Ἡ ὀρθὴ πρόθεση
(Μνήμη Ἁγίας Ἀγάθης)
Τὴν προαίρεσι τοῦ ἀνθρώπου πάντοτε τὴν ζητεῖ ὁ Θεὸς «μὴ ἐκ λύπης ἢ ἐξ ἀνάγκης· ἱλαρὸν γὰρ δότην ἀγαπᾷ ὁ Θεός» (Β´ Κορινθ. 9,7) καὶ παραδίδει «τὸ ἐπιεικὲς ὑμῶν γνωσθήτω πάσιν ἀνθρώποις» (Φιλιπ. 4,5), ποὺ σχεδὸν ἔχει τὸ ἴδιο νόημα. Αὔριο ἑορτάζει ἡ Ἐκκλησία μας τὴν μνήμη τῆς Ἁγίας Ἀγάθης, ἡ ὁποία ἂν καὶ ἦτο μικρὴ κορούλα, ὁ τρόπος ὅμως τῆς ἀθλήσεώς της κατέπληξε τὸν οὐράνιο κόσμο, ὥστε ἄγγελος Κυρίου, μετὰ τὸ μαρτυρικό της τέλος νὰ γράψη φανερά, μπροστὰ στὸν κόσμο πάνω στὸν τάφο της: «Νοῦς ὅσιος αὐτοπροαίρετος, τιμὴ ἐκ Θεοῦ καὶ πατρίδος λύτρωσις».
Πῶς ὅμως μπόρεσε αὐτὸ τὸ μικρὸ κοριτσάκι νὰ κερδίση τόσο τιμητικὴ αἴγλη; Ξέρετε τί σημαίνει, αἰσθητὰ ὁ Θεὸς νὰ ὁμολογήση τὴν εὐαρέσκειά Του στὸ ἔργο μιᾶς ψυχῆς; Σκεφθῆτε σὲ πόση τελειότητα εἶχε φθάσει, οὕτως ὥστε νὰ ἀπαιτήσει τρόπον τινὰ νὰ πάρη αὐτὴ τὴν ἐπισφράγισι ἀπὸ μέρους τῆς προνοίας τοῦ Θεοῦ. Ἂν κανεὶς τὸ ἀξιολογήση αὐτό, ἐπιτυγχάνει αὐτὸ ποὺ λέγεται δωρεὰ σωτηρία. Χρειάζεται ὁ ἄνθρωπος ἀκριβῶς νὰ δείξη τὴν προαίρεσι καὶ τὴν πρόθεσί του, ὅτι κινῆται πρὸς τὸν Θεὸ ἐξ ἀγάπης καὶ μόνο καὶ δὲν φοβᾶται οὔτε ἀναγκάζεται «μὴ ἐκ λύπης ἢ ἐξ ἀνάγκης» (Β´ Κορ. 9,7), γιατὶ τὸ θέμα τῆς ἀνάγκης εἶναι μεταπτωτικὸ παράσιτο.
Ὁ ἄνθρωπος, σὰν κυριότης καὶ σὰν εἰκόνα καὶ ὁμοίωσι τοῦ Θείου, δὲν πρέπει ποτὲ νὰ ὑποβιβάζεται σὲ κανένα ὅρο ἀνάγκης, διότι ἡ ἀνάγκη φανερώνει δειλία, ἀδυναμία, ἀτέλεια, φόβο, ἀβεβαιότητα κτλ. Νὰ ἀποφύγωμε ὅμως ἀπόλυτα τὸν νόμο τῆς ἀνάγκης, εἶναι ἀδύνατο -λόγω τῆς μεταπτωτικῆς μας δυστυχίας - ἀλλὰ τουλάχιστο στὸ θέμα τῆς προθέσεώς μας ἐξ ἐπιλογῆς, ἠμποροῦμε νὰ ὑπερβοῦμε τοὺς νόμους τῆς ἀνάγκης, ὅσον ἀφορᾷ τὴν πρὸς τὸν Θεὸ προσφορὰ καὶ θυσία μας. Ἡ διάθεσί μας πρὸς τὸ Θεῖο, δὲν θὰ πρέπει νὰ εἶναι οὔτε ἐξ ἀνάγκης, οὔτε ἀπὸ φόβο, οὔτε ἀπὸ ἰδιοτέλεια. Ἁπλούστατα πιστεύουμε στὸν Χριστό μας, γιατὶ τὸ ἀξίζει· τὸν ἀκολουθοῦμε, γιατὶ τοῦ ἁρμόζει· τὸν λατρεύομε, γιατὶ εἶναι αὐτὸς τὸ κέντρο πάσης λατρείας, πάσης τιμῆς καὶ πάσης δόξης. Ὄχι γιὰ νὰ πάρωμε «τὰ Αὐτοῦ». Τί εἶναι «τὰ Αὐτοῦ;» Ἀφοῦ Αὐτὸς ἔδωκε «ἑαυτὸν ὑπὲρ ἡμῶν». Ἐν τούτοις ὅμως, μόνο ποὺ ξέρομε ὅτι ἡ Παναγαθότης Του θὰ μᾶς χαρίση «Αὐτὸν καὶ τὰ Αὐτοῦ», κινούμεθα πάντοτε ἀπὸ ἀγάπη. Ἔτσι ἐσκέπτετο καὶ ἐνεργοῦσε καὶ αὐτὸ τὸ μικρὸ κοριτσάκι, ἡ παμμεγίστη αὐτὴ μάρτυς, ποὺ εἶναι ἡ δόξα τῆς Ἐκκλησίας μας, καὶ κατέκτησε τὴν θεία εὐαρέσκεια, ὥστε δημοσίως ὁ ἄγγελος, ὡς προείπαμε, νὰ ἐπισφραγίση τὸν τάφο της μὲ τὸν τόσο τιμητικὸ τίτλο· ἀκριβῶς διότι ἡ πρόθεσί της εὐαρέστησε τὸν Θεό. Ἂς δοῦμε ὅμως τί συμβαίνει στὴν πρακτικὴ φάσι τῆς ζωῆς μας, ὅταν κινούμεθα κατὰ αὐτὸ τὸν τρόπο. Ἐμεῖς καὶ οἱ ἀρχὲς τοῦ σκότους εὑρισκόμεθα σὲ μιὰ τιτανομαχία ἀδιάκοπη. Διὰ ποιὸ σκοπό; Ἐμεῖς γιὰ νὰ ἐπισφραγίσουμε τὴν πίστι μας, τὴν ὁποία μέσα μας παραδεχθήκαμε· νὰ τὴν σαρκώσουμε, νὰ τὴν κάνωμε σεσαρκωμένη πίστι. Διότι ἡ πίστι χωρὶς σάρκωσι, δηλ. πίστι χωρὶς ἔργα, πίστι νεκρά, ἀφηρημένη, δὲν ἔχει καμία ἄξια. Τέτοια πίστι ἔχουν ὅλα τὰ κτίσματα, ἀκόμα καὶ οἱ δαίμονες. Ἐμεῖς ἀγωνιζόμεθα νὰ κάνωμε πρᾶξι ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο πιστεύομε. Καὶ ἔρχονται οἱ δυνάμεις τοῦ σκότους νὰ μᾶς φράξουν τὸν δρόμο, νὰ μὴν μᾶς ἐπιτρέψουν νὰ τὸ ἀποδείξωμε πρακτικὰ καὶ νὰ μᾶς ἐλέγξουν ὡς ψεῦστες, δηλαδὴ ὡς ἀπίστους. Γιατὶ τοῦτο εἶναι τὸ νόημα τῆς κρίσεως, περὶ πίστεως καὶ ἀπιστίας, κατὰ τὸν πνευματικὸ νόμο. Ἐκεῖ ἐλέγχονται ὅσοι ἐπίστεψαν καὶ ὅσοι δὲν ἐπίστεψαν. Ἐμεῖς ὅταν ξεκινήσωμε μὲ ζῆλο γι᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸν σκοπό, τότε ὁ διάβολος ἀποδυναμώνεται, διότι στὴν πραγματικότητα ὁ διάβολος δὲν ἔχει πρόσωπο. Σὰν ὑπόστασι, σὰν πνεῦμα βεβαίως ὑπάρχει. Ὑπάρχει στὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ ἔξω ἀπὸ κάθε τόπο καὶ χῶρο καὶ ἰδίως ἀπὸ τὴν δική μας περιφέρεια, διότι «αὐτοῦ αἱ ρομφαίαι ἐξέλιπαν εἰς τέλος» (ψαλμ. 9,7). Ἐρχόμενος ὁ τοῦ «κόσμου ἄρχων», λέει ὁ Ἰησοῦς μας, «ἐν ἐμοὶ οὐκ ἔχει οὐδέν» (Ἰωάν. 14,30) «ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου κέκριται» (Ἰωάν. 16,11), καὶ «ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου ἐκβληθήσεται ἔξω» (Ἰωάν. 12,31). Αὐτὰ ὅλα εἶναι ἐκεῖνα τὰ λάφυρα ποὺ μᾶς ἐχάρισε ὁ Ἰησοῦς μας μὲ τὴν παρουσία Του καὶ μὲ τὸν Σταυρό Του, μὲ τὸν ὁποῖο κατήργησε τὸν σατανᾶ. Ἡ θέσι λοιπὸν τοῦ ἐχθροῦ ἀπέναντί μας εἶναι καθαρῶς ὑπομνηματική· ὄχι ἀπ᾿ εὐθείας καὶ στὰ ἴσια. Ἔρχεται μὲ δόλο καὶ ὑπουλότητα νὰ μᾶς ἀποπλανήση, μεταφέροντας καὶ καλύπτοντας τὰ πάντα. Καὶ χρησιμοποιεῖ προφάσεις, δῆθεν εὐλογοφανεῖς, γιὰ νὰ μᾶς ἀπατήση, διότι κατ᾿ εὐθεία εἶναι ἀδύνατο. Καὶ ὁ πιὸ λοξὸς νοῦς εἶναι ἀδύνατο εὐθέως νὰ δῆ τὸν διάβολο καὶ νὰ τὸν παραδεχθῆ καὶ ἔτσι νὰ ἀρνηθῆ τὸν Θεό. Πλανᾶται ὅμως ὁ νοῦς μὲ τὶς ψευδεῖς ὑποδηλώσεις καὶ εὐλογοφανεῖς προφάσεις τοῦ ἐχθροῦ, μέχρι νὰ ἀπατηθῆ, νὰ δεχθῆ τὸ δόλωμα καὶ νὰ γίνῃ προδότης. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος πλανηθῆ καὶ ἀκολουθήση τὸν σατανᾶ, τότε αὐτὸς ἀποκτᾷ προσωπικότητα· τότε πλέον δὲν ἔρχεται ὑπὸ τὸ νόημα τῆς ὑπομνήσεως, ἀλλὰ ὑπὸ τὸ νόημα τῆς ἐξουσίας, γι᾿ αὐτὸ καὶ λέει ὁ Ἰάκωβος· «ἀντίστητε τῷ διαβόλῳ καὶ φεύξεται ἀφ᾿ ὑμῶν» (Ἰάκ, 4,7).
Ὅταν ἡ ὀρθὴ πρόθεσι ὑπάρχει, ὁ κάθε ἀθλητὴς ὅ,τι συναντήσει μπροστά του, στέκει μία στιγμὴ καὶ ἀναλογίζεται.
«Πάω τώρα νὰ κάνω τὴν ἀγρυπνία μου καὶ ἀμέσως αἰσθάνομαι μία παρὰ φύσι κόπωσι, ἕνα νυσταγμό, μίαν ἀκηδία, ἕνα βάρος, ἕνα συγκλεισμό. Σταματῶ, γυρίζω καὶ λέω: Καλὰ τί εἶναι τοῦτο τώρα; Δὲν εἶμαι ἐγὼ αὐτός; Ναί, εἶμαι. Δὲν ἐφύλαξα τὸ πρόγραμμά μου; Ναί, τὸ ἐφύλαξα. Δὲν ἐκοιμήθηκα καταλλήλως, δὲν ἐξεκουράστηκα καταλλήλως, δὲν ἐφύλαξα τὸ ὑπόλοιπο πρόγραμμα; Ναί. Αὐτὸ λοιπὸν τί εἶναι τώρα; Ἄρα αὐτὸς εἶναι. Αὐτὸν περίμενα». Ὀρθώνει τὸ ἀνάστημά του καὶ λέει: «Κακῶς ἦλθες μὲ ἐκείνους ποὺ σὲ ἔφεραν δὲν πρόκειται νὰ κερδήσης τίποτε. Ἐδῶ εἶμαι· τί θὰ μοῦ κάνῃς; Δὲν μὲ ἀφήνεις νὰ πῶ τὴν εὐχή; Δὲν τὴν λέω. Δὲν μὲ ἀφήνεις νὰ ἀγρυπνήσω, δὲν μὲ ἀφήνεις νὰ κάνω τὸν τύπο τῆς ὀρθοστασίας μου κατὰ τὸν κανόνα μου; Δὲν τὸ κάνω. Ἀκριβῶς γιατὶ δὲν εἶμαι ὑπὸ νόμο. Καὶ ἂν τὸ ἀγωνιστικό μου στάδιο ἔχει αὐτὸ τὸν προγραμματισμό, εἶναι γιατὶ τὸ ἤθελα ἐγὼ καὶ τὸ ἔκανα μὲ τὴν ἰδική μου σκέψι καὶ ἀπόφασι, πιστεύοντας ὅτι αὐτὸς ὁ τρόπος ἦταν συντελεστικὸς στὸ νὰ πετύχω». Ὅταν ὅμως αὐτὸς ὁ κακοήθης ἔρχεται νὰ προβάλῃ ἀντίστασι ἀπὸ τὴν ἰδική του ἀναισχυντία, τὰ καταργῶ ὅλα καὶ τοῦ ἀποδεικνύω ὅτι δὲν ἔχω ἀνάγκη ἀπὸ τοὺς τύπους καὶ δὲν ἠμπορεῖ νὰ μὲ ἐλέγξη, διότι οἱ τύποι καὶ τὰ προγράμματα εἶναι ἰδικά μου. Ὑπὸ νόμο δὲν ὑπόκειμαι διότι «ὡς υἱοῖς ἡμῖν προσφέρεται ὁ Θεός» (Ἑβρ. 12,7) καὶ διακείμεθα ὡς υἱοὶ πρὸς τὸν πατέρα καὶ κανεὶς νόμος δὲν μᾶς ὑποβιβάζει. Θέλομε καὶ ἀγωνιζόμεθα. Ἡ σωτηρία μας πηγάζῃ ἀπὸ τὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ. Αὐτοῦ ποὺ ἦρθε καὶ ἐβάστασε τὴν παγκόσμιο ἁμαρτία· καὶ τὸ πανάγιό Του αἷμα αὐτὸ εἶναι ποὺ σῴζει, καὶ ὄχι τὰ ἔργα μας. Καὶ ἔτσι μὲ τὴν ὀρθὴ αὐτὴ πρόθεσι, μὲ αὐτὴ τὴν τοποθέτησι ἐκμηδενίζεται ὁ σατανᾶς.
Ὅταν ὅμως μπαίνουμε μέσα στὸ πρόγραμμά μας μὲ χλιαρότητα, μὲ συμβιβασμοὺς καὶ προσπαθοῦμε ἂν ἦταν τρόπος νὰ ξεφύγωμε, γιατὶ δὲν τοποθετήθηκαν τὰ πράγματα καλά, τότε αὐτὸς γίνεται πανίσχυρος ἐναντίο μας καὶ ἐφαρμόζεται αὐτὸ ποὺ λέει ἡ Γραφή, ὅτι «περιπατεῖ ὡς λέων ὠρυόμενος» (Α´ Πέτρ. 5,8) ζητώντας ποιὸν νὰ καταπιῇ. Σέ μας ὅμως δὲν εἶναι ὡς «λέων ὠρυόμενος», σὲ μᾶς εἶναι μύρμηγκας, γιατὶ δὲν ἔχει καμία θέσι μαζί μας. Ἐμεῖς πρακτικὰ αὐτὴ τὴν ὥρα εἴμεθα ἐντός, ἀπόλυτα ἐντός, δὲν ἀμφιβάλλαμε σὲ τίποτε, διότι πρακτικὰ ἀκούσαμε τὴν κλῆσι, τὸ «ἀκολούθει μοι» τοῦ Ἰησοῦ μας. Τὸ ἀκούσαμε καὶ μὲ ἕνα πήδημα, ὄχι μὲ βραδύτητα, ἐγκαταλείψαμε καὶ πατρίδα καὶ ἑστία καὶ οἰκογένεια καὶ φύσι καὶ αὐτοεξοριστήκαμε καὶ ἐγίναμε περίγελως εἰς ἐκείνους ποὺ φαντάζονται ὅτι περιγελοῦν, καὶ κατοικοῦμε στὶς τρῶγλες σὰν θηρία, γιατὶ ἀκριβῶς ἐφυτεύθηκε μέσα μας τὸ νόημα τοῦ «ἀκολούθει μοι» καὶ μᾶς ἔγινε δόγμα στὴν ζωή. Αὐτὴ τὴν ὥρα εἴμεθα μέσα, δὲν μπορεῖ ὁ διάβολος τίποτε νὰ κάνῃ, δὲν ἔχει τίποτε νὰ πάρη. Τώρα, τὸ ἐὰν δὲν ἐγίναμε «καθαροί τῇ καρδίᾳ» καὶ ἐὰν δὲν ἐφθάσαμε στὸ σημεῖο νὰ θεωροῦμε τὸν Θεὸ καὶ τὰ τοῦ Θεοῦ, αὐτὸ δὲν ἀπόκειται σὲ μᾶς- αὐτὸ ἀπόκειται στὴν πανάγαθο τοῦ Χριστοῦ μας εὐσπλαχνία καὶ Χάρι, ἡ ὁποία θὰ τὸ δώση ὅταν θελήση αὐτή. Ἐμεῖς πάντως τὸ προσμένομε, ὄχι γιὰ τὴν ἀξία, ὄχι γιὰ τὴν ἱκανότητα, ἀλλὰ διότι ἔτσι εἶναι ἡ ἕξι τῆς πατρικῆς Του στοργῆς, νὰ χαρίζῃ αὐτὰ σὲ ἐκείνους ποὺ τὸν ἀκολουθοῦν. Ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ πρέπει πάντοτε νὰ μᾶς ἀπασχολῆ, εἶναι τοῦτο: Νὰ μείνωμε πιστοὶ στὴν ὁμολογία, νὰ κρατήσωμε σωστὴ τὴν πρόθεσί μας ἀπέναντί Του καὶ νὰ συνεχίσωμε τὴν πορεία ἀκολουθώντας Τον, εἰς ὁποιοδήποτε σημεῖο καὶ ἂν μᾶς καλέση ὁ προορισμός μας. Καὶ τότε μετὰ παρρησίας, μετὰ «ἐπαινετῆς ἀναίδειας», κατὰ τὴν γλῶσσα τῶν Πατέρων μας, θὰ ἀνοίξωμε καὶ ἐμεῖς τὸ χέρι μας καὶ θὰ ποῦμε: «Κύριε τὸν δρόμο ἐτελειώσαμε, τὴν πίστι ἐτηρήσαμε· λοιπόν, κλῖνον τὸ οὖς Σου, καὶ κατὰ τὴν ἀγαθότητά Σου, δὸς τὶς ἐπαγγελίες Σου». Ὅλα αὐτὰ ὅμως θὰ γίνουν ἂν ἡ πρόθεσί μας εἶναι σωστή. Ἐὰν ἡ πρόθεσί μας εἶναι χλιαρή, τότε δὲν ὑπάρχει αὐτὴ ἡ παρρησία. Καὶ δοκιμάστε, μὲ τὴν πεῖρα νὰ τὸ δῆτε. Ὁσάκις ὑπάρχει μέσα μας κάποια ἡττοπάθεια, χάνεται ἡ παρρησία. Αὐτὸ εἶναι καὶ πάλι τὸ παράδοξο. Τὸ θέμα τῆς ἥττης δὲν εἶναι ἐκεῖνο ποὺ μετράει, ἀλλὰ ὁ τρόπος τοῦ χειρισμοῦ ὁ ἐσφαλμένος. Ἄλλωστε δὲν τίθεται θέμα ἀναμαρτησίας καὶ ἂν μία ἡμέρα εἶναι ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου. Δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ὑπάρξη ἄνθρωπος χωρὶς νὰ ἁμαρτήση. Ἄρα τὸ θέμα τῆς φιλαμαρτήμονος διαθέσεως εἶναι γνωστό σε μᾶς καὶ ἑπομένως δὲν μᾶς ἀπασχολεῖ αὐτό. Δὲν ὑπάρχει θέμα νὰ μὴν ἁμαρτήσωμε ποτέ. Δὲν μπορεῖ νὰ γίνῃ, δὲν ὑπάρχει στὴν φύσι μας αὐτό· οὔτε καὶ ὁ Θεὸς τὸ ἀπαιτεῖ. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἐχάραξε διὰ τῆς Ἐκκλησίας Του τὴν ἀπεριόριστη μετάνοια, ὄχι σὲ ἔκταση ἀλλὰ σὲ πλῆθος.
