VI. ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ
Ευλογία Κυρίου μενέτω εφ’ υμάς εις τους αιώνας, του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Αμήν.
Ευχαριστώ πάντας υμάς, τους προσελθόντας σήμερον, καθ’ ήν ημέραν εορτάζομεν την μνήμην του μεγάλου και πολυπαθούς δια την Εκκλησίαν του Χριστού Σωφρονίου, του αναδειχθέντος Πατριάρχου Ιεροσολύμων.
Ολίγος χρόνος έμεινεν εις εμέ να ζήσω μεθ’ υμών. Αλλά Εκείνο το Πνεύμα, το οποίον συνδέει ημάς, είναι κατά την φύσιν Αυτού αιώνιον Πνεύμα. Και εις τούτο το Πνεύμα το Άγιον, το εκ του Πατρός εκπορευόμενον, το Οποίον εφανέρωσεν εις ημάς ο Υιός Αυτού Ιησούς Χριστός, παραδίδω υμάς.
11 Μαρτίου 1993.
[1] Αγ. Ιγνατίου Μπραντζιανίνωφ, «Христинское Чтение», εκδ. 3η, 1895, σ. 569, «Писма Аскета»
[2] Jean Cassien, Conferences III, «Sources Chretiennes», τόμ. 42, Paris 1955, σ. 139.
[3] Αυτόθι, σ. 141.
[4] Αγ. Ιωάννου Σιναΐτου, Κλίμαξ Β’ 14, έκδοσις Παρακλήτου, Αθήναι 1978 (κείμενον-μετάφρασις), σ. 53-54.
[5] Μέγα Ευχολόγιον, έκδοσις Αστέρος, Αθήναι 1992, Ακολουθία Μικρού Σχήματος, σ. 192.
[6] Η έκφρασις «δεύτερον βάπτισμα» πρέπει να εκληφθή υπό την έννοιαν ότι η μοναχική κουρά κατά το μεγαλείον αυτής και τον πλούτον εκχύσεως του Αγίου Πνεύματος επί τον άνθρωπον είναι ομοία προς το μυστήριον του Βαπτίσματος, το οποίον, ως τοιούτον, κατά την ομολογίαν ημών, μένει πάντοτε «έν» (Σύμβολον της πίστεως).
[7] Μέγα Ευχολόγιον, Ακολουθία Μεγάλου Σχήματος. Αυτόθι, σ. 208.
[8] Δια της λέξεως «θάλασσα», ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος υπονοεί την ζωήν της ψυχής ημών.
[9] Αγ. Ιωάννου του Σιναΐτου, Κλίμαξ ΝΓ’ 53, έκδοσις Παρακλήτου, Αθήνα 1978, σ. 94.
[10] Κλίμαξ ΚΔ’ 2, σ. 258-259.
[11] Δια της λέξεως «υποτακτικός» υπονοούμεν ενταύθα ουχί μόνον τον δόκιμον-αρχάριον μοναχόν, αλλά και τον οιονδήποτε μοναχόν, εισέτι και τον έχοντα λάβει το σχήμα προ πολλών ετών, καθώς επίσης και πάντα χριστιανόν ο οποίος απευθύνεται προς τον πνευματικόν αυτού πατέρα δια να λάβη καθοδήγησιν.
[12] Κλίμαξ ΙΕ’ 33 και 34, σ. 202.
[13] Κλίμαξ Δ’ 1, σ. 65.
[14] Κλίμαξ Δ’ 6, σ. 67.
[15] Αγίου Ιγνατίου (Μπραντζιανίνωφ), Επιστολαί, εκδ. α’ Serguiev Possad, 1913, σ. 25.
[16] Βίβλος Βαρσανουφίου και Ιωάννου, (εκδοθείσα υπό του Αγ. Νικοδήμου του Αγιορείτου), Απόκρ. Βαρσανουφίου σνα’, εκδ. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1974, σ. 154.
[17] «Υπάρχων ως Θεός, δι’ ημάς εφάνη καθ’ ημάς άνθρωπος· ομοίω γαρ το όμοιον καλέσας». Ακάθιστος Ύμνος, οίκος 18.
[18] Ενταύθα εκ των συμφραζόντων καθίσταται φανερόν ότι δια των όρων «άγιος» και κατωτέρω «αγιότης», πρέπει να εννοήσωμεν «παρθένος» και «παρθενία».
[19] Το κείμενον τούτο, σωζόμενον μόνον εις λατινικήν γλώσσαν, αναφέρεται εις τον 3ον αιώνα. Saint Clément de Rome, Deux Epîtres aux Vierges, διασωθείσαι εις συριακήν μετάφρασιν. Μετάφρασις λατινική και γαλλική υπό του Mgr Clément Villecourt, Les deux Epîtres aux Vierges de Saint Clément romain, Paris 1855, κεφ. 6, σ. 131-133.
