1. Η ΘΕΟΤΟΚΟΣ ΕΜΠΡΟΣ ΕΙΣ ΤΟΝ ΕΣΤΑΥΡΩΜΕΝΟΝ ΙΗΣΟΥΝ
Ἡ Παναγία Μητέρα ἔβαινε τὸ πεντηκοστὸν ἔτος τῆς ἠλικίας της. Μέσα σ᾿ αὐτὰ τὰ χρόνια εἶδαν τὰ μάτια της κι ἄκουσαν τὰ αὐτιά της θαυμαστὰ γεγονότα. Ἄλλα μὲν τῆς ἐχάρισαν ἀνεκλάλητον χαρὰν κι ἄλλα ἱερὰν συγκίνησιν. Ὅλα αὐτὰ τὰ ἐφύλαγε ἡ Θεοτόκος εἰς τὴν ψυχήν της ὡς μαργαριτάρια, ὅπως εἴδαμε εἰς τὰ προηγούμενα κεφάλαια. Δὲν θὰ ἠμποροῦσε ὅμως νὰ σκεφθῆ ποτὲ ἡ Παρθενομήτωρ, ὅτι ἡ μοχθηρία καὶ ἡ κακία τῶν ἀνθρώπων θὰ ἔφθανε σὲ τέτοιο σημεῖον, ὥστε νὰ ὁδηγήσουν τὸν μονογενῆ της Υἱὸν -ὁ ὁποῖος τόσον πολὺ τοὺς εἶχε εὐεργετήσει- εἰς τὸν ἀτιμωτικὸν σταυρικὸν θάνατον.
Ὁ Γέρων προφήτης Συμεών, ὅταν κατὰ τὸν σαραντισμὸν ἐδέχθη τὸν μικρὸν Ἰησοῦν εἰς τὰ χέρια του εἶπεν εἰς τὴν Παναγίαν Μητέρα του ὅτι «καὶ σοῦ δὲ αὐτῆς τὴν ψυχὴν διελεύσεται ρομφαία» (Λουκ. β´ 35).
Δηλαδή: Καὶ τὴν ἰδικήν σου τὴν καρδιὰ θὰ τὴν διαπεράση μεγάλη καὶ ὀδυνηρὴ μάχαιρα θλίψεως καὶ πόνου. Καὶ νά ποὺ ἡ προφητεία ἐπαληθεύεται καὶ ἡ Πάναγνος Μητέρα εὑρίσκεται μπροστὰ εἰς τὸν ἐσταυρωμένον Ἰησοῦν. Πῶς ὅμως ἦτο δυνατὸν νὰ
φαντασθῆ ποτὲ ὅτι ἡ ρομφαία ἡ ὁποία θὰ διαπερνοῦσε τὴν καρδιά της, θὰ ἦτο αὐτό, ποὺ ἔβλεπε τώρα μπροστά της;
Νά ἦτο ἡ ἀπειλὴ τοῦ θηριώδους Ἡρώδου, ἐπὶ τέλους. Νὰ ἦτο ὁ φθόνος καὶ ἡ συκοφαντία τῶν μοχθηρῶν ἀρχόντων, καὶ αὐτὸ τὸ καταλάβαινε. Ἀλλὰ τὸ θέαμα αὐτὸ τὸ φρικτόν, τὴν τραγωδίαν αὐτήν, τὴν ἀδιανόητον, πῶς ἠμποροῦσε νὰ τὴν περιμένη; Πῶς ἔγινε αὐτό;
Κατὰ τὴν εἴσοδον τοῦ Κυρίου εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, οἱ μυριάδες τοῦ λαοῦ ὑπεδέχοντο τὸν Υἱόν της ὡς Βασιλέα καὶ τὸν ἐζητωκραύγαζον μὲ τὸ «ὡσαννὰ ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ», καὶ τώρα, λίγες ἡμέρες ἀργότερα ἀπὸ τὴν μεγάλην ὑποδοχήν, τὸν βλέπει καρφωμένον ἐπάνω εἰς τὸν Σταυρόν! Εὐτυχισμένη Μητέρα προχθές. Πονεμένη καὶ βαθειὰ θλιμένη Μητέρα σήμερα. Τί θλῖψι, ἀλήθεια! Ποία δοκιμασία ἀνείπωτη διὰ τὴν ἁγίαν αὐτὴν Μητέρα! Νὰ βλέπη τὸν λατρευτὸν Υἱόν της ἐπάνω εἰς τὸν Σταυρόν! Νὰ ἀντικρύζη τὸν γλυκύτατον Ἰησοῦν της, τὸν ἀναμάρτητον, τὸν πανάγιον, τὸν εὐεργέτην, τὸν Σωτῆρα ἀνάμεσα εἰς δυὸ ληστάς!
