
Αιγύπτιους».
47,1 Ο
Ιωσήφ πήγε και ειδοποίησε το Φαραώ: «Ο πατέρας μου και τ’ αδέρφια μου έφτασαν
από τη Χαναάν με τα πρόβατά τους, τα βόδια τους και όλα τους τα υπάρχοντα, και
τώρα βρίσκονται στην περιοχή της Γεσέν».
47,2 Είχε
πάρει μαζί του και πέντε από τους αδερφούς του και τους παρουσίασε στο Φαραώ.
47,3 Εκείνος
τους ρώτησε: «Ποιο είναι το επάγγελμά σας;» Αυτοί απάντησαν στο Φαραώ: «Οι
δούλοι σου είμαστε βοσκοί όπως κι οι πρόγονοί μας».
47,4 Και
πρόσθεσαν: «Ήρθαμε να μείνουμε ως ξένοι στη χώρα, γιατί δεν υπάρχουν πια
βοσκότοποι για τα πρόβατα των δούλων σου. Πείνα μεγάλη έχει κατακλύσει τη
Χαναάν. Επίτρεψε λοιπόν τώρα στους δούλους σου να εγκατασταθούμε στην περιοχή
της Γεσέν».
47,5 Ο
Φαραώ είπε στον Ιωσήφ: «Ο πατέρας σου και τ’ αδέρφια σου ήρθαν κοντά σου.
47,6 Η
Αίγυπτος είναι στη διάθεσή σου. Εγκατάστησε τον πατέρα σου και τ’ αδέρφια σου
στο καλύτερο μέρος της χώρας. Ας κατοικήσουν στην περιοχή της Γεσέν. Και αν
βρεις ανθρώπους ικανούς, βάλε τους επόπτες στα δικά μου κοπάδια».
47,7 Μετά
ο Ιωσήφ έφερε τον πατέρα του τον Ιακώβ και τον παρουσίασε στο Φαραώ. Ο Ιακώβ
χαιρέτησε το Φαραώ με λόγους ευλογίας.
47,8 Ο
Φαραώ ρώτησε τον Ιακώβ: «Πόσων ετών είσαι;»
47,9 Κι
εκείνος απάντησε: «Τα χρόνια των περιπλανήσεών μου είναι εκατόν τριάντα. Λίγα
και δύστυχα ήταν τα χρόνια της ζωής μου, και δε φτάνουν τα χρόνια της ζωής των
προγόνων μου, που πέρασαν στις περιπλανήσεις τους».
47,1 Ο
Ιακώβ αποχαιρέτησε το Φαραώ πάλι με λόγους ευλογίας και αποχώρησε.
47,11 Ο
Ιωσήφ εγκατέστησε τον πατέρα του και τ’ αδέρφια του στο καλύτερο μέρος της
Αιγύπτου· τους παραχώρησε για ιδιοκτησία την περιοχή Ραμεσσή, όπως είχε
διατάξει ο Φαραώ,
47,12 και
φρόντιζε για τη διατροφή του πατέρα του, των αδερφών του και όλης της
οικογένειας του πατέρα του, ανάλογα με τον αριθμό των ατόμων.
47,13 Έφτασε
να μην υπάρχει πια τροφή σ’ ολόκληρη τη χώρα, γιατί η πείνα είχε γίνει πολύ
βαριά· η Αίγυπτος και η Χαναάν είχαν εξαντληθεί τελείως από την πείνα.
47,14 Ο
Ιωσήφ μάζεψε όλο το χρήμα που υπήρχε στην Αίγυπτο και στη Χαναάν κι ήταν το
αντάλλαγμα για το σιτάρι που αγόραζε ο κόσμος, και το έφερε στο ανάκτορο του
Φαραώ.
47,15 Όταν
το χρήμα έλειψε από την Αίγυπτο και τη Χαναάν, έρχονταν όλοι οι Αιγύπτιοι στον
Ιωσήφ και του έλεγαν: «Δώσε μας ψωμί! Γιατί να πεθάνουμε εδώ μπροστά σου; Το
χρήμα τελείωσε».
