Αυτό οφείλεται στο ότι «[…] ο ι. Αυγουστίνος δεν γνώριζε επαρκώς την ελληνική γλώσσα […]», με αποτέλεσμα ότι «[…] δεν κατόρθωσε να παρακολουθήσει τη θεολογική παράδοση των μεγάλων πατέρων και των εκκλησιαστικών συγγραφέων της Ανατολής […] Η περιορισμένη γνώση της εκκλησιαστικής παραδόσεως εξηγεί τόσο τη κριτική στάση του έναντι των προγενέστερων Λατίνων εκκλησιαστικών συγγραφέων, όπως λχ του Κυπριανού, όσο και την άνεση να προβάλλει νέες διδασκαλίες, όπως λχ τη διδασκαλία για τον απόλυτο προορισμό […]» (σελ. 566).
Το αποτέλεσμα ήταν ότι «[…] κινήθηκε πέρα από τα καθιερωμένα όρια της εκκλησιαστικής παραδόσεως […]» (σελ. 567). Έτσι, προκειμένου να αντιμετωπίσει τους Δονατιστές, οι οποίοι συνέδεαν τα Μυστήρια της Εκκλησίας με τον ηθικό βίο του τελούντος, αλλά και τους Πελαγιανιστές που αρνούνταν τον κληρονομικό χαρακτήρα του προπατορικού αμαρτήματος, που έχει να κάνει με την διαφθορά της ανθρώπινης φύσεως, ώστε ο άνθρωπος (κατά την άποψή τους) έχοντας από τον Θεό όλες τις δυνάμεις για την επίτευξη της σωτηρίας του, να μπορεί από μόνος του να σωθεί, έχοντας την Θεία Χάρη σε δευτερεύουσα θέση, έπεσε στην πλάνη του «προορισμού». Κατέληξε να θεωρεί «[…] ότι η παροχή της θείας χάριτος ως δωρεάς του Θεού είναι ακαταγώνιστη από την ανθρώπινη θέληση, η οποία δεν μπορεί και να απορρίψει τη θεία αυτή δωρεά» (σελ. 567).
Ο ι. Αυγουστίνος μίλησε για προορισμό στην σωτηρία, ενώ ο Καλβίνος, αιώνες αργότερα, προχώρησε περισσότερο στο να διδάξει ότι υπάρχει προορισμός και για την απώλεια, όπως θα δούμε παρακάτω. Οι απόψεις του Αυγουστίνου για τον προορισμό ήταν κατάλοιπα της Μανιχαϊστικής αιρέσεως, από την οποία πέρασε κάποιο διάστημα της ζωής του. Ο Β. Στεφανίδης, στην Εκκλησιαστική του Ιστορία, συμπληρώνει: «Επί εννεαετίαν είχε διατελέσει κατηχούμενος των Μανιχαίων, οι οποίοι ηρνούντο την ελευθέραν θέλησιν του ανθρώπου (Αυγουστίνου, Εξομολογήσεις)» (σελ. 249).
Μια από τις βασικές αρχές στην θεολογία του ι. Αυγουστίνου είναι και η ακόλουθη: «[…] Ο ι. Αυγουστίνος δέχτηκε ότι η παροχή της θείας χάριτος προηγείται και κατά τινά τρόπο είναι ανεξάρτητη από τη λήψη του Αγίου Πνεύματος» (Εκκλησιαστική Ιστορία Βλ. Φειδά, Ά τόμος, σελ. 568), πράγμα αντίθετο από την διδασκαλία της Εκκλησίας τόσο στην Ανατολή όσο και στην Δύση που «[…] προέβαλε τη χορήγηση της θείας χάριτος ως αποκλειστικό έργο του Αγίου Πνεύματος» (σελ. 568). Αυτό όμως άνοιγε διάπλατα την πόρτα στο να θεωρήσουμε ότι η παροχή της θείας χάρης δεν έχει να κάνει με την κανονικότητα της Εκκλησίας, εφόσον άλλο ήταν η θεία χάρη και άλλο η λήψη του Αγίου Πνεύματος, στην σκέψη του Αυγουστίνου.
Επόμενο ήταν λοιπόν, ότι «[…] οι βαπτιζόμενοι έξω από τους κόλπους της αληθινής Εκκλησίας λαμβάνουν εγκύρως (valide) το βάπτισμα, αλλά κατέχουν τη θεία χάρη δυνάμει μόνο και όχι ενεργεία […] το βάπτισμα των αιρετικών και των σχισματικών είναι μεν έγκυρο, γιατί σε αυτό παρέχεται άμεσα από τον Κύριο η θεία χάρη, αλλά ανενεργό και παράνομο, γιατί τελέστηκε έξω από τους κόλπους της αληθινής Εκκλησίας. Το βάπτισμα αυτό αποκτά τη νομιμότητα (licite) και την αποτελεσματικότητα (effectus) του βαπτίσματος της Εκκλησίας μόνον όταν ο βαπτισμένος εγκαταλείψει την αίρεση ή το σχίσμα και εισέλθει στους κόλπους της» (σελ. 569- 570). Αυτά, ασφαλώς έρχονται σε αντίθεση με την διδασκαλία της Εκκλησίας που βρίσκει τον εκφραστή της στο πρόσωπο του αγίου Κυπριανού Καρθαγένης, ο οποίος έζησε νωρίτερα.
Ο ι. Αυγουστίνος, με τις παραπάνω θέσεις του, ήρθε «[…] σε αντίθεση προς την εκκλησιολογία του ι. Κυπριανού, ο οποίος, εκφράζοντας τη γενικότερη εκκλησιαστική συνείδηση, είχε υποστηρίξει ad hoc ότι οι βαπτιζόμενοι από αιρετικούς ή και σχισματικούς δεν λαμβάνουν τη θεία χάρη […]» (σελ. 569). Ο Κυπριανός Καρθαγένης είχε διακρίνει ότι άλλο πράγμα είναι η πηγή της χάριτος, δηλαδή το έργο του Χριστού, και άλλο πράγμα η παροχή αυτής της χάρης, που χορηγείται δια των αγίων Μυστηρίων, κάτι που δεν είχε κάνει ο Αυγουστίνος. Εφόσον, κατά τον Αυγουστίνο, η θεία χάρη μπορεί να έρθει (ΚΑΙ) έξω από τα όρια της κανονικής Εκκλησίας με την αποδοχή του κύρους του βαπτίσματος των αιρετικών και των σχισματικών, αυτό ανοίγει τον δρόμο ώστε και οι εκτός Εκκλησίας να ισχυρίζονται «χριστιανικότητα». Και όντως, έτσι έγινε αιώνες αργότερα· «Οι Εκκλησιολογικές συνέπειες τονίσθηκαν ιδιαίτερα από τη μεταγενέστερη σχολαστική θεολογία και από την Προτεσταντική μεταρρύθμιση […]» (σελ. 570).
Η Εκκλησιολογία του Αυγουστίνου, η βάση για την θεωρία της «αόρατης εκκλησίας» των Προτεσταντών, παραλλαγμένη.
«Η Εκκλησιολογία του ι. Αυγουστίνου, με κριτήριο τη σχέση της θείας χάριτος προς το βάπτισμα και τα άλλα μυστήρια της Εκκλησίας, θα μπορούσε να παρασταθεί με τρεις ομόκεντρους εμπεριεχόμενους κύκλους. Ο εσωτερικός κύκλος ταυτίζεται με την αληθινή Εκκλησία, στην οποία όχι μόνο παρέχεται από τον Κύριο η θεία χάρη, αλλά και ενεργεί εν Αγίω Πνεύματι. Ο εξωτερικός κύκλος ταυτίζεται με την αίρεση ή το σχίσμα, στα οποία παρέχεται από τον Κύριο η θεία χάρη, αλλά δεν ενεργεί την εν Αγίω Πνεύματι σωτηρία, γι’ αυτό και τα μυστήρια είναι μεν υποστατά και έγκυρα, αλλά ανενεργά. Ο εξώτατος κύκλος ταυτίζεται με το χώρο, στον οποίο η υπάρχουσα για όλους τους ανθρώπους πηγή της σωτηρίας ούτε παρέχει ούτε ενεργεί τη θεία χάρη. Βεβαίως, ο εσωτερικός κύκλος ταυτίζεται από μεν τους Ρωμαιοκαθολικούς με την Εκκλησία τους, από δε τους Προτεστάντες με την αόρατη Εκκλησία. Κατά την Προτεσταντική θεολογία, όλες οι χριστιανικές εκκλησίες ή ομολογίες αποτελούν τμήματα του εξώτερου κύκλου, στον οποίο όμως, αντίθετα προς την διδασκαλία του ι. Αυγουστίνου, παρέχεται και ενεργεί η θεία χάρη» (σελ. 571).