Ποῖος θὰ τὸ ἐπερίμενε; Ἡ τιμημένη Μητέρα τοῦ Θεοῦ τὴν ὁποίαν ἄγγελοι καὶ προφῆται καὶ ἄνθρωποι εὐσεβεῖς ἐκαλοῦσαν κεχαριτωμένην καὶ μακαρίαν, ὑπῆρξε συγχρόνως καὶ ἡ πλέον πικραμένη, ἡ πλέον θλιμμένη, ἡ πλέον πονεμένη Μητέρα! Μαζί με τοὺς ἄλλους ὑπέροχους καὶ αἰωνίους τίτλους ἀρετῆς τοῦ μεγαλείου ποὺ ἐπῆρε, ἔλαβε καὶ αὐτὴν τὴν ὀνομασίαν ποὺ τὴν αἰσθάνθησαν βαθειὰ οἱ ἄνθρωποι καὶ τὴν ὕμνησαν οἱ ποιηταὶ καὶ τὴν ἐκαλλιτέχνησαν μὲ τὴν μεγάλην τέχνην τους οἱ καλλιτέχναι, τὴν ὀνομασίαν Βασίλισσα τοῦ πόνου. Ἡ Μητέρα τοῦ σαρκωθέντος Θεοῦ Βασίλισσα τοῦ πόνου! Δὲν εἶναι ἐκπληκτικό;
Ἀλλὰ διατί ἡ ἀπορία; Ἐφ᾿ ὅσον ὁ Υἱός της, ὁ μέγας Θεὸς καὶ Σωτήρ, ἐπέρασεν ὡς ἄνθρωπος καὶ ἀπὸ αὐτὸν τὸν δρόμον, πῶς νὰ μὴ τὸν περάση καὶ ἡ Παναγία Μητέρα του: Ἀφοῦ Ἐκεῖνος ὑπῆρξε μὲ τὸν σταυρικὸν θάνατον ὁ κατ᾿ ἐξοχὴν Βασιλεὺς τοῦ πόνου, πῶς καὶ ἡ Πανάχραντος, ποὺ ἔβλεπε τὸν γλυκύτατον Υἱόν της νὰ ὀδυνᾶται ἐπάνω εἰς τὸν σταυρὸν νὰ μὴν εἶναι ἡ Βασίλισσα τοῦ πόνου;
Ἀπὸ τὸ μεγάλο κακούργημα τῶν Γραμματέων καὶ τῶν Φαρισαίων ἡ γῆ ἔφριξε, σεισμὸς συνεκλόνισε τὸ πᾶν, βράχοι ἐσχίσθησαν, μνήματα ἄνοιξαν, ὄρη ἐσαλεύθησαν, ὅλα αὐτὰ μαρτυροῦσαν τὴν συμμετοχὴν καὶ αὐτῆς τῆς ἀψύχου φύσεως κατὰ τὴν φοβερὰν ἐκείνην ὥραν. Ἀλλὰ ποιὸς ἠμπορεῖ νὰ περιγράψη τὰ αἰσθήματα ποὺ συνεκλόνιζαν τὴν καρδιὰν τῆς Παναγίας μας, ἐμπρὸς εἰς τὸ φρικτὸν δράμα τῆς Σταυρώσεως; Ὁ Υἱός της ὁ ἀγαπητὸς τὸν ὁποῖον εἶχε μεγαλώσει καὶ ἀναθρέψει μὲ τόσην στοργήν, «ὁ ὡραῖος κάλλει παρὰ πάντας τοὺς θνητούς», αὐτὸς ποὺ εἶχε περάσει τὴν ζωήν του «εὐεργετῶν καὶ ἰώμενος», τώρα κρέμεται χλωμὸς καὶ καταματωμένος ἐπάνω εἰς τὸν Σταυρόν!
Ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὁ ὁποῖος δὲν ἀπεχωρίσθη τὸν Ἰησοῦν οὐδὲ στιγμὴν γράφει: «εἰστήκεισαν δὲ παρὰ τῷ σταυρῷ τοῦ Ἰησοῦ ἡ μήτηρ αὐτοῦ καὶ ἡ ἀδελφὴ τῆς μητρὸς αὐτοῦ, Μαρία ἡ τοῦ Κλωπᾶ καὶ Μαρία ἡ Μαγδαληνή». (Ἰωάν. ιθ´ 25).
Καὶ οἱ Μαθηταὶ τοῦ Ἰησοῦ ποῦ ἦσαν; Τὰ πλήθη ποὺ ἄκουαν μὲ τόσην προσοχὴν τὴν διδασκαλίαν του; Καὶ οἱ τυφλοὶ ποὺ ἀνέβλεψαν καὶ οἱ λεπροὶ ποὺ ἐκαθαρίσθησαν καὶ οἱ δαιμονιζόμενοι ποὺ ἐλευθερώθησαν καὶ οἱ ἄρρωστοι ποὺ ἐθεραπεύθησαν; Δὲν ὑπάρχει ἀπ᾿ αὐτοὺς κανένας κοντά του!...
«...εἰστήκεισαν δὲ πάντες οἱ γνωστοὶ αὐτοῦ ἀπὸ μακρόθεν» (Λουκ. κγ´ 49). Μὰ καλὰ οἱ ξένοι. Οἱ δικοί του; Τὸν ἔχουν ἐγκαταλείψει ὅλοι!... Καὶ ὁ Πέτρος ποὺ ὠρκίζετο ὅτι καὶ ἂν ὅλοι τὸν ἀφήσουν, αὐτὸς δὲν θὰ τὸν ἀρνηθῆ ποτέ... Καὶ ὁ Θωμᾶς ποὺ πρὸ ὀλίγου ἔλεγε: Πᾶμε νὰ ἀποθάνουμε καὶ μεῖς μαζί του! Ἡ ἀγάπη τους πρὸς τὸν Ἰησοῦν ἦτο μικρότερα ἀπὸ τὸν φόβον τῶν στρατιωτῶν καὶ τῶν Φαρισαίων... Καὶ τὸν ἄφησαν μόνον, τὴν ὥραν ἀκριβῶς ποὺ ἐχρειάζετο νὰ εἶναι ὅλοι κοντά του. Πόσον ὀδυνηρὸν ἦτο αὐτὸ διὰ τὸν Ἰησοῦν!
Ἀλλὰ μήπως ἦτο ὀλιγώτερον καὶ διὰ τὴν Παναγίαν; Πονάει ἡ καρδιὰ τῆς Μητέρας. Σπαράζεται ἡ ψυχή της εἰς τὸ θέαμα ποὺ προβάλλει μπροστά της. Πλήθη ἐχθρικὰ γύρω της ὀνειδίζουν, βλασφημοῦν, καταρῶνται καὶ ἐξευτελίζουν τὸν Ἰησοῦν της. Ποῖον ἄλλο μαρτύριον φοβερώτερον καὶ ὀδυνηρότερον ἀπὸ αὐτὸ ἠμποροῦσε νὰ ὑπάρξη διὰ τὴν Παναγίαν Μητέρα; Νὰ στέκει ἐκεῖ καὶ νὰ βλέπη τὸν Υἱόν της νὰ σπαράζη ἐπάνω εἰς τὸν Σταυρὸν καὶ αὐτὴ ἡ Μητέρα του νὰ μὴ μπορῆ νὰ τοῦ κάμνη τίποτε!... Ν᾿ ἀκούη τὸν Ἰησοῦν της νὰ κράζη μέσα ἀπὸ τὰ φλεγόμενα σπλάγχνα του «διψῶ» καὶ αὐτὴ νὰ μὴ μπορῆ νὰ τοῦ δώση λίγες σταγόνες νερό, διὰ νὰ τὸν δροσίση, διὰ νὰ τοῦ λιγοστέψη τὴν δίψα!
Τὸ αἷμα τρέχει ἀδιάκοπα ἀπὸ τὸ κεφάλι, ἀπὸ τὰ χέρια, ἀπὸ τὰ πόδια τοῦ Κυρίου. Καὶ αὐτὴ νὰ μὴ μπορῆ νὰ σπογγίση τὸ πρόσωπόν του, καὶ εἰς τὴν φοβερὴν ἀπομόνωσίν του νὰ τὸν πλησίαση καὶ νὰ τοῦ πῆ λίγα λόγια μητρικῆς ἀγάπης.
Τὸ Φῶς τῆς ζωῆς της, ὁ γλυκύτατος Ἰησοῦς, ποὺ ἀνέτειλεν ὡς ἥλιος εἰς τοὺς βυθισμένους εἰς τὰ σκοτάδια τῆς πλάνης καὶ τῆς ἁμαρτίας, τώρα ἀφήνει τὴν τελευταίαν τοῦ πνοήν. Πόνος βαθύς, πελώριος, σπαρακτικὸς συγκλονίζει τὴν Πανάχραντον Μητέρα, ρομφαῖες ὀδυνηρὲς τρυποῦν καὶ ξεσχίζουν τὴν καρδιάν της.
Ἐπόνεσαν κι ἄλλες μητέρες. Εἶδαν κι αὐτὲς τὰ παιδιά τους νὰ δοκιμάζουν θλίψεις καὶ βάσανα μεγάλα. Εἶχαν ὅμως τὴν δυνατότητα νὰ τοὺς δώσουν κάποια παρηγοριά, νὰ τοὺς ἐκδηλώσουν τὴν μητρικήν τους τρυφερότητα. Καμιὰ ὅμως μητέρα δὲν εὑρέθη εἰς τὴν θέσιν τῆς Παναγίας νὰ βλέπη τὸν Ἀθῷον νὰ πάσχη, τὸν Ἁγιώτατον νὰ σταυρώνεται, τὸν Ἄδολον νὰ καθυβρίζεται, καὶ αὐτὴ ὄχι μόνον νὰ μὴ μπορῆ νὰ τὸν ὑπερασπίση, ἀλλὰ οὔτε καὶ μίαν λέξιν στοργῆς καὶ ἀγάπης νὰ τοῦ πῆ.
Θεέ μου, ποιός μπορεῖ νὰ περιγράψη τὸν πόνον ποὺ ἐδοκίμαζε εἰς τὴν εὐαίσθητον, εἰς τὴν ἁγίαν καρδίαν της ἡ Παναγία μας; Ἡ ὀδύνη τῆς Παναγίας Μητέρας εἶναι τόσον βαθειά, τόσον μεγάλη, τόσον ἀνθρωπίνω! Συνεκίνησε καὶ θὰ συγκινῆ κάθε καρδιὰ ἀνθρώπου μέχρι συντέλειας τῶν αἰώνων.
Τὰ εἰς τὴν Παναγίαν ἀποδιδόμενα ἐγκώμια τοῦ Υἱοῦ της τὰ ὁποῖα ψάλλονται κατὰ τὸν ἄρθρον τοῦ Μ. Σαββάτου, ποίημα Ἀρσενίου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως (13 αἰών) ἤ, κατ᾿ ἄλλους, Ἀρσενίου Κερκύρας (9ος αἰών) εἶναι συγκλονιστικά.
Ἀπὸ τὴν πρώτην στάσιν:
- Οἶμοι, (=ἀλλοίμονον εἰς ἐμὲ) φῶς τοῦ κόσμου! οἴμοι, φῶς τὸ ἐμόν! Ἰησοῦ μου ποθεινότατε, ἔκραζεν ἡ παρθένος θρηνῳδοῦσα γοερῶς.
- Τίς μοι δώσει ὕδωρ καὶ δακρύων πηγάς; ἡ θεόνυμφος παρθένος ἐκραύγαζεν, ἵνα κλαύσω τὸν γλυκύν μου Ἰησοῦν.
Ἀπὸ τὴν δευτέραν στάσιν:
- Μόνη γυναικῶν χωρὶς πόνων ἔτεκόν σε, (=σὲ ἐγέννησα), τέκνον, πόνους δὲ νῦν φέρω πάθει τῷ σῷ ἀφορήτους, (=ἀβαστάχτους πόνους) ἔλεγεν ἡ σεμνή.
- Φεῦ! (=ἀλλοίμονον) Τοῦ Συμεὼν ἐκτετέλεσται (=ἐξεπληρώθη) ἡ προφητεία- ἡ γὰρ σὴ ρομφαία διέδραμε (=διεπέρασε) τὴν ἐμὴν καρδίαν, Ἐμμανουήλ.
Ἀπὸ τὴν τρίτην στάσιν:
- Ὦ γλυκύ μου ἔαρ, (=ἄνοιξις), γλυκύτατόν μου τέκνον, ποῦ ἔδυ (=ποῦ ἔχαθη) σου τὸ κάλλος;
- Δοξάζω σου, υἱέ μου, τὴν ἄκραν εὐσπλαγχνίαν, ἧς χάριν (=χάριν τῆς ὁποίας) ταῦτα πάσχεις.
Ὁ πόνος τῆς Παναγίας εἶχε κάτι τὸ ξεχωριστόν. Δὲν ἦτο μόνον ὁ πόνος ποὺ ἔνοιωθε ὡς μητέρα διὰ τὸ γλυκύτατόν της τέκνον, τὸ ὁποῖον, ἔβλεπε καρφωμένον ἐπάνω εἰς τὸν Σταυρόν.
Ἐπονοῦσε καὶ διὰ τὸ κατάντημα τῶν ἀνθρώπων, διὰ τὴν τρομερὰν ἀδικίαν, τὴν ὁποίαν διέπραξαν οἱ μοχθηροὶ Ἰουδαῖοι εἰς τὸν Σωτῆρα τους. Μὲ θλῖψιν μεγάλην τοὺς ἔβλεπε νὰ βυθίζονται εἰς τὰ πυκνὰ σκοτάδια, νὰ γίνονται ὄργανα τοῦ διαβόλου. Ἡ μεγάλη, ὅμως, ἀγάπη τοῦ Ἐσταυρωμένου Ἰησοῦ τοὺς συγχωρεῖ ἐπάνω ἀπὸ τὸν Σταυρόν.
