ΒΙΒΛΙΟ ΠΕΜΠΤΟ
Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ
Ἰδού, λοιπόν, ὦ Ἕλληνες, ἀρκετῶς ἀποδεδειγμένη καὶ ἡ δευτέρα αἰτία τῆς μέχρι τοῦ νῦν ἐπιμονῆς τῆς Ἑλλάδος ὑπὸ τῆς τυραννίας.
Ἄλλο δὲν μοῦ μένει τώρα, παρὰ νὰ ἀποδείξω τὴν εὐκολίαν τῆς ἐλευθερώσεώς της, διὰ νὰ τελειώσω τὸν λόγον μου, καὶ ἄμποτες ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ἀνάγκη νὰ σᾶς καταπείσῃ, καθὼς τὸ ἐλπίζω, διὰ νὰ ἀποδείξωμεν ἐμπράκτως τὰ ὅσα μέχρι τοῦδε εἶπον.
***
Πρὶν ὅμως νὰ ἔμβω εἰς τὰς ἐπαριθμήσεις τῶν μέσων καὶ τῶν τρόπων διὰ τοιοῦτον ἐπιχείρημα, θέλω νὰ ἐκβάλω τοὺς ἄκανθας ἀπὸ τὰ ρόδα· λέγω ἐκείνους, ὁπού, διὰ περισσοτέραν δυστυχίαν τοῦ γένους μας, ἡ κακὴ τύχη ἔκαμεν Ἕλληνας, καὶ μόνον ἐγεννήθησαν εἰς τὴν ἑλληνικὴν γῆν, ὄχι δι᾿ ἄλλο, εἰμὴ διὰ νὰ βαστάξωσι περισσότερον καιρὸν τὴν πατρίδα μας ὑπὸ τῆς δουλείας. Αὐτοὶ εἶναι ὅλοι ἐκεῖνοι, ὁποὺ κατὰ τύχην ἐκληρονόμησαν ἀρκετὰ χρήματα καὶ περισσότερα ἐλαττώματα, καὶ ζῶσιν εὐχαριστημένοι, χωρὶς ποτὲ νὰ στοχάζωνταί τι διὰ τοὺς ἄλλους. Ἐκεῖνοι οἱ αὐτόματοι καὶ οὐτιδανοὶ ἄρχοντες, οἱ φιλάργυροι καὶ ἀμαθεῖς ἀρχιεπίσκοποι. Ἐκεῖνοι οἱ αὐθάδεις καὶ ὄντως βάρβαροι προεστοί. Ἐκεῖνοι οἱ ἀμαθεῖς, ὁποὺ θέλουσι νὰ ἀποκρίνωνται πάντοτε καὶ εἰς κάθε πρόβλημα. Ἐκεῖνοι, ὁποὺ ἀναζητήτως δίδουσι συμβουλὰς πάντοτε καὶ εἰς ὅλους. Ἐκεῖνοι, τέλος πάντων, ὁποὺ μὲ ἄκραν οὐτιδανότητα ψυχῆς, ἀφοῦ πωλήσουν ἑκουσίως τῷ τυράννῳ καὶ τὴν ζωὴν καὶ τὸ ἔχειν τους καὶ τὴν τιμήν τους, καυχῶνται εἰς τὸ νὰ διαφέρωσιν ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ὁποὺ εἶναι ἀκούσιοι σκλάβοι.
Οἱ τοιοῦτοι, ὦ ἀδελφοί μου, μὴν ἔχοντες ἀρετὴν καμμίαν, καὶ γνωρίζοντες τὸν ἑαυτόν τους ἀναξιώτατον, κρίνουν τὸ ἴδιον καὶ διὰ τοὺς ἄλλους. Πρὸς τούτοις, ἡ ἀπαιδευσία των δὲν τοὺς ἀφήνει νὰ καταλάβωσι τοὺς τόσους καὶ τόσους τρόπους, ὁποὺ οἱ σημερινοὶ Ἕλληνες ἠμποροῦσι νὰ μεταχειρισθῶσι διὰ τὴν ἐλευθερίαν τους, καὶ ἐμποδίζοντάς τους ἐνταυτῷ ἀπὸ τὸ νὰ καταλάβουν τὰς αἰτίας, ὁποὺ βιάζουν, διὰ νὰ εἰπῶ οὕτως, τὴν σήμερον τὸ γένος μας νὰ ἐπανορθωθῇ ἐξ ἀποφάσεως, τοὺς ἀποκαταστῶσι εἰς τὰς κεφαλάς των τὴν ὑπόθεσιν τόσον δύσκολον, ὅσον ἀδύνατον πιστεύουσι τὸ νὰ συνεργήσωσιν αὐτοὶ οἱ ἴδιοι. Τὸ δὲ προσωρινὸν καλῶς ἔχειν τους, τοὺς χαλινώνει καὶ τοὺς συνδένει μὲ τὴν δουλείαν, ὁποὺ οὔτε κἂν τὴν αἰσθάνονται, μάλιστα δὲ οὔτε τοὺς δυσαρέσκει, καὶ σχεδὸν - σχεδὸν μερικοὶ ἀπὸ αὐτοὺς τὴν ἀγαπῶσι, ὡσὰν ὁπού, ἀφοῦ ζῶσιν αὐτοὶ ἀσύδοτοι, ὡς προεῖπον, καὶ τρόπον τινὰ εὐχαριστημένοι, διὰ τοὺς
λοιποὺς δὲν τοὺς μέλει τίποτες.
Τί λέγουσι, λοιπόν, αὐτοὶ οἱ βρωμεροὶ καὶ χυδαιότατοι ἄνθρωποι; «Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ νικηθῇ ἓν τόσον μεγάλον βασίλειον; Ἡμεῖς δὲν ἠμποροῦμεν νὰ κυβερνηθῶμεν μόνοι μας. Ποῦ νὰ εὕρωμεν ἕνα ἄλλον βασιλέα τόσον εὔσπλαγχνον, καὶ τόσον καλόν; Τί εἶναι αὐτὴ ἡ ἐλευθερία; Ἡ ἐλευθερία οὔτε ἐστάθη, οὔτε θέλει σταθῆ. Ποῦ νὰ χύσωμεν τόσον αἷμα! Οἱ ὀθωμανοί, εὐθὺς ὁποὺ καταλάβουν, ὅτι ἔχομεν τοιοῦτον σκοπόν, θέλουσι μᾶς ἀποκεφαλίσει ὅλους, ὡς τόσα πρόβατα, καὶ ἔστω ἡ ἐσχάτη πλάνη χείρων τῆς πρώτης... » καὶ ἄλλα παρόμοια, τὰ ὁποῖα εἰς ἕνα στοχαστικὸν καὶ φρόνιμον ἄνθρωπον, φαίνονται, καθὼς εἶναι, τόσοι μῦθοι, ἀλλ᾿ εἰς τοὺς ἁπλοῦς καὶ εὐκολοπίστους εἶναι τόσοι χρησμοί, καὶ ὡς ἀλάνθαστοι προρρήσεις, καὶ ἐνταυτῷ, ὁποὺ δηλοποιοῦσι τὴν ἄνανδρον καὶ ὄντως ἑβραϊκήν των καρδίαν, ἀπομωρώνουσι καὶ πολλοὺς ἄλλους.
Μήπως εἶνε ἱκανοὶ νὰ καταλάβουν τὸ δίκαιον, διὰ νὰ τοὺς τὸ εἰπῇ τινάς (1); Ὦ ἀδελφοί μου! Αὐτοὶ εἶναι τόσον ἀνόητοι, καὶ ἱσχυρογνώμονες, ὁποὺ ὅλοι οἱ Δημοσθένεις τοῦ κόσμου δὲν ἤθελαν ἠμπορέσει νὰ τοὺς καταπείσουν. Νὰ ὁμιλήσῃ τινὰς μὲ αὐτοὺς εἶναι τὸ ἴδιον, ὡσὰν νὰ ἤθελεν νὰ ἀκροάζεται, καὶ νὰ τοὺς ἀποκρίνεται πάντοτε τὸ ναί, μάλιστα ἐκεῖνοι οἱ βρωμοάρχοντες τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὁποὺ ὅσον ὕφος καὶ ἀλαζονείαν ἔχουσι, ἄλλην τόσην ἀμάθειαν καὶ ἱσχυρογνωμίαν φυλάττουσιν ἐπάνω των, καὶ ἄλλο δὲν ἠξεύρουσιν νὰ εἰπῶσι, εἰμὴ δυσκολίας, ἀπορίας, καὶ ἀμφιβολίας πλῆθος. Ἡ ψυχή των εἶναι τόσον μικρὴ καὶ οὐτιδανή, ὁποὺ οἱ ψύλλοι εἰς τὰ ὄμματά των φαίνονται τόσοι ἀνδριάντες.
Τί, λοιπόν, ἠμπορῶ νὰ τοὺς εἰπῶ, διὰ νὰ τοὺς καταπείσω, ὅταν δὲν καταλαμβάνουν τί ἐστὶ δίκαιον; Νὰ τοὺς κράξω, ἴσως, ἀτίμους; Ἀλλ᾿ αὐτοὶ τὸ ἔχουν διὰ προτέρημα. Νὰ τοὺς ἐνθυμίσω πόσον εἶναι ἀνάξιοι εἰς τὸ νὰ ὠφελήσουν τὴν πατρίδα, καὶ πόσον ἐπιτήδειοι εἰς τὸ νὰ τὴν ζημιώσουν; Ἀλλ᾿ αὐτοὶ καυχῶνται εἰς αὐτό. Νὰ τοὺς ὀνειδίσω, τέλος πάντων, ὡς ἀνελεήμονας, ἀδίκους καὶ σκληρούς; Ἀλλὰ ποῖος ἀπὸ ἐσᾶς δὲν τοὺς γνωρίζει, καὶ δὲν τὸ ἠξεύρει; Αὐτοί, ἀγαπητοί μου, εἶναι, ἐπειδὴ πρέπει νὰ εἶναι· ὡσὰν ὁπού, καθὼς ἡ ἐλευθερία ἔχει τοὺς διαυθεντευτάς της, οὕτως καὶ ἡ τυραννία ἔχει τοὺς ἐδικούς της, καὶ θέλουν χρησιμεύσει διὰ παραδείγματα ἐντροπῆς εἰς τοὺς μεταγενεστέρους.
