Πρόλογος
Ἡ πίστη στὸ Θεὸ καὶ ἡ συμμετοχὴ στὴ θεία λατρεία, προπαντὸς στὴν εὐχαριστιακὴ σύναξη, ἀποτελοῦν γιὰ κάθε ζωντανὸ μέλος τῆς Ἐκκλησίας δυὸ πραγματικότητες ἀξεχώριστες. Ὁ ἀληθινὸς χριστιανὸς δὲν μπορεῖ νὰ ζήσει χωρὶς τὴ θεία Λειτουργία. Τὰ ὑπερῷα τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου καὶ τῆς Πεντηκοστῆς, ποὺ συνέχειά τους εἶναι οἱ ἱεροὶ ναοί, ἀποτελοῦν κατεξοχὴν τοὺς τόπους τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν διανομῆς τῶν θείων χαρισμάτων. Ἡ «ὁμοθυμαδὸν ἐπὶ τὸ αὐτό» προσκαρτέρηση τῶν πιστῶν ἐκφράζει τὴν ἑνότητα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, ποὺ ἐδῶ καὶ τώρα προγεύεται τὰ ἀγαθά της βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ τὴν ἀλήθεια ἀπηχοῦν καὶ οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Πενθέκτης Συνόδου (691), ὅταν παραγγέλλουν ν᾿ ἀποκόπτεται ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ἐκεῖνος πού, χωρὶς σοβαρὸ λόγο, δὲν ἐκκλησιάζεται γιὰ τρεῖς συνεχεῖς Κυριακές.
Ὁ τακτικὸς ἐκκλησιασμὸς δὲν ἀποτελεῖ γιὰ τὸν πιστὸ μίαν ἁπλὴ συνήθεια, ἕνα τυπικὸ θρησκευτικὸ καθῆκον, μιὰ κοινωνικὴ ὑποχρέωση ἢ ἔστω μία ψυχολογικὴ διέξοδο ἀπὸ τὸν ἀσφυκτικὸ κλοιὸ τῆς καθημερινότητος. Ἀντίθετα, μὲ τὴν προσέλευσή του στὸ ναὸ ἐκφράζει μίαν ὑπαρξιακή του ἀνάγκη. Τὴν ἀνάγκη νὰ ζήσει ἀληθινά, αὐθεντικά. Νὰ συναντήσει τὴν Πηγὴ τῆς ζωῆς του, τὸ Δημιουργό του, καὶ νὰ ἑνωθεῖ μαζί Του. Νὰ ἐκφράσει τὴν ἀγάπη καὶ τὴν εὐλάβειά του στὴν Παναγία μας καὶ στοὺς Ἁγίους, τοῦ φίλους του Θεοῦ. Νὰ νιώσει δίπλα του τοὺς πνευματικούς του ἀδελφούς.
Τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ μεταλαβαίνει στὴ θεία Λειτουργία, τοῦ χαρίζουν αὐτὴ τὴν πληρότητα, τὸν κάνουν νὰ αἰσθάνεται «συμπολίτης τῶν ἁγίων καὶ οἰκεῖος του Θεοῦ». Ἔτσι, ἀναχωρεῖ ἀπὸ τὸ ναὸ μὲ τὴ δύναμη ν᾿ ἀντιμετωπίσει σύμφωνα μὲ τὸ θεῖο θέλημα καὶ μὲ τὴν προοπτικὴ τῆς αἰώνιας ζωῆς τὴ φθαρτότητα τοῦ καθημερινοῦ του βίου.
Στὶς μέρες μας, ποὺ τὸ ψεύτικο καὶ ἀπατηλὸ περισσεύει καὶ ποὺ οἱ ἀνθρώπινες ἐλπίδες ἀπὸ παντοῦ διαψεύδονται, τὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν ὀρθόδοξη λατρεία συνεχῶς αὐξάνεται, καθὼς πολλοὶ ἀνακαλύπτουν σ᾿ αὐτὴν τὸ νόημα τῆς ζωῆς. Ὡστόσο, εἶναι ἀλήθεια, οἱ περισσότεροι ἀδελφοί μας ἀπουσιάζουν ἀπὸ τὶς ἐκκλησίες μας...
Τὸ τεῦχος τοῦτο ἀποτελεῖ μία σύνθεση ἐκλεκτῶν ἀποσπασμάτων, σὲ ἐλεύθερη ἀπόδοση, ἀπὸ διάφορες ὁμιλίες τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου (354-407), τοῦ μεγάλου ἱεράρχου, ποὺ συνέδεσε τὸ ὄνομά του καὶ τὴ ζωή του μὲ τὴ θεία Λειτουργία. Διαβάζοντας κανεὶς τοὺς λόγους του, χαίρεται τὴ ζωντάνια τους, θαυμάζει τὴν ἐπικαιρότητά τους καὶ διαπιστώνει πὼς ὁ ἄνθρωπος στὸ βάθος τοῦ παραμένει ἀπαράλλακτος ὅλες τὶς ἐποχές.
Ἂς εὐχηθοῦμε, τὸ σπίτι τοῦ Θεοῦ, ὁ ἱερὸς ναός, νὰ γίνει καὶ δικό μας σπίτι, ἡ θεία Λειτουργία νὰ καταστεῖ τὸ κέντρο τῆς ὑπάρξεώς μας καὶ ἡ τράπεζα τῆς Εὐχαριστίας ν᾿ ἀποβεῖ γιὰ τὸν καθένα μας «ψυχοτρόφος καὶ ζωοποιός».
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ
Λιμάνια πνευματικὰ οἱ ναοί
Μὲ λιμάνια μέσα στὸ πέλαγος μοιάζουν οἱ ναοί, ποὺ ὁ Θεὸς ἐγκατέστησε στὶς πόλεις· πνευματικὰ λιμάνια, ὅπου βρίσκουμε ἀπερίγραπτη ψυχικὴ ἠρεμία ὅσοι σ᾿ αὐτὰ καταφεύγουμε, ζαλισμένοι ἀπὸ τὴν κοσμικὴ τύρβη. Κι ὅπως ἀκριβῶς ἕνα ἀπάνεμο κι ἀκύμαντο λιμάνι προσφέρει ἀσφάλεια στὰ ἀραγμένα πλοῖα, ἔτσι καὶ ὁ ναὸς σῴζει ἀπὸ τὴν τρικυμία τῶν βιοτικῶν μεριμνῶν ὅσους σ᾿ αὐτὸν προστρέχουν καὶ ἀξιώνει τοὺς πιστοὺς νὰ στέκονται μὲ ἀσφάλεια καὶ ν᾿ ἀκοῦνε τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ μὲ γαλήνη πολλή.
Ὁ ναὸς εἶναι θεμέλιο τῆς ἀρετῆς καὶ σχολεῖο τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Πάτησε στὰ πρόθυρά του μόνο, ὁποιαδήποτε ὥρα, κι ἀμέσως θὰ ξεχάσεις τὶς καθημερινὲς φροντίδες. Πέρασε μέσα, καὶ μία αὔρα πνευματικὴ θὰ περικυκλώσει τὴν ψυχή σου. Αὐτὴ ἡ ἡσυχία προξενεῖ δέος καὶ διδάσκει τὴ χριστιανικὴ ζωὴ· ἀνορθώνει τὸ φρόνημα καὶ δὲν σὲ ἀφήνει νὰ θυμᾶσαι τὰ παρόντα· σὲ μεταφέρει ἀπὸ τὴ γῆ στὸν οὐρανό. Κι ἂν τόσο μεγάλο εἶναι τὸ κέρδος ὅταν δὲν γίνεται λατρευτικὴ σύναξη, σκέψου, ὅταν τελεῖται ἡ Λειτουργία καὶ οἱ προφῆτες διδάσκουν, οἱ ἀπόστολοι κηρύσσουν τὸ Εὐαγγέλιο, ὁ Χριστὸς βρίσκεται ἀνάμεσα στοὺς πιστούς, ὁ Θεὸς Πατέρας δέχεται τὴν τελούμενη θυσία, τὸ Ἅγιο Πνεῦμα χορηγεῖ τὴ δική Του ἀγαλλίαση, τότε λοιπόν, μὲ πόση ὠφέλεια πλημμυρισμένοι δὲν φεύγουν ἀπὸ τὸ ναὸ οἱ ἐκκλησιαζόμενοι;
Στὴν ἐκκλησία συντηρεῖται ἡ χαρὰ ὅσων χαίρονται· στὴν ἐκκλησία βρίσκεται ἡ εὐθυμία τῶν πικραμένων, ἡ εὐφροσύνη τῶν λυπημένων, ἡ ἀναψυχὴ τῶν βασανισμένων, ἡ ἀνάπαυση τῶν κουρασμένων. Γιατί ὁ Χριστὸς λέει: «Ἐλᾶτε σ᾿ ἐμένα ὅλοι ὅσοι εἶστε κουρασμένοι καὶ φορτωμένοι μὲ προβλήματα, κι ἐγὼ θὰ σᾶς ἀναπαύσω» (Ματθ. 11:28). Τί πιὸ ποθητὸ ἀπ᾿ αὐτὴ τὴ φωνή; Τί πιὸ γλυκὸ ἀπὸ τούτη τὴν πρόσκληση; Σὲ συμπόσιο σὲ καλεῖ ὁ Κύριος, ὅταν σὲ προσκαλεῖ στὴν ἐκκλησία· σὲ ἀνάπαυση ἀπὸ τοὺς κόπους σὲ παρακινεὶ· σὲ ἀνακούφιση ἀπὸ τὶς ὀδύνες σὲ μεταφέρει. Γιατὶ σὲ ξαλαφρώνει ἀπὸ τὸ βάρος τῶν ἁμαρτημάτων. Μὲ τὴν πνευματικὴ ἀπόλαυση θεραπεύει τὴ στενοχώρια καὶ μὲ τὴ χαρὰ τὴ λύπη.
Γιατί δὲν ἐκκλησιάζεσαι;
Παρ᾿ ὅλα αὐτά, λίγοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ἔρχονται στὴν ἐκκλησία. Τί θλιβερό! Στοὺς χοροὺς καὶ στὶς διασκεδάσεις τρέχουμε πρόθυμα. Τὶς ἀνοησίες τῶν τραγουδιστῶν τὶς ἀκοῦμε μὲ εὐχαρίστηση. Τὶς αἰσχρολογίες τῶν ἠθοποιῶν τὶς ἀπολαμβάνουμε γιὰ ὦρες, δίχως νὰ βαριόμαστε. Καὶ μόνο ὅταν μιλάει ὁ Θεός, χασμουριόμαστε, ξυνόμαστε καὶ ζαλιζόμαστε. Μὰ καὶ στὰ ἱπποδρόμια, μολονότι δὲν ὑπάρχει στέγη γιὰ νὰ προστατεύει τοὺς θεατὲς ἀπὸ τὴ βροχή, τρέχουν οἱ περισσότεροι σὰν μανιακοί, ἀκόμα κι ὅταν βρέχει ραγδαῖα, ἀκόμα κι ὅταν ὁ ἄνεμος σηκώνει τὰ πάντα. Δὲν λογαριάζουν οὔτε τὴν κακοκαιρία οὔτε τὸ κρύο οὔτε τὴν ἀπόσταση. Τίποτα δὲν τοὺς κρατάει στὰ σπίτια τους. Ὅταν, ὅμως, πρόκειται νὰ πᾶνε στὴν ἐκκλησία, τότε καὶ τὸ ψιλόβροχο τοὺς γίνεται ἐμπόδιο. Κι ἂν τοὺς ρωτήσεις, ποιὸς εἶναι ὁ Ἀμὼς ἢ ὁ Ὀβδιού, πόσοι εἶναι οἱ προφῆτες ἢ οἱ ἀπόστολοι, δὲν μποροῦν ν᾿ ἀνοίξουν τὸ στόμα τους. Γιὰ τ᾿ ἄλογα, ὅμως, τοὺς τραγουδιστὲς καὶ τοὺς ἠθοποιοὺς μποροῦν σὲ πληροφορήσουν μὲ κάθε λεπτομέρεια. Εἶναι κατάσταση αὐτή;
Γιορτάζουμε μνῆμες ἁγίων, καὶ σχεδὸν κανένας δὲν παρουσιάζεται στὸ ναό. Φαίνεται πὼς ἡ ἀπόσταση παρασύρει τοὺς χριστιανοὺς στὴν ἀμέλεια· ἢ μᾶλλον ὄχι ἡ ἀπόσταση, ἀλλὰ ἡ ἀμέλεια μόνο τοὺς ἐμποδίζει. Γιατί, ὅπως τίποτα δὲν μπορεῖ νὰ ἐμποδίσει αὐτὸν ποὺ ἔχει ἀγαθὴ προαίρεση καὶ ζῆλο νὰ κάνει κάτι, ἔτσι καὶ τὸν ἀμελῆ, τὸν ρᾴθυμο καὶ ἀναβλητικὸ ὅλα μποροῦν νὰ τὸν ἐμποδίσουν.
Οἱ μάρτυρες ἔχυσαν τὸ αἷμα τους γιὰ τὴν Ἀλήθεια, κι ἐσὺ λογαριάζεις μία τόσο μικρὴ ἀπόσταση; Ἐκεῖνοι θυσίασαν τὴ ζωή τους γιὰ τὸ Χριστό, κι ἐσὺ δὲν θέλεις οὔτε λίγο νὰ κοπιάσεις; Ὁ Κύριος πέθανε γιὰ χάρη σου, κι ἐσὺ Τὸν περιφρονεῖς; Γιορτάζουμε μνῆμες ἁγίων, κι ἐσὺ βαριέσαι νὰ ἔρθεις στὸ ναό, προτιμώντας νὰ κάθεσαι στὸ σπίτι σου; Καὶ ὅμως, πρέπει νὰ ἔρθεις, γιὰ νὰ δεῖς τὸ διάβολο νὰ νικιέται, τὸν ἅγιο νὰ νικάει, τὸ Θεὸ νὰ δοξάζεται καὶ τὴν Ἐκκλησία νὰ θριαμβεύει.
«Μὰ εἶμαι ἀμαρτωλός», λές, «καὶ δὲν τολμῶ ν᾿ ἀντικρύσω τὸν ἅγιο». Ἀκριβῶς ἐπειδὴ εἶσαι ἁμαρτωλός, ἔλα ἐδῶ, γιὰ νὰ γίνεις δίκαιος. Ἢ μήπως δὲν γνωρίζεις, ὅτι καὶ αὐτοὶ ποὺ στέκονται μπροστὰ στὸ ἱερὸ θυσιαστήριο, ἔχουν διαπράξει ἁμαρτίες; Γι᾿ αὐτὸ οἰκονόμησε ὁ Θεὸς νὰ ὑποφέρουν καὶ οἱ ἱερεῖς ἀπὸ κάποια πάθη, ὥστε νὰ κατανοοῦν τὴν ἀνθρώπινη ἀδυναμία καὶ νὰ συγχωροῦν τοὺς ἄλλους.
«Ἀφοῦ, ὅμως, δὲν τήρησα ὅσα ἄκουσα στὴν ἐκκλησία», θὰ μοῦ πεῖ κάποιος, «πῶς μπορῶ νὰ ἔρθω πάλι;». Ἔλα νὰ ξανακούσεις τὸν θεῖο λόγο. Καὶ προσπάθησε τώρα νὰ τὸν ἐφαρμόσεις. Ἂν βάλεις φάρμακο πάνω στὸ τραῦμα σου καὶ δὲν τὸ ἐπουλώσει τὴν ἴδια μέρα, δὲν θὰ ξαναβάλεις καὶ τὴν ἑπόμενη; Ἂν ὁ ξυλοκόπος, ποὺ θέλει νὰ κόψει μία βελανιδιά, δὲν κατορθώσει νὰ τὴ ρίξει μὲ τὴν πρώτη τσεκουριά, δὲν τὴ χτυπάει καὶ δεύτερη καὶ πέμπτη καὶ δέκατη φορά; Κάνε κι ἐσὺ τὸ ἴδιο.
Ἀλλά, θὰ μοῦ πεῖς, σ᾿ ἐμποδίζουν νὰ ἐκκλησιαστεῖς ἡ φτώχεια καὶ ἡ ἀνάγκη νὰ ἐργαστεῖς. Ὅμως δὲν εἶναι εὔλογη καὶ τούτη ἡ πρόφαση. Ἑφτὰ μέρες ἔχει ἡ ἑβδομάδα. Αὐτὲς τὶς ἑφτὰ μέρες τὶς μοιράστηκε ὁ Θεὸς μαζί μας. Καὶ σ᾿ ἐμᾶς ἔδωσε ἕξι, ἐνῷ γιὰ τὸν ἑαυτό Του ἄφησε μία. Αὐτὴ τὴ μοναδικὴ μέρα, λοιπόν, δὲν δέχεσαι νὰ σταματήσεις τὶς ἐργασίες;
Καὶ γιατί λέω γιὰ ὁλόκληρη μέρα; Ἐκεῖνο ποὺ ἔκανε στὴν περίπτωση τῆς ἐλεημοσύνης ἡ χήρα του Εὐαγγελίου, τὸ ἴδιο κάνε κι ἐσὺ στὴ διάρκεια αὐτῆς τῆς μιᾶς μέρας. Ἔδωσε ἐκείνη δυὸ λεπτὰ καὶ πῆρε πολλὴ χάρη ἀπὸ τὸ Θεό. Δάνεισε κι ἐσὺ δυὸ ὧρες στὸ Θεό, πηγαίνοντας στὴν ἐκκλησία, καὶ θὰ φέρεις στὸ σπίτι σου κέρδη ἀμέτρητων ἡμερῶν. Ἂν ὅμως δὲν δέχεσαι νὰ κάνεις κάτι τέτοιο, σκέψου μήπως μ᾿ αὐτή σου τὴ στάση χάσεις κόπους πολλῶν ἐτῶν. Γιατὶ ὁ Θεός, ὅταν περιφρονεῖται, γνωρίζει νὰ σκορπίζει τὰ χρήματα ποὺ συγκεντρώνεις μὲ τὴν ἐργασία τῆς Κυριακῆς.
Μὰ κι ἂν ἀκόμα ἔβρισκες ὁλόκληρο θησαυροφυλάκιο γεμάτο ἀπὸ χρυσάφι καὶ ἐξ αἰτίας του ἀπουσίαζες ἀπὸ τὸ ναό, θὰ ἦταν πολὺ μεγαλύτερη ἡ ζημιά σου· καὶ τόσο μεγαλύτερη, ὅσο ἀνώτερα εἶναι τὰ πνευματικὰ ἀπὸ τὰ ὑλικά. Γιατί τὰ ὑλικὰ πράγματα, κι ἂν ἀκόμα εἶναι πολλὰ καὶ τρέχουν ἄφθονα ἀπὸ παντοῦ, δὲν τὰ παίρνουμε στὴν ἄλλη ζωή, δὲν μεταφέρονται μαζί μας στὸν οὐρανό, δὲν παρουσιάζονται στὸ φοβερὸ ἐκεῖνο βῆμα τοῦ Κυρίου. Ἀλλὰ πολλὲς φορές, καὶ πρὶν ἀκόμα πεθάνουμε, μᾶς ἐγκαταλείπουν. Ἀντίθετα, ὁ πνευματικὸς θησαυρὸς ποὺ ἀποκτοῦμε στὴν ἐκκλησία, εἶναι κτῆμα ἀναφαίρετο καὶ μᾶς ἀκολουθεῖ παντοῦ.
«Ναί, ἀλλὰ μπορῶ», λέει κάποιος ἄλλος, «νὰ προσευχηθῶ καὶ στὸ σπίτι μου». Ἀπατᾷς τὸν ἑαυτό σου, ἄνθρωπε. Βεβαίως, εἶναι δυνατὸν νὰ προσευχηθεῖς καὶ στὸ σπίτι σου· εἶναι ἀδύνατον ὅμως νὰ προσευχηθεῖς ἔτσι, ὅπως προσεύχεσαι στὴν ἐκκλησία, ὅπου ὑπάρχει τὸ πλῆθος τῶν πατέρων καὶ ὅπου ὁμόφωνη κραυγὴ ἱκεσίας ἀναπέμπεται στὸ Θεό. Δὲν σὲ ἀκούει τόσο πολὺ ὁ Κύριος ὅταν Τὸν παρακαλεῖς μόνος σου, ὅσο ὅταν Τὸν παρακαλεῖς ἑνωμένος μὲ τοὺς ἀδελφούς σου. Γιατὶ στὴν ἐκκλησία ὑπάρχουν περισσότερες πνευματικὲς προϋποθέσεις ἀπ᾿ ὅσες στὸ σπίτι. Ὑπάρχουν ἡ ὁμόνοια, ἡ συμφωνία τῶν πιστῶν, ὁ σύνδεσμος τῆς ἀγάπης, οἱ εὐχὲς τῶν ἱερέων. Γι᾿ αὐτό, ἄλλωστε, οἱ ἱερεῖς προΐστανται τῶν ἀκολουθιῶν· γιὰ νὰ ἐνισχύονται μὲ τὶς δυνατότερες εὐχὲς τοὺς οἱ ἀσθενέστερες εὐχὲς τοῦ λαοῦ, κι ἔτσι ὅλες μαζὶ ν᾿ ἀνεβαίνουν στὸν οὐρανό.
Ὅταν προσευχόμαστε ὁ καθένας χωριστά, εἴμαστε ἀνίσχυροι· ὅταν ὅμως συγκεντρωνόμαστε ὅλοι μαζί, τότε γινόμαστε πιὸ δυνατοὶ καὶ ἑλκύουμε σὲ μεγαλύτερο βαθμὸ τὴν εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ. Κάποτε ὁ ἀπόστολος Πέτρος βρισκόταν ἁλυσοδεμένος στὴ φυλακή. Ἔγινε ὅμως θερμὴ προσευχὴ ἀπὸ τοὺς συναγμένους πιστούς, κι ἀμέσως ἐλευθερώθηκε. Τί θὰ μποροῦσε, ἑπομένως, νὰ εἶναι πιὸ δυνατὸ ἀπὸ τὴν κοινὴ προσευχή, ποῦ ὠφέλησε κι αὐτοὺς ἀκόμα τοὺς στύλους τῆς Ἐκκλησίας;
Ἡ προσέλευσή μας στὸ ναό
Σᾶς παρακαλῶ, λοιπόν, καὶ σᾶς ἱκετεύω, ἂς προτιμᾶτε ἀπὸ ὁποιαδήποτε ἄλλη ἀσχολία καὶ φροντίδα τὸν ἐκκλησιασμό. Ἂς τρέχουμε πρόθυμα, ὅπου κι ἂν βρισκόμαστε, στὴν ἐκκλησία.
Προσέξτε, ὅμως, κανεὶς νὰ μὴν μπεῖ στὸν ἱερὸ αὐτὸ χῶρο, ἔχοντας βιοτικὲς φροντίδες ἢ περισπασμοὺς ἢ φόβους. Ἀλλὰ ἀφοῦ τ᾿ ἀφήσουμε ὅλα τοῦτα ἔξω, στὶς πύλες τοῦ ναοῦ, τότε ἂς περάσουμε μέσα. Γιατὶ ἐρχόμαστε στὰ ἀνάκτορα τῶν οὐρανῶν, πατᾶμε σὲ τόπους ποὺ ἀστράφτουν.
Ἂς διώξουμε ἀπὸ τὴν ψυχή μας πρῶτα-πρῶτα τὴ μνησικακία, γιὰ νὰ μὴν κατακριθοῦμε, ὅταν παρουσιαστοῦμε μπροστὰ στὸ Θεὸ καὶ προσευχηθοῦμε λέγοντας: «Πάτερ ἡμῶν..., ἅφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν». Διαφορετικά, πῶς θέλεις νὰ φανεῖ ὁ Δεσπότης Χριστὸς γλυκὸς καὶ πρᾶος ἀπέναντί σου, ἀφοῦ ἐσὺ γίνεσαι στὸν συνάνθρωπό σου σκληρὸς καὶ δὲν τὸν συγχωρεῖς; Πῶς θὰ μπορέσεις νὰ ὑψώσεις τὰ χέρια σου στὸν οὐρανό; Πῶς θὰ κινήσεις τὴ γλῶσσα σου σὲ λόγια προσευχῆς; Πῶς θὰ ζητήσεις συγγνώμη; Ἀκόμα κι ἂν θέλει ὁ Θεὸς νὰ συγχωρήσει τὶς ἁμαρτίες σου, δὲν Τὸν ἀφήνεις ἐσύ, ἐπειδὴ δὲν συγχωρεῖς τὸν πλησίον σου.
Ἡ ἀμφίεσή μας
Μὰ καὶ ἡ ἐνδυμασία μας στὸ ναὸ νὰ εἶναι καλὴ ἀπὸ κάθε πλευρά. Νὰ εἶναι κόσμια καὶ ὄχι ἐξεζητημένη. Γιατί τὸ κόσμιο εἶναι σεμνό, ἐνῷ τὸ ἐξεζητημένο εἶναι ἄσεμνο.
Αὐτὸ ἀκριβῶς μᾶς παραγγέλλει καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὅταν λέει: «Θέλω νὰ προσεύχονται οἱ ἄνδρες σὲ κάθε τόπο, σηκώνοντας πρὸς τὸν οὐρανὸ χέρια ὅσια, χωρὶς ὀργὴ καὶ δισταγμὸ ὀλιγοπιστίας. Ἐπίσης καὶ οἱ γυναῖκες νὰ προσεύχονται μὲ ἀμφίεση σεμνή, στολίζοντας τὸν ἑαυτό τους μὲ σεμνότητα καὶ σωφροσύνη, ὄχι μὲ περίτεχνες κομμώσεις καὶ χρυσὰ κοσμήματα ἢ μαργαριτάρια ἢ ἐνδύματα πολυτελῆ, ἀλλὰ μὲ ὅ,τι ταιριάζει στὶς γυναῖκες ποὺ λένε ὅτι σέβονται τὸ Θεό, δηλαδὴ μὲ καλὰ ἔργα» (Α´ Τιμ. 2:8-10). Ἄν, λοιπόν, ἀπαγορεύει στὶς γυναῖκες ἐκεῖνα ποὺ εἶναι ἀπόδειξη πλούτου, πολὺ περισσότερο ἀπαγορεύει ὅσα κινοῦν τὴν περιέργεια, ὅπως τὰ φτιασίδια, τὸ βάψιμο τῶν ματιῶν, τὸ κουνιστὸ βάδισμα, τὰ παράξενα ροῦχα καὶ τὰ παρόμοια.
Τί λές, γυναῖκα; Ἔρχεσαι στὸ ναὸ νὰ προσευχηθεῖς, καὶ στολίζεσαι μὲ χρυσαφικὰ καὶ χτενίζεσαι ἐπιτηδευμένα; Μήπως ἦρθες γιὰ νὰ χορέψεις; Μήπως γιὰ νὰ λάβεις μέρος σὲ γαμήλια γιορτή; Ἐκεῖ ἔχουν θέση τὰ χρυσαφικὰ καὶ οἱ πολυτέλειες· ἐδῶ δὲν χρειάζεται τίποτα ἀπ᾿ αὐτά. Ἦρθες νὰ παρακαλέσεις τὸ Θεὸ γιὰ τὶς ἁμαρτίες σου. Τί στολίζεις, λοιπόν, τὸν ἑαυτό σου; Αὐτὴ ἡ ἐμφάνιση δὲν εἶναι γυναίκας ποὺ ἱκετεύει. Πῶς μπορεῖς νὰ στενάξεις, πῶς μπορεῖς νὰ δακρύσεις, πῶς μπορεῖς νὰ προσευχηθεῖς μὲ θέρμη, ἔχοντας τέτοια ἀμφίεση; Θέλεις νὰ φαίνεσαι εὐπρεπής; Φόρεσε τὸ Χριστὸ καὶ ὄχι τὸ χρυσό. Ντύσου τὴν ἐλεημοσύνη, τὴ φιλανθρωπία, τὴ σωφροσύνη, τὴν ταπεινοφροσύνη. Αὐτὰ ἀξίζουν περισσότερο ἀπ᾿ ὅλο τὸ χρυσάφι. Αὐτὰ καὶ τὴν ὡραία τὴν κάνουν ὡραιότερη καὶ τὴν ἄσχημη τὴν ὀμορφαίνουν. Νὰ ξέρεις, γυναῖκα, πώς, ὅταν στολιστεῖς πολύ, γίνεσαι πιὸ αἰσχρὴ κι ἀπὸ τὴ γυμνή, γιατὶ ἔχεις ἀποβάλει πιὰ τὴν κοσμιότητα.
Προσοχὴ καὶ προσευχή
Ἀλλὰ καὶ ἡ διαγωγή μας, ὅσο βρισκόμαστε μέσα στὸ ναό, ἂς εἶναι ἡ πρέπουσα, ὅπως ἁρμόζει σὲ ἄνθρωπο ποὺ βρίσκεται μπροστὰ στὸ Θεό. Νὰ μὴν ἀσχολούμαστε μὲ ἄσκοπες συζητήσεις, μὰ νὰ στεκόμαστε μὲ φόβο καὶ τρόμο, μὲ προσοχὴ καὶ προθυμία, μὲ τὸ βλέμμα στραμμένο στὴ γῆ καὶ τὴν ψυχὴ ὑψωμένη στὸν οὐρανό.
Γιατὶ ἔρχονται πολλοὶ στὴν ἐκκλησία, ἐπαναλαμβάνουν μηχανικὰ ψαλμοὺς καὶ εὐχές, καὶ φεύγουν, δίχως νὰ ξέρουν τί εἶπαν. Τὰ χείλη κινοῦνται, ἀλλὰ τ᾿ αὐτιὰ δὲν ἀκοῦνε. Ἐσὺ δὲν ἀκοῦς τὴν προσευχή σου, καὶ θέλεις νὰ σὲ εἰσακούσει ὁ Θεός; Γονάτισα, λες· ἀλλὰ ὁ νοῦς σου πετοῦσε μακριά. Τὸ σῶμα σου ἦταν μέσα στὴν ἐκκλησία καὶ ἡ ψυχή σου ἔξω. Τὸ στόμα ἔλεγε τὴν προσευχὴ καὶ ὁ νοῦς μετροῦσε τόκους, συμβόλαια, συναλλαγές, χωράφια, κτήματα, συναναστροφὲς μὲ φίλους. Κι ὅλα αὐτὰ συμβαίνουν, γιατὶ ὁ διάβολος εἶναι πονηρός· ξέρει πὼς τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς κερδίζουμε πολλά, γι᾿ αὐτὸ τότε ἐπιτίθεται μὲ μεγαλύτερη σφοδρότητα. Ἄλλες φορὲς εἴμαστε ξαπλωμένοι στὸ κρεβάτι, καὶ τίποτα δὲν σκεφτόμαστε· ᾔρθαμε ὅμως στὴν ἐκκλησία νὰ προσευχηθοῦμε, καὶ ὁ διάβολος μᾶς ἔβαλε ἕνα σωρὸ λογισμούς, ὥστε καθόλου νὰ μὴν ὠφεληθοῦμε.
Ἄν, ἀλήθεια, ὁ Θεός σου ζητήσει λόγο γιὰ τὴν ἀδιαφορία ἢ καὶ τὴν ἀσέβεια ποῦ δείχνεις στὶς λατρευτικὲς συνάξεις, τί θὰ κάνεις; Νά, τὴν ὥρα ποὺ Αὐτὸς σοῦ μιλάει, ἐσύ, ἀντὶ νὰ προσεύχεσαι, ἔχεις πιάσει κουβέντα μὲ τὸν διπλανό σου γιὰ πράγματα ἀνώφελα. Καὶ ὅλα τ᾿ ἄλλα ἁμαρτήματά μας ἂν παραβλέψει ὁ Θεός, τοῦτο φτάνει γιὰ νὰ στερηθοῦμε τὴ σωτηρία. Μὴν τὸ θεωρεῖς μικρὸ παράπτωμα. Γιὰ νὰ καταλάβεις, τὴ βαρύτητά του, σκέψου τί γίνεται στὴν ἀνάλογη περίπτωση τῶν ἀνθρώπων. Ἂς ὑποθέσουμε ὅτι συζητᾷς μ᾿ ἕνα ἐπίσημο πρόσωπο ἢ μ᾿ ἕναν ἐγκάρδιο φίλο σου. Καὶ ἐνῷ ἐκεῖνος σοῦ μιλάει, ἐσὺ γυρίζεις ἀδιάφορα τὸ κεφάλι σου καὶ ἀρχίζεις νὰ κουβεντιάζεις μὲ κάποιον ἄλλο. Δὲν θὰ προσβληθεῖ ὁ συνομιλητής σου ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν ἀπρέπειά σου; Δὲν θὰ θυμώσει; Δὲν θὰ σοῦ ζητήσει τὸ λόγο;
Ἀλίμονο! Βρίσκεσαι στὴ θεία Λειτουργία, κι ἐνῷ τὸ βασιλικὸ τραπέζι εἶναι ἑτοιμασμένο, ἐνῷ ὁ Ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ θυσιάζεται γιὰ χάρη σου, ἐνῷ ὁ ἱερέας ἀγωνίζεται γιὰ τὴ σωτηρία σου, ἐσὺ ἀδιαφορεῖς. Τὴν ὥρα ποὺ τὰ ἑξαπτέρυγα Σεραφεὶμ σκεπάζουν τὰ πρόσωπά τους ἀπὸ δέος καὶ ὅλες οἱ οὐράνιες δυνάμεις μαζὶ μὲ τὸν ἱερέα παρακαλοῦν τὸ Θεὸ γιὰ σένα, τὴ στιγμὴ ποὺ κατεβαίνει ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ἡ φωτιὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ χύνεται ἀπὸ τὴν ἄχραντη πλευρά Του μέσα στὸ ἅγιο Ποτήριο, τὴ στιγμὴ αὐτὴ ἡ συνείδησή σου, ἄραγε, δὲν σὲ ἐλέγχει γιὰ τὴν ἀπροσεξία σου; Σκέψου, ἄνθρωπέ μου, μπροστὰ σὲ Ποιὸν στέκεσαι τὴν ὥρα τῆς φρικτῆς μυσταγωγίας καὶ μαζὶ μὲ ποιοὺς – μὲ τὰ Χερουβείμ, μὲ τὰ Σεραφείμ, μὲ ὅλες τὶς οὐράνιες δυνάμεις. Ἀναλογίσου μαζὶ μὲ ποιοὺς ψάλλεις καὶ προσεύχεσαι. Εἶναι ἀρκετὸ γιὰ νὰ συνέλθεις, ὅταν θυμηθεῖς ὅτι, ἐνῷ ἔχεις ὑλικὸ σῶμα, ἀξιώνεσαι νὰ ὑμνεῖς τὸν Κύριό της κτίσεως μαζὶ μὲ τοὺς ἀσώματους ἀγγέλους.
Μὴ συμμετέχεις, λοιπόν, στὴν ἱερὴ ἐκείνη ὑμνῳδία μὲ ἀδιαφορία. Μὴν ἔχεις στὸ νοῦ σου βιοτικὲς σκέψεις. Διῶξε κάθε γήινο λογισμὸ καὶ ἀνέβα νοερὰ στὸν οὐρανό, κοντὰ στὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ. Πέταξε ἐκεῖ μαζὶ μὲ τὰ Σεραφείμ, φτερούγισε μαζί τους, ψάλε τὸν τρισάγιο ὕμνο στὴν Παναγία Τριάδα.
Ἡ θεία Κοινωνία
Καὶ σὰν ἔρθει ἡ στιγμὴ τῆς θείας Κοινωνίας καὶ πρόκειται νὰ πλησιάσεις τὴν ἁγία Τράπεζα, πίστευε ἀκλόνητα πὼς ἐκεῖ εἶναι παρὼν ὁ Χριστός, ὁ Βασιλιὰς τῶν ὅλων. Ὅταν δεῖς τὸν ἱερέα νὰ σοῦ προσφέρει τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Κυρίου, μὴ νομίσεις ὅτι ὁ ἱερέας τὸ κάνει αὐτό, ἀλλὰ πίστευε ὅτι τὸ χέρι ποὺ ἁπλώνεται εἶναι τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸς ποὺ λάμπρυνε μὲ τὴν παρουσία Τοῦ τὴν τράπεζα τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου, Αὐτὸς καὶ τώρα διακοσμεῖ τὴν Τράπεζα τῆς θείας Λειτουργίας. Παραβρίσκεται πραγματικὰ καὶ ἐξετάζει τοῦ καθενὸς τὴν προαίρεση καὶ παρατηρεῖ ποιὸς πλησιάζει μὲ εὐλάβεια ταιριαστὴ στὸ ἅγιο Μυστήριο, ποιὸς μὲ πονηρὴ συνείδηση, μὲ σκέψεις βρωμερὲς καὶ ἀκάθαρτες, μὲ πράξεις μολυσμένες. Ἀναλογίσου, λοιπόν, κι ἐσὺ ποιὸ ἐλάττωμά σου διόρθωσες, ποιὰν ἀρετὴ κατόρθωσες, ποιὰν ἁμαρτία ἔσβησες μὲ τὴν ἐξομολόγηση, σὲ τί ἔγινες καλύτερος. Ἂν ἡ συνείδησή σου σὲ πληροφορεῖ ὅτι φρόντισες ἀρκετὰ γιὰ τὴν ἐπούλωση τῶν ψυχικῶν σου τραυμάτων, ἂν ἔκανες κάτι περισσότερο ἀπὸ τὴ νηστεία, κοινώνησε μὲ φόβο Θεοῦ. Ἀλλιῶς, μεῖνε μακριὰ ἀπὸ τὰ ἄχραντα Μυστήρια. Καὶ ὅταν καθαριστεῖς ἀπ᾿ ὅλες τὶς ἁμαρτίες σου, τότε νὰ πλησιάσεις.
Νὰ προσέρχεστε, λοιπόν, στὴ θεία Κοινωνία μὲ φόβο καὶ τρόμο, μὲ συνείδηση καθαρή, μὲ νηστεία καὶ προσευχή. Χωρὶς νὰ θορυβεῖτε, χωρὶς νὰ ποδοπατᾶτε καὶ νὰ σπρώχνετε τοὺς διπλανούς σας. Γιατί αὐτὸ ἀποτελεῖ τὴ μεγαλύτερη τρέλα καὶ τὴ χειρότερη περιφρόνηση τῶν θείων Μυστηρίων.
Πές μου, ἄνθρωπε, γιατὶ κάνεις θόρυβο; Γιατί βιάζεσαι; Σὲ πιέζει τάχα ἡ ἀνάγκη νὰ κάνεις τὶς δουλειές σου; Καὶ σοῦ περνάει ἄραγε, τὴν ὥρα ποῦ πᾶς νὰ κοινωνήσεις, ἡ σκέψη ὅτι ἔχεις δουλειές; Ἔχεις μήπως τὴν αἴσθηση ὅτι εἶσαι πάνω στὴ γῆ; Νομίζεις ὅτι βρίσκεσαι μαζὶ μὲ ἀνθρώπους καὶ ὄχι μὲ τοὺς χοροὺς τῶν ἀγγέλων; Μὰ κάτι τέτοιο εἶναι δεῖγμα πέτρινης καρδιᾶς...
Κάθε πότε νὰ κοινωνοῦμε;
Ὑπάρχει κι ἕνα ἄλλο θέμα: Πολλοὶ κοινωνοῦν μία φορὰ τὸ χρόνο, ἄλλοι δυὸ φορές, ἄλλοι περισσότερες. Ποιοὺς ἀπ᾿ αὐτοὺς θὰ ἐπιδοκιμάσουμε; Ὅσους μιὰ φορά, ὅσους πολλὲς ἢ ὅσους λίγες φορὲς μεταλαβαίνουν; Οὔτε τοὺς μία οὔτε τὶς πολλὲς οὔτε τοὺς λίγες, μὰ ἐκείνους ποὺ πλησιάζουν στὸ ἅγιο Ποτήριο μὲ καρδιὰ ἁγνή, μὲ βίο ἀνεπίληπτο. Αὐτοὶ ἂς κοινωνοῦν πάντα. Οἱ ἄλλοι, οἱ ἀμετανόητοι ἁμαρτωλοί, ἂς μένουν μακριὰ ἀπὸ τὰ ἄχραντα Μυστήρια, γιατί ἀλλιῶς κρῖμα καὶ καταδίκη, ἑτοιμάζουν γιὰ τὸν ἑαυτό τους. Ὁ ἅγιος ἀπόστολος λέει: «Ὅποιος τρώει τὸν ἄρτο καὶ πίνει τὸ ποτήριο τοῦ Κυρίου μὲ τρόπο ἀνάξιο, γίνεται ἔνοχος ἁμαρτήματος ἀπέναντι στὸ σῶμα καὶ στὸ αἷμα τοῦ Κυρίου, προκαλώντας τὴν καταδίκη του» (Α´ Κορ. 11:27, 29). Θὰ τιμωρηθεῖ, δηλαδή, τόσο αὐστηρά, ὅσο καὶ οἱ σταυρωτὲς τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ κι ἐκεῖνοι ἔγιναν ἔνοχοι ἁμαρτήματος ἀπέναντι στὸ σῶμα Του.
Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς πιστοὺς ἔχουν φτάσει σὲ τέτοιο σημεῖο περιφρονήσεως τῶν ἁγίων Μυστηρίων, ὥστε, ἐνῷ εἶναι γεμάτοι ἀπὸ ἀμέτρητες κακίες καὶ δὲν διορθώνουν καθόλου τὸν ἑαυτό τους, κοινωνοῦν στὶς γιορτὲς ἀπροετοίμαστοι. Μὴ γνωρίζοντας ὅτι προϋπόθεση τῆς θείας Κοινωνίας δὲν εἶναι ἡ γιορτή, ἀλλά, καθὼς εἴπαμε, ἡ καθαρὴ συνείδηση. Καὶ ὅπως αὐτὸς ποὺ δὲν αἰσθάνεται κανένα κακὸ στὴ συνείδησή του, πρέπει καθημερινὰ νὰ προσέρχεται στὴ θεία Κοινωνία, ἔτσι κι αὐτὸς ποὺ εἶναι φορτωμένος ἁμαρτήματα καὶ δὲν μετανοεῖ, πρέπει νὰ μὴν κοινωνεῖ οὔτε στὴ γιορτή. Γι᾿ αὐτὸ καὶ πάλι σᾶς παρακαλῶ ὅλους νὰ μὴν πλησιάζετε στὰ θεῖα Μυστήρια ἔτσι ἀπροετοίμαστοι κι ἐπειδὴ τὸ ἀπαιτεῖ ἡ γιορτή, ἀλλά, ἂν κάποτε ἀποφασίσετε νὰ λάβετε μέρος στὴ θεία Λειτουργία καὶ νὰ κοινωνήσετε, νὰ καθαρίζετε καλὰ τὸν ἑαυτό σας, ἀπὸ πολλὲς μέρες πρίν, μὲ τὴ μετάνοια, τὴν προσευχή, τὴν ἐλεημοσύνη, τὴ φροντίδα γιὰ τὰ πνευματικὰ πράγματα.
Παραμονὴ ὡς τὴν ἀπόλυση
Ἦρθες, λοιπόν, στὴν ἐκκλησία καὶ ἀξιώθηκες νὰ συναντήσεις τὸ Χριστό; Μὴ φύγεις, ἂν δὲν τελειώσει ἡ ἀκολουθία. Ἂν φύγεις πρὶν ἀπὸ τὴν ἀπόλυση, εἶσαι ἔνοχος ὅσο κι ἕνας δραπέτης. Πηγαίνεις στὸ θέατρο καί, ἂν δὲν τελειώσει ἡ παράσταση, δὲν φεύγεις. Μπαίνεις στὴν ἐκκλησία, στὸν οἶκο τοῦ Κυρίου, καὶ γυρίζεις τὴν πλάτη στὰ ἄχραντα Μυστήρια; Φοβήσου τουλάχιστον ἐκεῖνον ποὺ εἶπε: «Ὅποιος καταφρονεῖ τὸ Θεό, θὰ καταφρονηθεῖ ἀπ᾿ Αὐτόν» (Πρβλ. Παροιμ. 13:13).
Τί κάνεις, ἄνθρωπε; Ἐνῷ ὁ Χριστὸς εἶναι παρών, οἱ ἄγγελοί Του παραστέκονται, οἱ ἀδελφοί σου κοινωνοῦν ἀκόμα, ἐσὺ τοὺς ἐγκαταλείπεις καὶ φεύγεις; Ὁ Χριστός σου προσφέρει τὴν ἁγία σάρκα Του, κι ἐσὺ δὲν περιμένεις λίγο, γιὰ νὰ Τὸν εὐχαριστήσεις ἔστω μὲ τὰ λόγια; Ὅταν παρακάθεσαι σὲ δεῖπνο, δὲν τολμᾷς νὰ φύγεις, ἔστω κι ἂν ἔχεις χορτάσει, τὴ στιγμὴ ποὺ οἱ φίλοι σου κάθονται ἀκόμα στὸ τραπέζι. Καὶ τώρα ποὺ τελοῦνται τὰ φρικτὰ Μυστήρια τοῦ Χριστοῦ, τ᾿ ἀφήνεις ὅλα στὴ μέση καὶ φεύγεις;
Θέλετε νὰ σᾶς πῶ τίνος τὸ ἔργο κάνουν ὅσοι φεύγουν πρὶν τελειώσει ἡ θεία Λειτουργία καὶ δὲν συμμετέχουν ἔτσι στὶς τελευταῖες εὐχαριστήριες εὐχές; Ἴσως εἶναι βαρὺ αὐτὸ ποὺ πρόκειται νὰ πῶ, μὰ πρέπει νὰ τὸ πῶ. Ὅταν ὁ Ἰούδας πῆρε μέρος στὸν Μυστικὸ Δεῖπνο τοῦ Χριστοῦ, ἐνῷ ὅλοι ἦταν καθισμένοι στὸ τραπέζι, αὐτὸς σηκώθηκε πρὶν ἀπὸ τοὺς ἄλλους κι ἔφυγε. Ἐκεῖνον, λοιπόν, τὸν Ἰούδα μιμοῦνται... Ἂν δὲν ἔφευγε τότε ἐκεῖνος, δὲν θὰ γινόταν προδότης, δὲν θὰ χανόταν. Ἂν δὲν ξεχώριζε τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὸ ποίμνιο, δὲν θὰ τὸν ἔβρισκε μόνο του ὁ λύκος, γιὰ νὰ τὸν φάει.
Μετὰ τὸν ἐκκλησιασμὸ
Ἐμεῖς ἂς ἀναχωροῦμε ἀπὸ τὴ θεία Λειτουργία σὰν λιοντάρια ποὺ βγάζουν φωτιά, ἔχοντας γίνει φοβεροὶ ἀκόμα καὶ στὸ διάβολο. Γιατὶ τὸ ἅγιο αἷμα τοῦ Κυρίου ποὺ κοινωνοῦμε, ποτίζει τὴν ψυχή μας καὶ τῆς δίνει μεγάλη δύναμη. Ὅταν τὸ μεταλαβαίνουμε ἄξια, διώχνει τοὺς δαίμονες μακριὰ καὶ φέρνει κοντά μας τοὺς ἀγγέλους καὶ τὸν Κύριο τῶν ἀγγέλων. Αὐτὸ τὸ αἷμα εἶναι ἡ σωτηρία τῶν ψυχῶν μας, μ᾿ αὐτὸ λούζεται ἡ ψυχή, μ᾿ αὐτὸ στολίζεται. Αὐτὸ τὸ αἷμα κάνει τὸ νοῦ μας λαμπρότερο ἀπὸ τὴ φωτιά, αὐτὸ κάνει τὴν ψυχή μας λαμπρότερη ἀπὸ τὸ χρυσάφι.
Προσελκύστε, λοιπόν, τοὺς ἀδελφούς μας στὴν ἐκκλησία, προτρέψτε τοὺς πλανημένους, συμβουλέψτε τους ὄχι μόνο μὲ λόγια, ἀλλὰ καὶ μὲ ἔργα. Κι ἂν ἀκόμα τίποτα δὲν πεῖς, ἀλλὰ βγεῖς ἀπὸ τὴν ἱερὴ σύναξη, δείχνοντας στοὺς ἀπόντες – καὶ μὲ τὴν ἐμφάνιση καὶ μὲ τὸ βλέμμα καὶ μὲ τὴ φωνὴ καὶ μὲ τὸ βάδισμα καὶ μ᾿ ὅλη σου τὴ σεμνότητα – τί κέρδος ποὺ ἀποκόμισες ἀπὸ τὸ ναό, αὐτὸ εἶναι ἀρκετὸ γιὰ παραίνεση καὶ συμβουλή. Γιατὶ ἔτσι πρέπει νὰ βγαίνουμε ἀπὸ τὸ ναό, σὰν ἀπὸ τὰ ἱερὰ ἄδυτα, σὰν νὰ κατεβαίνουμε ἀπὸ τοὺς ἴδιους τοὺς οὐρανούς. Δίδαξε ὅσους δὲν ἐκκλησιάζονται ὅτι ἔψαλες μαζὶ μὲ τὰ Σεραφείμ, ὅτι ἀνήκεις στὴν οὐράνια πολιτεία, ὅτι συναντήθηκες μὲ τὸ Χριστὸ καὶ μίλησες μαζί Του. Ἂν ἔτσι ζοῦμε τὴ θεία Λειτουργία, δὲν θὰ χρειαστεῖ νὰ ποῦμε τίποτα στοὺς ἀπόντες. Ἀλλὰ βλέποντας ἐκεῖνοι τὴ δική μας ὠφέλεια, θὰ νιώσουν τὴ δική τους ζημιὰ καὶ θὰ τρέξουν γρήγορα στὴν ἐκκλησία, γιὰ ν᾿ ἀπολαύσουν τὰ ἴδια ἀγαθά, μὲ τὴ χάρη καὶ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, στὸν ὁποῖο, μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, αἰώνια ἀνήκει ἡ δόξα.
Ἀπό τὸ βιβλιάριο: «Φωνὴ τῶν Πατέρων»,
Ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου. Ὠρωπὸς Ἀττικῆς
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.