Ἡ ἀγάπη του αὐτή, καθὼς καὶ ἡ ἀγάπη τῆς Παναγίας μας ποὺ ἔδειξε εἰς ὅλην της τὴν ζωήν, ἂς γίνη δι᾿ ὅλους ἐμᾶς τοὺς χριστιανοὺς ἀστέρι ποὺ θὰ φωτίζη καὶ θὰ καθοδηγῆ τὴν ζωήν μας καὶ θὰ μᾶς προφυλάσση ἀπὸ τὰ μίση καὶ τὶς κακίες, διὰ νὰ κερδίσωμε τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ.
α. Ἡ Θεοτόκος ὑπὸ τὴν προστασίαν τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου
«Ἰησοῦς οὖν ἰδὼν τὴν μητέρα καὶ τὸν μαθητὴν παρεστώτα ὃν ἠγάπα, λέγει τῇ μητρὶ αὐτοῦ· γῦναι, ἴδε ὁ υἱός σου. Εἶτα λέγει τῷ μαθητῇ· ἴδε ἡ μήτηρ σου. Καὶ ἀπ᾿ ἐκείνης τῆς ὥρας ἔλαβεν ὁ μαθητὴς αὐτὴν εἰς τὰ ἴδια» (Ἰωάννου ιθ´ 27).
Πόσον συγκινητικὸν εἶναι τὸ γεγονὸς αὐτό! Ὁ Κύριος ἐνῶ διέρχεται τὴν ἀγωνίαν τοῦ θανάτου, σκέπτεται τὴν Μητέρα του, ἡ ὁποία ὑπῆρξε πιστὴ μέχρι θανάτου, ἐπιτελώντας τὰ μητρικά της καθήκοντα μὲ ἀφοσίωσιν ἀπὸ τὴν φάτνην τῆς Βηθλεὲμ μέχρι τὸν ἐπώδυνον Σταυρόν.
Πῶς μποροῦσε, μία τέτοια Μητέρα, ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ νὰ μὴν τὴν ἀνταμείψη μὲ τὴν ἰδικήν του στοργὴν καὶ ἀγάπην; Καὶ εἶναι ἀγάπη ἀληθινή. Εἶναι ἡ τρυφερότητα καὶ ἡ πλέον εὐαίσθητη πλήρωσις υἱϊκοῦ καθήκοντος πρὸς τὴν Μητέρα. Ἡ Μητέρα του ἔμεινε πλέον ἔρημος, διότι Αὐτὸς θὰ ἔφευγε.
Δὲν ἐκινδύνευε, βεβαίως, νὰ πεινάση· εἰς τὴν ψυχήν της ὅμως ἄνοιξε ἕνα κενὸ μεγάλο, τὸ ὁποῖον μὲ τὸν θάνατον τοῦ Ἰησοῦ θὰ ἐμεγάλωνε ἀκόμη περισσότερον. Ποιὸς θὰ τὴν ἐπροστάτευε; Καὶ ποιὸς θὰ ἔκαμνε τὰ τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς της ξεκούραστα καὶ ἀναπαυμένα; Μόνον ἕνας μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ, μαθητὴς ἀγαπημένος, ἐν πνεύματι ἀδελφός, τοῦ ὁποίου ὁ χαρακτήρας, οἱ τρόποι καὶ ἡ συμπεριφορὰ θὰ ὑπενθύμιζον εἰς τὴν Θεομήτορα τὸν πανάμωμον Υἱόν της, θὰ μποροῦσε νὰ γίνη στήριγμά της.
Μόνον ἐκεῖνος ποὺ θὰ εἶχε ζήσει μαζί της κατὰ τὶς φοβερὲς ὧρες τοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ, θὰ ἦτο δυνατὸν νὰ τῆς δώση ἀνακούφισιν. Κι εὐτυχῶς αὐτὸς ὁ ἀδελφὸς δὲν ἔλειψε κατὰ τὴν τραγικὴν αὐτὴν περίστασιν. Ἦτο ὁ ἀγαπημένος μαθητὴς τοῦ Κυρίου, ὁ Ἰωάννης. Μόνος αὐτὸς ἀπὸ ὅλους τοὺς μαθητὰς ἐτόλμησε νὰ ἔλθη κάτω ἀπὸ τὸν Σταυρὸν καὶ ἔμεινεν ἐκεῖ καὶ ὑπέμεινεν μὲ καρτερίαν καὶ μὲ ἀγάπην τὸ φοβερὸν μαρτύριον τοῦ Διδασκάλου του.
Αὐτός, λοιπόν, ἄξιζε νὰ ὀνομασθῇ ἀδελφὸς τοῦ Κυρίου καὶ υἱὸς τῆς Παναγίας. Καὶ μόνον αὐτὸς ἠμποροῦσε νὰ γίνη κηδεμὼν καὶ προστάτης καὶ Υἱὸς τῆς Παναχράντου καὶ νὰ τὴ σεβασθῇ ὡς Μητέρα τοῦ Κυρίου του. Καὶ πράγματι. «Ἀπ᾿ ἐκείνης τῆς ὥρας, σημειώνει ὁ ἴδιος Εὐαγγελιστής, ἔλαβεν ὁ μαθητὴς αὐτὴν εἰς τὰ ἴδια» (Ἰωάν. ιθ´ 27). Τὴν ἐπῆρεν εἰς τὸ σπίτι του ὡς μητέρα του καὶ ὡς μητέρα τοῦ Κυρίου. Παρέμεινε δὲ ἡ Θεομήτωρ πλησίον τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου ἕνδεκα ἔτη, δηλαδὴ μέχρι τῆς Κοιμήσεώς της.
β. Ἡ χαρὰ τῆς Θεομήτορος διὰ τὸν Ἀναστημένον καὶ Ἀναληφθέντα Υἱόν της
Τὰ θλιβερὰ γεγονότα τοῦ Γολγοθὰ ἔχουν περάσει. Τὸ πανάχραντον σῶμα τοῦ μεγάλου θύματος ἔχει ἐνταφιασθῆ ἀπὸ τὸν Ἰωσὴφ καὶ τὸν Νικόδημον. Ὁ ὄχλος μαζὶ μὲ τοὺς ἀνόμους ἄρχοντας, ἔπειτα ἀπὸ τὸ φοβερὸν καὶ ἀποτρόπαιον ἔγκλημα ποὺ διέπραξαν, ἔχουν διαλυθεῖ. Ἡ πονεμένη Μητέρα εὑρίσκεται σὲ ἀσφαλῆ χέρια. Τὴν ἔχει παραλάβει ὁ ἀγαπημένος μαθητὴς τοῦ Ἰησοῦ Ἰωάννης εἰς τὸ σπίτι του, κατ᾿ ἐντολήν, ὅπως εἴδαμε, τοῦ διδασκάλου του. Καὶ μὲ τὶς περιποιήσεις του, τὴν ἄγαπήν του καὶ τὸν μεγάλον του σεβασμὸν ἔκοιταζε νὰ τῆς γλυκάνη τὸν πόνον. Ἦτο πλέον ὁ υἱός της, καὶ ἡ Παναγία ἡ μητέρα του. Ἡ καρδία, ὅμως, τῆς Πανάγνου Μητέρας, ἦτο τόσον πληγωμένη ἀπὸ τὸ φρικτὸν θέαμα ποὺ εἶχε ἄντικρυσει. Καὶ τώρα ὁ γλυκύτατος Ἰησοῦς της ἦτο πλέον νεκρὸς εἰς τὸν τάφον.
Μὰ ἦτο δυνατὸν ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ νὰ μείνη νεκρὸς εἰς τὸν τάφον, ὅπως οἱ ἄλλοι κοινοὶ θνητοί; Ὁ ἀρχηγὸς τῆς ζωῆς θὰ ἐνικᾶτο ἀπὸ τὸν θάνατον; Καὶ ὅσα εἶχε πῆ ὁ Ἰησοῦς διὰ τὸν θάνατόν του καὶ διὰ τὴν μετὰ τρεῖς ἡμέρας ἀνάστασίν του; Πῶς ἠμποροῦσε νὰ τὰ ξεχάση αὐτὰ ἡ Πανάμωμος Μητέρα, ἡ ὁποία εἶχε συνηθίσει τὰ λόγια τοῦ Υἱοῦ της ὄχι ἁπλῶς νὰ τὰ ἀκούη ἀλλὰ καὶ νὰ τὰ διατηρῆ εἰς τὴν μνήμην της καὶ νὰ τὰ μελετᾶ καὶ νὰ ἐμβαθύνη εἰς αὐτά;
Εἰς τὸν πολυκύμαντον βίον της καὶ εἰς τὰς πλέον δύσκολους στιγμὰς τόσα θαυμαστὰ καὶ ἐξαίρετα γεγονότα συνέβησαν εἰς τὴν ἐπίγειον ζωὴν τοῦ Σωτῆρος. Καὶ ὕστερα ἀπὸ αὐτὰ δὲν ἐφαίνετο τίποτε τὸ ἀπίστευτον καὶ ἀκατόρθωτον, διὰ τοῦτο ἤλπιζε ὅτι θὰ συνέβαινε κάτι τὸ θαυμαστόν, ἀσυγκρίτως θαυμαστότερον καὶ ἐκπληκτικώτερον ἀπὸ κάθε προηγούμενον ποὺ θὰ ἄλλαζε ριζικὰ τὰ πράγματα. Αὐτὰ ἔφερε διαρκῶς εἰς τὸν νοῦν της ἡ πονεμένη Μητέρα. Αὐτὰ ἐσκέπτετο καὶ τὰ συζητοῦσε μὲ τὸν Ἰωάννην, τὸν μαθητὴν τῆς ἀγάπης, καὶ ἔνοιωθαν μέσα τους μιὰ γλυκεία ἐλπίδα νὰ φουντώνη καὶ νὰ περιμένουν μὲ χαρά.
Καὶ ὢ τοῦ θαύματος!... Ἡ μεγάλη ἡμέρα, ἡ μία τῶν Σαββάτων, ἡ Κυριακή, ἀνέτειλε λαμπρὰ καὶ ἐλπιδοφόρα. Φωνὲς νίκης καὶ χαρᾶς συνεκλόνισαν τὴν Ἱερουσαλήμ. Ὁ Κύριος «ἤγερθη ὄντως»! «Ἐωράκαμεν τὸν Κύριον»! Οἱ μαθηταὶ χαίρουν καὶ ἀγάλλονται καὶ γεμᾶτοι ἀπὸ ἐλπίδα καὶ θάρρος ἀντικρύζουν τὸ μέλλον. Οἱ παράνομοι Γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ταράσσονται καὶ ζητοῦν νὰ ἀποκρύψουν τὸ μεγάλο γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Ἰησοῦ.
Τὴν Ἀνάστασιν τοῦ Υἱοῦ της ἡ Παναγία ἔμαθε ἀπὸ τὰς Μυροφόρας γυναίκας καὶ μάλιστα τὴν Σαλώμην, τὴν μητέρα τῶν υἱῶν Ζεβεδαίου. Πόση χαρὰ καὶ εὐφροσύνη θὰ αἰσθάνθηκε εἰς τὸ ἄκουσμα ὅτι ὁ Υἱός της ἀνέστη! Ἡ πονεμένη καρδιά της ἐσκίρτησε. Ἡ μεγάλη της ὀδύνη ἐξαφανίζεται, λησμονεῖ τὸν φρικτὸν Γολγοθὰν καὶ τώρα ζῆ τὴν χαρὰν τῆς Ἀναστάσεως.
Ἐν συνεχείᾳ, οἱ ἄλλες ἐμφανίσεις τοῦ ἀναστάντος Ἰησοῦ μὲ τὸ «χαίρετε» καὶ τὸ «εἰρήνη ὑμῖν» ἀναστύλωσαν καὶ ἐστερέωσαν καὶ τὴν καρδιὰν τῆς Θεομήτορος.
Ἐπὶ σαράντα ἡμέρας τὸ ἕνα σκίρτημα ἀγαλλιάσεως διαδέχεται τὸ ἄλλο ἀπὸ τὶς γλυκὲς καὶ εὐλογημένες ἐμφανίσεις τοῦ Κυρίου, τὰς ὁποίας ἔσπευδον ὁ Ἰωάννης καὶ οἱ ἄλλοι μαθηταὶ νὰ ἀνακοινώσουν εἰς τὴν Ὑπεραγίαν Μητέρα.
Τὴν τεσσαρακοστὴν ἡμέραν ἄλλον γεγονός, ἐπίσης μεγάλον καὶ συνταρακτικόν, συνέβη.