Ἑπομένως λοιπόν, ὅταν χάνεται τὸ θάρρος καὶ αἰσθανώμαστε τὸν Θεὸ ὡς ὀργισμένο, εἶναι λανθασμένη τοποθέτησι. Ὁ Θεὸς ἀγαπᾷ καὶ τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ τοὺς δικαίους καὶ τοὺς δαίμονες ἐξ ἴσου, διότι εἶναι Πανάγαθος Αὐτοαγάπη· δὲν μεταβάλλεται, δὲν ἀλλοιώνεται. Πῶς αἰσθανόμαστε ἐμεῖς ἀπέναντί Του φόβο;
Καὶ σὰν παράδειγμα λέγω τὸ ἑξῆς.
Κάποτε σφάλλαμε, κάνομε ζημιὰ στὸν πατέρα μας, εἴτε φυσικὸ εἴτε πνευματικό, καὶ ἀμέσως χάναμε τὸ θάρρος μας ἀπέναντί του, ἀρχίζομε νὰ τὸν ντρεπόμεθα, νὰ τὸν φοβούμεθα καὶ γενικὰ ὅλη μας ἡ παρρησία καὶ θέσι στὴν ἀγάπη του ἐχάθη. Τώρα ποιὸς προκάλεσε ὅλη αὐτὴ τὴν σύγχυσι; Ὁ πατέρας καλὰ καλὰ δὲν ξέρει τίποτε ἀκόμα, γιατὶ δὲν εἶδε τὴν ζημιὰ καὶ ὅμως ἐμεῖς σχεδὸν τρέμομε γιὰ τὴν ἐνοχή μας. Βλέπετε ποιὸς δημιουργεῖ τὸν φόβο; Ἡ ἐνοχὴ τοῦ σφάλματος, ὄχι ὅτι ὁ Θεὸς μετέβαλε τὴν ἀγάπη Του σὲ ὀργή.
Αὐτὸ τὸ θέμα ὅμως τῆς ἐνοχῆς δὲν εἶναι αὐτὸ ποὺ προκαλεῖ. Εἶναι ὁ τρόπος τοῦ χειρισμοῦ λανθασμένος. Ἀπὸ ἐκεῖ χάνει ὁ ἄνθρωπος τὴν σωστή, τὴν ἀκέραια προαίρεσι, τὴν ἁγνὴ πρόθεσι. Χάνεται ἀπὸ ἐκεῖ καὶ γι᾿ αὐτὸ χάνει τὴν παρρησία του, ἐνῷ δὲν ὑπάρχει λόγος αὐτὴ νὰ χαθῆ.
Παρ᾿ ὅλο ποὺ ὑπάρχει ἁμαρτωλότης, δὲν ὀργίζεται ὁ Θεὸς ποὺ ἁμαρτάνει ὁ ἄνθρωπος - ἐφ᾿ ὅσον δὲν ὑπάρχει στὴν φύσι του ἀναμαρτησία - ἀλλὰ ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀλλάζει τὸν τρόπο τῆς προθέσεώς του. Καὶ αὐτὸ εἶναι ἡ πλάνη τοῦ σατανᾶ ἀπὸ τὰ δεξιά, νὰ προβάλλῃ τὴν ἀπογοήτευσι σὰν ἀνάγκη.
Πάντως πρέπει νὰ προσέχετε, ὅτι ἡ δύναμι τοῦ σατανᾶ στὸ νὰ μᾶς προκαλέση νὰ σφάλλωμε, δὲν εἶναι στὸ νὰ μετρήση τὴν ἔκτασι τῆς ἁμαρτίας. Δὲν κερδίζει τίποτε ἀπὸ ἐδῶ. Ὁ σκοπός του εἶναι τὸ νὰ κάνῃ παραδεκτὴ τὴν ἀπογοήτευσι. Αὐτὸ τὸ διαβολικὸ σκοτεινὸ νέφος ποὺ θολώνει τὸν νοῦ, σβήνει τὴν προαίρεσι καὶ παραδίδει τὸν ἄνθρωπο ἄνευ ὅρων.
Καλά, ἐντάξει, «τῷ Θεῷ ἐπταίσαμεν, τῷ Θεῷ ἀπολογούμεθα». Ὁ σατανᾶς τί δουλειὰ ἔχει στὴν μέση; Νὰ μᾶς γίνῃ δικαστής; Αὐτὸς νὰ κρίνῃ ἐμᾶς; Ὁ «ἀναμάρτητος»(!) ἐμᾶς τοὺς ἁμαρτωλούς; Μὰ γιὰ μᾶς τοὺς ἁμαρτωλοὺς ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἐκρεμάσθη στὸν Σταυρό, ἐμᾶς μὲν νὰ σώσῃ καὶ αὐτὸν νὰ ἀπολέση. Ποῦ βρίσκεται ἡ παρρησία του; Ἐσφαλμένη ἡ κρίσι. Βλέπετε;
Νὰ ἀκόμη ἄλλη ἀπόδειξι. Ὁσάκις συμβαίνει σφάλμα, σταματάει ὁ ἄνθρωπος καὶ κάνει ἕνα ἔλεγχο καὶ λέει: «Καλά, ἀπεφάσισα ἐγὼ νὰ ἀρνηθῶ τὸν Χριστό; Νὰ ἀλλάξω τὸ ἰδίωμα τῆς πνευματικῆς μου ζωῆς; Νὰ ὀπισθοχωρήσω ἀπὸ τὴν χριστιανικὴ γραμμή; Ὄχι. Ἀφοῦ δὲν συμβαίνει κάτι τέτοιο, ἄρα τὸ σφάλμα ἦταν ἀτύχημα». Ἡ προαίρεσι δὲν ἐλύγισε, δὲν ἄλλαξε, ἀλλὰ εἶναι ἀπὸ τὰ συμπτώματα τῆς μεταπτωτικῆς μας ἀθλιότητος, ποὺ ἐξ αἰτίας τῆς ὁ ἄνθρωπος ἔχασε τὴν προσωπικότητα. Ὑποκείμενος στὴν πίεσι τῶν τρομερῶν ἀλλοιώσεων, τὶς ὁποῖες προκάλεσε ἡ πτῶσι, δὲν τὰ καταφέρνει καὶ γλυστράει, ὅπως ἐκεῖνος ποὺ βαδίζει σὲ ἀνώμαλα μέρη καὶ εἶναι ἀδύνατο νὰ μὴν γλιστρήση καὶ νὰ μὴν κατασχιστῇ.
Ἀφοῦ εἶναι ἔτσι ἡ πραγματικότης, δὲν ὑπάρχει πλέον θέμα ἀπογοητεύσεως καὶ ἀποθαρρύνσεως. Πρέπει λοιπὸν ἀναπεπταμένη νὰ εἶναι ἡ προαίρεσι, ἀκέραια, σωστή. Εἴμεθα ἕτοιμοι γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ μας νὰ ὑποστοῦμε τὰ πάντα. Κανεὶς δὲν μᾶς σταματᾷ, δὲν μᾶς ἀναχαιτίζει. Κανένα δὲν φοβούμεθα, γιατὶ ἀκριβῶς εἶναι «μεῖζον ὁ ἐν ἡμῖν ἢ ὁ ἐν τῷ κόσμῳ» (Α´ Ἰωάν. 4,4).
Αὐτὴ εἶναι ἡ πραγματικότης. Καὶ πολὺ μὲ παρακίνησε ὁ βίος αὐτῆς τῆς μικρῆς κορούλας, ἀλλὰ μεγάλης μάρτυρος, ποὺ κατόρθωσε νὰ συντρίψη τὸν σατανᾶ καὶ νὰ σώσῃ τὴν πατρίδα της. Ἀμήν.
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.