Πέμπτη 14 Φεβρουαρίου 2013

Ὁ Ἰ­ω­σήφ Βρυ­έν­νι­ος, βί­ος - ἔρ­γα - δι­δα­σκα­λί­α


Αρχιμανδρίτης Νικόλαος Χ. Ιωαννίδης, Καθηγητής

Ἡ ἐρ­γα­σί­α αὐ­τή ὑ­πο­βλή­θη­κε ὡς δι­δα­κτο­ρι­κή δι­α­τρι­βή, στήν Θε­ο­λο­γι­κή Σχο­λή Βε­λι­γρα­δί­ου, ἀπό τήν ὁποία καί ἐ­γκρί­θη­κε ἀ­π᾿ αὐ­τήν (1981). Ἀ­πο­τε­λεῖ συ­στη­μα­τι­κή πα­ρου­σί­α­ση τοῦ βί­ου, τοῦ ἔρ­γου καί τῆς δι­δα­σκα­λί­ας τοῦ Ἰ­ω­σήφ Βρυ­εν­νί­ου, σημαντικῆς προ­σω­πι­κό­τη­τος τοῦ τέ­λους τοῦ ΙΔ΄ καί τῶν ἀρ­χῶν τοῦ Ι­Ε΄ αἰ­ῶ­νος.

Τό ὅ­λο ἔρ­γο ἐ­κτός Προ­λό­γου, Πε­ρι­ε­χόμενα, Συ­ντο­μο­γρα­φίες καί βι­βλι­ο­γρα­φία πε­ρι­λαμ­βά­νει Εἰ­σα­γω­γή, παρουσίαση τοῦ  βί­ου καί τοῦ συγ­γ­ρα­φι­κοῦ ἔρ­γου τοῦ  Ἰ­ω­σήφ Βρυ­εν­νί­ου (Μέ­ρος πρῶ­το), τῆς δι­δα­σκα­λί­ας τοῦ Βρυ­εννί­ου (Μέ­ρος δεύ­τε­ρο), Ἐ­πι­λε­γό­με­να καί πε­ρί­λη­ψη στή γαλ­λι­κή γλώσ­σα.

Ἡ Εἰ­σα­γω­γή (σ. 17-67) ἐξετάζει τό ἱ­στο­ρι­κο­θε­ο­λο­γι­κό πλαί­σι­ο τῆς ἐ­πο­χῆς ὅ­που ἔ­ζη­σε καί ἔ­δρα­σε ὁ Βρυ­έν­νι­ος. Ἐκτίθεται ἡ πο­λι­τι­κή, ἐκ­κ­λη­σι­α­στι­κή καί πνευ­μα­τι­κή κα­τά­στα­ση τῆς περιόδου ἐ­κεί­νης μέ ἰ­δι­αί­τε­ρη ἀ­να­φο­ρά στήν Κρή­τη καί τήν Κύ­προ, ὅ­που ἔ­δρα­σε σέ ἐκ­κ­λη­σι­α­στι­κό καί θε­ο­λο­γι­κό ἐπίπεδο ὁ Βρυ­έν­νι­ος, κα­θώς ἐ­πί­σης καί στίς ἡ­συ­χα­στι­κές ἔ­ρι­δες στό Βυ­ζά­ντι­ο, οἱ ὁ­ποῖ­ες ὑπῆρξαν πο­λύ ση­μα­ντι­κές καί γι­ά τόν ἴ­δι­ο τόν Βρυ­έν­νι­ο, νε­ώ­τε­ρο δι­ά­δο­χο τοῦ ἡ­συ­χα­σμοῦ. Στήν τε­λευ­ταί­α πα­ρά­γρα­φο τῆς Εἰ­σα­γω­γῆς πε­ρι­γρά­φο­νται τά θε­ο­λο­γι­κά ρεύ­μα­τα τῆς πε­ρι­ό­δου καί ἐ­κτί­θε­νται οἱ βα­σι­κές θε­ο­λο­γι­κές θέ­σεις τοῦ πα­λα­μι­σμοῦ, τίς ὁ­ποῖ­ες υἱ­ο­θέ­τη­σε καί ὁ Βρυ­έν­νι­ος.

Στό πρῶ­το μέ­ρος τῆς ἐρ­γα­σί­ας (σ. 69-136) παρουσιάζεται ἡ ζω­ή τοῦ Ἰ­ω­σήφ Βρυ­εν­νί­ου. Ἀ­π᾿ αὐ­τήν προ­κύ­πτει ὅ­τι ὁ Ἰ­ω­σήφ γεν­νή­θη­κε πε­ρί τό 1350 καί πέ­θα­νε τό 1431 στήν Κων­στα­ντι­νού­πο­λη. Ἔ­δρα­σε στήν Κων/λη, τήν Κρή­τη καί τήν Κύ­προ καί ἐρ­γά­στη­κε γι­ά τήν ἀ­πο­κα­τά­στα­ση τῶν σχέ­σε­ων με­τα­ξύ Ὀρ­θο­δό­ξων καί Λατίνων. Στή συ­νέ­χει­α ἀκολουθεῖ πε­ρι­γρα­φή τῶν ἔρ­γων τοῦ Ἰ­ω­σήφ Βρυ­εν­νί­ου μέ βά­ση τή χει­ρό­γρα­φη πα­ρά­δο­ση. Κα­τα­βλή­θη­κε με­γά­λη προ­σπά­θει­α γι­ά τήν ἀ­νεύ­ρε­ση καί τα­ξι­νό­μη­ση ὅ­λων σχε­δόν τῶν ἑλ­λη­νι­κῶν χει­ρο­γρά­φων τῶν ἔρ­γων τοῦ Βρυ­εν­νί­ου τά ὁποῖα βρί­σκο­νται διεσπαρμένα σέ πολ­λές βι­βλι­ο­θῆ­κες, μοναστηριακές ἤ μή ἀνά τόν κό­σμο. Με­ρι­κά ἀ­π᾿ αὐ­τά τά χει­ρό­γρα­φα χρησιμοποιήθηκαν κα­τά τήν προ­ε­τοι­μα­σί­α τῆς με­λέ­της αὐ­τῆς, ἰ­δι­αί­τε­ρα ὅσα πε­ρι­λαμ­βά­νουν τά ἀ­νέκ­δο­τα ἔρ­γα, ἐ­νῶ γιά τά ἐκδιδόμενα χρησιμοποιήθηκε ἡ ἔκδοση τοῦ Εὐ­γε­νί­ου Βούλ­γα­ρη (Τά Εὑρεθέντα, Λει­ψί­α 1768, 3 τό­μοι).

Τό δεύ­τε­ρο μέ­ρος τῆς με­λέ­της, τό καί ἐκτενέστερο (σ. 137-404), εἶ­ναι ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νο στήν θε­ο­λο­γι­κή δι­δα­σκα­λί­α τοῦ Ἰ­ω­σήφ Βρυ­εν­νί­ου. Ἡ διδασκαλία τοῦ Βρυεννίου ἐκτίθεται σέ τέσ­σε­ρα κε­φά­λαι­α: 1. Δι­δα­σκα­λί­α πε­ρί τῆς Ἁ­γί­ας Τρι­ά­δος (σ. 139-262). 2. Δι­δα­σκα­λί­α πε­ρί τῆς ἐ­ναν­θρω­πή­σε­ως τοῦ Θε­οῦ Λό­γου καί τῆς σω­τη­ρί­ας τοῦ πε­πτωκότος ἀν­θρώ­που (σ. 263-313). 3. Δι­δα­σκα­λί­α πε­ρί τοῦ ἀν­θρώ­που καί τῆς ἀ­σκή­σε­ώς του (σ. 315-382) καί 4. Δι­δα­σκα­λί­α πε­ρί τῶν ἐ­σχά­των (σ. 383-404). Λαμ­βά­νο­ντας ὑ­πό­ψη τή θεματολογία τοῦ συνόλου τοῦ θε­ο­λο­γι­κοῦ ἔρ­γου τοῦ Βρυ­εν­νί­ου,  κυ­ρι­ώ­τε­ρο καί λε­πτο­με­ρέ­στε­ρο κε­φά­λαι­ο εἶ­ναι τό πε­ρί τῆς ἁ­γί­ας Τρι­ά­δος, πού καταλμβάνει σχε­δόν τό 1/4 σχεδόν ὁ­λό­κλη­ρης τῆς με­λέ­της. Σ᾿ αὐ­τό ἐκ­τίθεται ἡ ἐν γέ­νει χρι­στι­α­νι­κή καί ὀρ­θό­δο­ξη ἀντίληψη τοῦ Βρυεννίου πε­ρί Θε­οῦ ὡς Τρι­ά­δος, δη­λα­δή πε­ρί τρι­α­δι­κό­τη­τας τῶν θεί­ων ὑ­πο­στά­σε­ων καί ἑ­νό­τη­τας τῆς θεί­ας φύ­σε­ως. 

