Ο φόβος και οι καταστάσεις που συνδέονται ενδεχομένως μ' αυτόν, όπως η δειλία, η ανησυχία, το άγχος, η αγωνία, η φοβία, έχουν ουσιαστική σχέση, όπως είδαμε, με την προσκόλληση στα αισθητά αγαθά. Δεν είναι λοιπόν δυνατόν να θεραπευτεί ο άνθρωπος απ’ αυτόν παρά μόνο αν (από)χωριστεί από τον κόσμο τούτο (Πρβλ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Ομιλία-ανδριάντες), αν αποθέσει όλη του τη μέριμνα στο Θεό, με σταθερή την ελπίδα, ότι μέσω της Πρόνοιάς Του, θα φροντίσει για όλες του τις ανάγκες.
Αυτό διδάσκει και ο ίδιος ο Χριστός:
«Μη ουν μεριμνήσητε λέγοντες, τι φάγωμεν ή τι πίωμεν ή τι περιβαλώμεθα; πάντα γάρ ταύτα τα έθνη επιζητεί· οίδε γαρ ο Πατήρ ημών ο ουράνιος ότι χρήζετε τούτων απάντων. Ζητείτε δε πρώτον την Βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην Αυτού, και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν. Μή ουν μερμνήσητε εις την αύριον» (Ματθ. 6, 31-34). Στην ίδια προοπτική ο Αγιος Ισαάκ ο Σύρος συμβουλεύει: «Εάν πιστεύης, ότι ο Θεός πρόνοιάν σου ποιήται, τί μεριμνάς και φροντίζεις περί προσκαίρων, και των της σαρκός σου χρειών; [...]. Επίρριψον επί Κύριον την μέριμνάν σου, και Αυτός σε διαθρέψει. Και ου μη πτοηθής πτόησιν επερχομένην σοι», «έγγισον, φησίν, εις το ελπίσας εις εμέ, και αναπαύη εκ του έργου και του φόβου».
Η έλλειψη πίστης είναι, όπως είδαμε, η πρώτη πηγή του φόβου· αυτός υπάρχει λοιπόν σε καταστολή στην ψυχή του ανθρώπου κατά το μέτρο της πίστης του στο Θεό. Ο Ευάγριος παρατηρεί: «Πίστις ουκ εκκλίνουσα, [...] υποψίαν φόβου ου δέχεται» (Κεφάλαια γνωστικά). Όποιος έχει ακλόνητη πίστη στο Θεό και την Πρόνοιά Του είναι βέβαιο ότι θα λάβει απ' Αυτόν σε κάθε περίσταση βοήθεια και προστασία και δεν πρέπει πλέον να φοβάται ούτε τις συγκυρίες ούτε τους αντιπάλους ούτε ακόμη και τον ίδιο τον θάνατο. Ο Απόστολος Παύλος υπενθυμίζει ότι «Αυτός γαρ είρηκεν· ου μη σε ανώ ουδ' ου μη σε εγκαταλίπω» και ότι «θαρρούντας ημάς λέγειν· Κύριος εμοί βοηθός, και ου φοβηθήσομαι» (Εβρ. 13, 5-6). Ο Ψαλμωδός σημειώνει: «Κύριος φωτισμός μου και σωτήρ μου· τίνα φοβηθήσομαι; Κύριος υπερασπιστής της ζωής μου· από τίνος δειλιάσω; [...]. Εάν παρατάξηται επ' εμέ παρεμβολή, ου φοβηθήσεται η καρδία μου» (Ψαλμ. 26, 1.3). «Εάν πορευθώ εν μέσω σκιάς θανάτου, ου φοβηθήσομαι κακά, ότι συ μετ' εμού ει» (Ψαλμ. 22,4). Και οι Παροιμίαι αναφέρουν: «Και ου φοβηθήση πτόησιν επελθούσαν, ουδέ ορμάς ασεβών επερχομένας· ο γαρ Κύριος έσται επί πασών οδών σου και ερείσει σόν πόδα, ίνα μη σαλευθής».
Μόνη της η πίστη δεν απελευθερώνει τον άνθρωπο από το φόβο· ο Θεός είναι εκείνος που απαντώντας στην πίστη του, του προσφέρει τη βοήθειά Του και την αρωγή Του (Πρβλ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΓΑΖΗΣ,Επιστολή, ΙΣΑΑΚ ΣΥΡΟΣ, Λόγος). Ο Αγιος Ισαάκ Σύρος γράφει: «Εάν η καρδία γαλήνη μη έχη από του φόβου και τρόμου, τήνικαύτα νοείτω, και γινωσκέτω, ότι ούτος ο φόβος της καρδίας αυτού δηλοί, και εμφαίνει, ότι ενδεής εστι πάντως ετέρου τινός βοηθούντος. [...] Η γαρ του Θεού βοήθεια, φησίν, εστιν η σώζουσα».
Ο άνθρωπος οφείλει να ζητήσει τη βοήθεια τούτη μέσω της προσευχής, με την πίστη ότι ο Θεός μπορεί να του την παράσχει και με την ελπίδα ότι θα του την προσφέρει. Πρέπει να σημειωθεί ότι το πιο δραστικό και αποτελεσματικό φάρμακο είναι η «προσευχή του Ιησού» που στρέφεται εναντίον του φόβου και όλων των συγγενών παθών (δειλίας, τρόμου, άγχους, αγωνίας).
Αντίστοιχα, η θεραπευτική του φόβου προϋποθέτει την απάρνηση του ιδίου θελήματος εκ μέρους του ανθρώπου και την ταπεινόφρονα συμπεριφορά. Έτσι σ' ένα αδελφό που ρωτάει: «πώς δύναμαι σωθήναι εις τον καιρόν τούτον, ότι λογισμός δειλίας ανέβη εις την καρδίαν μου;» ο Αγιος Βαρσανούφιος απαντά: «Κατά πάντα καιρόν εάν δύνηται ο άνθρωπος κόπτειν το εαυτού θέλημα εν πάσι, και έχειν ταπεινήν καρδίαν [...], δύναται σωθήναι χάριτι Θεού· και όπου εάν η, ου κατακυριεύει αυτού η δειλία».
