Δευτέρα 21 Μαΐου 2012

Επιστολή Βαρνάβα




(Αρ­χαί­ο Κεί­με­νο)



    Χαί­ρε­τε, μέ­σα σε ει­ρή­νη, υι­οί και θυ­γα­τέ­ρες, εν ο­νο­μα­τι του Κυ­ρί­ου που μας  α­γά­πη­σε. Με­γά­λες και  πλού­σι­ες εί­ναι οι δω­ρε­ές του Θε­ού σε σας και ξε­χει­λί­ζω α­πό ευ­φρο­σύ­νη α­πε­ρί­γρα­πτη για  τη μα­κα­ρί­α και έν­δο­ξη σας κα­τά­στα­σι. Δι­ό­τι εί­σθε δο­χεί­α της πνευ­μα­τι­κής χά­ρι­τος. Και νοι­ώ­θω με­γά­λη χα­ρά για τον ε­αυ­τό μου ελ­πί­ζον­τας να σω­θώ, δι­ό­τι βλέ­πω α­λη­θι­νά α­πό την α­στεί­ρευ­τη πη­γή, τον Κύ­ριο, να εί­στε πο­τι­σμέ­νοι με   το Πνεύ­μα. Το να σας σκέ­πτο­μαι και να σας πο­θώ εί­ναι η με­γά­λη μου συγ­κί­νη­σις. Θέ­λω, λοι­πόν, να σας  μι­λή­σω α­πό τα πολ­λά που γνω­ρί­ζω, έ­χον­τας συ­νο­δευ­θή στο δρό­μο της δι­και­ο­σύ­νης α­πό τον Κύ­ριο, σπρωγ­μέ­νος α­πό την α­κα­τα­νί­κη­τη α­γά­πη μου σε σας, που σας έ­χω πά­νω α­πό τη ζω­ή μου, δι­ό­τι με­γά­λη πί­στις και α­γά­πη κα­τοι­κούν α­νά­με­σα σας  ε­π’ ελ­πί­δι ζω­ής του Θε­ού. Σκέ­φθη­κα, λοι­πόν, ό­τι αν γνοια­στώ να σας
με­τα­δώ­σω έ­να μέ­ρος ά­π' ό­σα έ­λα­βα,  θα εί­ναι αυ­τό αι­τί­α να πά­ρω μι­σθο, δι­ό­τι θα έ­χω υ­πη­ρε­τή­σει τέ­τοι­ες ψυ­χές, Κι  έ­τσι βι­ά­σθη­κα να σας  γρά­ψω αυ­τή τη  σύν­το­μη ε­πι­στο­λή, για να  έ­χε­τε μα­ζί με την πί­στι και τη  γνώ­σι τε­λεί­α. Τρί­α, λοι­πόν, εί­ναι τα  δόγ­μα­τα του Κυ­ρί­ου.  Ζω­ής ελ­πίς αρ­χή και τέ­λος της πί­στε­ως μας και η δι­και­ο­σύ­νη της κρί­σε­ως αρ­χή και τέ­λoς και η α­γά­πη α­πό­δει­ξις των  έρ­γων της  δι­και­ο­σύ­νης μέ­σα σε ευ­φρο­σύ­νη και α­γαλ­λί­α­σι.   '­Ο Δε­σπό­της μας γνώ­ρι­σε διά των προ­φη­τών τα πε­ρα­σμέ­να και τα τω­ρι­νά και των  μελ­λόν­των μας έ­δω­σε την πρό­γευ­σι.  Και βλέ­πον­τας κα­θέ­να ά­π’ αυ­τά να πραγ­μα­το­ποι­ή­ται, σύμ­φω­να με τον λό­γο του, πρέ­πει πλου­σι­ώ­τε­ρα και με­γα­λο­πρε­πέ­στε­ρα να τον υ­πη­ρε­τού­με με φό­βο. "Ο­σο για μέ­να ό­χι ως δι­δά­σκα­λος, αλ­λά σαν έ­νας α­πό σας θα σας  δεί­ξω το νό­η­μα με­ρι­κών α­πό αυ­τά, για να ευ­φραν­θή­τε σή­με­ρα. Οι μέ­ρες εί­ναι πο­νη­ρές και ο σα­τα­νάς έ­χει ε­ξου­σί­α α­κό­μη. Πρέ­πει, λοι­πόν με  προ­σο­χή να α­νι­χνεύ­ου­με τα  θε­λή­μα­τα του Κυ­ρί­ου. Της πί­στε­ως μας  βο­η­θοί εί­ναι ο φό­βος και  η υ­πο­μο­νή και σύμ­μα­χοί μας η μα­κρο­θυ­μί­α και η εγ­κρά­τεια.   "Ο­ταν αυ­τά υ­πάρ­χουν στην θε­ο­χά­ρα­κτη ζω­ή μας  με κά­θε. α­γνό­τη­τα, ευ­φρό­συ­να συμ­πλη­ρώ­μα­τα τους έ­χουν τη σο­φί­α, τη σύ­νε­σι, την ε­πι­στή­μη, τη γνώ­σι. Δι­ό­τι μας  έ­χει φα­νε­ρω­θή ά­π' ό­λους τους προ­φή­τες ούτε θυ­σί­ες ού­τε ο­λο­καυ­τώ­μα­τα ού­τε προ­σφο­ρές έ­χει α­νάγ­κη ο Κύ­ριος. «Τι μοι πλή­θος των  θυ­σι­ών υ­μών;  λέ­γει Κύ­ριος. Πλή­ρης ει­μί ο­λο­καυ­τω­μά­των,  και   στέ­αρ αρ­νών και  αί­μα ταύ­ρων και  τρά­γων ου   βού­λο­μαι, ου­δ' αν έρ­χη­σθε ο­φθή­ναί μοι. Τις γαρ ε­ξε­ζή­τη­σε ταύ­τα εκ των  χει­ρών υ­μών;  πα­τείν μου την  αυ­λή ου προ­σθή­σε­σθε.  Ε­άν φέ­ρη­τε σε­μί­δα­λιν,  μά­ται­ον· θυ­μί­α­μα βδέ­λυγ­μά μοι  ε­στίν·  Τας  νε­ο­μη­νί­ας υ­μών και   τα σάβ­βα­τα ουκ α­νέ­χο­μαι.« Αυ­τά, λοι­πόν, τα κα­τήρ­γη­σε, για να μην έ­χη ιην προ­σφο­ρά αν­θρω­πο­κά­μω­τη ο  και­νούρ­γιος νό­μος του Κυ­ρί­ου η­μών Ι­η­σού Χρι­στού, που εί­ναι χω­ρίς ζυ­γό α­νάγ­κης.  Και λέ­γει πά­λι στους Ι­ου­δαί­ους. «Μη ε­γώ έ­νε­τει­λά­μην τοις  πα­τρά­σιν υ­μών εκπκο­ρευ­ο­μέ­νοις εκ  γης   Αι­γύ­πτου,  προ­σε­νέγ­και μοι   ο­λο­καυ­τώ­μα­τα και  θυ­σί­ας; Αλ­λ' η τού­το ε­νε­τει­λά­μην αυ­το­ίς·   έ­κα­στος υ­μών κα­τά του πλη­σί­ον εν τη  καρ­δί­α ε­αυ­το­ύ κα­κί­αν μη μνη­σι­κα­κεί­τω,  και όρ­κο ψευ­δή μη  α­γα­πά­τε.»  Ι­Ι­ρέ­πει,  λοι­πόν, να αι­σθα­νό­μα­στε, χω­ρίς να  εί­μα­στε α­σύ­νε­τοι, την α­γα­θή δι­ά­θε­σι του πα­τέ­ρα μας, που θέ­λει να  μη  του συμ­πε­ρι­φε­ρό­μα­στε πλα­νε­μέ­να ό­πως ε­κεί­νοι. Μας λέ­γει, λοι­πόν, τα ε­ξής: «  Θυ­σί­α τω  Κυ­ρί­ω καρ­δί­α συν­τε­τριμ­μέ­νη,   ο­σμή ευ­ω­δί­ας τω Κυ­ρί­ω καρ­δί­α δο­ξά­ζου­σα τον   πε­πλα­κό­τα αυ­τήν.»  Έ­τσι ας μα­θαί­νου­με με α­κρί­βεια, α­δελ­φοί, τα κα­θέ­κα­στα της  σω­τη­ρί­ας μας, για να  μη  μας πιά­ση με το  κρυ­φό σχοι­νί της  πλά­νης ο πο­νη­ρός και  μας  εκ­σφεν­δο­νί­ση μα­κριά α­πό τη ζω­ή του Θε­ού.  Ό­θεν πρέ­πει να ε­ρευ­νού­με τη θρη­σκεί­α μας με  με­γά­λη δί­ψα για να βρί­σκου­με ό­λα ε­κεί­να που  θ’  α­παρ­τί­σουν τη σω­τη­ρί­α μας. Ας ξε­κό­ψου­με,  λοι­πόν, τε­λεί­ως α­πό ό­λα τα έρ­γα της α­νο­μί­ας για να μη  μας  κα­τα­πλα­κώ­σουν αυ­τά τα έρ­γα. Κι  ας  μι­σή­σου­με την πλά­νη του πα­ρόν­τος αι­ώ­νος, για να γί­νου­με οι α­γα­πη­τοί του  μέλ­λον­τος. Ας μη δί­νου­με στην ψυ­χή μας  χα­λα­ρό­τη­τα κι  έ­τσι να τρα­βι­έ­ται στους δρό­μους των α­μαρ­τω­λών και  των πο­νη­ρών, για να μη γί­νου­με ό­μοι­οί τους. Το τέ­λει­ο σκάν­δα­λο έ­φθα­σε, για το  ο­ποί­ο εί­ναι γραμ­μέ­νο, ό­πως λέ­γει ο  Ε­νώχ.  Γι' αυ­τό κι  ο  Δε­σπό­της πε­ρί­κο­ψε τους και­ρο­ύς και τις μέ­ρες,  για  να φθά­ση γρή­γο­ρα ο α­γα­πη­μέ­νος του και να λά­βη την  κλη­ρο­νο­μιά του.  '­Έ­τσι το λέ­γει ο προ­φή­της· « Βα­σι­λεί­αι δέ­κα ε­πί της γης βα­σι­λεύ­σου­σιν,  και  ε­ξα­να­στή­σε­ται ό­πι­σθεν μι­κρός βα­σι­λεύς ος τα­πει­νώσει τρεις  υ­φ' εν των βα­σι­λέ­ων.» Για  το ί­διο ζή­τη­μα λέ­γει και ο  Δα­νι­ήλ·  «Και εί­δον το  τέ­ταρ­τον θη­ρί­ον το  πο­νη­ρόν και  ι­σχυ­ρόν και  χα­λε­πώ­τε­ρον πα­ρά πάν­τα τα θη­ρί­α της  θα­λάσ­σης,  και ως  εξ  αυ­τού α­νέ­τει­λεν δέ­κα κέ­ρα­τα,  και  εξ  αυ­τών μι­κρόν κέ­ρας πα­ρα­φυά­διον, και ως ε­τα­πεί­νω­σεν ύ­φ' εν  τρί­α των  με­γά­λων κε­ρά­των.» Πρέ­πει αυ­τά να  τα νοι­ώ­θε­τε.  Α­κό­μα και για το ε­ξής σας πα­ρα­κα­λώ, σαν α­δελ­φός σας, α­γα­πών­τας σας τον κα­θέ­να και ό­λους πά­νω α­πό τη ζω­ή μου, να προ­σέ­χε­τε τώ­ρα και να μη γί­νε­στε ό­μοι­οι με κά­ποι­ους που θέ­λουν να σας  ε­πι­σω­ρεύ­σουν α­μαρ­τί­ες, δι­δά­σκον­τας ό­τι η δι­α­θή­κη εί­ναι των I­ου­δαί­ων και ό­χι δι­κή μας. Εί­ναι μό­νο δι­κή μας. Δι­ό­τι ε­κεί­νοι την έ­χα­σαν μό­λις την  εί­χε πά­ρει ο Μω­ϋ­σης. Λέ­γει η Γρα­φή. «Και  ην  Μω­ϋ­σης εν   τω ό­ρει νη­στεύ­ων η­μέ­ρας τεσ­σα­ρά­κον­τα και  νύ­κτας τεσ­σα­ρά­κον­τα και   έ­λα­βε την  δι­α­θή­κην α­πό του Κυ­ρί­ου,  πλά­κας λι­θί­νας γε­γραμ­μέ­νας τω δα­κτύ­λω της χει­ρος του  Κυ­ρί­ου.» Αλ­λά σαν γύ­ρι­σαν στη λα­τρεί­α των  ει­δώ­λων, την έ­χα­σαν.  Δι­ό­τι μί­λη­σε ο  Κύ­ριος έ­τσι «Μω­ϋ­σή,  Μω­ϋ­σή,  κα­τά­βη­θι το  τά­χος,  ό­τι η­νο­μη­σεν ο λα­ός σου, ους ε­ξή­γα­γες εκ  γης Αι­γύ­πτου.»  Και κα­τά­λα­βε ο Μω­ϋ­σης κι έρ­ρι­ξε κα­τά γης τις δύ­ο πλά­κες· κι έ­γι­νε συν­τρίμ­μια η δι­α­θή­κη τους, για να  σφρα­γι­σθή ά­σβυ­στη στον αι­ώ­να η δι­ά­θή­κη του α­γα­πη­μέ­νου Ί­η­σού στην καρ­διά μας μέ­σα στην ελ­πί­δα της πί­στε­ως του. Θέ­λω πολ­λά να  σας γρά­ψω,  ό­χι ως δι­δά­σκα­λος, αλ­λά α­πό χρέ­ος α­γά­πης, για  να  μην εί­σθε ελ­λι­πείς ως προς το πε­ρι­ε­χο­με­νο της  πί­στε­ως μας.  Γι' αυ­τό σας έ­στει­λα το πα­ρον γράμ­μα, ε­γώ το κα­τά­κά­θι σας.  '­Ας α­γρυ­πνού­με στις έ­σχα­τες μέ­ρες. Δι­ό­τι σε τί­πο­τε δεν θα μας ω­φε­λή­ση ο­λό­κλη­ρος ο χρό­νος της  ζω­ής και της πί­στε­ως μας, αν  δεν αν­τι­στα­θού­με κα­θώς ται­ριά­ζει σε υι­ούς του Θε­ού στον  τω­ρι­νό και­ρό της α­νο­μί­ας και τα μέλ­λον­τα σκάν­δα­λα.  Για να μη πε­τύ­χη, Λοι­πόν,  καμ­μιά κρυ­φή εισ­δύ­σι ο  σκο­τει­νος,  ας ξε­φύ­γου­με α­πό κά­θε μα­ται­ό­τη­τα, ας  μι­σή­σου­με τε­λεί­ως τα  έρ­γα της  πο­νη­ράς ο­δού. Μην αρ­κεί­σθε στον  ε­αυ­τό σας και  μη  μέ­νε­τε χω­ρι­στά ο κα­θέ­νας σαν να εί­χα­τε ή­δη δι­και­ω­θή,  αλ­λά να συ­νά­ζε­σθε ε­πί το αυ­τό και να συ­ζη­τεί­τε για το κοι­νό συμ­φέ­ρον. Λέ­γει η  Γρα­φή «Ου­αί οι συ­νε­τοί ε­αυ­τοίς και    ε­νώ­πιον ε­αυ­τών ε­πι­στή­μο­νες.» "Ας γί­νου­με πνευ­μα­τι­κοί, ας  γί­νου­με να­ός τέ­λει­ος τ­ου Θε­ού.  "Ο­σο μπο­ρού­με ας με­λε­τώ­μεν τον  φό­βον του Θε­ού κι ας α­γω­νι­ζό­μα­στε να  φυ­λά­με τις εν­το­λές του, για να ευ­φραν­θού­με μέ­σα στα  θε­λή­μα­τα του. Ο Κύ­ριος α­προ­σω­πο­λή­πτως κρί­νει τον κό­σμο.  Ο κα­θέ­νας θα δρέ­ψη τους καρ­πούς των έρ­γων του. "Αν εί­ναι α­γα­θός, η δι­και­ο­σύ­νη του θα τρέ­ξη μπρο­στά του. "Αν  εί­ναι πο­νη­ρός, ο μι­σθός της πο­νη­ρί­ας του θα προ­η­γη­θή. Έ­τσι δεν θα ε­πα­να­παυ­θού­με στην ι­δέ­α ό­τι εί­μα­στε κλη­τοί και δεν θα μας πά­ρη ο  ύ­πνος πά­νω στις α­μαρ­τί­ες μας και ο πο­νη­ρός άρ­χων δεν θα έ­χη την ε­ξου­σί­α να  μας τρα­βή­ξη έ­ξω α­πό τη βα­σι­λεί­α του Κυ­ρί­ου. Α­κό­μη και το ε­ξής, α­δελ­φοί μου, σκε­φθή­τε πό­σα τέ­ρα­τα και ση­μεί­α δεν έ­γι­ναν στον Ισ­ρα­ήλ και ό­μως κα­τό­πιν ε­ξέ­πε­σε και  εγ­κα­τα­λεί­φθη­κε α­πό τον Θε­ό. "Ας προ­σέ­χου­με, ό­θεν, μή­πως βρε­θού­με ό­πως εί­ναι γραμ­μέ­νο πολ­λοί κλη­τοί, ο­λί­γοι δε ε­κλε­κτοί Ο Κύ­ριος γι'  αυ­τό έ­πα­θε σω­μα­τι­κά, για να  βρού­με ά­φε­σι α­μαρ­τι­ών και να γί­νου­με κα­θα­ροί με τον  ραν­τι­σμό του  αί­μα­τος του. Εί­ναι γραμ­μέ­να σχε­τι­κά με το πά­θος του τα ε­ξής που α­φο­ρούν ­και τον Ισ­ρα­ήλ κι ε­μας. «Ε­τραυ­μα­τί­σθη διά  τας  α­νο­μί­ας η­μών και  με­μα­λά­κι­σται διά τας α­μαρ­τί­ας η­μών τω μώ­λω­πι αυ­τού η­μείς ι­ά­θη­μεν ως  πρό­βα­τον ε­πί σφα­γήν ή­χθη και  ως  α­μνός ά­φω­νος ε­ναν­τί­ον του   κεί­ρον­τος αυ­τόν.» Έ­τσι, πρέ­πει να υ­πε­ρευ­χα­ρι­στού­με τον Κύ­ριο, που και τα  πε­ρα­σμέ­να μας γνώ­ρι­σε και  στα πα­ρόν­τα, μας έ­δω­σε σο­φί­α και  για τα  μέλ­λον­τα δεν μας  ά­φη­σε α­σύ­νε­τους. Και λέ­γει η Γρα­φή «Ουκ  α­δί­κως ε­κτεί­νε­ται δί­κτυ­α πτε­ρω­τοίς.» Κι αυ­τό ση­μαί­νει ό­τι δι­καί­ως θα χα­θή ε­κεί­νος ο άν­θρω­πος που ε­νώ η γνώ­σις της  δι­και­ο­σύ­νης του  δί­νει φτε­ρά να πε­τά, πέ­φτει στον σκο­τει­νό γκρε­μνό. Α­κό­μη και το ε­ξής, α­δελ­φοί μου, ας σκε­φθή­τε. Ο Κύ­ριος εί­ναι Κύ­ριος το­υ κό­σμου ό­λου κι ό­μως δέ­χθη­κε να πά­θη για τη σω­τη­ρί­α των  ψυ­χών μας.  Εί­χε πη σ' αυ­τόν ο  Θε­ός α­πό κα­τα­βο­λής κό­σμου «Ποι­ή­σω­μεν άν­θρω­πον κα­τ' ει­κό­να και κα­θ' ο­μοί­ω­σιν η­με­τέ­ραν.»  Πως, λοι­πόν,  δέ­χθη­κε να  πά­θη στα χέ­ρια του πλά­σμα­τος του;  Μά­θε­τε το. Οι  προ­φή­ται που έ­παιρ­ναν ά­π' αυ­τόν τη  χά­ρι, γι' αυ­τόν προ­φή­τε­ψαν.  Κι  αυ­τός υ­πέ­μει­νε το πά­θος και ε­φα­νε­ρώ­θη εν σαρ­κί, δι­ό­τι έ­τσι έ­πρε­πε να γί­νη για να κα­τάρ­γη­ση τον θά­να­τον και­ να δεί­ξη την ε­κ  νε­κρών α­νά­στα­σι. Έ­τσι θα εκ­πλή­ρω­νε την υ­πό­σχε­σι που εί­χε δώ­σει στους πα­τέ­ρες και θα ε­τοί­μα­ζε και θα έ­δει­χνε λα­ό και­νούρ­γιο, ευ­ρι­σκό­με­νος ο ί­διος πά­νω στη γη, και έ­τσι θα κά­μη την κρί­σι α­φού χά­ρι­σε την α­νά­στα­σι. ΄Ο­λα αυ­τά τα δι­δά­σκει στον Ισ­ρα­ήλ και τα συ­νώ­δευ­σε με τέ­ρα­τα και ση­μεί­α και τον υ­πε­ρα­γά­πη­σε. Δι­ό­τι αν δεν ερ­χό­ταν εν  σαρ­κί,  πως θα τον έ­βλε­παν οι άν­θρω­ποι για να  σω­θούν, που δεν μπο­ρούν να δουν κα­τά­μα­τα τον ή­λιο, έρ­γο των χε­ρι­ών του, ευ­ρι­σκό­με­νος ο ί­διος πά­νω στη γη, και έ­τσι θα κά­μη την κρί­σι α­φού χά­ρι­σε την α­νά­στα­σι. ΄Ο­λα αυ­τά τα δι­δά­σκει στον Ισ­ρα­ήλ και τα συ­νώ­δευ­σε με τέ­ρα­τα και ση­μεί­α και τον υ­πε­ρα­γά­πη­σε. Κι ό­ταν δι­ά­λε­ξε τους  α­πο­στό­λους του,  που  έ­μελ­λαν να κη­ρύ­ξουν το ευ­αγ­γέ­λιο, τους δι­ά­λε­ξε με­σα α­πό τον α­μαρ­τω­λό κό­σμο ύ­πε­ρα­μαρ­τω­λούς,  για να  δεί­ξη ό­τι ουκ  ήλ­θε κα­λέ­σαι δι­καί­ους,  αλ­λά α­μαρ­τω­λούς και  τό­τε φα­νέ­ρω­σε ό­τι ή­ταν ο Υι­ός του  Θε­ού.  Δι­ό­τι αν δεν ερ­χό­ταν εν  σαρ­κί,  πως θα τον έ­βλε­παν οι άν­θρω­ποι για να  σω­θούν, που δεν μπο­ρούν να ί­δουν κα­τά­μα­τα τον ή­λιο, έρ­γο των χε­ρι­ών του,  τον ή­λιο που εί­ναι προ­σκαι­ρός και τους θαμ­πώ­νει το­σο;  Έ­τσι ο  Υι­ός του Θε­ού φό­ρε­σε σάρ­κα για να α­πο­κο­ρύ­φω­ση την α­μαρ­τί­α ε­κεί­νων που εί­χαν κα­τά­δι­ώ­ξει έ­ως θα­νά­του τους προ­φή­τες του. Και γι' αυ­τό υ­πέ­μει­νε το πά­θος. Λέ­γει ο  Θε­ός ό­τι η  πλη­γή της σαρ­κός του Υι­ού του θα προ­ερ­χό­ταν α­πό ε­κεί­νους· ΄Ο­ταν πα­τά­ξω­σι τον ποι­μέ­να ε­αυ­τών, τό­τε α­πο­λεί­ται τα πρό­βα­τα της ποί­μνης. Θέ­λη­σε,  λοι­πόν, να  υ­πο­στή τέ­τοι­ο πά­θος,  να πε­θά­νη πά­νω στο ξύ­λο του σταυ­ρού, δι­ό­τι έ­τσι έ­πρε­πε. Και λέ­γει ο προ­φή­της που τον προ­βλέ­πει έ­τσι· « Φεί­σαί μου της ψυ­χής α­πό ρομ­φαί­ας,  και Κα­θή­λω­σον μου τας  σάρ­κας, ό­τι πο­νη­ρευ­ο­μέ­νων συ­να­γω­γαί ε­πα­νέ­στη­σάν μοι.» Και  ε­πί­σης «Ι­δού,  τέ­θει­κά μου  τον  νώ­τον εις μά­στι­γας,  τας δε σι­α­γό­νας εις  ρα­πί­σμα­τα·  το  δε  πρό­σω­πον μου έ­θη­κα ως  στε­ρε­άν πέ­τραν.» Κι' ό­ταν έ­ξε­πλή­ρω­σε την  εν­το­λή, τί λέ­γει ;  «Τις ο κρι­νό­με­νος μοι; Άν­τι­στή­τω μοι ή τις  ο δι­και­ού­με­νος μοι; εγ­γι­σά­τω τω  παι­δί Κυ­ρί­ου.   Ου­αί υ­μίν,  ό­τι υ­μείς πάν­τες ως  ι­μά­τιον πα­λαι­ω­θή­σε­σθε, και  σης κα­τα­φά­γε­ται υ­μάς.» Και πά­λι λέ­γει ο προ­φή­της για τον Κύ­ριο που ή­ταν σαν δυ­να­τή πέ­τρα, ά­σύν­τρι­φτη· «Ι­δού, εμ­βα­λώ εις τα θε­μέ­λια Σι­ών λί­θον πο­λυ­τε­λή,  ε­κλε­κτόν,  α­κρο­γω­νια­ίον, έν­τι­μον. Κα­τό­πιν τί  λέ­γει ;  Και ο πι­στεύ­ων εις  αυ­τόν ζή­σε­ται εις τον αι­ώ­να.»  Πά­νω,  λοι­πόν, σε α­πλή πέ­τρα στη­ρί­ζε­ται ή ελ­πί­δα μας ; Μη γέ­νοι­το. Αλ­λά στη δύ­να­μι της  σαρ­κος του Κυ­ρί­ου,  που λέ­γει·  Και έ­θη­κέ με ως στε­ρε­ά πέ­τραν. Και  λέ­γει πά­λι ο προ­φή­της-  «Λί­θον ον α­πε­δο­κί­μα­σαν οι  οι­κο­δο­μούν­τες, ού­τος ε­γε­νή­θη εις κε­φα­λήν γω­νί­ας.  Και πά­λι λέ­γει· Αύ­την ε­στίν η ή­με­ρα η με­γά­λη και  θαυ­μα­στή, ην ε­ποί­η­σεν ο Κύ­ριος.» Σας τα κά­νω λια­νά, για να  μπαί­νε­τε στο νό­η­μα ε­γώ, που εί­μαι το κα­τα­κά­θι της α­γά­πης σας. Τί, λοι­πόν, λέ­γει πά­λι ο προ­φή­της;  «Πε­ρι­έ­σχε με  συ­να­γω­γή πο­νη­ρευ­ο­μέ­νων, ε­κύ­κλω­σάν με ω­σεί μέ­λισ­σαι κη­ρί­ον,  και ε­πί τον ί­μα­τι­σμόν μου  έ­βα­λον κλή­ρον. »Ι­Ι­ρο­φα­νε­ρώ­θη­κε, λοι­πόν, το πά­θος του, που θα υ­πέ­μει­νε φο­ρών­τας σάρ­κα. Και λέ­γει ο προ­φή­της για τον  Ισ­ρα­ήλ «Ου­αί τη  ψυ­χή αυ­τών, ό­τι βε­βού­λευν­ται βου­λήν πο­νη­ράν κα­θ' ε­αυ­τών, ει­πόν­τες·  Δή­σω­μεν τον   δί­και­ον,  ό­τι δύ­σχρη­στος η­μίν ε­στίν.»  