Γίνεται ἀναφορά στίς προ­σω­πι­κές (ὑ­πο­στα­τι­κές) ἰ­δι­ό­τη­τες τοῦ Πα­τρός, τοῦ Υἱ­οῦ καί τοῦ ἁγί­ου Πνεύ­μα­τος καί το­νί­ζεται ἰ­δι­αί­τε­ρα ἡ πα­ρα­δο­σι­α­κή ὀρ­θό­δο­ξη ἀ­ντί­λη­ψη τοῦ Βρυ­εν­νί­ου πε­ρί τῆς Μο­ναρ­χί­ας τοῦ Θε­οῦ Πα­τρός ὡς πη­γῆς καί ἑ­νό­τη­τας τῶν ὑ­πο­στά­σε­ων. Στή συ­νέ­χει­α ἐκ­τίθεται ἡ -ἐμ­φα­νῶς πα­λα­μι­κή- ἀ­ντί­λη­ψη τοῦ Βρυ­εν­νί­ου πε­ρί δι­α­κρί­σε­ως οὐ­σί­ας καί ἐ­νερ­γεί­ας στόν Θε­ό, καί τέ­λος ἐ­ξε­τά­ζεται λε­πτο­με­ρῶς ἡ δι­δα­σκα­λί­α τοῦ Βρυ­εν­νί­ου πε­ρί ἐκ­πο­ρεύ­σε­ως τοῦ ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος. Στό τε­λευ­ταῖ­ο αὐ­τό θέ­μα, πού πε­ριλαμβάνει τρεῖς ἐπιμέρους πα­ρα­γρά­φους, ἔχει δοθεῖ ἰδιαίτερη προ­σο­χή γι­α­τί, ὅ­πως ἀ­ναφέρεται καί στά ἐ­πι­λε­γό­με­να, με­τα­ξύ τῶν θε­μά­των μέ τά ὁ­ποῖ­α ἀ­σχο­λή­θη­κε ὁ Βρυ­έν­νι­ος, τό πρό­βλη­μα τῆς ἐκ­πο­ρεύ­σε­ως τοῦ ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος κα­τέ­χει κε­ντρι­κή θέ­ση, καθῶς ὑ­πῆρ­ξε βα­σι­κό θέ­μα στίς ἐκ­κ­λη­σι­α­στι­κο­θε­ο­λο­γι­κές συ­να­ντή­σεις καί συ­νο­μι­λί­ες πού εἶ­χε ὁ Βρυ­έν­νι­ος  μέ ἐκπροσώπους τῆς Δυ­τι­κῆς Ἐκ­κ­λη­σί­ας.

Ἡ λε­πτο­με­ρής πα­ρου­σί­α­ση τοῦ τρι­α­δο­λο­γι­κοῦ κε­φα­λαί­ου θά ἀ­παι­τοῦ­σε πο­λύ χῶ­ρο, σέ ἕ­να δέ τέ­τοι­ου εἴ­δους ὑ­πό­μνη­μα πε­ρι­ο­ρι­ζό­μα­στε νά το­νί­σου­με μό­νο τά ἰ­δι­αί­τε­ρα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά τῆς τρι­α­δι­κῆς δι­δα­σκα­λί­ας τοῦ Βρυ­εν­νί­ου. Ἡ τρι­α­δο­λο­γί­α τοῦ Βρυ­εν­νί­ου πη­γά­ζει ἀ­πό τήν ὀρ­θό­δο­ξη δι­δα­σκα­λί­α τῶν ἀ­να­το­λι­κῶν Πα­τέ­ρων τῆς Ἐκ­κ­λη­σί­ας πε­ρί ἁ­γί­ας Τρι­ά­δος, τούς ὁ­ποί­ους ὁ Βρυ­έν­νι­ος ἄ­ρι­στα γνω­ρί­ζει καί εὑ­ρέ­ως χρη­σι­μο­ποι­εῖ. Ἰ­δι­αί­τε­ρα το­νί­ζου­με τόν πα­λα­μι­κό χα­ρα­κτή­ρα τῆς τρι­α­δο­λο­γί­ας του (δι­ά­κρι­ση ἐν τῷ Θε­ῷ οὐ­σί­ας καί ἐ­νέρ­γει­ας, δι­δα­σκα­λί­α πε­ρί τῶν ἀ­κτί­στων θείων ἐ­νερ­γει­ῶν), χά­ρη στόν ὁ­ποῖ­ο ὁ Βρυ­έν­νι­ος γί­νε­ται καί σή­με­ρα ἐπίκαιρος, ἄν λά­βου­με ὑ­πό­ψη τήν ἀ­να­ζω­πύ­ρω­ση  τοῦ ἐν­δι­α­φέ­ρο­ντος γι­ά τόν ἡ­συ­χα­σμό καί τήν ἡ­συ­χα­στι­κή θε­ο­λο­γί­α στό σύ­νο­λό της, καί μά­λι­στα ὄ­χι μό­νο στόν ὀρ­θό­δο­ξο κό­σμο. Ἰ­δι­αί­τε­ρη ση­μα­σί­α δίδεται στή στά­ση τοῦ Βρυ­έν­νι­ου στό θέμα τῆς ὑ­πο­στα­τι­κῆς ἐκ­πο­ρεύ­σε­ως τοῦ ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος μό­νον ἐκ Πα­τρός καί στήν ἀδυναμία τῆς ἀ­πο­δο­χῆς τῆς λα­τι­νι­κῆς δι­δα­σκα­λί­ας πε­ρί τοῦ Filioque, ἐφόσον ἡ λα­τι­νι­κή σχο­λα­στι­κή θε­ο­λο­γί­α δέν δέχεται τήν ἀρ­χαί­α ἀ­να­το­λι­κή δι­δα­σκα­λί­α πε­ρί θεί­ων ἐ­νερ­γει­ῶν καί ἐ­νερ­γη­τι­κῆς, ὄ­χι ὑ­πο­στα­τι­κῆς, ἀ­πο­στο­λῆς τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος στόν κό­σμο ἐκ Πα­τρός καί Υἱ­οῦ. Στό ση­μεῖ­ο αὐ­τό ὁ Βρυ­έν­νι­ος -πα­ρά τήν πο­λε­μι­κή θε­ο­λο­γί­α του- ἐμ­φα­νί­ζε­ται ὡς ἕ­νας πρα­γμα­τι­κός οἰ­κου­με­νι­στής τῆς Ἀ­να­το­λῆς κα­τά τήν ἐποχή πρίν ἀ­πό τήν σύ­νο­δο τῆς Φλω­ρε­ντί­ας, γι­α­τί ἡ κρι­τι­κή του στό λα­τι­νι­κό Filioque δέν ἔ­κλει­σε ὅ­λες τίς θύ­ρες γι­ά τήν ἕ­νω­ση τῶν Ἐκ­κ­λη­σι­ῶν, ἀλ­λά στήν πρα­γμα­τι­κό­τη­τα ἔ­δει­χνε δρό­μους καί δυ­να­τό­τη­τες μι­ᾶς ὀρ­θῆς ἑ­νό­τη­τας μέ βά­ση τήν κοι­νή πί­στη τῶν ἀρ­χαί­ων Πα­τέ­ρων.

Τά ἑ­πό­με­να δύ­ο κε­φά­λαι­α τῆς με­λέ­της ἀναφέρονται   στήν Χρι­στο­λο­γί­α καί Σω­τη­ρι­ο­λο­γί­α (Κεφ. 2), καθώς καί στή δι­δα­σκα­λί­α πε­ρί ἀν­θρώ­που καί ἀ­σκη­τι­κῆς ζω­ῆς (Κεφ. 3). Τά κε­φά­λαι­α αὐ­τά εἶ­ναι μι­κρό­τε­ρης ἔκτασης λόγῳ τοῦ περιορισμένου ὑλικοῦ τῶν πηγῶν (ἰδιαίτερα τό περί Ἐκκλησίας θέμα θίγεται στίς πηγές πολύ λίγο, γι’ αὐτό μόλις καί μπορέσαμε νά βροῦμε κάποιο σχετικό ὑλικό). Στό Κεφ. 2 το­νί­ζεται ἡ δι­δα­σκα­λί­α τοῦ Βρυ­εν­νί­ου πε­ρί τῆς Ὑ­πε­ρα­γί­ας Θε­ο­τό­κου, πο­λύ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή γι­ά ὁ­ρι­σμέ­νες θέσεις τῆς Βυ­ζα­ντι­νῆς Θε­ο­λο­γί­ας τοῦ ΙΔ΄ αἰ­ώ­να. Στό κεφ. 3 παρουσιάζεται ἀρ­κε­τά λε­πτο­με­ρῶς ἡ ἀ­σκη­τι­κή δι­δα­σκα­λί­α τοῦ Βρυ­εν­νί­ου πε­ρί τῆς ἐν Χρι­στῷ ζω­ῆς τοῦ ἀν­θρώ­που, ἐ­πί­σης χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή γι­ά τήν ἀν­θρω­πο­λο­γί­α καί τόν ἀ­σκη­τι­κό ἡ­συ­χα­σμό τοῦ ΙΔ΄ αἰ­ώ­να.