[20] «Flos est ille ecclesiatici germinis, decus adque ordnamentum gratiae spiritatis … laudis et honoris opus integrum adgue incorruptum, Dei imago respondens ad sanctimoniam Domini, illustrior portio gregis Christi … quantoque plus copiosa virginitas numero suo addit, gaudium matris augescit». PL 4, 443. De hab. virginum, Κεφ. 3, τόμ. 3,. 3, σ. 189. Corpus Scriptorum Ecclesiasticorum Latinorum. Vindobonae 1868.
[21] πρβλ. Φιλοκαλία, τόμ. Α’, έκδοσις Αστέρος, σ. 65.
[22] Εις το «Συμπόσιον των δέκα Παρθένων» ο Άγιος Μεθόδιος Ολύμπου αναφέρει μεταξύ άλλων ότι η συνείδησις της ανθρωπότητος ανεπτύσσετο και ηύξανε πνευματικώς μέχρι γνώσεως των τελειοτέρων μορφών ζωής – της σωφροσύνης και της παρθενίας. Ιστορικώς η εξέλιξις αύτη διήλθε δια των εξής φάσεων: Κατ’ αρχάς, «εν όσω ο κόσμος δεν ήτο εισέτι πεπληρωμένος ανθρώπων» και η ανθρωπότης ώφειλεν «αυξάνεσθαι και πληθύνεσθαι» οι άνδρες εισήρχοντο εις γάμον μετά των ιδίων αυτών αδελφών. Έπειτα, ότε επλήθυνε το γένος των ανθρώπων και εξηπλώθη επί της γης, η θεία Πρόνοια δια προφητικής διδασκαλίας αποτρέπει τους ανθρώπους εκ του είδους της ζωής ταύτης προς μίαν υψηλοτέραν ηθικώς ζωήν, και οι γάμοι μετά των αδελφών εθεωρήθησαν «αιμομιξίαι». Περαιτέρω οι άνθρωποι μεταβαίνουν εις την έννοιαν της μονογαμίας, «ίνα μη συνουσιάζωνται μετά πολλών ομοίως προς τα ζώα, ως να εγεννήθησαν μόνον δια την συνουσίαν», και ίνα μη επιτελώνται «μοιχείαι». Εν συνεχεία ο Χριστιανισμός διδάσκει τους ανθρώπους έτι υψηλότερον συνείδησιν περί ζωής, και δια της Εκκλησίας εισάγεται νέος περιορισμός των γάμων κατ’ ένδειξιν πλέον των βαθμών της πνευματικής ηλικίας· ούτως απαγορεύονται, επί παραδείγματι, γάμοι δύο αδελφών προς δύο αδελφάς και τα όμοια, πράγμα το οποίον εκτός Εκκλησίας παραμένει ακατανόητον και μέχρι του νυν εισέτι. Δια της αποστολικής διδαχής οι άνθρωποι ανάγονται εις την κατανόησιν του «τιμίου γάμου» και της «αμιάντου κοίτης», όθεν εν τέλει ανέρχονται μέχρι της γνώσεως της χριστιανικής παρθενίας, «μανθάνοντες να ανυψώνται υπεράνω της σαρκός εισερχόμενοι εις τον ατάραχον λιμένα της αφθαρσίας …».
Θα ήθελον ενταύθα να παρατηρήσω την άκραν επικαιρότητα του κηρύγματος της σωφροσύνης και της παρθενίας εις τας ημέρας ημών. Η απόκλισις εκ του καθορισθέντος υπό της Εκκλησίας συνδέσμου του γάμου και εκάστη παράβασις εναντίον αυτού ουχί μόνον υποβιβάζουν την μορφήν του ανθρωπίνου είναι, αλλά επισύρουν και τα χείρονα: την αποσύνθεσιν της προσωπικότητος, ήτις ποιεί την αμαρτίαν· την διάσπασιν των οικογενειών, την διάλυσιν των κρατών, την καταστροφήν και τον όλεθρον ολοκλήρων χωρών και λαών. Εν σχέσει προς πάντα ταύτα δέον να είπωμεν ότι, εάν η πνευματική εξέλιξις της ανθρωπότητος εσυνέχιζε προς εκείνην την κατεύθυνσιν, ως υποδεικνύει ο Άγιος Μεθόδιος, τότε έν εκ των πλέον σπουδαίων και ανησύχων δια τους συγχρόνους νόας ερώτημα, ήτοι το του ελέγχου του πληθυσμού της γης, θα ελάμβανε την καλυτέραν και τω όντι αξίαν λύσιν, της υιοθεσίας του ανθρώπου υπό του Θεού. Αι άγριαι, εγκληματικαί και εντελώς άφρονες θεωρίαι προγραμματισμού του πληθυσμού της γης δια των αλληλοεξοντωτικών πολέμων, θα εστερούντο βάσεως εν τη συνειδήσει των ανθρώπων, και η ζωή επί της γης θα απέβαινεν αληθώς ομοία προς την ουράνιον: «Ελθέτω η Βασιλεία Σου»!
[23] 51ος Αποστολικός κανών· 9ος και 14ος κανών της εν Γάγγρα Συνόδου.
[24] Αγ. Γρηγορίου Νύσσης, Λόγος περί παρθενίας IV, 9, 5, «Sources Chrétiennes», τόμ. 119, Paris 1966, σ. 332.
[25] Υπενθυμίζομεν εις το σημείον τούτο ότι ο Άγιος Παφνούτιος, ο ίδιος ών παρθένος, εις την Α’ Οικουμενικήν Σύνοδον, κατά την μαρτυρίαν του Σωζομένου, υπήρξεν κύριος υποστηρικτής της θέσεως όπως μη θεωρηθή ο σώφρων γάμος κώλυμα δια την ιερωσύνην. Μεταξύ των πολυαρίθμων συνοδικών αποφάσεων, των απτομένων του θέματος αυτού, υπογραμμίζομεν τον 13ον Κανόνα της Έκτης Οικουμενικής Συνόδου (της εν Τρούλλω, το 691), η οποία απέρριψε κατηγορηματικώς το έθος της Εκκλησίας της Ρώμης, ήτις απηγόρευε την χειροτονίαν των εγγάμων δια την ιερωσύνην.
[26] Κλίμαξ ΙΕ’ 83, σ. 217.
[27] Καλώς περί τούτου εδίδαξεν η Οσία Συγκλητική, της οποίας τον βίον συνέγραψεν, ως τινες λέγουν, ο Άγιος Αθανάσιος ο Μέγας. (Η μνήμη αυτής τελείται την 5ην Ιανουαρίου).
[28] Κλίμαξ ΙΣΤ’ 2 και 3, σ. 219.
[29] Κλίμαξ ΙΣΤ’ 22, σ. 221.
[30] Κλίμαξ ΙΣΤ’ 12,15, 12, σ. 219-220.
[31]
«Ουκ οίη μερόπεσιν ίη δειλοίσι γενέθλη,
Ερχομένη σαρκών τε και αίματος, οία βροτοίσιν
Ένθα τικτομένοισι και ολλυμένοισι τάχιστα·
Τοίη μεν πρώτιστον· έπειτα δε Πνεύματος αγνού,
Εύτε λεοσσαμένοισι δι᾽ ύδατος ήλυθεν αίγλη.
Η δε τρίτη, δακρύων τε και άλγεος ημετέροιο,
Εικόν᾽ αποξύουσα μελαινομένην κακότητι.
Τάων την μεν έχεις πατέρων άπο, την δε Θεοίο,
Της δι᾽ αυτός γενέτης, βιότω φάος εσθλόν οπάζων».
PG 37, 1498A-1499A.
[32] Αρχιμ. Σωφρονίου, Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, Έσσεξ Αγγλίας 1995, σ. 349.
[33] Jean Cassien, Conférences III 6, γαλλ. μετάφρ. υπό του Dom E. Pichery, «Sources Chrétiennes», τόμ. 42, Paris 1955, σ. 145.
[34] Jean Cassien, Institutions Cénobitiques IV 33, γαλλ. μετάφρ. υπό του Dom E. Pichery, Saint-Maximin 1923, σ. 250.
[35] Jean Cassien, Conférences III 6, «Sources Chrétiennes», τόμ. 42, Paris 1955, σ. 145-146.
[36] Jean Cassien, Conférences III 7, «Sources Chrétiennes», τόμ. 42, σ. 147.
[37] Jean Cassien, Conférences III 7, «Sources Chrétiennes», τόμ. 42, σ. 146.
[38] Jean Cassien, Conférences III 7, «Sources Chrétiennes», τόμ. 42, σ. 147 κ.ε.
[39] Αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου, Κλίμαξ Β’ 14, έκδοσις Παρακλήτου (κείμενον-μετάφρασις) 1978, σ. 53-54.
[40] Κλίμαξ Δ’ 105, σ. 104.
[41] Jean Cassien, Conférences VII 5, «Sources Chrétiennes», τόμ. 42, σ. 250.
[42] Κλίμαξ Ζ’ 40, σ. 147.
[43] Jean Cassien, Conférences XXIII 5, PL 49, 1251 B.
[44] Κλίμαξ Ζ’ 41, σ. 147-148.
[45] Κλίμαξ ΚΑ’ 30, σ. 244.
[46] Πρβλ. Inst. Cénob. XII 7, «Sources Chrétiennes», τόμ. 109, 7, σ. 459. «Quel grand mal est l’orgueil, pour mériter d’ avoir comme adversaire non un ange, ni d’autres vertus opposés, mais Dieu lui-même»! Βλ. Κλίμαξ ΚΑ’ 36, σ. 245. «… πάντων των κακών αρχηγός και τελείωσις», «η εχθραίνουσα τον Θεόν»· Κλίμαξ ΚΒ’ 1, σ. 246. «Θεού αντίπαλος».
[47] Inst. Cénob. XII 6, «Sources Chrétiennes», τόμ. 109, 7, σ. 457.
[48] Κλίμαξ ΚΒ’ 6, σ. 247.