Ὁ Κύριος ἀφοῦ ἀφῆκε τὰς τελευταίας ὑποθήκας του εἰς τους μαθητάς του κι ἀφοῦ ὑπεσχέθη νὰ τοὺς στείλη τὸν Παράκλητον, (τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον), ἀνελήφθη εἰς τους οὐρανούς. «Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ εὐλογεῖν αὐτὸν αὐτοὺς διέστη ἀπ᾿ αὐτῶν καὶ ἀνεφέρετο εἰς τὸν οὐρανὸν» (Λουκ. κδ´ 51). Ἡ Μητέρα τοῦ Κυρίου κινεῖται πλέον μέσα εἰς τὴν Βασιλείαν τῆς εἰρήνης, τῆς ἀναπαύσεως καὶ τῆς χαρᾶς.
Ὀλίγον προτοῦ ἀναληφθῆ ὁ Σωτήρ, εἶχε δώσει τὴν ἐντολὴν νὰ εὑρίσκωνται ὅλοι εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ μέχρις ὅτου ἔλθη τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον. «Ὑμεῖς δὲ καθίσατε ἐν τῇ πόλει Ἱερουσαλὴμ ἕως οὗ ἐνδύσησθε δύναμιν ἐξ ὕψους» (Λουκ. κδ´ 49).
Ἡ Παναγία προσεύχεται συνεχῶς. Ἡ προσευχή της χαρίζει γλυκὲς στιγμὲς καὶ τὴν κρατεῖ σὲ διαρκῆ ἐπικοινωνίαν μὲ τὸν Ἰησοῦν. Δὲν προσεύχεται ἁπλῶς, ἀλλὰ «προσκαρτερεῖ» εἰς τὴν προσευχήν, μαζὶ μὲ τοὺς μαθητὰς καὶ τὰς ἄλλας εὐσεβεῖς γυναῖκας, μεταξὺ τῶν ὁποίων κατέχει ἐξαιρετικὴν καὶ ὅλως τιμητικὴν θέσιν. Προσεύχεται ἀκαταπαύστως. «Οὗτοι πάντες (δηλ. οἱ ἕνδεκα μαθηταί), σημειώνει ὁ ἱερὸς Εὐαγγελιστής, ἦσαν προσκαρτεροῦντες ὁμοθυμαδὸν τῇ προσευχῇ καὶ τῇ δεήσει σὺν γυναιξὶ καὶ Μαρίᾳ τῇ μητρὶ τοῦ Ἰησοῦ καὶ σὺν τοῖς ἀδελφοῖς αὐτοῦ» (Πράξ. α´ 14).
Καὶ ἰδοὺ τὴν πεντηκοστὴν ἡμέραν ἀπὸ τῆς Ἀναστάσεως, ἐνῶ ἦσαν ὅλοι συγκεντρωμένοι εἰς τὸ ὑπερῶον, τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον κατέβη καὶ τοὺς ἐπεσκίασε καὶ τοὺς ἁγίασε. Ἐκεῖ, ὅπως ἐξάγεται ἀπὸ τὰς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, (Πράξεις α´ 14 καὶ β´ 1) ἦτο καὶ ἡ Παναγία Μητέρα. Καὶ ἔλαβε καὶ αὐτὴ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον. Ἐδέχθη καὶ αὐτὴ τὸν Παράκλητον ὡς μεγάλο καὶ ὕψιστον δῶρον ἀπὸ τὸν ἀναστάντα καὶ ἀναληφθέντα Υἱόν της. Καὶ ἔγινε καὶ πάλιν πνευματοφόρος καὶ «χριστοφόρος».
Πόση χαρὰ ἐγέμισε καὶ τώρα τὴν καρδιάν της! Τί ἀνέκφραστη ἀγαλλίασι αἰσθάνθηκε καὶ πάλι! Πόσος ἱερὸς καὶ ἅγιος ἐνθουσιασμὸς τὴν ἐπλημμύρισε μὲ τὸ νὰ βλέπη τοὺς ἄλλοτε ἀγράμματους ψαράδες τῆς Γαλιλαίας νὰ ὀμιλοῦν ὅλας τὰς γλώσσας καὶ νὰ ἑλκύουν εἰς τὸν Χριστὸν μυριάδες ἀνθρώπων! Πῶς νὰ μὴ εὐφραίνεται ἡ ψυχή της, ὅταν ἔβλεπε ὅτι ἡ πίστις εἰς τὸν Χριστὸν ἐκέρδιζε διαρκῶς ἔδαφος καὶ τὸ ἄγγελμα τῆς σωτηρίας μετεφέρετο εἰς τὰ πέρατα τῆς γῆς; Καὶ τώρα ἱκανοποιημένη ἀπὸ τὰ χαρμόσυνα καὶ θαυμαστὰ αὐτὰ γεγονότα δὲν ὑπελείπετο τίποτε διὰ τὴν μακαρίαν Μητέρα τοῦ ἀναστάντος καὶ ἀναληφθέντος Χριστοῦ παρὰ νὰ ἀναφώνηση τὸ «νῦν ἀπολύεις τὴν δούλην σου, Δέσποτα, ἐν εἰρήνῃ».
2. ΑΙ ΓΟΝΥΚΛΙΣΙΑΙ, ΠΡΟΣΕΥΧΑΙ ΚΑΙ ΔΕΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ
Ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος ἀπὸ μικρᾶς ἡλικίας ἕνεκα τῆς μεγάλης πρὸς τὸν Θεὸν ἀφοσιώσεως προσηύχετο συνεχῶς. Διὰ τὰς πρὸς τὸν Θεὸν γονυκλισίας καὶ προσευχάς της μᾶς γνωρίζει ὁ ἅγιος καὶ ὑμνογράφος Ἐπίσκοπος Ἀνδρέας ὁ Κρήτης: «Οὐκ ἀποσκοποῦ ἐμνήσθην Σιών· ἐν ταύτῃ γὰρ τὸ μέγα τοῦτο μυστήριον τῆς Θεοτόκου μεμυσταγώγηται· ἐν ταύτῃ τὰς κλίσεις τῶν ἱερῶν γονάτων τοῦ Παναγίου σώματος, αἱ πρὸς τοῦδαφος κατεστραμμένοι πλάκες διωλύγιον* ἀνακράζουσιν». (Εἱρμὸς θ´ ᾠδῆς Κοιμήσεως).
Δηλαδή: Ἡ Κεχαριτωμένη καὶ εὐλογημένη μεταξὺ τῶν γυναικῶν Μητέρα τοῦ Θεοῦ καὶ Παρθένος Μαρία, ποὺ εἶχε ὅλες τὶς χάριτες τοῦ Παναγίου Πνεύματος, δὲν ἔπαυσε νὰ προσεύχεται γονατιστὴ πρὸς τὸν Θεὸν μὲ πίστιν θερμήν. Τοῦτο μαρτυροῦν καὶ οἱ πλάκες ποὺ ἦσαν στραμμένες μέσα εἰς τὸν Ναόν.
Ἀλλὰ καὶ αἱ δεήσεις τῆς Παναμώμου Μητρὸς διὰ τὴν σωτηρίαν τῶν εἰς Χριστὸν πιστευόντων χριστιανῶν δὲν ἔπαυσαν νὰ ἀναπέμπωνται. Ὁ Ἀπόστολος Ἰάκωβος εἰς τὸ Ε´ κεφ. τῆς ἐπιστολῆς του λέγει: «Πολὺ ἰσχύει δέησις δικαίου ἐνεργούμενη». Ἐάν, λοιπόν, ἡ δέησις δικαίου γίνεται ἀποδεκτὴ ἀπὸ τὸν Πανοικτίρμονα Θεόν, πόσον μᾶλλον περισσότερον ἰσχύει καὶ γίνεται ἀποδεκτὴ ἡ δέησις τῆς Παναμώμου Ὑπεραγίας, καὶ Ἄειπαρθενου Μαρίας πρὸς τὸν Υἱόν της καὶ Θεόν της.
Πρὸ τῆς εἰς οὐρανοὺς μεταστάσεώς της ἡ Πανάμωμος Μητέρα τοῦ Κυρίου ὕψωσε τὰς ἀχράντους χείρας της πρὸς τὸν Υἱὸν καὶ Θεόν της καὶ ἐδεήθη πρὸς αὐτόν, ὅπως διαφυλάττη ὅλους ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἀπετάχθησαν τὸν σατανᾶν καὶ ἐπίστευσαν εἰς τὸν ἀληθινὸν Θεόν, τοὺς βαπτισθέντας διὰ τριττῆς καταδύσεως καὶ ἀναδύσεως καὶ τὰ θελήματα τῆς μιᾶς καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος πράττοντες.
Ἡ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία γνωρίζουσα τὴν ὑπὸ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου γενομένην παράκλησιν πρὸς τὸν Υἱὸν καὶ Θεόν της ὑπὲρ τῆς σωτηρίας πάντων τῶν εἰς Χριστὸν πιστευόντων, ψάλλει εἰς ἐπήκοον πάντων τῶν Χριστιανῶν, κατὰ τὴν πάνσεπτον ἑορτὴν τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, τὴν κάτωθι η´ ᾠδήν:
«Ὅπως ὑψώσασα τὰς χεῖρας, ἐκδημοῦσα ἡ πανάμωμος, χεῖρας τὰς Θεὸν ἠγκαλιασμένας, σωματικῶς ἐν παρρησίᾳ, ὡς Μήτηρ ἔφησε (=εἶπε) πρὸς τὸν τεχθέντα· οὕς μοι ἐκτήσω, εἰς αἰῶνας φύλαττε βοῶντάς σοι· τὸν Δημιουργὸν μόνον ὑμνοῦμεν, οἱ λελυτρωμένοι, καὶ ὑπερυψοῦμεν εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας».
Ἡ Θεοτόκος Μαρία γεννήσασα τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ ἐν σαρκὶ ἔσωσε καὶ σώζει δι᾿ αὐτοῦ πάντας τους ἐπιθυμοῦντας νὰ σωθοῦν ἐκ τῶν αἰωνίων κακῶν. Ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος συνεχῶς δέεται ὑπὲρ τῆς σωτηρίας ἡμῶν τῶν ἀνθρώπων. Διὰ τοῦτο καὶ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας ὀρθῶς καὶ δικαίως τιμᾶ καὶ γεραίρει, μετὰ Θεόν, τὴν Μητέρα τοῦ Κυρίου μας, τὴν Παρθένον Μαρίαν.
* Διωλύγιος = ὑπερμεγέθης· ἐπὶ ἤχου, ὀξύς.
3. ΤΑ ΠΡΟ ΤΗΣ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΣΥΜΒΑΝΤΑ
Διὰ τὰ πρὸ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου συμβάντα μᾶς παρέχουν πληροφορίας ἀρχαιότατοι παραδόσεις. Ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, μετὰ τὴν ἀνάληψιν τοῦ Υἱοῦ της, διέμενεν ἐν Γεθσημανῇ, ἄγουσα τὸ πεντηκοστὸν ἔνατον ἔτος τῆς ἡλικίας της. Τοῦτο ἐξάγεται ἐκ τῶν κάτωθι περιστατικῶν τῆς ζωῆς αὐτῆς.
Εἰς ἡλικίαν 3 ἐτῶν εἰσῆλθεν εἰς τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων, 12 ἔτη παρέμεινεν ἐκεῖ, εἰς τὸν Ναόν, γίνονται 15. Εἰς ἡλικίαν 16 ἐτῶν ἐγέννησε τὸν Ἰησοῦν καὶ ὅταν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸ 33ον ἔτος τῆς ἡλικίας του ἐπετέλεσε τὸ ἀπολυτρωτικόν του ἔργον, αὐτὴ ἦτο εἰς ἡλικίαν 49 ἐτῶν. Μετὰ τὴν ἀνάληψιν τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἔζησεν ἀκόμη 10 ἔτη, ὅπως γνωρίζομεν, ὑπὸ τὴν στέγην καὶ προστασίαν τοῦ ἀγαπημένου μαθητοῦ Ἰωάννου. Ἑπομένως, 49 ἔτη σὺν 10 γίνονται 59 ἔτη ἐν συνόλῳ.