Και τί λέ­γει ο  άλ­λος προ­φή­της σ'  αυ­τούς,  ο  Μω­ϋ­σής; «Ι­δού,  τά­δε λέ­γει Κύ­ριος ο  Θε­ός·  Ει­σέλ­θε­τε εις την γη την  ά­γα­θήν,  ην  ώ­μο­σε Κύ­ριος τω  Α­βρα­άμ και Ι­σα­άκ και  Ι­α­κώβ,  και κα­τα­κλη­ρο­νο­μή­σα­τε αυ­τήν, γη ρέ­ου­σαν γά­λα και μέ­λι.» Και  τί εν­νο­ού­σε, σκε­φθή­τε το. Ελ­πί­σα­τε, τους λέ­γει, στον Ί­η­σούν που μέλ­λει να σας φα­νε­ρω­θή με σάρ­κα. Ο  άν­θρω­πος εί­ναι χώ­μα πα­θη­τό. Ά­π' αυ­τό το χώ­μα πλά­σθη­κε ο­'­Α­δάμ. Για­τί, λοι­πόν, λέ­γει εις την γη την ά­γα­θήν,  γην  ρέ­ου­σαν γά­λα και μέ­λι;  Ευ­λο­γη­τός ο Κύ­ριος μας, α­δελ­φοί,  που  μας α­ξί­ω­σε να νοι­ώ­θου­με τα κρυ­φά του μυ­στή­ρια. Το λέ­γει ο προ­φή­της πα­ρα­βο­λι­κά εκ μέ­ρους του  ι­δί­ου· ποι­ος θα  κα­τά­λά­βη, αν  ό­χι ο σο­φός και ε­πι­στή­μων και ε­κεί­νος που α­γα­πά τον Κύ­ριο του; Μας έ­κα­με, λοι­πόν, και­νούρ­γιους με την ά­φε­σι των α­μαρ­τι­ών και μας ξα­να­τύ­πω­σε ψυ­χή παι­δι­κή α­να­πλά­θον­τας μας. Λέ­γει ή Γρα­φή για μας, ό­τι ο  Πα­τήρ εί­πε στον Υι­όν· Ποι­ή­σω­μεν κα­τ' ει­κό­να και  κα­θ' ο­μοί­ω­σιν η­μών των άν­θρω­πον,  και αρ­χέ­τω­σαν των  θη­ρί­ων της γης και των πε­τει­νών του ου­ρα­νού και των  ι­χθύ­ων της θα­λάσ­σης. Και εί­πε ο Κύ­ριος, σαν εί­δε το ω­ραί­ο του ποί­η­μα,δη­λα­δή ε­μάς· «Αύ­ξά­νε­σθε και πλη­θύ­νε­σθε και  πλη­ρώ­σα­τε την γην.» Αυ­τά ως προς τον Υι­ό. Πά­λι θα σας δεί­ξω, πως μι­λά σε μας.  Δεύ­τε­ρη πλά­σι έ­κα­με τε­λευ­ταί­ως.  Και λέ­γει ο Κύ­ριος· Ι­δού,  ποι­ώ τα έ­σχα­τα ως τα  πρώ­τα. Κι' αυ­τό εί­χε ύ­π' ό­ψι του  κη­ρύσ­σον­τας ο  προ­φή­της·  Ει­σέλ­θε­τε εις   γην ρέ­ου­σαν γά­λα και  μέ­λι και  κα­τα­κυ­ρι­εύ­σα­τε αυ­τήν .Και να, που ε­μείς έ­χου­με α­να­πλα­σθή, κα­θώς πά­λι λέ­γει με το στό­μα άλ­λου προ­φή­τη· Ι­δού, λέ­γει Κύ­ριος, έ­ξε­λώ τού­των, δη­λα­δή α­πό ε­κεί­νους που προ­έ­βλε­πε το Πνεύ­μα του  Κυ­ρί­ου, τας λι­θί­νας καρ­δί­ας και  έμ­βα­λώ σαρ­κί­νας.  Δι­ό­τι ο ί­διος ε­πρό­κει­το να φα­νε­ρω­θή εν σαρ­κί και να κα­τοί­κη­ση μέ­σα μας. Να­ός ά­γιος, α­δελ­φοί μου, του  Κυ­ρί­ου εί­ναι το κα­τοι­κη­τή­ριο της καρ­διάς μας. Και λέ­γει πά­λι ο Κύ­ριος-  Και εν τί­νι ο­φθή­σο­μαι τω Κυ­ρί­ω τω  Θε­ώ μου και  δο­ξα­σθή­σο­μαι; Και α­παν­τά. Έ­ξο­μο­λο­γή­σο­μαί σοι  εν  εκ­κλη­σί­α α­δελ­φών μου, και  ψα­λώ σοι  ά­να­μέ­σον εκ­κλη­σί­ας α­γί­ων. Ε­μείς εί­μα­στε, που έμ­πα­σε στη γη την α­γα­θή.  Και τι ση­μαί­νουν το γά­λα και το μέ­λι ; Ό­τι το παι­δί με μέ­λι και κα­τό­πιν με  γά­λα ζω­ποι­εί­ται. Έ­τσι, λοι­πόν, κι  ε­μείς με την  πί­στι της υ­πο­σχέ­σε­ως και με τον λό­γο ζω­ο­ποι­ού­μα­στε και θα κυ­ρι­εύ­σου­με ό­λη τη  γη. Και προ­εί­πε ά­π' αρ­χής Και  αύ­ξα­νέ­σθω­σαν και πλη­θυ­νέ­σθω­σαν και  αρ­χέ­τω­σαν των  ι­χθύ­ων.  Ποι­ος, λοι­πόν,   μπο­ρεί τώ­ρα να ε­ξου­σιά­ζη τα θη­ρί­α ή τα ψά­ρια ή τα πε­τει­νά του ου­ρα­νού;  Πρέ­πει δε να κα­τά­λά­βου­με ό­τι ή  ε­ξου­σί­α αύ­τη εί­ναι το  ί­διο πράγ­μα με  την κυ­ρί­ευ­σι. "Αν, λοι­πόν,  αυ­τό δεν γί­νε­ται, ση­μαί­νει ό­τι για μας έ­χει λε­χθή για πό­τε; Ό­ταν οι ί­διοι γί­νου­με τέ­λει­οι, ώ­στε να κλη­ρο­νο­μή­σου­με την  δι­α­θή­κη του  Κυ­ρί­ου.    Σκε­φθή­τε,  λοι­πόν, τέ­κνα της ευ­φρο­σύ­νης, ό­τι ό­λα ο α­γα­θός Κύ­ριος τα φα­νέ­ρω­σε α­πό πριν σε μάς, για να τον  αι­νού­με και να τον ευ­χα­ρι­στού­με με γνώ­σι για ό­λα. "Αν ο υι­ός του  Θε­ού, που εί­ναι Κύ­ριος και μέλ­λων κρί­νειν ζών­τας και νε­κρούς υ­πέ­στη πά­θος για να μας ζω­ο­ποι­ή­ση ή πλη­γή του, ας πι­στεύ­ου­με ό­τι έ­πα­θε μο­νά­χα για χά­ρι μας. Και  ό­ταν σταυ­ρώ­θη­κε ε­πο­τί­ζε­το ό­ξει και χο­λή. Α­κού­στε πως και γι' αυ­τό εί­χαν φα­νε­ρω­τι­κά ση­μά­δια οι ι­ε­ρείς του να­ού. Ή­ταν γραμ­μέ­νη ή εν­το­λή· Ος  αν μη  νη­στεύ­ση την  νη­στεί­αν,  θα­νά­τω έ­ξο­λο­θρευ­θή­σε­ται εί­χε προ­στά­ξει ο Κύ­ριος, δι­ό­τι και ο ί­διος ε­πρό­κει­το για τις  α­μαρ­τί­ες μας να προ­σφέ­ρη θυ­σί­α το σκεύ­ος του Πνεύ­μα­τος, για να έκ­πλη­ρω­θή και η προ­τύ­πω­σις του Ι­σα­άκ, ο ό­ποι­ος προ­σφέρ­θη­κε στο θυ­σι­α­στή­ριο. Τί λέ­γει, λοι­πόν, με το στό­μα του προ­φή­τη;  Και φα­γέ­τω­σαν εκ του τρά­γου του προ­σφε­ρο­μέ­νου τη νη­στεί­α υ­πέρ πα­σών των  α­μαρ­τι­ών.  Προ­σέ­χε­τε με  α­κρί­βεια.  Και φα­γέ­τω­σαν ο ι­ε­ρείς μό­νοι πάν­τες το έν­τε­ρον ά­πλυ­τον με­τά ό­ξους.  Για  ποι­ον λό­γο;  Δι­ό­τι, ε­πει­δή ε­μέ­να που ε­πρό­κει­το να προ­σφέ­ρω την  σάρ­κα μου για τις α­μαρ­τί­ες του και­νούρ­γιου λα­ού μου μέλ­λε­τε πο­τί­ζει χο­λήν με­τά ό­ξους, να φά­τε σεις μό­νοι, ε­νώ ο λα­ός θα νη­στεύ­η και θα κό­πτε­ται φο­ρών­τας σάκ­κο και έ­χον­τας βά­λει στά­χτη στα μαλ­λιά. Και μ' αυ­τά τα λό­για δεί­χνει ό­τι θα του ε­τοί­μα­ζαν αυ­τοί το πά­θος. Προ­σέ­ξε­τε και τις εν­το­λές του Λά­βε­τε δύ­ο τρά­γους κα­λούς και  ο­μοί­ους και προ­σε­νέγ­κα­τε, και  λα­βέ­τω ο  ι­ε­ρεύς τον έ­να εις  ο­λο­καύ­τω­μα υ­πέρ α­μαρ­τι­ών. Και τον άλ­λο τί  θα τον έ­κα­ναν;Έ­πι­κα­τά­ρα­τος, λέ­γει, ο  άλ­λος.  Προ­σέ­ξε­τε,  πως φα­νε­ρώ­νε­ται ο τύ­πος του Ί­η­σού.  Και έμ­πτύ­σα­τε πάν­τες και  κα­τα­κεν­τή­σα­τε και  πε­ρι­φέ­ρε­τε το έ­ριο το κόκ­κι­νον πε­ρί την κε­φα­λήν αυ­τού,  και ού­τως εις έ­ρη­μο βλη­θή­τω. Κι ό­ταν γί­νουν αυ­τά, με­τα­φέ­ρει στην πλά­τη του κά­ποι­ος τον  τρά­γο στην έ­ρη­μο και του α­φαι­ρεί το έ­ριο και το σκα­λώ­νει πά­νω σ'  έ­να φρύ­γα­νο που λέ­γε­ται ρα­χή και  που τους βλα­στούς του  συ­νη­θί­ζου­με να τρώ­με βρί­σκον­τας το στην ύ­παι­θρο. Έ­τσι μο­να­χά της ρα­χής εί­ναι τό­σο γλυ­κοί οι καρ­ποί. Και τί ση­μαί­νει αυ­τό; Δώ­στε προ­σο­χή. Τον μεν  έ­να ε­πί το  θυ­σι­α­στή­ριον,  τον  δε  έ­να ε­πι­κα­τά­ρα­τον. Και  ο δεύ­τε­ρος στε­φα­νω­μέ­νος,  για­τί; Δι­ό­τι θα τον δουν μια  μέ­ρα να φο­ρά κα­τά­σαρ­κα την κόκ­κι­νη χλα­μύ­δα και θα πουν· δεν εί­ναι αυ­τός, που ε­μείς κά­πο­τε σταυ­ρώ­σα­με και τον ε­ξου­θε­νώ­σα­με και  του κεν­τήν­σα­με την πλευ­ρά και τον φτύ­σα­με; Αυ­τός πράγ­μα­τι εί­ναι, που έ­λε­γε τό­τε ό­τι Υι­ός του Θε­ού ή­ταν. Και πως μοιά­ζει τό­σο με τον άλ­λον; Μα γι' αυ­τό ή­σαν οι τρά­γοι ό­μοι­οι, κα­λοί,  ί­σοι, για να εκ­πλα­γούν με την ο­μοι­ό­τη­τα, ό­ταν τον δουν να έρ­χε­ται. Ι­δού, λοι­πόν,  ο τύ­πος του μέλ­λον­τος να πά­θη Ί­η­σού. Και για­τί το  μαλ­λί το θέ­τουν α­νά­με­σα στ' αγ­κά­θια; Εί­ναι τύ­πος του Ί­η­σού στην Εκ­κλη­σί­α, ση­μαί­νον­τας ό­τι ό­ποι­ος θέ­λει να σή­κω­ση αυ­τό το κόκ­κι­νο μαλ­λί, θα πά­θη πολ­λά δι­ό­τι τ' αγ­κά­θια εί­ναι φο­βε­ρά κι α­φού ύ­πο­φέ­ρη θα τον α­πο­χτή­ση. Έ­τσι,  λέ­γει, ε­κεί­νοι που θέ­λουν να με δουν  και ν' αγ­γί­ξουν την  βα­σι­λεί­α μου  πρέ­πει να θλι­βούν και  να  πά­θουν για να μ'  α­πο­κτή­σουν.    