[49] Βλέπε ιδιαιτέρως την μετάφρασιν των ομιλιών του Κασσιανού υπό του Dom Pichery, «Sources Chrétiennes», τόμ. 42. Εις την εισαγωγήν αυτού (σ. 22) αναγγέλλει ότι: «Ο Κασσιανός συμφωνεί σχεδόν απολύτως μετά του ιερού Αυγουστίνου εκτός ενός μόνον σημείου, το οποίον όμως περικλείει όλον το δηλητήριον της πλάνης του ημιπελαγιανισμού: “Η πρωτοβουλία της αγαθής πράξεως δύναται, ενίοτε τουλάχιστον, να ανήκη εις τον άνθρωπον και ούτος δύναται τότε να προσελκύση την χάριν δια μιας αρχής της αγαθής θελήσεως”, Conf. XII 11».
[50] Αρχιμ. Σωφρονίου, Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστι, Έσσεξ Αγγλίας 1993, σ. 81.
[51] Η ρωσική λέξις «moment», η οποίαν μεταφράζεται ενταύθα ως «στιγμή», χρησιμοποιείται συχνάκις υπό του συγγραφέως. Εις την ρωσικήν γλώσσαν χρησιμοποιείται μετά ποικίλων νοηματικών αποχρώσεων. Την λέξιν αυτήν άλλοτε μεταφράζομεν ως στιγμήν, άλλοτε ως άποψιν, θέσιν, γεγονός κλπ. αναλόγως προς την συνάφειαν των λόγων και σημειούμεν πάντοτε αυτήν δι’ αστερίσκου(*)
[52] Το Σύμβολον τούτο είναι γνωστόν ως Αθανασιανόν. Κατά μέγα μέρος προκύπτει ουσιωδώς εκ των συγγραφών του Πατρός τούτου. Αλλ’ ένια χωρία της Τριαδολογικής και Χριστολογικής εκθέσεως έχουν τοσαύτην τελειότητα και ακρίβειαν, ώστε δεν δύνανται να αποδοθούν ει μή εις εποχήν μεταγενεστέραν.
[53] Η διδασκαλία αύτη της Εκκλησίας περί της ενότητος της ανθρωπίνης φύσεως κατ’ εικόνα της Αγίας Τριάδος εξετέθη θαυμαστώς εις τα πρώτα βιβλία του Μητροπολίτου Αντωνίου (Χραποβίτσκυ), «Η ηθική αξία του δόγματος της Αγίας Τριάδος», και «Η ηθική αξία του δόγματος της Εκκλησίας». Συνιστώμεν εις τους ήδη γνωρίζοντας τα βιβλία ταύτα να επαναμελετήσουν αυτά μετά προσοχής, εις δε τους μη αναγνώσαντας ταύτα έως του νυν, να λάβουν γνώσιν αυτών. Αποτελούν έν αριστούργημα της ρωσικής θεολογικής σκέψεως, δημοσιευθέν τον Νοέμβριον του 1892 εις το περιοδικόν της Θεολογικής Ακαδημίας της Μόσχας, Messager Theologique (Богословский Вестник). Δευτέρα δημοσίευσις εγένετο εις Βελιγράδιον το 1935, εις συλλογήν έργων του Μητροπολίτου επ’ ευκαιρία του ιωβηλαίου αυτού. (Δυστυχώς, τα έργα ταύτα ουδέποτε μετεφράσθησαν). Η αυτή δογματική διδασκαλία εξετέθη συνοπτικώς, αλλά λαμπρώς εις την γαλλικήν γλώσσαν υπό του Β. Λόσσκυ εις το έργον αυτού, «Essai sur la Théologie Mystique de l’Église d’ Orient» (βλ. κεφ. 6).
[54] Όρθρος Πεντηκοστής, Στιχηρόν των αίνων.
[55] «Αίφνης, η ψυχή βλέπει τον Κύριον και αναγνωρίζει Αυτόν … Ο Κύριος γνωρίζεται εν Πνεύματι Αγίω και το Πνεύμα το Άγιον πληροί όλον τον άνθρωπον, το πνεύμα, την ψυχήν, το σώμα αυτού. Ούτως ο Θεός γνωρίζεται εν ουρανώ και επί της γης» (Άγ. Σιλουανός).
[56] Βλ. τίτλον του τρίτου κεφαλαίου της τρίτης πραγματείας του Αγ. Γρηγορίου Παλαμά, κατά Ακινδύνου: «Μαρτυρίαι των Αγίων δεικνύσαι ως οι της Θείας χάριτος εν μεθέξει γενόμενοι άναρχοι και ατελεύτητοι κατ’ αυτήν είναι λέγονται».
[57] «Εφ’ όσον χρόνον τις εστιν εν τη ζωή ταύτη, καν τέλειος εστι κατά την ενθάδε κατάστασιν και πράξει και θεωρία, την εκ μέρους έχει και γνώσιν και προφητείαν και αρραβώνα Πνεύματος Αγίου, αλλ’ ουκ αυτό το πλήρωμα. Ελευσόμενος ποτε μετά την των αιώνων περαίωσιν εις την τελείαν λήξιν την πρόσωπον προς πρόσωπον τοις αξίοις δεικνύουσαν αυτήν εφ’ εαυτής εστώσαν την αλήθειαν· ως μηκέτι εκ του πληρώματος μέρος έχειν, αλλ’ αυτό το πλήρωμα της χάριτος κατά μέθεξιν όλον κομίζεσθαι. “Καταντήσεσθαι γαρ”, φησίν ο θείος Απόστολος, “πάντας (δηλονότι τους σωζομένους) εις άνδρα τέλειον, εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού, εν ώ εισιν οι θησαυροί της σοφίας και της γνώσεως απόκρυφοι· οίς φαινομένοις, το εκ μέρους καταργηθήσεται”». Περί θεολογίας και της ενσάρκου Οικονομίας του Υιού του Θεού, προς Θαλάσσιον, Εκατοντάς Β’ πζ’, Φιλοκαλία, τόμ. Β’, έκδ. Αστέρος, Αθήναι 1975, σ. 86-87.
[58] Βλ. Α’ Κορ. β’ 6. Δια να καταστήσωμεν συντομωτέραν την έκθεσιν ημών, εις τας επομένας σελίδας δεν σημειούμεν εκάστοτε τας παραπομπάς των αναφερομένων κειμένων. Παρακαλούμεν τον αναγνώστην να έχη υπ’ όψιν τα κεφ. γ’ έως ζ’ της προς Εβραίους Επιστολής, (κείμενον αξιοπρόσεκτον, γενικώς αποδιδόμενον εις τον Απόστολον Παύλον υπό της Παραδόσεως της Εκκλησίας). Ο αναγνώστης να είναι ωσαύτως επιεικής δια την τακτικήν αυτήν την τοσούτον ασυνήθιστον εις τας ημέρας ημών, καίτοι ήτο κανών κατά την Πατερικήν εποχήν.
[59] «Πας ο τα μέλη νεκρώσας τα επί γης (Κολ. γ’ 5), και όλον εαυτού της σαρκός κατασβέσας το φρόνημα, και την προς αυτήν διόλου σχέσιν αποσεισάμενος, δι’ ής η τω Θεώ μόνω χρεωστουμένη παρ’ ημών αγάπη μερίζεται, και αρνησάμενος πάντα τα της σαρκός και του κόσμου γνωρίσματα, της θείας ένεκεν χάριτος, ώστε λέγειν δύνασθαι μετά του μακαρίου Παύλου του Αποστόλου· “τίς ημάς χωρίσει από της αγάπης του Χριστού;” και τα εξής, ο τοιούτος απάτωρ και αμήτωρ και αγενεαλόγητος (Εβρ. ζ’ 3) κατά τον Μέγαν Μελχισεδέκ γέγονεν …». Μαξίμου Ομολογητού, Ζ’ εκατοντάς οε’, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, τομ. Β’, σ. 181.
[60] «”Απάτωρ ούν και αμήτωρ και αγενεαλόγητος, μήτε αρχήν ημερών, μήτε τέλος ζωής έχων”, αναγέγραπται ο μέγας Μελχισεδέκ, ως ο αληθής των θεοφόρων ανδρών τα περί αυτού διεσάφησε λόγος, ου δια την φύσιν την κτιστήν και εξ ουκ όντων, καθ’ ήν του είναι ήρξατο τε και έληξεν, αλλά δια την χάριν την θείαν και άκτιστον, και αεί ούσαν υπέρ πάσαν φύσιν και πάντα χρόνον, εκ του αεί όντος Θεού, καθ’ ήν δι’ όλου μόνην όλος γνωμικώς γεννηθείς επιγινώσκεται … Ο θείος Μελχισεδέκ, προς δε τας θείας και ανάρχους και αθανάτους (ουσίας) του Θεού δια του λόγου κατά χάριν εν πνεύματι γεγέννηται, και σώαν και αληθή εν εαυτώ φέρει του γεννήσαντος Θεού την ομοίωσιν (επεί και πάσαν γέννησιν ταυτόν τω γεννώντι πέφυκεν αποτελείν το γεννώμενον· “Το γαρ γεγεννημένον, φησίν, εκ της σαρκός, σαρξ εστι, το δε γεγεννημένον εκ του πνεύματος πνεύμα εστιν”…». Μαξίμου Ομολογητού, Περί διαφόρων αποριών, PG 91, 1141A, 1140D.
[61] «… (ο) την χρονικήν μηκέτι φέρων εν εαυτώ κινουμένην ζωήν, την αρχήν και τέλος έχουσαν, και πολλοίς δονουμένην παθήμασι, μόνην δε την θείαν του ενοικήσαντος λόγου και αΐδιον και μηδενί θανάτω περατουμένην, (ούτω) γέγονε και άναρχος και ατελεύτητος». Αυτόθι, 1144C.
[62] Αναφέρεται εν τω Υπομνήματι του Οσίου Νικοδήμου εις τον Απόστολον Παύλον, Βενετία 1819, τόμ. Γ’, σ. 333.
[63] «Ζητούσί τινες, πώς έσται των αξιουμένων της εν τη βασιλεία του Θεού τελειότητος η κατάστασις. Πότερον, κατά προκοπήν και μετάβασιν ή κατά την εν στάσει ταυτότητα; πώς τε τα σώματα και τας ψυχάς είναι χρεών υπολαμβάνειν; Προς δη τούτο στοχαστικώς ερεί τις, ότι καθάπερ επί της σωματικής ζωής διττός εστιν ο της τροφής λόγος· ο μεν προς αύξησιν, ο δε προς συντήρησιν των τρεφομένων· μέχρις ου φθάσωμεν το τέλειον της σωματικής ηλικίας, τρεφόμεθα προς αύξησιν· επειδάν δε το σώμα στη της εις μέγεθος επιδόσεως, ουκ έτι τρέφεται προς αύξησιν, αλλά προς συντήρησιν· ούτω και επί της ψυχής διττός ο της τροφής λόγος. Τρέφεται γαρ προκόπτουσα ταις αρεταίς και τοις θεωρήμασι, μέχρις ου διαβάσα τα όντα πάντα, φθάση το μέτρον της ηλικίας του πληρώματος του Χριστού (Εφεσ. δ’ 13)· εν ώ γινομένη πάσης της προς επίδοσίν τε και αύξησιν δια των μέσων ίσταται προκοπής, αμέσως τρεφομένη το υπέρ νόησιν· και δια τούτο τυχόν υπέρ αύξησιν αφθάρτου τροφής το είδος προς συντήρησιν της δοθείσης αυτή θεοειδούς τελειότητος και έκφανσιν των της τροφής εκείνης απείρων αγλαϊών, καθ᾿ ήν το αεί εύ ωσαύτως είναι ενδημήσαν αυτή δεχομένη, γίνεται Θεός τη μεθέξει της θεϊκής χάριτος …». Μαξίμου Ομολογητού, Περί Θεολογίας και της ενσάρκου Οικονομίας του Υιού του Θεού, εκατοντάς δευτέρα 88, Φιλοκαλία, τόμ. Β’, σ. 87.
[64]
Ούτω και το Θείον Πνεύμα
άφθαρτον όν αφθαρσίαν
καί αθάνατον υπάρχον
δίδωσιν αθανασίαν,
φώς τε άδυτον τυγχάνον
φώς αποτελεί τους πάντας
εν οίσπερ κατασκηνώσει,
και ζωήν τυγχάνον πάσι.
και ζωήν αυτοίς παρέχει.
Ως Χριστού ομοφυές τε,
ομοούσιον ωσαύτως
και ομόδοξον υπάρχον
και συνηνωμένον πέλον,
τούτους του Χριστού ομοίους
απεργάζεται εις άπαν.
Ου φθονεί γαρ ο Δεσπότης
ίσους εαυτώ οφθήναι
τους βροτούς χάριτι θεία,
ουδ᾿ απαξιοί γενέσθαι
ομοίους αυτώ τους δούλους,
αλλά τέρπεται και χαίρει
καθορών ημάς τοιούτους
εξ ανθρώπων γεγονότας
κατά χάριν, ως εκείνος
είναι, οίος και εκείνος
πέφυκε και έστι φύσει.
Ευεργέτης γαρ υπάρχων
βούλεται ημάς τοιούτους
είναι, οίος και εκείνος.
Ει γαρ μη τοιούτοι ώμεν
όμοιοι εν ακριβεία,
πώς εσόμεθα εκείνω
ηνωμένοι, καθώς είπε,
πώς δε εν αυτώ μενούμεν,
μή υπάρχοντες τοιούτοι
πώς δ᾿ αυτός εν ημίν μείνη
ούσι τούτου ανομοίοις;
Τούτο ουν σαφώς ειδότες
σπεύσατε λαβείν το Πνεύμα
τό εκ του Θεού και θείον,
ίνα γένησθε τοιούτοι,
οίους έδειξεν ο λόγος,
επουράνιοι και θείοι …
Ύμνοι ΙΙΙ, «Sources Chrétiennes», τόμ. 196, Paris 1973, σ. 97-99.
[65] «(Ο άνθρωπος) … παραμένων άνθρωπος εξ ολοκλήρου, ψυχή και σώμα, κατά την φύσιν, και γενόμενος θεός εξ ολοκλήρου, ψυχή και σώμα, κατά την χάριν». Μαξίμου Ομολογητού, Περί διαφόρων αποριών, 28, 64. Βλ. εκατοντάς περί αγάπης, «Sources Chrétiennes», τόμ. 9, Paris 1945, Εισαγωγή, σ. 43, σημ. 1.