Ἄγουσα λοιπὸν ἡ Παναγία Θεοτόκος τὸ 59ον ἔτος τῆς ἡλικίας της καὶ τρεῖς ἡμέρας πρὸ τῆς Κοιμήσεώς της εἰδοποιήθη ὑπὸ τοῦ Υἱοῦ καὶ Θεοῦ της διὰ μέσου τοῦ Ἀρχαγγέλου Γαβριήλ, ὅστις ἐκρατοῦσε ἀνὰ χείρας κλάδον φοίνικος, διὰ τὴν μετάστασίν της μὲ τὰ ἑξῆς λόγια: «Γίνωσκε Κυρία Θεοτόκε ὅτι μετὰ τρεῖς ἡμέρας μέλλεις νὰ μετατεθῆς ἀπὸ τὴν γῆν εἰς τοὺς οὐρανούς, διὰ τοῦτο ἑτοίμασε σεαυτὴν τὰ ἐπιτάφιά σου καὶ περίμενε τὴν Κοίμησίν σου, ὅτι ἔρχεται ὁ Υἱός σου νὰ παραλάβη τὴν Ἁγίαν σου ψυχήν».
Ἡ Παναγία ὅταν ἤκουσε τὸ μήνυμα τοῦ Ἁγίου Ἀρχαγγέλου Γαβριὴλ καὶ ἀνεχώρησεν αὐτός, τότε ἐπορεύθη εἰς τὸ ὄρος τῶν Ἐλαιῶν, ὅπου ἀνελήφθη ὁ Υἱός της. Καθὼς δὲ ἡ Θεομήτωρ ἀνέβαινε τὸ ὄρος, τὰ ἐκεῖ εὑρισκόμενα δένδρα, συμφώνως πρὸς τὴν παράδοσιν, ἔπεσαν καὶ τὴν προσκύνησαν ὡς νὰ ἦσαν ἔμψυχα. Προσευχηθεῖσα ἐκεῖ ἡ Θεοτόκος ἐπέστρεψεν εἰς τὴν οἰκίαν της διὰ νὰ ἑτοιμασθῆ, ὅπως ὁ Ἄγγελος Γαβριὴλ τῆς εἶχεν εἴπη κατ᾿ ἐντολὴν τοῦ Υἱοῦ της.
Ἡ Θεομήτωρ ἐκάλεσε τότε τὴν παιδίσκην τῆς οἰκίας καὶ εἶπεν εἰς αὐτὴν νὰ εἰδοποίηση τοὺς συγγενεῖς καὶ τοὺς γνωστούς της. Ὅταν ἐκεῖνοι ἦλθον, εἶπεν εἰς αὐτοὺς ὅσα ὁ Ἀρχάγγελος τῆς εἶχε πεῖ. Αὐτοὶ ἐλυπήθησαν πολὺ δι᾿ ὅσα ἄκουσαν καὶ ἔκλαιον.
Ἐν τῷ μεταξὺ κατέφθασαν ἀπὸ τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης ὅλοι οἱ Ἀπόστολοι -ἐκτὸς τοῦ Θωμᾶ- οἱ ὁποῖοι ἐκήρυττον τὸ Εὐαγγέλιον, ὡς καὶ πολλοὶ Ἱεράρχαι, οἱ ὁποῖοι ἐφέροντο διὰ τῶν νεφελῶν.
Ἡ Παναγία ὅταν εἶδε αὐτοὺς ἐχάρη πολὺ καὶ τοὺς εἶπε: Παραμείνατε, τέκνα μου, νὰ σᾶς ἀποχαιρετήσω, διότι σήμερον θὰ ὑπάγω εἰς τὸν Υἱόν μου τὸν ἠγαπημένον. Ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριὴλ ὅστις μοῦ εὐηγγελίσατο τὴν σύλληψιν τοῦ Υἱοῦ μου, πάλιν ἦλθεν καὶ μοῦ ἔδωκεν τὸν κλάδον τοῦτον τοῦ φοίνικος καὶ μοῦ εἶπε: «Χαῖρε, Θεοτόκε. Γίνωσκε ὅτι μετὰ τρεῖς ἡμέρας μετατίθεσαι ἀπὸ τῆς γῆς εἰς τὰ οὐράνια». Διὰ τοῦτο εὐχαριστῶ τὸν Υἱόν μου καὶ Θεόν, ὅστις σᾶς ἐσύναξεν ὅλους εἰς τὸ τέλος νὰ σᾶς ἰδῶ.
Ἀκούοντες αὐτὰ οἱ Ἀπόστολοι, οἱ συγγενεῖς καὶ οἱ γνωστοὶ ἔκλαιαν καὶ ἔλεγαν μὲ παράπονον:
- Κυρία Θεοτόκε, ἀναληφθέντος τοῦ Υἱοῦ σου καὶ Θεοῦ ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ εἰς τοὺς οὐρανοὺς ἀφῆκεν ἐσένα νὰ μᾶς διδάσκῃς καὶ καθοδηγῇς. Τώρα ποὺ θὰ φύγῃς καὶ σύ, ἡμεῖς οἱ ὀνειδιζόμενοι καὶ κατατρεγμένοι ἀπὸ τὰ Ἔθνη Ἀπόστολοι, ποῖον θὰ ἔχωμεν νὰ μᾶς προστατεύη;
Κλαίουσα καὶ ἡ Παναγία τοὺς λέγει: Συμμερίζομαι τὸν πόνον σας, ἀγαπητοί μου, ἀλλὰ καὶ σεῖς μὴν θέλετε νὰ μοῦ στερήσετε τὴν χαρὰν ποὺ θὰ ἔχω, ὅταν θὰ εἶμαι πλησίον τοῦ Υἱοῦ μου τοῦ ἀγαπημένου, τοῦ ὁποίου ἡ ἐπιθυμία αὐτὴ εἶναι. Ἀλλὰ σᾶς λέγω ὅτι καὶ ὅταν θὰ εἶμαι εἰς τους οὐρανούς, δὲν θὰ παύσω νὰ εἶμαι πάντοτε κοντά σας καὶ κοντὰ εἰς ὅσους μὲ ἐπικαλοῦνται.
Σεῖς, μόνον, μεταξύ σας νὰ ἔχετε ἀγάπην καὶ νὰ χαίρεσθε καὶ εὐφραίνεσθε ὅτι ὁ μισθός σας θὰ εἶναι πολὺς ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν. Νὰ κηρύττετε συνεχῶς, νὰ φωτίζετε, καὶ νὰ ὁδηγῆτε ψυχὰς ἀνθρώπων εἰς τὴν Βασιλείαν τοῦ Υἱοῦ μου.
Κατόπιν τοὺς εὐλόγησε καὶ τοὺς ἔδωσε τὰς τελευταίας ὁδηγίας καὶ συμβουλάς.
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.