Και τί­νος τύ­πος νο­μί­ζε­τε ό­τι εί­ναι η  εν­το­λή που πή­ρε ο Ισ­ρα­ήλ να προ­σφέ­ρουν δα­μά­λι ε­κεί­νοι που έ­χουν πολ­λές α­μαρ­τί­ες. Και α­φού το σφά­ξουν να το καί­νε ο­λό­τε­λα στη φω­τιά. Και να ση­κώ­νουν τό­τε τη στα­χτή τα παι­διά, να τη βά­ζουν σε αγ­γεί­α και να τυ­λί­γουν το κόκ­κι­νο μαλ­λί σε ξύ­λο (να πά­λι ο τύ­πος του σταυ­ρού και το κόκ­κι­νο έ­ριο) και να ραν­τί­ζουν με ύσ­σω­πο έ­να έ­να τον λα­ό για να κα­θα­ρί­ζον­ται α­πό τις α­μαρ­τί­ες. Κα­τά­λα­βαί­νε­τε τι θέ­λουν να πουν ό­λα αυ­τά ξά­στε­ρα. Ο μό­σχος εί­ναι ο Ι­η­σούς, οι α­μαρ­τω­λοί που τον προ­σφέ­ρουν εί­ναι αυ­τοί που τον ω­δή­γη­σαν στη σφα­γή.Κα­τό­πιν δεν υ­πάρ­χουν άν­δρες ού­τε των α­μαρ­τω­λών εί­ναι η δό­ξα.Τα παι­διά που ραν­τί­ζουν εί­ναι ε­κεί­νοι που μας ευ­αγ­γε­λί­σθη­καν την ά­φε­σι των α­μαρ­τι­ών και τον α­γνι­σμό της καρ­διάς, ε­κεί­νοι στους ο­ποί­ους δό­θη­κε η ε­ξου­σί­α του ευ­αγ­γε­λί­ου και που εί­ναι δώ­δε­κα, εκ­προ­σω­πών­τας ο κα­θέ­νας μί­α φυ­λή (δι­ό­τι δώ­δε­κα εί­ναι ο­ι φυ­λές του Ισ­ρα­ήλ). Αυ­τοί τά­χθη­καν να κη­ρύσ­σουν. Και για­τί ή­σαν τρί­α τα παι­διά του ράν­τι­ζαν; Δι­ό­τι εκ­προ­σω­πού­σαν τον Α­βρα­άμ, τον Ι­σα­άκ και τον Ι­α­κώβ, που ή­σαν με­γά­λοι ε­νώ­πιον του Θε­ού.Και για­τί το μαλ­λί πά­νω στο ξύ­λο; Δι­ό­τι η βα­σι­λεί­α του Ι­η­σού εί­ναι πά­νω στο ξύ­λο και ό­σοι ελ­πί­ζουν σ'  αυ­τόν θα  ζή­σουν στον αι­ώ­να. Και  για­τί μα­ζί το μαλ­λί και ο ύσ­σω­πος; Δι­ό­τι στη βα­σι­λεί­α του θα εί­ναι μέ­ρες πο­νη­ρές και ρυ­πα­ρές κα­τά τις ο­ποί­ες ε­μείς θα σω­θού­με. Ε­πει­δή και  ο λα­βω­μέ­νος γι­α­τρεύ­ε­ται με τον ρύ­πο του υσ­σώ­που. Αυ­τά ό­λα έ­τσι κα­μω­μέ­να, σε μας εί­ναι φα­νε­ρά, σ' ε­κεί­νους δε σκο­τει­νά, δι­ό­τι δεν ά­κου­σαν την φω­νή του Κυ­ρί­ου.    Δι­ό­τι λέ­γει ε­πί­σης για τ' αυ­τιά, πως έ­κα­με πε­ρι­το­μή στην καρ­διά μας. Λέ­γει ο Κύ­ριος με το στό­μα του προ­φή­τη·  Εις  α­κο­ήν ω­τί­ου υ­πή­κου­σάν μου. Και πά­λι λέ­γει- '­Α­κο­ή α­κού­σον­ται οι  πόρ­ρω­θεν, α  ε­ποί­η­σα γνώ­σον­ται. Και  πε­ρι­τμή­θη­τε, λέ­γει ο Κύ­ριος,  τας  καρ­δί­ας υ­μών. Και ε­πί­σης λέ­γει ΄Α­κου­ε Ισ­ρα­ήλ,  ό­τι τά­δε λέ­γει Κύ­ριος ο  Θε­ός σου.Καί πά­λι το Πνεύ­μα Κυ­ρί­ου προ­φη­τεύ­ει" Τις ε­στίν ο  θέ­λων ζή­σαι εις  τον αι­ώ­να;   '­Α­κο­ή α­κου­σά­τω της  φω­νής το­υ παι­δός μου. Και πά­λι λέ­γει-  "Α­κου­ε,  ου­ρα­νέ,  και έ­νω­τί­ζου,  γη,  ό­τι Κύ­ριος ε­λά­λη­σε ταύ­τα είς  μαρ­τύ­ριον.  Και  ε­πί­σης λέ­γει Α­κού­σα­τε λό­γον Κυ­ρί­ου,άρ­χον­τες το­υ λα­ού τού­του.  Καί   α­κό­μη-   Α­κού­σα­τε τέ­κνα,  φω­νής βο­ών­τος εν  την  έ­ρή­μω. Έ­κα­με, λοι­πόν, και να πι­στέ­ψου­με. Αλ­λά η άλ­λη πε­ρι­το­μή, για την ο­ποί­α ε­κεί­νοι καυ­χών­ται,.Έ­χει κα­τάρ­γη­θή. "Η­θε­λε πε­ρι­το­μή ό­χι σαρ­κί­νη.  Ε­κεί­νοι ό­μως πα­ρέ­βη­καν το πρό­σταγ­μα του,  δι­ό­τι ο δαί­μων τους ε­σό­φι­ζε. Και λέ­γει σ' αυ­τούς"  Τα­δε λέ­γει Κύ­ριος ο Θε­ός υ­μών (και ή­ταν εν­το­λή του αυ­τή)-  Μη  σπεί­ρη­τε έ­π' ά­κάν­θαις, πε­ρι­τμή­θη­τε τω Κυ­ρί­ω υ­μών.  Και τί τους λέ­γει α­κό­μη; Πε­ρι­τμή­θη­τε την  σκλη­ρο­καρ­δί­αν υ­μών, και τον  τρά­χη­λον υ­μών ου  σκλη­ρυ­νεί­τε.  Και Ι­δού άλ­λα πα­ρό­μοι­α λό­για του" "Ι­δού,  λέ­γει Κύ­ριος,  πάν­τα τα έ­θνη α­πε­ρί­τμη­τα ά­κρο­βυ­στία,  ο  δε λα­ός ού­τος α­πε­ρί­τμη­τος καρ­δί­α. Αλ­λά θα πη κα­νείς, και  ό­μως εί­χε πε­ρι­τμη­θή ο λα­ός για να ξε­χω­ρί­ζη. Αλ­λά και  οι Σύ­ροι και οι ΄Α­ρα­βες και ό­λοι οι ι­ε­ρείς των ει­δώ­λων. "Α­ρα κι αυ­τοί με­τέ­χουν στην  δι­α­θή­κη ε­κεί­νων; Αλ­λά και οί Αι­γύ­πτιοι κά­νουν πε­ρι­το­μή. Μά­θε­τε, λοι­πόν, τέ­κνα α­γά­πης, για ό­λα πλού­σια. Ο Α­βρα­άμ, που πρώ­τος έ­κα­με πε­ρι­το­μή, προ­βλέ­πον­τας πνευ­μα­τι­κά, προ­σή­μα­νε τον Ί­η­σού, α­φού πή­ρε την ση­μα­σί­α τρι­ών γραμ­μά­των.  Λέ­γει η Γρα­φή· Και πε­ρι­έ­τε­μεν Α­βρα­άμ εκ του οί­κου αυ­του άν­δρας δε­κα­ο­κτώ και τρι­α­κό­σιους, Ποι­α ή­ταν, λοι­πόν, η γνώ­σις που του δό­θη­κε; Προ­σέ­ξε­τε. Πρώ­τα λέ­γει τους δέ­κα ο­κτώ και κα­τό­πιν α­να­φέ­ρει τους τρι­α­κό­σιους. Το δέ­κα ο­κτώ ση­μαί­νει με ι­ώ­τα το δέ­κα και με ή­τα το ο­κτώ. Έ­τσι έ­χεις τον Ί­η­σού. Και α­να­φέ­ρει τους τρι­α­κό­σιους κα­τό­πιν που ση­μαί­νε­ται με  το  ταυ  για να δεί­ξη τον  σταυ­ρό. Δη­λώ­νει, λοι­πόν, τον μεν Ί­η­σού με τα  δυ­ο γράμ­μα­τα και με το έ­να το σταυ­ρό. Αυ­τό το νό­η­μα φύ­τε­ψε μέ­σα μας ε­κεί­νος που μας δω­ρί­ζει την δι­δα­χή του. Κα­νείς δεν το ξέ­ρει κα­λύ­τε­ρα αυ­τό α­πό μέ­να.  Αλ­λά ξέ­ρω ό­τι ά­ξιοι εί­στε γιά να το μά­θε­τε.    Και λέ­γον­τας ο Μω­ϋ­σής" Ού φά­γε­σθε χοί­ρον ού­τε α­ε­τόν ού­τε ο­ξύ­πτε­ρον ού­τε κό­ρα­κα ού­τε πάν­τα ι­χθύν, ος ουκ έ­χει λε­πί­δα εν έ­αυ­τω, τρί­α νο­ή­μα­τα ή­θε­λε να  φα­νέ­ρω­ση της θεί­ας σο­φί­ας. Δι­ό­τι προς το τέ­λος τους λέ­γει στο Δευ­τε­ρο­νο­μιο˙Και  δι­ά­θή­σο­μαι προς τον   λα­όν τού­τον τα δι­και­ώ­μα­τα μου. "Α­ρα, λοι­πόν, δεν εί­ναι εν­το­λή του Θε­ού το να μη τρώ­με, ο δε Μω­ϋ­σής μί­λη­σε πνευ­μα­τι­κά.  Τον  χοί­ρο ε­πο­μέ­νως τον α­νέ­φε­ρε για να πή ό­τι δεν πρέ­πει να έ­χου­με ε­πα­φή με αν­θρώ­πους που εί­ναι τέ­τοι­οι ώ­στε να συγ­κρί­νον­ται με χοί­ρους, δη­λα­δή ε­κεί­νοι που ό­ταν σπα­τα­λούν λη­σμο­νούν τον Κύ­ριο κι' ό­ταν υ­στε­ρούν­ται τον α­να­γνω­ρί­ζουν. Έ­τσι κι  ο  χοί­ρος ό­ταν τρώ­γει, α­δι­α­φο­ρεί για τον α­φέν­τη του" κι ό­ταν πει­νά­ει, γρυλ­λί­ζει κι α­φού του  ρί­ξουν να φά­η σω­παί­νει. Ου­δέ φά­γη τον α­ε­τόν ου­δέ τον ο­ξύ­πτε­ρον ου­δέ τον  ι­κτί­να ου­δέ τον κό­ρα­κα. Να μην  έ­χης, λέ­γει,  ε­πα­φή ού­τε να μοιά­σης μ' αν­θρώ­πους τέ­τοι­ους, που δεν ξέ­ρουν με κό­πο και ί­δρω­τα να βγά­ζουν το ψω­μί τους, αλ­λά αρ­πά­ζουν τα  ξέ­να με την α­νο­μί­α τους και πε­ρι­φέ­ρουν ε­δώ κι ε­κεί την αρ­πα­κτι­κή μα­τιά τους κυτ­τών­τας ποι­ον να γδύ­σουν με την  πλε­ο­νε­ξί­α τους. Ό­πως και τα όρ­νια αυ­τά δεν τρώ­νε με  τον κό­πο τους, αλ­λά μέ­νουν αρ­γά και κυτ­τά­ζουν πως να φά­νε ξέ­νες σάρ­κες, όν­τας κα­τα­στρε­πτι­κά με την κα­κί­α που έ­χουν. Και ού φά­γη, λέ­γει, σμύ­ραι­ναν ου­δέ πο­λύ­πο­δα ου­δέ ση­πί­αν. Να μήν ο­μοι­ω­θής, λέ­γει, κά­νον­τας συν­τρο­φιά μ'  αν­θρώ­πους τέ­τοι­ους που εί­ναι α­σε­βέ­στα­τοι και  κα­τα­δι­κα­σμέ­νοι ή­δη σε θά­να­το. Ό­πως κι αυ­τά τα θα­λασ­σι­νά εί­ναι κα­τα­δι­κα­σμέ­να να σέρ­νον­ται στον βυ­θό, χω­ρίς να κο­λυμ­πούν, αλ­λά κα­τοι­κούν στην  λά­σπη του βυ­θού. Αλ­λά και τον δα­σύ­πο­δα ου φά­γη. Για­τί; Για να μη γί­νης α­σελ­γός ού­τε να ο­μοι­ω­θής με τους τέ­τοι­ους. Δι­ό­τι ο λα­γός κά­θε χρό­νο εί­ναι πιο πλού­σιος σε α­φό­δευ­σι ό­σα χρό­νια ζή, τό­σες τρύ­πες έ­χει. Αλ­λά ου­δέ την  ύ­αι­ναν φά­γη. Να μη  γί­νης, λέ­γει,  μοι­χός και δι­α­φθο­ρεύς και  να μην ο­μοι­ω­θής με  τους τέ­τοι­ους. Για­τί; Δι­ό­τι το ζώ­ο αυ­τό χρό­νο με τον χρό­νο αλ­λά­ζει φύ­σι κι άλ­λο­τε εί­ναι αρ­σε­νι­κό κι άλ­λο­τε θη­λυ­κό.Αλ­λά και την  γα­λήν σω­στά την α­πα­γο­ρευ­σε. Να μή γί­νης, λέ­γει, σάν ε­κεί­νους που κά­νουν την α­νο­μί­α με α­κά­θαρ­το στό­μα, ού­τε να έλ­θης σ' ε­πα­φή μ' ε­κεί­νες τις α­κά­θαρ­τες που  κά­νουν την α­νο­μί­α με το στό­μα. Δι­ό­τι το ζώ­ο αυ­τό με το στό­μα γί­νε­ται έγ­κυ­ο.Παίρ­νον­τας ο Μω­ϋ­σής τις τρο­φές οις πα­ρά­δείγ­μα­τα, ε­ξέ­φρα­σε πνευ­μα­τι­κά τρεις α­λή­θει­ες. Αλ­λά οι  ι­ου­δαί­οι μέ το σαρ­κι­κό τους φρό­νη­μα νό­μι­σαν ό­τι τους  μι­λού­σε για  τρο­φές. Την γνώ­σι αυ­τών των τρι­ών νο­η­μά­των την έ­λα­βε κι ο Δαυ­ίδ λέ­γον­τας ε­πί­σης· Μα­κά­ριος ά­νήρ ος ούκ  έ­πο­ρεύ­θη έν  βου­λή α­σε­βών,ό­πως και τα ψά­ρια πο­ρεύ­ον­ται στα  σκο­τει­νά βά­θη·  και έν ο­δω α­μαρ­τω­λών ούκ  έ­στη, κα­θώς ε­κεί­νοι που τά­χα φο­βούν­ται τον Κύ­ριο κι  α­μαρ­τά­νουν σαν  τους χοί­ρους· και  ε­πί κα­θέ­δραν λοι­μών ουκ ε­κά­θι­σεν, ό­πως κά­θον­ται και τα  όρ­νια για ν' αρ­πά­ξουν. Μά­θα­τε τε­λεί­ως τα σχε­τι­κά με τις τρο­φές. Πά­λι λέ­γει ο Μω­ϋ­σής· Φά­γε­σθε παν δι­χη­λούν και  μυ­ρυ­κώ­με­νον.  Τι λέ­γει; Παίρ­νει την τρο­φή και ο νους του  υ­ψώ­νε­ται σ' ε­κεί­νον που τον τρέ­φει κι α­να­παυ­ό­ο­με­νος σ' αυ­τήν την σκέ­ψι ευ­φραί­νε­ται. Σω­στά εί­πε βλέ­πον­τας την εν­το­λή. Αλ­λά ποι­ο εί­ναι το νό­η­μα; Να συ­να­να­στρέ­φε­σθε ε­κεί­νους που  φο­βούν­ται τον Κύ­ριο, που με­λε­τούν τον πε­σμέ­νο στην καρ­διά τους λό­γο του, που κη­ρύτ­τουν καί φυ­λά­νε τα θε­λή­μα­τα του Κυ­ρί­ου, που τα γνω­ρί­ζουν κα­λά,  που  με την ευ­φρό­συ­νη με­λέ­τη τους α­να­μη­ρυ­κά­ζουν τον λό­γο του Κυ­ρί­ου. Και τι ση­μαί­νει το δι­χη­λούν [το ζώ­ο που έ­χει δύ­ο χη­λές στο πο­ό­δι]­; Ό­τι ο δί­και­ος και σ' αύ­το τον κό­σμο περ­πα­τεί και τον ά­γιο αι­ώ­να α­να­μέ­νει.  Εί­δα­τε, πό­σο σω­στά νο­μο­θέ­τη­σε ο Μω­ϋ­σής.  Αλ­λά πώς ε­κεί­νοι να τα νοι­ώ­σουν αυ­τά και να τα  αι­σθαν­θούν;  Έ­νώ ε­μείς κη­ρύτ­του­με τις εν­το­λές α­φού κα­τα­λά­βα­με το  ά­γιο νό­η­μα τους, σύμ­φω­να μέ το θέ­λη­μα του Κυ­ρί­ου. Γι' αύ­το έ­κα­με πε­ρι­το­μή στ' αυ­τιά μας και τις καρ­δι­ές μας, για  να τα κα­τα­λα­βαί­νου­με.Ας δού­με α­κό­μα αν  φρόν­τι­σε ο  Κύ­ριος να φα­νέ­ρω­ση α­πό πριν το βά­πτι­σμα και τον σταυ­ρό. Για το βά­πτι­σμα εί­ναι γραμ­μέ­νο ό­τι ο Ισ­ρα­ήλ δεν θα δε­χό­ταν το α­λη­θι­νό του νό­η­μα που δί­νει ά­φε­σι των  α­μαρ­τι­ών, αλ­λά έ­κα­με δι­κό του. Λέ­γει ο προ­φή­της· "Εκ­στη­θι,  ου­ρα­νέ,  και  ε­πί τού­τω πλεί­ον φρι­ξά­τω η γη, ό­τι δύ­ο και  πο­νη­ρά ε­ποί­η­σεν ο λα­ός ού­τος· ε­μέ εγ­κα­τέ­λι­πον,  πη­γήν ζω­ής,  και  ε­αυ­τοίς ώ­ρυ­ξαν βό­θρον θα­νά­του.  Μη  πέ­τρα έ­ρη­μος ε­στίν το  ό­ρος το ά­γιον μου  Σι­νά; "Ε­σε­σθε γαρ ως πε­τει­νού νε­οσ­σοί α­νι­πτά­με­νοι νοσ­σιάς α­φη­ε­μέ­νοι.  Και  πά­λι λέ­γει ο  προ­φή­της·Έ­γώ πο­ρεύ­σο­μαι έμ­προ­σθεν σου  και ό­ρη ο­μα­λι­ώ και  πύ­λας χαλ­κάς συν­τρί­ψω και  μο­χλούς σι­δη­ρούς συγ­κλά­σω, και δώ­σω σοι θη­σαυ­ρούς σκο­τει­νούς,  α­πο­κρύ­φους,   α­ο­ρά­τους,  ί­να γνώ­σιν,  ό­τι ε­γώ Κύ­ριος ο Θε­ός.  Και κα­τοι­κή­σεις εν  υ­ψη­λώ σπη­λαί­ω πέ­τρας ι­σχυ­ράς, και  το ύ­δωρ αυ­τού πι­στόν βα­σι­λέ­α με­τά δό­ξης ό­ψε­σθε,  και η  ψυ­χή υ­μών με­λε­τή­σει φό­βον Κυ­ρί­ου. Και πά­λι με το στό­μα άλ­λου προ­φή­τη λέ­γει· Και έ­σται ο ταύ­τα ποι­ών ως  το ξύ­λον το πε­φυ­τευ­μέ­νον πα­ρά τας δι­ε­ξό­δους των υ­δά­των, ο τον καρ­πόν αυ­τού δώ­σει εν και­ρώ αυ­τού, και το φύλ­λον αυ­τού ουκ α­πορ­ρυ­ή­σε­ται, και πάν­τα ό­σα αν ποι­ή,  κα­τευ­ο­δω­θή­σε­ται.  Ούχ  ού­τως οι α­σε­βείς, ουχ ού­τως, άλ­λ' ή ως ο χνους,  ον ε­κρύ­πτει ο ά­νε­μος α­πό προ­σώ­που της γης.  Δια τού­το ούκ α­να­στή­σον­ται α­σε­βείς εν κρί­σει ου­δέ α­μαρ­τω­λοί εν  βου­λή δι­καί­ων, ό­τι γι­νω­σκει Κύ­ριος ο­δόν δι­καί­ων, και ο­δός α­σε­βών α­πο­λεί­ται. Κυτ­τά­χτε πως το βά­πτι­σμα και τον σταυ­ρό συγ­χρό­νως προ­δι­α­γρά­φει. Δι­ό­τι λέ­γει τα έ­ξή­ς' Μα­κά­ριοι, ό­σοι ελ­πί­ζον­τας στον σταυ­ρό κα­τέ­βη­καν στα νε­ρά του βα­πτί­σμα­τος. Θα πά­ρουν τον μι­σθό εν  και­ρώ αυ­τού, ό­ταν α­πο­δώ­ση ο Κύ­ριος στον κα­θέ­να σύμ­φω­να με τη ζω­ή που  έ­κα­με. Και λέ­γον­τας τα  φύλ­λα ουκ  α­πορ­ρυ­ή­σε­ται,  θέ­λει να  πη ό­τι κά­θε λό­γος που  θα βγη α­πό το στό­μα σας με πί­στι και α­γά­πη, θα κά­μη να γυ­ρί­σουν και να ελ­πί­σουν πολ­λοί.  Και πά­λι άλ­λος προ­φή­της λέ­γει· Και ην η γη του Ι­α­κώβ ε­παι­νου­μέ­νη πα­ρά πά­σαν την  γην, που ση­μαί­νει ό­τι ο Κύ­ριος δο­ξά­ζει το σκεύ­ος του Πνεύ­μα­τος του. "Ε­πει­τα τί λέ­γει; Και ην  πο­τα­μός έλ­κων εκ δε­ξι­ών, και  α­νέ­βαι­νεν εξ   αύ­του δέν­δρα ω­ραί­α και ος  αν φά­γη εξ αυ­τών, ζή­σε­ται εις τον  αι­ώ­να.   Δη­λα­δή,  ε­μείς κα­τε­βαί­νου­με στα νε­ρά του βα­πτί­σμα­τος γε­μά­τοι α­μαρ­τί­α και  ρύ­πο και βγαί­νου­με ά­π' αυ­τά καρ­πο­φο­ρών­τας στην καρ­διά τον  φό­βο και την ελ­πί­δα στον Ί­η­σού έ­χον­τας μέ­σα μας πνευ­μα­τι­κά. Και ος αν φά­γη α­πό τού­των,  ζή­σε­ται εις τον αι­ώ­να,  ση­μαί­νει ό­τι ό­ποι­ος α­κού­ση αυ­τό το  κή­ρυγ­μα και πι­στέ­ψη,  θα ζή­ση στον αι­ώ­να. Ε­πί­σης τον σταυ­ρό προ­δι­α­γρά­φει με  άλ­λον προ­φή­τη, λέ­γον­τας·Και  πό­τε ταύ­τα συν­τε­λε­σθή­σε­ται; λέ­γει Κύ­ριος. ΄Ο­ταν ξύ­λον κλι­θή και α­να­στή, και  ο­ταν εκ ξύ­λου αί­μα στά­ξη. Έ­χεις κι ε­δώ προ­φη­τεί­α για  τον σταυ­ρό και για ε­κεί­νον που  ε­πρό­κει­το να σταυ­ρω­θή.  Και  λέ­γει πά­λι στον  Μω­ϋ­σή,ό­ταν πο­λε­μού­σαν τον Ισ­ρα­ήλ οι αλ­λό­φυ­λοι και οί Ι­ου­δαί­οι για τις α­μαρ­τί­ες τους  πα­ρά­δο­θη­καν στον θά­να­το· λέ­γει στην καρ­διά του Μω­υ­σέ­ως το Πνεύ­μα για να κά­νη την προ­τύ­πω­σι του σταυ­ρού και του ε­σταυ­ρω­μέ­νου, ό­τι ε­άν δεν ελ­πί­σουν σ' αυ­τόν, θα πο­λε­μούν­ται αι­ω­νί­ως. "Ε­βα­λε, λοι­πόν, ο Μω­ϋ­σής α­πό έ­να ό­πλο σε κά­θε γρο­θιά του και α­φού στά­θη­κε ψη­λό­τε­ρα ά­π' ό­λους, ά­πλω­σε τα  χέ­ρια και έ­τσι πά­λι νι­κού­σε ο  Ισ­ρα­ήλ. Και κα­τό­πιν, ό­ταν κα­τέ­βα­ζε τα χέ­ρια, πά­λι θε­ρί­ζον­ταν α­πό τους ε­χθρούς.  Για­τί; Για να γνω­ρί­σουν, ό­τι δεν μπο­ρού­σαν να σω­θούν, αν δέν έλ­πι­ζαν σ' αυ­τόν. Και πά­λι με το στό­μα άλ­λου προ­φή­τη λέ­γει· Ό­λην την  η­μέ­ραν έ­ξε­πέ­τα­σα τας χεί­ρας μου προς  λα­όν α­πει­θο­ΰν­τα και αν­τι­λέ­γον­τα ο­δώ δι­καί­α μου. Και άλ­λη φο­ρά ο Μω­ϋ­σής έ­κα­με προ­τύ­πω­σι του Ί­η­σού και του α­ναγ­καί­ου πά­θους του και ο Κύ­ριος θα ζω­ο­ποί­ου­σε αυ­τόν που θα φαι­νό­ταν ό­τι χά­νε­ται κα­θώς ο Ισ­ρα­ήλ έ­πε­φτε. Ε­πέ­τρε­ψε ο Θε­ός να τους δαγ­κώ­νουν φί­δια πολ­λά και πέ­θαι­ναν ο έ­νας με­τά τον άλ­λο (ε­πει­δή και η  Εύ­α πα­ρέ­βη την εν­το­λή εξ αι­τί­ας του ό­φε­ως), ε­λέγ­χον­τας τους για την πα­ρά­βα­σί τους και πα­ρα­δί­νον­τας τους σε θα­νά­σι­μη θλί­ψι. "Ο­ταν ο Μω­ϋ­σής τους εί­χε δώ­σει εν­το­λή·  Ουκ έ­σται υ­μίν ού­τε χω­νευ­τόν ού­τε γλυ­πτόν εις  Θε­όν υ­μίν,  έ­κα­με ο ί­διος κά­τι πα­ρό­μοι­ο για να δεί­ξη έ­να τύ­πο του Ί­η­σου. "Ε­κα­με δη­λα­δή ο Μω­ϋ­σής έ­να χάλ­κι­νο φί­δι και το  έ­βα­λε σε πε­ρί­ο­πτη θέ­σι και κά­λε­σε με κή­ρυ­κες ό­λο τον λα­ό. Α­φού μα­ζεύ­θη­καν, λοι­πόν,  ό­λοι πα­ρα­κα­λού­σαν τον Μω­ϋ­σή να προ­σφέ­ρη γι' αυ­τούς δέ­η­σι ώ­στε να θε­ρα­πευ­θούν. Και ο Μω­ϋ­σής τους εί­πε·  "Ο­ταν δη­χθή τις υ­μών,  έλ­θέ­τω ε­πί τον ό­φιν τον ε­πί του ξύ­λου ε­πι­κεί­με­νον και ελ­πι­σά­τω πι­στεύ­σας, ό­τι αυ­τός ών  νε­κρός δύ­να­ται ζω­ο­ποι­ή­σαι,  και  πα­ρα­χρή­μα σω­θή­σε­ται. Και έ­κα­μαν έ­τσι. Έ­χεις πά­λι και έ­δώ την δό­ξα του Ί­η­σού, δι­ό­τι σ' αυ­τόν στη­ρί­ζον­ται και έρ­χον­ται τα  πάν­τα. Τι έ­γι­νε πά­λι ό­ταν ο Μω­ϋ­σής στον Ί­η­σού τον υι­ό του Ναυ­ή έ­δω­σε αυ­τό το ό­νο­μα,  ε­νώ ή­ταν προ­φή­της, για να  α­κού­η μό­νον αυ­τόν ο λα­ός ό­λος, πα­ρά να φα­νέ­ρω­ση κι  έ­τσι ο πα­τέ­ρας ό­λα τα  κα­θέ­κα­στα για τον υι­ό του  Ί­η­σού;  Εί­πε, λοι­πόν,ο Μω­ϋ­σης στον Ί­η­σού, τον  υι­ό του Ναυ­ή,  δί­νον­τας του αυ­τό το ό­νο­μα, ό­ταν τον  έ­στει­λε ως  κα­τά­σκο­πο στην γη της ε­παγ­γε­λί­ας˙Λά­βε βι­βλί­ον εις τας  χεί­ρας σου και γρά­ψον, α  λέ­γει Κύ­ριος,  ό­τι εκ­κό­ψει εκ  ρι­ζών τον  οί­κον πάν­τα του Ά­μα­λήκ ο υι­ός του Θε­ού έ­π' ε­σχά­των των  η­με­ρών.