[66] Εν τη συντόμω μελέτη ημών εθέσαμεν λίαν περιωρισμένον σκοπόν: να υπογραμμίσωμεν την σπουδαιότητα των θεμελίων της πίστεως ημών, προβάλλοντες τας αρχάς, αι οποίαι πρέπει να συνιστούν τον λόγον πασών των εκδηλώσεων της ζωής ημών. Νυν, επειδή υπάρχουν πολυάριθμοι θεολογικαί μονογραφίαι αφιερωμέναι εις τας διαφόρους όψεις της δογματικής διδασκαλίας της Εκκλησίας, και μεταξύ τούτων πραγματείαι περί της φύσεως της Εκκλησίας και της ενότητος Αυτής, εσκέφθημεν ότι θα ήτο περιττόν να επανέλθωμεν εις θέσεις ευρέως αναπτυχθείσας υπό άλλων συγγραφέων. Σημειούμεν μετά χαράς εις τας προσφάτους θεολογικάς εργασίας των διαφόρων χριστιανικών ομολογιών αξιόλογον προσέγγισιν εις τας δογματικάς αντιλήψεις, οφείλομεν όμως να είπωμεν ότι πάντες έχομεν να διανύσωμεν μακρόν εισέτι δρόμον, εσπαρμένον μετά πολλών εμποδίων, τα οποία είναι απολύτως αναγκαίον να παρακαμφθούν, πριν ή φθάσωμεν εις την ενότητα.
[67] «Τίνα τοίνυν αυτού τε του Θείου, και του προς το Θείον ομοιωμένου την διαφοράν καθορώμεν; Εν τω, το μεν ακτίστως είναι, το δε δια κτίσεως υποστήναι». Περί κατασκευής του ανθρώπου 16, PG 44, 184 A C. βλ. Βλ. Λόσσκυ σ. 137.
[68] «Ειπών ο λόγος ότι εποίησεν ο Θεός τον άνθρωπον, τω αορίστω της σημασίας άπαν ενδείκνυται το ανθρώπινον. Ου γαρ συνωνομάσθη τω κτίσματι νυν ο Αδάμ, καθώς εν τοις εφεξής η ιστορία φησίν· αλλ' όνομα τω κτισθέντι ανθρώπω ουχ ο τίς, αλλ' ο καθόλου εστίν. Ουκούν τη καθολική της φύσεως κλήσει, τοιούτόν τι υπονοείν εναγόμεθα, ότι τη θεία προγνώσει τε και δυνάμει πάσα η ανθρωπότης εν τη πρώτη κατασκευή περιείληπται. …
»Ου γαρ εν μέρει της φύσεως η εικών, ουδέ έν τινι των καθ' αυτόν θεωρουμένων η χάρις· αλλ' εφ' άπαν το γένος επίσης η τοιαύτη διήκει δύναμις. …
»Ομοίως έχει ό τε τη πρώτη του κόσμου κατασκευή συναναδειχθείς άνθρωπος, και ο κατά την του παντός συντέλειαν γενησόμενος· επίσης εφ' εαυτών φέρουσι την θείαν εικόνα. Δια τούτο είς άνθρωπος κατωνομάσθη το πάν, ότι τη δυνάμει του Θεού ούτε τι παρώχηκεν, ούτε μέλλει, αλλά και το προσδοκώμενον επίσης τω παρόντι τη περιεκτική του παντός ενεργεία περικρατείται. Πάσα τοίνυν η φύσις η από των πρώτων μέχρι των εσχάτων διήκουσα, μία τις του όντος εστίν εικών». Γρηγ. Νύσσης, Περί κατασκευής του ανθρώπου, κεφ. 16, «Sources Chrétiennes», τόμ. 6, σ. 157, 159, 160, 161.
[69] «Ερείς ούν· Τις ούτος ο λόγος εστί, καθ' όν ουκ ευθύς επί το ποθούμενον η του λυπηρού βίου μετάστασις γίνεται, αλλ' εις χρόνους τινάς ωρισμένους η βαρεία και σωματώδης αύτη παραταθείσα ζωή, αναμένει το πέρας της του παντός συμπληρώσεως, ίνα το τηνικαύτα καθάπερ χαλινού τινος ελευθερωθείσα η ανθρωπίνη ζωή, πάλιν άνετός τε και ελευθέρα προς τον μακάριον και απαθή βίον επαναδράμοι;
»Αλλ' ει μεν εγγίζει τη αληθεία των ζητουμένων ο λόγος, αυτή αν ειδείη σαφώς η Αλήθεια. Ό δ' ουν επί την ημετέραν ήλθε διάνοιαν, τοιούτον εστί. Λέγω δη τον πρώτον πάλιν επαναλαβών λόγον, “Ποιήσωμεν”, φησίν ο Θεός, “άνθρωπον κατ' εικόνα και ομοίωσιν ημετέραν. Και εποίησεν ο Θεός τον άνθρωπον· κατ' εικόνα Θεού εποίησεν αυτόν”. Η μεν ουν εικών του Θεού, η εν πάση τη ανθρωπίνη φύσει θεωρουμένη, το τέλος έσχεν. Ο δε Αδάμ ούπω εγένετο· το γαρ γήϊνον πλάσμα κατά τινα ετυμολογικήν ονομασίαν λέγεται Αδάμ, καθώς φασιν οι της Εβραίων φωνής επιίστορες. Διό και ο απόστολος διαφερόντως την πάτριον των Ισραηλιτών πεπαιδευμένος φωνήν, τον εκ γης άνθρωπον χοϊκόν ονομάζει, οιονεί μεταβαλών την του Αδάμ κλήσιν εις την Ελλάδα φωνήν.
