Πέμπτη 19 Ιουλίου 2012
Οι μάρτυρες του Ιεχωβά
Πέμπτη, Ιουλίου 19, 2012
Αναρτήθηκε από
Nik Vythoulkas
Ετικέτες μάρτυρες ιεχωβά - διεστρέβλωση αληθειών χριστιανισμού
Ετικέτες μάρτυρες ιεχωβά - διεστρέβλωση αληθειών χριστιανισμού
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Ι. Ν. ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΦΑΝΕΡΩΜΕΝΗΣ & ΑΓΙΩΝ ΤΡΙΩΝ
ΜΑΡΤΥΡΩΝ
Ἀρκαδιουπόλεως 20 (Καλλιθέα), Τ.Κ. 546 32,
τηλ. 512-278
ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΟ ΦΥΛΛΑΔΙΟ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΤΑΙΡΕΙΑ
«ΣΚΟΠΙΑ» ΤΩΝ «ΜΑΡΤΥΡΩΝ ΤΟΥ ΙΕΧΩΒΑ»
Α΄ΜΕΡΟΣ
✓ Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΔΡΟΜΗ τῆς
Ἑταιρείας «ΣΚΟΠΙΑ».
✓ ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΔΑ
✓ ΘΕΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
✓ ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ
✓ «ΙΕΧΩΒΑ». Ἕνα ἀνύπαρκτο ὄνομα.
✓ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΙΕΡΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
✓ ΘΕΟΤΟΚΟΣ
✓ ΑΓΙΟΙ
✓ ΑΓΙΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ
✓ ΤΙΜΙΟΣ ΣΤΑΥΡΟΣ
✓ ΠΑΡΑΜΠΟΜΠΕΣ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2011
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ζοῦμε σέ μια πατρίδα ἡ ὁποία ἔχει τήν ἰδιαίτερη εὐλογία ἀπό
τόν Θεό νά κουβαλᾶ
μιά μοναδική πνευματική κληρονομιά·
τήν Ὀρθόδοξη πίστη καί παράδοση. Ὅλοι σχεδόν οἱ πολιτισμένοι ἄνθρωποι ἐνδιαφέρονται γιά
τήν καταγωγή τους
καί ἐρευνοῦν τίς
«ρίζες» τους. Πολλοί ὅμως ἀπό ἐμᾶς, ἄν καί εἴμαστε κληρονόμοι ἑνός τόσο
πολύτιμου κληροδοτήματος, ἀγνοοῦμε
ἐν πολλοῖς τό
περιεχόμενό του, μέ ἀποτέλεσμα νά ἐκθέτουμε τούς ἑαυτούς μας στίς
προκλήσεις τῶν διαφόρων αἱρέσεων πού ἀπειλοῦν νά νοθεύσουν τήν Ὀρθόδοξη πίστη
μας καί νά ἀποκόψουν τά μέλη της ἀπό τό Σῶμα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μας.
Σήμερα, ἡ Ἐκκλησία καλεῖται νά ἀντιμετωπίσει μία πλειάδα
θρησκευτικῶν ὁμάδων καί ὀργανώσεων ὁλοκληρωτικοῦ χαρακτήρα, οἱ ὁποῖες ἀφενός ἀπειλοῦν
τή δογματική ἀκρίβεια τῆς πίστης μας,
καί ἀφετέρου θέτουν μέ τήν τακτική τους σέ δοκιμασία τή συνοχή θεμελιωδῶν
κοινωνικῶν δομῶν, ὅπως ἡ οἰκογένεια. Ἕνας τέτοιος κίνδυνος προέρχεται ἀπό τή
«Φυλλαδική Ἑταιρεία ΣΚΟΠΙΑ». Πρόκειται γιά μιά ἑταιρεία ἡ ὁποία κατάφερε νά ἑδραιωθεῖ
στά τέλη τοῦ 19ου αἰῶνα, χρησιμοποιώντας τό προσωπεῖο τῆς θρησκευτικῆς ὀργάνωσης.
Οἱ ὀπαδοί της αὐτοαποκαλοῦνται «Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ» («Μ.τ.Ἰ.»). Μέ τήν Ἑταιρεία
αὐτή καί μέ τούς ὀπαδούς της θά ἀσχοληθοῦμε στό παρόν φυλλάδιο.
Ἡ αἵρεση τῶν «Μ.τ.Ἰ.», λοιπόν, εἶναι πολύ γνωστή καί
ταυτόχρονα πολύ ἄγνωστη. Πολύ γνωστή, γιατί ὅλοι, λίγο ἤ πολύ, ἔχουν ἀκούσει
κάτι γι’ αὐτήν. Πολύ ἄγνωστη, γιατί ἐλάχιστοι ἔχουν ἀσχοληθεῖ μαζί της, ὥστε νά
γνωρίζουν ἐπαρκῶς τά πιστεύω της. Ὅπως κάθε αἵρεση, ἔτσι καί ἡ συγκεκριμένη ἀποτελεῖ
παρέκκλιση ἀπό τήν ὀρθή πίστη, διαστρέβλωση τῶν ἀληθειῶν τοῦ Χριστιανισμοῦ, καί
τελικά σοβαρό κίνδυνο, πού ὁδηγεῖ σέ σύγχυση καί πλάνη πιστά μέλη τῆς Ἐκκλησίας.
Οἱ «Μ.τ.Ἰ.» ὅμως δέν
ἀποτελοῦν μία συνηθισμένη αἵρεση,
ἀλλά παρουσιάζουν πολλές ἰδιαιτερότητες. Μέ ὅλες
σχεδόν τίς αἱρέσεις μποροῦμε νά διαλεχθοῦμε παρά τίς ὅποιες
διαφωνίες μας, ἐφόσον ὑπάρχει ἀναφορά στό ἴδιο
πάντοτε κείμενο τῆς Ἁγ. Γραφῆς. Στήν περίπτωση ὅμως τῶν «Μ.τ.Ἰ.»
δέν μπορεῖ νά συμβεῖ αὐτό. Ἔχουν ἐπιφέρει τόσες πολλές ἀλλοιώσεις στό πρωτότυπο κείμενο τῆς
Ἁγ. Γραφῆς, ὥστε ἡ Γραφή τήν ὁποία αὐτοί χρησιμοποιοῦν νά ἐμφανίζεται ἐντελῶς
ξένη ὡς πρός τό αὐθεντικό καί εὐρύτερα παραδεκτό κείμενο, καί, ὡς ἐκ τούτου, νά
καθίσταται σχεδόν ἀδύνατη ἡ ὁποιαδήποτε παραγωγική συζήτηση μαζί τους.
Πρέπει νά ὁμολογήσουμε, ὅτι ἡ προσέγγιση καί ἡ μελέτη τῶν
θέσεών τους εἶναι ἐξαιρετικά ἐπίπονη καί περίπλοκη ἀκόμα καί γιά ὅσους διαθέτουν τίς
κατάλληλες θεολογικές γνώσεις.
Καί αὐτό, γιατί ὁ Ὀρθόδοξος ὁμιλητής καλεῖται συνήθως νά ἀντιμετωπίσει
ἕναν «Μ.τ.Ἰ.» μέσα σ’ ἕνα λαβύρινθο ἀληθοφανῶν ἁγιογραφικῶν «ἀποδείξεων», ἀπό
τόν ὁποῖο λαβύρινθο δέν μπορεῖ νά βγεῖ, παρά μόνο ἄν κρατάει τό μίτο μιᾶς βαθειᾶς
γνώσης τῆς Ἁγ. Γραφῆς, καί ἄν ἔχει τήν ἰκανότητα νά ἐντοπίζει τά ἀμέτρητα
λογικά ἄλματα τῆς ἐπιχειρηματολογίας τους.
Ἡ προσπάθεια αὐτή
προσέγγισης τῆς αἵρεσης τῶν
«Μ.τ.Ἰ.» ἴσως νά ἦταν εὐκολότερη
γιά τόν Ὀρθόδοξο συνομιλητή, ἄν αὐτός ἦταν ἐφοδιασμένος μέ τόν
πλοῦτο τῆς Παραδόσεως
τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ ὁποῖος δυστυχῶς ἔμεινε ἐν
πολλοῖς ἀνεκμετάλλευτος. Εἶναι, λοιπόν, χρέος ὅλων μας, κληρικῶν καί λαϊκῶν, νά
ἐνημερωθοῦμε καί νά καταρτιστοῦμε κατάλληλα γύρω ἀπό τήν αἵρεση τῆς Ἑταιρείας
«ΣΚΟΠΙΑ».
Ἀπαραίτητο ὡστόσο εἶναι νά γνωρίζουμε καί κάποια ἱστορικά
στοιχεῖα γύρω ἀπό τή γέννηση, τήν ἐξέλιξη καί τόν τρόπο πού ἐξαπλώνεται σήμερα ἡ
Ἑταιρεία «ΣΚΟΠΙΑ».
Τό φυλλάδιο αὐτό
τιτλοφορεῖται «ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΟ ΦΥΛΛΑΔΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΤΑΙΡΕΙΑ «ΣΚΟΠΙΑ» ΤΩΝ
«ΜΑΡΤΥΡΩΝ ΤΟΥ ΙΕΧΩΒΑ». Χωρίζεται σέ τρία μέρη. Τά θέματα πού περιλαμβάνει
καθένα ἀπ’ αὐτά εἶναι τά ἑξῆς:
Α΄ΜΕΡΟΣ:
✓ Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ
ΔΙΑΔΡΟΜΗ τῆς Ἑταιρείας «ΣΚΟΠΙΑ».
✓ ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΔΑ
✓ ΘΕΟΤΗΤΑ ΤΟΥ
ΧΡΙΣΤΟΥ
✓ ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ
✓ «ΙΕΧΩΒΑ». Ἕνα ἀνύπαρκτο
ὄνομα.
✓ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΙΕΡΑ
ΠΑΡΑΔΟΣΗ
✓ ΘΕΟΤΟΚΟΣ
✓ ΑΓΙΟΙ
✓ ΑΓΙΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ
✓ ΤΙΜΙΟΣ ΣΤΑΥΡΟΣ
Β΄ ΜΕΡΟΣ:
✓ ΕΚΚΛΗΣΙΑ. Τά
χαρακτηριστικά γνωρίσματά της.
✓ ΙΕΡΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ (Βάπτισμα, Ἱερωσύνη, Θεία Εὐχαριστία)
✓ ΑΘΑΝΑΤΗ ΨΥΧΗ
✓ ΘΑΝΑΤΟΣ. Τά δύο εἴδη
θανάτου.
✓ ΓΕΝΙΚΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ
ΝΕΚΡΩΝ
✓ ΔΙΔΑΧΗ ΤΗΣ
ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ
✓ ΔΕΥΤΕΡΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑ,
ΚΡΙΣΗ, ΧΙΛΙΕΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑ
✓ ΠΑΡΟΥΣΑ &
ΜΕΛΛΟΥΣΑ ΖΩΗ
✓ ΟΙ 144.000 ΚΑΙ Ο
«ΠΟΛΥΣ ΟΧΛΟΣ»
✓ 1914. Ἡ χρονολογία
πού στηρίζει τό οἰκοδόμημα τῆς «Σκοπιᾶς».
✓ «ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΟΥ
ΘΕΟΥ»
Γ ΄ΜΕΡΟΣ:
✓ ΤΟ ΕΡΓΟ ( Η
ΕΤΑΙΡΕΙΑ «ΣΚΟΠΙΑ» ΣΗΜΕΡΑ.)
✓ «ΝΕΟ ΦΩΣ»
✓ ΜΕΤΑΓΓΙΣΗ ΑΙΜΑΤΟΣ
✓ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΩΝ
ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΝ
✓ Η ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ
ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ τῶν «Μ.τ.Ἰ.» & Η
ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΟΥΣ
✓ ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΙΑ
✓ ΜΙΣΘΟΔΟΣΙΑ ΚΑΙ
ΑΜΦΙΕΣΗ ΚΛΗΡΙΚΩΝ – «ΠΛΟΥΤΟΣ» ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
✓ ΑΠΟΚΟΜΜΕΝΟΙ
Εὐελπιστοῦμε, νά ἀποτελέσει μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ ἡ προσπάθεια
αὐτή μία ἀφορμή νά γνωρίσουμε καλύτερα τήν πίστη μας, καί ταυτόχρονα νά
θωρακιστοῦμε ἀπέναντι στή σύγχυση καί τήν παραπλάνηση τῶν αἱρετικῶν.
Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΔΡΟΜΗ τῆς
Ἑταιρείας «ΣΚΟΠΙΑ»
Τό 1993 ἡ ἑταιρεία «Σκοπιά» ἐξέδωσε τήν ἱστορία της. Σ’ αὐτήν
παρουσιάζεται ὡς ἡ «ἐκκλησία» πού ἀναστήλωσε τή χριστιανική πίστη, χάρη στόν ἱδρυτή της, τόν ἀμερικανό ἔμπορο μέ σκωτσεζο- ιρλανδέζικη
καταγωγή, Κάρολο Ρῶσσελ. Ὁ Ρῶσσελ παρουσιάζεται ὡς ὁ «Σωτήρας» τῆς χριστιανικῆς
πίστης καί ἀλήθειας. Στό βιβλίο του,
«ΤΕΤΕΛΕΣΜΕΝΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ», γράφει πώς ἀπό τά 16 του χρόνια ἦταν
ἤδη «θεοφώτιστος». Μελετώντας ὅμως κανείς τή ζωή του, θά διαπιστώσει ὅτι ὁ ἔκλυτος
βίος του κάθε ἄλλο παρά «θεοφώτιστο» και «ἅγιο» τόν ἀναδείκνυε. Ὅπως καί ὁ ἴδιος
παραδέχεται, δέν ἦταν ἀρκετά τίμιος στίς ἐμπορικές του συναλλαγές, οὔτε καί
στίς συζυγικές του ὑποχρεώσεις1. Στή δικαστική διαμάχη κατά τήν ὁποία πῆρε
διαζύγιο ἀπό τή γυναῖκα του, παρουσιάσθηκαν ἀποδείξεις γιά τό ὅτι διατηροῦσε
σχέσεις μέ ἕνα νεαρό κορίτσι πού εἶχαν στήν οἰκογένειά τους ὑπό τήν προστασία
τους, τήν Rose Ball. Τά πρακτικά τῆς δίκης σώζονται.2
Ὁ Ρῶσσελ φοίτησε στό σχολεῖο γιά 3-4 μόλις χρόνια καί ὕστερα
ἀσχολήθηκε μέ τίς ἐμπορικές ἐπιχειρήσεις
τοῦ πατέρα του.
Ἡ ἐμπειρία αὐτή τόν βοήθησε νά προχωρήσει στή σύσταση δικῶν του ἐπιχειρήσεων
στό μέλλον. Ἡ πιό γνωστή ἀπό τίς πολλές ἑταιρεῖες του, ἦταν μία ἀρχικά ἰδιωτικοῦ
χαρακτήρα ἐμπορική ἐπιχείρηση, ἡ ὁποία στή συνέχεια μεταβλήθηκε σέ ἀνώνυμη ἑταιρεία
μέ τίτλο «Zion’s Watch Tower Tract Society-Inc3», δηλαδή «Φυλλαδική Ἑταιρεία Σκοπιά τῆς Σιών-ΑΕ». Πρόκειται γιά τόν
«πρόδρομο» τῆς σημερινῆς ἑταιρείας
«Σκοπιά». Στήν πορεία ἡ ἐπιχείρηση μεταβλήθηκε σέ μετοχική ἑταιρεία, σέ ἑταιρεία δηλαδή στήν ὁποία μποροῦσε κανείς
νά ἔχει μετοχές καί νά κερδίζει χρήματα, ἀνάλογα μέ τήν πρόοδο καί τά κέρδη πού
εἶχε ἀπό τίς πωλήσεις τῶν προϊόντων της. Ἀντικείμενο ἐμπορίου τῆς ἑταιρείας ἦταν
τά ἔντυπα μέ τίς θρησκευτικές δοξασίες τοῦ Ρῶσσελ. Στό καταστατικό τῆς ἑταιρείας
προσδιορίζονταν ἡ τιμή ἀγορᾶς τῆς κάθε μετοχῆς σέ δέκα δολλάρια4. Ὁ Ρῶσσελ
θεωροῦσε τόν ἑαυτό του «οἰκονόμο», δηλαδή διαχειριστή ὅλων τῶν «ὑπαρχόντων» τοῦ
Θεοῦ, καί πίστευε ὅτι ἦταν ὁ τελευταῖος «προφήτης» τοῦ Θεοῦ πρίν ἀπό τή
συντέλεια τοῦ κόσμου.
Ἡ κ. Ρῶσσελ τώρα, ἦταν αὐτή πού ἐπινόησε γιά τό σύζυγό της
τόν τίτλο τοῦ «πιστοῦ καί φρόνιμου δούλου». Πρόκειται γιά μία εὐφυέστατη ἐπινόηση,
ἡ ὁποία ἐξασφάλιζε στόν ἑκάστοτε πρόεδρο τῆς ἑταιρείας τήν ἀπόλυτη αὐθεντία ὅσον
ἀφορᾶ τίς διδαχές τῆς «Σκοπιᾶς». Ὁ «πιστός καί φρόνιμος δοῦλος» θά εἶχε τήν ἐξουσία
νά ἀποφασίζει γιά τά πιστεύω τῆς ἑταιρείας σέ κάθε ἐποχή. Ἔτσι, οἱ ἀλλαγές στίς
ὁποῖες θά ἀποφάσιζε νά προβεῖ ἀκόμα καί σέ βασικά δόγματα τῆς ὀργάνωσης, θά ἦταν ἀναγκαστικά σεβαστές,
καθώς αὐτός ὡς ὁ «ἐκλεκτός» ἀντιπρόσωπος τοῦ Θεοῦ, θά ἦταν ὁ ἁρμόδιος νά
φανερώνει στούς πιστούς τό γνήσιο καί ἀδιαμφισβήτητο θέλημα τοῦ «Ἰεχωβᾶ».
Περιθώρια γιά συζητήσεις ἤ διαφωνίες γύρω ἀπό τίς ἀποφάσεις του δέν θά μποροῦσαν
νά ὑπάρχουν.
«Τό εἶπε ὁ πιστός καί φρόνιμος δοῦλος, τό εἶπε ὁ Ἰεχωβᾶ». Μέ
ἄλλα λόγια, ἔχουμε τήν ἐγκαθίδρυση ἑνός ὁλοκληρωτικοῦ συστήματος, μιᾶς ἀπόλυτης δικτατορίας.
Σήμερα, τή θέση αὐτή κατέχει μιά ὁμάδα ἀνθρώπων, μεγάλης
ἡλικίας, οἱ ὁποῖοι
συσκέπτονται στά κεντρικά γραφεῖα τῆς «Σκοπιᾶς» στό Μπρούκλιν
τῆς Ἀμερικῆς.
Μέ τόν καιρό ἡ θεωρία αὐτή υἱοθετήθηκε κατ’ ἀπόλυτο τρόπο ἀπό
τήν «Σκοπιά», προκειμένου νά μπορεῖ - ἐφ’ ὅρου ζωῆς – νά χειραγωγεῖ μέ ἄνεση τά
μέλη της (πνευματικά, ψυχολογικά), καί νά εἶναι σίγουρη ὅτι θά δέχονται ἀδιαμαρτύρητα
ὁ,τιδήποτε τούς παρουσιάσει ἡ ἡγεσία τῆς ἑταιρείας ὡς θεῖο θέλημα. Φαίνεται,
λοιπόν, ὅτι κατά τούς «Μ.τ.Ἰ.», τό λυτρωτικό ἔργο τοῦ Χριστοῦ δέν ἦταν ἀρκετό
γιά τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά χρειαζόταν ἡ συνδρομή ἑνός σύγχρονου «Σωτῆρα» γιά νά ὁλοκληρωθεῖ· καί αὐτός ἦταν ὁ Ρῶσσελ.
Ὁ Ρῶσσελ, στή συνέχεια, ἔστησε μιά μετοχική ἑταιρεία πού ἐμπορεύονταν
θρησκευτική φιλολογία, καί ὀργάνωσε τούς ἀναγνῶστες τῶν ἐκδόσεών της σέ κλειστό
θρησκευτικό σύστημα.
Στή συνέχεια, ὁ δεύτερος πρόεδρος τῆς «Σκοπιᾶς», ὁ Δικαστής Ἰ.
Ρόδερφορδ, διακήρυξε ὅτι καθάρισε τήν ἑταιρεία ἀπό τίς «διαβολικές
διδασκαλίες», ἐννοώντας βέβαια τίς
βασικότερες δοξασίες πού εἶχε εἰσαγάγει ὁ προκάτοχός του
καί ἱδρυτής τῆς ἑταιρείας, Κ.Ρῶσσελ. Συνέπεια αὐτῆς τῆς
τακτικῆς τοῦ Ρόδερφορδ,
ἦταν νά διασπαστεῖ ἡ
Ἑταιρεία σέ δύο μέρη:
στούς «Σπουδαστές τῶν
Γραφῶν», ὅπως ὀνομάζονταν οἱ ὀπαδοί τοῦ Ρῶσσελ, καί στούς ὀπαδούς τοῦ
Ρόδερφορδ. Τό 1931 ὁ τελευταῖος ἀλλάζει τό ὄνομά τους, καί ἀπό «Σπουδαστές τῶν
Γραφῶν» τούς μετονομάζει σέ «Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ».
Κύριο μέλημα τῶν πιστῶν, ἔλεγε ὁ Ρόδερφορδ,
εἶναι νά γίνουν «Μάρτυρες» τοῦ «Ἰεχωβᾶ», νά δικαιώσουν δηλαδή τό ὄνομά Του.5 Το 1934 μέ τήν ἔκδοση τοῦ βιβλίου «Jehova» ἡ ἑταιρεία
ἀλλάζει τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ, τό ὁποῖο κήρυττε μέχρι τότε. Ἐκεῖνο πού ἔχει τώρα
σημασία δέν εἶναι ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Θεό, ἀλλά ἡ σωτηρία τοῦ Θεοῦ ἀπό
τούς ἀνθρώπους· ἡ «δικαίωσις τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ». Τό νέο ὄνομα («Μ.τ.Ἰ.»
δηλαδή) θά προσδιόριζε καί τό νέο ἔργο, τό σκοπό τῆς ζωῆς κάθε «Μάρτυρα τοῦ Ἰεχωβᾶ».
Τώρα, οἱ ὀπαδοί τῆς ἑταιρείας καλοῦνται
σ’ ἕνα καινούργιο
ἔργο, στό ἔργο
«μαρτυρίας» γιά τό ὄνομα «Ἰεχωβᾶ»6.
Σύμφωνα μ’ αὐτό, κάθε «Μ.τ.Ἰ.» ἔπρεπε νά πηγαίνει ἀπό σπίτι σέ σπίτι, νά
διαδίδει τά ἔντυπα τῆς ἑταιρείας, νά συζητᾶ μέ τούς ἀνθρώπους καί νά τούς καλεῖ
οὐσιαστικά νά γίνουν φορεῖς τῶν προϊόντων πού πουλοῦσε ἡ ἑταιρεία «Σκοπιά».
Τό 1938, κήρυξε ἐπίσημα τήν ἵδρυση τῆς «Θεοκρατίας», δηλαδή
τῆς δικτατορίας τοῦ Μπρούκλιν. Ὑποχρέωσε ὅλες τίς συναθροίσεις τῶν «Μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ» νά ὑπογράψουν μία
δήλωση νομιμοφροσύνης, νά δώσουν ὅρκο
πίστεως στήν ἑταιρεία, καί νά τήν ἀποδεχτοῦν ὡς «ὁρατό
ἐκπρόσωπο τοῦ Κυρίου πάνω στή γῆ», καί ὡς
μοναδική νόμιμη κυβερνητική ἐξουσία.
Ὁ Ρόδερφορδ ἐπίσης διακρίθηκε καί κατά τόν Β΄ Παγκόσμιο
Πόλεμο. Κατά τήν περίοδο ἐκείνη ὑπέγραψε
δήλωση νομιμοφροσύνης στόν Χίτλερ, κρυφά ἀπό τούς ὀπαδούς
τῆς «Σκοπιᾶς», ὑπογραμμίζοντας
πώς τά ἰδανικά τοῦ γερμανικοῦ ἐθνικοσοσιαλισμοῦ ταυτίζονται μέ τά ἰδανικά τῆς ἑταιρείας
«Σκοπιά».7
Ὁ τρίτος πρόεδρός της Νάθαν Νόρρ τροποποίησε τό καταστατικό
τῆς ἑταιρείας μετατρέποντάς την σέ καθαρά βορειοαμερικάνικη ἑταιρεία. Ἔδωσε
θρησκευτικό χαρακτήρα στίς ἀγοραπωλησίες τῆς ἑταιρείας «Σκοπιά» χρησιμοποιώντας
τόν ὅρο «Λατρεία τῆς Σκοπιᾶς». Ἀκολουθοῦν τρεῖς ἀκόμη πρόεδροι. Ὁ Φρέντερικ
Φράνς, ὁ Μίλτον Χένσελ καί ὁ σημερινός πρόεδρος
Ντόν Ἄνταμς. Στή διάρκεια τῆς προεδρίας τοῦ Φρέντερικ Φράνς,
στά μέσα τῆς δεκαετίας τοῦ 1970, καί παρά τίς ἀντιρρήσεις πού ὑπῆρξαν, ἡ μοναρχική
ἐξουσία τοῦ προέδρου τῆς ἑταιρείας πέρασε στά χέρια αὐτοῦ πού ἡ ἑταιρεία
«Σκοπιά» ὀνομάζει πλέον «Κυβερνῶν Σῶμα», καί πού τελευταῖα τοῦ προσέδωσε τόν
τίτλο τοῦ συλλογικοῦ «Πιστοῦ καί Φρονίμου Δούλου». Πρόκειται γιά μιά ὁμάδα
«Διευθυντῶν», οἱ ὁποῖοι εἶναι ἁρμόδιοι γιά
συγκεκριμένους τομεῖς στούς ὁποίους ἔχει ἐπιμεριστεῖ ἡ δράση τῆς Ἑταιρείας
ἀνά τόν κόσμο. Αὐτά εἶναι ἐπιγραμματικά τά κυριώτερα ἱστορικά βήματα τῆς «Σκοπιᾶς».
Μετά ἀπό ὅσα ἀναφέρθηκαν γίνεται ἀντιληπτό, ὅτι ἡ «ΣΚΟΠΙΑ» ξεκίνησε ὡς μία καθαρά ἰδιωτική
ἐμπορική ἐπιχείρηση, μεταβλήθηκε σέ μετοχική ἑταιρεία, καί στή συνέχεια ἐξελίχθηκε
σέ «θεοκρατία» μέ αὐστηρά ἱεραρχικές δομές. Θεοκρατία σημαίνει ἀπόλυτη ἐξουσία
καί ἐπέμβαση τῆς ἑταιρείας στή ζωή τῶν ὀπαδῶν της, μέ αὐτονόητη τήν ὑποχρέωση νά
ἐναρμονίζουν τά πιστεύω τους μέ τά
διαρκῶς μεταβαλλόμενα «δόγματά»
της. Σήμερα ἡ “ΣΚΟΠΙΑ” συνεχίζει νά
διατηρεῖ τό χαρακτήρα της ὡς Ἐκδοτική Ἑταιρεία, ἄν καί ἐπισήμως τό ἀποκηρύσσει,
θεωρώντας τόν ἑαυτό της “Ἐκκλησία”.
Μία προσφιλής τακτική της εἶναι ἡ συχνή ἀναφορά σέ δῆθεν
προφητεῖες πού ἀναφέρονται στό τέλος τοῦ κόσμου, προκειμένου να κρατᾶ «αἰχμάλωτα» τά θύματά της, καί νά ἀσκεῖ
πάνω τους ψυχολογική πίεση μέ ὀλέθρια ἀποτελέσματα. Ἡ ἑταιρεία «Σκοπιά»
λογίζεται ὡς ὁ μεγαλύτερος ψευδοπροφήτης ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Χριστοῦ μέχρι
σήμερα. Καμιά ἀπό τίς ψευδοπροφητεῖες της δέν ἐπαληθεύτηκε, ἀλλά καί ὅλα σχεδόν
τά «δόγματά» της ἔχουν ἀλλάξει τουλάχιστον γιά μία φορά8.
Ἀπόσπασμα “Σκοπιᾶς”, Ἰανουάριος 1972, σ.17
ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΔΑ
Ἡ Ἁγία Γραφή μᾶς ἀποκαλύπτει ὅτι ὁ Θεός εἶναι Τριαδικός. Ἕνας
Θεός, ἀλλά τρία Πρόσωπα.
Παλαιά Διαθήκη (Π.Δ.) γίνεται κατανοητή μόνο ὑπό τό φῶς τῆς
Καινῆς Διαθήκης (Κ.Δ.) καί προετοιμάζει τόν ἄνθρωπο να δεχθεῖ τόν Μεσσία. Ἡ Π.Δ. δέν ἀποτελεῖ τήν
πλήρη ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο. Μόνο συνεσκιασμένες ἀναφορές
(προεικονίσεις, προτυπώσεις καί συμβολισμούς) τῆς ἀλήθειας ἔχει, τῆς ἀλήθειας ἡ
ὁποία ἔμελλε νά ἀποκαλυφθεῖ πλήρως ἀπό τόν Μεσσία Χριστό. Σκοπός καί τέρμα τοῦ
Νόμου εἶναι ὁ Χριστός (Ρωμ. ι΄, 4). Ὅπως μᾶς λέει καί ὁ ἀπ. Παῦλος, ὁ Νόμος τῆς
Π.Δ. ἀποτελεῖ σκιά τῶν μελλόντων ἀγαθῶν, ἐνῶ ἡ Κ.Δ. εἶναι ἡ ἴδια ἡ εἰκόνα τῆς
πραγματικότητας9. Μόνη της ἡ Π.Δ. παραμένει κλειστό καί ἀνερμήνευτο βιβλίο, ἐνῶ
ἡ Κ.Δ. ἀποτελεῖ τήν πλήρη ἀποκάλυψη τῆς ἀλήθειας τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι λοιπόν καί στο θέμα τῆς Ἁγ. Τριάδος, ἡ Π.Δ. δέν ἀναφέρεται
καθαρά στά Πρόσωπα τῆς Θεότητος, ἀλλά κατά τρόπο γενικό. Ὅμως, παρά τό αὐστηρά
μονοθεϊστικό της πνεῦμα, ἀφήνει
πολλά ὑπονοούμενα καί παρέχει πολλές ἐνδείξεις γιά τό
Τρισυπόστατο τῆς Θεότητος. Πάντως, ἡ πλήρης φανέρωση τοῦ Θεοῦ ὡς Ἁγ. Τριάδος,
θά γίνει στήν Κ.Δ10.
Στήν Π.Δ., οἱ ἀναφορές στόν Θεό γίνονται τόσο στόν ἑνικό ὅσο
καί στόν πληθυντικό ἀριθμό. Ἡ φαινομενική αὐτή διάσταση ἀποκαλύπτει οὐσιαστικά
μία ἀλήθεια. Ὅταν γίνεται χρήση
τοῦ ἑνικοῦ ἀριθμοῦ ὑπονοεῖται ὅτι ὁ Θεός εἶναι Ἕνας στήν
οὐσία, ἐνῶ ὅταν χρησιμοποιεῖται ὁ πληθυντικός ἀριθμός, ὑπονοεῖται ὅτι ὁ Θεός εἶναι
ταυτόχρονα καί Τριαδικός ὡς πρός τά πρόσωπα, ὡς πρός τίς ὑποστάσεις Του.
1. Ὁ Θεός κατά τή δημιουργία μιλᾶ γιά τόν ἑαυτό Του
χρησιμοποιώντας πληθυντικό ἀριθμό, «ποιήσωμεν ἄνθρωπον» (Γέν. 1, 26). Δηλαδή, «ἄς
δημιουργήσουμε ἄνθρωπο», (ὄχι ὅμως
πληθυντικό εὐγενείας τοῦ Ἑαυτοῦ
του, ὅπως θέλουν νά ἑρμηνεύουν οἱ «Μ.τ.Ἰ.»), καί δέν λέει
«ποιήσω ἄνθρωπον». Ἡ χρήση τοῦ ρήματος σέ α΄ πληθυντικό πρόσωπο
φανερώνει ὅτι ὁ Θεός-Πατέρας συνομιλεῖ μέ τά ἄλλα πρόσωπα τῆς Ἁγ. Τριάδος. Ἐπίσης,
λίγο παρακάτω λέει: «Καί εἶπεν ὁ Θεός:
Ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ’ εἰκόνα ἡμετέραν καί καθ’ ὁμοίωσιν ἡμῶν»· δηλαδή, «Ἄς
(κάνουμε) δημιουργήσουμε ἄνθρωπο σύμφωνα μέ τήν δική μας εἰκόνα καί τήν ὁμοίωσή
μας» (Γεν. α΄26). «Καί ἐποίησεν ὁ Θεός τόν ἄνθρωπον· κατ’ εἰκόνα Θεοῦ ἐποίησεν
αὐτόν» (Γεν. α΄27). Βλέποντας τούς δύο στίχους μαζί, καταλαβαίνουμε ὅτι: α) οἱ
φράσεις «κατ’ εἰκόνα ἡμετέραν» και «κατ’
εἰκόνα Θεοῦ» ἀναφέρονται στήν ἴδια εἰκόνα, τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Τό «κατ’ εἰκόνα
Θεοῦ» (ἑνικός ἀριθμός) φανερώνει ὅτι ὁ Θεός εἶναι Ἕνας στήν οὐσία, ἐνῶ τό «κατ’
εἰκόνα ἡμετέραν» (πληθυντικός ἀριθμός)
φανερώνει ὅτι εἶναι
Τριαδικός στά Πρόσωπα-Ὑποστάσεις Του. β) Ἐπίσης, ὁ
πληθυντικός δέν σημαίνει ὅτι μιλοῦσε σέ ἀγγέλους, διότι τό «τό κατ’ εἰκόνα ἡμῶν»
ταυτίζεται μέ τό «κατ’ εἰκόνα ἑαυτοῦ», δηλαδή «κατ’ εἰκόνα Θεοῦ».
2. Λίγο παρακάτω, στό Γεν. γ΄ 22, ἀναφέρεται: «καὶ εἶπεν ὁ
Θεός· ἰδοὺ Ἀδὰμ γέγονεν ὡς εἷς ἐξ ἡμῶν…», δηλαδή: «Καί εἶπε ὁ Θεός, ἰδοῦ ὁ Ἀδάμ
ἔγινε σάν ἕνας ἀπό ἐμᾶς…». Ἡ λέξη «Θεός» συνδέεται μέ τή φράση «σάν ἕνας ἀπό ἐμᾶς…».
Ὁ Θεός «βλέποντας» τόν Ἀδάμ ἐπιβεβαιώνει ὅτι ἔγινε σάν ἕνας ἀπό τά τρία πρόσωπα
τῆς Ἁγ. Τριάδος· καί αὐτά τά πρόσωπα εἶναι ὁ Θεός, ἀφοῦ ὅλα αὐτά τά λέει ὁ Θεός
γιά τόν ἑαυτό Του.
3. Στόν πύργο τῆς Βαβέλ μιλᾶνε τά Τρία πρόσωπα τῆς Ἁγ.
Τριάδος μεταξύ τους, σάν
νά κάνουν «συμβούλιο» λέγοντας: «…καί ἄς
συγχύσωμεν ἐκεῖ τήν γλῶσσαν αὐτῶν…
Καί διεσκόρπισεν αὐτούς ὁ
Κύριος…». (Γεν. ια΄ 7-8).
Στήν Καινή Διαθήκη ἔχουμε πλήρη ἀποκάλυψη τῆς Ἁγ. Τριάδος.
1. «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτούς
εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» (Ματθ. κη΄ 19).
Στό στίχο αὐτό ὁ Χριστός προτρέπει τούς μαθητές νά βαπτίζουν
τά ἔθνη στό ὄνομα τοῦ Θεοῦ, δηλαδή στό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος. Παρατηροῦμε, δηλαδή, ὅτι ἐνῶ ἀναφέρει ἕνα «ὄνομα», ἐντούτοις ἐπεξηγεῖ ὅτι αὐτό τό ὄνομα
ἀναφέρεται στά τρία πρόσωπα τῆς Ἁγ. Τριάδος· στόν Πατέρα, τόν Υἱό καί τό Ἅγιο
Πνεῦμα ὡς σέ ξεχωριστά, ἀλλά καί ἀπολύτως ἰσότιμα πρόσωπα.
Ἄν ὅμως δεχτοῦμε ὅτι δέν εἶναι ἰσότιμα τά πρόσωπα, τότε
καταλήγουμε σ’ ἕνα ὑποτιμητικό γιά τόν Θεό συμπέρασμα, καθώς ὁ Θεός Πατέρας
στήν περίπτωση αὐτή θά ἐξισώνεται μέ ἕνα «κτίσμα», καί θά δέχεται νά
βαπτίζονται οἱ ἄνθρωποι - ὄχι μόνο στό δικό Του ὄνομα - ἀλλά καί στό ὄνομα ἑνός
«κτίσματος» (τοῦ Υἱοῦ), καθώς καί στό ὄνομα μιᾶς
«ἐνεργοῦ δυνάμεως», (τοῦ Ἁγ.Πνεύματος), δηλαδή ἑνός ἀνύπαρκτου
προσώπου, ὅπως θέλουν νά δέχονται οἱ «Μ.τ.Ἰ.» γιά τό Ἅγ. Πνεῦμα.
Ἡ μή ἀντικατάσταση τῆς λέξης «ὄνομα» ἀπό τή λέξη «ὀνόματα»,
«….βαπτίζοντες αὐτούς εἰς τά ὀνόματα, τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ
καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» (πρᾶγμα πού θά σήμαινε τήν ὕπαρξη πολλῶν θεῶν),
φανερώνει ὅτι ὁ Θεός ἔχει μία Φύση (ἤ Οὐσία), ἀλλά εἶναι Τρία Θεῖα Πρόσωπα.
2. «Ἡ χάρις τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ
ἡ κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μετὰ πάντων ὑμῶν· ἀμήν.» Εἶναι φανερό, ὅτι ἐδῶ ὁ
Ἀπ. Παῦλος ὁμολογεῖ τήν Ἁγ. Τριάδα (Β΄ Κορ. ιγ΄ 13).
3. «…ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος Κύριος ὁ Θεός ὁ Παντοκράτωρ». Μ’ αὐτόν
τον «τρισάγιο» ὕμνο ἀκούει ὁ Ἁγ. Ἰωάννης στήν Ἀποκάλυψη νά ὑμνεῖται ὁ Θεός
(Ἀποκ. δ΄ 8). Τί χρειαζόταν τό τριπλό «ἅγιος», ἄν ὁ Θεός δέν
ἦταν Τριάδα;
ΘΕΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
Χριστός εἶναι ὁ Θεός Λόγος, τό δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγ. Τριάδος. Εἶναι
τέλειος Θεός καί τέλειος Ἄνθρωπος, Δημιουργός
τῶν πάντων, ὁμοούσιος καί ὁμότιμος μέ τόν Πατέρα,
Αἰώνιος καί ἀναλλοίωτος.
Α. Ὁ Χριστός εἶναι τέλειος Θεός καί Δημιουργός τῶν πάντων.
1. «Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, … καί Θεός ἦν ὁ Λόγος» : «Ἐν ἀρχῇ»
σημαίνει, ὅτι «ὅταν ἔγινε ἡ ἀρχή» τῆς
δημιουργίας, ὁ Λόγος ὑπῆρχε ἤδη· αὐτό σημαίνει τό ρῆμα «ἦν». Ἑπομένως, ὑπῆρχε
πρίν ἀπό κάθε ἀρχή τῆς δημιουργίας καί πρίν ἀπό κάθε δημιούργημα. Γνωρίζουμε, ὅτι
ὁ Θεός μόνο εἶναι Ἄναρχος, ἀλλά καί ὁ Θεός Λόγος (ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, δηλαδή) ὑπῆρχε
καί αὐτός πρίν ἀπό τήν ἀρχή τῆς δημιουργίας. Ἑπομένως, καί ὁ Λόγος εἶναι Ἄναρχος
(ἀκριβέστερα εἶναι Συνάναρχος, δηλαδή Συναιώνιος)· ἄρα εἶναι Θεός. ΠΡΟΣΟΧΗ, το
κείμενο δέν λέει: «ἐν ἀρχῇ ἐγένετο, ἤ ἐποιήθη, ὁ Λόγος», ὅπως θέλουν νά ἐξηγοῦν
οἱ «Μ.τ.Ἰ.», ἀλλά «ἐν ἀρχῇ», δηλαδή «στήν ἀρχή, ὅταν ἔγινε ἡ ἀρχή» τῆς
Δημιουργίας, ὁ Λόγος ἦν=ὑπῆρχε, δηλαδή προϋπῆρχε.
2. «Πάντα δι’ αὐτοῦ ἐγένετο, καί χωρίς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδέ ἕν
ὅ γέγονεν». Ἄν ὅλα τά δημιουργήματα ἔγιναν-δημιουργήθηκαν δι’ Αὐτοῦ, καί χωρίς
Αὐτόν δέν ἔγινε τίποτε, αὐτό σημαίνει ὅτι εἶναι ὁ Δημιουργός ὅλων τῶν
κτισμάτων· ἄρα εἶναι Θεός. Συνεπῶς, ἀφοῦ εἶναι ὁ Δημιουργός-Θεός δέν μπορεῖ νά
εἶναι κτίσμα. Εἶναι Συνάναρχος λοιπόν, Ἀδημιούργητος,
Συναιώνιος καί Συναΐδιος μέ τόν Πατέρα. Εἶναι Θεός.
3. Στή φράση «…ἡ ἀρχή τῆς κτίσεως τοῦ Θεοῦ» (Ἀποκ. 3, 14), οἱ «Μ.τ.Ἰ.» ἑρμηνεύουν τή λέξη «ἀρχή» ὡς «τό πρῶτο
κτίσμα», τό πρῶτο δημιούργημα. Παραβλέπουν ὅτι ἡ «ἀρχή» ἔχει πολλές ἔννοιες. Ἐδῶ
ἡ λέξη «ἀρχή» ἔχει τήν ἔννοια τῆς «ἐξουσίας». Ὁ Χριστός δηλαδή ἦταν αὐτός πού εἶχε
τήν ἐξουσία τῆς δημιουργίας. «…ἡ ἀρχή = ἡ ἐξουσία τῆς κτίσεως τοῦ Θεοῦ» (Ἀποκ.
3, 14). Ἄρα ἦταν Θεός.
Β. Ὁ Χριστός εἶναι ἀληθινός Θεός.
1. «Ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου» (Ἰωάν. κ΄ 28). Κύριος καί
Θεός ἡμῶν εἶναι μόνο ὁ ἀληθινός Θεός11. Ἄν ὁ Χριστός ἦταν κτίσμα, δέν θά ἔπρεπε
νά δεχθεῖ τήν προσφώνηση αὐτή, ἡ ὁποία ἀνήκει μόνον στόν Θεό, διότι τότε θά σφετερίζονταν τά δικαιώματα τοῦ Θεοῦ. Γιά
νά δεχθεῖ τήν προσφώνηση σημαίνει ὅτι πράγματι ἦταν ὁ Κύριος καί Θεός ἡμῶν.
2. Οἱ «Μ.τ.Ἰ.» διακηρύττουν ὅτι ὁ Χριστός οὐδέποτε εἶπε ὅτι
εἶναι Θεός. Τότε, γιατί οἱ Ἰουδαῖοι ζητοῦσαν νά Τόν λιθοβολήσουν; Αἰτιολογοῦσαν
μάλιστα τή μανία τους λέγοντας, ὅτι «δέν σέ λιθοβολοῦμε γιά καλό ἔργο», ἀλλά:
«Περί βλασφημίας, καί ὅτι σύ ἄνθρωπος ὤν, ποιεῖς σεαυτόν Θεόν» (Ἰωάν. ι΄33).
3. «ὁ Χριστός τό κατά σάρκα, ὁ ὤν ἐπί πάντων Θεός εὐλογητός
εἰς τούς αἰῶνας» (Ρωμ.θ΄4-5).
4. «Εὐσεβῶς ζήσωμεν ἐν τῷ νῦν αἰῶνι, προσδεχόμενοι τήν
μακαρίαν ἐλπίδα καί ἐπιφάνειαν τῆς δόξης τοῦ μεγάλου Θεοῦ καί σωτῆρος Ἰησοῦ
Χριστοῦ» (Τίτ. β΄ 13).
5. «Οἴδαμεν ὅτι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ἥκει (ἤδη ἔχει ἔλθει), καί
δέδωκεν ἡμῖν διάνοιαν ἵνα γινώσκωμεν τόν ἀληθινόν (Θεόν). Καί ἐσμέν ἐν τῷ ἀληθινῷ,
ἐν τῷ υἱῷ αὐτοῦ Ἰησοῦ Χριστῷ. Οὗτός ἐστίν ὁ ἀληθινός Θεός καί ζωή αἰώνιος» (Α΄ Ἰωάν.
ε΄ 20).
6. Ὁ Χριστός ἀποκαλύπτεται ὡς τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος.12
7. Προσκυνεῖται λατρευτικῶς ὅπως ὁ Πατέρας: (Ἰωάν. κ΄ 28), (Ἑβρ.
α΄6), (Ἀποκ. ε΄ 13-14).
Γ. Ὁ Χριστός εἶναι ἴσος μέ τόν Πατέρα.
1. «… ὁ ἑωρακώς ἐμέ ἑώρακε τόν Πατέρα …», δηλαδή, «Ὅποιος ἔχει δεῖ ἐμένα, ἔχει δεῖ τόν ἴδιο
τόν Θεό Πατέρα» (Ἰωάν. ιδ΄ 8-9). Ὁ στίχος αὐτός ἀποτελεῖ σαφέστατη μαρτυρία γιά
τή θεότητα τοῦ Χριστοῦ, τήν ἰσότητα καί τό ὁμοούσιό Του μέ τόν Πατέρα. Ἄν δεχτοῦμε
ὅμως ὅτι εἶναι κτίσμα ὁ Υἱός, ὅπως ἰσχυρίζονται οἱ «Μ.τ.Ἰ.», τότε βρισκόμαστε
μπροστά σέ μία βλασφημία. Διότι ὅποιος ταυτίζει τόν ἑαυτό του μέ τόν ἄπειρο καί
αἰώνιο Θεό ἐνῶ δέν εἶναι Θεός, εἶναι βλάσφημος. (Ἰωάν. ε΄ 23). Στήν περίπτωση
τοῦ Χριστοῦ ὅμως δεν ἰσχύει αὐτό. Ὁ Χριστός ἐξισώνει τον ἑαυτό Του με τόν Θεό
Πατέρα, καί μάλιστα μπροστά στούς Ἑβραίους, κηρύττοντας οὐσιαστικά τή θεότητά
Του.
2. « Διά τοῦτο οὖν ἐζήτουν οἱ Ἰουδαῖοι ἀποκτεῖναι αὐτόν, ὅτι
οὐ μόνον ἔλυε τό σάββατον, ἀλλά καί πατέρα ἴδιον ἔλεγε τόν Θεόν, ἴσον ἑαυτόν
ποιῶν τῷ Θεῷ» (Ἰωάν. ε΄ 18). Οἱ «Μ.τ.Ἰ.» ἰσχυρίζονται ὅτι οὐδέποτε ὁ Χριστός ἀποκάλεσε
τόν ἑαυτό Του Θεό. Ὅταν ὅμως ὁ Χριστός ἐξισώνει τόν ἑαυτό Του μέ τόν Θεό, οὐσιαστικά
διακηρύττει ὅτι εἶναι Θεός. Ἄν ἐπρόκειτο
γιά ψευδομαρτυρίες τῶν Ἑβραίων γιά
νά καταδικάσουν τόν Χριστό, ὅπως ὑποστηρίζουν
οἱ «Μ.τ.Ἰ.», τότε γιατί ὁ Χριστός δέν διαμαρτυρήθηκε καί δέν διέψευσε τίς
«συκοφαντίες» αὐτές;
3. «Ὅταν ἔλθῃ Ἐκεῖνος,
τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας… Οὐ γὰρ λαλήσει ἀφ’ ἑαυτοῦ … ὅτι ἐκ τοῦ ἐμοῦ λήψεται καί
ἀναγγελεῖ ὑμῖν. Πάντα ὅσα ἔχει ὁ Πατήρ ἐμά ἐστί· διά τοῦτο εἶπον ὅτι ἐκ τοῦ ἐμοῦ
λήψεται καί ἀναγγελεῖ ὑμῖν» (Ἰωάν. ιστ΄ 13-15) «…Γι’ αὐτό σᾶς εἴπα ὅτι ἀπό τά
δικά μου θά πάρει καί θά σᾶς τά ἀνακοινώσει…». Τό χωρίο αὐτό ἀποτελεῖ ἕνα ἰσχυρότατο
τεκμήριο τῆς ἰσότητας τοῦ Θεοῦ Πατέρα μέ τόν Χριστό. Ὁ Χριστός παρουσιάζεται ὡς ὁ ἀπόλυτος
ἰδιοκτήτης ὅλων ὅσων ἀνήκουν στόν Θεό
Πατέρα, γεγονός πού ἀποδεικνύει ὅτι μεταξύ τους ὑπάρχει πλήρης ἰσότητα. Ἀκόμη
καί τό Ἅγιον Πνεῦμα, προκειμένου νά μιλήσει, λαμβάνει ἀπ’ ὅσα ἀνήκουν στόν Υἱό
καί δέν λαλεῖ ἀπό μόνο
Του. Τά λόγια αὐτά τοῦ Χριστοῦ ἀποκαλύπτουν τήν κοινή Φύση-Οὐσία
τῶν προσώπων τῆς Ἁγ. Τριάδος. Ἐπίσης, φαίνεται ὅτι οἱ ἐνέργειες τῶν τριῶν
προσώπων τῆς Ἁγ. Τριάδος εἶναι κοινές. Ἄν ὅμως δεχτοῦμε ὅτι ὁ Χριστός εἶναι
«κτίσμα» (ὅπως πιστεύουν οἱ «Μ.τ.Ἰ.»), τότε πῶς ἐξηγεῖται ὅτι ὁ Θεός ἀντλεῖ ἀπό
ἕνα κτίσμα τό τί θά πεῖ καί τό τί θά διδάξει στούς ἀνθρώπους; Δέν νομίζουν οἱ «Μ.τ.Ἰ.» ὅτι κάτι τέτοιο εἶναι
ὑποτιμητικό καί βλάσφημο γιά τόν «Θεό-Ἰεχωβᾶ»; Καί σ’ ἕνα ἄλλο χωρίο παρακάτω
θά πεῖ: «Καί τά ἐμά πάντα σά ἐστί καί τά σά ἐμά» (Ἰωάν. ιζ΄ 10, Φιλιπ. β΄ 5-8.). Ἐφόσον δεχόμαστε ὅτι ἡ οὐσία εἶναι
κοινή γιά τά τρία πρόσωπα τῆς Ἁγ. Τριάδος, ἄρα καί ἡ θεότητα εἶναι κοινή. Συνεπῶς,
καί ὁ Χριστός εἶναι Θεός.