Και ε­δώ, λοι­πόν, ο τύ­πος το­υ Ί­η­σού, ό­χι ως υί­ού το­ύ αν­θρώ­που, αλ­λά ως υι­ού το­υ Θε­ού που  φα­νε­ρώ­θη­κε μέ­σα σε σάρ­κα. Ε­πει­δή ε­πί­σης θα λε­γό­ταν ό­τι ο Χρι­στός εί­ναι ο υι­ός του Δαυ­ΐδ, προ­φη­τεύ­ει ο ί­διος ο Δαυ­ΐδ έ­χον­τας α­πό πριν φό­βο και προ­αί­σθη­σι για την πλά­νη των α­μαρ­τω­λών Εί­πεν ο Κύ­ριος τω Κυ­ρί­ω μου Κά­θου εκ δε­ξι­ών μου, έ­ως αν  θώ  τους  ε­χθρούς σου  υ­πο­πό­διον των πο­δών σου. Και ο Η­σα­ΐ­ας λέ­γει κά­τι πα­ρό­μοι­ο· Εί­πεν Κύ­ριος τω Χρι­στώ μου   Κυ­ρί­ω,  ου ε­κρά­τη­σα της δε­ξιάς αυ­τού,  έ­πα­κού­σαι έμ­προ­σθεν αυ­τού έ­θνη, και ι­σχύν βα­σι­λέ­ων δι­άρ­ρή­ξω. Ι­δού, πως  Δαυ­ίδ τον  λέ­γει Κύ­ριον και  ό­χι υι­ο.  "Ας δο­ΰ­με τώ­ρα άν ο λα­ός αυ­τός εί­ναι ο κλη­ρο­νό­μος ή ο πρώ­τος και αν η δι­α­θή­κη α­νή­κει σε μας ή σ' ε­κεί­νους. ΄Α­κου­σα, λοι­πόν, για τον λα­όο τού­τον τι λέ­γει η Γρα­φή· ί­δει­το δε Ι­σα­άκ πε­ρί Ρε­βέκ­κας της γυ­ναι­κός αυ­τού' ό­τι στεί­ρα ην· και συ­νέ­λα­βεν κα­τό­πιν. Και ε­ξήλ­θε Ρε­βέκ­κα πυ­θέ­σθαι πα­ρά Κυ­ρί­ου,  και  εί­πε Κύ­ριος προς  αυ­την Δύ­ο έ­θνη εν τη γα­στρί σου  καί δύ­ο λα­οί εν  τη  κοι­λί­α σου, και λα­ός λα­ού υ­πε­ρέ­ξει και ο μεί­ζων δου­λεύ­σει τω  ε­λάσ­σο­νι.  Πρέ­πει να κα­τά­λά­βα­τε, ποι­ος εί­ναι ο  Ι­σα­άκ, ποι­α ή  Ρε­βέκ­κα και ποι­οι λα­οί ση­μαί­νον­ται ως πρώ­τος και δεύ­τε­ρος. Και σε άλ­λη προ­φη­τεί­α λέ­γει φα­νε­ρώ­τε­ρα ο Ι­α­κώβ στον Ι­ω­σήφ τον  υι­ό­ του· Ι­δού,  ουκ ε­στέ­ρη­σέ με  Κύ­ριος του προ­σώ­που σου προ­σά­γα­γε μοι  τους υι­ούς σου,  ί­να ευ­λο­γή­σω αυ­τούς. Και έ­φε­ρε στον πα­τέ­ρα του τον Έ­φραίμ και τον Μα­νασ­σή,  θέ­λον­τας να ευ­λο­γη­θή ο Μα­νασ­σής, δι­ό­τι ή­ταν με­γα­λύ­τε­ρος. Και ο Ι­ω­σήφ τον το­πο­θέ­τη­σε στο δε­ξιό χέ­ρι του Ι­α­κώβ. Αλ­λά ο  Ι­α­κώβ εί­δε τον τύ­πο του πρώ­του λα­ού σ' αυ­τόν. Και τί συ­νέ­βη; Και ε­ποί­η­σεν Ι­α­κώβ ε­ναλ­λάξ τας  χεί­ρας αυ­τού· και  ε­πέ­θη­κε την δε­ξιάν ε­πί την  κε­φα­λήν του Έ­φραίμ, του  δευ­τέ­ρου και νε­ω­τέ­ρου,  και  εύ­λο­γη­σεν αυ­τόν.  Και εί­πεν Ι­ω­σήφ προς Ι­α­κώβ· Με­τά­θες σου την δε­ξιάν ε­πί την κε­φα­λήν Μα­νασ­σή, ό­τι πρω­τό­το­κος μου υι­ός ε­στίν.  Και εί­πεν Ι­α­κώβ προς  Ι­ω­σήφ· Οί­δα, τέ­κνον,  οί­δα: άλ­λ' ο  μεί­ζων δου­λεύ­σει τω  ε­λάσ­σο­νι, και ού­τος δε ευ­λο­γη­θή­σε­ται. Εί­δα­τε ποι­ον χει­ρο­θέ­τη­σε ως ε­κλε­κτό, τον  λα­ό τον δι­κό μας, για να εί­ναι πρώ­τος και κλη­ρο­νό­μος της δι­α­θή­κης. Αν σκε­φθού­με τώ­ρα ό­τι και μέ­σω του '­Α­βρα­άμ τον προ­δι­έ­γρα­ψε, θα εί­ναι στε­ρε­ό­τα­τη η γνώ­σις μας. Τι λοι­πόν, εί­πε στον Α­βρα­άμ ό­ταν μό­νος αυ­τός έ­χον­τας πι­στέ­ψει,μπή­κε στην  δι­και­ο­σύ­νη; Ι­δού,  τέ­θει­κά σε, Α­βρα­άμ,  πα­τέ­ρα ε­θνών των πι­στευ­όν­των δι'  ά­κρο­βυ­στίας τω Θε­ώ Έ­τσι, λοι­πόν. Αλ­λ' ας δού­με, την δι­α­θή­κη που ώρ­κι­σθη­κε στους πα­τέ­ρες ό­τι θα την έ­δι­νε στον λα­ό μας, αν την έ­δω­σε. Την έ­δω­σε. Ε­νώ οι ί­διοι δεν α­ξι­ώ­θη­καν να την λά­βουν εξ αι­τί­ας των α­μαρ­τι­ών τους. Δι­ό­τι λέ­γει ο προ­φή­της·  Και ην Μω­ϋ­σής νη­στεύ­ων εν ό­ρει Σι­νά, του  λα­βείν την  δι­α­θή­κην Κυ­ρί­ου προς τον λα­όν, η­μέ­ρας τεσ­σα­ρά­κον­τα και  νύ­κτας τεσ­σα­ρά­κον­τα. Και έ­λα­βε Μω­ϋ­σής πα­ρά Κυ­ρί­ου τας  δύ­ο πλά­κας τας γε­γραμ­μέ­νας τω δα­κτύ­λω της  χει­ρός Κυ­ρί­ου εν πνεύ­μα­τι. Και α­φού τις έ­λα­βε ο Μω­ϋ­σής κα­τέ­βη­κε να τις δώ­ση στον λα­ό. Κα­ι εί­πεν ο Κύ­ριος στον Μω­ϋ­σή· Μω­ϋ­σή, Μω­ϋ­σή, κα­τά­βη­θι το  τά­χος, ό­τι ο  λα­ός σου, ον  ε­ξή­γα­γες εκ γης Αι­γύ­πτου, η­νό­μη­σεν. Και συ­νή­κε Μω­ϋ­σής, ό­τι ε­ποί­η­σαν ε­αυ­τοίς πά­λιν χω­νεύ­μα­τα,  και  έρ­ρι­ψεν εκ  των χει­ρών τας  πλά­κας, και  συ­νε­τρί­βη­σαν α­ι πλά­κες της δι­ά­θή­κης Κυ­ρί­ου. Ο Μω­ϋ­σής έ­λα­βε την δι­ά­θή­κη, αλ­λά ε­κεί­νοι δεν την α­ξι­ώ­θη­καν. Και πως ε­μείς την λά­βα­με, ά­κο­ΰ­στε. Ο Μω­ϋ­σής υ­πη­ρέ­της ή­ταν και την έ­λα­βε, ε­νώ σε μας την κλη­ρο­δό­τη­σε ο ί­διος ο  Κύ­ριος, α­φού για χά­ρι μας υ­πέ­μει­νε το πά­θος. Και φα­νε­ρώ­θη­κε για να ά­πο­κο­ρυ­φω­θή η  α­μαρ­τί­α ε­κεί­νων και με­ις να τη λά­βου­με α­πό τον Κύ­ριο Ι­η­σού που την κλη­ρο­νό­μη­σε και γι' αυ­τό α­κρι­βώς ε­τοι­μά­σθη­κε και μας ήλ­θε τέ­λος, για να μας εμ­πι­στευ­θή δι­ά­θή­κη με λό­γο και να λυ­τρώ­ση α­πό το  σκο­τά­δι τις καρ­δι­ές μας, που ή­σαν ή­δη δα­πα­νη­μέ­νες στον θά­να­το και πα­ρα­δο­μέ­νες στην πλά­νη της α­νο­μί­ας.  Εί­ναι δε γραμ­μέ­νο,  πως ο πα­τήρ το­υ ώ­ρι­σε να μας λύ­τρω­ση α­πό το σκο­τά­δι και  να ε­τοι­μά­ση για τον ε­αυ­τό του λα­ό ά­γιο.  Λέ­γει, λοι­πόν, ο προ­φή­της· Ε­γώ Κύ­ριος ο Θε­ός σου, ε­κά­λε­σά σε  έν δι­και­ο­σύ­νη και κρα­τή­σω της  χει­ρός σου και ε­νι­σχύ­σω σε,  και έ­δω­κα σε εις  δι­α­θή­κην γέ­νους, εις  φως ε­θνών, α­νοί­ξαι ο­φθαλ­μούς τυ­φλών και  έ­ξα­γα­γείν εκ  δε­σμών πε­πε­δη­μέ­νους και εξ οί­κου φυ­λα­κής κα­θή­με­νους εν σκό­τει. Γνω­ρί­ζου­με, λοι­πόν,  α­πό που λυ­τρω­θή­κα­με. Και  πά­λι ο προ­φή­της λέ­γει· Ι­δού, τέ­θει­κά σε εις φως ε­θνών, του εί­ναι σε εις σω­τη­ρί­αν ε­ως ε­σχά­του της  γης,  ού­τως λέ­γει Κύ­ριος ο  λυ­τρω­σά­με­νος σε Θε­ός. Και πά­λι ο  προ­φή­της λέ­γει·  Πνεύ­μα Κυ­ρί­ου ε­π' ε­μέ, ου εί­νε­κεν έ­χρι­σε με  εύ­υ­αγ­γε­λί­σα­σθαι τα­πει­νοίς χά­ριν, α­πέ­σταλ­κέ με ι­ά­σα­σθαι τους συν­τε­τριμ­μέ­νους την καρ­δί­αν, κη­ρύ­ξαι αιχ­μα­λώ­τοις ά­φε­σιν και  τυ­φλοίς α­νά­βλε­ψιν,  κα­λέ­σαι ε­νια­υτόν Κυ­ρί­ου δε­κτόν και η­μέ­ραν αν­τα­πό­δο­σε­ως,  πα­ρα­κα­λέ­σαι πάν­τας τους   πεν­θούν­τας.   Α­κό­μη και για το Σάβ­βα­το εί­ναι γραμ­μέ­νο στον Δε­κά­λο­γο,που έ­δω­σε προ­φο­ρι­κά ο Θε­ός στον Μω­ϋ­σή πά­νω στο  Σι­νά πρό­σω­πο με πρό­σω­πο. Και  α­γι­ά­σα­τε το Σάβ­βα­το Κυ­ρί­ου χερ­σίν κα­θα­ραίς και  καρ­δί­α κα­θα­ρά.  Και σε άλ­λο ση­μεί­ο λέ­γει˙ Μί­αν φυ­λά­ξω­σιν οι  υι­οί μου  το  Σάβ­βα­τον, τό­τε ε­πι­θή­σω το έ­λε­ος μου  ε­π' αυ­τούς. ­Το Σάβ­βα­το το α­να­φέ­ρει στην  αρ­χή της  δη­μι­ουρ­γί­ας. Και  ε­ποί­η­σεν ο  Θε­ός εν εξ η­μέ­ραις τα  έρ­γα των  χει­ρών αυ­τού,  και  συ­νε­τέ­λε­σεν εν τη ή­με­ρα τη   ε­βδό­μη και κα­τέ­παυ­σεν εν αυ­τή και η­γί­α­σεν αυ­τήν. Προ­σέ­ξε­τε, τέ­κνα, τι  ση­μαί­νει το συ­νε­τέ­λε­σεν εν  εξ  η­μέ­ραις.  