47,16 Ο
Ιωσήφ τούς αποκρίθηκε: «Φέρτε τα κοπάδια σας κι εγώ σε αντάλλαγμα θα σας δώσω
ψωμί, αφού το χρήμα σας τέλειωσε».
47,17 Έφεραν
λοιπόν τα κοπάδια τους στον Ιωσήφ, κι αυτός εκείνη τη χρονιά τούς αντάλλαξε τα
άλογα, τα πρόβατα, τα βόδια και τα γαϊδούρια με ψωμί.
47,18 Όταν
πέρασε εκείνη η χρονιά, ήρθαν στον Ιωσήφ και την άλλη χρονιά και του είπαν:
«Δεν κρύβουμε από τον κύριό μας ότι το χρήμα τελείωσε και τα κοπάδια των ζώων
ανήκουν σ’ εσένα. Δε μένει πια παρά να σου προσφέρουμε τα σώματά μας και τα
χωράφια μας.
47,19 Γιατί
να πεθάνουμε μπροστά στα μάτια σου, και να ερημωθούν τα χωράφια μας; Αγόρασε
εμάς και τα χωράφια μας ως αντάλλαγμα για το ψωμί, και θα γίνουμε εμείς δούλοι
του Φαραώ, και τα χωράφια μας ιδιοκτησία του. Αλλά δώσε μας σπόρο να σπείρουμε
για να ζήσουμε και να μην πεθάνουμε, και να μην ερημωθούν τα χωράφια μας».
47,2 Ο
Ιωσήφ, λοιπόν, αγόρασε όλα τα χωράφια των Αιγυπτίων για λογαριασμό του Φαραώ,
αφού οι Αιγύπτιοι πούλησαν ο καθένας το χωράφι του, γιατί τους είχε αναγκάσει η
πείνα. Έτσι όλη η χώρα έγινε ιδιοκτησία του Φαραώ.
47,21 Και
μετέβαλε το λαό σε δούλους από άκρη σ’ άκρη στην Αίγυπτο.
47,22 Μόνο
τα χωράφια των ιερέων δεν αγόρασε, γιατί ο Φαραώ είχε χορηγήσει επίδομα στους
ιερείς για να συντηρούνται μ’ αυτό. Γι’ αυτό το λόγο δεν ήταν ανάγκη οι ιερείς
να πουλήσουν τα χωράφια τους.
47,23 Ο
Ιωσήφ είπε στο λαό: «Σήμερα αγόρασα εσάς και τα χωράφια σας για το Φαραώ. Θα
έχετε σπόρο για να σπείρετε τα χωράφια.
47,24 Από
τη σοδειά θα δώσετε το ένα πέμπτο στο Φαραώ, και θα έχετε τα άλλα τέσσερα
πέμπτα για να σπείρετε τα χωράφια και για να φάτε εσείς και οι οικογένειές
σας».
47,25 Εκείνοι
του έλεγαν: «Μας έσωσες τη ζωή! Ας έχουμε την εύνοια του κυρίου μας και θα
γίνουμε δούλοι του Φαραώ».
47,26 Ο
Ιωσήφ το έκανε αυτό νόμο, που ισχύει μέχρι σήμερα για τα χωράφια της Αιγύπτου.
Σύμφωνα με το νόμο αυτό, το ένα πέμπτο από τα εισοδήματά τους ανήκει στο Φαραώ.
Μόνο τα χωράφια των ιερέων δεν ανήκουν στο Φαραώ.
47,27 Έτσι
οι Ισραηλίτες εγκαταστάθηκαν στην Αίγυπτο, στην περιοχή της Γεσέν. Εκεί
απέκτησαν κτήματα, και πάρα πολλά παιδιά.
47,28 Ο
Ιακώβ έζησε στην Αίγυπτο δεκαεφτά χρόνια. Η διάρκειά της ζωής του ήταν εκατό
σαράντα εφτά χρόνια.
47,29 Όταν
πλησίαζε ο καιρός του θανάτου του, κάλεσε το γιο του τον Ιωσήφ και του είπε:
«Αν έχω την εύνοιά σου, βάλε το χέρι σου κάτω από το μηρό μου και δείξε μου
καλοσύνη και πιστότητα. Μη με θάψεις στην Αίγυπτο.
47,3 Όταν
πεθάνω να με πάρεις απ’ την Αίγυπτο και να με θάψεις στον τάφο των πατέρων
μου». Ο Ιωσήφ απάντησε: «Θα κάνω ό,τι μου πεις».
47,31 Τότε
ο Ιακώβ είπε: «Ορκίσου το μου». Ο Ιωσήφ του το ορκίστηκε, κι ο Ισραήλ
προσκύνησε εκεί πάνω στο προσκέφαλο του κρεβατιού του.
48,1 Μετά
απ’ αυτά τα γεγονότα ανάγγειλαν στον Ιωσήφ ότι ο πατέρας του ήταν άρρωστος.
Πήρε τότε τα δυο του παιδιά, το Μανασσή και τον Εφραΐμ, κι έφυγε να πάει στον
πατέρα του.
48,2 Όταν
ανάγγειλαν και στον Ιακώβ ότι ο γιος του ο Ιωσήφ πήγαινε να τον δει, ο Ισραήλ
έβαλε όλες του τις δυνάμεις και ανακάθισε πάνω στο κρεβάτι του.
48,3 Και
είπε στον Ιωσήφ: «Ο Ελ-Σαδδάι (Θεός παντοκράτορας), που μου εμφανίστηκε στη
Λουζ, στη Χαναάν, με ευλόγησε
48,4 και
μου είπε: “θα σου δώσω πολλά παιδιά· θα κάνω να προέλθει από σένα πλήθος λαών
και θα δώσω τη χώρα αυτή στους απογόνους σου για παντοτινή ιδιοκτησία”.
48,5 Τα
δύο παιδιά, ο Εφραΐμ και ο Μανασσής, που τα απέκτησες εδώ στην Αίγυπτο πριν
έρθω εγώ, θα είναι δικά μου. Θα μου είναι όπως ο Ρουβήν κι ο Συμεών.
48,6 Αλλά
τα παιδιά που θα αποκτήσεις μετά απ’ αυτούς θα ανήκουν σ’ εσένα και θα λάβουν
το κληρονομικό τους μερίδιο στα εδάφη των πρωτότοκων αδερφών τους.
48,7 Όταν
επέστρεφα από τη Μεσοποταμία, μού πέθανε η Ραχήλ στη Χαναάν, στο δρόμο προς την
Εφραθά, λίγο πριν από την πόλη, και την έθαψα εκεί». (Η Εφραθά σήμερα είναι
γνωστή ως Βηθλεέμ).
48,8 Ο
Ισραήλ είδε τους γιους του Ιωσήφ και ρώτησε: «Αυτοί εδώ ποιοι είναι;»
48,9 Ο
Ιωσήφ του απάντησε: «Είναι οι γιοι που μου έδωσε ο Θεός εδώ». Ο Ισραήλ είπε:
«Φέρε τους σε παρακαλώ κοντά μου να τους ευλογήσω».
48,1 Τα
μάτια του ήταν αδυνατισμένα από τα γεράματα και δεν μπορούσε πια να δει. Ο
Ιωσήφ τους έφερε κοντά του, κι ο Ισραήλ τους αγκάλιασε και τους φίλησε.
48,11 Μετά
είπε στον Ιωσήφ: «Δεν έλπιζα να σε ξαναδώ, και να τώρα, που ο Θεός με αξιώνει
να δω και τους απογόνους σου».
48,12 Ο
Ιωσήφ τους πήρε από τα γόνατα του πατέρα του και τον προσκύνησε ως το έδαφος.
48,13 Ύστερα
πήρε τους δυο γιους του, τον Εφραΐμ με το δεξί του χέρι, ώστε να σταθεί στ’
αριστερά του Ισραήλ και τον Μανασσή με το αριστερό του, ώστε να σταθεί στα
δεξιά, και τους έφερε κοντά του.
48,14 Αλλά
ο Ισραήλ άπλωσε το δεξί του χέρι και το έβαλε στο κεφάλι του Εφραΐμ, σαν να
ήταν ο πρωτότοκος, και το αριστερό του χέρι στο κεφάλι του Μανασσή. Διασταύρωσε
δηλαδή τα χέρια του, γιατί πρωτότοκος ήταν ο Μανασσής.
48,15 Ύστερα
ευλόγησε τον Ιωσήφ και είπε: «Ο Θεός, που ενώπιόν του έζησαν οι πατέρες μου
Αβραάμ και Ισαάκ, ο Θεός, που ήταν οδηγός μου αφ’ ότου υπάρχω μέχρι σήμερα,
48,16 ο
άγγελος που μ’ έσωσε από κάθε κακό, ας ευλογήσει αυτά τα παιδιά. Χάρη σ’ αυτά
ας συνεχίσουν να επικαλούνται το όνομά μου και το όνομα των πατέρων μου Αβραάμ
και Ισαάκ· ας κάνουν πολλά παιδιά, πολλούς απογόνους πάνω στη γη».
48,17 Ο
Ιωσήφ είδε με δυσαρέσκεια ότι ο πατέρας του έβαλε το δεξί του χέρι στο κεφάλι
του Εφραΐμ. Γι’ αυτό έπιασε το χέρι του πατέρα του για να το πάρει πάνω απ’ το
κεφάλι του Εφραΐμ και να το φέρει πάνω στο κεφάλι του Μανασσή.
48,18 «Όχι
έτσι πατέρα μου!» του είπε. «Αυτός εδώ είναι ο πρωτότοκος· βάλε το δεξί σου
χέρι πάνω σ’ αυτού το κεφάλι».
48,19 Αλλά
ο πατέρας του αρνήθηκε και είπε: «Το ξέρω, γιε μου, το ξέρω. Κι αυτός επίσης θα
γίνει λαός, κι αυτός επίσης θα γίνει μεγάλος. Αλλά ο μικρότερος αδερφός του θα
γίνει μεγαλύτερος απ’ αυτόν και οι απόγονοί του θ’ αποτελέσουν πλήθος λαών».
48,2 Τους
ευλόγησε λοιπόν ο Ιακώβ εκείνη την ημέρα και είπε: «Το δικό σας όνομα θα
χρησιμοποιεί ο λαός του Ισραήλ όταν θα ευλογούν ο ένας τον άλλο, και θα λένε:
“Ο Θεός να σε κάνει σαν τον Εφραΐμ και το Μανασσή”». Έτσι έβαλε τον Εφραΐμ πριν
από το Μανασσή.
48,21 Ύστερα
είπε στον Ιωσήφ: «Τώρα εγώ πεθαίνω, αλλά ο Θεός θα είναι μαζί σας και θα σας
φέρει πίσω στη γη των πατέρων σας.
48,22 Σ’
εσένα, όμως, δίνω περισσότερα απ’ ό,τι στους αδερφούς σου: Μια περιοχή, που την
πήρα από τους Αμορραίους, με το ξίφος και το τόξο μου».
49,1 Ο
Ιακώβ κάλεσε τους γιους του και τους είπε: «Συγκεντρωθείτε για να σας αναγγείλω
τι θα συμβεί στο μέλλον.
49,2 Μαζευτείτε
γιοι του Ιακώβ, ν’ ακούσετε τον Ισραήλ, τον πατέρα σας:
49,3 Ρουβήν
εσύ, πρωτότοκέ μου, δύναμή μου και απαρχή του ανδρισμού μου, υπέροχε σε αξία κι
υπέροχε σε δύναμη,
49,4 ξεχειλίζεις
σαν τα νερά. Δε θα υπερισχύσεις, γιατί στο κρεβάτι του πατέρα σου ανέβηκες, και
μόλυνες το στρώμα μου όταν ανέβηκες σ’ αυτό.
49,5 Ο
Συμεών και ο Λευί είναι αδέρφια, όργανα του κακού τα ξίφη τους.
49,6 Ας
μην πάει η ψυχή μου στη συνωμοσία τους, στη συνάθροισή τους ας μην παρευρεθεί η
καρδιά μου· μέσ’ στο θυμό τους ανθρώπους δολοφόνησαν, με την αυθαιρεσία τους
ακρωτηρίασαν ταύρους.
49,7 Καταραμένος
ο θυμός τους, γιατ’ ήταν βίαιος· και η οργή τους, γιατ’ ήταν βάναυση. Θα τους
διαμοιράσω μέσα στον Ιακώβ, θα τους διασκορπίσω μέσα στον Ισραήλ.
49,8 Εσένα,
Ιούδα, θα σε εγκωμιάζουν οι αδερφοί σου. Η δύναμή σου θα εξουσιάζει τους
εχθρούς σου, θα σε προσκυνήσουν του πατέρα σου οι γιοι.
49,9 Λιονταρόπουλο
είναι ο Ιούδας. Γιε μου, με αρπαγές μεγάλωσες. Ξάπλωσε και κοιμήθηκε σαν το
λιοντάρι και σαν το λιονταρόπουλο· να τον ξυπνήσει ποιος τολμά;
49,1 Ποτέ
ο Ιούδας την εξουσία δε θα χάσει, ούτε το σκήπτρο του αρχηγού μέσ’ απ’ τα πόδια
του, ωσότου έρθει “άρχοντας”, σ’ αυτόν που οι λαοί θα υπακούσουν.
49,11 Στ’
αμπέλι δένει το πουλάρι του, το γαϊδουράκι του στο κλήμα. Πλένει μες στο κρασί
τα ρούχα του, στο αίμα των σταφυλιών τη φορεσιά του.
49,12 Θολά
τα μάτια του είν’ απ’ το κρασί κι άσπρα τα δόντια του απ’ το γάλα.
49,13 Ο
Ζαβουλών στην παραλία θα κατοικήσει κι αυτός λιμάνι για τα πλοία θα ’ναι. Θ’
απλώνονται τα σύνορα προς της Σιδώνας τη μεριά.
49,14 Ο
Ισσάχαρ, γεροδεμένος γάιδαρος, που κείτεται μες στο φραγμένο το λιβάδι.
49,15 Είδε
πως η ησυχία είναι καλή κι η χώρα τόσο ευχάριστη. Γι’ αυτό χαμήλωσε τη ράχη του
να φορτωθεί και θεληματικά έγινε δούλος.
49,16 Ο
Δαν θα κυβερνήσει το λαό του σαν μια από τις φυλές του Ισραήλ.
49,17 Ο
Δαν θα είναι σαν φίδι μες στο δρόμο, σαν έχιδνα στο μονοπάτι, τις φτέρνες που
δαγκώνει του αλόγου κι ο καβαλάρης πέφτει πίσω ανάποδα.
49,18 Τη
σωτηρία μου από σένα περιμένω, Κύριε!
49,19 Στο
Γαδ ενάντια συμμορίες θα επιτεθούν, αλλά θα τους καταδιώξει εκείνος κατά πόδας.
49,2 Του
Ασήρ πλούσιο είναι το ψωμί και φαγητά βασιλικά θα δίνει.
49,21 Σαν
το ελάφι το ελεύθερο ο Νεφθαλί, λόγια ομορφιάς προφέρει.
49,22 Σαν
νέο δέντρο καρποφόρο ο Ιωσήφ. Νέο καρποφόρο δέντρο στην πηγή κοντά· τα κλαδιά
του υψώνονται πάνω απ’ τον τοίχο.
49,23 Τον
πίκραναν, τον τόξεψαν· εκείνοι που τα βέλη ρίχνουν τον πολέμησαν.
49,24 Αλλά
συντρίφτηκε το τόξο τους, παρέλυσαν τα μπράτσα τους, με τη βοήθεια του ισχυρού
τού Ιακώβ, βοήθεια από το βράχο του Ισραήλ,
49,25 απ’
του πατέρα σου το Θεό που σε βοηθάει, απ’ το Θεό τον παντοδύναμο, που σ’
ευλογεί. Του ουρανού ευλογίες από πάνω και της αβύσσου ευλογίες, που κάτω
απλώνεται, των μαστών ευλογίες και της μήτρας.
49,26 Οι
ευλογίες του πατέρα σου ξεπέρασαν τις ευλογίες των αιώνιων βουνών, την ομορφιά
των αιωνίων λόφων. Ας έρθουν στο κεφάλι του Ιωσήφ, στο μέτωπο εκείνου που
ξεχωρίζει από τ’ αδέρφια του.
49,27 Ο
Βενιαμίν είναι σαν λύκος που ξεσκίζει. Το πρωί τρώει το θήραμα και το βράδυ τα
λάφυρα μοιράζει».
49,28 Όλοι
αυτοί αποτελούν τις δώδεκα φυλές του Ισραήλ, κι αυτά ήταν τα λόγια που τους
είπε ο πατέρας τους, καθώς τους ευλογούσε, τον καθένα με ξεχωριστή ευλογία.
49,29 Ύστερα
τους έδωσε αυτές τις προσταγές: «Τώρα εγώ θα πάω μαζί με τους νεκρούς του λαού
μου. Να με θάψετε κοντά στους προγόνους μου, στο σπήλαιο που βρίσκεται στο
χωράφι του Εφρών, του Χετταίου,
49,3 στον
αγρό Μαχπελά, απέναντι στη Μαμβρή, στη Χαναάν. Τον αγρό εκείνο τον έχει
αγοράσει ο Αβραάμ από τον Εφρών το Χετταίο, για ιδιόκτητο τάφο.
49,31 Εκεί
έθαψαν τον Αβραάμ και τη γυναίκα του τη Σάρρα. Εκεί έθαψαν τον Ισαάκ και τη
γυναίκα του τη Ρεβέκκα, και εκεί έθαψα εγώ τη Λεία,
49,32 στον
αγρό που αγοράστηκε από το Χετταίο, μαζί με το σπήλαιό του».
49,33 Όταν
ο Ιακώβ τελείωσε τις εντολές του προς τους γιους του, μάζεψε τα πόδια του στο
κρεβάτι και ξεψύχησε· πήγε μαζί με τους νεκρούς του λαού του.
50,1 Τότε
ο Ιωσήφ έπεσε πάνω στο πρόσωπο του πατέρα του και τον έκλαιγε και τον φιλούσε.
50,2 Ύστερα
διέταξε τους γιατρούς που ήταν στην υπηρεσία του να βαλσαμώσουν τον πατέρα του
τον Ισραήλ.
50,3 Οι
γιατροί τον βαλσάμωναν σαράντα μέρες –τόσος χρόνος απαιτείται γι’ αυτή την
εργασία. Οι Αιγύπτιοι κήρυξαν κι αυτοί πένθος εβδομήντα ημερών για τον Ιακώβ.
50,4 Όταν
πέρασαν οι μέρες του θρήνου, είπε ο Ιωσήφ στους αυλικούς του Φαραώ: «Αν έχω την
εύνοιά σας, πείτε στο Φαραώ αυτά τα λόγια:
50,5 Ο
πατέρας μου πεθαίνοντας με όρκισε να τον θάψω στον τάφο που είχε κατασκευάσει
για τον εαυτό του στη Χαναάν. Τώρα, λοιπόν, θα ήθελα να πάω να θάψω τον πατέρα
μου και να επιστρέψω».
50,6 Ο
Φαράω απάντησε: «Πήγαινε και θάψε τον πατέρα σου, όπως σε όρκισε».
50,7 Τότε
ο Ιωσήφ ανέβηκε να θάψει τον πατέρα του, και μαζί του ανέβηκαν όλοι οι άρχοντες
του Φαραώ, οι αξιωματούχοι των ανακτόρων του και όλοι οι αξιωματούχοι της
Αιγύπτου.
50,8 Επίσης
ανέβηκε όλη η οικογένεια του Ιωσήφ και του πατέρα του, και τ’ αδέρφια του. Δεν
άφησαν στην περιοχή της Γεσέν παρά μόνο τα παιδιά τους, τα πρόβατά τους και τα
βόδια τους.
50,9 Ανέβηκαν
ακόμη μαζί του άμαξες και καβαλλάρηδες, πάρα πολύ μεγάλη συνοδεία.
50,1 Όταν
έφτασαν στο Αλώνι Ατάδ, που είναι πέρα από τον Ιορδάνη, έκαναν εκεί μεγάλο και
επίσημο θρήνο, κι ο Ιωσήφ τέλεσε για τον πατέρα του πένθος εφτά ημερών.
50,11 Όταν
οι κάτοικοι της χώρας, οι Χαναναίοι, είδαν τις εκδηλώσεις του πένθους στο Αλώνι
Ατάδ, είπαν: «Πένθος επίσημο έχουν οι Αιγύπτιοι». Γι’ αυτό, τον τόπο πέρα από
τον Ιορδάνη τον ονόμασαν Αβέλ-Μισραΐμ.
50,12 Έπειτα,
οι γιοι του Ιακώβ έκαναν γι’ αυτόν όπως τους είχε διατάξει.
50,13 Τον
έφεραν στη Χαναάν και τον έθαψαν στο σπήλαιο του αγρού Μαχπελά, που το είχε
αγοράσει ο Αβραάμ για τάφο από τον Εφρών το Χετταίο, και που βρίσκεται απέναντι
από τη Μαμβρή.
50,14 Μετά
την ταφή του πατέρα του, ο Ιωσήφ επέστρεψε στην Αίγυπτο μαζί με τ’ αδέρφια του
και με όλους όσους είχαν πάει μαζί του.
50,15 Όταν
τ’ αδέρφια του Ιωσήφ είδαν ότι πέθανε ο πατέρας τους, φοβήθηκαν μήπως ο Ιωσήφ
τούς φερθεί εχθρικά και τους ανταποδώσει το κακό που του είχαν κάνει.
50,16 Γι’
αυτό έστειλαν μήνυμα στον Ιωσήφ: «Ο πατέρας σου πριν πεθάνει έδωσε αυτή την
εντολή:
50,17 “να
πείτε στον Ιωσήφ να συγχωρήσει την αμαρτία των αδερφών του και την ανομία τους,
το μεγάλο κακό που του έκαναν”. Συγχώρησε λοιπόν τώρα την αμαρτία των δούλων
του Θεού του πατέρα σου». Όταν ο Ιωσήφ άκουσε αυτά τα λόγια έκλαψε.
50,18 Μετά
οι αδερφοί του ήρθαν οι ίδιοι και έπεσαν μπροστά του και του είπαν: «Να, εμείς
είμαστε δούλοι σου».
50,19 Ο
Ιωσήφ τούς είπε: «Μη φοβάστε! Μήπως εγώ μπορώ ν’ αντικαταστήσω το Θεό;
50,2 Εσείς
σκεφτήκατε να μου κάνετε κακό, ο Θεός όμως το μετέτρεψε σε καλό, για να κάνω
αυτό που γίνεται σήμερα, να διατηρήσω δηλαδή στη ζωή έναν πολυάριθμο λαό.
50,21 Τώρα
λοιπόν μη φοβάστε! Εγώ θα σας συντηρήσω εσάς και τα παιδιά σας». Έτσι τους
παρηγόρησε μιλώντας τους στοργικά.
50,22 Ο
Ιωσήφ εξακολουθούσε να κατοικεί στην Αίγυπτο, μαζί με την οικογένεια του πατέρα
του. Έζησε εκατόν δέκα χρόνια.
50,23 Είδε
γιους από τον Εφραΐμ, ως την τρίτη γενιά· και τα παιδιά του Μαχίρ, γιου του
Μανασσή, γεννήθηκαν πάνω στα γόνατα του Ιωσήφ.
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ
ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΓΕΝΕΣΙΣ
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ΜΕ ΤΟ ΜΕΡΟΣ Α
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων με αναφορά πηγής το ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ
http://www.paterikiorthodoxia.com/
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.