Δ. Ὁ Χριστός εἶναι ὁμοούσιος μέ τόν Πατέρα, ἀφοῦ μετέχουν τῆς
ἴδιας θείας οὐσίας, ἄρα εἶναι Θεός.
1. «Ἀπαύγασμα τῆς δόξης (τοῦ Θεοῦ) καί χαρακτήρ τῆς ὑποστάσεως
αὐτοῦ» (Ἑβρ. α΄3). Μέ ἄλλα λόγια, ὁ Υἱός ὑπῆρχε αἰώνια ἀκτινοβολία τῆς δόξης τοῦ
Θεοῦ καί ζωντανό χάραγμα καί ἀποτύπωμα τῆς ὕπαρξης καί τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ
Πατρός13. Ὅπως τό φῶς (ἡ ἀκτινοβολία τοῦ ἥλιου) γεννιέται ἀπό αὐτήν τήν ἴδια
τήν οὐσία τοῦ ἥλιου καί εἶναι ἀπόλυτα σύγχρονο μέ τόν ἥλιο, ἔτσι καί ὁ Υἱός
γεννᾶται ἀπό τήν οὐσία τοῦ Πατρός ἀχρόνως (ἀφοῦ ὁ Θεός εἶναι ἄχρονος), καί
συνυπάρχει μέ τόν Θεό (Πατέρα) αἰώνια. Ὅπως ὁ ἥλιος, πού ἄν καί γεννάει τό φῶς,
δέν ὑπάρχει πρίν ἀπό τό φῶς, ἔτσι καί ὁ Πατέρας ποῦ «γεννᾶ» ἀχρόνως τόν Υἱό δέν
ὑπάρχει πρίν ἀπό τόν Υἱό.
Ε. Ὁ Χριστός εἶναι αἰώνιος καί ἀναλλοίωτος.
1. «Ἰησοῦς Χριστός χθές καί σήμερον ὁ αὐτός καί εἰς τούς αἰῶνας»
(Ἑβρ. ιγ΄, 8). Ὁ Χριστός παραμένει ὁ ἴδιος αἰώνια, ἄρα εἶναι ἀναλλοίωτος. Καί ἐπειδή
μόνο ὁ Θεός εἶναι ἀναλλοίωτος, ἄρα καί ὁ Χριστός εἶναι Θεός14. Γιά τούς «Μ.τ.Ἰ.»,
ὁ Υἱός εἶναι κτίσμα τοῦ Θεοῦ καί συγκεκριμένα
ὁ ἀρχάγγελος Μιχαήλ, ὁ ὁποῖος κατέβηκε ἀπό τόν οὐρανό καί ἔγινε ἄνθρωπος, ὡς Ἰησοῦς Χριστός, καί ὁ ὁποῖος, μέ
τήν ἀνάληψή του στόν οὐρανό, ξαναέγινε ἀρχάγγελος Μιχαήλ15. Γιά νά στηρίξουν αὐτήν τή θεωρία, ἐπικαλοῦνται16
κυρίως τά ἑξῆς χωρία: Α΄ Θεσ. δ΄ 16 , Ἰούδ. 9-10, Ἀποκ. ιβ΄ 7-9.
Στήν Α΄ Θεσ. δ΄ 16 διαβάζουμε: «ὅτι αὐτὸς ὁ Κύριος ἐν
κελεύσματι, ἐν φωνῇ ἀρχαγγέλου καὶ ἐν
σάλπιγγι Θεοῦ καταβήσεται ἀπ’ οὐρανοῦ»: Τό χωρίο αὐτό μᾶς λέει, ὅτι ὅταν ὁ
Χριστός θά ἔλθει κατά τή Δευτέρα Παρουσία, θά ἔλθει μέ ὅλη Του τή δόξα καί μέ
τά πλήθη τῶν ἀγγέλων Του νά Τόν συνοδεύουν. Αὐτό φαίνεται καί στήν (ΜΝΚ), στό
μεταφρασμένο δηλαδή κείμενο που χρησιμοποιοῦν οἱ ἴδιοι οἱ «Μ.τ.Ἰ.».
«…ἐπειδή ὁ Κύριος θά κατεβεῖ ἀπό τόν οὐρανό μέ πρόσταγμα, μέ
φωνή ἀρχαγγέλου καί μέ σάλπιγγα θεοῦ»17, τότε, συμπεραίνουν αὐθαίρετα, ὅτι ἀφοῦ
θά ἐμφανιστεῖ «μέ φωνή Ἀρχαγγέλου» εἶναι ὁ Ἀρχάγγελος Μιχαήλ. Τό χωρίο ὅμως δέν
ἀναφέρει ὅτι ὁ Χριστός θά μιλήσει ὁ ἴδιος ὡς ἀρχάγγελος, ἀλλά, ὅτι θά κατεβεῖ «μέ φωνή ἀρχαγγέλου». Γιατί, δηλαδή, νά δεχτοῦμε ὅτι τό
«φωνή ἀρχαγγέλου» ἀναφέρεται στόν
Χριστό καί ὄχι σέ ἀρχάγγελο πού τόν συνοδεύει, καί νά μήν δεχτοῦμε ὅτι ἀναφέρεται
σέ Αὐτόν καί ἡ ἀμέσως ἑπόμενη φράση: «μέ σάλπιγγα Θεοῦ»; Γιατί, δηλαδή, νά εἰκάσουμε
ὅτι εἶναι ἀρχάγγελος βασισμένοι στό πρῶτο μέρος τοῦ χωρίου, καί ὄχι Θεός μέ
βάση τό δεύτερο μέρος του; Μόνο μέ λογικά ἄλματα μπορεῖ κανείς νά φτάσει στό
συμπέρασμα αὐτό τῶν «Μ.τ.Ἰ.».
Ἐπιπλέον, ὅσον ἀφορᾶ τά
κελεύσματα καί τίς σάλπιγγες πού θά
ἀκουστοῦν, θά λέγαμε ὅτι δέν συνηθίζεται σέ μία μάχη νά σαλπίζουν καί νά ἀπευθύνουν κελεύσματα
οἱ βασιλεῖς, ἀλλά οἱ ἀκόλουθοί τους. Ἔτσι καί ἐδῶ ὁ Χριστός, θά «καταβῆ ἀπ’ οὐρανοῦ»
ὡς βασιλιάς, συνοδευόμενος ἀπό ὅλους τούς ἀγγέλους καί ἀρχαγγέλους, οἱ ὁποῖοι θα
κελεύσουν» καί θά «σαλπίσουν» ἐκ μέρους τοῦ βασιλέως Χριστοῦ18.
Ἐπίσης, στήν πρός Ἑβραίους ἐπιστολή (Ἑβρ. 1, 4-14) ὁ ἀπ. Παῦλος
ξεκαθαρίζει, ὅτι ὁ Χριστός δέν εἶναι ὁ Ἀρχάγγελος Μιχαήλ ἤ κάποιος ἀπό τούς ἀγγέλους,
οὔτε φυσικά ὅτι ἔχει ἀγγελική φύση19, ἀλλά ὅτι εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ὁ
δημιουργός καί θεμελιωτής τῆς γῆς καί τοῦ οὐρανοῦ, τόν ὁποῖο ὅλοι οἱ ἄγγελοι
προσκυνοῦν ὡς ἀληθινό Θεό. Ἐνῶ, ἀντίθετα, ὅλοι γενικά οἱ ἄγγελοι εἶναι δημιουργήματα, λειτουργικά πνεύματα τά ὁποῖα
διακονοῦν τό ἔργο τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων.
Στήν πρός Ἰούδα ἐπιστολή τοῦ ἀπ. Παύλου διαβάζουμε: «ὁ δὲ
Μιχαὴλ ὁ ἀρχάγγελος, ὅτε τῷ διαβόλῳ
διακρινόμενος διελέγετο περὶ τοῦ Μωϋσέως σώματος, οὐκ ἐτόλμησε κρίσιν ἐπενεγκεῖν
βλασφημίας, ἀλλ᾿ εἶπεν· ἐπιτιμήσαι σοι Κύριος»20. Στό χωρίο αὐτό βλέπουμε τόν ἀρχάγγελο
Μιχαήλ καί τόν διάβολο νά φιλονικοῦν σχεδόν ὡς ἴσος πρός ἴσον γιά τό νεκρό σῶμα
τοῦ Μωυσῆ. Ὁ Ἀρχάγγελος Μιχαήλ μάλιστα, τό μόνο πού λέει στόν διάβολο εἶναι ὅτι:
«ὁ Κύριος θά σέ κατακρίνει». Στό εὐαγγέλιο ἀντίθετα βλέπουμε τόν διάβολο νά
τρέμει μπροστά στόν Χριστό καί νά ὑποτάσσεται πλήρως σ’ Αὐτόν21, γεγονός πού
φανερώνει ὅτι ὁ Χριστός
Ἐπίσης, οἱ «Μ.τ.Ἰ.» στήν προσπάθειά τους νά «ἀποδείξουν» ὅτι
ὁ Χριστός εἶναι ὁ Ἀρχάγγελος Μιχαήλ, ὑποστηρίζουν ὅτι στήν Ἁγ. Γραφή ἀναφέρεται
ἕνας Ἀρχάγγελος καί ὅτι δέν ὑπάρχουν πολλοί Ἀρχάγγελοι. Ἡ Ἁγ. Γραφή ὅμως ἀναφέρει
ξεκάθαρα τό ἐντελῶς ἀντίθετο, ὅτι δηλαδή ὑπάρχουν καί ἄλλοι Ἀρχάγγελοι. «…καὶ ἰδοὺ
Μιχαὴλ εἷς τῶν ἀρχόντων τῶν πρώτων ἦλθε βοηθῆσαί μοι…»22. Τό «εἷς τῶν ἀρχόντων»
σημαίνει, ἕνας ἀπό τούς πολλούς ἄρχοντες-ἀγγέλους, δηλαδή ἕνας ἀπό τούς πολλούς Ἀρχαγγέλους.
Συμπερασματικά θά λέγαμε, ὅτι πουθενά ἡ Ἁγία Γραφή δέν ἀναφέρει
ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ ἀρχάγγελος Μιχαήλ, ἀλλά ὅλες αὐτές οἱ θέσεις τῶν «Μ.τ.Ἰ.»
ἀποτελοῦν φαντασίες καί προκύπτουν μέ αὐθαίρετα λογικά ἄλματα.
ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ
Α. Τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι πρόσωπο.
Τό Ἅγ. Πνεῦμα εἶναι πρόσωπο, τό τρίτο Πρόσωπο τῆς Ἁγ.
Τριάδος. Ἔχει κοινή φύση-οὐσία μέ τά ἄλλα δύο Πρόσωπα (Πατέρα, Υἱό) καί ἑπομένως
εἶναι ἐξίσου Θεός ἀληθινός.
Τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι προσωπικό ὄν διότι ἔχει ὅλα τά
χαρίσματα ἑνός προσωπικοῦ καί ἐνσυνείδητου
ὄντος. Ὁδηγεῖ στήν Ἀλήθεια (Ἰωάν. ιστ΄ 13), διδάσκει καί ὑπενθυμίζει
(Ἰωάν. ιδ΄ 26), μαρτυρεῖ περί τοῦ Χριστοῦ (Ἰωάν. ιε΄ 26-27), ἐλέγχει τήν ἁμαρτία
(Ἰωάν. ιστ΄ 7-8), μιλάει (Πράξ. η΄ 29 καί ι΄ 19), καί προσκαλεῖ (Πράξ. ιγ΄ 2).
Τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐπίσης διαμοιράζει χαρίσματα κατά τή θέλησή Του (Α΄ Κορ. ιβ΄11),
σκέπτεται καί ἀποφασίζει (Πράξ. ιε΄ 28), λυπᾶται (Ἐφεσ. δ΄ 30),
Β. Τό Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι Θεός ἀληθινός.
1. Τό Ἅγιο Πνεῦμα «ἐκπορεύεται παρά τοῦ Πατρός» (Ἰωάν. ιε΄ 26). Ἡ «ἐκπόρευση» αὐτή εἶναι κάτι ἀνάλογο
μέ τή «γέννηση» τοῦ Υἱοῦ ἀπό τόν Πατέρα. Πρόκειται δηλαδή γιά ἕναν ἄλλο τρόπο ὑπάρξεως
ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ Πατρός. Ἄρα, τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ὁμοούσιο μέ τόν Πατέρα καί
τόν Υἱό, μετέχει δηλαδή τῆς κοινῆς οὐσίας τῆς θεότητας πού μετέχουν ὁ Πατήρ καί
ὁ Υἱός.
2. (Β΄ Κορινθίους, στ΄ 6-7)23. Στό χωρίο αὐτό ἀναφέρονται τά
ἑξῆς: «... ἐν καθαρότητι, ἐν γνώσει, ἐν μακροθυμίᾳ, ἐν χρηστότητι, ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ,
ἐν ἀγάπῃ ἀνυποκρίτῳ, ἐν λόγῳ ἀληθείας, ἐν δυνάμει Θεοῦ...». Ἄν τό Ἅγιο Πνεῦμα,
κατά τούς «Μ.τ.Ἰ.» εἶναι ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ, τότε δέν θα ἦταν γραμμένο ἔτσι τό
χωρίο. Σέ ἕνα σύνολο ἀνόμοιων πραγμάτων ἀναφέρει ξεχωριστά τό Ἅγιο Πνεῦμα, καί
ξεχωριστά τή δύναμη τοῦ Θεοῦ. Ἄν τό Ἅγ. Πνεῦμα ἦταν ἡ «ἐνεργός δύναμη» τοῦ Θεοῦ,
τότε θά ἔπρεπε νά ἀναφέρονται μαζί. Τό χωρίο δείχνει καθαρά, πώς πράγματι, τό Ἅγιο
Πνεῦμα δέν εἶναι ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ.
«ΙΕΧΩΒΑ»
Ἕνα ἀνύπαρκτο ὄνομα.
Οἱ «Μ.τ.Ἰ.» ὑποστηρίζουν
μέ θέρμη ὅτι εἶναι «Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ», δίνοντας
μεγάλη βαρύτητα στό ὄνομα «Ἰεχωβᾶ». Καυχιοῦνται μάλιστα ὅτι τό ὄνομα αὐτό
ἀπαντᾶται 7.000 φορές στήν Ἁγ. Γραφή. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι συναντᾶται τό ὄνομα «Ἰεχωβᾶ»,
ἀλλά μόνο στό ἀλλοιωμένο κείμενο τῆς Ἁγ. Γραφῆς πού οἱ ἴδιοι συνέθεσαν καί ἐκδίδουν
γιά νά μποροῦν νά «ἀποδεικνύουν» ὅτι τά λεγόμενά τους συμφωνοῦν δῆθεν μέ τήν Ἁγ.
Γραφή. Οἱ «Μ.τ.Ἰ.» σήμερα ἐμμένουν στό νά αὐτοαποκαλοῦνται “Χριστιανοί Μάρτυρες
τοῦ Ἰεχωβᾶ”, μολονότι δέν πιστεύουν στή
θεότητα τοῦ Χριστοῦ, προκειμένου νά πείθουν καί νά παρασύρουν τούς ἀπληροφόρητους ὅτι δῆθεν εἶναι Χριστιανοί. Αὐτή ὅμως εἶναι μία
τακτική, πού οὐσιαστικά ξεκίνησε ἀπό τή δεκαετία τοῦ 1980, μιά καί μέχρι τότε ἡ
Ὀργάνωση τῆς Σκοπιᾶς ἀκολουθοῦσε τή γραμμή τοῦ Ρόδερφορδ πού ἦταν ἐνάντια στή
λέξη “Χριστιανοί”. Ἡ ἑταιρεία κηρύττει σήμερα, πώς τό ὄνομα «Ιεχωβᾶ» εἶναι ἀπαραίτητο
γιά τή σωτηρία24, καί ὅτι μόνο ὅποιος ἀποκαλεῖ τόν Θεό με αὐτό τό «ὄνομα» σώζεται25. Στό ἑβραϊκό πρωτότυπο τῆς Παλαιᾶς
Διαθήκης, ὁ Θεός κατονομάζεται μέ διάφορα ἑβραϊκά «ὀνόματα», τά ὁποῖα στήν
κυριολεξία εἶναι περιγραφικές ἐκφράσεις. Οἱ «Μ.τ.Ἰ.» ἀπολυτοποιοῦν τό πιό
συνηθισμένο ἀπό αὐτά, τό Γιαχβέ, διαστρέφοντάς το σέ Ἰεχωβᾶ.
Κατά ἀκρίβεια, Γιαχβέ σημαίνει «ὁ εἰμί», «ὁ ὤν». Τό ὄνομα «Ἰεχωβᾶ»
εἶναι πλασματικό ὄνομα. Δέν ὑπάρχει οὔτε μία φορά στήν Ἁγ. Γραφή, παραμόνο στό
προκλητικά ἀλλοιωμένο κείμενο τῆς
«Μετάφρασης τοῦ Νέου Κόσμου» (Μ.Ν.Κ.). Χρησιμοποιοῦν τήν ἔκδοση αὐτή
προκειμένου νά πείθουν τούς ὀπαδούς τους καί νά παραπλανοῦν τούς
καλοπροαίρετους συζητητές χρησιμοποιώντας ὡς Ἁγ. Γραφή τό δικό τους πλαστό καί
ψεύτικο κείμενο τῆς «Μ.Ν.Κ».
Ἡ ἱστορία τῆς δημιουργίας τοῦ ἐπίπλαστου ὀνόματος «Ἰεχωβᾶ» ἔχει
ὡς ἑξῆς: Ἡ ἑβραϊκή γλῶσσα δέν εἶχε φωνήεντα ἀλλά μόνο σύμφωνα. Ἔτσι, τό ὄνομα
τοῦ Θεοῦ οἱ Ἑβραῖοι τό ἔγραφαν ΓΧΒΧ (JHWH). Ἐπειδή ὅμως, ἀπό σεβασμό, σπάνια
πρόφεραν τό ὄνομα αὐτό, σιγά-σιγά ξέχασαν ποιά φωνήεντα συνδυάζονταν μέ τά ἀνωτέρω
σύμφωνα ὥστε νά σχηματισθεῖ τό ὀρθό ὄνομα. Ἀργότερα (μετά τό 750 μ.Χ.), ὅταν ἄρχισαν
νά γράφονται καί τά φωνήεντα στήν ἑβραϊκή γλῶσσα, οἱ σοφοί τῶν Ἑβραίων θέλοντας
νά συμπληρώσουν τό ΓΧΒΧ, ἀλλά μή ξέροντας ποιά φωνήεντα ἔπρεπε νά βάλουν, ἀποφάσισαν
νά χρησιμοποιήσουν τά φωνήεντα ἄλλου θείου ὀνόματος, τοῦ «Ἀδωνάι» (δηλ. τά
αωά). Ἔτσι, δημιούργησαν τό ὄνομα Γαχωβάχ, τό ὁποῖο σιγά-σιγά ἔγινε Ἰεχωβᾶ. Τό ὄνομα
Ἰεχωβᾶ, λοιπόν, δέν εἶναι καθόλου τό ὄνομα πού ἀπεκάλυψε ὁ Θεός στόν Μωυσή, στό
χωρίο τῆς Ἐξόδου στ΄ 3, ἀλλά ἀποτελεῖ κατασκεύασμα τῶν Ἑβραίων σοφῶν τοῦ
750-1000 μ.Χ. Σήμερα πάντως, ὅλοι οἱ εἰδικοί ἐπιστήμονες συμφωνοῦν στό ὅτι τό
ΓΧΒΧ προφερόταν Γιαχβέ καί ὄχι Ἰεχωβᾶ. Τό Ἰεχωβᾶ λοιπόν τῶν χιλιαστῶν εἶναι ἕνα
ὄνομα ἀνύπαρκτο.
Στό βιβλίο τους «Ἁγιασθήτω τό
ὄνομά σου» ἀναφέρονται τά ἑξῆς ἀποκαλυπτικά: «Ὅλες
οἱ ἀποδείξεις πού ὑπάρχουν
καταδεικνύουν ὅτι οἱ Ρωμαιοκαθολικοί
κληρικοί εἰσήγαγαν αὐτή τήν προφορά (Jehovah). Ἡ προφορά «Ἰεχωβᾶ» μπορεῖ
νά ἐξιχνιαστεῖ στούς πρώτους χρόνους τοῦ Μεσαίωνος …»26. «Ἡ ἐσφαλμένη ὀρθογραφία «Ἰεχωβᾶ»,
γράφουν οἱ ἴδιοι, «ἀπαντᾶται ἀπό τό ἔτος
1100 περίπου [….] Ὅλα τά προηγούμενα χρησιμεύουν στό νά δείξουν ὅτι καί σήμερα ἀκόμη
ἡ ἀκριβής προφορά τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ
εἶναι ἀβέβαιη…»27. Ἐπίσης, στό βιβλίο «Μπορεῖτε νά ζεῖτε γιά πάντα στόν
Παράδεισο στή γῆ», ἀναφέρουν: « … τό πρόβλημα σήμερα εἶναι ὅτι δέν μποροῦμε νά
γνωρίζουμε ἀκριβῶς ποιά φωνήεντα χρησιμοποιοῦσαν οἱ Ἑβραῖοι μαζί μέ τά σύμφωνα
ΓΧΒΧ»28. Ἑπομένως, ὁμολογοῦν καί οἱ ἴδιοι, ὅτι δέν μποροῦν νά γνωρίζουν ποιό εἶναι
τό ἀκριβές ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ἀκόμη καί σήμερα πού θυσιάζουν τή ζωή τους γι’ αὐτό.
Στό βιβλίο τους «Ὅλη ἡ Γραφή εἶναι θεόπνευστος καί ὠφέλιμος» παραδέχονται ὅτι: «Ἡ προφορά
Γιαχβέ μπορεῖ νά εἶναι πιό ὀρθή, ἀλλά ἡ λατινισμένη μορφή Jehovah (Ιεχωβᾶ) ἐξακολουθεῖ
νά χρησιμοποιεῖται, διότι εἶναι ἡ πιό κοινῶς παραδεκτή μορφή Ἀγγλικῆς
μεταφράσεως τοῦ τετραγράμματου» (σ.326).
Μέ ἁπλά λόγια, οἱ «Μ.τ.Ἰ.» διακηρύττουν ὅτι
ἡ σωτηρία μας περιστρέφεται γύρω ἀπό τό ὄνομα «Ἰεχωβᾶ» πού ἐπινοήθηκε κατά τό
Μεσαίωνα, γνωρίζοντας
παράλληλα ὅτι αὐτό εἶναι ψεύτικο καί τεχνητό. Ἐπιμένουν ὅμως νά κηρύττουν ὅτι αὐτό εἶναι τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ. Ἄν καί
παραδέχονται ὅτι εἶναι ἐσφαλμένο, τό
προτιμοῦν ἁπλῶς ἐπειδή ἐπικράτησε.
Βλέπουμε δηλαδή ἐδῶ νά ἐπικρατεῖ ἕνας παραλογισμός, τόν ὁποῖο ἀποδέχονται ὡς
«δόγμα» τῆς Ὀργάνωσής τους. Τό σοβαρότερο ὅμως εἶναι, ὅτι καθυποβάλλουν τούς ὀπαδούς
τους νά τό κηρύττουν θυμίζοντάς τους ὅτι «θά καταφαγωθῆ ἡ σάρξ ἐκείνων πού δέν ἤθελαν
νά μάθουν ὅτι ὁ ζῶν καί ἀληθινός Θεός λέγεται Ἰεχωβᾶ. Θά διαλυθοῦν ἐνῶ στέκουν
στά πόδια των»29. Ὅπου δέν πίπτει λόγος πίπτει …. τρομοκρατία.
Διδάσκουν ἐπίσης, ὅτι ἡ σωτηρία
τοῦ ἀνθρωπίνου γένους
εἶναι «δευτερεύων σκοπός» τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνο πού κυρίως ἐνδιαφέρει τόν
Θεό εἶναι ἡ «διεκδίκηση» τοῦ ὀνόματός
Του (δηλ. τοῦ ὀνόματος
Ἰεχωβᾶ)30. Στό τεῦχος τῆς
Σκοπιᾶς, 15/3/85, ἀναφέρουν ὅτι τό
πιό σπουδαῖο γεγονός στήν ἱστορία ἦταν ὁ θάνατος τοῦ Χριστοῦ. Ὄχι γιατί
σταυρώθηκε γιά τήν σωτηρία μας, ἀλλά γιατί ἔτσι
«δικαιώθηκε» το ὄνομα τοῦ Ἰεχωβᾶ31. Καμμία ἀναφορά στή σωτηρία, σάν νά ἦταν ὁ
Θεός τόσο ἐγωκεντρικός καί τό μόνο πού τόν ἐνδιέφερε ἦταν ἡ δικαίωση τοῦ ὀνόματός
Του ἀπό τά πλάσματά Του.
Στό σημεῖο αὐτό θά θέλαμε νά ἀπαντήσουμε καί σέ μιά
κατηγορία τῶν «Μ.τ.Ἰ.». Μᾶς κατηγοροῦν ὅτι
δέν γνωρίζουμε, ἤ δέν συνηθίζουμε νά ἀποκαλοῦμε τόν Θεό μέ τό ὄνομά του «Ἰεχωβᾶ».
Ἡ ἀλήθεια ὄμως εἶναι, ὅτι ἐπειδή ἀκριβῶς γνωρίζουμε πολύ καλά τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ,
τό ὁποῖο εἶναι «Γιαχβέ» καί ὄχι «Ἰεχωβᾶ», τό χρησιμοποιοῦμε στή μεταφρασμένη
του μορφή ἀπό τά Ἑβραϊκά στά Ἑλληνικά, πού εἶναι: «ὁ Ὤν», («ὁ Εἶναι»). Ἐπιπλέον,
γιά νά εἴμαστε πιό ἀκριβεῖς, θά θέλαμε νά προσθέσουμε ὅτι στήν Κ.Δ. ὁ Θεός
δίνει ἕνα νέο ὄνομα στόν ἑαυτό Του: τό ὄνομα Θεός Πατήρ. Διά τοῦ Υἱοῦ ὁ Θεός μᾶς
υἱοθετεῖ καί γίνεται Πατέρας μας. Ὡς γνήσια, λοιπόν, παιδιά Του, τόν ἀποκαλοῦμε
«Πατέρα», ὅπως ἔκαναν οἱ ἴδιοι οἱ Ἀπόστολοι32, οἱ ὁποῖοι στήν Καινή Διαθήκη, οὔτε
μία φορά τόν ἀποκάλεσαν «Γιαχβέ», ἀλλά πάντοτε τόν ἀποκαλοῦν «Πατέρα». Καί αὐτό,
γιατί ὁ Θεός τῶν Χριστιανῶν, Θεός ἀγάπης, δέν ἔχει τίποτε κοινό μέ τόν «Θεό» τῶν
«Μ.τ.Ἰ.», ὁ ὁποῖος δέν ἐνδιαφέρεται γιά τίποτε ἄλλο παρά γιά τή «διεκδίκηση» τοῦ
ὀνόματός του33.
ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΙΕΡΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
Οταν μιλᾶμε γιά τήν Ἱερά Παράδοση, ἐννοοῦμε τήν ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ζωή τῆς Ἐκκλησίας διά μέσου
τῶν αἰώνων. (διδασκαλία,
Ἡ Ἐκκλησία δέχεται ὅτι ἡ Ἁγ. Γραφή ἀποτελεῖ ἕνα μόνο τμῆμα τῆς
Ἱερᾶς Παραδόσεως καί ὄχι τή μοναδική πηγή τῆς πίστεώς μας. Ἡ ἄρνηση συνεπῶς ὁλοκλήρου
τῆς Ἱ. Παραδόσεως συνεπάγεται καί ἄρνηση τῶν κειμένων τῆς Ἁγ. Γραφῆς, ἐφόσον, ὅπως
εἴπαμε, ἡ Ἁγ. Γραφή ἀποτελεῖ ἕνα μόνο τμῆμα της. Παρόλα αὐτά, οἱ «Μ.τ.Ἰ.» ἐπιμένουν
νά ἀρνοῦνται τήν Ἱερά Παράδοση ὡς πηγή τῆς Θείας Ἀποκαλύψεως.
Στό σημεῖο ὅμως αὐτό πέφτουν σέ μία ἀντίφαση. Ἡ ἀντίφαση εἶναι
ὅτι ἑνῶ δέχονται τήν Ἁγία Γραφή, δέν δέχονται τήν Ἐκκλησία πού τήν φανέρωσε
στόν κόσμο, καί τήν ὅρισε ὡς θεόπνευστη.
Ἡ Ἁγία Γραφή δέν ἀναφέρει πουθενά πόσα καί ποιά βιβλία
περιλαμβάνει· κι ὅμως, οἱ «Μ.τ.Ἰ.» δέχονται τά βιβλία τῆς Κ.Δ., ὅπως τά εἶχε ὁρίσει
ὁ Μέγας Ἀθανάσιος τόν 4ο αἰῶνα. Ἄν κάποιος δέχεται τά βιβλία αὐτά ὡς
θεόπνευστα, ὀφείλει νά δεχθεῖ ὡς θεόπνευστο καί ἐκεῖνον πού καθόρισε ποιά θά εἶναι
αὐτά. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι πού μέ τόν φωτισμό τοῦ Ἁγ. Πνεύματος παρήγαγε τήν Κ.Δ.
καί δέν παρήγαγε ἡ Κ.Δ τήν Ἐκκλησία.
Στό σημεῖο αὐτό γεννᾶται καί τό ἀκόλουθο ἐρώτημα. Μέ ποιό
κριτήριο ὁ Μ. Ἀθανάσιος, οἱ Πατέρες καί οἱ Σύνοδοι, δηλαδή
ἡ Ἐκκλησία, ἀποφάσισαν γιά τό ποιά θά πρέπει νά εἶναι τά θεόπνευστα
βιβλία τῆς Κ.Δ.; Ἡ ἀπάντηση εἶναι μία. Κριτήριο ὑπῆρξε ἡ Ἱερά Παράδοσις. Ἡ ἴδια
ἡ ζωή τῆς Ἑκκλησίας. Ἔτσι, ἄν οἱ «Μ.τ.Ἰ.» ἦταν συνεπεῖς στά ὅσα πιστεύουν, θά ἔπρεπε
νά ἀπορρίψουν καί τήν Κ.Δ., ἀφοῦ αὐτή στηρίζεται στούς Πατέρες καί στήν Ἱ.
Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας.
Σέ ἕνα ἀπό τά πιό σημαντικά βιβλία τους, τό «Ὅλη ἡ Γραφή εἶναι
θεόπνευστος καί ὠφέλιμος» (σ. 175-262), ἐπικαλοῦνται καί ὀνόματα Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας,
μεταξύ τῶν ὁποίων καί αὐτό τοῦ Μ. Ἀθανασίου, ὡς τεκμήρια ἐγκυρότητας τῶν ἐπιχειρημάτων
τους. Οὐσιαστικά ἐπικαλοῦνται τήν Ἱερά
Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας,
προκειμένου νά κατοχυρώσουν τήν ἄποψή τους, ἐνῶ τήν ἴδια στιγμή ἀποκαλοῦν
τούς Πατέρες «ὄργανα τοῦ Σατανᾶ».
Τό συμπέρασμα εἶναι, ὅτι
χωρίς τήν αὐθεντία τῶν
Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας τῶν πρώτων
αἰώνων καί τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως, κανείς δέν θά μποροῦσε ποτέ νά μᾶς βεβαιώσει
γιά τήν αὐθεντία καί τή θεοπνευστία τῶν 27 αὐτῶν βιβλίων.
Συχνά οἱ «Μ.τ.Ἰ.», ὡς γνήσιο προτεσταντικό παρακλάδι, ἀποφαίνονται
ὅτι «μόνο ὅ,τι λέει ἡ Ἁγ. Γραφή ὀφείλουμε νά δεχόμαστε. Ἅν κάτι δέν τό λέει ἡ Ἁγ.
Γραφή δέν τό δεχόμαστε». Εὔλογα λοιπόν διερωτᾶται κανείς: «Σέ ποιό σημεῖο της Ἁγ.
Γραφῆς ὑπάρχει ὁ παραπάνω περιορισμός;». Τό ἐρώτημα αὐτό δέν μπορεῖ νά ἀπαντηθεῖ
ἀπό κανένα «Μ.τ.Ἰ.» ἤ προτεστάντη.
ΘΕΟΤΟΚΟΣ
Οἱ Ὀρθόδοξοι
Χριστιανοί, μετά τόν Θεό
(Πατέρα, Υἱό καί Ἅγιο Πνεῦμα)
τιμοῦμε τήν Παρθένο Μαρία ὡς τή μητέρα τοῦ Θεοῦ, γι’ αὐτό καί τήν ὀνομάζουμε
Θεοτόκο.
Οἱ «Μ.τ.Ἰ.» ἀρνοῦνται τήν τιμή πρός τήν Παναγία καί τήν
θεωροῦν ὡς μία κοινή, συνηθισμένη γυναίκα, ὅπως ὅλες οἱ ἄλλες. Ἀπορρίπτουν τό ἀειπάρθενό
της καί διδάσκουν, ὅτι ἐκτός ἀπό τόν Χριστό γέννησε καί ἄλλα παιδιά μέ τόν Ἰωσήφ.
Δέν παραδέχονται τόν Χριστό ὡς Θεό, καί ὡς ἐκ τούτου ἀπορρίπτουν
καί τήν ὀνομασία Θεοτόκος (δηλαδή αὐτή πού γέννησε τόν Θεό) γιά τή Μητέρα Του.
Γεγονός εἶναι, ὅτι ἡ Ἁγ. Γραφή δέν ἀναφέρει πολλά στοιχεῖα
περί τῆς Θεοτόκου, διότι κεντρικό πρόσωπο τοῦ χριστιανικοῦ κηρύγματος ἦταν ἀποκλειστικά
τό πρόσωπο τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Στήν Π.Διαθήκη
περιέχονται πολλές προφητικές ἀπεικονίσεις τῆς Θεοτόκου. Παρουσιάζεται ὡς
«κλίμαξ» (Γεν. κη΄ 10-13), ὡς πύλη «τῆς βλεπούσης κατ’ ἀνατολάς, καὶ αὕτη ἦν
κεκλεισμένη» (Ἰεζεκιήλ, μδ΄ 1-2), ὡς «βασίλισσα» (Ψαλμ. μδ΄. 9).
Ἡ Παρθένος Μαρία εἶναι
ἡ Θεοτόκος, διότι αὐτός τόν ὁποῖο γέννησε, δέν ἦταν ἄλλος ἀπό τόν Ἐμμανουήλ,
δηλ. τόν «μεθ’ ἡμῶν Θεόν» (Ματθ. α΄ 23). Ἄλλωστε, καί ἡ Ἐλισάβετ καλωσορίζει τήν Παναγία ἀποκαλώντας την «μήτηρ τοῦ
Κυρίου». «Καί πόθεν μοι τοῦτο, ἵνα
ἔλθη ἡ μήτηρ τοῦ Κυρίου μου πρός με;» (Λουκ. α΄ 41-43).
Γιά μία Ἱσραηλίτισσα τῆς Παλαιᾶς ἀκόμη Διαθήκης, ὁ «Κύριος» δέν ἦταν ἄλλος παρά
Ἕνας, ὁ Γιαχβέ. Εἶναι θαυμαστό πῶς ἡ Ἐλισάβετ ἀναγνωρίζει στό (ἀσχημάτιστο ἀκόμη)
ἔμβρυο, τόν Γιαχβέ, δηλαδή τόν Κύριό
της, τόν Θεό της.
Κατά τήν Ἐλισάβετ, λοιπόν, ὁ Γιαχβέ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἔγινε
ἄνθρωπος! Συνεπῶς, ὁμολογεῖ
ὅτι ἡ Μητέρα τοῦ ἐμβρύου
εἶναι ἡ μητέρα τοῦ Γιαχβέ, δηλαδή τοῦ Θεοῦ, ἄρα εἶναι Θεοτόκος.
Ἐπειδή λοιπόν ἔτεκε τόν Θεό κατά σάρκα, εἶναι κατά πάντα
δόκιμο νά ὀνομάζεται ΘΕΟΤΟΚΟΣ.
Τό ὅτι ἡ Παναγία ἦταν Παρθένος «πρό», «ἐν» καί «μετά»
«τόκον» ἀποδεικνύεται ἀπό τά ἑξῆς:
α) Πουθενά στήν Ἁγ. Γραφή δέν ἀναφέρεται γάμος τῆς Παναγίας
μέ τόν Ἰωσήφ. Ἀντίθετα, κατά τή γέννηση
τοῦ Χριστοῦ στήν Βηθλεέμ, ἐξακολουθεῖ ἀκόμη νά ὀνομάζεται «μνηστή» τοῦ Ἰωσήφ,
καί οὐδέποτε σύζυγος αὐτοῦ (Λουκ. β΄ 5). Μετά δέ τή γέννηση τοῦ Χριστοῦ, δέν ὀνομάζεται
πιά οὔτε «μνηστή» ἀλλά μόνο «μήτηρ τοῦ παιδίου»34. β) Πουθενά στήν Ἁγ. Γραφή
δέν ἀναφέρεται ὅτι ἡ Παναγία γέννησε καί ἄλλα παιδιά.
Οἱ «Μ.τ.Ἰ.» ἀρνοῦνται τήν Θεοτόκο καί τήν ἀειπαρθενία της ἐπικαλούμενοι
ἐπίσης τούς παρακάτω στίχους: «Καὶ οὐκ ἐγίνωσκεν αὐτήν ἕως οὗ ἔτεκε
τόν υἱόν αὐτῆς τόν πρωτότοκον» (Ματθ. α΄ 25).
Ἡ βαρύτητα στό συγκεκριμένο χωρίο πέφτει στή φράση «ἕως οὗ ἔτεκε»,
καί στή λέξη «πρωτότοκον». Ἀπό τή φράση «Καὶ οὐκ ἐγίνωσκεν αὐτήν ἕως οὗ ἔτεκε»,
οἱ «Μ.τ.Ἰ.» συμπεραίνουν, ὅτι ἡ Παναγία δέν εἶχε σαρκική μίξη μέ τόν Ἰωσήφ
μέχρι τή γέννηση του Ἰησοῦ, μετά ὅμως εἶχε. Ἔτσι δικαιολογοῦν καί τή λέξη «πρωτότοκον» πού ἀναφέρεται στόν Ἰησοῦ
ὑπονοώντας, ὅτι αὐτός ἦταν τό πρῶτο τέκνο στή σειρά τῶν τέκνων πού ἡ Μαρία
γέννησε ἀργότερα μέ τόν Ἰωσήφ, καί αύτά εἶναι τά λεγόμενα «ἀδέλφια» τοῦ Ἰησοῦ
(Ματθ. Ιβ΄ 47). Ἀλλά «πρωτότοκος» λέγεται αὐτός πού γεννᾶται πρῶτος, «ὁ
διανοίγων» μήτρα, ἄσχετα ἐάν ἀκολουθοῦν ἤ ὄχι, ἄλλα τέκνα35. Ὅταν λοιπόν
γεννιόταν τό πρῶτο παιδί ἔλεγαν ὅτι γεννήθηκε ὁ πρωτότοκος,
χωρίς νά γνωρίζουν ἐάν θά ἀκολουθοῦσε ἄλλο τέκνο. Ἐπειδή δέ ὁ πρωτότοκος ἦταν
προνομιοῦχος, ἡ λέξη πρωτότοκος σήμαινε καί
«ἐκλεκτός»36. Ὁ Χριστός
λέγεται πρωτότοκος, ὄχι μόνον ὡς υἱός τῆς Παρθένου (ὡς ἄνθρωπος δηλαδή),
ἀλλά καί ὡς Υἱός τοῦ Θεοῦ (ὡς Θεός δηλαδή)37.
Δεχόμενοι τόν ἰσχυρισμό
τῶν «Μ.τ.Ἰ.» ὅτι «πρωτότοκος» λέγεται αὐτός πού γεννᾶται πρῶτος
σέ μια οἰκογένεια, καί ὁπωσδήποτε ἀκολουθοῦν καί ἄλλες γέννες, ὁδηγούμαστε σέ
τραγελαφικά δογματικά συμπεράσματα ὅταν τό ἐφαρμόσουμε στήν περίπτωση τῆς
γέννησης Υἱοῦ ἀπό τόν Θεό Πατέρα.
Ἄν ἡ λέξη «πρωτότοκος» συνεπάγεται ἀναγκαστικά καί δεύτερο «τέκνο», τότε
μήπως θά πρέπει νά δεχτοῦμε ὅτι καί ὁ Θεός Πατήρ ἔχει δευτερότοκο υἱό; Ὄχι
βέβαια, διότι ὁ Χριστός γνωρίζουμε ὅτι εἶναι Υἱός «μονογενής»38. Δέν ὑπῆρξε ἄλλη
«Γέννα» ἐκτός ἀπό τήν δική Του. Τό «πρωτότοκος» λοιπόν δέν σημαίνει κατ’ ἀνάγκη
ὅτι ἀκολουθεῖ ἄλλο ἤ ἄλλα τέκνα.
Ἀπό τή φράση ἐπίσης «ἕως οὗ ἔτεκε», οἱ Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ
συμπεραίνουν, ὅτι μετά τή
γέννηση τοῦ Ἰησοῦ ὁ Ἰωσήφ
γνώρισε σαρκικά τήν Μαρία, εἶχε δηλαδή μέ αὐτήν σαρκική μίξη. Ἀλλά, ὅπως
τό «πρωτότοκος» δέν σημαίνει κατ’ ἀνάγκη ὅτι ἀκολουθεῖ δεύτερο παιδί, ἔτσι καί
τό «ἕως οὗ ἔτεκεν» δέν σημαίνει κατ’ ἀνάγκη ὅτι μετά τή γέννηση τοῦ Ἰησοῦ ὁ Ἰωσήφ
συνευρέθηκε μέ τήν Μαρία.
Ὁ λόγος πού ὑπάρχει αὐτή ἡ διατύπωση «ἕως οὗ ἔτεκε», εἶναι
γιατί ὁ εὐαγγελιστής δέν θέλει νά πεῖ ὅτι ἡ Μαρία ἦταν παρθένος μέχρι τῆς γεννήσεως
τοῦ Ἰησοῦ καί κατόπιν
ἔπαυσε νά εἶναι παρθένος, ὅπως
νομίζουν οἱ «Μ.τ.Ἰ». Ἀντίθετα στόχος του εἶναι νά τονιστεῖ, ὅτι ὁ Χριστός εἶναι
καρπός τελείας ἁγνότητος, ὅτι ἡ σύλληψη ἔγινε
«ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ», καθώς ὁ Ἰωσήφ δέν γνώρισε σαρκικά τήν Μαρία ἕως ὅτου
γέννησε τόν Χριστό. Ὁ εὐαγγελιστής δηλαδή, ἐνδιαφέρεται γιά τό χρόνο μέχρι τή
γέννηση τοῦ Ἰησοῦ, τό διάστημα δέ μετά ἀπό αὐτήν τό ἀφήνει ἀπροσδιόριστο.
Πολλές φορές συναντοῦμε στήν Γραφή τέτοιου εἴδους ἐκφράσεις.
Ἔτσι π.χ., στό Β΄ ΒΑΣ. στ΄23 ἀναφέρεται: «Καὶ τῇ Μελχολ θυγατρί Σαούλ οὐκ ἐγένετο
παιδίον ἕως τῆς ἡμέρας τοῦ ἀποθανεῖν αὐτήν». Θά ἦταν ἀστεῖο νά συμπεράνουμε ἀπό
τό «ἕως», ὅτι ἡ Μελχόλ γέννησε παιδί
μετά θάνατον! Ἐπίσης, στό Ματθ. κη΄ 20 ὁ Χριστός λέει: «Καὶ ἰδοὺ ἐγὼ μεθ’ ὑμῶν
εἰμι πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος». Θά ἦταν φοβερό λάθος νά
συμπεράνουμε ἀπό τό «ἕως», ὅτι μετά τή συντέλεια τοῦ κόσμου ὁ Χριστός θά παύσει
νά εἶναι μέ τούς ἐκλεκτούς Του.
Ἀπ’ αὐτόν, λοιπόν, τό λόγο τοῦ εὐαγγελιστή δέν μπορεῖ νά ἐξαχθεῖ
τό συμπέρασμα ὅτι μετά τή γέννηση τοῦ Ἰησοῦ ὁ Ἰωσήφ γνώρισε τήν Μαρία σαρκικά.
Οὔτε ἐπίσης ἀπό τά ἐδάφια
ὅπου γίνεται λόγος
περί «ἀδελφῶν» τοῦ Ἰησοῦ μποροῦμε νά
συμπεράνουμε, ὅτι ἡ Μαρία γέννησε
καί ἄλλα παιδιά, διότι ἐκτός τοῦ ἑτεροθαλοῦς ἀδελφοῦ, στή γλῶσσα τῆς Ἁγ.
Γραφῆς ἡ λέξη «ἀδελφός» εἶχε συνήθως πολύ γενική σημασία καί σήμαινε τόν
συγγενή, τόν ξάδελφο, τό θεῖο, τόν ἀνηψιό39 κ.τ.λ.
ΑΓΙΟΙ
Στήν Ἐκκλησία, ὅταν μιλᾶμε γιά «ἁγίους» ἐννοοῦμε τούς ἀνθρώπους
ἐκείνους πού εὐαρέστησαν τόν Θεό καί ἦταν «πλήρεις Πνεύματος Ἁγίου». Οἱ ἄνθρωποι
αὐτοί γίνονται ἀποδέκτες μιᾶς ἐξαιρετικῆς τιμῆς (καί ὄχι λατρείας) μέσα στήν Ἐκκλησία.
Οἱ Χριστιανοί τιμοῦν καί σέβονται τούς ἁγίους τούς ὁποίους ὁ Θεός δόξασε μέ
διαφόρους τρόπους. Ὁ ἑορτασμός τῆς μνήμης τῶν ἁγίων ἀποσκοπεῖ στό νά προβάλει
τό παράδειγμά τους ὡς πρότυπο, καί νά μᾶς καλέσει σέ μίμησή τους. Οἱ «Μ.τ.Ἰ.»
περιφρονοῦν τούς ἁγίους ἐπειδή δέν πιστεύουν ὅτι οἱ ψυχές ζοῦν μετά θάνατον· ἑπομένως,
ἀρνοῦνται ὅτι οἱ ἅγιοι εἶναι σέ θέση νά ἀκούσουν τίς προσευχές μας καί ὡς ἐκ
τούτου δέν χρειάζεται νά τούς τιμοῦμε. Οἱ ἅγιοι ὅμως ὄχι μόνο ζοῦν μετά τό
θάνατο, ἀλλά ἔχουν καί πλήρη συνείδηση τῶν ὅσων συμβαίνουν στή γῆ καί στόν οὐρανό,
καί κατά συνέπεια, εἶναι σέ θέση νά ἀκούσουν τις προσευχές μας.
Κατά τήν Ὀρθόδοξη διδασκαλία, οἱ ἅγιοι συμβασιλεύουν στόν οὐρανό
μέ τόν Δεσπότη Χριστό, εἶναι φίλοι Του καί ζοῦν ἐν πλήρει συνειδήσει μετά τόν ἐπί
γῆς θάνατό τους40. Σύμφωνα πάλι μέ τό χωρίο τῆς Ἀποκαλύψεως (η΄,3-4), οἱ
προσευχές «πάντων τῶν ἁγίων», δηλ. ὅλων τῶν πιστῶν, ζώντων και κεκοιμημένων, ἀνεβαίνουν
ἀπό κοινοῦ ἐνώπιον Θεοῦ. Ἄν αὐτό συμβαίνει μέ ὅλους τους πιστούς, τότε πολύ
περισσότερο εἰσακούονται οἱ προσευχές τῶν ἁγίων ἐπειδή εἶναι τά πρόσωπα πού
κατεξοχήν εὐαρέστησαν τόν Θεό. Γι’ αὐτό καί ἡ Ἐκκλησία ἐπικαλεῖται τίς
προσευχές τους.
Οἱ «Μ.τ.Ἰ.» μᾶς κατηγοροῦν, ὅτι ἐφόσον «Ἕνας εἶναι ὁ μεσίτης
. . .», ὁ Χριστός, (Α΄ Τιμ. β΄ 5) δέν θα πρέπει νά ἐπικαλούμαστε τούς ἁγίους
στήν προσευχή μας, διότι ἔτσι καταργεῖται ἡ μεσιτεία τοῦ Χριστοῦ.
Σύμφωνα μέ τήν Ὀρθόδοξη διδασκαλία ὅμως, ἡ μεσιτεία τῶν ἁγίων
πηγάζει ἀπό τή μεσιτεία τοῦ Χριστοῦ. Οἱ ἅγιοι προσεύχονται για μᾶς στόν Θεό
διαμέσου τοῦ Χριστοῦ (ὡς θεάνθρωπου), καί διά τῆς μεσιτείας Τοῦ εἰσακούονται. Ἡ
δική τους προσευχή (πρεσβεία) ὑπηρετεῖ τήν μοναδική αὐτή μεσιτεία τοῦ Χριστοῦ·
δέν τήν καταργεῖ. Οἱ προσευχές τῶν ἁγίων γίνονται στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καί μέ
τήν δύναμη τῆς δικῆς Του μεσιτείας. Ἐάν ἡ προσευχή τῶν ἁγίων στό Θεό γιά ἐμᾶς
καταργεῖ τήν μοναδική μεσιτεία τοῦ Χριστοῦ, τότε δέν θά πρέπει κανένας πιστός
νά ζητᾶ τίς προσευχές ἄλλου Χριστιανοῦ, διότι μέ αὐτόν τόν τρόπο γίνεται
μεσίτης μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπων, καί ἑπομένως καταργεῖ τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ.
Κι ὅμως ἡ Ἁγία Γραφή εἶναι γεμάτη ἀπό παραδείγματα ἁγίων ἀνθρώ
πων, οἱ ὁποίοι προσεύχονταν ἀπευθείας στόν Θεό, ἀλλά καί ζητοῦσαν ἀπό ἄλλους νά
προσευχηθοῦν γι’ αὐτούς χωρίς νά φοβοῦνται ὅτι μέ αὐτό καταργοῦν τήν μεσιτεία
τοῦ Χριστοῦ (π.χ. Ἰακ. ε΄ 16, Α΄Θεσ. ε΄25, Β΄ Θεσ. γ΄ 1, Ρωμ. ιε΄ 30-31 κἄ).
Μέ τήν ἴδια ἔννοια ὁ Ἀπ. Παῦλος προσδίδει στόν ἑαυτό του τήν
ἰδιότητα τοῦ «σωτῆρος»: «Τοῖς πᾶσι γέγονα τά πάντα, ἵνα πάντως τινάς σώσω» (Α΄
Κορ. θ΄ 22). Μήπως μ’ αὐτά τά λόγια ἀντικαθιστᾶ τόν μόνο Σωτῆρα Χριστό; Ἀσφαλῶς
ὄχι· ἀλλά λαχταρᾶ νά σώσει, μέ τήν ἔννοια νά τους ὁδηγήσει στόν μόνο Σωτῆρα Χριστό. Αὐτό ἀκριβῶς
κάνουν καί οἱ ἅγιοι μέ τίς πρεσβεῖες τους.
Οἱ «Μ.τ.Ἰ.» δέν παραδέχονται ἐπίσης ὅτι γίνονται θαύματα
μετά τό θάνατο τῶν Ἀποστόλων. Ὁ ἴδιος ὅμως ὁ Χριστός βεβαιώνει τούς Μαθητές ὅτι
θά μποροῦν νά τελοῦν θαύματα οἱ ἅγιοι, ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος41.
ΑΓΙΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ
Οἱ «Μ.τ.Ἰ.» συγχέουν τήν προσκύνηση τῶν εἰκόνων μέ τή
λατρεία τους. Προσκυνώντας τίς εἰκόνες, τιμοῦμε ἁπλῶς τό εἰκονιζόμενο πρόσωπο,
καθώς ἀπεικονίζονται σ’ αὐτές ἅγιες μορφές πού εὐαρέστησαν τόν Θεό καί τιμῶνται
ὡς φίλοι Του. «Ἡ τῆς εἰκόνος τιμή ἐπί τό πρωτότυπον διαβαίνει» (Ζ΄ Οἰκουμ.
Σύνοδος), καί κατά τό ἁγιογραφικό: «Ἐμοί
δέ λίαν ἐτιμήθησαν οἱ φίλοι σου, ὁ Θεός» (Ψαλμ. ρλη΄ 17). Συνεπῶς, ἡ κατηγορία
τῶν «Μ.τ.Ἰ.» ὅτι προσκυνώντας τίς εἰκόνες λατρεύουμε ἄψυχα ἀντικείμενα καί γινόμαστε εἰδωλολάτρες, εἶναι
τελείως ἀνυπόστατη. Κατά τήν Ὀρθόδοξη διδασκαλία, δύο εἰδῶν προσκυνήσεις ὑπάρχουν: ἡ λατρευτική (ἤ ἀπόλυτη), ἡ ὁποία ἀποδίδεται
μόνο στόν Θεό, καί ἡ τιμητική ἡ ὁποία ἀποδίδεται σέ ὁποιονδήποτε ἄνθρωπο.
Στό χωρίο τῆς Ἀποκάλυψης (γ΄7-9), ὁ ἴδιος
ὁ Κύριος δηλώνει ὅτι θά ἔβαζε τούς ἀνθρώπους νά προσκυνήσουν ἕναν ἄλλο ἄνθρωπο,
τόν Ἐπίσκοπο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Φιλαδελφείας. Ἄν ἡ προσκύνηση σήμαινε λατρεία, ὁ
Κύριος δέν θά προέβαινε ποτέ στήν παραπάνω ἐνέργεια. Οἱ εἰκόνες, δέν εἶναι «εἴδωλα».
Δέν ἀποτελοῦν ὁμοιώματα θεῶν, ἀλλά ἁπλῶς ἀπεικονίζουν ἁγίους ἀνθρώπους πού εὐαρέστησαν
τόν Θεό. Ἡ προσκύνηση τῶν εἰκόνων εἶναι τιμητική, ὄχι λατρευτική.
Οἱ ἅγιες εἰκόνες προσπαθοῦν νά ἀποδώσουν μέ
χρώματα ὅ,τι ἡ Ἁγ. Γραφή διηγεῖται μέ γράμματα. Γιά
παράδειγμα: Ἡ ἀπεικόνιση τοῦ Χριστοῦ μέ τή βοήθεια τοῦ χρωστήρα λειτουργεῖ ὡς
διακήρυξη τῆς βασικότερης ἀλήθειας τῆς
Χριστιανικῆς πίστης· ὅτι «ὁ Λόγος
σάρξ ἐγένετο καί ἐσκήνωσεν (ὡς ἄνθρωπος) ἐν ἡμῖν, καί ἐθεασάμεθα τήν
δόξαν αὐτοῦ» (Ἰωάν. α΄ 14). Ὁ Χριστός ὡς τέλειος Θεός εἶναι ἀόρατος καί ἀπερίγραπτος
καί ἀσχημάτιστος. Ὡς τέλειος ὅμως ἄνθρωπος, καί ἐπειδή «ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο καί ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν»,
ἔγινε ὁρατός καί συνεπῶς περιγραπτός. Ἐφόσον εἴδαμε τή μορφή τοῦ Χριστοῦ,
δικαιούμαστε νά Τόν περιγράφουμε καί νά Τόν ἀπεικονίζουμε. Ἀπεικονίζοντας τή
μορφή Του δέν ἀπεικονίζουμε τή θεότητά Του, ἀλλά τήν ἀνθρώπινή Του φύση, διότι
τήν εἴδαμε «ὅ ἑωράκαμεν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἡμῶν, ὅ ἐθεασάμεθα καί αἱ χεῖρες ἡμῶν ἐψηλάφησαν»42.
Ἡ ἄρνηση τῆς εἰκόνας τοῦ Χριστοῦ ἰσοδυναμεῖ μέ ἄρνηση τῆς ἐν λόγῳ ἀλήθειας.
1. Οἱ «Μ.τ.Ἰ.» μᾶς κατηγοροῦν ὅτι ἀποδίδουμε θαυματουργικές ἰδιότητες
σέ πολλές εἰκόνες καί τίς τιμοῦμε, ἐνῶ εἶναι ξύλα καί χρώματα. Σύμφωνα μέ
τήν Ὀρθόδοξη διδασκαλία, ὅλα τά ἀντικείμενα
πού βρίσκονται στούς χριστιανικούς ναούς
θεωροῦνται ἱερά καί ἁγιασμένα. Σύμφωνα μέ τό λόγο τοῦ Χριστοῦ, ὁ χρυσός πού
βρισκόταν ὡς προσφορά τῶν Ἰσραηλιτῶν στόν Ναό τοῦ Σολομῶντα ἐξαγιαζόταν ἐπειδή
βρισκόταν μέσα σ’ αὐτόν· πόσο μᾶλλον ἐξαγιάζονται τά λειτουργικά ἀντικείμενα
πού βρίσκονται σέ ἕναν χριστιανικό ναό; (Ματθ. κγ΄ 15-17).
2. Ὅσον ἀφορᾶ τήν ἀπόδοση
θαυματουργικῆς δύναμης σέ πολλές εἰκόνες, παρατηροῦμε ὅτι ὁ Θεός πολύ συχνά
φανερώνει τή δύναμή Του καί τή χάρη Του μέσω ἄψυχων ἀντικειμένων, ὅπως π.χ
συνέβη μέ τή ράβδο τοῦ Μωυσῆ (Ἔξοδ. δ΄ 2-3), μέ τό χάλκινο φίδι (Ἀριθμοί κα΄
8), μέ τή ράβδο τοῦ Ἀαρών (Ἀριθμοί ιζ΄ 1-11), μέ τά «σουδάρια καί σιμικίνθια»
(δηλ. μαντήλια και περιζώματα) τοῦ ἀπ. Παύλου (Πραξ. ιθ΄ 11-12), καθώς καί μέ
τή σκιά τοῦ ἀπ. Πέτρου (Πραξ. ε΄ 12-16) κ.ἄ.
Ἡ Ἁγ. Γραφή ἐπίσης εἶναι γεμάτη ἀπό παραδείγματα τιμητικῆς
προσκύνησης ἀνθρώπων ἀπό ἄλλους
ἀνθρώπους καί μάλιστα ἀπό ἀνθρώπους τοῦ Θεοῦ43.
Τέλος, ἐνῶ οἱ ἴδιοι οἱ «Μ.τ.Ἰ.» χρησιμοποιοῦν εἰκόνες στά ἔντυπά
τους, κατηγοροῦν τήν Ἐκκλησία γιά εἰδωλολατρία.
ΤΙΜΙΟΣ ΣΤΑΥΡΟΣ
Γιά πολλά χρόνια, ἡ «ΣΚΟΠΙΑ» χρη- σιμοποιοῦσε τόν Τίμιο Σταυρό ὡς
ἔμβλημα στό περιοδικό πού ἐξέδιδε.
Σήμερα ὅμως τόν ἀρνοῦνται.
Ἰσχυρίζονται ὅτι τό σχῆμα τοῦ σταυροῦ πού χρησιμοποιοῦμε ἐμεῖς
οἱ Χριστιανοί, εἶναι ἀρχαῖο εἰδωλολατρικό σύμβολο, τό ὁποῖο καθιέρωσε αὐθαίρετα
ὁ Μ. Κωνσταντῖνος ὡς χριστιανικό σύμβολο
τόν 4ο αἰ. Ἐπίσης, εἶναι γνωστή ἡ θέση
τους ὅτι ὁ Χριστός δέν σταυρώθηκε πάνω σέ τετραμερῆ Σταυρό, ἀλλά πάνω σ’ ἕναν
ξύλινο πάσσαλο.
Μέχρι τό 1931, σύμβολο τῆς Ὀργάνωσής τους ἦταν ὁ σταυρός μέ
στέμμα (ὅπως φαίνεται στή παραπάνω φωτογραφία). Τό ἔτος ὅμως αὐτό τά πιστεύω
τους ἀλλάζουν, καί διακηρύττουν ὅτι ὁ
Χριστός σταυρώθηκε πάνω σ’ ἕναν πάσσαλο. Ἔτσι, ἀποκηρύττουν τό σταυρό, ἰσχυριζόμενοι
ὅτι οὐδέποτε τόν θεώρησαν ὡς σύμβολο τῆς «ἀληθινῆς χριστιανοσύνης» [45.]
Ὁ ἰσχυρισμός τώρα, ὅτι πρίν ἀπό τόν 4ο αἰ. τό σύμβολο τοῦ
Σταυροῦ ἦταν ἄγνωστο στήν Ἐκκλησία, δέν
εὐσταθεῖ. Κατά τά χρόνια τῶν διωγμῶν τῶν τριῶν πρώτων αἰώνων, οἱ πρῶτοι
Χριστιανοί χάρασσαν τόν Τίμιο Σταυρό στίς κατακόμβες τῆς Ρώμης, γεγονός πού
βεβαιώνει τή χρήση του ἀπό τά πρῶτα ἀκόμη χρόνια τῆς Ἐκκλησίας.
Σύμφωνα ἐπίσης μέ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καί ἐκκλησιαστικούς
συγγραφεῖς αὐτῆς τῆς χρονικῆς περιόδου (Κυπριανός, Λακτάντιος, Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρεύς,
Ὠριγένης), ὑπῆρχε ἡ ἀρχαία συνήθεια στούς πρώτους Χριστιανούς νά κάμνουν τό
σταυρό τους, ἡ ὁποία στά μέσα τοῦ 2ου αἰῶνα (150 μ.Χ.) εἶχε ἤδη ἐπικρατήσει
παντοῦ.
Στήν κατηγορία ὅτι οἰκειοποιούμαστε ἕνα εἰδωλολατρικό σύμ-
βολο, αὐτό πού ἔχουμε νά ποῦμε εἶναι ὅτι δέν μᾶς ἐνδιαφέρει ἐάν χρησιμοποιοῦσαν
τό ἴδιο σύμβολο καί οἱ εἰδωλολάτρες πρό Χριστοῦ. Σημασία ἔχει ὅτι πάνω στό
Σταυρό θυσιάστηκε ὁ Θεάνθρωπος Χριστός γιά τή σωτηρία μας. Ἑπομένως, ὁ Σταυρός
εἶναι πλέον θυσιαστήριο, εἶναι τό ὄργανο, τό ὁποῖο χρησιμοποίησε ὁ Θεός γιά νά
μᾶς σώσει. [46]
Εἶναι τό ΣΥΜΒΟΛΟ τῆς ΣΩΤΗΡΙΑΣ μας καί ὡς τέτοιο τό
σεβόμαστε. Ὁ Σταυρός καθαγιάστηκε ἀπό τή θυσία τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ καί ἀπό
σύμβολο κατάρας ἔγινε σύμβολο εὐλογίας καί σωτηρίας.
Στό βιβλίο τους «Ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς» (σ. 241)
παραδέχονται τό Σταυρό τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Ρόδερφορδ, δεύτερος Πρόεδρος τῆς
Σκοπιᾶς, σέ βιβλίο του πρίν
τό 1931, ἔγραφε: «Ὁ Σταυρός τοῦ
Χριστοῦ εἶναι ὁ μέγας ἄξων τῆς ἀληθείας, ὁ ἄξων τῆς θείας τῶν πραγμάτων
διατάξεως, ἀπό τοῦ ὁποίου ἀκτινοβολοῦσιν αἱ ἐλπίδες τῶν ἀνθρώπων» [47.] Καί σέ ἕνα
ἄλλο βιβλίο του, λίγα χρόνια ἀργότερα, κατηγορεῖ τούς χριστιανούς ἐπειδή ἀρνοῦνται
νά κηρύξουν Ἰησοῦν Χριστόν καί τοῦτον Ἐσταυρωμένον[48.]
Σήμερα ἔχει αὐξηθεῖ τόσο πολύ τό μῖσος τῶν «Μ.τ.Ἰ.» γιά τό
Σταυρό, ὥστε στή δική τους Ἁγ. Γραφή (ΜΝΚ) ἀντικατέστησαν παντοῦ τή λέξη αὐτή
μέ τή φράση «ξύλο βασανισμοῦ» ἤ «πάσσαλος». Ἀκόμα, ἀντικατέστησαν τό ρῆμα
«σταυρώνω» μέ τό «κρεμάω σέ ξύλο».
ΠΑΡΑΜΠΟΜΠΑΙ
1 π. Ἀντωνίου Ἀλεβιζόπουλου,
«Ἡ Λατρεία τῆς Σκοπιᾶς Α΄», σ.92, Ἀθήναι 19932.
2 π. Ἀντωνίου Ἀλεβιζόπουλου, «Ἡ Λατρεία τῆς Σκοπιᾶς Α΄»,
σσ.81-83, Ἀθήναι 19932. Ἀπόσπασμα ἀπό τήν δίκη γιά τήν ἔκδοση διαζυγίου ὑπέρ τῆς
κ. Ρῶσσελ.
3 π. Ἀντωνίου Ἀλεβιζόπουλου, «Ἡ Λατρεία τῆς Σκοπιᾶς Α΄», σ.29, Ἀθήναι
19932. «Ὅλα τά γενικά καί εἰδικά ἐπιστημονικά λεξικά συμφωνοῦν σ’ αὐτό τό
ζήτημα: Inc σημαίνει στίς ΗΠΑ «Ἀνώνυμη Ἑταιρεία».
4 π. Ἀντωνίου Ἀλεβιζόπουλου,
«Ἡ Λατρεία τῆς Σκοπιᾶς Α΄», σ.42, Ἀθήναι 19932.
5 π. Ἀντωνίου Ἀλεβιζόπουλου,
«Ἡ Λατρεία τῆς Σκοπιᾶς Α΄», σ.140, Ἀθήναι 19932.
6 π. Ἀντωνίου Ἀλεβιζόπουλου,
«Ἡ Λατρεία τῆς Σκοπιᾶς Α΄», σ.141, Ἀθήναι 19932.
7 Δημοσιεύτηκε στό Βιβλίο Ἔτους 1934 τῶν «Μ.τ.Ἰ», ἑλβ. ἔκδ.
σ. 89-96.
8 Εἶχαν προβλέψει τό τέλος τοῦ κόσμου γιά τά ἔτη 1874, 1914,
1975 καί 1925, ἀλλά διαψεύσθηκαν.
9 «Σκιάν γὰρ ἔχων ὁ νόμος τῶν μελλόντων ἀγαθῶν, οὐκ αὐτὴν τὴν
εἰκόνα τῶν πραγμάτων»
(Ἑβρ. 10,1).
10 π. Σωφρονίου Μιχαηλίδη, «Ἡ Ὀρθοδοξία καί οἱ Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ»,
σσ. 50-51, Λάρνακα-Κύπρος,19972.
11 Βλ.: (Δευτ. στ΄ 4-5, Ματθ. κβ΄ 37).
12 Βλ.: (Ἰωάν. α΄ 1, 14, Ἰωάν. γ΄ 13, Ἰωάν. α΄ 18, Ρωμ. θ΄
5, Κολοσ. β΄ 9, α΄ 19, Β΄ Κορ. ε΄19, Α΄ Τιμ. γ΄ 16) κ.ἄ.
13 π. Σωφρονίου Μιχαηλίδη, «Ἡ Ὀρθοδοξία καί οἱ Μάρτυρες
τοῦ Ἰεχωβᾶ», σ.115, Λάρνακα-Κύπρος,19972.
14 Ἰακ. α΄ 17, Μαλαχ. γ΄ 6, Ρωμ. α΄ 23. Ἐπίσης Παροίμ. η΄ 22
καί Ἑβρ. α΄ 12.
15 Βλ. Γενηθήτω τό θέλημά σου ἐπί τῆς γῆς, σσ. 329-344, Ὁ αἰώνιος
σκοπός τοῦ Θεοῦ θριαμβεύει, σσ. 176-177, Ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς, σ. 45, κ.ἄ.
16 http://www.watchtower.org/g/bh/appendix_11.htm
17 (Α΄ Θεσ. δ΄ 16) Μετάφραση Νέου Κόσμου (ΜΝΚ) ἔκδοσης «Μ.τ.Ἰ.»
σ. 1473.
18 π. Σωφρονίου Μιχαηλίδη, «Ἡ Ὀρθοδοξία καί οἱ Μάρτυρες
τοῦ Ἰεχωβᾶ», σ.148, Λάρνακα-Κύπρος,19972.
19«τοσούτῳ κρείττων γενόμενος τῶν ἀγγέλων, ὅσῳ διαφορώτερον
παρ’ αὐτοὺς κεκληρονόμηκεν ὄνομα. τίνι γὰρ εἶπέ ποτε τῶν ἀγγέλων· υἱός μου εἶ
σύ, ἐγὼ σήμερον γεγέννηκά σε; καὶ πάλιν· ἐγὼ ἔσομαι αὐτῷ εἰς πατέρα, καὶ αὐτὸς ἔσται
μοι εἰς υἱόν; ὅταν δὲ πάλιν εἰσαγάγῃ τὸν πρωτότοκον εἰς τὴν οἰκουμένην, λέγει·
καὶ προσκυνησάτωσαν αὐτῷ πάντες ἄγγελοι Θεοῦ. καὶ πρὸς μὲν τοὺς ἀγγέλους λέγει·
ὁ ποιῶν τοὺς ἀγγέλους αὐτοῦ πνεύματα, καὶ τοὺς λειτουργοὺς αὐτοῦ πυρὸς φλόγα·
πρὸς δὲ τὸν υἱόν· ὁ θρόνος σου, ὁ Θεός, εἰς τὸν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος· ράβδος εὐθύτητος
ἡ ράβδος τῆς βασιλείας σου. ἠγάπησας δικαιοσύνην καὶ ἐμίσησας ἀνομίαν· διὰ τοῦτο ἔχρισέ σε, ὁ Θεός, ὁ Θεός σου ἔλαιον ἀγαλλιάσεως
παρὰ τοὺς μετόχους σου· καὶ σὺ κατ΄ ἀρχάς, Κύριε, τὴν γῆν ἐθεμελίωσας, καὶ ἔργα
τῶν χειρῶν σού εἰσιν οἱ οὐρανοί· αὐτοὶ ἀπολοῦνται, σὺ δὲ διαμένεις· καὶ πάντες ὡς
ἱμάτιον παλαιωθήσονται, καὶ ὡσεὶ περιβόλαιον ἑλίξεις αὐτούς, καὶ ἀλλαγήσονται·
σὺ δὲ ὁ αὐτὸς εἶ, καὶ τὰ ἔτη σου οὐκ ἐκλείψουσι. πρὸς τίνα δὲ τῶν ἀγγέλων εἴρηκέ
ποτε· κάθου ἐκ δεξιῶν μου ἕως ἂν θῶ τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου; οὐχὶ
πάντες εἰσὶ λειτουργικὰ πνεύματα εἰς διακονίαν ἀποστελλόμενα διὰ τοὺς μέλλοντας
κληρονομεῖν σωτηρίαν; (Ἑβρ. 1, 4-14) 20 Ἰουδ.
α΄ 9. καί ὁ Ἀρχάγγελος Μιχαήλ δέν εἶναι
τό ἴδιο πρόσωπο, ἀλλά οὔτε ἔχουν τήν ἴδια φύση, δηλαδή δέν εἶναι καί οἱ δύο ἄγγελοι.
Ὁ Χριστός εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ (δηλ. Θεός) καί ὁ Μιχαήλ «ἄρχοντας» τῶν ἀγγέλων
(Δανιήλ ι΄, 13), δηλαδή Ἀρχάγγελος.
21 Λουκ. 9, 42: «ἔτι δὲ προσερχομένου αὐτοῦ ἔρρηξεν αὐτὸν τὸ
δαιμόνιον καὶ συνεσπάραξεν· ἐπετίμησε δὲ ὁ Ἰησοῦς τῷ πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ, καὶ ἰάσατο
τὸν παῖδα καὶ ἀπέδωκεν αὐτὸν τῷ πατρὶ αὐτοῦ». Ἐπίσης «Καὶ ἦν ἐν τῇ συναγωγῇ αὐτῶν
ἄνθρωπος ἐν πνεύματι ἀκαθάρτῳ, καὶ ἀνέκραξε λέγων· ἔα, τί ἡμῖν καὶ σοί, Ἰησοῦ
Ναζαρηνέ; ἦλθες ἀπολέσαι ἡμᾶς; οἶδά σε τίς εἶ, ὁ ἅγιος τοῦ Θεοῦ. καὶ ἐπετίμησεν
αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς λέγων· φιμώθητι καὶ ἔξελθε ἐξ αὐτοῦ. (Μαρκ. α΄ 23-26)
22 Δανιήλ 10,13. προσεύχεται
καί μεσιτεύει γιά μᾶς (Ρωμ. η΄ 26), μᾶς ἀγαπᾶ ἀπέραντα μέχρι ζηλοτυπίας (Ἰακ.
δ΄ 5).
Ὁ τύπος τοῦ Βαπτίσματος ἀποτελεῖ ἐπίσης ἀπόδειξη ὅτι
τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι πρόσωπο. Θά ἦταν
γελοῖο νά βαπτιζόμασταν στό ὄνομα δύο
προσώπων καί μιᾶς «ἐνεργοῦ
δυνάμεως», ὅπως πιστεύουν οἱ
«Μ.τ.Ἰ.» γιά τό Ἅγ. Πνεῦμα (Ματθ. κη΄ 19).
23 Γιά νά ὑπάρχει πληρέστερη εἰκόνα, παραθέτουμε
περισσότερους ἀπό τούς δύο στίχους, ἀπό τήν μετάφραση τοῦ κειμένου τῆς Κ.Δ. πού
εἶναι ἔκδοση τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας, γιά νά γίνει πιό κατανοητό τό σημεῖο
στό ὁποῖο ἀναφερόμαστε. (Β΄ Κορινθίους, στ΄ 3-10) «μηδεμίαν ἐν μηδενὶ διδόντες
προσκοπήν, ἵνα μὴ μωμηθῇ ἡ διακονία, 4 ἀλλ᾿ ἐν παντὶ συνιστῶντες ἑαυτοὺς ὡς Θεοῦ
διάκονοι, ἐν ὑπομονῇ πολλῇ, ἐν θλίψεσιν, ἐν ἀνάγκαις, ἐν στενοχωρίαις, 5 ἐν
πληγαῖς, ἐν φυλακαῖς, ἐν ἀκαταστασίαις, ἐν κόποις, ἐν ἀγρυπνίαις, ἐν νηστείαις,
6 ἐν ἁγνότητι, ἐν γνώσει, ἐν μακροθυμίᾳ, ἐν χρηστότητι, ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ, ἐν ἀγάπῃ
ἀνυποκρίτῳ, 7 ἐν λόγῳ ἀληθείας, ἐν δυνάμει Θεοῦ, διὰ τῶν ὅπλων τῆς δικαιοσύνης
τῶν δεξιῶν καὶ ἀριστερῶν, 8 διὰ δόξης καὶ ἀτιμίας, διὰ δυσφημίας καὶ εὐφημίας, ὡς
πλάνοι καὶ ἀληθεῖς, 9 ὡς ἀγνοούμενοι καὶ ἐπιγινωσκόμενοι, ὡς ἀποθνήσκοντες καὶ ἰδοὺ
ζῶμεν, ὡς παιδευόμενοι καὶ μὴ θανατούμενοι, 10 ὡς λυπούμενοι ἀεὶ δὲ χαίροντες, ὡς
πτωχοὶ πολλοὺς δὲ πλουτίζοντες, ὡς μηδὲν ἔχοντες καὶ πάντα κατέχοντες».
24 π. Ἀντωνίου Ἀλεβιζόπουλου,
«Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ καί Ὀρθοδοξία.Ἡ Λατρεία τῆς Σκοπιᾶς Γ΄», σ.154-155, Ἀθήναι
19932. «Γιά νά παραμείνει κανείς πιστός στήν κυριότητα τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἀπραραίτητο
«νά φοβᾶται αὐτό τό ὑπερέχον καί φοβερό ὄνομα», πρέπει νά τό ἐπικαλεῖται εὐρύτατα»
(Jehova, s. 306). « Ἡ ζωή μας ἐξαρτάται «ἀπό τήν ἀκριβή γνώση τοῦ ὀνόματος τοῦ
Ιεχωβᾶ» (Σκ. 1953, σ. 51). Ὅποιος δέν ἀναγνωρίζει αὐτό τό ὄνομα θά καταστραφεῖ:
«Θά καταφαγωθῆ ἡ σάρξ ἐκείνων πού δέν ἤθελαν
νά μάθουν ὅτι ὁ ζῶν καί ἀληθινός Θεός λέγεται Ἰεχωβᾶ. Θά διαλυθοῦν ἐνῶ θά
στέκουν στά πόδια των».(Ἀπό τόν ἀπολεσθέντα Παράδεισο…, 209).
25 Γιά τόν λόγο αὐτό
χρησιμοποιοῦν τό χωρίο «πᾶς γὰρ ὃς ἂν ἐπικαλέσηται τὸ ὄνομα
Κυρίου σωθήσεται».(Ρωμ.ι΄,13) τό ὁποῖο ὁ ἀπόστολος Παῦλος,
παίρνει ἀπό τόν Ιωήλ
3,5. Οἱ «Μ.τ.Ι.» ἰσχυρίζονται, ὅτι στό Μασωριτικό κείμενο, ἡ
φράση «ὄνομα Κυρίου»
ἀντικαθίσταται μέ τή φράση «ὄνομα Ἰεχωβᾶ». Συνεπῶς, ἀφοῦ αὐτοί
ἐπικαλοῦνται τό
ὄνομα «Ἰεχωβᾶ» εἶναι αὐτοί πού θά σωθοῦν. Ἄρα τό ὄνομα τοῦ Ἰεχωβᾶ,
σώζει. Κάτι
τέτοιο ὅμως δέν ἰσχύει.Τό ὄνομα Ἰεχωβᾶ εἶναι ἀνύπαρκτο.
Βλέπε περισσότερα:
http://www.oodegr.com/oode/swthria/onoma3.htm.
26 «Ἁγιασθήτω τό ὄνομά
σου» σ.19. ἔκδ. «Μ.τ.Ἰ.». Στήν Σκοπιά τοῦ
1960 δέχονται καί οἱ ἴδιοι πώς τό ὄνομα Ἰεχωβᾶ τό πῆραν ἀπό τήν “Παράδοση”,
δηλαδή ἐπειδή χρησιμοποιούνταν ἀπό τόν 14ο αἰῶνα.
27 «Ἁγιασθήτω τό ὄνομά σου» σ.21. ἔκδ. «Μ.τ.Ἰ.».
28 «Μπορεῖτε νά ζεῖτε γιά πάντα στόν Παράδεισο στή γῆ», ἐκδ.
«Μ.τ.Ἰ.», σ.43.
29 Βλ. Ἀπό τόν ἀπολεσθέντα Παράδεισο…, 1958-60, σ. 209. (Ἐκδόση
«Μ.τ.Ἰ.»)
30 Βλ. «Ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς», σσ. 233, 237, 251,
288., «Ἔστω ὁ Θεός ἀληθής», σσ. 28, 35, 36). Βλέπε Σωφρονίου Μιχαηλίδη, «Ἡ Ὀρθοδοξία
καί οἱ Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ», σσ. 69, Λάρνακα-Κύπρος,19972.
31 π. Σωφρονίου Μιχαηλίδη, «Ἡ Ὀρθοδοξία καί οἱ Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ»,
σ.70, Λάρνακα- Κύπρος,19972 καί ἐπίσης «Jehova», 1934, σ. 127, Γερμ. ἔκδοση.
Πρβλ. π. Ἀντωνίου Ἀλεβιζόπουλου, «Ἡ
Λατρεία τῆς Σκοπιᾶς Α΄», σ.σ. 140-141, Ἀθήναι 19932
32 Ἀντιπαραβάλλοντας ὁ Ἀπ. Παῦλος τόν ἀληθινό Θέο μέ τούς
ψεύτικους θεούς, τόν ὀνομάζει Πατέρα καί ὄχι «Ἰεχωβᾶ». Κί ἄν ὑπάρχουν πολλοί λεγόμενοι θεοί, «ἀλλ’ ἡμῖν
εἷς Θεός, ὁ Πατήρ» (Α΄ Κορ. η΄ 5-6). Ἐπίσης ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μᾶς δίνει ἐντολή
νά τόν ἐπικαλούμαστε μέ τό ὄνομα αὐτό στήν προσευχή μας : «Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς
οὐρανοῖς …» (Ματθ. στ΄9). Δέν λέει «Ἰεχωβᾶ ἡμῶν…». κ.ἄ. Βλ. ἐπίσης (Ρωμ. η΄ 14-15)
καί (Γαλ. δ΄ 16). {λατρεία, πίστη).
33 π. Σωφρονίου Μιχαηλίδη, «Ἡ Ὀρθοδοξία καί οἱ Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ»,
σ. 75, Λάρνακα- Κύπρος,19972.
34 Βλ.: (Ματθ. β΄ 11, 13, 14, 20, 21), (Λουκ. β΄ 33, 43).
35 Ἔξ. ιγ΄ 2, 12-13,
λδ΄: 19 καί ἑξῆς.
36 Ἔξ. δ΄:22, Ψαλμ.
πη΄ 28, [πθ΄ 27], Ἑβρ. ιβ΄ 23.
37 Κολ. α΄ 15, Ἑβρ.
α΄ 6.
38 Ἰωαν. α΄ 14, 18·
γ΄16,18· Α΄ Ἰωάν. δ΄ 9.
39 Γέν. ιγ΄ 18, κθ΄
15 κ.ἄ.
40 Βλ.: (Λουκ. ιε΄ 7), (Α΄ Κορ. ιγ΄ 8).
41 Βλ.: (Ἰωάν. ιδ΄ 12), (Μάρκ. ιστ΄ 17-18).
42 (Α΄ Ἰωάν. α΄1).
43 Βλ.: (Γεν. κγ΄ 7-12), (Γεν. λγ΄ 3-7), (Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ ε΄
13-15), (Α΄ Βασ. ), (Γ΄Βασ.), (Α΄ Παραλειπομ.), (Ματθ. ιη΄ 23-29), (Ἀποκ. γ΄9).
44 Παρόμοια μαρτυρία βρίσκουμε καί στούς “Διαγγελείς.
σ.200.” Βιβλίο “Μ.τ.Ἰ.”
45 Σκοπιά 1968, σ. 439.
46 Βλ.: (Ἐφ. β΄ 16) (Κολοσ. α΄ 20),(Α΄ Κορ. 1, 17-18), (Γαλ.
6, 12-14), (Φιλ. 2, 8 · 3, 18).
47 «Ἡ κιθάρα τοῦ Θεοῦ», σ. 158. Βιβλίο γραμμένο ἀπό τόν Ἰ.
Ρόδερφορδ, δεύτερο πρόεδρο τῆς «Σκοπιᾶς»
τό 1921. (Ἐκδ. «Μ.τ.Ἰ.»). Πρβλ. π. Σωφρονίου Μιχαηλίδη, «Ἡ Ὀρθοδοξία καί οἱ
Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ», σ. 347, Λάρνακα-Κύπρος,19972.
48 «Καταλλαγή» σ. 152. Βιβλίο γραμμένο ἀπό τόν Ἰ.
Ρόδερφορδ, δεύτερο πρόεδρο τῆς «Σκοπιᾶς»τό
1928. (Ἐκδ. «Μ.τ.Ἰ.»).
Στή διπλανή
Λεπτομέρεια διπλανῆς εἰκόνας
Ἐξώφυλλο ΣΚΟΠΙΑΣ (ἀγγλική ἔκδοση) τοῦ 1920.
Διακρίνεται ὁ Σταυρός μέ στέμμα πάνω ἀριστερά.
φωτογραφία βλέπουμε τό Σταυρό στό ἐξώφυλλο ἑνός περιοδικοῦ τῆς «ΣΚΟΠΙΑΣ»[44.]
ΧΡΗΣΙΜΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Μερικά βοηθήματα πού κυκλοφοροῦν σχετικά μέ τό θέμα εἶναι: «Ἡ
Ὀρθοδοξία καί οἱ Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ», «Ἀνα ζητώντας τήν Ἀλή-
θεια» μία ἀληθινή αὐτοβιογραφία ἑνός πρώην «Μ.τ.Ἰ.». κ.ἄ.
Ἐπίσης, πολλές πληροφορίες μπορεῖ κανείς νά συλλέξει καί ἀπό τήν ἱστοσελίδα
Ἤδη, πολλοί συνάν θρωποί μας ξέφυγαν ἀπό τά
«δίχτυα» τῶν αἱρέσεων χάρη σ’ αὐτές τίς ἱστοσελίδες καί τά βιβλία πού
προαναφέραμε.
Αν σας αρέσει αυτό το άρθρο, μπορείτε να το βάλετε στο Ιστολόγιο σας αντιγράφοντας έναν από τους παρακάτω κωδικούς
If you Like This Article,Then kindly linkback to this article by copying one of the codes below.
URL Of Post:
Paste This HTML Code On Your Page:
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.