«Ἡ ἐκδίκησις τῶν τόνων· Ἡ ἐπίδρασις τῶν ’Ἀρχαίων Ἑλληνικῶν’ καὶ τοῦ ‘μονοτονικοῦ’ στὴν ψυχοεκπαιδευτικὴ ἐξέλιξιν τοῦ παιδιοῦ, Συγκριτικὴ Μελέτη», Ἰωάννου Τσέγκου. Θαλῆ Παπαδάκη, Δήμητρας Βεκιάρη, Ἐναλλακτικές Ἐκδόσεις, Ἀθήνα 2005.
τοῦ Σωτήρη Δημόπουλου
Πέρασαν ἤδη 25 ἔτη ἀπὸ τὴν 11ην Ἰανουαρίου τοῦ 1982, ὅταν στὴν ἑλληνικὴ βουλὴ καταργήθηκε, μὲ μεταμεσονύκτιο τροπολογία σὲ ἕνα ἄσχετο νόμο, ἡ ἱστορικὴ ὀρθογραφία μας, ἔπειτα ἀπὸ ὑπερδισχιλιετῆ παρουσία. Ἐν τούτοις, καὶ παρὰ τὴν ἐν γένει παρακμὴ τῆς ἑλληνικῆς πνευματικῆς ζωῆς, αὐξάνονται ἐντυπωσιακὰ τὰ βιβλία ποὺ τυπώνονται σὲ πολυτονικό σύστημα καὶ ὅλοι οἱ σοβαροὶ διανοούμενοι καὶ συγγραφεῖς ἐκδίδουν τὰ ἔργα τους μὲ τὴν ἱστορικὴ ὀρθογραφία. Ἀποδεικνύεται, λοιπόν, ὅτι τὸ γλωσσικὸ ζήτημα εὑρίσκεται ἀκόμη στὴν πρώτη γραμμή τῆς ἰδεολογικῆς ἀντιπαραθέσεως γιὰ τὸ παρὸν καὶ τὸ μέλλον τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους.
Πολύτιμη γιὰ τὴν ἀντικειμενικὴ ἐξαγωγὴ συμπερασμάτων εἶναι καὶ ἡ ἔρευνα τοῦ Ἀνοικτοῦ Ψυχοθεραπευτικοῦ Κέντρου γιὰ τὴν ἐπίδρασι τῆς διδασκαλίας τῶν “Ἀρχαίων Ἑλληνικῶν” στὰ παιδιά, ἡ ὁποία ἀνακοινώθηκε στὸ Ψυχιατρικό Συνέδριο, τὸν Μάιο τοῦ 2004. Ἡ ἔρευνα “διεξήχθη μὲ 50 παιδιά, φυσιολογικά, ἡλικίας 6 ἕως 9 ἐτῶν, τὰ ὁποῖα ἀπετέλεσαν δύο ὁμάδες, 25 ἀτόμων ἑκάστη, ἀμφοτέρων τῶν φύλων”. Ἡ μόνη διαφορὰ ἀνάμεσα στὶς δύο αὐτὲς ὁμάδες ἦταν ὅτι ἡ μία παρακολουθοῦσε γιὰ ἕνα δίωρο τήν ἑβδομάδα καὶ μαθήματα Ἀρχαίων Ἑλληνικῶν στὸ ἐκπαιδευτικὸ κέντρο “Ἑλληνική Ἀγωγή”.
Ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ Διευθυντής τοῦ Ἐκπαιδευτικοῦ-Ἐρευνητικοῦ Τομέως Ψυχίατρος κ. Ἰωάννης Κ. Τσέγκος μέ ἔγκυρες, διεθνῶς ἀνεγνωρισμένες, ἐπιστημονικὲς μετρήσεις ἀπεδείχθη ὅτι “ἡ ἐκμάθηση τῆς ἱστορικῆς ὀρθογραφίας καὶ τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν βελτιώνει τὴν ψυχοεκπαιδευτικὴ ἀνάπτυξη τοῦ παιδιοῦ σὲ ὁρισμένους καίριους τομεῖς, ὅπως εἶναι οἱ
ὀπτικοαντιληπτικές ἱκανότητες καὶ λειτουργίες…”. Δηλαδή ἡ μνήμη, ἡ ἀντίληψι καὶ οἱ ὀπτικές ἱκανότητες ἀναπτύσσονται ταχύτερα ἀκόμη καὶ μὲ τὴν σύντομη αὐτή ἐξοικείωσι μἐ τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ γλῶσσα καὶ τὸν πολυτονικὸν τρόπον γραφῆς.
Στὸ βιβλίο αὐτό, ἐκτὸς τῶν ἀναλυτικῶν μετρήσεων, περιλαμβάνεται σὲ μορφή συνεντεύξεως μὲ τὸν κ. Τζέκο, μία συνολικὴ καὶ περιεκτικὴ ἀνάλυσις τοῦ γλωσσικοῦ ζητήματος, ὅπου ἀναδεικνύονται ἐν συντομίᾳ ὅλες οἱ πλευρές τῆς κακοδαιμονίας πού κατατρύχουν τὴν σπουδαιότερη πνευματικὴ μας κληρονομιά.