Αυ­τό ση­μαί­νει ό­τι σε εξ χι­λιά­δες χρό­νια θα συν­τέ­λε­ση ο Κύ­ριος τα σύμ­παν­τα. Δι­ό­τι η ή­με­ρα στο στό­μα του  ση­μαί­νει χί­λια χρό­νια. Και ο  ί­διος μου το ε­πι­βε­βαι­ώ­νει λέ­γον­τας˙«Ι­δού,  ή­με­ρα Κυ­ρί­ου έ­σται ως χί­λια έ­τη.» Έ­τσι, τέ­κνα μου, σε εξ μέ­ρες, δη­λα­δή σε εξ χι­λιά­δες χρό­νια θα γί­νη η συν­τέ­λεια του κό­σμου. Και κα­τέ­παυ­σε τη η­μέ­ρα τη ε­βδό­μη. Αυ­τό ση­μαί­νει ό­τι η πραγ­μα­τι­κή κα­τά­παυ­σις της ε­βδό­μης η­μέ­ρας θα  εί­ναι ό­ταν έλ­θη ο υι­ός του και κα­τάρ­γη­ση τον και­ρό της α­νο­μί­ας και δι­κά­ση τους α­σε­βείς και άλ­λά­ξη τηνν ή­λιο, το φεγ­γά­ρι και τ'  ά­στρα. Και τέ­λος λέ­γει· «Α­γιά­σεις αυ­τήν χερ­σί κα­θα­ραίς και καρ­δί­α κα­θα­ρά.»  Αν,  λοι­πόν,  νο­μί­ζου­με ό­τι την  η­μέ­ρα που α­γί­α­σεν ο Θε­ός τώ­ρα μπο­ρεί κα­νείς να την α­γιά­ση όν­τας κα­θα­ρός στην καρ­διά, εί­μα­στε πλα­νε­μέ­νοι σε ό­λα. Ό­χι, αλ­λά τό­τε μό­νο θα την α­γι­ά­σου­με, ό­ταν θα έ­χου­με μπο­ρέ­σει να  δι­και­ω­θού­με οι ί­διοι και ν' α­πο­λαύ­σου­με την υ­πό­σχε­σι, και ό­ταν πλέ­ον δεν θα υ­πάρ­χη η  α­νο­μί­α,  αλ­λά θα έ­χουν γί­νει ό­λα και­νούρ­για α­πό τον Κύ­ριο. Τό­τε θα μπο­ρέ­σου­με να την α­γι­ά­σου­με, α­φού προ­η­γου­μέ­νως ο­­ι ί­διοι θα έ­χου­με α­για­σθή. Τους λέ­γει α­κό­μη· Τας νε­ο­μη­νί­ας υ­μών και  τα Σάβ­βα­τα ουκ  α­νέ­χο­μαι. Κυτ­τά­χτε, τι εν­νο­εί. Δεν δέ­χο­μαι τα  ε­φή­με­ρα Σάβ­βα­τα, αλ­λά ε­κεί­νο το  Σάβ­βα­το που ε­γώ έ­φτια­ξα, στο ο­ποί­ο α­φού θα έ­χω κα­τα­παύ­σει α­π' ό­λα μου τα έρ­γα θα α­νοί­ξω την ό­γδο­η η­μέ­ρα, δη­λα­δή την η­μέ­ρα ε­νός άλ­λου κό­σμου.  Γι' αυ­τό και ε­ορ­τά­ζου­με την ό­γδο­η μέ­ρα μέ­σα σε ευ­φρο­σύ­νη, για­τί αυ­τήν την  μέ­ρα ο Ί­η­ο­ούς α­νέ­στη εκ  νε­κρών κι α­φού φα­νε­ρώ­θη­κε α­νέ­βη­κε στους ου­ρα­νούς.    Α­κό­μη και για τον να­ό θα σας μι­λή­σω, πως μέ­σα στην πλά­νη τους οι τα­λαί­πω­ροι έλ­πι­σαν στην οι­κο­δο­μή, ό­τι ή­ταν οί­κος του Θε­ού και ό­χι στον ί­διο τον Θε­ό που τους έ­πλα­σε.Δη­λα­δή έ­κα­μαν πε­ρί­που ό­πως και οι ει­δω­λο­λά­τρες, πε­ρι­ο­ρί­ζον­τας το Θε­ό μέ­σα στο να­ό σαν εί­δω­λο. Αλ­λά ό­τι ο Κυ­ριος κα­ταρ­γεί το να­ό, α­κού­στε το· «Τίς  έ­μέ­τρη­σε τον  ου­ρα­νόν σπι­θα­μή ή  την  γην δρα­κί; Ουκ ε­γώ;  λέ­γει Κύ­ριος˙  Ο ου­ρα­νός μοι θρό­νος, η δέ  γη  υ­πο­πό­διον των  πο­δών μου  ποί­ον οί­κον οι­κο­δο­μή­σε­τε μοι, ή τις τό­πος της  κα­τα­παύ­σε­ως μου;» Κα­τα­λά­βα­τε τώ­ρα πό­σο μα­ταί­α ή­ταν η ελ­πί­δα τους. Και α­κό­μη λέ­γει˙«Ι­δού, οι  κα­θε­λό ν­τες τον να­ό τού­τον αυ­τοί αυ­τόν οι­κο­δο­μή­σου­σιν.»  Πράγ­μα που  συ­νέ­βη.  Δι­ό­τι στον πό­λε­μο που  έ­κα­μαν, γκρε­μί­σθη­κε α­πό τους  ε­χθρούς.  Και  τώ­ρα οι ί­διοι, που  εί­ναι δού­λοι των ε­χθρών, θα­ά τον  ξα­να­χτί­σουν.  Ε­πί­σης, ό­ταν ε­πρό­κει­το να πα­ρα­δο­θή στην κα­τα­στρο­φή η πό­λις και ο να­ός και ο λα­ός το­υ Ισ­ρα­ήλ,  φα­νε­ρώ­θη­κε. Δι­ό­τι λέ­γει η Γρα­φή· «Και έ­σται ε­π' ε­σχά­των των  η­με­ρών, και  πα­ρα­δώ­σει Κύ­ριος τα πρό­βα­τα της  νο­μής και την  μάν­δραν και τον πύρ­γον αυ­τών εις κα­τα­φθο­ράν. Και  έ­γι­νε σύμ­φω­να με τον λό­γο του Κυ­ρί­ου. Ας δού­με τώ­ρα, αν πράγ­μα­τι υ­πάρ­χει να­ός το­υ Θε­ού.  Εί­ναι, ό­πως βγαί­νει α­πό ό­που ο  ί­διος λέ­γει ό­τι θα τον έ­φτια­χνε και θα τον συγ­κρο­τού­σε. Εί­ναι γραμ­μέ­νο˙ «Και έ­σται, της ε­βδο­μά­δος συν­τε­λού­με­νης οι­κο­δο­μη­θή­σε­ται να­ός Θε­ού έν­δο­ξος ε­πί τω ο­νό­μα­τι Κυ­ρί­ου.» Α­πο­δει­κνύ­ε­ται, λοι­πόν, ό­τι εί­ναι να­ός.  Και  πως  θα κτι­σθή στο  ό­νο­μα το­υ Κυ­ρί­ου, α­κού­στε το.  Πριν πι­στεύ­σου­με στον  Θε­ό ή­ταν το κα­τοι­κη­τή­ριο της καρ­διάς μας φθαρ­τό και α­δύ­να­το, α­λη­θι­νά χει­ρο­ποί­η­τος να­ός, δι­ό­τι ή­ταν η  καρ­διά μας γε­μά­τη α­πό ει­δω­λο­λα­τρεί­α και οί­κος δαι­μό­νων, ε­πει­δή κά­να­με τα  αν­τί­θε­τα στον  Θε­ό.  Οι­κο­δο­μη­θή­σε­ται δε   ε­πί τω ο­νό­μα­τι Κυ­ρί­ου.  Και δό­στε προ­σο­χή πως θα οι­κο­δο­μη­θή έν­δο­ξα ο  να­ός το­υ Κυ­ρί­ου. Πώς;  Α­κού­στε. Α­φού πή­ρα­με την  ά­φε­σι των α­μαρ­τι­ών και ελ­πί­σα­με στο  ό­νο­μά του, γί­να­με και­νούρ­γιοι,  κτι­σθή­κα­με πά­λι α­πό την αρ­χή. Και έ­τσι στο κα­τοι­κη­τή­ριο της καρ­δί­ας μας α­λη­θι­νά δι­α­μέ­νει. ο Θε­ός. Πώς; Δι­ό­τι ε­κεί πε­ρι­έ­χε­ται ο  λό­γος της πί­στε­ως του, το κά­λε­σμα της ε­παγ­γε­λί­ας του,  η σο­φί­α των  θε­λη­μά­των του, εν­το­λές της  δι­δα­χής.  Εί­ναι ο ί­διος που  προ­φή­τευ­ει μέ­σα μας, που  κα­τοι­κεί μέ­σα μας, σε  μας τους υ­πο­δου­λω­μέ­νους στο θά­να­το α­νοί­γον­τας την θύ­ρα του να­ού, που  εί­ναι το ευ­αγ­γε­λι­κό στό­μα και δί­νον­τας μας με­τά­νοι­α μας ει­σά­γει στον ά­φθαρ­το να­ό. ΄Ο­ποι­ος πο­θεί να  σω­θή, δεν βλέ­πει τον άν­θρω­πο που μι­λά, Α­λά ε­κεί­νον που  κα­τοι­κεί σ' αυ­τόν και μι­λά με το  στό­μα του,  και  α­πέ­ναν­τι αυ­τού εκ­πλήσ­σε­ται, που πο­τέ ού­τε τον  λό­γο δεν έ­χει α­κού­σει ε­κεί­νου που  μί­λα ού­τε ο ί­διος πο­τέ έ­χει ε­πι­θυ­μή­σει να τ'  α­κού­ση. Αυ­τό εί­ναι πνευ­μα­τι­κος να­ός που  κτί­ζε­ται χά­ριν του Κυ­ρί­ου. ΄Ο­σο μου ή­ταν δυ­να­τό με κά­θε α­πλό­τη­τα να σας τα εκ­θέ­σω, το έ­κα­μα. Και ελ­πί­ζει η ψυ­χή μου ό­τι η  ε­πι­θυ­μί­α μου  αυ­τή δεν πα­ρέ­λει­ψε τί­πο­τε α­π' ό­σα εί­ναι χρή­σι­μα στη σω­τη­ρί­α σας. Κι αν σας έ­γρα­φα για τα πα­ρόν­τα ή τα μέλ­λον­τα, δεν θα τα εν­νο­ου­ύ­σα­τε, δι­ό­τι εί­ναι κρυ­μέ­να μέ­σα σε πα­ρα­βο­λές. Και αυ­τά μεν έ­τσι. Ας  πά­με τώ­ρα σε άλ­λη γνώ­σι και δι­δα­χή.   Υ­πάρ­χουν δύ­ο δρό­μοι δι­δα­χής και  ε­ξου­σί­ας, ε­κεί­νος του φω­τός και ε­κει­νός του σκό­τους.  Και  δι­α­φο­ρά πολ­λή α­νά­με­σα τους,  Στον έ­να εί­ναι ταγ­μέ­νοι φω­τα­γω­γοί άγ­γε­λοι του  Θε­ού και στον άλ­λον άγ­γε­λοι του Σα­τα­νά.  Και ο  μέν έ­νας εί­ναι Κύ­ριος α­π' αρ­χής των αι­ώ­νων στους  αι­ώ­νες, ο δε  άλ­λος άρ­χων το­ύ τω­ρι­νού και­ρού της α­νο­μί­ας. Η ο­δός, λοι­πόν, το­υ φω­τός εί­ναι η ε­ξής. Αν θέ­λει κα­νείς να την δια­βή, θα το κά­νη με την σώ­ρευ­σι των έρ­γων του. Και  η γνώ­σις που μας δό­θη­κε για  να βα­δί­ζου­με σ'  αυ­τό τον δρό­μο εί­ναι τέ­τοι­α. Να α­γα­πή­σης ε­κεί­νον που σε  έ­κα­με να  φο­βη­θής ε­κεί­νον που σε έ­πλα­σε, να δο­ξά­σης ε­κεί­νον που  σε λύ­τρω­σε α­πό τον θά­να­το. Να  εί­σαι α­πλός στην καρ­διά και πλού­σιος πνευ­μα­τι­κά.  Να μην έ­χης ε­πα­φή με ό­σους πο­ρεύ­ον­ται στην ο­δό του θα­νά­του, να μι­σής κά­θε τι που δεν εί­ναι α­ρε­στό στον Θε­ό, να μι­σή­σης κά­θε υ­πο­κρι­σί­α. Να μήν εγ­κα­τά­λει­ψης τις εν­το­λές το­υ Κυ­ρί­ου. Να μην ύ­ψω­σης τον ε­αυ­τό σου, αλ­λά να εί­σαι τα­πει­νό­φρων σε ό­λα· δό­ξα να μη βά­λης πά­νω σου.  Να μη πά­ρης πο­νη­ρή α­πό­φα­σι ε­ναν­τί­ον του πλη­σί­ον σου και να μη δώ­σης στην ψυ­χή σου θρά­σος. Να μη πορ­νεύ­σης, να μη μοι­χεύ­σης, να μην α­σελ­γή­σης. Τον λό­γο του Θε­ού να μη  τον ρί­ξης σε α­κά­θαρ­το τό­πο. Να μην εί­σαι προ­σω­πο­λή­πτης ό­ταν ε­λέγ­χης κά­ποι­ον για πα­ρά­πτω­μα του.  Να εί­σαι πρά­ος,να εί­σαι η­σύ­χιος, να τρέ­μης τους λό­γους που ά­κου­σες. Να μή κρά­τη­σης κα­κί­α στον α­δελ­φό σου. Να μην  εί­σαι δί­ψυ­χος, πό­τε α­πό ε­δώ και πό­τε α­πό ε­κεί.