Στό τε­λευ­ταῖ­ο κε­φά­λαι­ο πού εἶ­ναι καί τό μι­κρό­τε­ρο (σ. 383-404), ἐ­κτί­θε­ται ἡ πε­ρί ἐ­σχά­των δι­δα­σκα­λί­α τοῦ Βρυ­εν­νί­ου. Ἀναλύονται τά σχε­τι­κά λί­γα στοι­χεῖ­α ἀπό τά ἔρ­γα τοῦ Βρυ­εν­νί­ου πού ἀναφέρονται στήν Δευ­τέ­ρα Πα­ρου­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ, τήν Ἀ­νά­στα­ση τῶν νε­κρῶν, τή Μέλλουσα Κρί­ση καί τήν Αἰ­ώ­νι­α ζω­ή. Ὑ­πο­γραμ­μί­ζεται ὁ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κός ὑ­στε­ρο­βυ­ζα­ντι­νός τρό­πος θε­ω­ρή­σε­ως τῆς ἐ­σχα­το­λο­γί­ας ἀ­πό τόν Βρυ­έν­νι­ο, κα­θώς καί ἡ πο­λε­μι­κή του ἐ­να­ντί­ον τῆς νε­ο­φα­νοῦς λα­τι­νι­κῆς δι­δα­σκα­λί­ας πε­ρί τῆς κα­τα­στά­σε­ως τῶν πι­στῶν με­τά τόν θά­να­το.

Τό ἔρ­γο κα­τα­κλεί­ε­ται μέ τά Ἐ­πι­λε­γό­με­να (σ. 405-415), ὅ­που δίνου­με πε­ρι­λη­πτι­κῶς τά πο­ρί­σμα­τα τῆς ὅ­λης ἔ­ρευ­νας, μέ πε­ρί­λη­ψη στήν γαλ­λι­κή γλώσ­σα (σ. 412-418), πί­να­κα βι­βλι­ο­γρα­φί­ας (σ. 419-435) καί πί­να­κα τῶν ὀ­νο­μά­των καί πρα­γμά­των (437-441).
 
6. «Εὐ­χαί εἰς τήν Ἑλ­λη­νι­κήν καί Σερ­βι­κήν γλῶσ­σαν ἀ­πο­δι­δό­με­ναι εἰς τόν Ἅ­γι­ον Γρη­γό­ρι­ον Νε­ο­και­σα­ρεί­ας τόν θαυ­μα­τουρ­γόν».
Ἡ με­λέ­τη αὐ­τή πα­ρου­σι­ά­ζει κεί­με­να εὐ­χῶν στήν ἑλ­λη­νι­κή καί σερ­βι­κή γλώσ­σα πού ἀ­πο­δί­δο­νται στόν ἅ­γι­ο Γρη­γό­ρι­ο Νε­ο­και­σα­ρεί­ας τόν θαυ­μα­τουρ­γό. Δι­αι­ρεῖ­ται σέ τρί­α μέ­ρη: α) τήν εἰ­σα­γω­γή, β) τό κεί­με­νο τῶν ἑλ­λη­νι­κῶν εὐ­χῶν καί γ) τό κεί­με­νο τῶν σερ­βι­κῶν εὐ­χῶν.

α) Στήν εἰ­σα­γω­γή ἀ­να­φέ­ρο­νται οἱ πηγές τῶν κειμένων. Σέ ὅ,τι ἀφορᾶ στίς τρεῖς εὐχές στή σερβική γλῶσσα, προέρχονται ἀπό μία συλλογή κειμένων πού περιέχει προσευχές ὑπέρ ἀσθενῶν καί ὑ­πέρ δι­α­φυ­λά­ξε­ως ἀ­πό κά­θε πει­ρα­σμό καί ὀ­νο­μά­ζε­ται Abagarum. Ἡ ἑλληνική εὐχή παραδίδεται, ἀπό ἕξι χειρόγραφους κώδικες. Ἀ­πό τή σύ­γκρι­ση τῶν  εὐ­χῶν προ­κύ­πτει ὅ­τι ἡ εὐ­χή 1 στά σερβικά ἔ­χει κοι­νά ση­μεῖ­α μέ τήν εὐ­χή στά ἑλληνικά, ὥ­στε ἡ πρώ­τη νά μπο­ρεῖ νά θε­ω­ρη­θεῖ ὡς δι­α­σκευ­ή τῆς δεύ­τε­ρης (σέ πα­ράλ­λη­λες στῆ­λες δίνονται με­ρι­κά ἀ­πό τά κοι­νά ση­μεῖ­α τῶν δύ­ο εὐ­χῶν). Στίς ὑπόλοιπες σερ­βι­κές εὐ­χές, ἐ­κτός ἀ­πό τήν ἀ­να­φο­ρά σέ με­ρι­κούς ἁ­γί­ους τῆς Ἐκ­κ­λη­σί­ας, δέν ὑ­πάρ­χουν κοι­νά ση­μεῖ­α μέ τήν ἑλ­λη­νι­κή εὐ­χή. Στήν συ­νέ­χει­α ἐ­ξε­τά­ζε­ται τό πρό­βλη­μα τοῦ συντάκτη τῶν εὐχῶν. Ἀ­πό ἐ­σω­τε­ρι­κές μαρ­τυ­ρί­ες τοῦ κει­μέ­νου κα­τα­λή­γου­με στό συ­μπέ­ρα­σμα ὅ­τι ὁ Γρη­γό­ρι­ος Νε­ο­και­σα­ρεί­ας δέν μπορεῖ νά εἶ­ναι ὁ συγ­γ­ρα­φέ­ας τῶν εὐ­χῶν, τό­σο τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς ὅ­σο καί τῶν σερ­βι­κῶν. Περαιτέρω προ­σπά­θει­ες προσ­δι­ο­ρι­σμοῦ τοῦ συγ­γ­ρα­φέ­α πα­ρα­μέ­νουν στό στά­δι­ο τῶν ὑ­πο­θέ­σε­ων. Στη­ρι­ζό­με­νοι σέ μαρ­τυ­ρί­ες τοῦ κει­μέ­νου θε­ω­ροῦ­με ὡς terminus post quem γιά τή σύνταξή τους τόν Ζ΄ αἰ­ώ­να (πριθανότατα ὅ­μως ἔ­χουν γρα­φτεῖ ἀρκετά ἀρ­γό­τε­ρα, πρά­γμα πού κα­θι­στᾶ τό ἀ­ντι­κεί­με­νο αὐ­τῆς τῆς με­λέ­της οἰκεῖο πρός τό γνω­στι­κό ἀντικείμενο πού καλ­λι­ερ­γεῖ ὁ συγγραφέας). Τέ­λος ἐ­ξε­τά­ζε­ται ἡ γλώσ­σα τοῦ κει­μέ­νου καί ἐ­πι­ση­μαί­νο­νται οἱ σπά­νι­οι συντακτικοί καί λεκτικοί τύποι.

β) Ἡ εὐ­χή στήν ἑλ­λη­νι­κή γλώσ­σα ἔ­χει ἐκ­δο­θεῖ κα­τά τό με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος της ἀ­πό τόν A. Strittmatter, ἀλ­λά ὄ­χι μέ βά­ση ὅ­λους τούς κώ­δι­κες ποῦ ἔ­χουν ἐ­πι­ση­μαν­θεῖ. Κρί­να­με χρή­σι­μο νά τήν ἐ­πα­νεκ­δώ­σου­με χρησιμοποιώντας τούς κώ­δι­κες πού δέν ἔ­λα­βε ὑ­πό­ψη ὁ Strittmatter καί νά ἐπισημάνουμε στή συνέχεια τίς δι­α­φο­ρές πού ὑ­πάρ­χουν με­τα­ξύ τοῦ κει­μέ­νου τῆς δι­κῆς μας ἔκ­δο­σης καί τοῦ κει­μέ­νου τῆς ἔκ­δο­σης Strittmatter. Νο­μί­ζου­με ὅ­τι ἡ ἐ­πα­νέκ­δο­ση δι­και­ώ­νε­ται ὄ­χι μό­νο ἀ­πό τήν ἐ­πι­σή­μαν­ση καί χρη­σι­μο­ποί­η­ση τεσ­σά­ρων νέ­ων κω­δί­κων, ἀλ­λά καί ἀ­πό τή συνέκδοσή της μέ τίς εὐχές στά σερβικά. Κά­τω ἀ­πό τό κεί­με­νο τῆς εὐ­χῆς δί­νο­νται πα­ρα­πο­μπές σέ συγ­γε­νῆ ἁ­γι­ο­γρα­φι­κά χω­ρί­α καί τό κριτικό ὑπόμνημα (apparatus criticus).

γ) Τό κεί­με­νο στά σερβικά δημοσιεύεται γι­ά πρώ­τη φο­ρά, ὅ­πως βρί­σκε­ται στή σερ­βι­κή συλ­λο­γή Abagarum, καί πα­ράλ­λη­λα δίνεται καί ἑλ­λη­νι­κή με­τά­φρα­ση.
Ὅ­πως ἀ­να­φέ­ρου­με καί στήν εἰ­σα­γω­γή, θε­ω­ροῦ­με ὅ­τι ἡ ἔκ­δο­ση τῶν εὐ­χῶν αὐ­τῶν ἀποτελεῖ μία μι­κρή συμ­βο­λή στόν ἐμπλου­τι­σμό τοῦ εὐ­χο­λο­γί­ου, ἐνῶ ἐ­πιπλέ­ον προστίθεται στά πολ­λά ἀποδεικτικά στοι­χεῖ­α τῶν στε­νῶν ἑλ­λη­νο­σερ­βι­κῶν σχέ­σεων κα­τά τό Με­σαί­ω­να.
 
11. «Σχέσεις ᾿Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως καί Ρωσίας κατά τόν ΙΕ΄ αἰώνα (᾿Ιωσήφ Βρυέννιος – Φώτιος Κιέβου – Βησσαρίων)».
Η ἐργασία αὐτή ἀποτελεῖ ἀνακοίνωση πού ἔγινε στό “Πανελλήνιο ᾿Επιστημονικό Συνέδριο”  “Tό Βυζαντινό Φῶς” : “Mορφές τοῦ Βυζαντίου-῾Ορόσημα τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Πολιτισμοῦ”, ᾿Αθήνα 27, 28 καί 29 Μαρτίου 1998. ᾿Ερευνᾶται μιά πτυχή τῶν σχέσεων τῶν ᾿Εκκλησιῶν Κωνσταντινουπόλεως καί Ρωσίας κατά τόν ΙΕ΄ αἰώνα, ὅπως παρουσιάζεται στά πρόσωπα δύο λαμπρῶν ἐκπροσώπων τους, τοῦ διάσημου βυζαντινοῦ θεολόγου ᾿Ιωσήφ Βρυεννίου (1350-1431) καί τοῦ μητροπολίτου Κιέβου Ρωσίας Φωτίου (1408-1431), ἀναφορικῶς πρός τήν ἑνωτική σύνοδο πού εἶχε ἀποφασισθεῖ ἀπό τήν ᾿Ανατολική καί Δυτική ᾿Εκκλησία. Παρουσιάζονται ἐπίσης, γιά πρώτη φορά ἀπ᾿ ὅτι γνωρίζουμε, κάποια νέα στοιχεῖα πού θά διευκόλυναν τήν περαιτέρω ἔρευνα γιά τή βιογραφία τοῦ καρδιναλίου Βησσαρίωνα. Συγκεκριμένα παρατίθενται στοιχεῖα, βάσει τῶν ὁποίων μποροῦμε νά ὑποθέσουμε πολύ πιθανόν ὅτι ὁ Βυσσαρίων σέ νεαρή ἡλικία ἐκτελοῦσε χρέη γραμματέως τοῦ ᾿Ιωσήφ Βρυεννίου. Αὐτό θεωροῦμε ὅτι ἔχει σημασία γιά τήν προσδιορισμό τῆς  πρώιμης θεολογικῆς στάσης τοῦ Βησσαρίωνα, ἐφόσον ὁ Βρυέννιος ὑπῆρξε ὑπερασπιστής τῶν ὀρθοδόξων δογμάτων καί μέ τή διδασκαλία του ἐπηρέασε πολύ ἐκείνους πού στή μετέπειτα σύνοδο τῆς Φλωρεντίας ἀρνήθηκαν κάθε συμβιβαστική λύση ἀντίθετα πρός τόν Βησσαρίωνα.
 
12. “Tέσσερεις ὁμοϊδεάτες τοῦ ῾Αγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ καί ἡ διδασκαλία τους περί θείας οὐσίας καί ἀκτίστων ἐνεργειῶν καί ἐκπορεύσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος”.
῾Η μελέτη ἀποτελεῖ ἐπηυξημένη μορφή εἰσηγήσεως στό Διεθνές ᾿Επιστημονικό Συνέδριο “῾Ο ῞Αγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς στήν ἱστορία καί στό παρόν”  (Λεμεσός 5-7 Νοεμβρίου 1999).

Μεταξύ τῶν φίλων καί συνεργατῶν τοῦ ἁγίου Γρη-γορίου τοῦ Παλαμᾶ ὑπῆρξαν οἱ γνωστοί γιά τή δράση καί τήν ἡσυχαστική θεολογία τους πατριάρχης Φιλόθεος Κόκκινος, ᾿Ιωσήφ Καλόθετος, Δαβίδ Δισύπατος καί ὁ ἐλάχιστα γνωστός μοναχός Μᾶρκος ὁ Κυρτός. Στήν ἀρχή παρουσιάζεται σύντομο βιογραφικό σημείωμα τῶν τριῶν πρώτων καί λεπτομερέστερο γιά τόν ἐν πολλοῖς ἄγνωστο Μᾶρκο τόν Κυρτό. Στή συνέχεια ἀπό τή διδασκαλία τους ἐκτίθενται: 1. Τό πρόβλημα τῆς διακρίσεως θείας οὐσίας καί ἀκτίστων θείων ἐνεργειῶν, καί 2. Τό πρόβλημα τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Τό θέμα θείας οὐσίας καί ἀκτίστων θείων ἐνεργειῶν τό ἐξετάζουν οἱ τέσσερεις παλαμιστές ἔχοντας ὑπόψη ὅτι ἀποτελεῖ ἕνα σπουδαῖο μέρος τῆς περί ἁγίας Τριάδος διδασκαλίας τῆς ᾿Εκκλησίας. Γι᾿ αὐτό τή διδασκαλία τους περί διακρίσεως οὐσίας καί ἐνεργειῶν τήν τοποθετοῦν μέσα στό τριαδολογικό πλάισιο. Κατ᾿ αὐτούς οἱ βάσικές θέσεις τῆς ἄνομης διδασκαλίας τῶν ἀντιησυχαστῶν εἶναι δύο: ῾Η ταύτιση τῆς θείας οὐσίας καί ἐνεργείας καί ἡ θεώρηση τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν καί δωρεῶν τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο ὡς κτιστῶν. Γύρω ἀπ᾿ αὐτές τίς θέσεις διεξάγεται ὅλος ὁ ἀντιρρητικός ἀγώνας τους. Πιστεύουν ὅτι ἡ διάκριση οὐσίας καί ἐνεργείας εἶναι θεολογικῶς ἀναγκαία, διότι μέ αὐτή διασφαλίζεται τόσο ἡ ὑπερβατικότητα τοῦ Θεοῦ ὅσο καί ἡ πραγματικότητα τῆς κοινωνίας μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπου. Καί ἡ πίστη τους αὐτή βασιζόταν στήν ῾Αγία Γραφή καί στήν ἐμπειρία τῶν θεοπτῶν Πατέρων τῆς ᾿Εκκλησλίας, ἡ ὁποία βρῆκε τήν τέλεια ἔκφρασή της στήν παλαμική διδασκαλία.

Μέ βάση τή διάκριση αὐτή ἀντιμετώπισαν καί τό θέμα  τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος. ῾Υποστήριζαν ὅτι ἡ πρόοδος τοῦ ἁγίου Πνεύματος εἶναι διττή: Καθ᾿ ὕπαρξιν καί κατ᾿ ἐνέργειαν. ῾Η καθ᾿ ὕπαρξιν πρόοδος θεμελιώνεται στήν Πατρική ὑπόσταση καί ἀνήκει στό ἀμέθεκτο μυστήριο τοῦ Θείου τριαδικοῦ ῎Οντος. ῾Η κατ᾿ ἐνέργειαν πρόοδος εἶναι κοινό ἔργο τῶν θείων ὑποστάσεων καί ἄρα ἰδιότητα τῆς κοινῆς οὐσίας τους. Συνεπῶς τό Πνεῦμα τό ἅγιο προ-έρχεται ἐκ τοῦ Πατρός, ἀλλά χαρισματικῶς δίνεται στά κτίσματα διά τοῦ Υἱοῦ. Αὐτή ἡ διά τοῦ Υἱοῦ πέμψη τοῦ ἁγίου Πνεύματος εἶναι ἔργο τῆς κοινῆς ἐνέργειας τῶν τριῶν προσώπων τῆς ἁγίας Τριάδος καί ἔχει ἀποκαλυπτικό χαρα-κτήρα.

῾Η διδακαλία αὐτή τῶν τεσσάρων φίλων καί συνεργατῶν τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἄν καί δέν τούς ἀναδεικνύει πρωτότυπους συγγραφεῖς, τούς ἀποκα-λύπτει ὡστόσο ἄξιους ἑρμηνευτές τῆς πατερικῆς παραδόσε-ως καί ἰδιαίτερα τῆς ἡσυχαστικῆς.
Ἰδιαίτερη συμβολή  τῆς παρούσης ἐγασίας στήν ἔρευ-να ἀποτελεῖ ὁ βίος καί οἱ θεολογικές ἀπόψεις τοῦ μοναχοῦ Μάρκου τοῦ Κυρτοῦ, ὅπως ἐκτέθηκαν βάσει τῶν χειρογράφων κωδίκων τῶν ἔργων του.
 
13. Ὁ Ἱ­ε­ρο­μό­να­χος Ἱ­ε­ρό­θε­ος (ΙΓ΄ Αἰ.) καί τό ἀ­νέκ­δο­το συγ­γ­ρα­φι­κό ἔρ­γο του,  Κριτική ἔκδοση.
Ἡ με­λέ­τη αὐ­τή ἀ­πο­τε­λεῖ τήν πρώ­τη -ὅ­σο γνω­ρί­ζου­με- πα­ρου­σίαση τοῦ ἄ­γνω­στου καί ἀ­νέκ­δο­του συγ­γ­ρα­φι­κοῦ ἔρ­γου τοῦ ἱ­ε­ρο­μο­νά­χου τοῦ ΙΓ΄ αἰ­ώ­να Ἱ­ε­ρο­θέ­ου μέ βά­ση τούς χει­ρό­γρα­φους κώ­δι­κες πού ἐντοπίσαμε.
Τό ὅ­λο ἔρ­γο, ἐ­κτός ἀ­πό τόν πρό­λο­γο καί τίς συ­ντο­μο­γρα­φί­ες, δι­αι­ρεῖ­ται σέ δύ­ο μέ­ρη:
Τό πρῶ­το μέ­ρος πε­ρι­λαμ­βά­νει εἰ­σα­γω­γή, ὅ­που ἐ­κτί­θε­ται μέ συ­ντο­μί­α τό ἱ­στο­ρι­κό πλαί­σι­ο τῆς ἐ­πο­χῆς τοῦ συγ­γ­ρα­φέ­α, καί δύ­ο τμή­μα­τα. Στό πρῶ­το τμῆ­μα ἐ­κτί­θε­ται ὁ βί­ος τοῦ Ἱ­ε­ρο­θέ­ου, ὅ­πως προ­κύ­πτει ἀ­πό τίς μαρ­τυ­ρί­ες τῶν ἴ­δι­ων τῶν ἔρ­γων του. Στό δεύ­τε­ρο τμῆ­μα πα­ρου­σι­ά­ζο­νται συ­στη­μα­τι­κά ὅ­λα τά γνωστά ἔρ­γα τοῦ Ἱ­ε­ρο­θέ­ου. Ἐ­ξε­τά­ζε­ται ἡ χει­ρό­γρα­φη πα­ρά­δο­ση, ὁ τίτ­λος, τά αἴ­τι­α καί ὁ σκο­πός συγ­γ­ρα­φῆς, ὁ χρό­νος συγ­γ­ρα­φῆς καί τό πε­ρι­ε­χό­με­νο κά­θε ἔρ­γου χω­ρι­στά, κα­θώς καί γενικῶς οἱ πη­γές, ἡ γλώσ­σα καί τό ὕ­φος καί ἡ ἀ­ξί­α ὅ­λων τῶν ἔρ­γων τοῦ Ἱ­ε­ρο­θέ­ου. Στό τμῆ­μα αὐ­τό παρουσιάζεται ἐ­πί­σης καί ἡ δι­δα­σκα­λί­α τοῦ Ἱ­ε­ρο­θέ­ου, στίς ἑ­ξῆς ἐπιμέρους πα­ρα­γρά­φους: 1) Οἱ τρεῖς θεῖ­ες ὑ­πο­στά­σεις στήν Θε­ό­τη­τα, 2) Οὐ­σί­α καί ὑ­πο­στά­σεις, 3) Οὐ­σί­α καί ἐ­νέρ­γει­ες, 4) Οἱ σχέ­σεις τῶν θεί­ων ὑ­πο­στά­σε­ων ὡς βά­ση γι­ά τήν ὀρ­θή θε­ώ­ρη­ση τῆς ἐκ­πο­ρεύ­σε­ως τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος καί 5) Εἰ­κο­νι­κή πα­ρά­στα­ση τῆς ἁ­γί­ας Τρι­ά­δος. Ἡ τρι­α­δι­κή δι­δα­σκα­λί­α τοῦ Ἱ­ε­ρο­θέ­ου ἔ­χει πο­λε­μι­κό καί ἀ­ντιρ­ρη­τι­κό χα­ρα­κτή­ρα. Ἀ­κο­λου­θώ­ντας τήν δο­γμα­τι­κή πα­ρά­δο­ση τῆς ὀρ­θοόδοξης Ἐκ­κ­λη­σί­ας ἐ­ξε­τά­ζει τήν ἐκ­πό­ρευ­ση τοῦ ἁγίου Πνεύ­μα­τος βά­σει τῶν σχέ­σε­ων τῶν θεί­ων τρι­α­δι­κῶν ὑ­πο­στά­σε­ων καί ἐ­λέγ­χει μέ ὀ­ξύ­τη­τα ὅ­σους φρο­νοῦν καί γρά­φουν αἱ­ρε­τι­κά γι­' αὐ­τή.

Τό δεύ­τε­ρο μέ­ρος πε­ρι­λαμ­βά­νει σέ κριτική ἔκδοση κείμενο τῶν ἔρ­γων τοῦ Ἱ­ε­ρο­θέ­ου μέ τήν ἑ­ξῆς σει­ρά: Α. «Λό­γος πρός τούς συ­κο­φα­ντοῦ­ντας», Β. «Λό­γος προ­σφω­νη­μα­τι­κός», Γ. «Ὁ­μι­λί­α κα­τά Λα­τί­νων», Δ. «Στι­χη­ρά» καί Ε. «Ἀ­πό­δει­ξις».
Κά­τω ἀ­πό τό κρι­τι­κό κεί­με­νο ση­μει­ώ­νου­με τά ἁ­γι­ο­γρα­φι­κά καί πα­τε­ρι­κά χω­ρί­α πού χρησιμοποιεῖ ὁ συγγραφέας, καί δίδονται οἱ δι­α­φο­ρές τῶν κω­δί­κων (ὅ­ταν τό ἔρ­γο ἐκ­δί­δε­ται μέ βά­ση πε­ρισ­σό­τε­ρους ἀ­πό ἕ­να κώ­δι­κες) ἤ τίς ἀ­πα­ραί­τη­τες δι­ορ­θώ­σεις (apparatus criticus).
 
14. ῾Ο Νικηφόρος Βλεμμύδης καί ἡ περί ἐκπορεύσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος διδασκαλία του.
῾Η ὅλη ἐργασία, στήν ὁποία προτάσσεται Πρόλογος, Πίνακας Περιεχομένων, Συντομογραφιες καί Εἰσαγωγή διαιρεῖται σέ δύο Μέρη. Στο πρῶτο Μέρος  παρουσιάζεται ὁ βίος (Κεφάλαιο Α΄), οἱ λοιπές δραστηριότητες (Κεφάλαιο Β') καί τό συγγραφικό ἔργο τοῦ Νικηφόρου Βλεμμύδη (Κεφάλαιο Γ΄). Στό δεύτερο Μέρος ἀναλύεται ἡ περί ἐκπορεύσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος διδασκαλία τοῦ Βλεμμύδη σέ δύο κεφάλαια: Στό Κεφάλαιο Α΄ παρουσιά-ζεται ἡ θέση τοῦ συγγραφέα ἔναντι τοῦ Filioque, στό Κεφάλαιο Β΄  ἐκτίθενται οἱ ἀπόψεις τοῦ συγγραφέα γιά τήν ἐκπόρευση τοῦ ἁγίου Πνεύματος βάσει τῆς ῾Αγίας Γραφῆς, καί στό Κεφάλαιο Γ΄ βάσει τῆς πατερικῆς διδασκαλίας. ῾Η ἐργασία κατακλείεται μέ τά ᾿Επιλεγόμενα καί τή Βιβλιο-γραφία. 

Ἀναλυτικότερα:

῾Η εἰσαγωγή περιλαμβάνει τό ἱστορικο-ἐκκλησιαστικό πλαίσιο τῆς ἐποχῆς ὅπου ἔζησε καί ἔδρασε ὁ Νικηφόρος Βλεμμύδης. Ἐκτίθεται ἡ πολιτική, πολιτιστική καί ἐκκλησιαστική κατάσταση τῆς ἐποχῆς, μέ ἰδιαίτερη ἀναφορά στήν αὐτοκρατορία τῆς Νικαίας, ὅπου ἔδρασε ἐκ-κλησιαστικῶς καί θεολογικῶς ὁ Βλεμμύδης. Στήν τελευταία παράγραφο τῆς εἰσαγωγῆς ἐκτίθεται τό status quo τῆς ἔρευνας.