Ο άνθρωπος είναι δυνατόν να νικήσει το φόβο και με την αγάπη, η οποία τον εκδιώκει, σύμφωνα με το λόγο του Αγίου Αποστόλου Ιωάννου: «Φόβος ουκ έστιν εν τη αγάπη αλλά η τελεία αγάπη έξω βάλλει τον φόβον» (Α' Ιωάν. 4, 18). Μετά τη διαπίστωση ότι «κατά το μέτρον της ελλείψεως [της αγάπης], ενυπάρχει φόβος», ο Άγιος Ιωάννης Σιναΐτης διδάσκει σε συμφωνία με τον Άγιο Ιωάννη ότι «ο φόβου χωρίς, αγάπης πεπλήρωται» (Κλίμαξ). Αυτό έχει εφαρμογή στην αγάπη προς τον πλησίον: όποιος αγαπά τον αδελφό του δεν τον φοβάται πλέον. Αφορά όμως ουσιαστικότερα την προς τον Θεό αγάπη που αποκλείει όλες τις μορφές του εγκόσμιου φόβου και ιδιαίτερα το φόβο του θανάτου, που συχνά βρίσκεται στην κορυφαία θέση(Πρβλ. ΙΣΑΑΚ ΣΥΡΟΣ, Λόγος). Μέσω της αγάπης του Θεού, ο άνθρωπος δέχεται «δύναμιν τινά πεποιθήσεως», που νικά κάθε φόβο (Πρβλ. ΙΣΑΑΚ ΣΥΡΟΣ, Λόγος).Ενώνεται μ' Αυτόν στον Οποίο υποτάσσονται τα πάντα και τίποτε δεν μπορεί να τον βλάψει (Πρβλ. ΒΑΡΣΑΝΟΥΦΙΟΣ, Επιστολή). Από τώρα και στο εξής, με την αγάπη, ο άνθρωπος ζει, σε στενή σχέση με το Θεό, απομακρυσμένος απ' όλα τα γήϊνα, τα εξωτερικά ή τα εσωτερικά, - που μπορεί να υποδαυλίσουν το φόβο -, και απολαμβάνει τα πνευματικά αγαθά, τα οποία δεν είναι δυνατόν να του τα λεηλατήσει ή να του αφαρπάσει κάποιος. Ο Άγιος Βαρσανούφιος παρατηρεί: «Όσον ει μετά των ανθρώπων προσδόκησον θλίψεις και κινδύνους και προσβολήν των νοητών ανέμων, όταν δε φθάσης εις τα ητοιμασμένα σοι, τότε άφοβος έση».
Πρέπει να υπογραμμιστεί, ωστόσο, ότι αν ο άνθρωπος οφείλει να τείνει στη θεραπεία του πάθους του φόβου, δεν πρέπει πάντως ν' απορρίπτει κάθε φόβο από την ψυχή του, διότι «ουχ ο πας φόβος πάθος» (ΚΛΗΜΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΥΣ, Στρωματείς). Υπάρχει, όπως είδαμε, ο ενάρετος φόβος, τον οποίο ο Θεός έδωσε στον άνθρωπο, ως μέσο σωτηρίας, και τον οποίο οι Πατέρες ονομάζουν για το λόγο τούτο «σωτήριον φόβον»· χρησιμοποιούν ακόμη και άλλες παρόμοιες εκφράσεις. Ο συγκεκριμένος φόβος συνιστά αυτό που η ασκητική παράδοση ονομάζει «φόβον Θεού». Ο φόβος-πάθος πρέπει να εξαφανίζεται και να παραχωρεί τη θέση του στον ενάρετο φόβο. Και οι δύο μορφές του θεμελιώνονται πραγματικά στην ίδια φυσική τάση του ανθρώπου να φοβάται [Στοιχείο που επιτρέπει σε πολλούς Πατέρες να συμβουλεύουν: «Φοβηθώμεν τον Κύριον ως τα θηρία». Η διατύπωση αυτή χρησιμοποιείται ιδιαίτερα από δύο από τους μεγαλύτερους δασκάλους της άσκησης: τους Αγίους Μακάριο Αιγύπτιο (ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ ΠΑΤΕΡΩΝ, Συλλογαί διάφοροι, Αιθίοπες Πατέρες) και Ιωάννη Σιναΐτη (Κλίμαξ). Βλ. επίσης: ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ ΠΑΤΕΡΩΝ,Παράρτημα, ελληνική συλλογή]. Στην πρώτη περίπτωση όμως αναφέρεται σ' αυτό τον κόσμο, αντί ν' αναφέρεται στο Θεό, σύμφωνα με την επιθυμία της ίδια της φύσης του. Εναπόκειται στον άνθρωπο να τη μεταστρέψει και να την κατευθύνει και πάλι προς το Θεό. Οι δύο φόβοι αποκλείουν ο ένας τον άλλο, επειδή θεμελιώνονται στην ίδια ροπή: ο φόβος-πάθος αποβάλλει το φόβο του Θεού και ο τελευταίος, όταν ο άνθρωπος τον αποκτά, αποβάλλει τον πρώτο. Να γιατί ένα από τα κύρια φάρμακα του φόβου-πάθους είναι ο φόβος του Θεού που, όταν βαθμιαία αυξάνει στον άνθρωπο, περιορίζει το πάθος καταλαμβάνοντας τη θέση του. Έτσι ο Σειραχίδης διαπιστώνει: «Ο φοβούμενος Κύριον ουδέν ευλαβηθήσεται ου μη δειλιάση» (Σοφ. Σειρ. 34, 14).