Στο θεολογικό σύστημα του Αυγουστίνου, επόμενο είναι να χωράει και η πλανεμένη διδασκαλία του «προορισμού». Κατά τον Αυγουστίνο, η θεία χάρη που απορρέει από το λυτρωτικό έργο του Χριστού «[…] παρέχεται μόνο στους εκλεκτούς του Θεού, ο οποίος έτσι διαχωρίζει τους προορισμένους για την αιώνια σωτηρία και έχει καθορίσει τον αριθμό των εκλεκτών. Ο απόλυτος προορισμός γίνεται ευθέως από τον Θεό, παρά το γεγονός ότι η παροχή και η ενέργεια της θείας χάριτος συνδέεται με τα μυστήρια της Εκκλησίας. Ο απόλυτος όμως προορισμός είναι προορισμός για τη σωτηρία, ενώ ο Θεός δεν προορίζει ευθέως και τους μη σωζομένους για τη απώλεια. Τους αφήνει να συρθούν μόνοι τους στην καταδίκη της απώλειας» (σελ. 571). Αυτό. όπως θα δούμε, έρχεται σε αντίθεση με τις θέσεις του Προτεστάντη Ι. Καλβίνου, ο οποίος μίλησε για προορισμό ακόμα και για τον χαμό!
Ο καθηγητής Βλάσιος Φειδάς, από όπου και παραθέτουμε τα σχετικά αποσπάσματα, γράφει συμπερασματικά: «[…] τα κανονικά όρια της Εκκλησίας γίνονται αδιόρατα, γι’ αυτό και η Προτεσταντική διδασκαλία για την «αόρατη Εκκλησία» θεμελιώνεται κυρίως στην διδασκαλία αυτή του ι. Αυγουστίνου […] ο απόλυτος προορισμός ενισχύει την άμεση και προσωπική επικοινωνία με τον Θεό και αποδυναμώνει τα ενδιάμεσα αισθητά μέσα (κλήρο, μυστήρια κα)» (σελ. 572). Ακόμα, ο Β. Στεφανίδης αναφέρει σχετικά: «Η διδασκαλία του Αυγουστίνου περί του απολύτου προορισμού προεκάλεσεν έριδας, αλλά κατά το μάλλον ή ήττον διετηρήθη και μεταβιβάσθη εις τας προτεσταντικάς εκκλησίας, κυρίως εις τον Καλβινισμόν […] συμφώνως προς τον απόλυτον προορισμόν, ο Αυγουστίνος εδέχετο την Εκκλησίαν ως σύνολον των προορισμένων εις σωτηρίαν, ως κοινωνίαν των επί της γης και εν τοις ουρανοίς αγίων, η οποία φυσικά, είναι αόρατος» (Εκκλ. Ιστορία, σελ. 338).
Ο Β. Στεφανίδης γράφει: «[…] οι τρεις μεταρρυθμισταί εδέχθησαν τον απόλυτον προορισμόν, αλλά ο Λούθηρος παραμέρισεν αυτόν, ενώ ο Ζβίγγλιος και μάλιστα ο Καλβίνος διετήρησαν αυτόν. Ο Καλβίνος εδέχετο την αυστηράν μορφήν του απολύτου προορισμού» (σελ. 604).
Έτσι, αναφέρεται από ετερόδοξη πηγή· «Την καρδιά της Καλβινιστικής θεολογίας αποτελεί η διδασκαλία του απολύτου προορισμού, που βασίζεται στην απόλυτη μεγαλειότητα του Θεού και στο «λογικό» συμπέρασμα ότι «ο Θεός όρισε ορισμένους για την αιώνια ζωή και άλλους για αιώνια κατάκριση, όπως έγραψε ο Καλβίνος […] αβίαστη έρευνα (ακαδημαϊκή και μη) ξεκαθάρισε σήμερα, όπως και στο παρελθόν με απόλυτη βεβαιότητα, ότι αυτή η διδασκαλία δεν είχε θέση στη διδασκαλία της πρώτης Ελληνόφωνης Χριστιανικής εκκλησίας […] το δόγμα της «ελευθέρας θελήσεως» φαίνεται ότι ήταν γενικώς αποδεκτό στην πρώτη Εκκλησία» (Παγκόσμια Πεντηκοστή, πρώτος τόμος, σελ. 251- 252).
Πριν περάσουμε σε Πατερικές αναφορές ενδεικτικά, οφείλουμε να γράψουμε τι αναφέρει ο πατριάρχης Ιεροσολύμων Δοσίθεος στην τρίτη έκδοση της «Ομολογίας της Ορθοδόξου Πίστεως», όπως την παραθέτει ο καθηγητής Ι. Καρμίρης.
Αναφέρει στον τρίτο όρο· «Πιστεύομεν τον άκρως αγαθόν Θεόν εξ αιδίου ους εξελέξατο εις δόξαν προορίσαι, ους δ’ αυ απεδοκίμασεν εις κατάκρισιν παραχωρήσαι· ουχ ότι δε τούτους ούτως ηβουλήθη δικαιώσαι, τούτους δε αναιτίως παραχωρήσαι και κατακρίναι· ανοίκειον γαρ τούτο τω Πατρί των όλων και απροσωπολήπτη και θέλοντι πάντας ανθρώπους σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν Θεώ· αλλ’ ότι τούτους μεν προειδότα καλώς τω αυτεξουσίω χρησομένους, προορίσαι ως αγαθός και πολυέλεος, τούτους δε κακώς, κατακρίναι ως δίκαιος […] Το δε λέγειν τους παμμιάρους αιρετικούς (ως κείται εν τώδε τω κεφαλαίω) τον Θεόν προορίζει ή κατακρίνειν μηδαμώς εις τα έργα αποβλέποντα των προοριζομένων ή κατακρινομένων, βέβηλον και ανόσιον οίδαμεν […] Αποστρεφόμεθα δε τους τα τοιαύτα και λέγοντας και φρονούντας, και χείρους αυτούς των επ’ ασεβεία διαβεβοημένων είναι ομολογούμεν». (Περιοδικό ‘’Θεολογία’’, τόμος Κ 1949, τεύχος 3, σελ. 465- 467, από τον επίσημο διαδικτυακό τόπο της Εκκλησίας της Ελλάδος).
Ο άγιος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης, γράφει στον Λέανδρο·
«Η ανθρώπινη φύση, θαυμάσιε, είναι βέβαια επιδεκτική του κακού, όμως δεν κατέχει τα κακά από την φύση της, αλλά τα αποκτά με τη δική της θέληση, και έχει ως αποτέλεσμα να χάνει τα καλά» (Επιστολή 271, ΕΠΕ 1).
Ο άγιος Ιππόλυτος Ρώμης αναφέρει·
«[…] ως αυτεξούσιος ο άνθρωπος έχων το θέλειν και το μη θέλειν, δυνατός ων εν αμφοτέροις» (ΒΕΠΕΣ 5, 376).
Ο άγιος Ειρηναίος της Λυών διδάσκει ότι εάν ο άνθρωπος δεν είχε την δυνατότητα της επιλογής, δεν θα υπήρχε λόγος να επιβραβευτεί ή να κατακριθεί.
«[…] Αλλά επειδή οι πάντες της αυτής εισί φύσεως, δυνάμενοι τε κατασχείν και πράξαι το αγαθόν, και δυνάμενοι πάλιν αποβαλείν αυτό, και μη ποιήσαι […]» (ΒΕΠΕΣ 5, 156), δηλαδή όλοι έχουμε ίδια φύση, μπορώντας να πράξουμε το αγαθό ή να μην το πράξουμε, εν πλήρη ελευθερία. Ενώ συνεχίζει, «[…] το αυτεξούσιον επιδείκνυσι του ανθρώπου, και το συμβουλευτικόν του Θεού […]» (ΒΕΠΕΣ 5, 156).
Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος αναφέρει ότι ο Θεός τίμησε τον άνθρωπο «[…] με το αυτεξούσιον, δια να ανήκει το αγαθόν εις εκείνον ο οποίος θα το επιλέξει […] του δίνει τον νόμον ως αντικείμενον του αυτεξουσίου […]»
(Λόγος εις τα Θεοφάνεια, ΕΠΕ 5).
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς διδάσκει·
«Για αυτό δεν έχει καμία θέση ανάμεσα στους ανθρώπους η απόγνωσις, αν και ο Πονηρός την υποβάλλει με ποικίλους τρόπους, όχι μόνο σε εκείνους που ζουν αδιάφορα, αλλά μερικές φορές και στους αγωνιστάς. Επειδή δηλαδή ο καιρός της ζωής είναι καιρός μετανοίας, το γεγονός και μόνο ότι ζει ακόμη ο αυτός που αμάρτησε για αυτόν που θέλει να επιστρέψει προς τον Θεό εγγυάται την από αυτόν υποδοχή. Διότι με την εδώ ζωή συνυπάρχει πάντοτε το αυτεξούσιο […]»
(Προς μοναχή Ξένη, περί παθών και αρετής, ΕΠΕ 8, σελ. 365).
Ο ιερός Χρυσόστομος· «Η ανθρώπινη φύσις είναι κάπως ράθυμος και αποκλίνει προς την καταστροφήν, όχι από την φυσική της κατασκευήν, αλλά από την προαιρετικήν ραθυμίαν της. Δι’ αυτό έχει ανάγκην συνεχούς υπομνήσεως» (Ομιλία, ΙΗ εις το Κατά Ιωάννην, ΕΠΕ 13, σελ. 251).
Σε άλλη σημείο, διερωτάται· «Ποιος είναι ο δημιουργός της αργίας; Ποιος άλλος είναι εκτός από την ραθυμία της θελήσεώς μας;» (Ομιλία ΛΣΤ Εις το κατά Ιωάννην, ΕΠΕ 13 Α, σελ. 105).
Σε άλλο σημείο, μιλάει ακόμα πιο καθαρά για την ισορροπία μεταξύ της χάριτος του Θεού και της δικής μας προαιρέσεως: «Δεν είναι τυχαίον πράγμα η πίστις εις Εμέ, αλλά έχει ανάγκην της άνωθεν χάριτος. Και με όλον τον λόγον Του δι’ αυτό φροντίζει, να αποδείξει δηλαδή ότι αυτή η πίστις χρειάζεται γενναίαν ψυχήν, η οποία να προσελκύεται από τον Θεόν. Αλλά ίσως ερωτήσει κάποιος· Εάν κάθε τι που σου δίδει ο Πατήρ, έρχεται προς Εσέ και όσους ημπορέσει να ελκύσει και κανείς δεν ημπορεί να έλθει εις Εσέ, εάν δεν του έχει δοθεί άνωθεν, πρέπει να απαλλαγούν από κάθε κατηγορίαν και από κάθε αμαρτίαν εκείνοι, εις τους οποίους δεν δίδει ο Πατήρ. Αυτά είναι ψιλά λόγια και προφάσεις. Διότι χρειαζόμεθα βεβαίως και την ιδικήν μας θέλησιν (κείμενο: προαιρέσεως). Διότι και η διδασκαλία και η πίστις είναι απόδειξις θελήσεως (κείμενο: προαιρέσεως). Εδώ λοιπόν δεν σημαίνει τίποτε άλλον, «Εκείνο το οποίο Μου δίδει ο Πατήρ», παρά ότι· Δεν είναι τυχαίον πράγμα η πίστις εις Εμέ, ούτε έργον των ανθρωπίνων συλλογισμών, αλλά χρειάζεται και η άνωθεν αποκάλυψις και η ευσεβής ψυχή που δέχεται την αποκάλυψιν’’» (Ομιλία ΜΕ Εις το κατά Ιωάννην, ΕΠΕ 13 Α, σελ. 307).
Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης· «Αλλά πιο σωστό είναι να σκεπτόμαστε τούτο· το ότι δηλαδή το αγαθό είναι δώρο του Θεού. Και αυτό είναι η ελευθερία και η αυτεξουσιότητα, που με την κατάχρηση εκ μέρους των ανθρώπων έγινε το όργανο για την αμαρτία» (Β’ Ομιλία «Εις τον Εκκλησιαστή», Π. Μπρούσαλη, σελ. 59).
Ο Μ. Βασίλειος· «Έπειτα, αν ακόμη και εις τας πράξεις της κακίας και της αρετής τα αίτια δεν ευρίσκωνται εις την προαίρεσίν μας, αλλά είναι αναπόφευκτα γεγονότα που οφείλονται εις την μοίραν μας, τότε περιττοί και οι νομοθέται που νομοθετούν τι πρέπει να κάνωμεν και τι να μη κάνωμεν, περιττοί και οι δικασταί που τιμούν την αρετήν και τιμωρούν την πονηρίαν […] ούτε η δικαιοσύνη θα βραβεύεται, ούτε η αμαρτία θα τιμωρείται, αφού οι άνθρωποι δεν κάνουν τίποτε κατά την προαίρεσίν των» (Εξαήμερος, ΣΤ λόγος, ΕΠΕ 4, σελ. 241).