Κατ’ ἀρχάς ἀποσαφηνίζεται τὸ ζήτημα τῆς γενέσεως τῶν πνευμάτων καἰ τῶν τόνων. Στὸ ἐπιχείρημα τῶν ὀπαδῶν τοῦ μονοτονικοῦ ἤ καὶ ἀτονικοῦ, ὅτι “οἱ ἀρχαῖοι δὲν ἐχρησιμοποιοῦσαν τόνους καὶ πνεύματα”, ἡ ἀφοπλιστικὴ ἀπάντησις εἶναι ὅτι οἱ Ἕλληνες ὅταν μιλοῦσαν τὰ τόνιζαν σωστὰ, ἄφθαστοι γνῶστες τῶν ὁμηρικῶν ἐπῶν, ὅμως ἀργότερα “οἱ τόνοι ἐπινοήθηκαν γιὰ τοὺς λαοὺς ποὺ ἤθελαν νὰ μάθουν, μετὰ τὴν ἐκστρατεία τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου, σωστὰ τὰ ἑλληνικά· ὄχι μόνο νὰ τὰ γράφουν –αὐτὸ ἦταν εὐκολώτερο-, ἀλλά κυρίως νὰ τὰ μιλοῦν […] χάρη σ’ αὐτὰ τὰ σημαδάκια διατηρήθηκε ἡ μουσικότητα, δηλαδή ἡ ζωντάνια τῆς ἑλληνικῆς, καὶ χάρη σ’ αὐτά ἐπιβίωσε ἡ γλῶσσα μας ὥς τά σήμερα”.
Στοὺς νεώτερους χρόνους, ὅμως, τὸ γλωσσικὸ ζήτημα εἶναι ἀποτέλεσμα εὐρύτερων ἰδεολογικῶν καὶ πολιτικῶν διαδικασιῶν, ποὺ ἅπτονται τῆς δημιουργίας τοῦ νεοελληνικοῦ κράτους καὶ κυρίως τῆς κατευθύνσεως ποὺ ἔπρεπε αὐτὸ νὰ πορευθῇ: “θὰ συνέχιζε τὴ μακραίωνη ἑλληνορωμαϊκὴ παράδοση ἤ θὰ ἐνστερνιζόταν τὰ ἰδεολογήματα τοῦ Διαφωτισμοῦ μέσῳ ἑνὸς εὐρέως διαδιδόμενου ἐκπροτεσταντισμοῦ;”. Σύμφωνα μὲ τὸν κ. Τζέγκο, ἀκολουθήθηκε τὸ δεύτερο πολιτιστικὸ ὑπόδειγμα καἰ πρὸς ἐπίρρωσιν τῆς ἀπόψεώς του παραθέτει τὰ μεστὰ λόγια τοῦ Μακρυγιάννη: “… καὶ λευτερωθήκαμεν ἀπὸ τοὺς Τούρκους καὶ σκλαβωθήκαμεν εἰς ἀνθρώπους κακορίζικους ὁπού ἦταν ἡ ἀκαθαρσία τῆς Εὐρώπης.”
Σὲ αὐτὸ τὸ πλαίσιο ἔχει τὴν ἀφετηρία της ἡ σύγκρουσις “καθαρευουσιάνων” καὶ “δημοτικιστῶν”, ἤ ἀργότερα “συντηρητικῶν’’ και “προοδευτικῶν”, μὲ τὶς διάφορες μορφὲς ποὺ ἐμφανίστηκε στὴν διάρκεια τῶν δύο τελευταίων αἰώνων. Σ’ αὐτή τὴν διαμάχη ὑπῆρξαν καὶ θετικὲς πλευρές, ὅπως τὸ ὅτι οἱ γλωσσαμύντορες τῆς καθαρεύουσας συνέθεσαν ἀπό τὴν ἀρχαία ἑλληνική λέξεις “γιὰ νὰ ἐκφρασθοῦν νέες ἔννοιες καὶ πράγματα”, καὶ ποὺ σήμερα ἀποτελοῦν τὰ ¾ τοῦ λεξιλογίου μας.
Ὁ παράγοντας αὐτῆς τῆς ἀντιπαραθέσεως ἦταν καἰ παραμένει ἡ ἰσχυρὴ τάσις τοῦ ἑτεροπροσδιορισμοῦ καὶ τῆς ἐξαρτήσεως. Εἴτε μὲ τὸν Κοραῆ, ποὺ πρότεινε τὴν δημιουργία τοῦ “Γραικογαλλικοῦ” ἔθνους, εἴτε μὲ τὸν Γληνὸ καὶ τοὺς ‘’προοδευτικούς’’, πού πρωτοστατοῦσαν στὴν ἐκδίωξιν τῶν Ἀρχαίων Ἑλληνικῶν ἀπὸ τὰ Σχολεῖα γιὰ νὰ “ἐξεβρωπαϊσθεῖ” ὁ λαός, ὁ πυρήνας τοῦ προβλήματος τοποθετεῖται στὸ καθ’ αὐτό περιεχόμενο τῆς ἐθνικῆς αὐτοσυνειδησίας.