Ο φόβος του Θεού είναι δυνατόν να θεωρηθεί θεμελιώδης αρετή από πολλές επόψεις. Στην Αγία Γραφή συναντάμε συχνές νύξεις για την αρετή αυτή (Για την Καινή Διαθήκη, βλ.: Λουκ. 18,2.4· 23,40. Πράξ. 9,31· 10,2.22· 13,16.26. Ρωμ. 3,18. Β' Κορ. 5,11-7,1. Εφεσ. 5,21. Φιλιπ. 2,12. Α' Πέτρ. 1,17-2,17. Αποκ. 14,7· 15,4· 19,5), οι Πατέρες πάλι παρουσιάζουν ως προϋπόθεση σωτηρίας το να τη διαθέτει ο άνθρωπος (Βλ. για παράδειγμα, ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ ΠΑΤΕΡΩΝ, Αλφαβητική συλλογή, Ευπρέπιος).
Αντίστοιχες προς τις δύο βαθμίδες της αρετής αυτής (Πρβλ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ, ΔΩΡΟΘΕΟΣ ΓΑΖΗΣ, Διδασκαλία) είναι και οι δύο μορφές του φόβου του Θεού (Πρβλ. ΜΑΞΙΜΟΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ, Αγάπης εκατοντάς, ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ, ΔΩΡΟΘΕΟΣ ΓΑΖΗΣ,Διδασκαλία):
α) Η πρώτη μορφή πηγάζει από το φόβο της θείας κρίσης, τόσο της παρούσας(Πρβλ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΙΝΑΪΤΗΣ, Κλίμαξ) όσο και της μέλλουσας [ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ ΠΑΤΕΡΩΝ,Αλφαβητική συλλογή, Ηλίας: «Εγώ τρία πράγματα φοβούμαι: όταν μέλλη η ψυχή μου εξελθείν από του σώματος, και όταν μέλλω τω Θεώ απαντήσαι, και όταν μέλλη η απόφασις εξελθείν κατ' εμού»] και των βασάνων που είναι δυνατόν να προκύψουν από αυτή(Πρβλ. ΜΑΞΙΜΟΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ, Αγάπης εκατοντάς, ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ, ΔΩΡΟΘΕΟΣ ΓΑΖΗΣ, Διδασκαλία, ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΥΣΣΗΣ,Ασμα ασμάτων, ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΙΝΑΪΤΗΣ, Κλίμαξ).
Η πρώτη αυτή μορφή είναι ο «εισαγωγικός φόβος», που χαρακτηρίζει τους αρχάριους (ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ, ΔΩΡΟΘΕΟΣ ΓΑΖΗΣ, Διδασκαλία, ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ, Όροι κατά πλάτος). Για το λόγο αυτό, έχει γραφεί: «Αρχή σοφίας φόβος Κυρίου» (Ψαλμ. 110, 10· πρβλ. Παροιμ. 1, 7 9,10).
Οι Πατέρες αναφέρουν ότι τρεις αιτίες είναι δυνατόν ν' αποστρέψουν τον άνθρωπο από το πονηρό και να τον ενώσουν με το Θεό: ο φόβος της τιμωρίας, η ελπίδα των μελλόντων αγαθών και η αγάπη προς το Θεό (Πρβλ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ, Όροι κατά πλάτος, ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ, ΔΩΡΟΘΕΟΣ ΓΑΖΗΣ, Διδασκαλία).
Βλέπουμε ότι όταν οι Πατέρες επιβεβαιώνουν ότι η πρώτη μορφή του φόβου χαρακτηρίζει τους αρχάριους, εννοούν όσους δεν έχουν φτάσει ακόμη στην τελειότητα και δεν είναι ακόμη υγιείς. Επομένως τούτο το φόβο, ακόμη και όσοι έχουν προχωρήσει πνευματικά είναι δυνατόν και οφείλουν να τον δοκιμάζουν (Ο Άγιος ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΙΝΑΪΤΉΣ το επιβεβαιώνει συχνά και με ζωντανή ορολογία. Βλ. Κλίμαξ). Χωρίς δισταγμό, ο Άγιος Δωρόθεος Γάζης λέγει προς τους μοναχούς του: «Ο εισαγωγικός φόβος της καταστάσεως ημών εστίν» (Διδασκαλία).
Ωστόσο, ο φόβος αυτός καλείται να καταργηθεί και να ξεπεραστεί στο πλήρωμα της αγάπης, όπως διδάσκει ο Απόστολος Άγιος Ιωάννης: «Φόβος ουκ έστιν εν τη αγάπη, αλλ' η τελεία αγάπη έξω βάλλει τον φόβον, ότι ο φόβος κόλασιν έχει, ο δε φοβούμενος ου τετελείωται εν τη αγάπη» (Α' Ιωάν. 14, 18).
Πρέπει να σημειωθεί ότι μόνο με την τέλεια αγάπη, όπως υπογραμμίζουν σκόπιμα ο Απόστολος Άγιος Ιωάννης και οι Πατέρες,οδηγεί το φόβο αυτό στην υποχώρηση [Σ.τ.μ.: Και τελικά στην εξαφάνιση]. Όσο ο άνθρωπος δεν καθαρίζεται εντελώς από τα πάθη του, δεν αποκτά την απάθεια και δεν φθάνει στο πλήρωμα της αγάπης, ο φόβος διατηρεί το λόγο της ύπαρξής του και αποδεικνύεται χρήσιμος. Ο Άγιος Διάδοχος Φωτικής γράφει με σαφήνεια: «Ο μεν φόβος των έτι καθαριζομένων εστί δικαίων μετά μεσότητος αγάπης· η δε τελεία αγάπη των ήδη καθαρισθέντων, εν οις ουκ έστι φόβος· "η γαρ τελεία αγάπη", φησίν [η Γραφή], "έξω βάλλει τον φόβον" (Α' Ιωάν. 4, 18). [...]. Δια τούτο πη μεν λέγει η Γραφή, "φοβήθητε τον Κύριον πάντες οι άγιοι αυτού" (Ψαλμ. 33, 10)· πη δε, "αγαπήσατε τον Κύριον πάντες οι όσιοι αυτού" (Ψαλμ. 30, 24)· ίνα μάθωμεν σαφώς, ότι των μεν έτι καθαριζομένων δικαίων εστίν ο φόβος του Θεού, μετά μεσότητος, ως είρηται, αγάπης· των δε καθαρισθέντων η τελεία αγάπη. Εν οις ουκ έστιν έτι έννοια φόβου τινός, αλλ' έκκαυσις άπαυστος και κόλλησις της ψυχής προς τον Θεόν, δια της ενεργείας του Αγίου Πνεύματος» (Λόγος ασκητικός).
Όσο η αγάπη δεν έχει φτάσει στην τελείωσή της, ο φόβος έχει λόγο ύπαρξης: συμβάλλει κατά μεγάλο μέρος στην κάθαρση του ανθρώπου και στην εν συνεχεία απόκτηση της απάθειας, η οποία προϋποθέτει την τελείωση τούτη. Τούτο συμβαίνει σε τέτοιο σημείο, ώστε να μπορούμε να πούμε ότι χωρίς προηγουμένως να έχει αποκτήσει το συγκεκριμένο φόβο (η απόκτησή του εξάλλου αφεαυτής συνεπάγεται την κάθαρση σε κάποιο βαθμό), ο άνθρωπος δεν είναι σε θέση να φτάσει στην τέλεια αγάπη.
Ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς υπογραμμίζει πάλι τον καθοριστικής σημασίας παιδευτικό και καθαρτικό ρόλο του φόβου και εντοπίζει σ' αυτόν την αρχή και την προϋπόθεση της προσέγγισης στην αγάπη και επομένως στην ίδια τη θεωρία του Θεού: «Της καθαιρούσης την ψυχήν παιδείας [...], αρχή μεν [εστιν] ο φόβος του Θεού (πρβλ. Παροιμ. 1, 7), παρ' ού δέησις [...] συνεχής προς τον Θεόν γεννάται εν τη κατανύξει και η των ευαγγελικών θεσπισμάτων φυλακή. Δια τούτων δε καταλλαγής γεγονυίας προς Θεόν, ο φόβος εις αγάπην μεταβάλλει και το της ευχής οδυνηρόν εις τερπνόν μετενεχθέν του φωτισμού το άνθος ανατέλλει» (Τριάδες).
β) Η δεύτερη μορφή του φόβου είναι σύμφυτη με την τέλεια αγάπη (Πρβλ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ, ΜΑΞΙΜΟΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ, Αγάπης εκατοντάς). Απορρέει από την αγάπη του Θεού, ενώ το πρώτο είδος του φόβου εκτοπίζεται από αυτή. Είναι ο φόβος της αποκοπής ή της απομάκρυνσης από το Θεό, ο φόβος της στέρησης της «δια την αγάπην παρρησίας».
Η δεύτερη αυτή μορφή του φόβου εμφανίζεται έτσι ως ο «τέλειος φόβος» [Βλ. ΔΩΡΟΘΕΟΣ ΓΑΖΗΣ (Διδασκαλία) του οποίου η σχετική διδασκαλία αντιστοιχεί σε κάποιο βαθμό με την αντίστοιχη του Αγίου Ιωάννου Κασσιανού], «των αγίων [...] των τελειωθέντων, των φθασάντων, εις το μέτρον της αγίας αγάπης». Οι άγιοι, παρατηρεί ο Αγιος Δωρόθεος Γάζης, «ουκ έτι δια φόβον κολάσεως [...] ποιούσι το θέλημα του Θεού, αλλά αγαπώντες, [...] φοβούμενοι ποιήσαι τι παρά το θέλημα του αγαπητού [...]. [Οι άγιοι] ουκ έτι γαρ από φόβου ποιούσιν, αλλ' έκ του αγαπάν φοβούνται».
Μόνο ο Άγιος Δωρόθεος Γάζης επιμένει στο σημείο αυτό· κανείς δεν είναι σε θέση να πετύχει τον τέλειο φόβο χωρίς να έχει προηγουμένως γνωρίσει την πρώτη μορφή του: «Αδύνατον έστιν ελθείν τον τέλειον φόβον, ει μη δια του εισαγωγικού», «λέγει γαρ: "Αρχή σοφίας φόβος Κυρίου" (Ψαλμ. 110, 10), και πάλιν λέγει: "Αρχή και τέλος εστίν ο φόβος του Θεού" (πρβλ. Παροιμ. 1, 7· 9, 10· 22, 4)».
Η αναζήτηση της απόκτησης του εισαγωγικού φόβου αρμόζει επίσης και για εκείνον που δεν έχει φτάσει ακόμη στην υγεία μέσα από την απάθεια ούτε στην τελειότητα μέσα από την αγάπη. Γιατί αντίθετα με το φόβο - πάθος, ο φόβος του Θεού δεν έρχεται αυτόματα, δεν είναι αυτοφυής [Σ.τ.μ.: Αυθόρμητος, αυτόματος, εγγενής] στον άνθρωπο, αλλά αποτελεί μια αρετή για την οποία οφείλει ν' αγωνιστεί σκληρά προκειμένου να την αποκτήσει με τη βοήθεια του Θεού. Γι' αυτό σε άλλο σημείο γίνεται το αντικείμενο εντολής: «Τον Θεόν φοβού [...] ότι τούτο πας ο άνθρωπος» (Εκκλ. 12, 13)· «Μετά φόβου και τρόμου την εαυτών σωτηρίαν κατεργάζεσθε» (Φιλιπ. 2, 12)· «Εν φόβω τον της παροικίας υμών χρόνον αναστράφητε» (Α' Πέτρ. 1, 17). Ο άνθρωπος δεν θα μπορούσε να προχωρήσει στην οδό της «πράξεως», χωρίς να «τροφοδοτείται» μόνιμα από τη συγκεκριμένη εσωτερική διάθεση, όπως παρουσιάζει με εικόνες ο Άγιος Βαρσανούφιος: «Όταν θέλη τις αποδημήσαι, φορεί τα υποδήματα. [...] Από της σαρκικής προετοιμασίας οφείλει νοήσαι την πνευματικήν και λαβείν τα πνευματικά υποδήματα, τουτέστι την ετοιμασίαν του φόβου του Θεού, και μνησθήναι ότι πάντα κατά φόβον του Θεού, οφείλει διαπράξασθαι» (Επιστολή).
Ποιές είναι οι προϋποθέσεις της απόκτησης του φόβου του Θεού;
«Ο φόβος του Θεού [...] λέγεται είναι γέννημα της πίστεως» (ΙΣΑΑΚ ΣΥΡΟΣ,Λόγος, ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ, Κεφάλαια διάφορα). Από την άλλη πλευρά συνδέεται άμεσα με την εφαρμογή των εντολών(Πρβλ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Ομιλία-Ψαλμός 111, 1. Ομιλία-Ψαλμός 127, 1), όπως δείχνει ο Ψαλμωδός: «Μακάριος ανήρ ο φοβούμενος τον Κύριον, εν ταις εντολαίς αυτού θελήσει σφόδρα» (Ψαλμ. 111, 1)· «Μακάριοι πάντες οι φοβούμενοι τον Κύριον, οι πορευόμενοι εν ταις οδοίς αυτού» (Ψαλμ. 127, 1), και ο Εκκλησιαστής: «Τον Θεόν φοβού και τας εντολάς αυτού φύλασσε» (Εκκλ. 12, 13). Σε τέτοιο σημείο μάλιστα ώστε οι Πατέρες συχνά να κατανοούν ως φόβο του Θεού την εφαρμογή των εντολών (Βλ. για παράδειγμα ΜΑΞΙΜΟΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ, Προς Θαλάσσιον). Επειδή ο άνθρωπος εκδηλώνει ότι κατέχει πραγματικά τούτη την αρετή μόνο με την συμμόρφωση και την υπακοή του στο θέλημα του Θεού, όπως αυτό εκφράζεται στις εντολές. Οι ίδιοι οι δαίμονες, επίσης, φοβούνται το Θεό, αλλά ο φόβος τους δεν είναι ενάρετος, διότι τούτο θα σήμαινε την αναγνώριση της παντοδυναμίας Του· ο δαιμονικός φόβος δεν συνοδεύεται από την πραγμάτωση του θελήματός Του.
Μία άλλη προϋπόθεση (Πρβλ. ΙΣΑΑΚ ΣΥΡΟΣ,Λόγος, ΔΙΑΔΟΧΟΣ ΦΩΤΙΚΗΣ, Λόγος ασκητικός) αποτελεί ο αποχωρισμός από τις περισπάσεις του κόσμου τούτου, η πνευματική αμεριμνία έναντι των γήινων πραγμάτων. Επίσης την απόκτηση του κατά Θεόν φόβου ευνοούν εξίσου η μνήμη του θανάτου (Πρβλ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΙΝΑΪΤΗΣ,Κλίμαξ, ΔΩΡΟΘΕΟΣ ΓΑΖΗΣ, Διδασκαλία) και του τελικού στόχου (Πρβλ. ΙΣΑΑΚ ΣΥΡΟΣ,Λόγος, ΔΩΡΟΘΕΟΣ ΓΑΖΗΣ, Διδασκαλία) καθώς και η ησυχία (Πρβλ. ΙΣΑΑΚ ΣΥΡΟΣ,Λόγος), που συνδέονται στενά με τις προηγούμενες στάσεις. Παρόμοια λειτουργούν και η τακτική επισκόπηση της συνείδησης(Πρβλ. ΔΩΡΟΘΕΟΣ ΓΑΖΗΣ, Διδασκαλία)75, ηεπίγνωση της αμαρτωλότητάς του (Πρβλ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΙΝΑΪΤΗΣ, Κλίμαξ), το πένθος(Πρβλ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΓΑΖΗΣ, Επιστολή) και τα δάκρυα (Πρβλ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΙΝΑΪΤΗΣ,Κλίμαξ). Σε όσους επιζητούν την απόκτηση της συγκεκριμένης αρετής, οι Πατέρες συνιστούν τη συχνή συναναστροφή με έναν πνευματικό άνθρωπο που ήδη τη διαθέτει (Πρβλ. ΔΩΡΟΘΕΟΣ ΓΑΖΗΣ,Διδασκαλία, ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ ΠΑΤΕΡΩΝ,Αλφαβητική συλλογή, Ποιμήν).
Δεν πρέπει, ωστόσο, να λησμονούμε ότι ο φόβος του Θεού ως αρετή αποτελεί εκδήλωση της χάρης και ότι αν οι προσπάθειες του ανθρώπου είναι απαραίτητες για την απόκτησή του, είναι και παραμένει πάντοτε ένα δώρο του Θεού· οφείλει λοιπόν να του το ζητήσει με την προσευχή(Πρβλ. ΔΙΑΔΟΧΟΣ ΦΩΤΙΚΗΣ, Λόγος ασκητικός, ΙΣΑΑΚ ΣΥΡΟΣ, Λόγος, ΒΑΡΣΑΝΟΥΦΙΟΣ, Επιστολή). Μέσω αυτής κυρίως, ο άνθρωπος είναι σε θέση να εξαγνιστεί. Το γεγονός αυτό του επιτρέπει να συνέχεται από το φόβο του Θεού· γιατί είναι ανίκανος να τον δοκιμάσει, ακόμη και στις εισαγωγικές βαθμίδες του, όσο παραμένει εντελώς υποδουλωμένος στα πάθη. Γι' αυτό ο «εισαγωγικός φόβος» αφεαυτού συνεπάγεται ήδη κάποια πνευματική ανάπτυξη και παρουσιάζεται έτσι ως αρετή που τη διαθέτουν πολύ περισσότερο οι προχωρημένοι παρά οι αρχάριοι, για να κυριολεκτούμε.