Να μην λά­βης έ­πί μα­ταί­ω το  ό­νο­μα Κυ­ρί­ου. Να  α­γα­πή­σης τον πλη­σί­ον σου πά­νω κι  α­πό την  ζω­ή σου. Να μη σκο­τώ­σης το παι­δί σου πριν ή  ό­ταν γεν­νη­θή. Να μη σή­κω­σης την φρον­τί­δα σου α­πό τον γυι­ό σου ή την θυ­γα­τέ­ρα σου, αλ­λά α­πό τα τρυ­φε­ρά τους χρό­νια να τους δι­δά­ξης τον φό­βο του Θε­ού. Να  μην ε­πι­θυ­μής ό­σα α­νή­κουν στον  πλη­σί­ον σου, να μην εί­σαι πλε­ο­νέ­κτης.  Να μην  κολ­λή­ση ή ψυ­χή σου  στους  ι­σχυ­ρούς και έν­δο­ξους, αλ­λά να  εί­ναι α­νά­με­σα στους τα­πει­νούς και  τους δι­καί­ους. ΄Ο,τι σού συμ­βαί­νει να το παίρ­νης ως κα­λό, ξέ­ρον­τας ό­τι χω­ρίς να ε­πι­τρέ­ψη ο Θε­ός τί­πο­τε δεν συμ­βαί­νει. Να  μην εί­σαι δί­γνω­μος ού­τε δί­γλωσ­σος· δι­ό­τι η δι­γλωσ­σί­α εί­ναι πα­γί­δα θα­νά­του.  Να υ­πο­τάσ­σε­σαι στους κυ­ρί­ους σου  σαν  σε  αν­τί­τυ­πα του Θε­ού με συ­στο­λή και φό­βο. Να μη φέ­ρε­σαι στον υ­πη­ρέ­τη ή την υ­πη­ρέ­τρια σου με πι­κρό­χο­λη δι­ά­θε­σι, δι­ό­τι προ­σκυ­νεί­τε τον ί­διο Θε­ό, μή­πως δεν φο­βη­θούν τον Θε­ό που και οι δυ­ο λα­τρεύ­ε­τε. Δι­ό­τι ο  Θε­ός δεν ήλ­θε να  κα­λέ­ση τον έ­να ή  τον άλ­λο, αλ­λά ό­σους το Πνεύ­μα ε­τοί­μα­σε. Να δί­νης α­π' ό­λα στον πλη­σί­ον σου και να   μη λες τί­πο­τε δι­κό σου. Αν τα ά­φθαρ­τα τα  έ­χε­τε κοι­νά, πό­σο μάλ­λον τα φθάρ­τα; Να μην  εί­σαι εύ­κο­λος στην  γλώσ­σα δι­ό­τι το στό­μα εί­ναι πα­γί­δα θα­νά­του. ΄Ο­σο μπο­ρείς να εί­σαι κα­θα­ρός ψυ­χι­κά. Να μην ά­πλώ­νης γρή­γο­ρα το χέ­ρι στο να πά­ρης και να μή το μα­ζεύ­ης ό­ταν προ­κει­ται να δώ­σης.  Να α­γα­πή­σης ως κό­ρην του ο­φθαλ­μού σου  ό­ποι­ον σου με­τα­δί­δει τον λό­γο το­υ Κυ­ρί­ου. Να θυ­μά­σαι την η­μέ­ρα της κρί­σε­ως νύ­χτα και μέ­ρα και να δι­ψάς να βλέ­πης τα πρό­σω­πα των α­γί­ων. ­Ή να κο­πιά­ζης στον λό­γο και πη­γαί­νον­τας να  πα­ρη­γο­ρή­σης και  κά­νον­τας κά­θε προ­σπά­θεια για να σώ­σης ψυ­χές με τον λό­γο ή με τα κα­λά έρ­γα να προ­σπα­θή­σης να σβύ­σης τις  α­μαρ­τί­ες σου. Να μη  δι­στά­ζης να δί­νης ού­τε να κλαί­γε­σαι ό­ταν δί­νης,  έ­χον­τας υ­π' ό­ψι σου  ό­τι θα αν­τα­μει­φθής α­πό τον  α­γα­θό αν­τα­πα­δό­τη.  Φυ­λά­ξεις, ό­σα πα­ρέ­λα­βες,  μή­τε προ­στι­θείς μή­τε α­φαι­ρών. Να  μι­σής τε­λεί­ως το   πο­νη­ρό. Κρί­νεις δι­καί­ως. Να  μη κά­νης σχί­σμα, αλ­λά να ει­ρη­νεύ­ης και  να  ε­νώ­νης ό­σους μά­χον­ται ο έ­νας τον άλ­λον.  Να έ­ξο­μο­λο­γή­σαι τις  α­μαρ­τί­ες σου. Να  μην  προ­σέρ­χε­σαι στην προ­σευ­χή με συ­νεί­δη­σι πο­νη­ρή. Αυ­τήν εί­ναι η ο­δός του φω­τός Και  η  μαύ­ρη ο­δός εί­ναι πλα­νε­ρή και  κα­τά­με­στη α­πό κα­τά­ρα. Δι­ό­τι εί­ναι ο­δός αι­ω­νί­ου θα­νά­του με  τι­μω­ρί­α. Σ' αυ­τήν βρί­σκον­ται ό­λα ό­σα ο­δη­γούν την ψυ­χή στην α­πώ­λεια. Ει­δω­λο­λα­τρεί­α, θρά­σος, καύ­χη­σις υ­λι­κής δυ­νά­με­ως, υ­πο­κρι­σί­α,  δι­πλο­καρ­δί­α,  μοι­χεί­α,  φό­νος,  αρ­πα­γή,  υ­πε­ρη­φά­νεια,  πα­ρά­βα­σις,  δό­λος, κα­κί­α,  αυ­θά­δεια, μα­γεί­α και  φαρ­μα­κί­α, πλε­ο­νε­ξί­α,  α­φο­βί­α του Θε­ού. Ε­κεί βα­δί­ζουν ό­σοι κα­τα­δι­ώ­κουν τους  α­γα­θούς,  μι­σούν την α­λή­θεια,  α­γα­πούν το ψεύ­δος, δεν ξέ­ρουν την α­μοι­βή της δι­και­ο­σύ­νης, ό­σοι δεν εί­ναι κολ­λώ­με­νοι α­γα­θώ, δεν κρί­νουν δί­και­α, δεν γνοι­ά­ζον­ται για τις χή­ρες και τα ορ­φα­νά, α­γρυ­πνούν ό­χι στον φό­βο του Θε­ού αλ­λά στο πο­νη­ρό,  α­πό­ο­ξε­νω­μέ­νοι και α­πο­μα­κρυ­σμέ­νοι α­πό την πρα­ό­τη­τα και  την υ­πο­μο­νή, α­γα­πών­τες μά­ται­α, δι­ώ­κον­τες αν­τα­πό­δο­μα,   α­νε­λέ­η­τοι στον   φτω­χό, ά­α­αρ­δοι στον βα­σα­νι­σμέ­νο,  ε­πιρ­ρε­πείς στην  κα­τά­λα­λιά, αρ­νη­ταί ε­κεί­νου που τους  έ­πλα­σε, φο­νείς τέ­κνων, φθο­ρείς του πλά­σμα­τος του Θε­ού, α­δι­ά­φο­ροι σ' ό­ποι­ον έ­χει α­νάγ­κη, έκ­με­ταλ­λευ­ταί των  θλι­βο­μέ­νων, κό­λα­κες των πλου­σί­ων, ά­νο­μοι κρι­ταί των πε­νή­των, α­πό το  κε­φά­λι έ­ως τα πό­δια α­μαρ­τω­λοί. Εί­ναι χρή­σι­μο και κα­λό, λοι­πόν, να μά­θη κα­νείς τα θε­λή­μα­τα του Κυ­ρί­ου, ό­σα εί­ναι γραμ­μέ­να και να περ­πα­τά σ' αυ­τά. Ό­ποι­ος ­τα ε­φαρ­μό­ζει, θα δο­ξα­σθή στην βα­σι­λεί­α του Θε­ού. Ό­ποι­ος ε­κλέ­γει τα άλ­λα, μα­ζί με τα  έρ­γα του θα χα­θή.  Γι' αυ­τό υ­πάρ­χει α­νά­στα­σις, γι' αυ­τό υ­πάρ­χει αν­τα­πό­δο­σις. Πα­ρά­κα­λώ ό­σους έ­χουν σε σας υ­πε­ρο­χή να δε­χθούν τις κα­λο­προ­αί­ρε­τες συμ­βου­λές μου. ΄Ε­χε­τε α­νά­με­σα σας ε­κεί­νους στους ο­ποί­ους θα ερ­γα­σθή­τε το κα­λό. Μην κα­θυ­στε­ρεί­τε.  Εί­ναι κον­τά η η­μέ­ρα που ο πο­νη­ρός και τα έρ­γα του θα πά­ρουν τέ­λος.  Εγ­γύς ο  Κύ­ριος και ο μι­σθός αυ­τού. Πά­λι και πά­λι σας πα­ρα­κα­λώ να γί­νε­στε ο έ­νας στον άλ­λον νο­μο­θέ­ται α­γα­θοί, να εί­στε ο έ­νας στον άλ­λον σύμ­βου­λοι πι­στοί. Ξερ­ρι­ζώ­στε α­νά­με­σα σας κά­θε υ­πο­κρι­σί­α. Και ο Θε­ός που εί­ναι κυ­ρί­αρ­χος των πάν­των, ας σας χα­ρί­ση σο­φί­α, σύ­νε­σι, ε­πι­στή­μη, γνώ­σι των θε­λη­μά­των του, υ­πο­μο­νή.  Και  γί­νε­τε θε­ο­δί­δα­κτοι,ψά­χνον­τας να μα­θαί­νε­τε τι ζή­τα α­πό σας  ο  Κύ­ριος και να τα ε­κτε­λή­τε,  για να βρε­θή­τε στην η­μέ­ρα της κρί­σε­ως. Κι αν υ­πάρ­χει κά­τι το  α­ξι­ο­ση­μεί­ω­το α­πό τα  α­γα­θά,  να μου το θυ­μά­στε με­λε­τών­τας αυ­τά ε­δώ που γρά­φω, ώ­στε και η ε­πι­θυ­μί­α και η α­γρυ­πνί­α να προ­χω­ρούν σε α­γα­θές πραγ­μα­το­ποι­ή­σεις.  Σας  πα­ρα­κα­λώ και σας το ζη­τώ χά­ρι. Ό­σο εί­ναι μα­ζί σας το κα­λό σκεύ­ος, να μην υ­στε­ρή­τε σε τί­πο­τε, αλ­λά α­δι­ά­κο­πα να τα με­λε­τά­τε αυ­τά και να ά­να­πλη­ρω­νε­τε κά­θε εν­το­λή. Δι­ό­τι ό­λα αυ­τά α­ξί­ζουν. Γι' αυ­τό και σας  τα έ­γρα­ψα με βί­α, ό­πως κα­λύ­τε­ρα μπο­ρού­σα, για να σας ευ­φρά­νω. Εί­θε να σω­θή­τε, α­γά­πης τέ­κνα και ει­ρή­νης. Ο Κύ­ριος της δό­ξης και κά­θε χά­ρι­τος ας εί­ναι με το πνεύ­μα σας.






Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
!-

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

 

FACEBOOK

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ


Histats

ΣΥΝΟΛΙΚΕΣ ΠΡΟΒΟΛΕΣ ΣΕΛΙΔΩΝ

extreme

eXTReMe Tracker

pateriki


web stats by Statsie

ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΣΤΟ FACEBOOK

 PATERIKI


CoolSocial

CoolSocial.net paterikiorthodoxia.com CoolSocial.net Badge

Τελευταία Σχόλια

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ TRANSLATE

+grab this

ON LINE

WEBTREND

Κατάλογος ελληνικών σελίδων
greek-sites.gr - Κατάλογος Ελληνικών Ιστοσελίδων

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

MYBLOGS

myblogs.gr

ΓΙΝΕΤΕ ΜΕΛΟΣ - JOIN US

Καταθέστε τα σχόλια σας με ευπρέπεια ,ανώνυμα, παραπλανητικά,σχόλια δεν γίνονται δεκτά:
Η συμμετοχή σας προυποθέτει τούς Όρους Χρήσης

Please place your comments with propriety, anonymous, misleading, derogatory comments are not acceptable:
Your participation implies in the Terms of Use


| ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ © 2012. All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos | Γιά Εμάς About | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |