Ο αρχιμανδρίτης Σωφρόνιος γεννήθηκε το 1896 από Ορθόδοξους γονείς στην Τσαρική Ρωσία. Από την παιδική του ηλικία έδειχνε μια σπάνια ικανότητα στην προσευχή και σαν νέος μπορούσε να απαντά σε θέματα θεολογικά από αιώνων συζητούμενα. Η αίσθηση εξορίας στον κόσμο αυτό μας δίνει την εντύπωση για μια αιωνιότητα που αγκαλιάζει το δικό μας τέλος. Η προσευχή κληροδοτεί την ιδέα της αιωνιότητας με το Θεό. Στην προσευχή η πραγματικότητα του ζώντος Θεού συνδυάζεται με την πραγματικότητα της επίγειας ζωής. Αν γνωρίζομε τί ο άνθρωπος σέβεται, γνωρίζομε το πιο σπουδαίο πράγμα γι’ αυτόν, δηλαδή αυτό που καθορίζει το χαρακτήρα του και τη συμπεριφορά του. Ο συγγραφέας του «Η ζωή Του ζωή μου» από νωρίς είχε καταληφθεί από επείγουσα επιθυμία να εισχωρήσει στην καρδιά της θείας αιωνιότητας από το φυσικό κόσμο με την θεωρία. Αυτή η έντονη επιθυμία, σαν φλόγα στην καρδιά, ακτινοβολούσε κατά τα μαθητικά του χρόνια στην
Κρατική Σχολή Καλών Τεχνών στην Μόσχα. Αυτή ήταν η περίοδος κατά την οποία μια παράλληλη θεώρηση, ενδιαφέρον για το Βουδδισμό και γενικότερα για την Ινδική Φιλοσοφία και παιδεία άλλαξε την πορεία της εσωτερικής ζωής του. Ο ανατολικός μυστικισμός του φαινόταν τώρα βαθύτερος του Χριστιανισμού και η σύλληψη του υπερπροσωπικού Απολύτου πιο πειστική παρά του προσωπικού Θεού.
Η ανατολική μυστικιστική ιδέα του Όντος επικρατούσε δίνοντας το μεγαλείο του υπερφυσικού. Με την έναρξη του πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και τη Ρωσσική Επανάσταση στη συνέχεια άρχισε να θεωρεί αυτή καθαυτή την ύπαρξη ως «αιτίαν γεννώσαν» τις ταλαιπωρίες και έτσι προσπάθησε με την περισυλλογή να απογυμνωθεί απ’ όλα τα ορατά ή πνευματικά είδωλα.
Το μελετητήριο του ήταν στον τελευταίο όροφο ενός ψηλού κτιρίου σ’ ένα ήσυχο τμήμα της Μόσχας. Εκεί μπορούσε να εργαστεί επί ώρες ακατάπαυστα, επιστρατεύοντας όλες του τις δυνάμεις, απεικονίζοντας το αντικείμενο του γαλήνια, μεταφέροντας το πρόσκαιρο μεγαλείο του, και συνάμα χρησιμοποιώντας τούτο σαν αφορμή έρευνας της αιωνιότητας. Βασανιζόταν από τα συγκρουόμενα ερωτήματα: Αν η ζωή δημιουργήθηκε από το αιώνιο Όν γιατί το σώμα του είχε ανάγκη της αναπνοής, τροφής, ύπνου κ.λ.π.; γιατί αντιδρά σε κάθε εναλλαγή της φυσικής ατμόσφαιρας; Σε μια προσπάθεια του να ξεφύγει τα στενά όρια της υπάρξεως του, άρχισε να ασκείται στη γιόγκα και έδωσε τον εαυτό του στη θεωρία, αλλά ποτέ δεν έχασε την αγάπη του για την
ωραιότητα της φύσεως.
Η καθημερινή ζωή του ήταν γεμάτη από εξωτερικά γεγονότα. Το μόνο αναγκαίο ήταν να ανακαλύψει το νόημα της παρουσίας μας σ’ αυτόν τον πλανήτη, να επιστρέψει στο χρόνο προ της δημιουργίας και να βυθιστεί στην αρχική πηγή. Έδειχνα αδιαφορία στις κοινωνικές και πολιτικές υποθέσεις προφανώς κατεχόμενος από τη σκέψη, ότι αν ο άνθρωπος πεθάνει χωρίς την πιθανότητα επιστροφής στην σφαίρα του Απολύτου Όντος, τότε η ζωή δεν έχει καμιά έννοια. Κατά καιρούς η θεωρία μπορούσε να του φέρει ανάπαυση με μια ψευδαίσθηση ατελεύτητης γαλήνης, πράγμα που απετέλεσε την πηγή του συγγραφέα.
Η τύρβη της μετεπαναστατικής περιόδου συνεχώς αύξανε τις δυσκολίες για τους καλλιτέχνες να εργαστούν στη Ρωσία, και το 1921 ο συγγραφέας άρχισε να ερευνά τρόπους μεταναστεύσεως στην Ευρώπη και ιδιαίτερα στη Γαλλία, σαν κέντρο του κόσμου των ζωγράφων. Τελικά κατόρθωσε να ταξιδέψει μέσω Ιταλίας, θαυμάζοντας τα αριστουργήματα της αναγεννήσεως. Ύστερα από σύντομη παραμονή στο Βερολίνο επιτέλους έφτασε στο Παρίσι και δόθηκε με την ψυχή και το σώμα του στην ζωγραφική. Η καριέρα του είχε μια ικανοποιητική αρχή. Τα έργα του έγιναν δεκτά στο Salon d’ Automne και το Salon des Tuileries. Η Ελίτ του Salon d’ Automne τον προσκάλεσε να λάβει μέρος στην έκθεση της. Η επιτυχία την οποία ανέμενε δεν είχε την ίδια έκβαση σε όλα τα επίπεδα. Η τέχνη άρχισε να χάνει το μεγαλείο της σαν μέσον απελευθερώσεως και αθανασίας του πνεύματος, ακόμα και η παραμένουσα φήμη ήταν μια γελοιογραφία της ουσιώδους αθανασίας. Το τελειότερο καλλιτέχνημα ήταν χωρίς αξία αν συγκρινόταν με το βάθος της αιωνιότητας.
Σιγά-σιγά αντιλήφθηκε ότι η καθαρή διανόηση, ενέργεια καθαρά και μόνο του εγκεφάλου, δεν μπορούσε να προχωρήσει μακρύτερα από την έρευνα της πραγματικότητας. Τότε ξαφνικά θυμήθηκε την εντολή του Ιησού για την αγάπη προς το Θεό «εξ όλης της καρδίας και εξ όλης της διανοίας». Αυτή η απροσδόκητη διάγνωση ήταν τόσο θαυμάσια και ουσιώδης, όπως προηγουμένως, όταν η ανατολική άποψη για ένα υπερατομικό Όν, τον είχε εξαπατήσει οδηγώντας στην απόρριψη του μηνύματος του Ευαγγελίου και αποτέλεσε κλήση σε συγκινήσεις. Η προηγούμενη ήταν σαν κεραυνός στο σκοτάδι, όμως η τωρινή αποκάλυψη ήταν φωτεινή σαν λάμψη. Διανόηση χωρίς αγάπη δεν ήταν αρκετή. Πραγματική γνώση ήταν κατορθωτή μόνο με την κοινωνία του Όντος, πράγμα το οποίο σημαίνει αγάπη. Και έτσι ο Χριστός επικράτησε: Η διδασκαλία του ομιλούσε στη σκέψη του υπόκωφα και ποικιλότροπα, απαιτούσε άλλες διαστάσεις. Η προσευχή για τον Προσωπικό Θεό ήταν φυλαγμένη στην καρδιά του απευθυνόμενη πρώτα και κύρια στο Χριστό.
Έπρεπε ν’ αποφασίσει για ένα νέο τρόπο ζωής. Τότε εισάχτηκε στο πρόσφατα δημιουργημένο Ορθόδοξο Θεολογικό Ινστιτούτο του Παρισιού, με την ελπίδα να διδαχτεί: πώς να προσεύχεται και την ορθή θέση μπροστά στο Θεό. Επιπλέον πώς να υπερνικήσει κανείς τα πάθη του και πώς να κατορθώσει τη Θεία αιωνιότητα. Αλλ’ η σύγχρονη Θεολογία δεν του έδωσε το κλειδί της βασιλείας των ουρανών. Εγκατέλειψε το Παρίσι και πήγε στο Άγιο Όρος όπου οι άνθρωποι αναζητούν ένωση με τον Θεό δια της προσευχής. Πατώντας το χώμα του Άγιου Όρους, φίλησε το έδαφος και παρακάλεσε το Θεό να τον δεχτεί και να τον ενισχύσει στη νέα ζωή. Κατόπιν έψαξε για έναν οδηγό (γέροντα), που θα τον βοηθούσε να απαλλαγεί από μια σειρά εμφανώς αλύτων προβλημάτων. Έρριξε τον εαυτό του στην προσευχή τόσο θερμά όπως προηγουμένως στη Γαλλία. Είχε αποκρυσταλλώσει στο νου του ότι αυτός πράγματι ζητούσε να γνωρίσει το Θεό και να είναι ολοκληρωτικά με αυτόν, έπρεπε ν’ αφιερώσει τον εαυτόν του σ’αυτόν, όπως προηγουμένως είχε κάμει στη ζωγραφική και ακόμα περισσότερο. Η προσευχή του έγινε ένδυμα και αναπνοή ακόμα και όταν κοιμόταν. Απελπισία συνδυασμένη μ’ ένα αίσθημα αναστάσεως αισθανόταν στη ψυχή του. Απελπισία για τον κόσμο πάνω στη γη που απομακρύνθηκε από το Θεό και θανατωνόταν μέσα στην άγνοια. Κατά τις ώρες της προσευχής του για τον κόσμον οδηγείτο σε πάλη με το Θεό ως Δημιουργό αυτού του κόσμου. Η ταλάντευση του μεταξύ των δύο άκρων, της κολάσεως από τη μια μεριά και του Θείου Φωτός από την άλλη, χαρακτηρίζει ακριβώς το σημείο του τί συνέβαινε σ’ αυτόν. Αλλ’ ακόμη μια τετραετία έπρεπε να περάσει πριν συναντηθεί για πρώτη φορά με το γέροντα Σιλουανό τον οποίο γρήγορα αντιλήφθηκε σαν το πιο πολύτιμο δώρο της Θείας Πρόνοιας σ’ αυτόν. Ο ίδιος δεν τολμούσε να ονειρευτεί ένα τέτοιο θαύμα, αν και για πολύ πεινούσε και διψούσε για έναν τέτοιο σύμβουλο που θα έδινε ισχυρό χέρι βοήθειας και θα ερμήνευε σ’ αυτόν τους νόμους της πνευματικής ζωής. Επί οκτώ περίπου χρόνια κάθησε κοντά στα πόδια του Γαμαλιήλ του μέχρι τον θάνατο του γέροντα και ύστερα ζήτησε την ευλογία του Ηγουμένου της Μονής και του Συμβουλίου ν’ αναχωρήση στην «Έρημο». Αμέσως κατόπιν οι φήμες (γιατί δεν έρχονταν ειδήσεις στην έρημο) για τον επισυμβάντα Δεύτερον Παγκόσμιον Πόλεμο, ενίσχυσαν την προσευχή του για την ανθρωπότητα. Μπορούσε να περάσει τη νύχτα του μπρούμυτα στο έδαφος της σπηλιάς του, παρακαλώντας το Θεό να επέμβει σ’ αυτό το ανόητο λουτρό αίματος. Προσευχόταν για τους σκοτωμένους, για τους φονιάδες, για όλους γενικά. Προσευχόταν στο Θεό να μην επιτρέψει να νικήσει το κακό.
Κατά τη διάρκεια των χρόνων του πολέμου η έρημος ήταν ιδιαίτερα σιωπηλή και απομακρυσμένη, καθώς η γερμανική κατοχή στην Ελλάδα έλεγχε όλη την θαλάσσια συγκοινωνία γύρω από την αθωνική χερσόνησο. Αλλ’ η ολοκληρωτική απομόνωση του συγγραφέα πήρε τέλος όταν υποχρεώθηκε να γίνει εξομολόγος και πνευματικός πατέρας των αδελφών της Μονής του Αγίου Παύλου. Ο γέροντας Σιλουανός είχε προείπει ότι μια μέρα θα γινόταν εξομολόγος και τον εξόρκισε να μην αποφύγει αυτό το κρίσιμο είδος υπηρεσίας του ανθρώπου – υπηρεσίας κατά την οποία απαιτείται να δίνει κανείς τον εαυτό του στον ικέτη, να οικειοποιείται τον ικέτη, να μοιράζεται μαζί του τα βαθύτερα συναισθήματα του. Πριν από πολύ καιρό τον καλούσαν και σ’ άλλες Μονές και μοναχοί από μικρά ερημητήρια του Άθωνα, αναχωρητές και ερημίτες έρχονταν σ’ αυτόν. Ήταν μια δύσκολη και άκρως υπεύθυνη αποστολή, αλλά την αισθανόταν σαν καθήκον και οφειλή για τη βοήθεια [//14] που έλαβε από τους κατά Θεό Πατέρες του, οι οποίοι με τόση αγάπη μοιράστηκαν μαζί του τη γνώση που έλαβαν από ψηλά. Δεν μπορούσε να κρύψει τη διδασκαλία τους στον εαυτό του. Έπρεπε να δίνει δωρεάν ό,τι έλαβε δωρεάν. Αλλά το να είναι κανείς πνευματικός οδηγός δεν είναι εύκολο έργο: απαιτεί τη μεταφορά της προσοχής και του σκοπού των άλλων στο σημείο που προορίζει κανείς τον εαυτό του, την έρευνα των καρδιών και των σκέψεων των άλλων με βλέμμα συμπάθειας και την ενασχόληση με τα προβλήματα του πλησίον αντί με τα δικά του.
Αφού πέρασε τέσσερα χρόνια σ’ έναν τόπο απομακρυσμένο, περιβαλλόμενο από όρη, κρημνούς και βράχους, με ελάχιστο νερό και σχεδόν χωρίς βλάστηση, ο συγγραφέας υπάκουσε στην εντολή της Μονής του Αγίου Παύλου να μεταφερθεί σ’ ένα σπήλαιο της περιοχής της Μονής. Αυτό το νέο σπήλαιο είχε πολλά προσόντα για έναν αναχωρητή ιερέα. Υπήρχαν πολλοί ερημίτες στην έρημο που είχαν σκοπό να ασκηθούν ο ένας κοντά στον άλλον, αν και αποκρυμμένοι μεταξύ τους από όγκους βράχων και κρημνών. Εδώ παρά την τέλεια απομόνωση, υπήρχε παρεκκλήσιο περίπου δέκα επί επτά πόδια λαξευμένο σε βράχο. Αλλ’ ο χειμώνας ήταν περίοδος δοκιμασίας. Η πρώτη καταιγίδα πλημμύριζε τον πριν στεγνό σπήλαιο και ύστερα καθημερινά για έξι μήνες περίπου ήταν υποχρεωμένος να καθαρίζει και να πετά έξω γύρω στα εκατό δοχεία νερό. Τοποθέτησε ένα σιδερένιο έλασμα για να εμποδίσει το νερό να καλύψει το κρεββάτι του. Μόνο το μικρό παρεκκλήσιο ήταν στεγνό. Εκεί προσευχόταν και φύλαγε τα βιβλία του. Γύρω τα πάντα ήταν υγρά. Ήταν αδύνατο ν’ ανάψει φωτιά και να ζεστάνει φαγητό. Τελικά τον τρίτο χειμώνα η επισφαλής υγεία του τον ανάγκασε να εγκαταλείψει το σπήλαιο που συνετέλεσε στο σπάνιο προνόμιο, δηλαδή να ζη κανείς μακριά από τον κόσμο.
Αυτήν ακριβώς την περίοδο σκέφτηκε να γράψει ένα βιβλίο για τον γέροντα Σιλουανό, να καταχωρήσει τις εντολές του που τόσο τον βοήθησαν να βρει το δρόμο του, τη μεγάλη πνευματική συνεισφορά του γέροντα στην καθοδήγηση του σε δρόμους πνευματικού αγώνα. Για να τελειώση αυτό το έργο έπρεπε να επιστρέψει στη Δύση, στη Γαλλία όπου αισθανόταν ανετότερα από κάθε άλλη χώρα της Ευρώπης. Ο σκοπός του αρχικά ήταν να μείνει για ένα χρόνο, αλλ’ ύστερα αντιλήφθηκε ότι θα χρειαζόταν περισσότερο χρόνο. Η εργασία κάτω από δύσκολες καταστάσεις έφερε σε σοβαρό κίνδυνο την υγεία του και μια σοβαρή χειρουργική επέμβαση τον κατέστησαν ασθενικό, υποχρεωμένο να εγκαταλείψει τη σκέψη της επιστροφής στο έρημο σπήλαιο του Όρους Άθω.
Την αρχική έκδοση του βιβλίου του για το γέροντα Σιλουανό την εφιλοτέχνησε μόνος του. Μια έντυπη έκδοση ακολούθησε το 1952. Ύστερα άρχισαν οι μεταφράσεις. Πρώτα στην Αγγλική, μετά στη Γερμανική, Ελληνική, Γαλλική, Σερβική και συνέχεια σε άλλες γλώσσες. Η αντίδραση των ασκητών του Άγιου Όρους ήταν παρά πολύ ενδιαφέρουσα για τον συγγραφέα. Βεβαίωσαν ότι το βιβλίο ήταν μια αληθινή ακτινοβολία των αρχαίων παραδόσεων του Ανατολικού Μοναχισμού και αναγνώρισαν το Γέροντα σαν πνευματικό κληρονόμο των μεγάλων πατέρων της Αιγύπτου, Παλαιστίνης, Σινά και άλλων ιστορικών σχολών του ασκητισμού μέχρι των αρχών του Χριστιανισμού.
Ο αρχιμανδρίτης Σωφρόνιος ήταν πεισμένος ότι η εντολή του Χριστού μέσω του Γέροντος Σιλουανού «έχετε κατά νου την κόλαση, και μην απελπίζεσθε» απευθυνόταν κύρια στο δικό μας αιώνα, το βυθισμένο στην απελπισία. (Δεν ήρθαν «οι χαλεποί καιροί» όταν «οι άνθρωποι θ’ αγαπούν μόνο τον εαυτό τους … θα είναι αγνώμονες … αμαρτωλοί, παραβαίνοντες τις υποσχέσεις τους, ψευδοκατήγοροι … περιφρονούντες τους καλούς … λάτρεις των απολαύσεων παρά εραστές του Θεού, έχοντες έναν τύπο θεοσέβειας αλλά πέραν τούτου αρνούμενοι τη δύναμη του Θεού … πάντοτε διδασκόμενοι και ποτέ ικανοί να φτάσουν στη γνώση της αλήθειας;» Β’ Τιμ. 2,2-5). Πίστευε επίσης ότι, όπως ο Γέροντας είχε προσευχηθεί επί δεκαετίες με τέτοια ασυνήθιστη αγάπη για το ανθρώπινο γένος, βιάζοντας το Θεό δια του Αγίου Πνεύματος να βοηθήσει όλο το ανθρώπινο γένος να ‘ρθει στη γνώση του, έτσι κι οι άνθρωποι χρωστούσαν κατ’ επέκταση ν’ αγαπούν τον Γέροντα. Ο Ρώσος ποιητής Πούσκιν ισχυρίστηκε ότι κανένα μνημείο δεν ήταν αναγκαίο για να διατηρεί ζωντανή τη μνήμη του, γιατί οι συμπατριώτες του για πολύ θα τον θυμόνταν γιατί είχε υμνήσει την ελευθερία σε περίοδο αγριότητας, και το έλεος στους σκληρούς. Δεν είχε προσφέρει ο Γέροντας με την ταπείνωση του μια από τις ευγενέστερες υπηρεσίες στην ανθρωπότητα; Μας δίδαξε πώς να απομακρύνομε την απελπισία, εξηγώντας τί υπάρχει πίσω απ’ αυτή την τρομερή πνευματική κατάσταση. Μας αποκάλυψε τον ζωντανό Θεό και την αγάπη του για τους γιούς του Αδάμ. Μας δίδαξε πώς να ερμηνεύομε το Ευαγγέλιο με τις αιώνιες αλήθειες και έκαμε για τους πολλούς το λόγο του Χριστού πραγματικότητα, μέρος της καθημερινής ζωής τους. Και πέρ’ απ’ όλα στερέωσε στις ψυχές μας μια σταθερή ελπίδα για μια ευλογημένη αιωνιότητα στο Θείο Φως.
Ο αρχιμανδρίτης Σωφρόνιος σ’ όλο αυτό το βιβλίο αντανακλά τη διδασκαλία του πνευματικού του πατέρα. Πράγματι, δεν μπορεί να γίνει εξ ολοκλήρου κατανοητό κατά την πρώτη προσεκτική ανάγνωση, δεν είναι εύκολο ανάγνωσμα με βάση μόνο τη λογική. Η μορφή πρέπει να θυσιάζεται στο περιεχόμενο όταν ο μεταφραστής βρίσκεται στη δύσκολη θέση μεταξύ δύο γλωσσών και σε ένα έργο σαν αυτό ο συγγραφέας ομιλεί συχνά μέσω σημειωτικού χάσματος· γιατί λίγοι από εμάς έχομε κλήση για μια ζωή όπως αυτή περιγράφεται στις σελίδες του βιβλίου. Αλλά συχνή μελέτη θα μας εξοικειώσει με τον αθωνικό ασκητικό τρόπο ζωής και τότε θα επωφεληθούμε να εφαρμόσουμε μερικά διδάγματα του καθένας στη δική του περίπτωση. Η χάρη, που είναι δώρο αγιότητος του Θεού, βασίζεται στην προσπάθεια του ανθρώπου γι’ αγιότητα.
Ο συγγραφέας πιστεύει ακράδαντα στην ικανότητα του ανθρώπου να γίνει τέλειος και με δυνατές αλλά κομψές λέξεις δίνει το έναυσμα στη φωτιά μας. Διακηρύσσει σ’ όλους επανειλημμένα ότι η προσευχή είναι ο βεβαιότερος δρόμος για την αληθινή γνώση του Θεού. Ο Θεός γι’ αυτόν είναι παρών, αποκαλύπτει τον Εαυτό του σε κάθε πράγμα. Όλοι έχουμε ένα θείο σπινθήρα. Η ελευθερία μας βρίσκεται σ’ ευθεία αναλογία με τη συναίσθηση μας. Μόνο το αιώνιο μπορεί να δώσει νόημα στη ζωή μας. Η κατάρρευση μιας απόλυτης αξίας οδηγεί την κατάρρευση των σχετικών αξιών. Όταν ο Θεός καταρρεύσει, καταρρέουν και η τιμή, η τιμιότητα, η υπακοή κ.ο.κ. Μια καλλιέργεια, ένας πολιτισμός μπορεί να είναι ισχυρός σε σχέση με την εσωτερική ζωή των ανθρώπων. Η μόνη επανάσταση για την οποία πρέπει να σκεφτόμαστε σοβαρά είναι η προσωπική, η εσωτερική ηθική του καθενός.
Πιστός στο πνεύμα της εντολής του γέροντα του ο αρχιμανδρίτης Σωφρόνιος πριν 20 περίπου χρόνια ίδρυσε μια μικρή αδελφότητα στο Essex, όπου αρχικά δεχόταν όλους εκείνους που ζητούσαν την πνευματική του βοήθεια. Τώρα όμως, οπωσδήποτε, η ηλικία και η φθείνουσα υγεία του τον ανάγκασαν να αναθέσει πολλή από την πρότερη δραστηριότητα του στους μοναχούς του, για να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη λειτουργία. Οι πολύωρες λειτουργίες του δίνουν έννοια και ουσία στην ημέρα. Ζει τη λειτουργία, όχι σαν ένα αφηρημένο τύπο, αλλά με εμπιστοσύνη και αγάπη, με το πιο ισχυρό ανθρώπινο πάθος. Είναι γεμάτος μέχρι τα χείλη με τη γνώση του Θεού. Συχνά δίνει την εντύπωση ανθρώπου που έρχεται σε επαφή με αγνώστου είδους υπάρξεις που βλέπει φως βαθειά στη σιωπή. Είναι καθαρός, σπλαχνικός και αυστηρός στις κρίσεις του, πράγμα που οδηγεί τον άλλο σε νέες ενδοσκοπήσεις. Έχει τους σκληρούς μα ευγενικούς οφθαλμούς ενός ασκητή. Γι’ αυτόν η δημιουργία είναι μια άλλη λέξη ελπίδας. Αν ένας άνθρωπος κατέχει μόνον αυτό το οποίο δίνει, τότε ο συγγραφέας αυτού του βιβλίου είναι πράγματι ευλογημένος.
Rosemary Edmonds
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.