Δεν υπήρχε δε ακόμη κράμα και από τα δύο, ούτε κάποια ένωσις των αντιθέτων, δείγμα ανωτέρας σοφίας και της ποικιλίας των φύσεων, ούτε ήτο γνωστός όλος ο πλούτος της αγαθότητος. Επειδή δε ο δημιουργός Λόγος αυτό ακριβώς το πράγμα ήθελε να δείξει, και να παρουσιάσει ένα ον από την ένωσιν και των δύο (της αοράτου δηλαδή και της ορατής φύσεως), εδημιούργησε τον άνθρωπον.
Και αφού έλαβε μεν από την ύλην, η οποία υπήρχεν ήδη, το σώμα, και αφού έβαλε μεν από την ύλην, το σώμα, και αφού έβαλεν εις αυτό την πνοή του (την οποίαν ο λόγος ορίζει ως νοεράν ψυχήν και εικόνα του Θεού), τον έστησεν επί της γης ωσάν δεύτερον κόσμον, κατά κάποιον τρόπον, μέγαν μέσα εις την μικρότητα του, ωσάν άλλον άγγελον, ωσάν μικτόν προσκυνητήν, φύλακα της ορατής κτίσεως και ιερουργόν της αοράτου, βασιλέα των ευρισκομένων επί της γης και κυβερνώμενον ταυτοχρόνως από τον ουρανόν, επίγειον και ουράνιον, προσωρινόν και αθάνατον, ορατόν και εννοούμενον, ευρισκόμενον εις το μέσον μεταξύ ταπεινότητος και μεγαλείου· τον ίδιον πνεύμα και σάρκα.
Πνεύμα προς χάριν του και σάρκα δια να ημπορεί να εξυψώνεται. Το μεν ένα δια να ζει και να δοξάζει τον ευεργέτην, το δε άλλο δια να υποφέρει, να ενθυμείται και να διαπαιδαγωγείται από το πάθος του, επιδιώκων να ανυψωθεί προς το μεγαλείον. Ον το οποίον διαμένει μεν εις την γην, αλλά μεταβαίνει εις άλλον κόσμον, και ωσάν τέλος του μυστηρίου γίνεται θεός από την επιθυμίαν του προς αυτόν. Διότι εις αυτό, κατά την γνώμην μου, οδηγεί η μέτρια λάμψις της αλήθειας, η οποία παρουσιάζεται εις την γην, εις το να ίδωμεν δηλαδή και να αισθανθώμεν την λαμπρότητα του Θεού, η οποία είναι αντάξια προς εκείνον ο οποίος μας συνέθεσε, και ο οποίος θα μας διαλύσει και θα μας συνθέσει πάλιν κατά τρόπον ακόμη πιο ένδοξον.
Και τον ετοποθέτησεν εις τον παράδεισον (όποιος και αν ήτο ο παράδεισος αυτός), αφού τον ετίμησε με το αυτεξούσιον, δια να ανήκει το αγαθόν εις εκείνον ο οποίος θα το επιλέξει όχι ολιγότερον από όσον εις εκείνον ο οποίος του έδωσε τα σπέρματα του αγαθού, τον έκανε γεωργόν αθανάτων φυτών, δηλαδή των θείων εννοιών, και των απλουστέρων και των τελειοτέρων, γυμνόν εξ αιτίας της απλότητος και της χωρίς πονηρίας ζωής, και χωρίς κανένα κάλυμμα και πρόβλημα. Διότι τέτοιος έπρεπε να είναι ο πρώτος άνθρωπος. Και του δίδει τον νόμον ως αντικείμενον του αυτεξουσίου.
(Απόσπασμα από τον Λόγο «Εις τα Θεοφάνεια», έργα αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, ΕΠΕ 5)
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.