»Γέγονεν ουν κατ' εικόνα ο άνθρωπος, η καθόλου φύσις, το θεοείκελον χρήμα. Γέγονε δε τη παντοδυνάμω σοφία ουχί μέρος του όλου, αλλ' άπαν αθρόως το της φύσεως πλήρωμα». Γρηγ. Νύσσης, Περί κατασκευής του ανθρώπου, κεφ. 22, «Sources Chrétiennes», τόμ. 6, σ. 183-184.
[70] Vladimir Lossly, Essai sur la theologie mystique de l’Église d’ Orient, Foi Vivante 246, Paris, 1990, σ. 116.
[71] «Εν μεν τω Χριστώ, Θεώ όντι και Λόγω του Πατρός, όλον κατ᾿ ουσίαν οικεί το πλήρωμα της θεότητος σωματικώς (Κολ. β’ 9)· εν ημίν δε κατά χάριν οικεί το πλήρωμα της θεότητος, … Ου γαρ απεικός κατά τον θέσει λόγον, και εν ημίν οικήσαι το πλήρωμα της θεότητος …». Μαξίμου Ομολογητού, Περί Θεολογίας και της ενσάρκου Οικονομίας, εκατοντάς δευτέρα, Φιλοκαλία, τόμ. Β’ κα’, σ. 73.
[72] «… και τέλος επί πάσι τούτοις, και κτιστήν φύσιν τη ακτίστω δι᾿ αγάπης ενώσας (ώ του θαύματος της περί ημάς του Θεού φιλανθρωπίας), έν και ταυτόν δείξειε κατά την έξιν της χάριτος, όλος όλω περιχωρήσας ολικώς τω Θεώ, και γενόμενος πάν εί τι περ εστιν ο Θεός, χωρίς της κατ᾿ ουσίαν ταυτότητος, και όλον αυτόν αντιλαβών εαυτού τον Θεόν, και της επ᾿ αυτόν τον Θεόν αναβάσεως οίον έπαθλον αυτόν μονώτατον κτησάμενος τον Θεόν, ως τέλος της των κινουμένων κινήσεως, και στάσιν βάσιμόν τε και ακίνητον των επ᾿ αυτόν φερομένων, και παντός όρου και θεσμού και νόμου, λόγου τε και νου, και φύσεως όρον και πέρας αόριστόν τε και άπειρον όντα». Μαξίμου Ομολογητού, Περί διαφόρων αποριών, (ΡΓ’ ΚΑΙΝΟΤΟΜΟΥΝΤΑΙ ΦΥΣΕΙΣ, ΚΑΙ ΘΕΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΓΙΝΕΤΑΙ), PG 91, 1308BC.
[73] «Τέσσαρα των θείων ιδιωμάτων, συνεκτικά και φρουρητικά και διασωστικά των όντων, δι᾽ άκραν αγαθότητα εκοινοποίησεν ο Θεός, παραγαγών εις το είναι την λογικήν και νοεράν ουσίαν· το όν, το αεί όν, την αγαθότητα και την σοφίαν. Τούτων τα μεν δύο τη ουσία παρέσχε· τα δε δύο τη γνωμική επιτηδειότητι· και τη μεν ουσία το όν και το αεί όν· τη δε γνωμική επιτηδειότητι την αγαθότητα και την σοφίαν, ίνα άπερ εστίν Αυτός κατ᾽ ουσίαν, γίνηται η κτίσις κατά μετουσίαν. … Και το μεν υπάρχειν αεί ή μη υπάρχειν ταύτα (τα λογικά και νοερά), εν τη εξουσία του πεποιηκότος εστί. Το δε μετέχειν της αγαθότητος αυτού και της σοφίας ή μη μετέχειν, εν τη βουλήσει των λογικών υπάρχει». Μαξίμου Ομολογητού, Περί αγάπης, τρίτη εκατοντάς, κε’, κζ’, Φιλοκαλία, τόμ. Β’, σ. 30-31.
[74] «Пут», (Η Οδός), ρωσικόν θρησκευτικόν περιοδικόν, Παρίσιοι 1933, αρ. 37, παράρτημα, σ. 1.
[75] Κατά την διάρκειαν της πορείας ταύτης οι Ευαγγελισταί δεν αναφέρουν ουδέ έν γεγονός ουδέ μίαν ομιλίαν του Χριστού.






0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.