Στό πρῶτο μέρος τῆς ἐργασίας, τό ὁποῖο ἐπιγράφεται “Tά κατά τόν Νικηφόρο Βλεμμύδη ἐν γένει”, περιγράφεται ἡ ζωή τοῦ Βλεμμύδη (Κεφ. Α΄). Ὅπως προκύπτει, ὁ Νικηφόρος γεννήθηκε τό 1197 ἤ 1198 πιθανῶς στήν Κων-σταντινούπολη καί πέθανε τό 1272 στή μονή τοῦ ῎Οντος Θεοῦ στήν περιοχή τῶν ᾿Ημαθίων τῆς Μικρᾶς ᾿Ασίας. Μέ κάθε δυνατή λεπτομέρεια περιγράφονται τά πρῶτα ἔτη τοῦ βίου του, ἡ παιδεία τήν ὁποία ἔλαβε, ἡ μοναχική ζωή του στίς μονές τοῦ ῾Αγίου Γρηγορίου τοῦ Θαυματουργοῦ καί τοῦ ῎Οντος Θεοῦ, οἱ σχέσεις του μέ τούς ἄρχοντες τῆς ἐποχῆς του, τά τελευταῖα ἔτη τοῦ βίου του, καί ἐπιχειρεῖται ὁ χαρακτηρισμός τοῦ προσώπου του. ᾿Επίσης ἐκτίθενται οἱ θεολογικές καί παιδαγωγικές δραστηριότητές του (Κεφ. Β΄), οἱ ὁποῖες περιλαμβάνουν τόν προταγωνιστικό ρόλο του στίς θεολογικές συζητήσεις μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Λατίνων στή Νίκαια-Νύμφαῖο (1234) καί στή Νίκαια (1250), καθώς καί τό παιδαγωγικό ἔργο πού ἄσκησε στίς σχολές-φροντηστήρια πού ἵδρυσε στίς μονές ὅπου ἐγκαταβίωνε. ᾿Από τούς θεολογικούς διαλόγους μέ τούς Λατίνους προκύπτει ὅτι ὁ Βλεμμύδης ὑπῆρξε βαθύς θεολόγος, ἱκανός νά ἐκθέτει καί νά ὑπερασπίζεται τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία περί τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος˙ ἀπό τίς παιδαγωγικές δραστηριότητές του ἀναδεικνύεται μέγας διδάσκαλος πού προσέφερε μεγάλες ὑπηρεσίες στήν ὑπόθεση τῆς παιδείας στήν αὐτοκρατορία τῆς Νικαίας (μεγάλο ἐνδιαφέρον παρουσιάζει τό πρόγραμμα σπουδῶν πού ἀκολουθοῦσε ὁ Νικηφόρος στίς σχολές του). Στή συνέχεια δίνεται περιγραφή τῶν ἔργων τοῦ Βλεμμύδη (Κεφ. Γ΄). ᾿

Εξετάζοντας τό κάθε ἔργο, παρουσιάζουμε τή χειρόγραφη παράδοση -γι᾿ αὐτά πού παραμένουν ἀκόμη ἀνέκδοτα ἤ δέν ἔχουν ἐκδοθεῖ κριτικῶς-, τίς ἐκδόσεις -γιά τά ἐκδεδομένα-, τό χρόνο συγγραφῆς καί τό περιεχόμενο. Καταβλήθηκε μεγάλη προσπάθεια γιά τήν ἀνεύρεση καί ταξινόμηση σχεδόν ὅλων τῶν χειρογράφων τῶν ἔργων τοῦ συγγραφέα πού βρίσκονται διασκορπισμένα σέ πολλές βιβλιοθῆκες, μοναστηριακές ἤ μή, ἀνά τόν κόσμο. Μερικά ἀπ᾿ αὐτά τά χειρόγραφα λάβαμε ὑπόψη κατά τήν προετοιμασία τῆς μελέτης αὐτῆς, ἰδιαίτερα αὐτά πού περιλαμβάνουν  ἀνέκδοτα ἔργα, πράγμα ἀπαραίτητο γιά τήν παρουσίαση  τοῦ περιεχομένου τους. ῾Η ἀναζήτηση τῶν χειρογράφων κωδίκων τῶν ἔργων τοῦ Βλεμμύδη, ἔργο δύσκολο καί ὁπωσδήποτε ἀπό τή φύση του ἀτελές, πρέπει νά θεωρηθεῖ ὡς μία πρώτη προσπάθεια καταγραφῆς τῆς χειρόγραφης παράδοσης, ἡ ὁποία ἀσφαλῶς στό μέλλον θά συμπληρωθεῖ ἀπό τή σχετική ἔρευνα.

Στό δεύτερο μέρος τῆς ἐργασίας, τό ὁποῖο ἐπιγράφε-ται “῾Η περί ἐκπορεύσεως τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος διδασκα-λία” ἐκτίθεται ἡ θέση τοῦ Βλεμμύδη ἔναντι τοῦ Filioque (Κεφ. Α΄). Στίς συζητήσεις πού ἔγιναν μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Λατίνων ὁ Νικηφόρος ὑπερασπίσθηκε τήν ἐκπόρευση τοῦ ἁγίου Πνεύματος “ἐκ μόνου τοῦ Πατρός” ἀπορρί-πτοντας τό λατινικό Filioque. ῾H ἀποτυχία ὅμως τῶν συζη-τήσεων τόν λύπησε βαθύτατα καί ἀποφάσισε νά στραφεῖ πρός τό θησαυρό τῆς πατερικῆς γραμματείας, μέ τήν ἐλπίδα ὅτι ἐκεῖ θά βρεῖ κάποιο σημεῖο σύγκλισης τῶν δύο διαφορε-τικῶν ἀπόψεων ὡς πρός τήν ἐκπόρευση τοῦ ἁγίου Πνεύμα-τος. ῾Η μελέτη τῶν πατερικῶν ἔργων, παρ᾿ ὅτι ἔγινε ἐκ μέρους  του μέ προσοχή καί διεισδηκότητα, τόν ὁδήγησε σέ λανθασμένα συμπεράσματα, διότι ἀντιμετώπιζε τά δόγματα τῆς ᾿Εκκλησίας ὄχι μόνο ὡς ἀντικείμενο πίστεως, ἀλλά καί ὡς ἀντικείμενο διανοητικῆς ἐπεξεργασίας. ῎Ετσι θεώρησε ὅτι ἡ πατερική φράση “δι᾿ Υἱοῦ” μπορεῖ νά ἀποτελέσει τή λύση τοῦ προβλήματος˙ τήν ἑρμήνευσε ὅμως μέ τή λατινίζουσα ἐκδοχή τῆς “μεσιτείας” τοῦ Υἱοῦ (ἀναλύεται στό δεύτερο μέρος τοῦ Κεφ. Γ΄). Παρά ταῦτα οὐδέποτε δέχθηκε τό λατινικό Filioque καί θεωροῦσε τόν ἑαυτό του ἀντίθετο πρός τή λατινική διδασκαλία. Στό τέλος τῆς ζωῆς του ἔπαυσε νά ἐνδιαφέρεται  γιά τό θεολογικό ἀγῶνα σχετικά μέ τό πρόβλημα τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος καί ἐγκατέλειψε κάθε περαιτέρω προσπάθεια γιά τήν ἕνωση τῶν ᾿Εκκλησιῶν. ῎Ετσι ἐπέστρεψε στίς προηγούμενες θέσεις του, τονίζοντας τή διάκριση μεταξύ φυσικῶν καί ὑποστατικῶν ἰδιοτήτων˙  παραλείποντας τήν ἔκφραση “δι᾿ Υἱοῦ”, διατύπωνε τήν πίστη του μέ τίς φράσεις: “τό Πνεῦμα τό ἅγιον ἐκ τοῦ Πατρός ἀεί ἐκπορευόμενον” καί “ἐκπορευόμενον οὐσιωδῶς παρά Πατρός”.

Στή συνέχεια ἐκτίθενται οἱ κατά πάντα ὀρθόδοξες ἀντιλήψεις του περί ἐκπορεύσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος, τίς ὁποῖες ἐξέθεσε στούς Λατίνους κατά τίς συζητήσεις τοῦ 1234 καί 1250 (Κεφ. Β΄). Οἱ ἀντιλήψεις του αὐτές βασίζονταν ἀποκλειστικά στήν ῾Αγία Γραφή καί ἀπαντοῦσαν στά ἐπιχείρηματα τῶν Λατίνων, πού ἐπικεντρώνονταν στά βιβλικά χωρία “Πνεῦμα τοῦ Υἱοῦ” (Γαλ. 4,6), “Πνεῦμα τῆς ἀληθείας” (᾿Ιω. 14,17· 15,26· 16,13) καί “ἐκ τοῦ ἐμοῦ λήψεται καί ἀναγγελεῖ ὑμῖν” (᾿Ιω. 16,15)˙ ὑποστήριζαν δηλαδή ὅτι ἐπειδή τό Πνεῦμα ὀνομάζεται Πνεῦμα τοῦ Υἱοῦ ἤ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας -ἐφόσον ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ὀνομάζει τόν ἑαυτόν του ἀλήθεια (᾿Ιω.14,6)-, ἕπεται ὅτι ἐκπορεύεται καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ. Ἡ ἀπάντηση τοῦ Βλεμμύδη ἦταν ὅτι τά χωρία αὐτά δέν εἶναι δηλωτικά τῆς ἀΐδιας ὑπαρκτικῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Πνεύματος, ἀλλά ἀναφέρονται κυρίως στή χορηγία τῆς δωρεᾶς τοῦ ἁγίου Πνεύματος μέσα στό πλαίσιο τῆς θείας οἰκονομίας. ῎Ετσι μέ τόν πιό κατηγορηματικό τρόπο ἀποκλείει “τοῦ τόν Υἱόν ἀρχήν (ὑπαρκτικήν) ὅλως εἶναι τοῦ Πνεύματος”, δέχεται ὅμως, σύμφωνα μέ τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία, ὅτι στό πλαίσιο τῆς θείας οἰκονομίας ὁ Υἱός εἶναι “δοτήρ τοῦ Πνεύματος”, δηλαδή ὅτι μεταδίδει στά κτίσματα τή χάρη καί τή δωρεά τοῦ ἁγίου Πνεύματος, χωρίς, βέβαια, νά ἔχει τό ρόλο τοῦ αἰτίου. ᾿Επιπλέον, μέ διάφορα παραδείγματα πέτυχε νά παραστήσει ἐναργέστατα τίς σχέσεις τῶν θείων ὑποστάσεων, ὄχι μόνο μέσα ἀπό τήν ἔγχρονη καί πρός τόν κτιστό κόσμο φανέρωσή τους, ἀλλά καί ἀπό τήν προαιώνια ὕπαρξή τους. Κατόρθωσε δηλαδή  ὄχι μόνο νά τονίσει τήν ἐκ μόνου τοῦ Πατρός καθ᾿ ὕπαρξιν ἐκπόρευση τοῦ ἁγίου Πνεύματος καί τή συμμετοχή τοῦ Υἱοῦ μόνο στήν ἐν χρόνῳ ἀποστολή του, ἀλλά καί νά ὑπογραμμίσει ὅτι αὐτή δέν εἶναι μόνο ἔγχρονη, ἀλλ᾿ ἐπεκτείνεται καί στήν προαιώνιο ζωή τῆς ἁγίας Τριάδος. ῾Η ἀντίληψη αὐτή τοῦ Νικηφόρου Βλεμμύδη γιά τήν ἀΐδιο καί προαιώνιο ἔκφανση τοῦ Πνεύ-ματος δι᾿ Υἱοῦ ἀποτέλεσε σημαντικό σταθμό στήν περαι-τέρω ἀνάπτυξη τῆς “κατ᾿ ἔκφανσιν”  ἤ “κατ᾿ ἐνέργειαν” ἐκπορεύσεως τοῦ Πνεύματος δι᾿ Υἱοῦ, καί τόν ἀναδεικνύει θεολόγο πού κατόρθωσε νά ὑπερβεῖ τό ἀντιρρητικό κλίμα τῆς ἐποχῆς του, νά ἀποφύγει τή στείρα χρήση ἐπιχει-ρημάτων μέ πολεμικό μόνο χαρακτήρα, καί νά ἀρθρώσει λόγο θεολογικό, πού τοῦ ἐπέτρεπε νά διεισδύει κριτικῶς στά ἐπιχειρήματα τῶν συνομιλητῶν του.
Μετά τό 1250, θέλοντας νά συμβάλει στήν ὑπέρβαση τῶν δογματικῶν διαφορῶν πού χώριζαν τίς δύο ᾿Εκκλησίες, στράφηκε, ὅπως ἀναφέραμε, στήν πατερική διδασκαλία καί θεώρησε ὅτι σ᾿ αὐτήν ἀνακάλυψε τή μέση ὁδό πού θά μποροῦσε νά ἑνώσει τίς διιστάμενες ἀπόψεις τῶν Λατίνων καί τῶν ᾿Ορθοδόξων (Κεφ. Γ΄). ῾Η ὁδός αὐτή συνίστατο στήν πατερική φράση “τό Πνεῦμα τό ἅγιον ἐκπορεύεσθαι ἐκ τοῦ Πατρός δι᾿ Υἱοῦ”. Πίστεψε ὅτι ἡ φράση αὐτή δίνει τή λύση τοῦ προβλήματος καί ἄρχισε νά τήν ἑρμηνεύει μέ ἰδιαίτερο ζῆλο. Κατέληξε ὅμως στή λατινίζουσα ἄποψη ὅτι ὁ Υἱός συμμετέχει στήν ὑπαρκτική ἐκπόρευση τοῦ ἁγίου Πνεύματος “μετά τοῦ Πατρός”, χωρίς βεβαίως νά δέχεται τή λατινική ἄποψη ὅτι ὁ Υἱός συνιστᾶ αὐτόνομη καί ἀρχική αἰτία καί πηγή τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος, διότι αὐτό, ὅπως διακήρυττε, ἀνήκει μόνο στόν Πατέρα ὡς “ἴδιον” ἰδίωμά του. 

Θεωροῦσε ὅμως ὅτι ἡ “διά τοῦ Υἱοῦ”  συμμετοχή καί “μεσιτεία” του στήν αἰώνια ἐκπόρευση τοῦ ἁγίου Πνεύματος εἶναι ἀναγκαία. ῾Η ἔννοια ὅμως πού ἀπέδωσε στή φράση αὐτή, δέν εἶχε καμία σχέση μέ τή διδασκαλία τῶν ἁγίων πατέρων περί τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος “διά τοῦ Υἱοῦ”, ἡ ὁποία ἀναφέρεται σαφῶς στή διά τοῦ Υἱοῦ πέμψη, χορήγηση ἤ καί φανέρωση τοῦ ἁγίου Πνεύματος, καί ὄχι στήν  ὑποστατική του ἐκπό-ρευση. Πάντως πρέπει νά σημειωθεῖ ὅτι ὁ Βλεμμύδης πίστευε ὅτι κινεῖται μέσα στήν πατερική παράδοση ὅταν πρότεινε τήν ἀποδοχή τοῦ Υἱοῦ ὡς ἀπαραίτητου μεσολαβη-τῆ στήν αἰώνια ἐκπόρευση τοῦ ἁγίου Πνεύματος, γι᾿ αὐτό μέμφεται ἐκείνους πού ἀντιτίθενται σ᾿ αὐτή τήν προσπά-θειά του.

῾Η μελέτη αὐτή, φιλοδοξώντας νά προωθήσει περαιτέρω τήν ἔρευνα γιά τόν Νικηφόρο Βλεμμύδη, ἐπεδίωξε:

α) Νά φωτισθεῖ ὅσο τό δυνατόν πληρέστερα ἡ προσωπικότητα καί ἡ  δράση τοῦ Νικηφόρου Βλεμμύδη. ῎Αν καί ἔχουν δημοσιευθεῖ κατά καιρούς βιογραφίες τοῦ Βλεμμύδη σέ ἐκτενέστερη ἤ μή μορφή, πιστεύουμε ὅτι πρώτη φορά δημοσιεύεται σέ τόσο ἐκτεταμένη μορφή καί μέ κάθε λεπτομέρεια -βάσει τῆς αὐτοβιογραφίας τοῦ συγγραφέα καί τῶν μαρτυριῶν τῶν βυζαντινῶν ἱστορικῶν- ἡ βιογραφία του, τουλάχιστον στήν ἑλληνική γλώσσα.

β) Νά γίνει συστηματική παρουσίαση τῶν ἔργων τοῦ Βλεμμύδη. Τά ἔργα τοῦ συγγραφέα ἔχουν γίνει μέχρι σήμερα ἀντικείμενο μελέτης, ἀλλά ἀποσπασμα-τικῶς καί ἀτελῶς. Ὅσον ἀφορᾶ αὐτά πού δέν ἔχουν ἐκδοθεῖ κριτικῶς, γίνεται ἡ πληρέστερη δυνατή ἀναφορά στή χειρόγραφη παράδοσή τους καί παρουσιάζεται σχετικά λεπτομερῶς τό περιεχόμενό τους, ὥστε να προλειανθεῖ τό ἔδαφος γιά μία μελλοντική κριτική ἔκδοση καί αὐτῶν.

γ) Νά ἐκτεθεῖ ἡ διδασκαλία τοῦ Βλεμμύδη περί τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος καί νά καταδειχθεῖ κατά πόσον ἀκολουθεῖ τήν ὀρθόδοξη βιβλικο-πατερική παράδοση. Οἱ περισσότεροι μελετητές τῆς πνευματολογίας τοῦ Βλεμμύδη προσέγγισαν τά σχετικά ἔργα του ἀπο-σπασματικά, τά δέ συμπεράσματά τους δέν συμπίπτουν, μάλιστα πολλές φορές εἶναι καί ἀντιφατικά. Ἦταν ἀναγκαία λοιπόν μία διεισδυτική ἀνάλυση τῆς θεολογικῆς σκέψης καί ἐπιχειρηματολογίας τοῦ συγγραφέα, γιά νά ἐλεγχθεῖ σέ ποιό βαθμό ἐκφράζει τήν ὀρθόδοξη παράδοση καί ὡς πρός τί ἀποκλίνει ἀπ᾿ αὐτήν. ῎Αλλωστε, ἀπ᾿ ὅσο εἶναιο γνωστό, εἶναι ἡ πρώτη φορά πού ἀπό ὀρθόδοξη πλευρά  ἐπιχειρεῖται μία συστηματική ἀνάλυση καί παρουσίαση τῆς περί ἐκπορεύσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος διδασκαλίας τοῦ Νικηφόρου Βλεμμύδη.
Τό ἔργο κατακλείεται μέ τά ᾿Επιλεγόμενα, ὅπου ἐκτί-θεται συνοπτικῶς τό περιεχόμενο τῆς ὅλης μελέτης, καθώς καί μέ πίνακα βιβλιογραφίας.