Σύμφωνα μἐ τὴν γνώμη τοῦ κ. Τζέγκου, τὴν μεγαλύτερη καταστροφὴ στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα προκαλοῦν οἱ ἀκρότητες τῆς μεταπολιτεύσεως. Τὀ 1976 (δύο χρόνια μετὰ τὴν ἐθνικὴ καταστροφὴ στὴν Κύπρο) “ἡ Δεξιά, ἡ παραδοσιακὴ προστάτις τῆς καθαρεύουσας, τώρα τοὺς ἔβγαινε ἀπὸ ἀριστερά […] οἱ περὶ τὸν Καραμανλῆ φωστῆρες (Ράλλης κ.ἄ.) διαβεβαίωναν καθησυχαστικὰ τοὺς ἀδιάλλακτους ‘προοδευτικοὺς’ ὅτι σιγὰ-σιγὰ θὰ πᾶμε καὶ στὴν κατάργηση τῶν τόνων”.
Μετὰ καὶ τὸ 1982, ἡ ὀλίσθηση θὰ εἶναι ραγδαία. Τὰ κενὰ τῆς ‘’κουτσουρεμένης’’ ἑλληνικῆς τὰ καταλαμβάνει ἐπιθετικὰ ἡ ἀγγλική γλῶσσα καὶ τὀ λατινικό ἀλφάβητο, ἐνῷ ἀκόμη καὶ ἡ Ἐκκλησία εἰσήγαγε “πειραματικά”, τη δημοτική στὴ Θεία Λειτουργία, ἡ ὁποία ἐπέζησε ἕως σήμερον χάρις “κυρίως, στὴν ποίησή της, στὴ μουσικὴ της καὶ ὄχι στὰ νοήματα”.
Κι ὅμως, στὸ ἐξωτερικό, ὅπως ἐπισημαίνει ὁ κ. Καθηγητής, ἔχουν ἤδη ἐκτιμήσει την ἰσχύ τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς: “…ἡ IBM ὅταν χρειάζεται κατασκευαστές πολύπλοκων προγραμμάτων γιὰ τοὺς ὑπολογιστές της, ἀναζητεῖ γνῶστες τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς. […] σὲ διάφορα θεραπευτικὰ κέντρα τῶν ΗΠΑ συστήνουν, γιὰ τὴ θεραπεία τῆς δυσλεξίας κ.ἄ., τὴν ἐκμάθηση μιᾶς παραδοσιακῆς γλώσσας, ὅπως Ἀρχαῖα Ἑλληνικὰ ἤ Κινέζικα!”
Τὸ ἀναπάντητο ἐρώτημα, ποὺ πλανᾶται ὁλοκληρώνοντας τὴν ἀνάγνωση τοῦ βιβλίου, εἶναι ἐάν θὰ ὑπάρξῃ τελικῶς ἀντιστροφὴ τοῦ κλίματος τοῦ πνευματικοῦ τέλματος ἤ θὰ παραδοθοῦμε ἀμαχητί στἰς ἐπιταγὲς τῆς “ἐκσυγχρονιστικῆς” ἀλλοτριώσεως γιὰ νὰ ὁλoκληρωθῇ το “FinisGraecia”;
Ἤδη ἀπό τό 1964 ὁ Γιῶργος Σεφέρης εἶχε προειδοποιήσει:
«Ὁ Θεός μᾶς χάρισε μία γλῶσσα ζωντανή, εὔρωστη, πεισματάρα καὶ χαριτωμένη, ποὺ ἀντέχει ἀκόμη, μολονότι ἔχουμε ἐξαπολύσει ὅλα τὰ θεριὰ γιὰ νὰ τὴ φᾶνε· ἔφαγαν ὅσο μπόρεσαν, ἀλλά ἀπομένει ἡ μαγιά. Ἔτσι θά 'λεγα, παραφράζοντας τὸν Μακρυγιάννη. Δὲν ξέρω πόσο θὰ βαστάξει ἀκόμη αὐτό. Ἐκεῖνο ποὺ ξέρω εἶναι ὅτι ἡ μαγιὰ λιγοστεύει καὶ δὲ μένει πιὰ καιρὸς γιὰ νὰ μένουμε ἀμέριμνοι. Δὲν εἶναι καινούργια τὰ σημεῖα ποὺ δείχνουν πὼς ἄν συνεχίσουμε τὸν ἴδιο δρόμο, ἄν ἀφεθοῦμε μοιρολατρικὰ στὴ δύναμη τῶν πραγμάτων, θὰ βρεθοῦμε στὸ τέλος μπροστὰ σὲ μιὰ γλῶσσα ἐξευτελισμένη, πολύσπερμη καὶ ἀσπόνδυλη».
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.