Οὗτος ὁ πολλὰ ἐνοχλητικὸς καὶ βραχὺς πρόλογος ἦτον πολλὰ ἀναγκαῖος διὰ τὴν ὑπόθεσιν τὴν πλέον μεγάλην δι᾿ ἡμᾶς, ὦ Ἕλληνες, ὁποὺ τώρα ἀρχίζω νὰ ἐρευνήσω, λέγω τὰς αἰτίας, ὁποὺ βιάζουσι, διὰ νὰ εἰπῶ ἔτζι, τὴν ἐλευθέρωσιν τῆς Ἑλλάδος ἀπὸ τὸν ὀθωμανικὸν ζυγόν, καὶ τὰ εὐκολώτατα μέσα μιᾶς ἀναμφιβόλου ἐπιτεύξεως.
***
Ἀναγνῶστα ἀγαπητέ, ὅποιος καὶ ἂν εἶσαι, σὲ παρακαλῶ, νὰ στοχασθῇς ἀρκετά, πρῶτον μόνος σου τὴν ὑπόθεσιν, καὶ ἔπειτα νὰ ἀναγνώσῃς τοῦτα τὰ ὑστερινὰ κατεβατὰ τοῦ πονήματός μου, νὰ στοχασθῇς, λέγω, ὅτι τὸ πρᾶγμα εἶναι κοινόν, ὅτι ἡ τιμή σου, ἡ εὐτυχία σου καὶ ἡ ζωή σου κρέμανται ἀπὸ τὸν ὀρθὸν στοχασμόν σου. Πρόσεχε οὖν νὰ μὴν ἀπατηθῇς ἀπὸ ἱσχυρογνωμίαν σου καὶ προδώσῃς εἰς χεῖρας ἐχθρῶν καὶ πατρίδα καὶ συγγενεῖς καὶ εὐτυχίαν καὶ τιμὴν καὶ ζωήν.
Ὤ, πόσον τὸ πλῆθος τῶν ἰδεῶν, ὁποὺ εἰς ἐτούτην τὴν στιγμὴν μοῦ παρησιάζονται εἰς τὸν νοῦν, μ᾿ ἐμποδίζουν σχεδὸν ἀπὸ τὸ νὰ τὰς ἐκθέσω καθὼς τυχαίνει, καὶ θέλοντας νὰ γράψω εἰς ὀλίγα λόγια, ὅσα εἶναι ἀναγκαῖα καὶ ὅσα ὁ ἔρως τῆς πατρίδος μὲ διδάσκει, δὲν θέλω δυνηθῇ, ἴσως, νὰ εἰπῶ τὸ ὀλιγότερον μέρος εἰς πολλὰ κατεβατά. Ἀλλ᾿ ὁ στοχασμός μου, πάλιν σᾶς τὸ ξαναλέγω, δὲν εἶναι νὰ γράψω δι᾿ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἔχουσι χρείαν νὰ ἀκούσωσι ἐξ ἄλλων ὅλα, ὅσοι δὲ ἔχουν τὸ πνεῦμα ἔξυπνον, ἀρκοῦσιν εἰς αὐτοὺς καὶ τὰ ὀλίγα. Ἂς ἀναφέρωμεν, λοιπόν, πρῶτον τὰς αἰτίας, ὁποὺ κατασταίνουσιν ἄφευκτον τὴν ἐπανόρθωσιν τοῦ γένους μας, καὶ ἔπειτα, ἐν συντόμῳ, νὰ ἐκθέσωμεν τὰ μέσα καὶ τρόπους διὰ τοιοῦτον ἔργον.
Πρώτη οὖν καὶ κυριωτέρα αἰτία εἶναι τὸ γῆρας τῆς ὀθωμανικῆς τυραννίας. Ἀλλὰ τί λέγω ἐγὼ πρώτη! Αὐτὴ εἶναι καὶ πρώτη καὶ ὕστερη, οὔτε ἄλλη ἠμπορεῖ νὰ ἔχῃ τόπον, ὅταν εἶναι αὐτή. Ἂς ἐνθυμηθῇ ὁ ἀναγνώστης τὰ προλεχθέντα περὶ τῶν διαφόρων διοικήσεων, καί, διὰ νὰ εἰπῶ οὕτως, τῶν πολιτικῶν σωμάτων, ὅτι δηλαδὴ γεννῶνται, αὐξάνουσι, γηράζουσι, καὶ τέλος πάντων θνήσκουσι.
Τὸ ὀθωμανικὸν κράτος τὴν σήμερον εὑρίσκεται εἰς τὰ ὀλοίσθια τοῦ θανάτου, καὶ ἠμπορεῖ νὰ παρομοιασθῇ εἰς ἓν σῶμα ἀνθρώπινον, κατακρατημένον ἀπὸ ἀποπληξίαν καὶ μὴ ἔχον ἐλευθέραν, εἰμὴ τὴν κεφαλήν, ἡ ὁποία, μὴν λαμβάνουσα τὴν ἀναγκαίαν δύναμιν ἀπὸ τὴν κυκλοφορίαν τοῦ αἵματος, κατ᾿ ὀλίγον ὀλίγον ἀδυνατίζει καί, τέλος πάντων, θνήσκει. Οὕτως καὶ ἡ τυραννία τῶν ὀθωμανῶν τὴν σήμερον, εἰς ἄλλο δὲν γνωρίζεται ὅτι ὑπάρχει, εἰμὴ εἰς τὴν Βασιλεύουσαν. Ἔστω εἰς παράδειγμα ὁ πρώην Τζεζάρ, κυβερνητὴς εἰς τὸ Ἄκρι, ὁ ὁποῖος ὄχι μόνον δὲν ὑπήκουε εἰς τὸν βασιλέα του, ἀλλὰ καὶ ἀντιστέκετο εἰς ὅλας του τὰς προσταγάς, καὶ πολλάκις φανερὰ τὸν ὕβριζε, καὶ διὰ γραμμάτων πάντοτε τὸν ἐπεριγελοῦσε. Ἔστω εἰς παράδειγμα ὁ Πασβάνογλους, ὁ ὁποῖος ἐκήρυξεν πόλεμον ἐναντίον τοῦ βασιλέως του, καὶ ἐνίκησε πάντοτε. Ἔστω πρὸς τούτοις διὰ παράδειγμα ὁ τῶν Ἰωαννίνων τύραννος, ὁ ὁποῖος, ἀγκαλὰ καὶ νὰ μὴν τὸ φανερώνῃ, ὅλοι ὅμως ἀρκετῶς τὸ ἠξεύρουσι ὅτι δὲν φοβεῖται, οὔτε ποτὲ ὑπακούει εἰς τὰς προσταγὰς τοῦ βασιλέως του.
Ποῖος ἀπὸ ἐσᾶς, ἀδελφοί μου, ἀγνοεῖ ἴσως, ὅτι τὰ ἐντάλματα αὐτοῦ τοῦ τυράννου, τέσσαρας ὥρας ἔξω ἀπὸ τὴν Βασιλεύουσαν, δὲν ἀξίζουν τίποτες; Ποῖος δὲν ἠξεύρει τὸ πλῆθος τῶν ἀποστάτων, ὁποὺ ἀφανίζουν τὰ χωρία καὶ τοὺς ὁδοιπόρους μὲ ἀκαταπαύστους κλοπὰς καὶ συνεχεῖς φόνους, χωρὶς νὰ ἠμπορῇ αὐτὸς ποτὲ νὰ τοὺς καταδαμάσῃ μὲ τὰ στρατεύματά του; Ἀλλὰ τί λέγω στρατεύματα; Αὐτὰ δὲν εἶναι ἄλλο, παρὰ μία συνάθροισις τόσων βαρβάρων, χωρὶς τάξιν καὶ χωρὶς τέχνην· οὔτε διαφέρουσιν ἀπὸ τοὺς ἀγρίους τοῦ Καναδᾶ εἰς ἄλλο, εἰμὴ μόνον εἰς τὰ φορέματα (2).
Πρόσθες καὶ τὸ ἀνεξάλειπτον μῖσος, ὁποὺ εὑρίσκεται ἀναμεταξύ των· μία δυσπιστία, μία ἀμάθεια, ὁποὺ τοὺς ἀποκαταστᾶ χειροτέρους ἀπὸ τὰ ἴδια ἄλογα ζῶα. Εἰς τὴν Βασιλεύουσαν ὁρίζουν περισσότερον οἱ μάγειρες τῶν πρέσβεων καὶ ἐπιτρόπων τῶν ξένων βασιλειῶν, παρὰ οἱ σύγκλητοι τῆς ὀθωμανικῆς αὐλῆς. Ὁ Ἀντιβασιλεὺς προστάζει, καὶ τὰς περισσοτέρας φορὰς δὲν ὑπακούεται. Τί ἄλλο, λοιπόν, φανερώνουν αὐτά, εἰμὴ τὸ γῆρας τῆς τυραννίας καὶ τὸ ἄφευκτον καὶ ὀγλήγορον πέσιμόν της; Ποῖος δὲν βλέπει, ὅτι ὁ πρῶτος ὁποὺ παρησιασθῇ, θέλει εἶναι ὁ νικητής (3);
***
Ἂς ἐξετάσωμεν τώρα τὰς αἰτίας, ὁποὺ ἀποκαταστῶσιν εὔκολον τὴν ἐπανόρθωσιν τῶν Ἑλλήνων· πρώτη λοιπόν, εἶναι ἡ προχώρησις τοῦ γένους μας εἰς τὰ μαθήματα. Ὤ, πόση διαφορὰ εὑρίσκεται εἰς τὴν Ἑλλάδα ἀπὸ δέκα χρόνους ἕως τὴν σήμερον! Μεγάλη, ὦ ἀδελφοί μου, μεγαλοτάτη καὶ καθ᾿ ἑκάστην πρὸς τὸ κρεῖττον φέρεται. Τώρα ἄρχισαν αἱ Μοῦσαι νὰ ἀναλάβουν, καὶ πάλιν νὰ ἐπανορθωθῶσιν εἰς τὰ χρυσόχροα ὄρη τῆς Ἑλλάδος. Ὁ Ἀπόλλων πάλιν ἐμφανίσθη εἰς τὸ ἀρχαῖον του παλάτιον. Δὲν εὑρίσκεται πόλις τὴν σήμερον, ὁποὺ νὰ μὴν ἔχῃ δύο καὶ τρία σχολεῖα.