Ιδιαίτερα πολλά και σημαντικά είναι τα αποτελέσματα του φόβου του Θεού (Στη συνέχεια, θα συναντήσουμε κυρίως τα αποτελέσματα της πρώτης μορφής φόβου, καθώς η δεύτερη υπερβαίνει το πλαίσιο της πράξεως), στο βαθμό που συνιστά μια από τις βάσεις και τις προϋποθέσεις της πνευματικής ζωής. Σε τέτοιο σημείο μάλιστα που ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος διαβεβαιώνει: «Έχεις του Θεού τον φόβον, πάντων χρημάτων ευπορώτερον θησαυρόν» (Λόγος-καλένδες).
Πρωτίστως αποστρέφει (Πρβλ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ) τον άνθρωπο από το κακό, όπως διδάσκει και ο Σολομώντας (Παροιμ. 15, 27· πρβλ 8, 13). Τον εξαγνίζει από κάθε αμαρτία και πάθος (Πρβλ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Ομιλία-ανδριάντες, ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΙΝΑΪΤΗΣ, Κλίμαξ), και δικαιολογημένα παρουσιάζεται ως καθολικό «φάρμακον»[Η λέξη χρησιμοποιείται από τον Αγιο ΙΩΑΝΝΗ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ, Ομιλία-ανδριάντες. Από την πλευρά του ο Αγιος ΔΙΑΔΟΧΟΣ ΦΩΤΙΚΗΣ χαρακτηρίζει το φόβο του Θεού ως «φάρμακον ζωής» (Λόγος ασκητικός)]. [Σ.τ.μ.: Αποδίδουμε έτσι το remede global, που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας. Θα μπορούσε επιτυχέστερα ίσως να χρησιμοποιηθεί ο όρος πανάκεια· επειδή όμως ο συγγραφέας παραπέμπει στον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο (Ανδριάντες, 15, 2), που γράφει «λαβών το φάρμακον ούτως επάνεισιν», διατηρήσαμε τη λέξη φάρμακο θέτοντας το επίθετο καθολικό. Λιγότερο ορθό: παμφάρμακο].
Η θεραπευτική δράση του φόβου του Θεού αποκαλύπτεται ιδιαίτερα αποτελεσματικήέναντι των παθών που ναρκώνουν την ψυχή και παραλύουν την πνευματική ζωή: της ακηδίας («ουδέν γαρ ούτως ακηδίαν εκδιώκειν δύναται», διδάσκει ο Αγιος Ιωάννης Σιναΐτης, Κλίμαξ), «της τε λήθης και αμελείας», της ολιγοψυχίας και της χαυνότητας, της σκληροκαρδίας (ΒΑΡΣΑΝΟΥΦΙΟΣ,Επιστολή) με την ασκητική σημασία της πνευματικής αναισθησίας.
Εξαγνίζει και καθαίρει επίσης την ψυχή από τις σαρκικές επιθυμίες (Πρβλ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Ομιλία-ανδριάντες, ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΙΝΑΪΤΗΣ, Κλίμαξ) και από όλους τουςπονηρούς λογισμούς (Πρβλ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Ομιλία-ανδριάντες, ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΙΝΑΪΤΗΣ, Κλίμαξ) και φαντασιώσεις (Πρβλ. ΒΑΡΣΑΝΟΥΦΙΟΣ, Επιστολή). Εξαλείφοντας πάντως όλα αυτά από την ψυχή, προστατεύει τον άνθρωπο από την επάνοδό τους. Γράφει ο Μέγας Βασίλειος: «[Ο] φόβος εξωθεί πάσαν εμπαθή διάνοιαν [...]. Όπου φόβος Θεού, πάντα εξελήλαται τα του πάθους σπιλώματα [Σ.τ.μ.: Κυριολεκτικά η ελιά στο δέρμα. Μεταφορικά τα ηθικά στίγματα που δημιουργούν τα πάθη στη διάνοια και κατ’ επέκταση στον άνθρωπο] εκ της διανοίας ημών» (ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ, Ανθρώπου γένεσις, Πρβλ. ΔΩΡΟΘΕΟΣ ΓΑΖΗΣ,Διδασκαλία). Την προληπτική/προφυλακτική λειτουργία του φόβουυπογραμμίζει με τον ίδιο τρόπο ο Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος: «Ένθα φόβος εστίν, [...] επιθυμία κατέσταλται πονηρά, άπαν αλόγιστον εξώρισται πάθος· και καθάπερ εν οικία στρατιώτου διηνεκώς ωπλισμένου ου ληστής, ου τοιχωρύχος [Σ.τ.μ.: Ο κλέφτης που εισέρχεται στο σπίτι για να κλέψει, μέσα από άνοιγμα που δημιουργεί σε κάποιο τοίχο], ουκ άλλος τις των τα τοιαύτα κακουργούντων τολμήσει φανήναι πλησίον, ούτω και φόβου τας ημετέρας κατέχοντος ψυχάς, ουδέν των ανελευθέρων παθών επεισέρχεται ραδίως ημίν· αλλά πάντα δραπευτεύει και φυγαδεύεται τη τυραννίδι του φόβου πάντοθεν εξελαυνόμενα» (Ομιλία-ανδριάντες). Ο φόβος απομακρύνει από την ψυχή και κάθε άλλη γήινη μέριμνα και ασχολία (ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΙΝΑΪΤΗΣ, Κλίμαξ).
Ο φόβος [του Θεού] συνεισφέρει λοιπόν στο σημαντικό έργο της φυλακής της καρδίας, που αποτελεί προϋπόθεση της καθαράς προσευχής, της τέλειας αγάπης και της αληθινής θεωρίας του Θεού. Ο Ωριγένης φθάνει μέχρι του σημείου να γράφει: «Ουδέν ούτω φυλάσσει την καρδίαν ημών ως ο φόβος του Θεού» (Ψαλμοί-εξηγητικά). Ο Αγιος Βαρσανούφιος υπενθυμίζει ότι «των τελείων εστί των δυναμένων κυβερνάν τον νουν και εις τον φόβον του Θεού έχειν, του μη πλαγιάσαι και βυθισθήναι εις μετεωρισμόν βαθύτατον ή φαντασίαν» (ΒΑΡΣΑΝΟΥΦΙΟΣ,Επιστολή, Πρβλ. ΙΣΑΑΚ ΣΥΡΟΣ, Λόγος).
Ο φόβος του Θεού «ου γαρ δη τα πονηρά ημών απελαύνει πάθη μόνον, αλλά και πάσαν εισάγει μετά πολλής ευκολίας την αρετήν» (ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Ομιλία-ανδριάντες). Ο Αββάς Ιάκωβος διδάσκει: «Ώσπερ λύχνος εν φωτεινώ κοιτώνι φωτίζει, ούτως και ο φόβος του Θεού, όταν έλθη εις καρδίαν ανθρώπου, φωτίζει αυτόν, και διδάσκει πάσας τας αρετάς» (ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ ΠΑΤΕΡΩΝ, Αλφαβητική συλλογή, Ιάκωβος). Και ο Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος διαβεβαιώνει: «Ουδέν γαρ ούτω [...], αρετήν αύξεσθαι ποιεί και θάλλει, ως διηνεκής φόβου φύσις» (Ομιλία-ανδριάντες).
Ο φόβος του Θεού εμφανίζεται ως η προϋπόθεση και η αρχή της ενάρετης ζωής στο σύνολό της (Πρβλ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Ομιλία-ανδριάντες, ΙΣΑΑΚ ΣΥΡΟΣ, Λόγος). Προηγείται του έργου των αρετών και οι αρετές γεννώνται από αυτόν επομένως η απόκτηση των αρετών δεν είναι δυνατή χωρίς το φόβο, επιβεβαιώνει με σαφήνεια ο Αγιος Ισαάκ ο Σύρος. Ο Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος διδάσκει και πάλι: «Τον μη συζώντα φόβω αδύνατον κατορθούσθαι [αρετήν], ώσπερ ουν τον εν φόβω, ζώντα αδύνατον διαμαρτείν» (Ομιλία-ανδριάντες).
Στο μέτρο που αποστρέφει τον άνθρωπο από το κακό και τον εξαγνίζει, αντίστοιχατου επιτρέπει να προοδεύει στο αγαθό, όπως δείχνει ρητά ο Απόστολος Παύλος που συμβουλεύει: «Καθαρίσωμεν εαυτούς από παντός μολυσμού σαρκός και πνεύματος, επιτελούντος αγιωσύνην εν φόβω Θεού» (Β' Κορ. 7,1). Ακόμη θετικότερο είναι το γεγονός, ότι ο φόβος ευνοεί την εφαρμογή των εντολών (Πρβλ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ,Όροι κατά πλάτος, Προοίμιον. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, Τριάδες, ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ ΠΑΤΕΡΩΝ, Αλφαβητική συλλογή, Ιάκωβος). «Μακάριος ανήρ ο φοβούμενος τον Κύριον», λέγει ο Ψαλμωδός (Ψαλμ. 111, 1). «Δια τί; Ότι εν ταις εντολαίς αυτού θελήσει σφόδρα» απαντά ο Μέγας Βασίλειος επαναλαμβάνοντας τη συνέχεια του Ψαλμού. Διότι «ου τοίνυν εστί των φοβουμένων το παριέναι [Σ.τ.μ.: να παραβεί] τι των εντεταλμένων, ή αμελώς ποιείν» (Όροι κατά πλάτος, Προοίμιον).
Ο φόβος του Θεού «την πίστιν βεβαιοί»(ΕΥΑΓΡΙΟΣ, Λόγος πρακτικός, Πρόλογος)· [Σ.τ.μ.: Ενισχύει, ενδυναμώνει, στερεώνει γερά] απορρέει από αυτή την πίστη, η οποία αποτελεί το καθεαυτό θεμέλιο της πνευματικής ζωής. Συνάπτεται μάλιστα μ' αυτή και δίνει στον άνθρωπο ισχύ ώστε «πάντα δραν και αυτά τα δοκούντα τοις πολλοίς δυσχερή και αδύνατα», τον κάνει σταθερό και αποφασιστικό στην πορεία του (ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ, Κεφάλαια διάφορα),ενισχύει την καρδιά του (ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ)· και όλα αυτά ισχύουν σε μεγαλύτερο βαθμό, όσο ο φόβος του παρέχει αταλάντευτη εμπιστοσύνη στο Θεό (Πρβλ. ΜΑΞΙΜΟΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ, Αγάπης εκατοντάς).
Η μετάνοια, η κατάνυξη και τα δάκρυα ευνοούν το φόβο, ο οποίος ανατροφοδοτεί τις συγκεκριμένες στάσεις μετανοίας. Λειτουργεί ως ένας παράγοντας που τις αναπτύσσει και τις ενισχύει (Πρβλ. ΙΣΑΑΚ ΣΥΡΟΣ, Λόγος, ΒΑΡΣΑΝΟΥΦΙΟΣ, Επιστολή, ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Ομιλία-ανδριάντες,Φιλιππήσιοι-ομιλία).
Ο φόβος ενθαρρύνει και βοήθα την προσευχή· την κάνει ένθερμη (Πρβλ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Ομιλία-ανδριάντες). Αυξάνει την καρποφορία της προσευχής-αίτησης: «Χαρά εστί μεγάλη το αιτείν τινα πράγμα κοντά φόβον Θεού, ο τοιούτος θαρρήσει, ότι γενήσεται αυτού η αίτησις», γράφει ο Αγιος Βαρσανούφιος (Επιστολή). Και η προσευχή - δοξολογία πηγάζει από το φόβο· αναφέρεται στην Αγία Γραφή: «Αινείτε τον Θεόν ημών πάντες [...] οι φοβούμενοι αυτόν» (Αποκ. 19, 5)· «φοβήθητε τον Κύριον και δότε αυτώ δόξαν» (Αποκ. 14, 7). Παρατηρεί ο Αγιος Γρηγόριος Παλαμάς: «Παρά [του φόβου του Θεού] δέησις εν κατανύξει συνεχής προς τον Θεόν γεννάται και η των ευαγγελικών θεσπισμάτων φυλακή» (Τριάδες). Γεννώντας στην ψυχή τη νήψη, ο φόβος συντελεί στο να καταστήσει καθαρή κάθε μορφή προσευχής (ΜΑΞΙΜΟΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ, Λόγος ασκητικός).
Ο φόβος του Θεού εμφανίζεται ειδικά ως μια θεμελιώδης πηγή της ταπεινοφροσύνης (Πρβλ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ). Είναι χαρακτηριστικό ότι σ' ένα αδελφό που τον ερωτά: «Ποίω τρόπω έρχεται άνθρωπος εις ταπεινοφροσύνην»; ο Αββάς Κρόνιος απαντά: «Διά του φόβου του Θεού» (ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ ΠΑΤΕΡΩΝ, Αλφαβητική συλλογή). Όπως όμως εξηγήσαμε προηγουμένως, ο φόβος οδηγεί ιδιαίτερα τον άνθρωπο στην αγάπη, την κορωνίδα όλων των αρετών (Πρβλ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΙΝΑΪΤΗΣ, Κλίμαξ, ΙΣΑΑΚ ΣΥΡΟΣ,Λόγος).
Από τον εξαγνισμό από τα πάθη, από την απάθεια, και σε συνάρτηση με την εφαρμογή των εντολών και τον «κατ' αρετήν» βίο, -με κορυφαία την αρετή της αγάπης-, απορρέει η πνευματική γνώση. Επιπρόσθετα, ο φόβος του Θεού εμφανίζεται έμμεσα ως καθοριστικής σημασίας προϋπόθεση και αρχή της τελευταίας, και ειδικότερα του πρώτου σταδίου της, της σοφίας. Να για ποιο λόγο επαναλαμβάνεται συχνά στην Αγία Γραφή ότι «αρχή σοφίας φόβος Κυρίου» (Ψαλμ. 110, 10. Παροιμ. 1, 7· 9, 10) και γιατί ο Ψαλμωδός συμπληρώνει: «Σύνεσις δε αγαθή πάσι τοις ποιούσιν αυτήν» (Ψαλμ. 110, 10). Στη συγκεκριμένη προοπτική κινείται ο Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος που διαβεβαιώνει κατηγορηματικά: «Ο ενάρετος και φόβον έχων Θεού, πάντων εστί συνετώτερος» και ακόμη: «Το φοβείσθαι τον Θεόν, σοφία εστίν» (Ιωάννης-ομιλία). Ο Αγιος Γρηγόριος Παλαμάς εντοπίζει στο φόβο του Θεού την αρχή όχι μόνο της θείας σοφίας αλλά και της πνευματικής θεωρίας επιπλέον (Τριάδες).
Είναι σαφές ότι η πνευματική γνώση δεν αποτελεί τον καρπό αυτού του ίδιου του φόβου του Θεού· εμφανίζεται όμως ως μία δωρεάν προσφορά του Θεού που έρχεται ως απάντηση στην προσευχή και σ' όλες τις ασκητικές προσπάθειες του ανθρώπου. Και στο έργο τούτο, όπως είδαμε,ο φόβος διαδραματίζει πρωταρχικό ρόλο. Γι' αυτό και ο Αγιος Ισαάκ ο Σύρος φροντίζει επιμελώς να προσδιορίσει: «Ουχ ο φόβος του Θεού τίκτει ταύτην την γνώσιν την πνευματικήν, [...] αλλά δόσις δίδοται αύτη η γνώσις τη εργασία του φόβου του Θεού».
(Απόσπασμα από το βιβλίο «Η ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΤΩΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΩΝ ΝΟΣΗΜΑΤΩΝ: Εισαγωγή στην ασκητική παράδοση της Ορθοδόξου Εκκλησίας», JEAN CLAUDE LARCHET (*), ΤΟΜΟΣ Β’, Εκδόσεις «Αποστολική Διακονία», Μετάφραση: ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΟΥΛΑΣ)
(*) Ο Jean Claude Larchet γεννήθηκε το 1949 στη βορειοανατολική Γαλλία. Διδάκτωρ Φιλοσοφίας και διδάκτωρ Θεολογίας του Πανεπιστημίου του Στρασβούργου, είναι συγγραφέας δεκαπέντε βιβλίων και πολυάριθμων άρθρων που αφορούν τη θεολογία και την πνευματικότητα των Πατέρων της Εκκλησίας, τα οποία μεταφράστηκαν σε δώδεκα γλώσσες. Θεωρείται ως ένας από τους κορυφαίους Ορθόδοξους πατρολόγους και ένας σημαντικός εκφραστής της Ορθοδοξίας στην Ευρώπη. Ζει και εργάζεται ως καθηγητής στη Γαλλία. Διευθύνει, σε δύο γαλλικούς εκδοτικούς οίκους, μία συλλογή βιβλίων αφιερωμένων σε σύγχρονους πνευματικούς της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ανάμεσα στους οποίους συγκαταλέγονται ο γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, ο γέροντας Παΐσιος ο γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης, ο γέροντας Χαράλαμπος, ο γέροντας Πορφύριος.
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.