Ο Άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος το ότι στην αποστολική εποχή δεν υπήρχε «βιομηχανία θαυμάτων», αλλά ο Θεός ενεργούσε όταν Εκείνος ήθελε δια των αποστόλων, το αιτιολογεί για να φανεί το αυτεξούσιο των ανθρώπων. Όπως εξηγεί:
«Όλα αυτά γίνονταν για κάποιο σκοπό, το να κάνουν δηλαδή σε μερικές περιπτώσεις θαύματα και σε μερικές άλλες να φαίνονται ότι είναι ανίσχυροι, για να γίνει με τον τρόπο αυτό φανερή η πίστη των απίστων και των πιστών, και για να δοκιμασθεί και να φανερωθεί η ελεύθερη βούληση (κείμενο: το αυτεξούσιον), αν βέβαια δεν σκανδαλίζονται μερικοί από το γεγονός αυτό της αδυναμίας των αποστόλων. Διότι εάν πραγματοποιούσαν όλα όσα ήθελαν οι απόστολοι, με κάποιο εξαναγκασμό, εξ αιτίας των θαυμάτων θα φύτευαν μέσα στους ανθρώπους τη θεοσέβεια, και δεν θα υπήρχε η δυνατότητα να φανεί η ελευθερία της βούλησης (κείμενο: το αυτεξούσιον), ούτε η πίστη και η απιστία· διότι ο Χριστιανισμός είναι «λίθος πάνω στον οποίο σκοντάφτουν οι άπιστοι, και πέτρα από την οποία γκρεμίζονται’’» (Ομιλία ΚΣΤ, τόμος 7, σελ. 407).
Για τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος αναφέρει·
«Η σοφία του Θεού, που είναι άπειρη και ακατάληπτη, προσφέρει τις δωρεές της Θείας Χάριτος με ανερμήνευτο και ανεξιχνίαστο τρόπο στο ανθρώπινο γένος, για να δοκιμάσει με πολλούς τρόπους την ελεύθερη βούληση του ανθρώπου, ώστε να φανούν όλοι όσοι αγαπούν τον Κύριο με όλη τους την καρδιά και υπομένουν κάθε κίνδυνο και κάθε κόπο για το Θεό» (Ομιλία ΚΘ, τόμος 7, σελ. 469).
Για την συνέργια Θεού και ανθρώπου στην σωτηρία, αναφέρει·
«Όταν πάλι προσφέρουμε την ελεύθερη θέλησή μας, τότε όλο το έργο που αυτός πραγματοποιεί το αποδίδει σε μας […] πιστεύουμε ότι ο Ίδιος μας συγκεντρώνει κοντά Του· από εμάς ζητάει μόνο την ελεύθερη θέληση. Πως όμως θα δείξουμε τη θέλησή μας, παρά μόνο με τον προσωπικό μας κόπο;»
(Ομιλία ΛΖ, τόμος 7, σελ. 543).
Ο Άγιος Νείλος, γράφοντας επί παραδείγματι για τον λογισμό της φιλαργυρίας που δημιουργείται ενώ κάποιος βλέπει χρυσό, δεν καταλογίζει την ευθύνη ούτε στο υλικό του χρυσού, ούτε στον λογισμό αυτόν καθ’ αυτόν, αλλά στην προαίρεση του ανθρώπου που δέχτηκε τον λογισμό αυτό.
«Έστω ότι από τον εχθρό σου στάλθηκε ο λογισμός της φιλαργυρίας. Αυτόν τον λογισμό λοιπόν διαίρεσέ τον στον νου που τον δέχτηκε, και στη σκέψη του χρυσού, και στον ίδιο τον χρυσό, και στο πάθος της φιλαργυρίας. Και τότε ρώτησε, ποιο από αυτά είναι αμαρτία. Ποιο από τα δύο· ο νους; Και πως αυτός είναι εικόνα του Θεού; Μήπως η σκέψη του χρυσού; Και αυτό ποιος λογικός θα το έλεγε; Μήπως ο ίδιος ο χρυσός είναι αμαρτία; Τότε γιατί έγινε; Μένει λοιπόν αυτό που δεν είναι πράγμα υπαρκτό στην ουσία, ούτε σκέψη κάποιου πράγματος, ούτε ασώματος, αλλά κάποια μισάνθρωπη ηδονή, η οποία γεννιέται από το αυτεξούσιο και αναγκάζει το νου να χρησιμοποιεί κακώς τα κτίσματα του Θεού, την οποία ηδονή ο νόμος του Θεού μας έχει διδάξει να την κόβουμε»
(Κεφάλαια περί πονηρών λογισμών, τόμος 11 Β, σελ. 365).
Ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων·
«Δεν θα ανεχθούμε τους κακούς ερμηνευτές του χωρίου· «από αυτό γνωρίζουμε τα παιδιά του Θεού και τα παιδιά του διαβόλου», που δέχονται πως υπάρχουν μερικοί άνθρωποι που από την φύση τους είναι σωσμένοι ή καταδικασμένοι. Διότι ούτε ερχόμαστε αναγκαστικά σ’ αυτήν την υιοθεσία, αλλά γιατί το θέλουμε, ούτε ο Ιούδας ήταν εκ φύσεως γέννημα του διαβόλου και της απώλειας. Αν ήταν έτσι, δεν θα έδιωχνε στην αρχή, με το Όνομα του Ιησού Χριστού, τους δαίμονες, αφού «ο Σατανάς δεν βγάζει Σατανά», ούτε πάλι ο Παύλος θα γινόταν από διώκτης Απόστολος. Αλλά η υιοθεσία εξαρτάται από τη θέλησή μας, όπως είπε και ο Ιωάννης, «Όσοι τον δέχτηκαν τους έδωσε το δικαίωμα να γίνουν παιδιά του Θεού, σε αυτούς, δηλαδή, που πιστεύουν στο Όνομά Του». Όχι, λοιπόν, πριν από την πίστη, αλλά με την πίστη, επειδή οι ίδιοι το θέλησαν, αξιώθηκαν να γίνουν παιδιά του Θεού» (Κατήχηση Ζ, Ά τόμος Γ. Μαυρομάτη, σελ. 201).
Ο προορισμός από μόνος του, δεν είχε ποτέ καμία θέση στην διδασκαλία της Εκκλησίας. Όχι μόνο δεν είναι χριστιανική πίστη, αλλά έχει ειδωλολατρικές καταβολές, όπως είδαμε. «Ους προεγνω και προωρισεν συμμορφους της εικόνος του υιού αυτού εις το είναι αυτόν πρωτότοκον εν πολλοίς αδελφοις ους δε προωρισεν τούτους και εκάλεσεν και ους εκάλεσεν τούτους και εδικαιωσεν ους δε εδικαίωσεν τούτους και εδόξασεν» (Ρωμαίους, η 29). Δηλαδή, ο Θεός πρώτα προγνωρίζει και μετά προορίζει, και πάλι με βάση την ελεύθερη βούληση του ανθρώπου. Απλά, επειδή είναι εκτός χρόνου ο Θεός, γνωρίζει τα πάντα, χωρίς όμως να παραβιάζει το αυτεξούσιο.
«Ο δε των όλων Θεός πόρρωθεν οίδεν άπαντα ως Θεός. Ου μη ανάγκην επάγει τω δείνι εις κατόρθωσιν αρετής, τω δείνι δε εις εργασίαν κακίας» (Θεοδώρητος).
«Προγινώσκει τους αξίους της κλήσεως, ειθ’ ούτω προορίζει…Προορισμόν εννόει το αμετάθετον του Θεού αγαθόν θέλημα» (Θεοφύλακτος).
Μελέτη: Στυλιανός Μπαφίτης
Επιμέλεια: Sophia Siglitiki Drekou
2 σχόλια :
Συγχαρητήρια Στέλιο κα Σοφία για την ανάρτηση "Ιερός Αυγουστίνος και ο «προορισμός» για την σωτηρία " . Νομίζω οτι και αυτή η ανάρτηση πρέπει να ανεβεί και στ Facbook Πατερικη , σαν ένα απο τα σημαντικά κείμενα περι ΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΗς ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΠΙΣΤΗΣ . Να είστε πάντα καλά
Σας ευχαριστούμε.... ο Θεός να μας δίνει δύναμη!
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.