Ἐξαλείφθη εἰς τὰ περισσότερα μέρη ἡ δεισιδαιμονία τῶν γραμματικῶν, καὶ οἱ νέοι ἤρχισαν νὰ μεταχειρίζωνται τὸν ἀξιοτιμιώτερον καιρὸν τῆς ζωῆς των εἰς γνώσεις ὠφελίμους, καὶ ὄχι νὰ τὸν ἐξοδεύουν εἰς τὸ νὰ ἐκστηθίζωσι λέξεις. Ἡ Λογικὴ καὶ Φυσικὴ ἄνοιξαν τοὺς ὀφθαλμοὺς τῶν περισσοτέρων· οὔτε οἱ διδάσκαλοι τὴν σήμερον ἔχουσι ἐκείνην τὴν ἐνοχλητικὴν καὶ βραδεῖαν μέθοδον τῆς παραδόσεως, οὔτε οἱ μαθηταὶ φυλάττουσι τὴν ὀκνηρίαν καὶ ἀμέλειαν, ὁποὺ εἶχον, ἀλλ᾿ ἀμφότεροι, μὲ ἄκραν εὐχαρίστησιν καὶ ἐπιμέλειαν ἀντλίζουν ἀπὸ τὴν ἀνεξάντλητον πηγὴν τῆς μαθήσεως ἐκεῖνα τὰ φῶτα, ὁποὺ στολίζουσιν τὸ ἀνθρώπινον πνεῦμα καὶ τὸ ἀποδεικνύουσιν ἄξιον τοῦ πλάστου του (4). Ἡ πολυμάθεια, τέλος πάντων, ἀπέβαλεν τὴν δισχυρογνωμίαν ἀπὸ τοὺς περισσοτέρους, καὶ ἐν ἑνὶ λόγῳ, ἔπαυσεν ἐκείνη ἡ ἀδιαφορία, ὁποὺ πρότερον τόσον ἐδειλίαζεν τοὺς ταλαιπώρους νέους, οἵτινες ἐποθοῦσαν νὰ παύσωσι τὴν δίψαν των μὲ τὰ καθαρὰ νάματα τῆς σπουδῆς καὶ σχεδὸν δὲν ἐτολμοῦσαν.
Τὴν σήμερον οἱ σπουδαῖοι, ἂν κατὰ χρέος ἀκόμη δὲν εὐλαβῶνται καὶ δὲν τιμῶνται, δὲν καταφρονῶνται ὅμως, οὔτε περιπαίζονται. Καὶ καθεὶς ἀπὸ τοὺς προεστούς, ἀντὶς νὰ σφαλίσῃ τὸν υἱόν του εἰς τὸ ὀσπίτιόν του, καὶ νὰ τὸν ἀφήσῃ ἀμαθέστατον, μετὰ πάσης τῆς ἐπιμελείας τὸν πέμπει εἰς τὰ σχολεῖα, διὰ νὰ φωτισθῇ.
Εἰς αὐτὰ κράζω διὰ μάρτυρας ὅλους σας, ὦ Ἕλληνες, καὶ μάλιστα ὅσους ἔχουσιν υἱούς (5). Τὰ σχολεῖα δὲν εἶναι πλέον ἔρημα ὡς καὶ πρότερον, ἀλλὰ τὸ καθὲν περιέχει πενήντα καὶ ἑκατὸν μαθητάς, οἵτινες ἀφοῦ ἀνέγνωσαν τὸν ἡδύτατον Ξενοφῶντα, τὸν νουνεχῆ Πλούταρχον καὶ τοὺς λοιποὺς ἱστορικοὺς φιλοσόφους τῶν προγόνων μας, ἐγνώρισαν τὸν βόρβορον τῆς τυραννίας καὶ κλαίουσι πικρῶς διὰ τὴν δυστυχίαν τῆς πατρίδος μας. Δὲν προφέρουσι πλέον τὸ ὄνομα τῆς ἐλευθερίας μὲ φόβον, μήπως καὶ τοὺς ἀκούσωσιν οἱ προεστοὶ ἢ οἱ ἀρχιερεῖς καὶ τοὺς κηρύξουσιν ἀθέους, ὡς πρότερον ἔκαμνον, ἀλλὰ τὸ προφέρουσι μὲ ἐκεῖνο τὸ θάρρος, ὁποὺ οἱ δοῦλοι δὲν ἠμποροῦν νὰ ἔχωσι. Δὲν παύουσιν ἀπὸ τὸ νὰ νουθετῶσι τοὺς ἀμαθεῖς φίλους των, καὶ μὲ τὸ παράδειγμά των ἐπαρακίνησαν ὅλους νὰ στοχασθῶσι μίαν φορὰν καθὼς πρέπει, ὁποὺ μέχρι τῆς σήμερον δὲν τὸ ἔκαμνον.
Ἐν ἑνὶ λόγῳ, διὰ νὰ λάβῃ τὸ πᾶν τὸ ποθούμενον τέλος, ἄλλο δὲν τοὺς λείπει, εἰμὴ ἡ ἐλευθερία. Ἡ ἀγχίνοιά των εἶναι ἀμίμητος. Οἱ Ἕλληνες, ὦ ἀδελφοί μου, ἔχουσι μίαν φυσικὴν διάθεσιν, ὄχι μόνον εἰς τὸ νὰ μιμῶνται, - ὁμιλῶντας γενικῶς - ἀλλὰ καὶ εἰς τὸ νὰ ἐφευρίσκωσι. Οἱ νόες των εἶναι γεννητικοὶ εἰς τὸ ἄκρον, εἰς τρόπον ὁπού, μετὰ τὴν ἐπανόρθωσιν τοῦ γένους μας, δύο χρόνων διάστημα εἶναι ἀρκετώτατον νὰ ξαναδώσῃ εἰς ἡμᾶς τὰς προτέρας μας ἀρετάς.
Πῶς νὰ παραιτήσω τοὺς ἐπαίνους, ὁποὺ τυχαίνουν ἐκείνων τῶν ἡρώων τῆς Ἑλλάδος, οἱ ὁποῖοι μὴν ὑποφέροντες τὰς φοβερὰς τυραννίας τῶν ὀθωμανῶν, ἐκλέγουσιν ἐκείνους ὁποὺ γνωρίζουσιν ἀξιωτέρους καὶ φεύγουσιν εἰς τὰ δάση, διὰ νὰ διαυθεντεύσουν τὴν ἐλευθερίαν των; Ποῦ ἐσπούδαξαν ἐκεῖνοι τακτικήν, διὰ νὰ ἀντισταθῶσιν εἰς τὸ πλῆθος τῶν ἐχθρῶν των, καὶ νὰ τοὺς νικῶσι πάντοτε (6); Δὲν ἀποδεικνύουσιν αὐτοὶ φανερὰ καὶ τὴν ἄφευκτον πτῶσιν τῆς ὀθωμανικῆς δυναστείας καὶ τὴν εὐκολίαν τῆς ἐπανορθώσεώς μας; Ἢ μήπως εἶναι ὀλίγοι! Τὴν σήμερον εἰς ὅλην τὴν Ἑλλάδα εὑρίσκονται βέβαια ἀπὸ αὐτοὺς περισσότεροι ἀπὸ δέκα χιλιάδας, τῶν ὁποίων ἡ ἀνδρεία εἶναι ἀδιήγητος καὶ ἡ ἀγάπη διὰ τὴν ἐλευθερίαν τους ἀπερίγραπτος.
Αὐτοὶ οἱ ἥρωες πολλάκις, μὴν ἀπαντῶντες ἐχθρούς, διὰ νὰ λάβωσι μὲ τὴν νίκην τὰ ὅσα τοὺς εἶναι ἀναγκαῖα, ζῶσι δύο καὶ τρεῖς ἡμέρας μὲ νερὸν καὶ χόρτα, καὶ οὕτως δὲν ἐνοχλοῦσι τοὺς χωριάτας εἰς τὸ οὐδέν. Καθεὶς ἀπὸ αὐτοὺς ἀξίζει δέκα ἀρχιστρατήγους ἀλλογενεῖς διὰ τὴν ἐξυπνότητα τοῦ νοὸς καὶ διὰ τὰς πολεμικὰς ἐφευρέσεις, διὰ δὲ τὴν ἀγάπην τῆς ἐλευθερίας καὶ τὴν μεγαλοψυχίαν, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ τοὺς παρομοιάσῃ τινὰς μὲ κανένα ἀπὸ τοὺς τωρινοὺς ἀρχιστρατήγους (7).
Τὰ ἤθη τῶν Ἑλλήνων, πρὸς τούτοις, εἶναι ἄλλη μεγαλειτέρα αἰτία, ὅτι εὔκολος εἶναι ἡ ἐπανόρθωσίς των. Ὅλοι οἱ Ἕλληνες, καὶ μάλιστα οἱ χωρικοί, ἔχουσι μεγαλωτάτην κλίσιν εἰς τὰ ἄρματα (8). Σχεδὸν καθεὶς ἀπὸ αὐτοὺς ἔχει δύο καὶ τρία ἄρματα, καὶ εἶναι ἀξιοθαύμαστοι κυνηγοί (9). Εἶναι δὲ γενικῶς πεπροικισμένοι ἀπὸ τὴν φύσιν μ᾿ ἓν πνεῦμα γεννητικὸν καὶ ὀρθόν. Ἀνάμεσα δὲ εἰς τὰς φυσικάς των ἀρετάς, διὰ νὰ εἰπῶ ἔτζι, ἡ φιλοξενία εἶναι εἰς αὐτοὺς γενική. Τέλος πάντων φιλόθρησκοι καὶ εἰς τὸ ἄκρον ἐναντίοι τῶν ὀθωμανῶν.
Ἡ αὐτοϊδιότης τῆς τροφῆς των καὶ τὰ καθαρὰ ἀναβρυστικὰ νερὰ ὁποὺ πίουσι, τοὺς βαστᾶ ἀδιακόπως εἰς μίαν εὐρωστίαν καὶ δύναμιν ἐξαίσιον (10). Ἡ εἰλικρινότης καὶ εὐθύτης των εἶναι βέβαια ἀξίαι τοῦ χρυσοῦ αἰῶνος. Τὸ σέβας των πρὸς τοὺς γέροντας καὶ ἡ ἀγάπη των διὰ τὴν δόξαν εἶναι ὁμοῖαι μὲ τῶν Σπαρτιάτων. Εἶναι λίαν εὔστροφοι, ἀγαποῦσι καταπολλὰ νὰ ἐπιχειρίζωνται κάθε δύσκολον ὑπόθεσιν, καὶ εἶναι περισσότερον ριψοκίνδυνοι, παρὰ δειλοί (11).
Ἡ διαγωγή των εἶναι ἐνάρετος, καὶ μὲ τόσην σταθερότητα ὑποφέρουσι τὰ βάσανα τῆς ὀθωμανικῆς τυραννίας, ὁποὺ φανερὰ ἀποδεικνύεται ἡ ἀνότης τῆς ψυχῆς των· καταφρονοῦσι δὲ εἰς τὸ ἄκρον τοὺς τυράννους των, καὶ ἡ προθυμία των εἰς τὸ νὰ ἐλευθερωθῶσι εἶναι ἄκρα. Ἄλλο δὲν προσμένουν, παρὰ μόνον ἕνα ἀρχιστράτηγον, διὰ νὰ τοῦ γίνουν ὅλοι ὀπαδοί, καὶ νὰ ξαναποκτήσουν τὴν ἐλευθερίαν τους.
Ἴσως κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἀναγνώστας, μάλιστα δὲ ἂν εἶναι ἀλλογενὴς - διὰ τοὺς ὁποίους ἐγὼ δὲν γράφω - ἤθελε μὲ κατακρίνει διὰ κόλακα πρὸς τοὺς ὁμογενεῖς μου, τοὺς ὁποίους τρόπον τινὰ φαίνεται νὰ ἐπαινῶ πολλά. Διὰ τοῦτο λοιπόν, θέλοντας νὰ ἐβγάλω ἀπὸ αὐτοὺς τοιαύτην ἀμφιβολίαν, θέλω προσπαθήσει νὰ ἀποδείξω ἐν συντόμῳ τὰς αἰτίας τοιούτου χαρακτῆρος.
Τὸ νὰ διαφέρωσιν οἱ ἄνθρωποι ἀναμεταξύ των, τόσον κατὰ τὸ σῶμα, καθὼς καὶ κατὰ τὸ πνεῦμα, οὐδεὶς βέβαια ἀμφιβάλλει. Τρεῖς εἶναι λοιπὸν αἱ αἰτίαι τοιούτου ἀποτελέσματος. Ἡ θέσις μιᾶς ἐπαρχίας ὡς πρὸς τὴν γηΐνην σφαῖραν, τὸ κλῖμα καὶ αἱ περιστάσεις. Ἡ μὲν πρώτη προξενεῖ τὴν διαφορὰν εἰς τὰ γένη, ὡς ἐπὶ παραδείγματι ὁ Ρῶσσος διαφέρει ἀπὸ τὸν Ἀφρικάνον. Ἡ δὲ δευτέρα ἐκτελεῖ τὸ αὐτὸ ἀπὸ πολίτην εἰς πολίτην, καὶ οὕτως ὁ Ἀθηναῖος διαφέρει ἀπὸ τὸν Λακεδαίμονα. Καὶ ἡ τρίτη, τέλος πάντων, εἰς τὴν ὁποίαν αἱ δύο πρῶται πολλὰ συνεισφέρουσι, ἀποκαταστεῖ μεγαλειτέραν τὴν διαφορὰν ἀνάμεσα εἰς τοὺς ἀνθρώπους, καὶ διὰ τοῦτο ὁ εἷς διαφέρει τοῦ ἄλλου.
Ἡ διοίκησις, ἡ θρησκεία, ὁ ἀριθμὸς τῶν κατοίκων, τὰ ἤθη, καὶ τέλος πάντων ἡ ἐξακολούθησις ἀγνώστων αἰτιῶν, ἤτοι τὸ συμβεβηκός, συνθέτουσι ταύτην τὴν τρίτην αἰτίαν, λέγω, τῶν περιστάσεων. Ὅθεν καὶ εἰς τὴν διαφορὰν τοῦ χαρακτῆρος τοῦ καθενὸς ἔχει τὸ μεγαλείτερον μέρος. Ἀδύνατον εἶναι τώρα νὰ ἐπαριθμήσῃ τινὰς ὅλα ἐκεῖνα, εἰς τὰ ὁποῖα συνίσταται ἡ διαφορὰ τῶν ἀνθρώπων. Φθάνει, ἐν συντόμῳ, νὰ ἠξεύρωμεν, ὅτι ἡ μὲν θέσις κατὰ μοίρας, ὡσαύτως καὶ τὸ κλῖμα, ἀποκαταστῶσι τοὺς ἀνθρώπους, ἢ μιᾶς κράσεως ὑγιεστάτης, ἢ ἀδυνάτου, ἐκ τῶν περιστάσεων δὲ ἡ μὲν νομαρχία καταστεῖ τὸν ἄνθρωπον ἄφοβον, εἰλικρινῆ καὶ ἐνάρετον, ἡ τυραννία δὲ δειλόν, πονηρὸν καὶ ὑποκριτήν. Ἡ θρησκεία ὡσαύτως, τὸ Εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ παραδείγματος χάριν, κατασταίνει τοὺς ὀπαδούς του φιλευσπλάγχνους, φιλοξένους καὶ συμπαθητικούς. Ἡ ἑβραϊκὴ θρησκεία κάμνει τὸν λαὸν μισάνθρωπον. Ἡ ὀθωμανική, τέλος πάντων, τὸν κάμνει αὐτόματον, καὶ οὕτως διὰ τὰς λοιπάς.
Πρὸς τούτοις, τὸ συμβεβηκὸς ἔχει δύναμιν πολλάκις νὰ χαρακτηρίσῃ ἕνα λαόν. Τυχαίνοντας, παραδείγματος χάριν, ἓν γένος εἰς πόλεμον μὲ διάφορα ἄλλα γένη, καὶ νικῶντας τα δύο καὶ τρεῖς φοράς, λαμβάνει βαθμηδὸν ἓν θάρρος τοσοῦτον, ὥστε ὁποὺ μὲ τὸν καιρὸν τοῦ μένει ξεχωριστόν του κτῆμα. Οὕτως ἠκολούθησεν εἰς τοὺς Σπαρτιάτας καὶ τὸ ἴδιον μᾶς τὸ βεβαιοῦσιν οἱ Σπαρτιᾶτες τοῦ νῦν αἰῶνος, λέγω οἱ θαυμαστοὶ Σουλιῶτες, οἱ ὁποῖοι ποτὲ δὲν ἐκαταδέχθησαν νὰ πολεμήσουν τοὺς ἐχθρούς των, ἂν πρότερον δὲν τοὺς ἔβλεπον δεκαπλασίως περισσοτέρους των. Τὸ κλῖμα τῆς Ἑλλάδος καὶ ἡ κατὰ μοίρας θέσις αὐτῆς εἶναι ἐξαίρετα. Ὅλη σχεδὸν ἡ Ἑλλὰς εἶναι στολισμένη μὲ λόφους καὶ πεδιάδας θαυμασίας, τὰ περισσότερα χωρία εὑρίσκονται εἰς ὕψος, ἡ γῆ εἶναι καταπολλὰ καρποφόρος, τὰ νερὰ καθαρώτατα, ὁ ἀὴρ εὔκρατος, ὅθεν καὶ γενικῶς οἱ Ἕλληνες εἶναι ὑγιεῖς καὶ εὐφυεῖς. Αἱ περιστάσεις δὲ ὁποὺ εἰς τὸν παλαιὸν καιρὸν κατέστησαν τοὺς Ἕλληνας τόσον ἀξιωτέρους ἀπὸ τὰ ἄλλα γένη, τοὺς ἐχαρακτήρισαν διὰ φιλοξένους, μεγαλοψύχους, ζηλωτὰς τῆς πατρίδος των καὶ λατρευτὰς τῆς ἐλευθερίας.
Οἱ Ρωμαῖοι μετὰ τὸν Φίλιππον ὠλιγόστευσαν ὁπωσοῦν τὴν πρώτην των καθαρότητα, οἱ ὀθωμανοὶ δέ, φυλάττοντές τους ὑπὸ τῆς βαρβάρου τυραννίας των, δὲν ἠμπόρεσαν ποσῶς οὔτε νὰ τοὺς φθείρουν τὰ ἤθη, οὔτε νὰ τοὺς ἀλλάξουν τὸν παλαιὸν χαρακτῆρα τους, καὶ τοῦτο διὰ δύο αἴτια. Πρῶτον μέν, ἐπειδὴ οἱ ὀθωμανοὶ εἶναι ἑτερόθρησκοι, καὶ δεύτερον, ὁποὺ οἱ Ἕλληνες, μὴν ἔχοντες εἰς χεῖρας των τὴν διοίκησιν, πάντοτε ἔμειναν οἱ ἴδιοι. Αὐτοί, νομίζοντες τοὺς ὀθωμανοὺς τόσους ξένους τυράννους των, οὔτε εἰς τὰ ἤθη των τοὺς ἐμιμήθησαν, οὔτε εἰς τὸν χαρακτῆρα των. Καὶ ἂν ἡ τυραννία τῶν ὀθωμανῶν ἠφάνισεν τὴν Ἑλλάδα κατ᾿ ἄλλα μέρη, βέβαια δὲν ἠδυνήθη νὰ διαφθείρῃ τὰ ἤθη τῶν κατοίκων της, ὁπού, ἴσως, ἕνας μονάρχης, ἤτοι τύραννος τῆς αὐτῆς θρησκείας καὶ γένους, ἤθελεν κάμει.
Τὰ ἤθη, λοιπόν, καὶ ὁ χαρακτὴρ τῶν Ἑλλήνων προδεικνύει τὴν εὐκολίαν τῆς ἐλευθερώσεώς των. Ἀλλὰ ἂς στρέψωμεν, τέλος πάντων, τὰ ὄμματά μας εἰς τὰ παραδείγματα, διὰ νὰ καταπεισθῶμεν εὐκολώτερα. Ἐγὼ ἠμποροῦσα νὰ σᾶς ἀναφέρω χίλια παραδείγματα γενικῶν ἐπαναστάσεων, παλαιῶν τε καὶ νέων εἰς διάφορα μέρη τῆς γῆς, διὰ νὰ σᾶς ἀποδείξω ὅτι, ὅταν μία ἐπανάστασις ἔχει διὰ ὅρον καὶ τέλος τὴν ἐλευθερίαν, ὅταν δηλ. ἡ ὑπόθεσις ἐγγίζει τοὺς περισσοτέρους, πάντοτε εὐδοκιμεῖ. Ἀλλ᾿ ἡ διήγησίς των ἤθελεν σταθῆ πολλὰ διεξοδική, ὡσὰν ὁποὺ ἔπρεπε νὰ ἀναφέρω καὶ τὰς περιστάσεις καὶ τὰ ἐπίλοιπα.
Δόξα οὖν τῇ Ἐλευθερίᾳ, ἔχομεν ἓν παράδειγμα, καὶ μεγάλον καὶ νέον, τὸ ὁποῖον εἶναι ἀρκετόν, διὰ νὰ σᾶς καταπείσῃ, χωρὶς νὰ ἔχω χρείαν νὰ ἀντιγράψω τοὺς ἱστορικούς. Τοιοῦτον παράδειγμα τόσον εἶναι ἀξιοθαύμαστον εἰς τὴν ἰδιότητά του, ὅσον μεγαλειτέρα ἤθελε σταθῆ ἡ ἀνοησία ἐκείνων, ὁποὺ δὲν ἤθελον καταπεισθῆ. Οἱ Σέρβοι μᾶς δίδουν αὐτὸ τὸ μεγάλον παράδειγμα, ὦ Ἕλληνες.
Αὐτοὶ ἦτον ὁ λαὸς ὁ πλέον ἁπλούστατος, καὶ βέβαια καθεὶς ἐστοχάζετο, ὅτι ἀργότερα ἤθελε λάμψει ἡ ἐλευθερία εἰς ἐκεῖνα τὰ μέρη, παρὰ εἰς τὰ ἄλλα. Μ᾿ ὅλον τοῦτο, ὁ θαυμαστὸς στρατηγός των καὶ ἐλευθερωτής των Γεώργιος ἐστάθη ἱκανὸς νὰ ἐπαναστατήσῃ ὅλους τοὺς συμπατριῶτας του, καὶ εἰς τὸ βραχύτατον διάστημα ἓξ μηνῶν νὰ ἐλευθερώσῃ τὴν πατρίδα του ἀπὸ τὸν ζυγὸν τῆς ὀθωμανικῆς τυραννίας. Ὤ, πόσα μαθήματα ἔδωσεν καὶ πόσας ἀμφιβολίας διέλυσεν μὲ τὰ ἔργα του ὁ ἀξιάγαστος Γεώργιος εἰς μεταχείρισιν τῶν Ἑλλήνων! Ὤ, πόσον ἀποστόμωσε τοὺς ἀνοήτους καὶ φλυάρους κατὰ τῶν Ἑλλήνων μὲ τὰ κατορθώματά του, καὶ ἐτρόμαξεν τοὺς ἀχρείους ὀθωμανοὺς μὲ τὰ ἄρματα τῆς νίκης καὶ τῆς ἐκδικήσεως!
Ὦ Ἕλληνες, μάθετέ το διὰ πάντοτε, τὰ ἄρματα τῆς δικαιοσύνης εἶναι ἀνίκητα, καὶ οἱ ὀθωμανοὶ θέλουν φύγει ἀπ᾿ ἔμπροσθεν τῶν ἀρματωμένων Ἑλλήνων. Μὴν ἀλησμονήσητε πρὸς τούτοις, παρακαλῶ, τὸ παντοτινὸν παράδειγμα τῶν θαυμαστῶν Μανιάτων. Ἴδετε ὅτι οἱ ὀθωμανοὶ ποτὲ δὲν ἠμπόρεσαν νὰ τοὺς καταδαμάσουν, οὔτε κἂν νὰ πλησιάσωσι τολμοῦσι πλέον εἰς τὰ σύνορά των. Ἐνθυμηθῆτε, τέλος πάντων, ὅτι ἡ ἀρχὴ τῆς νίκης εἶναι ἡ ἀνθίστασις, καὶ ὅτι οἱ Ἕλληνες δὲν εἶναι οὔτε ἄγριοι, οὔτε οὐτιδανῆς ψυχῆς, καθὼς οἱ ἐχθροί των ὀθωμανοί.
Ἐγὼ δὲν ἠξεύρω, τί νὰ σᾶς εἰπῶ περισσότερα, χωρὶς νὰ σᾶς ξαναειπῶ τὰ ἴδια. Ἡ ὑπόθεσις εἶναι τόσον φανερά, ὁποὺ μοῦ κακοφαίνεται τῇ ἀληθείᾳ, νὰ ἠθέλησα νὰ σᾶς τὴν ἀποδείξω. Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ ἀνάμεσα εἰς ἐκείνους ὁποὺ ἀμφιβάλλουν ἀπὸ ἱσχυρογνωμίαν, ἢ μᾶλλον εἰπεῖν κακογνωμίαν, εὑρίσκονται τινές, οἱ ὁποῖοι ἀμφιβάλλουσιν ἀπὸ ἀμάθειαν, διὰ τοῦτο καὶ μόνον ἀπεφάσισα νὰ παραστήσω τὰς αἰτίας, ὁποὺ βιάζουσιν ἐνταυτῷ καὶ εὐκολύνουν τὴν ἐπανόρθωσιν τοῦ γένους μας.
***
Ὕστερα λοιπὸν ἀπὸ τὰς προειρημένας αἰτίας, ὁποὺ ἀνέφερον, μένει ἀκόμη μία, ἡ ὁποία τόσον εἶναι μεγάλη καὶ εὐκολονόητος, ὁποὺ πρέπει νὰ καταπείσῃ καὶ τοὺς πλέον ἱσχυρογνώμονας: Ποῖος ἀμφιβάλλει, ἐπὶ παραδείγματι, ὅτι τὸ μέρος εἶναι μικρότερον ἀπὸ τὸ ὅλον; Ποῖος πρὸς τούτοις ἀμφιβάλλει, ὅτι μία δύναμις ὣς πέντε νικᾶ μίαν ἄλλην ὣς δύο; Βέβαια οὐδείς. Οἱ Ἕλληνες λοιπὸν πρὸς τοὺς ὀθωμανούς, εἶναι ὣς τὰ ἑπτὰ πρὸς τὸ ἕν, καθὼς ἀνωτέρω ἀπεδείχθη. Καὶ ποῖος, παρακαλῶ σας, τώρα δὲν θέλει καταπεισθῆ ἀπὸ αὐτὴν τὴν δεῖξιν, ὅτι οἱ Ἕλληνες πρέπει ἐξ ἀνάγκης νὰ νικήσωσι τοὺς ὀθωμανοὺς; Ποῖος εἶναι ἐκεῖνος, ὁποὺ νὰ ἀμφιβάλλῃ καὶ νὰ μὴν εἶναι ὁλοτελῶς ἀναίσθητος; Ἐγὼ θέλω νὰ ἐλπίσω, ὅτι δὲν θέλει εὑρεθῆ κανεὶς τόσον δύσνους καὶ ἀνόητος.
Ὦ Ἕλληνες! Ὦ ἀγαπητοί μου ἀδελφοί! Καὶ ὀλιγότεροι ἂν ἤμεθα ἀπὸ τοὺς ὀθωμανούς, ἀφεύκτως ἠθέλαμεν τοὺς νικήσει, διὰ τὰς τόσας αἰτίας ὁποὺ ἀνωτέρω εἶπον, πόσῳ μᾶλλον ὄντες ἑπτάκις ἀνώτεροι εἰς τὴν ποσότητα! Οἱ ἐχθροί μας δὲ ὄχι κατὰ τὸν ἀριθμὸν μόνον, ἀλλὰ καὶ κατὰ τὰ ἤθη, κατὰ τὴν ἀνδρείαν καὶ κατὰ τὴν μεγαλοψυχίαν, εἶναι ἑκατὸν φορὰς ὑποδεέστεροί μας. Πῶς λοιπὸν εἶναι δυνατὸν νὰ μὴν νικήσωμεν τοὺς ἐχθρούς μας;
Ἴσως πάλιν κανένας ἀπὸ ἐκείνους ὁποὺ συνηθίζουν νὰ ἐρωτῶσι, χωρὶς νὰ καταλαμβάνωσι, ἤθελεν ἀποκριθῆ: «Ἂν οὕτως ἔχει τὸ πρᾶγμα, διατί λοιπὸν μέχρι τῆς σήμερον δὲν τοὺς ἐνίκησαν;» Καὶ πότε ἐπολέμησαν, ἀνόητε ἄνθρωπε, καὶ δὲν τοὺς ἐνίκησαν; Αὐτοὶ οἱ ὀλίγοι φευγάτοι εἰς τὰ δάση, ὁποὺ καθημερινῶς πολεμοῦσι καὶ νικοῦσι, δὲν εἶναι ἱκανοὶ ἴσως νὰ σοῦ ἀποδείξουν τὴν ἀλήθειαν; Τὰ ἑλληνικὰ πλοῖα, καὶ μάλιστα τῶν Ὑδριώτων, ὁποὺ καθημερινῶς μὲ τοὺς ἀλλογενεῖς πειρατὰς ἐχθρούς των πολεμοῦσι, δὲν τοὺς νικοῦσιν ἴσως πάντοτε, ἀγκαλὰ καὶ ἀσυγκρίτως μεγαλειτέρους των; Ὁ Γεώργιος δὲν ἐλευθέρωσεν ἴσως τοὺς Σέρβους; Καὶ ποῖος ἀμφιβάλλει, ὅτι ὁ Ρήγας ἤθελεν ἐλευθερώσει τὴν Ἑλλάδα, ἂν ἡ φθονερὰ τύχη μας δὲν ἤθελεν δανείσει τῆς προδοσίας τὸ μιαρὸν ξίφος εἰς τὰς χεῖρας τοῦ σκληροῦ Οἰκονόμου;
Ἀλλ᾿ ἰδοὺ πάλιν ἄλλος, ἀπ᾿ ἐκείνους ὁποὺ κρίνουν τὰ πράγματα καθὼς τὰ βλέπουν, καὶ ὄχι καθὼς εἶναι, νὰ λέγῃ: «Ἔ! ἕνας ἦτον ὁ Ρήγας, καὶ ἄλλος δὲν εὑρίσκεται». Ὤ, πόσον λανθάνεται, ὅποιος ἔτζι στοχάζεται! Ἐγὼ δὲν θέλω νὰ κάμω τοιαύτην ἀτιμίαν τῆς ἀνθρωπότητος, καὶ μάλιστα τοῦ γένους μας, πιστεύοντάς το. Καὶ ἂν μέχρι τοῦ νῦν δὲν ἐφάνη, ὄχι διὰ τοῦτο δὲν ἠμπορεῖ νὰ ἐμφανισθῇ ἐντὸς ὀλίγου; Μόνον οἱ ἀκατάπειστοι ἂς προσμείνουν νὰ ἰδοῦν εἰς τὸν ἴδιον καιρὸν τὴν ἐλευθερίαν τῆς Ἑλλάδος καὶ τὴν ἐντροπήν τους.
Ἐσεῖς δέ, ὦ μιμηταὶ τοῦ μεγάλου Ρήγα, ἀκούσατε μερικὰς ἐνθυμήσεις, ὁποὺ τώρα θέλω σᾶς καταγράψει, διὰ νὰ δώσω τέλος τοῦ λόγου μου, καὶ ἐνταυτῷ νὰ ἀποδείξω τὰ μέσα μιᾶς ἐπαναστάσεως καὶ ἐπανορθώσεως τοῦ γένους μας.
Ἐγὼ δὲν νομίζω μ᾿ ἐτοῦτο νὰ σᾶς συμβουλεύσω, ὦ ἀγαπητοί μου, ἐπειδὴ ἠξεύρω, ὅτι ὁ μεγαλείτερος διδάσκαλος εἶναι ὁ ἔρως τῆς πατρίδος, καὶ ἐσεῖς τὸν αἰσθάνεσθε, ὅσον χρειάζεται. Τὸ θέμα ὅμως τὸ καλεῖ, καὶ διὰ τοῦτο σᾶς λέγω, ὅτι ἡ ἀρετὴ πρέπει νὰ εἶναι ὁ ὁδηγὸς τῶν ἐπιχειρημάτων σας. Ὁ σκοπός σας πρὸς τὸ καλὸν τὸ γενικόν, καὶ ὄχι τὸ μερικόν, νὰ ἀποβλέπῃ πάντοτε.
Ἡ φρόνησίς σας θέλει σᾶς διδάξει, πῶς νὰ φυλάξητε τὸ μυστικόν. Ἐγὼ σᾶς ἐνθυμῶ μόνον, ὅτι οἱ προδόται εὑρίσκονται πανταχόθεν. Ἡ ἐμπειρία σας θέλει σᾶς δείξει τὰ εὐκολοφύλακτα χωρία καὶ τοὺς φιλοπάτριδας καὶ ἐναρέτους ἄνδρας, ἐγὼ δὲ σᾶς ἐνθυμῶ πόσον συμφέρουν εἰς τὴν ἐπιχείρησίν σας. Ἐσεῖς δὲν εἶσθε χρυσολάτραι, ἐγὼ δὲ σᾶς ἐνθυμῶ, ὁπόσον οὐτιδανώνει ἡ φιλαργυρία μίαν ἡρωϊκὴν ψυχήν. Ἐσεῖς, τέλος πάντων, ἠξεύρετε πῶς νὰ νικήσητε, ἐγὼ δὲ σᾶς λέγω νὰ καλομεταχειρισθῆτε τὰς νίκας σας.
Μὴν ἀλησμονήσητε τὴν ταχύτητα τοῦ καιροῦ, διὰ νὰ μὴν ἀπερνᾶ οὔτε μία στιγμή, ὁποὺ νὰ μὴν εἶναι στεφανωμένη ἀπὸ τὰ χρηστὰ κατορθώματά σας. Εἶσθε προβλεπτικοί. Βραβεύσατε τὴν ἀξιότητα εἰς ὅποιον ὑποκείμενον τὴν εὕρετε, τιμωρήσετε τὰ ἁμαρτήματα ὁμοίως. Καί, τέλος πάντων, κράξατε πρὸς τοὺς συναδελφούς μας Ἕλληνας καὶ εἴπατε αὐτῶν:
Ἰδού, ἀδελφοί, καιρὸς σωτηρίας. Μὴν σᾶς λυπήσῃ ὀλίγον αἷμα διὰ τὴν ἐλευθερίαν σας καὶ τὴν εὐτυχίαν σας. Ποῖος δὲν κόπτει τὸν δάκτυλον, διὰ νὰ ἰατρεύσῃ τὴν χεῖρα του; Λάβετε τὰ σπαθία τῆς δικαιοσύνης, καὶ ἂς ὁρμήσωμεν κατὰ τῶν δειλῶν ὀθωμανῶν, διὰ νὰ συνθλάσωμεν τὰς ἁλύσους μας. Ἂς εὐχαριστήσωμεν τὸν Θεόν, ὁποὺ δὲν ἐγεννήθημεν ἕνα αἰῶνα πρωτύτερα, ἀλλ᾿ ἐγεννήθημεν εἰς καιρὸν ἐπιτηδειότατον εἰς τὸ νὰ ἐλευθερώσωμεν τὴν πατρίδα μας. Ποία μεγαλειτέρα εὐχαρίστησις διὰ ἕνα ἄνθρωπον ἀπὸ αὐτὴν! Μὴν βραδύνετε λοιπόν, ὦ ἀγαπητοί, τὴν ὑπόθεσιν. Ἂς ξεσπαθώσωμεν μίαν φοράν, καὶ τὸ πρᾶγμα θέλει ἔλθει μόνον του εἰς τὸ τέλος.
Τὸ ὀθωμανικὸν κράτος, πάλιν σᾶς τὸ ξαναλέγω, πρέπει νὰ πέσῃ ἐξ ἀποφάσεως, ἢ οὕτως ἢ οὕτως. Ἀλλοίμονον λοιπὸν εἰς τὸ γένος μας, ἂν κυριευθῇ ἀπὸ ἑτερογενὲς βασίλειον. Τότε οἱ Ἕλληνες δὲν θέλουν μείνει πλέον Ἕλληνες, ἀλλὰ κατ᾿ ὀλίγον ὀλίγον θέλουν διαφθαρῆ τὰ ἤθη των, καὶ θέλομεν μείνει πάλιν δοῦλοι, καὶ δοῦλοι ἴσως, πάλιν, ἀλευθέρωτοι διὰ πολλοὺς αἰῶνας.
Διὰ τὴν ἀγάπην τῆς τιμῆς μας, στοχασθῆτε το μὲ προσοχήν. Μὴν σᾶς πλανήσουν τὰ ταξίματα τῶν ἐπιτροπῶν καὶ ἀποστολῶν τῶν ξένων βασιλειῶν. Αὐτοὶ εἶναι τόσοι σκλάβοι, καὶ διὰ νὰ μετριάσουν τὴν ἐντροπήν των, προσπαθοῦν νὰ αὐξήσουν τὸν ἀριθμόν των. Αὐτοὶ δὲν προσκυνοῦσι, εἰμὴ τὸν βασιλέα των καὶ τὸν χρυσόν. Μὴν στοχάζεσθε, ὦ ἀδελφοί μου, ὅτι κανεὶς ἀπὸ αὐτοὺς θέλει θυσιάσει καὶ χρυσὸν καὶ στρατιῶτας, διὰ νὰ διώξῃ τὸν ὀθωμανὸν καὶ νὰ μᾶς ἀφήσῃ ἔπειτα ἐλευθέρους! Ὤ, κάλλιον ἕνας σεισμὸς ἢ ἕνας κατακλυσμὸς νὰ μᾶς ἀφανίσῃ ὅλους τοὺς Ἕλληνας, παρὰ νὰ ὑποκύψωμεν πλέον εἰς ξένον σκῆπτρον.
Διατί, ὦ Ἕλληνες ἀγαπητοί μου, νὰ προσμείνωμεν νὰ μᾶς δανείσῃ ἄλλος ἐκεῖνο, ὁποὺ ἡμεῖς ἔχομεν; Χίλιας φορὰς περισσότερον αἷμα ἤθελεν ἐκχυθῆ, ἂν ἤθελεν εἰσέλθει ξένον σπαθὶ εἰς τὴν Ἑλλάδα, παρὰ ἂν ἠθέλαμεν ἐλευθερωθῆ μόνοι μας. Μὴν σᾶς δειλιάσῃ πρὸς τούτοις ἡ ἀπειρία μας, ἀλλ᾿ ἴδατε τοὺς Σέρβους (12). Ἴδατε ἐνταυτῷ τοὺς νῦν ναύτας τοῦ γένους μας, πῶς, ἀγκαλὰ καὶ ἀγράμματοι, ταξιδεύουν μὲ μεγαλωτάτην εὐκολίαν εἰς ὅλας τὰς θαλάσσας, μάλιστα δὲ κάμνουσι μόνοι τους τὰ πλέον ὡραιότατα καὶ ταχύτερα καράβια.
Μὴν στοχάζεσθε λοιπόν, ὅτι χρειάζονται αἰῶνες, διὰ νὰ καλλωπισθῇ τὸ γένος μας καθὼς πρέπει. Οὐχί, ὦ Ἕλληνες! Τὸ νὰ ἐλευθερωθῇ καὶ νὰ καλλωπισθῇ εἶναι τὸ αὐτό, καὶ θέλει ἀκολουθήσει εἰς τὸν ἴδιον καιρόν. Μὴν σᾶς φοβίσουν τὰ μέσα, ὅ,τι λογῆς καὶ ἂν εἶναι· ἀποβλέψατε μόνον εἰς τὸ χρηστὸν τέλος. Ὁ καλὸς ναύτης ταξιδεύει μὲ ὅλους τοὺς ἀνέμους. Οὕτως καὶ ὁ ἐλευθερωτὴς τῆς Ἑλλάδος, εἰς κάθε περίστασιν, ὁποὺ τὸ τυχὸν διορίσῃ, ἠμπορεῖ πάντοτε νὰ διοικήσῃ καλῶς, ὡσὰν ὁποὺ ὁ σκοπός του εἶναι ἕνας, ἓν τὸ τέλος του, λέγω τὸ κοινὸν ὄφελος.
Ἡ τυραννία τῶν ὀθωμανῶν ηὔξησεν τόσον, ὁποὺ μόνη της προδεικνύει τὸν ἀφανισμόν της. Ἡ Ἐλευθερία ἐπλησίασεν εἰς τὴν προτέραν της κατοικίαν. Ὁ ἦχος τῆς σάλπιγγος τοῦ Ἄρεως ἐξύπνησεν ἀπὸ τοὺς τάφους των τῶν προγόνων μας τοὺς ἥρωας. Ἰδοὺ ὁ Δημοσθένης, ἀπὸ τὸ ἓν μέρος, θεωρεῖ δεύτερον Φίλιππον εἰς τὸν τύραννον τῆς Ἠπείρου. Ἰδοὺ ὁ Λυκοῦργος βλέπει ἄλλους Σπαρτιάτας εἰς τοὺς Σουλιῶτας καὶ Μανιάτας. Ὁ μέγας Λεωνίδας ἀκούει τὰ τύμπανα τῆς νίκης καὶ εὐφραίνεται. Ὁ τύραννος τῆς Συρακούζης Διονύσιος βλέπει καὶ αὐτὸς μακρόθεν τὸν τύραννον τῶν ὀθωμανῶν καὶ προβλέπει τὸ τέλος του. Ἤγγικεν ἡ ὥρα, ὦ Ἕλληνες, τῆς ἐλευθερώσεως τῆς πατρίδος μας! Τὸ τέλος τῶν τυράννων εἶναι, ἀδελφοί μου, πασίδηλον! Ὅλοι ἀπὸ τὸν θρόνον μετέρχονται εἰς τὸν ᾍδην μὲ βίαιον θάνατον καὶ δὲν μένει ἀπὸ αὐτοὺς ἄλλο, εἰμὴ τὸ βρωμερὸν ὄνομά των διὰ κατάραν εἰς τὰ στόματα τῶν μεταγενεστέρων.
Ὦ Ἕλληνες! Οἱ ποταμοὶ αἵματος τῶν συγγενῶν μας καὶ φίλων μας, ὁποὺ ἐχύθησαν ἀπὸ τὸ ὀθωμανικὸν σπαθί, ζητοῦσιν ἐκδίκησιν. Τόσοι ἄλλοι, ὁποὺ μέλλουσι νὰ χυθῇ, ζητοῦν βοήθειαν. Ἀλλοίμονον λοιπὸν εἰς τὰ ἀπρόσεκτα πνεύματα, καὶ μακάριοι οἱ συνδρομηταί!
Ναί, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἀκόμη μίαν φορὰν διὰ πάντα σᾶς τὸ ἐνθυμῶ, ὅτι καιρὸς τῆς δόξης ἔφθασεν, καὶ κάθε μικρὰ ἀναβολὴ εἶναι ἐπιζήμιος καταπολλὰ εἰς ἡμᾶς. Ἂς τρέξωμεν λοιπὸν ὅλοι μας, ναί, ὅλοι μας, πρὸς κοινὴν ὠφέλειαν. Καὶ ἄμποτες κἀγώ, σὺν τοῖς λοιποῖς φιλογενέσι μου, νὰ ἀξιωθῶ ὀγλήγορα νὰ χύσω τὸ αἷμα μου διὰ τὴν σωτηρίαν τῆς γλυκυτάτης μου πατρίδος καὶ νὰ αἰσθανθῶμεν ὅλοι μας ἢ τὴν χαρὰν τοῦ Θεμιστοκλέους ἢ τοῦ Ἐπαμεινώντα.
Ἔ! πόσον γλυκὺ πρᾶγμα εἶναι νὰ ὁμιλῇ τινὰς τὴν ἀλήθειαν! Γλυκύτερον ὅμως καταπολλὰ εἶναι νὰ ἐκφέρῃ εἰς φῶς ἀληθείας ἐπωφελεῖς. Αὐτὸ ἐγὼ ἐπροσπάθησα, ἀγαπητοί μου, νὰ ἐκτελέσω καὶ ἐλπίζω νὰ ἐπέτυχον τοῦ σκοποῦ μου. Ἄχρηστον ἤθελεν εἶναι εἰς ἕνα ἄρρωστον, ἂν ὁ ἰατρός, ἀφίνοντας κατὰ μέρος τὸ πάθος του, ἤθελε τοῦ ὁμιλήσει περὶ ἄλλων παθῶν. Διὰ τοῦτο κἀγώ, γνωρίζοντας τὴν ἀληθῆ ἀσθένειαν τῆς Ἑλλάδος, περὶ αὐτῆς μόνον ἀπεφάσισα καὶ ὡμίλησα τῶν ἀδελφῶν μου Ἑλλήνων.
Ἀπέδειξα τί ἐστὶ ἐλευθερία. Ἔπειτα ἐφανέρωσα πόσον ἀναγκαῖον ἀπόκτημα εἶναι εἰς τὸν ἄνθρωπον· ὅτι μόνον αὕτη τὸν ἀποκαταστεῖ ἄξιον τοῦ ὀνόματός του, ὄντας ὁ δοῦλος ποταπότερος καὶ ἀπὸ τὰ ἴδια ἄλογα ζῶα.
Τὰ ὀλίγα παραδείγματα ὁποὺ ἀνέφερα ἀπὸ τὴν ἀναρίθμητον ποσότητα, ὁποὺ ἡ ἱστορία μᾶς διηγεῖται, ἀπέδειξαν ὁπόσων μεγάλων κατορθωμάτων εἶναι πρόξενος ἡ ἐλευθερία. Δὲν ἔλειψα ἀπὸ τὸ νὰ σᾶς ἐνθυμίσω τὸ χρέος, ὁποὺ ὁ ἄνθρωπος ἔχει νὰ διαυθεντεύσῃ τὴν Πατρίδα του καὶ τὴν Ἐλευθερίαν του. Τέλος πάντων, ἀγαπητοί μου, ἐπροσπάθησα νὰ σᾶς ἀποδείξω, πόσον εὔκολος εἶναι ἡ ἐπανόρθωσις τῆς Ἑλλάδος.
Ὁ χαρακτήρ μας, ἡ ποσότης μας, τὰ ἤθη μας, τὸ γῆρας τῆς τυραννίας, τὸ πλῆθος τῶν συνδρομητῶν καὶ ἡ φυγὴ τῆς ἀμαθείας, ἐστάθησαν τὰ ἀναντίρρητα δικαιολογήματά μου. Ἐν ἑνὶ λόγῳ, ἔδειξα τοῦ καθενὸς ποῦ εὑρίσκεται ἡ εὐτυχία του. Ἄμποτες, λοιπόν, ὅλοι μας νὰ κινήσωμεν πρὸς ἀπάντησίν της, καὶ νὰ ἀξιωθῶμεν ταχέως νὰ δοξάσωμεν τὸ ὄνομα τῆς Ἑλλάδος, καὶ σκιρτίζοντες νὰ ἀλαλάξωμεν: Ζήτω ἡ Ἐλευθερία τῶν Ἑλλήνων εἰς αἰῶνας αἰώνων! Γένοιτο, γένοιτο!
ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ
----------
(1) Οἱ τοιοῦτοι ἠμποροῦν νὰ παρομοιασθοῦν εἰς τὰς γραίας γυναῖκας, αἱ ὁποῖαι, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, θέλουσι νὰ ἔχωσι πάντοτε τὸ δίκαιον, καὶ ὅταν τινὰς τῶν ἀποδείξῃ τὸ ἄδικόν των, αὐταί, εὐθὺς ἀλλάζουσι ὁμιλίαν, καὶ εἶναι ἀδύνατον νὰ ἠμπορέσῃ τινὰς νὰ τὰς καταπείσῃ.
(2) Ἕνας ἐχθρὸς τῆς Ἑλλάδος, ἕνας βρωμοάρχων τοῦ Φαναρίου, ἤκουσα ὅτι ἐμεσίτευσε καὶ ἐπροσπάθησε νὰ ἀρχίσῃ νὰ βάλῃ τάξιν εἰς τὰ ὀθωμανικὰ στρατεύματα, καὶ ἤρχισε νὰ τοὺς διδάξῃ καὶ τακτικήν. Ὢ τῆς ἀναισχυντίας του καὶ τῆς κακίας του!
(3) Εὑρίσκονται μερικοὶ ὀθωμανοί, ἤ, διὰ νὰ εἰπῶ καλλίτερα, ὅσοι ἀπὸ αὐτοὺς εἶναι ὁπωσοῦν ἄνθρωποι, ὁποὺ δὲν παύουν, ἀπὸ τὸ νὰ λέγωσι ἐν παρρησίᾳ, ὅτι ἔφθασεν τὸ βασίλειόν των εἰς τὸ τέλος του. Οἱ ἴδιοι ἀλλογενεῖς, τὸ βλέπουσι, καὶ ἄλλοι μὲν χαίρονται, ὅσοι τοὺς Ἕλληνας δὲν μισοῦσι, οἱ περισσότεροι ὅμως λυποῦνται.
(4) Ὤ, πόσον ταχύτερα καὶ εὐκολώτερα ἤθελε φωτισθῶσιν οἱ παῖδες τῶν Ἑλλήνων, ἂν αἱ παραδόσεις τῶν ἐπιστημῶν ἐγίνοντο εἰς τὴν ἁπλῆν μας διάλεκτον! Ἄμποτες λοιπόν, νέοι συγγραφεῖς νὰ πλουτίσωσι καὶ τιμήσωσι τὴν γλῶσσαν μας μὲ τὰ πονήματά των, καὶ ἡ Ἑλληνικὴ νὰ μείνῃ μία μάθησις ξεχωριστή, καὶ νὰ νομίζηται ὡς ἕνας στολισμὸς κατὰ μέρος ἑνὸς μαθητοῦ, καὶ ὄχι ποτὲ ἀναγκαῖον μέσον, καθὼς ἦτον, ἕως τὴν σήμερον, εἰς τὸ νὰ σπουδάσῃ τινὰς τὰς ἐπιστήμας. Καὶ διατί νὰ χάσῃ ὁ ταλαίπωρος νέος τρεῖς καὶ τέσσαρας χρόνους εἰς τὴν σπουδὴν μιᾶς γλώσσης -καὶ σχεδὸν νὰ μὴν τὴν μάθῃ!- εἰς καὶ καιρόν, ὁποὺ ἠμποροῦσε μὲ ὀλιγοτέρους κόπους- οὖσα ἡ σπουδὴ μιᾶς γλώσσης ἡ πλέον ἐνοχλητικὴ - καὶ εἰς ὀλιγότερον καιρὸν νὰ σπουδάσῃ καὶ νὰ μάθῃ ἐντελῶς τὰς ἀναγκαιοτέρας τῶν ἐπιστημῶν; Ἂς ἀποδώσωμεν, λοιπόν, αὐτὴν τὴν τυφλότητά μας, μαζὶ μὲ τόσας ἄλλας, εἰς τὴν τυραννίαν, ἡ ὁποία εἶναι ὁ ὄλεθρος τοῦ ὀρθῶς νοεῖν, καὶ ἂς ἐλπίσωμεν εἰς τὸ ἑξῆς αὐτὴν τὴν διόρθωσιν ἀπὸ ἐκεῖνα τὰ ἄξια ὑποκείμενα, ὁποὺ ἠμποροῦν, ἀφοῦ τὸ εἰπῶσι, νὰ τὸ κάμωσιν ἐνταυτῷ, ἐγὼ δὲ σιωπῶ ἐξ αἰτίας τῆς συντομίας, ὁποὺ εἶμαι στενοχωρημένος νὰ φυλάξω. Τὸ κοινὸν ὄφελος πρέπει νὰ προκρίνεται ἀπὸ τὸ μερικόν, καὶ ἡ ἑλληνικὴ νεολαία δὲν πρέπει νὰ ὑποφέρῃ πλέον τοιαύτην ἀνόητον συνήθειαν, ὁποὺ νὰ ζητῇ τὰ ἀφανῆ διὰ τῶν ἀφανῶν, οὔτε μερικοὶ διδάσκαλοι νὰ καυχῶνται παραπολὺ διὰ τὸ ὅτι ἠξεύρουσι τὴν ἑλληνικὴν γλῶσσαν, οἱ ὁποῖοι, τῇ ἀληθείᾳ, ἠμποροῦν νὰ παρομοιασθοῦν μὲ τινάς, οἵτινες ὄντες γυμνοὶ εἰς τὸ σῶμα, φέροσι πολύτιμα καλύμματα εἰς τὴν κεφαλήν. Ἐγὼ ἐγνώρισα ἕνα νέον ὁποὺ εἶχε σπουδάξει δέκα ἓξ χρόνους εἰς τὸ σχολεῖον τῆς Πάτμου, καὶ ἦτον εἴκοσι ἓξ χρόνων, ὅταν ἐβγῆκεν μὲ τὸ τίτλον τοῦ λογιωτάτου, μ᾿ ὅλον τοῦτο δὲν ἤξευρε νὰ παραστήσῃ πῶς γίνεται ἡ ἔκλειψις τῆς σελήνης. Ἤξευρεν ὅμως ἐκ στήθους ὅλον σχεδὸν τὸ τρίτον τοῦ Γαζῆ.
(5) Ἡ Ἑλλὰς χρεωστεῖ αὐτὴν τὴν χάριν ἐκείνων τῶν ὀλίγων φιλοπάτριδων, οἱ ὁποῖοι ἐθυσίασαν μέρος τῆς περιουσίας των καὶ ἔκτισαν σχολεῖα, πληρώνοντες ὄχι μόνον τοὺς διδασκάλους, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἰδίους μαθητάς, ὅταν εἶναι πτωχοί. Ἐπλούτισαν τὰ σχολεῖα μὲ τὰ ἀναγκαιότερα βιβλία, τόσον ἐπιστημονικὰ καθὼς καὶ ἠθικά, ὁποὺ ἔκδωσαν εἰς τύπον, μὲ τὰ ἀναγκαῖα ὄργανα τῆς μαθηματικῆς καὶ φυσικῆς, καί, ἐν ἑνὶ λόγῳ, τὰ πάντα ἐπρόβλεψαν.
(6) Εἶναι ἄξιον θαυμασμοῦ, ὁποὺ ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ἥρωας μὲ μόνον δέκα ἓξ συντρόφους ἐφυλάχθη πολλοὺς χρόνους ἐλεύθερος εἰς τὰ μέρη τοῦ Ξηρομεριοῦ, καὶ συνεκρότησεν μυρίους πολέμους ἐναντίον πολλῶν ἑκατοντάδων ἐχθρῶν.
(7) Οἱ νῦν ἀρχιστράτηγοι τῶν ἀλλογενῶν, ἀφοῦ κατὰ συνήθειαν προστάξωσιν ὅσα ἔμαθον νὰ λέγωσι, τότε ἐπιστρέφουσιν εἰς τὰ ὄπισθεν, μὲ πρόφασιν διὰ νὰ μὴν βάλουν εἰς κίνδυνον τὰ στρατεύματα μὲ τὸν χαμὸν τῆς ζωῆς των, καὶ οὕτως πολλάκις κλέπτουσι τὴν τιμὴν μιᾶς νίκης, εἰς τὴν ὁποίαν αὐτοὶ δὲν ἔλαβον ἴσως τὸ παραμικρὸν μέρος, καὶ πάντοτε μὲ τὴν ἀπουσίαν τους προξενοῦσι τὴν σύγχυσιν, ὁποὺ εἶναι πρόδρομος τῆς ἥττας.
(8) Τὸ μικρὸν παιδάριον ἑνὸς ἥρωος Σουλιώτου, ὁποὺ ὁ τύραννος Ἀλῆς ὡς αἰχμάλωτον ἐφύλαττε εἰς τὴν μητρόπολιν τῶν Ἰωαννίνων μαζὶ μὲ τὴν μητέρα του καὶ ἀδελφάς του, δὲν ὑπέφερνε τοιαύτην φυλακήν, καὶ ἀλλέως δὲν ἠμπόρεσαν νὰ τὸ ἡμερώσουν, παρὰ δίδοντάς του τὰ πολεμικὰ ἄρματα, μὲ τὰ ὁποῖα παίζοντας ἡσύχασεν.
(9) Πολλοὶ χωριάτες, μάλιστα δὲ οἱ Σουλιῶτες, τόσον εἶναι ἐπιτήδειοι εἰς τὸ νὰ σημαδεύουσιν μὲ τὸ βόλι, ὁποὺ πολλάκις τὸ περνοῦσι ἀπὸ ἓν δακτυλίδι. Ἔχουσι δὲ καὶ τὴν ὅρασιν τόσον ὀξεῖαν καὶ καθαράν, ὁποὺ βλέπουσι τὴν νύκτα περισσότερον ἀπ᾿ ὅ,τι βλέπουσιν οἱ ἀκαδημικοὶ τῆς Κρούσκας τὴν ἡμέραν.
(10) Σχεδὸν εἰς ὅλα τὰ χωρία τῆς Ἑλλάδος δὲν εὑρίσκεται ἰατρός· ἢ, διὰ νὰ εἰπῶ καλλίτερα, δὲν εὑρίσκεται ἄρρωστος.
(11) Ὅποιος παρατηρήσῃ τὰ παιγνίδια τῶν παίδων καὶ νέων εἰς τὴν Ἑλλάδα, εὐκόλως ἠμπορεῖ νὰ ἐννοήσῃ τὸ ἡρωϊκὸν πνεῦμα των, ὡσὰν ὁποὺ ἡ τύχη δὲν ἔχει τὸ παραμικρὸν μέρος εἰς αὐτά, ἀλλὰ μόνον ἡ ἀνδρεία, καὶ μᾶλλον ἡ ἀγχίνοια. Πρὸς τούτοις τὰ παιδάρια συγκροτοῦν πολέμους ἀναμεταξύ των, τόσον εἰς ὅλα τὰ χωρία σχεδόν, καθὼς καὶ εἰς διαφόρους πόλεις (εἰς τὰς ὁποίας τῶν ὀθωμανῶν τὰ παιδία εἶναι διὰ παραπλήρωσιν καὶ φεύγουν τὰ πρῶτα εἰς τὴν παραμικρὰν στενοχωρίαν). Τὰ ἅρματά των εἶναι τόσα ξύλα, καὶ πολλάκις μεταχειρίζονται καὶ πέτρας. Τόσον τακτικὰ καὶ στοχαστικὰ διαυθεντεύονται καὶ πολεμοῦσι, ὁποὺ εἶναι ὄντως ἄξια θαυμασμοῦ. Πολλάκις ὁ πόλεμος καὶ ἡ ἀδιάκοπος συγκρότησις βαστᾶ ἕως τρεῖς ὥρας. Φυλάττουσι μὲ πᾶσαν ἀκρίβειαν τοὺς πολεμικούς των νόμους, καὶ ἂν κανένας δὲν ὑπακούσῃ, εὐθὺς οἱ λοιποὶ τὸν ἐκβάλλουν ἀπὸ τὸν κατάλογον τῶν πολεμούντων. Ὑποδέχονται τοὺς αἰχμαλώτους μὲ κάθε καλωσύνην, ἀγκαλὰ καὶ νὰ τοὺς παρηγοροῦσιν εἰρωνικῶς. Αὐταὶ αἱ γυμνάσεις ἀκολουθοῦν εἰς τὰς ἑορτάς, καὶ πάντοτε κρυφίως, ἐπειδὴ ὁ ὀθωμανὸς κυβερνητὴς δὲν τοὺς τὸ συγχωρεῖ ἢ ἀπὸ ἀμάθειαν ἢ ἀπὸ φθόνον. Πολλάκις ἀκολουθεῖ καὶ θάνατος εἰς αὐτὰς τὰς γυμνάσεις. Μ᾿ ὁλον τοῦτο ἡ φυσικὴ κλίσις τῶν νέων εἰς τὰ ἄρματα δὲν ψηφεῖ οὔτε φοβερισμούς, οὔτε κίνδυνον, καὶ σχεδὸν εἰς ὅλην τὴν Ἑλλάδα εὑρίσκεται αὐτὴ ἡ συνήθεια.
(12) Ὁ ἀγαλματοποιὸς προτιμεῖ ἓν μάρμαρον ἀκέραιον καὶ ἀδούλευτον, παρὰ ἓν μισοδουλευμένον. Ἐπειδὴ μὲ τὸ πρῶτον ἠμπορεῖ νὰ κάμῃ ὅ,τι λογῆς ἄγαλμα θελήσῃ, ἀλλὰ μὲ τὸ δεύτερον πρέπει νὰ κάμῃ ὄχι ἐκεῖνο ὁποὺ θέλει, ἀλλ᾿ ἐκεῖνο ὁποὺ ἠμπορεῖ νὰ γίνῃ. Οὕτω καὶ οἱ νῦν Ἕλληνες, μὴ ὄντες γενικῶς πεπαιδευμένοι, εἶναι εὐκολώτερον νὰ καλοπαιδευθῶσιν, παρὰ ἂν ἦτον κακῶς πεπαιδευμένοι. Ἡ ἐλευθερία εἶναι σχολεῖον εὐρυχωρότατον καὶ ἡ θέλησις ὁ πλέον ἐπιτήδειος διδάσκαλος.
ΔΙΑΛΟΓΟΣ
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.