15. “Προσπάθειες Λειτουργικῆς ᾿Ανανεώσεως στήν ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία τῆς Ρωσσίας”, Λατρεύσωμεν εὐαρέστως τῷ Θεῷ. Τό αἴτημα τῆς λειτουργικῆς ἀνανεώσεως στήν Ὀρθόδοξη ᾿Εκκλησία.
Η ἐργασία αὐτή ἀποτελεῖ εἰσήγηση πού ἔγινε στό     “Β΄ Πανελλήνιο Λειτουργικό Συμπόσιο”, τό ὁποῖο διοργάνωσε ἡ “Εἰδική Συνοδική ᾿Επιτροπή Λειτουργικῆς ᾿Αναγεννήσεως”  τῆς ῾Ιερᾶς Συνόδου τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς ῾Ελλάδος, ἀπό 22-25 ᾿Οκτωβίου 2000 στό Βόλο, μέ γενικό θέμα “"Λατρεύσωμεν εὐαρέστως τῷ Θεῷ". Τό αἴτημα τῆς λειτουργικῆς ἀνανεώσεως στήν ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία”.

῾Η ἐργασία περιλαμβάνει, ἐκτός ἀπό τά προλεγόμενα, τίς ἑνότητες: Α΄ περίοδος (ι΄-ιε΄ αἰώνας), Β΄ περίοδος (ιστ΄-ιθ΄ αἰώνας), Γ΄ περίοδος (κ΄ αἰώνας), Δ΄ περίοδος (σύγχρονη ἐποχή), ᾿Επιλεγόμενα καί Παραπομπές.
Στά προλεγόμενα ἐπισημαίνεται ὡς κύριο χαρακτηρι-στικό τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς Ρωσίας ὁ αὐστηρός συντηρητι-σμός της, ὁ ὁποῖος τήν ὁδηγοῦσε κατά καιρούς νά ἀντιμετωπίζει μέ μεγάλες ἐπιφυλάξεις κάθε σοβαρή προσπάθεια ἀλλαγῆς στή θεία λατρεία. Ὅσον ἀφορᾶ στήν Α΄ περίοδο (ι΄-ιε΄ αἰ.) ἐπιχειρεῖται μιά σύντομη ἀνασκόπηση τῆς ἱστορίας τοῦ λειτουργικοῦ τυπικοῦ τῆς ρωσικῆς ᾿Εκκλησίας κατά τήν ἀρχαία περίοδο. ῾Η μετάδοση τῆς λειτουργικῆς πρακτικῆς ἔγινε εἴτε ἀπευθείας ἀπό τό Βυζάντιο, εἴτε διαμέσου τῶν νοτιοσλαβικῶν λαῶν πού εἶχαν ἤδη βαπτισθεῖ. Τό τυπικό τῆς Μονῆς Στουδίου κατά τόν ια΄ αἰώνα υἱοθετήθηκε ἀπό τή Μονή Πετσέρσκυ (τῶν Σπηλαίων) τοῦ Κιέβου καί ἀπό ἐκεῖ διαδόθηκε σέ ὅλη τή Ρωσία τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Στά τέλη τοῦ ιγ΄ αἰώνα τό τυπικό αὐτό ἀντικαταστάθηκε ἀπό τό τυπικό τοῦ ἁγίου Σάββα. ᾿Επίσης τήν περίοδο αὐτή μεταφράσθηκε καί εἰσήχθη στή λειτουργική χρήση ἡ “Διάταξη τῆς θείας Λειτουργίας”  τοῦ πατριάρχη Φιλοθέου Κόκκινου.

Σχετικά μέ τή Β΄ περίοδο (ιστ΄-ιθ΄ αἰώνας) ἐξετάζεται ἡ Σύνοδος “Στογκλάβι”  (τῶν ῾Εκατό Κεφαλαίων) τοῦ ἔτους 1551, ἡ ὁποία ἀσχολήθηκε κυρίως μέ λειτουργικά καί κανονικά θέματα καί ἔδειξε ἰδιαίτερη προσκόλληση στά ἔθιμα τοῦ παρελθόντος. Τό σπουδαιότερο γεγονός τῆς λειτουργικῆς ζωῆς στή Ρωσία κατά τήν περίοδο αὐτή συνδέεται μέ τό πρόσωπο τοῦ πατριάρχη Νίκωνα, ὁ ὁποῖος θέλησε νά συντονίσει τό λειτουργικό τυπικό τῆς ρωσικῆς ᾿Εκκλησίας μέ ἐκεῖνο πού ἐπικρατοῦσε στίς ᾿Εκκλησίαες τῆς ᾿Ανατολῆς. Συνεκάλεσε τό 1645 σύνοδο στή Μόσχα, ἡ ὁποία ἀποφάσισε τήν ἄμεση διόρθωση τῶν λειτουργικῶν βιβλίων μέ βάση τά ἑλληνικά καί ρωσικά πρωτότυπα, καί ἐνδιαφέρθηκε γιά τή συλλογή ἑλληνικῶν χειρογράφων καί ἱερῶν ἀκολουθιῶν, μέ σκοπό τή ὁμοφωνία στή λειτουργική τάξη καί τά ἐκκλησιαστικά ἔθιμα τῆς ρωσικῆς ᾿Εκκλησίας μέ τίς ἄλλες ὄρθόδοξες ᾿Εκκλησίες. Οἱ ἐνέργειες αὐτές τοῦ Νίκωνα προκάλεσαν ἀντιδράσεις, οἱ ὁποῖες ὁδήγησαν στή καθαίρεσή του καί στή δημιουργία ξεχωριστῆς ἐκκλησια-στικῆς κονότητας, τῆς λεγομένης ἐκκλησίας τῶν Ρασκόλνι-κων (σχισματικῶν) ἤ Σταροβιέρων (Παλαιοπίστων).

Ἀναφορικῶς πρός τή Γ΄ περίοδο (κ΄ αἰ.), ἀναφέρονται οἱ ἀποφάσεις τῆς τοπικῆς συνόδου τῆς Ρωσικῆς ᾿Εκκλησίας (1917-1918), πού ἀφορούσαν τόσο στή γενική κατάσταση τῆς ᾿Εκκλησίας, ὅπως διαμορφώθηκε μετά τήν ἐπανάσταση, ὅσο καί τή λειτουργική ζωή· ἀποφασίσθηκε ἡ ἐπαναφορά πολλών παραδόσεων πού εἶχαν κατά τό παρελθόν ἀπεμποληθεῖ, συμπεριλαμβανομένων καί λειτουργικῶν. Τό κλῖμα τῶν ἀλλαγῶν πού ἐπέφερε ἡ ἐπανάσταση τῶν μπολσεβίκων, δημιούργησε ὡστόσο καί ἕνα κίνημα τό ὁποῖο ἔπαιξε ἐξαιρετικά ἀρνητικό ρόλο στήν ἱστορία τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς Ρωσίας. Πρόκει-ται γιά τό κίνημα τῶν λεγομένων “᾿Ανανεωτῶν”  (Obnovlentsi), πού ἀποτελοῦσαν κυρίως κληρικοί καί διανοούμενοι μέ “ἀριστερές” ἀντιλήψεις.

Σχετικά μέ τή Δ΄ περίοδο (σύγχρονη ἐποχή), γίνεται λόγος γιά τήν ἀπελευθέρωση τῆς ᾿Εκκλησίας ἀπό τά δεσμά τοῦ σοβιετικοῦ κράτους καί γιά ὅ,τι ἐπακολούθησε μέχρις ὅτου ἡ ᾿Εκκλησία βρεῖ τό δρόμο της μέσα στή νέα πραγματικότητα πού διαμορφώθηκε.

Τέλος στά ᾿Επιλεγόμενα ἀναφέρεται συμπερασματι-κῶς ὅτι ἡ ᾿Εκκλησία, ὅταν τό ἀπαιτοῦσαν οἱ περιστάσεις καί χάριν τῆς πραγμάτωσης τῆς σωτηριώδους πορείας της στόν κόσμο, προχώρησε πολλές φορές σέ βαθιές μεταβολές, ὄχι μόνο λειτουργικές ἀλλά καί γενικότερες. Κάθε ἀνα-νέωση στήν ᾿Εκκλησία ὅμως πρέπει νά ἑστιάζεται στήν ἀλήθεια τῆς ᾿Εκκλησίας καί ὄχι στόν παρόντα κόσμο καί τίς ἀπαιτήσεις του.

ΠΗΓΗ


Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
!-

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

 

FACEBOOK

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ


Histats

ΣΥΝΟΛΙΚΕΣ ΠΡΟΒΟΛΕΣ ΣΕΛΙΔΩΝ

extreme

eXTReMe Tracker

pateriki


web stats by Statsie

ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΣΤΟ FACEBOOK

 PATERIKI


CoolSocial

CoolSocial.net paterikiorthodoxia.com CoolSocial.net Badge

Τελευταία Σχόλια

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ TRANSLATE

+grab this

ON LINE

WEBTREND

Κατάλογος ελληνικών σελίδων
greek-sites.gr - Κατάλογος Ελληνικών Ιστοσελίδων

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

MYBLOGS

myblogs.gr

ΓΙΝΕΤΕ ΜΕΛΟΣ - JOIN US

Καταθέστε τα σχόλια σας με ευπρέπεια ,ανώνυμα, παραπλανητικά,σχόλια δεν γίνονται δεκτά:
Η συμμετοχή σας προυποθέτει τούς Όρους Χρήσης

Please place your comments with propriety, anonymous, misleading, derogatory comments are not acceptable:
Your participation implies in the Terms of Use


| ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ © 2012. All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos | Γιά Εμάς About | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |