Αρχιμανδρίτης Νικόλαος Χ. Ιωαννίδης, Καθηγητής
Ἡ ἐργασία αὐτή ὑποβλήθηκε ὡς διδακτορική διατριβή, στήν Θεολογική Σχολή Βελιγραδίου, ἀπό τήν ὁποία καί ἐγκρίθηκε ἀπ᾿ αὐτήν (1981). Ἀποτελεῖ συστηματική παρουσίαση τοῦ βίου, τοῦ ἔργου καί τῆς διδασκαλίας τοῦ Ἰωσήφ Βρυεννίου, σημαντικῆς προσωπικότητος τοῦ τέλους τοῦ ΙΔ΄ καί τῶν ἀρχῶν τοῦ ΙΕ΄ αἰῶνος.Τό ὅλο ἔργο ἐκτός Προλόγου, Περιεχόμενα, Συντομογραφίες καί βιβλιογραφία περιλαμβάνει Εἰσαγωγή, παρουσίαση τοῦ βίου καί τοῦ συγγραφικοῦ ἔργου τοῦ Ἰωσήφ Βρυεννίου (Μέρος πρῶτο), τῆς διδασκαλίας τοῦ Βρυεννίου (Μέρος δεύτερο), Ἐπιλεγόμενα καί περίληψη στή γαλλική γλώσσα.
Ἡ Εἰσαγωγή (σ. 17-67) ἐξετάζει τό ἱστορικοθεολογικό πλαίσιο τῆς ἐποχῆς ὅπου ἔζησε καί ἔδρασε ὁ Βρυέννιος. Ἐκτίθεται ἡ πολιτική, ἐκκλησιαστική καί πνευματική κατάσταση τῆς περιόδου ἐκείνης μέ ἰδιαίτερη ἀναφορά στήν Κρήτη καί τήν Κύπρο, ὅπου ἔδρασε σέ ἐκκλησιαστικό καί θεολογικό ἐπίπεδο ὁ Βρυέννιος, καθώς ἐπίσης καί στίς ἡσυχαστικές ἔριδες στό Βυζάντιο, οἱ ὁποῖες ὑπῆρξαν πολύ σημαντικές καί γιά τόν ἴδιο τόν Βρυέννιο, νεώτερο διάδοχο τοῦ ἡσυχασμοῦ. Στήν τελευταία παράγραφο τῆς Εἰσαγωγῆς περιγράφονται τά θεολογικά ρεύματα τῆς περιόδου καί ἐκτίθενται οἱ βασικές θεολογικές θέσεις τοῦ παλαμισμοῦ, τίς ὁποῖες υἱοθέτησε καί ὁ Βρυέννιος.
Στό πρῶτο μέρος τῆς ἐργασίας (σ. 69-136) παρουσιάζεται ἡ ζωή τοῦ Ἰωσήφ Βρυεννίου. Ἀπ᾿ αὐτήν προκύπτει ὅτι ὁ Ἰωσήφ γεννήθηκε περί τό 1350 καί πέθανε τό 1431 στήν Κωνσταντινούπολη. Ἔδρασε στήν Κων/λη, τήν Κρήτη καί τήν Κύπρο καί ἐργάστηκε γιά τήν ἀποκατάσταση τῶν σχέσεων μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Λατίνων. Στή συνέχεια ἀκολουθεῖ περιγραφή τῶν ἔργων τοῦ Ἰωσήφ Βρυεννίου μέ βάση τή χειρόγραφη παράδοση. Καταβλήθηκε μεγάλη προσπάθεια γιά τήν ἀνεύρεση καί ταξινόμηση ὅλων σχεδόν τῶν ἑλληνικῶν χειρογράφων τῶν ἔργων τοῦ Βρυεννίου τά ὁποῖα βρίσκονται διεσπαρμένα σέ πολλές βιβλιοθῆκες, μοναστηριακές ἤ μή ἀνά τόν κόσμο. Μερικά ἀπ᾿ αὐτά τά χειρόγραφα χρησιμοποιήθηκαν κατά τήν προετοιμασία τῆς μελέτης αὐτῆς, ἰδιαίτερα ὅσα περιλαμβάνουν τά ἀνέκδοτα ἔργα, ἐνῶ γιά τά ἐκδιδόμενα χρησιμοποιήθηκε ἡ ἔκδοση τοῦ Εὐγενίου Βούλγαρη (Τά Εὑρεθέντα, Λειψία 1768, 3 τόμοι).
Τό δεύτερο μέρος τῆς μελέτης, τό καί ἐκτενέστερο (σ. 137-404), εἶναι ἀφιερωμένο στήν θεολογική διδασκαλία τοῦ Ἰωσήφ Βρυεννίου. Ἡ διδασκαλία τοῦ Βρυεννίου ἐκτίθεται σέ τέσσερα κεφάλαια: 1. Διδασκαλία περί τῆς Ἁγίας Τριάδος (σ. 139-262). 2. Διδασκαλία περί τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου καί τῆς σωτηρίας τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου (σ. 263-313). 3. Διδασκαλία περί τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς ἀσκήσεώς του (σ. 315-382) καί 4. Διδασκαλία περί τῶν ἐσχάτων (σ. 383-404). Λαμβάνοντας ὑπόψη τή θεματολογία τοῦ συνόλου τοῦ θεολογικοῦ ἔργου τοῦ Βρυεννίου, κυριώτερο καί λεπτομερέστερο κεφάλαιο εἶναι τό περί τῆς ἁγίας Τριάδος, πού καταλμβάνει σχεδόν τό 1/4 σχεδόν ὁλόκληρης τῆς μελέτης. Σ᾿ αὐτό ἐκτίθεται ἡ ἐν γένει χριστιανική καί ὀρθόδοξη ἀντίληψη τοῦ Βρυεννίου περί Θεοῦ ὡς Τριάδος, δηλαδή περί τριαδικότητας τῶν θείων ὑποστάσεων καί ἑνότητας τῆς θείας φύσεως.
Γίνεται ἀναφορά στίς προσωπικές (ὑποστατικές) ἰδιότητες τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ ἁγίου Πνεύματος καί τονίζεται ἰδιαίτερα ἡ παραδοσιακή ὀρθόδοξη ἀντίληψη τοῦ Βρυεννίου περί τῆς Μοναρχίας τοῦ Θεοῦ Πατρός ὡς πηγῆς καί ἑνότητας τῶν ὑποστάσεων. Στή συνέχεια ἐκτίθεται ἡ -ἐμφανῶς παλαμική- ἀντίληψη τοῦ Βρυεννίου περί διακρίσεως οὐσίας καί ἐνεργείας στόν Θεό, καί τέλος ἐξετάζεται λεπτομερῶς ἡ διδασκαλία τοῦ Βρυεννίου περί ἐκπορεύσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Στό τελευταῖο αὐτό θέμα, πού περιλαμβάνει τρεῖς ἐπιμέρους παραγράφους, ἔχει δοθεῖ ἰδιαίτερη προσοχή γιατί, ὅπως ἀναφέρεται καί στά ἐπιλεγόμενα, μεταξύ τῶν θεμάτων μέ τά ὁποῖα ἀσχολήθηκε ὁ Βρυέννιος, τό πρόβλημα τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος κατέχει κεντρική θέση, καθῶς ὑπῆρξε βασικό θέμα στίς ἐκκλησιαστικοθεολογικές συναντήσεις καί συνομιλίες πού εἶχε ὁ Βρυέννιος μέ ἐκπροσώπους τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ λεπτομερής παρουσίαση τοῦ τριαδολογικοῦ κεφαλαίου θά ἀπαιτοῦσε πολύ χῶρο, σέ ἕνα δέ τέτοιου εἴδους ὑπόμνημα περιοριζόμαστε νά τονίσουμε μόνο τά ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά τῆς τριαδικῆς διδασκαλίας τοῦ Βρυεννίου. Ἡ τριαδολογία τοῦ Βρυεννίου πηγάζει ἀπό τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία τῶν ἀνατολικῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας περί ἁγίας Τριάδος, τούς ὁποίους ὁ Βρυέννιος ἄριστα γνωρίζει καί εὑρέως χρησιμοποιεῖ. Ἰδιαίτερα τονίζουμε τόν παλαμικό χαρακτήρα τῆς τριαδολογίας του (διάκριση ἐν τῷ Θεῷ οὐσίας καί ἐνέργειας, διδασκαλία περί τῶν ἀκτίστων θείων ἐνεργειῶν), χάρη στόν ὁποῖο ὁ Βρυέννιος γίνεται καί σήμερα ἐπίκαιρος, ἄν λάβουμε ὑπόψη τήν ἀναζωπύρωση τοῦ ἐνδιαφέροντος γιά τόν ἡσυχασμό καί τήν ἡσυχαστική θεολογία στό σύνολό της, καί μάλιστα ὄχι μόνο στόν ὀρθόδοξο κόσμο. Ἰδιαίτερη σημασία δίδεται στή στάση τοῦ Βρυέννιου στό θέμα τῆς ὑποστατικῆς ἐκπορεύσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος μόνον ἐκ Πατρός καί στήν ἀδυναμία τῆς ἀποδοχῆς τῆς λατινικῆς διδασκαλίας περί τοῦ Filioque, ἐφόσον ἡ λατινική σχολαστική θεολογία δέν δέχεται τήν ἀρχαία ἀνατολική διδασκαλία περί θείων ἐνεργειῶν καί ἐνεργητικῆς, ὄχι ὑποστατικῆς, ἀποστολῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στόν κόσμο ἐκ Πατρός καί Υἱοῦ. Στό σημεῖο αὐτό ὁ Βρυέννιος -παρά τήν πολεμική θεολογία του- ἐμφανίζεται ὡς ἕνας πραγματικός οἰκουμενιστής τῆς Ἀνατολῆς κατά τήν ἐποχή πρίν ἀπό τήν σύνοδο τῆς Φλωρεντίας, γιατί ἡ κριτική του στό λατινικό Filioque δέν ἔκλεισε ὅλες τίς θύρες γιά τήν ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν, ἀλλά στήν πραγματικότητα ἔδειχνε δρόμους καί δυνατότητες μιᾶς ὀρθῆς ἑνότητας μέ βάση τήν κοινή πίστη τῶν ἀρχαίων Πατέρων.
Τά ἑπόμενα δύο κεφάλαια τῆς μελέτης ἀναφέρονται στήν Χριστολογία καί Σωτηριολογία (Κεφ. 2), καθώς καί στή διδασκαλία περί ἀνθρώπου καί ἀσκητικῆς ζωῆς (Κεφ. 3). Τά κεφάλαια αὐτά εἶναι μικρότερης ἔκτασης λόγῳ τοῦ περιορισμένου ὑλικοῦ τῶν πηγῶν (ἰδιαίτερα τό περί Ἐκκλησίας θέμα θίγεται στίς πηγές πολύ λίγο, γι’ αὐτό μόλις καί μπορέσαμε νά βροῦμε κάποιο σχετικό ὑλικό). Στό Κεφ. 2 τονίζεται ἡ διδασκαλία τοῦ Βρυεννίου περί τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, πολύ χαρακτηριστική γιά ὁρισμένες θέσεις τῆς Βυζαντινῆς Θεολογίας τοῦ ΙΔ΄ αἰώνα. Στό κεφ. 3 παρουσιάζεται ἀρκετά λεπτομερῶς ἡ ἀσκητική διδασκαλία τοῦ Βρυεννίου περί τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, ἐπίσης χαρακτηριστική γιά τήν ἀνθρωπολογία καί τόν ἀσκητικό ἡσυχασμό τοῦ ΙΔ΄ αἰώνα.
Στό τελευταῖο κεφάλαιο πού εἶναι καί τό μικρότερο (σ. 383-404), ἐκτίθεται ἡ περί ἐσχάτων διδασκαλία τοῦ Βρυεννίου. Ἀναλύονται τά σχετικά λίγα στοιχεῖα ἀπό τά ἔργα τοῦ Βρυεννίου πού ἀναφέρονται στήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ, τήν Ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, τή Μέλλουσα Κρίση καί τήν Αἰώνια ζωή. Ὑπογραμμίζεται ὁ χαρακτηριστικός ὑστεροβυζαντινός τρόπος θεωρήσεως τῆς ἐσχατολογίας ἀπό τόν Βρυέννιο, καθώς καί ἡ πολεμική του ἐναντίον τῆς νεοφανοῦς λατινικῆς διδασκαλίας περί τῆς καταστάσεως τῶν πιστῶν μετά τόν θάνατο.
Τό ἔργο κατακλείεται μέ τά Ἐπιλεγόμενα (σ. 405-415), ὅπου δίνουμε περιληπτικῶς τά πορίσματα τῆς ὅλης ἔρευνας, μέ περίληψη στήν γαλλική γλώσσα (σ. 412-418), πίνακα βιβλιογραφίας (σ. 419-435) καί πίνακα τῶν ὀνομάτων καί πραγμάτων (437-441).
6. «Εὐχαί εἰς τήν Ἑλληνικήν καί Σερβικήν γλῶσσαν ἀποδιδόμεναι εἰς τόν Ἅγιον Γρηγόριον Νεοκαισαρείας τόν θαυματουργόν».
Ἡ μελέτη αὐτή παρουσιάζει κείμενα εὐχῶν στήν ἑλληνική καί σερβική γλώσσα πού ἀποδίδονται στόν ἅγιο Γρηγόριο Νεοκαισαρείας τόν θαυματουργό. Διαιρεῖται σέ τρία μέρη: α) τήν εἰσαγωγή, β) τό κείμενο τῶν ἑλληνικῶν εὐχῶν καί γ) τό κείμενο τῶν σερβικῶν εὐχῶν.
α) Στήν εἰσαγωγή ἀναφέρονται οἱ πηγές τῶν κειμένων. Σέ ὅ,τι ἀφορᾶ στίς τρεῖς εὐχές στή σερβική γλῶσσα, προέρχονται ἀπό μία συλλογή κειμένων πού περιέχει προσευχές ὑπέρ ἀσθενῶν καί ὑπέρ διαφυλάξεως ἀπό κάθε πειρασμό καί ὀνομάζεται Abagarum. Ἡ ἑλληνική εὐχή παραδίδεται, ἀπό ἕξι χειρόγραφους κώδικες. Ἀπό τή σύγκριση τῶν εὐχῶν προκύπτει ὅτι ἡ εὐχή 1 στά σερβικά ἔχει κοινά σημεῖα μέ τήν εὐχή στά ἑλληνικά, ὥστε ἡ πρώτη νά μπορεῖ νά θεωρηθεῖ ὡς διασκευή τῆς δεύτερης (σέ παράλληλες στῆλες δίνονται μερικά ἀπό τά κοινά σημεῖα τῶν δύο εὐχῶν). Στίς ὑπόλοιπες σερβικές εὐχές, ἐκτός ἀπό τήν ἀναφορά σέ μερικούς ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας, δέν ὑπάρχουν κοινά σημεῖα μέ τήν ἑλληνική εὐχή. Στήν συνέχεια ἐξετάζεται τό πρόβλημα τοῦ συντάκτη τῶν εὐχῶν. Ἀπό ἐσωτερικές μαρτυρίες τοῦ κειμένου καταλήγουμε στό συμπέρασμα ὅτι ὁ Γρηγόριος Νεοκαισαρείας δέν μπορεῖ νά εἶναι ὁ συγγραφέας τῶν εὐχῶν, τόσο τῆς ἑλληνικῆς ὅσο καί τῶν σερβικῶν. Περαιτέρω προσπάθειες προσδιορισμοῦ τοῦ συγγραφέα παραμένουν στό στάδιο τῶν ὑποθέσεων. Στηριζόμενοι σέ μαρτυρίες τοῦ κειμένου θεωροῦμε ὡς terminus post quem γιά τή σύνταξή τους τόν Ζ΄ αἰώνα (πριθανότατα ὅμως ἔχουν γραφτεῖ ἀρκετά ἀργότερα, πράγμα πού καθιστᾶ τό ἀντικείμενο αὐτῆς τῆς μελέτης οἰκεῖο πρός τό γνωστικό ἀντικείμενο πού καλλιεργεῖ ὁ συγγραφέας). Τέλος ἐξετάζεται ἡ γλώσσα τοῦ κειμένου καί ἐπισημαίνονται οἱ σπάνιοι συντακτικοί καί λεκτικοί τύποι.
β) Ἡ εὐχή στήν ἑλληνική γλώσσα ἔχει ἐκδοθεῖ κατά τό μεγαλύτερο μέρος της ἀπό τόν A. Strittmatter, ἀλλά ὄχι μέ βάση ὅλους τούς κώδικες ποῦ ἔχουν ἐπισημανθεῖ. Κρίναμε χρήσιμο νά τήν ἐπανεκδώσουμε χρησιμοποιώντας τούς κώδικες πού δέν ἔλαβε ὑπόψη ὁ Strittmatter καί νά ἐπισημάνουμε στή συνέχεια τίς διαφορές πού ὑπάρχουν μεταξύ τοῦ κειμένου τῆς δικῆς μας ἔκδοσης καί τοῦ κειμένου τῆς ἔκδοσης Strittmatter. Νομίζουμε ὅτι ἡ ἐπανέκδοση δικαιώνεται ὄχι μόνο ἀπό τήν ἐπισήμανση καί χρησιμοποίηση τεσσάρων νέων κωδίκων, ἀλλά καί ἀπό τή συνέκδοσή της μέ τίς εὐχές στά σερβικά. Κάτω ἀπό τό κείμενο τῆς εὐχῆς δίνονται παραπομπές σέ συγγενῆ ἁγιογραφικά χωρία καί τό κριτικό ὑπόμνημα (apparatus criticus).
γ) Τό κείμενο στά σερβικά δημοσιεύεται γιά πρώτη φορά, ὅπως βρίσκεται στή σερβική συλλογή Abagarum, καί παράλληλα δίνεται καί ἑλληνική μετάφραση.
Ὅπως ἀναφέρουμε καί στήν εἰσαγωγή, θεωροῦμε ὅτι ἡ ἔκδοση τῶν εὐχῶν αὐτῶν ἀποτελεῖ μία μικρή συμβολή στόν ἐμπλουτισμό τοῦ εὐχολογίου, ἐνῶ ἐπιπλέον προστίθεται στά πολλά ἀποδεικτικά στοιχεῖα τῶν στενῶν ἑλληνοσερβικῶν σχέσεων κατά τό Μεσαίωνα.
11. «Σχέσεις ᾿Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως καί Ρωσίας κατά τόν ΙΕ΄ αἰώνα (᾿Ιωσήφ Βρυέννιος – Φώτιος Κιέβου – Βησσαρίων)».
Η ἐργασία αὐτή ἀποτελεῖ ἀνακοίνωση πού ἔγινε στό “Πανελλήνιο ᾿Επιστημονικό Συνέδριο” “Tό Βυζαντινό Φῶς” : “Mορφές τοῦ Βυζαντίου-῾Ορόσημα τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Πολιτισμοῦ”, ᾿Αθήνα 27, 28 καί 29 Μαρτίου 1998. ᾿Ερευνᾶται μιά πτυχή τῶν σχέσεων τῶν ᾿Εκκλησιῶν Κωνσταντινουπόλεως καί Ρωσίας κατά τόν ΙΕ΄ αἰώνα, ὅπως παρουσιάζεται στά πρόσωπα δύο λαμπρῶν ἐκπροσώπων τους, τοῦ διάσημου βυζαντινοῦ θεολόγου ᾿Ιωσήφ Βρυεννίου (1350-1431) καί τοῦ μητροπολίτου Κιέβου Ρωσίας Φωτίου (1408-1431), ἀναφορικῶς πρός τήν ἑνωτική σύνοδο πού εἶχε ἀποφασισθεῖ ἀπό τήν ᾿Ανατολική καί Δυτική ᾿Εκκλησία. Παρουσιάζονται ἐπίσης, γιά πρώτη φορά ἀπ᾿ ὅτι γνωρίζουμε, κάποια νέα στοιχεῖα πού θά διευκόλυναν τήν περαιτέρω ἔρευνα γιά τή βιογραφία τοῦ καρδιναλίου Βησσαρίωνα. Συγκεκριμένα παρατίθενται στοιχεῖα, βάσει τῶν ὁποίων μποροῦμε νά ὑποθέσουμε πολύ πιθανόν ὅτι ὁ Βυσσαρίων σέ νεαρή ἡλικία ἐκτελοῦσε χρέη γραμματέως τοῦ ᾿Ιωσήφ Βρυεννίου. Αὐτό θεωροῦμε ὅτι ἔχει σημασία γιά τήν προσδιορισμό τῆς πρώιμης θεολογικῆς στάσης τοῦ Βησσαρίωνα, ἐφόσον ὁ Βρυέννιος ὑπῆρξε ὑπερασπιστής τῶν ὀρθοδόξων δογμάτων καί μέ τή διδασκαλία του ἐπηρέασε πολύ ἐκείνους πού στή μετέπειτα σύνοδο τῆς Φλωρεντίας ἀρνήθηκαν κάθε συμβιβαστική λύση ἀντίθετα πρός τόν Βησσαρίωνα.
12. “Tέσσερεις ὁμοϊδεάτες τοῦ ῾Αγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ καί ἡ διδασκαλία τους περί θείας οὐσίας καί ἀκτίστων ἐνεργειῶν καί ἐκπορεύσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος”.
῾Η μελέτη ἀποτελεῖ ἐπηυξημένη μορφή εἰσηγήσεως στό Διεθνές ᾿Επιστημονικό Συνέδριο “῾Ο ῞Αγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς στήν ἱστορία καί στό παρόν” (Λεμεσός 5-7 Νοεμβρίου 1999).
Μεταξύ τῶν φίλων καί συνεργατῶν τοῦ ἁγίου Γρη-γορίου τοῦ Παλαμᾶ ὑπῆρξαν οἱ γνωστοί γιά τή δράση καί τήν ἡσυχαστική θεολογία τους πατριάρχης Φιλόθεος Κόκκινος, ᾿Ιωσήφ Καλόθετος, Δαβίδ Δισύπατος καί ὁ ἐλάχιστα γνωστός μοναχός Μᾶρκος ὁ Κυρτός. Στήν ἀρχή παρουσιάζεται σύντομο βιογραφικό σημείωμα τῶν τριῶν πρώτων καί λεπτομερέστερο γιά τόν ἐν πολλοῖς ἄγνωστο Μᾶρκο τόν Κυρτό. Στή συνέχεια ἀπό τή διδασκαλία τους ἐκτίθενται: 1. Τό πρόβλημα τῆς διακρίσεως θείας οὐσίας καί ἀκτίστων θείων ἐνεργειῶν, καί 2. Τό πρόβλημα τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Τό θέμα θείας οὐσίας καί ἀκτίστων θείων ἐνεργειῶν τό ἐξετάζουν οἱ τέσσερεις παλαμιστές ἔχοντας ὑπόψη ὅτι ἀποτελεῖ ἕνα σπουδαῖο μέρος τῆς περί ἁγίας Τριάδος διδασκαλίας τῆς ᾿Εκκλησίας. Γι᾿ αὐτό τή διδασκαλία τους περί διακρίσεως οὐσίας καί ἐνεργειῶν τήν τοποθετοῦν μέσα στό τριαδολογικό πλάισιο. Κατ᾿ αὐτούς οἱ βάσικές θέσεις τῆς ἄνομης διδασκαλίας τῶν ἀντιησυχαστῶν εἶναι δύο: ῾Η ταύτιση τῆς θείας οὐσίας καί ἐνεργείας καί ἡ θεώρηση τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν καί δωρεῶν τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο ὡς κτιστῶν. Γύρω ἀπ᾿ αὐτές τίς θέσεις διεξάγεται ὅλος ὁ ἀντιρρητικός ἀγώνας τους. Πιστεύουν ὅτι ἡ διάκριση οὐσίας καί ἐνεργείας εἶναι θεολογικῶς ἀναγκαία, διότι μέ αὐτή διασφαλίζεται τόσο ἡ ὑπερβατικότητα τοῦ Θεοῦ ὅσο καί ἡ πραγματικότητα τῆς κοινωνίας μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπου. Καί ἡ πίστη τους αὐτή βασιζόταν στήν ῾Αγία Γραφή καί στήν ἐμπειρία τῶν θεοπτῶν Πατέρων τῆς ᾿Εκκλησλίας, ἡ ὁποία βρῆκε τήν τέλεια ἔκφρασή της στήν παλαμική διδασκαλία.
Μέ βάση τή διάκριση αὐτή ἀντιμετώπισαν καί τό θέμα τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος. ῾Υποστήριζαν ὅτι ἡ πρόοδος τοῦ ἁγίου Πνεύματος εἶναι διττή: Καθ᾿ ὕπαρξιν καί κατ᾿ ἐνέργειαν. ῾Η καθ᾿ ὕπαρξιν πρόοδος θεμελιώνεται στήν Πατρική ὑπόσταση καί ἀνήκει στό ἀμέθεκτο μυστήριο τοῦ Θείου τριαδικοῦ ῎Οντος. ῾Η κατ᾿ ἐνέργειαν πρόοδος εἶναι κοινό ἔργο τῶν θείων ὑποστάσεων καί ἄρα ἰδιότητα τῆς κοινῆς οὐσίας τους. Συνεπῶς τό Πνεῦμα τό ἅγιο προ-έρχεται ἐκ τοῦ Πατρός, ἀλλά χαρισματικῶς δίνεται στά κτίσματα διά τοῦ Υἱοῦ. Αὐτή ἡ διά τοῦ Υἱοῦ πέμψη τοῦ ἁγίου Πνεύματος εἶναι ἔργο τῆς κοινῆς ἐνέργειας τῶν τριῶν προσώπων τῆς ἁγίας Τριάδος καί ἔχει ἀποκαλυπτικό χαρα-κτήρα.
῾Η διδακαλία αὐτή τῶν τεσσάρων φίλων καί συνεργατῶν τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἄν καί δέν τούς ἀναδεικνύει πρωτότυπους συγγραφεῖς, τούς ἀποκα-λύπτει ὡστόσο ἄξιους ἑρμηνευτές τῆς πατερικῆς παραδόσε-ως καί ἰδιαίτερα τῆς ἡσυχαστικῆς.
Ἰδιαίτερη συμβολή τῆς παρούσης ἐγασίας στήν ἔρευ-να ἀποτελεῖ ὁ βίος καί οἱ θεολογικές ἀπόψεις τοῦ μοναχοῦ Μάρκου τοῦ Κυρτοῦ, ὅπως ἐκτέθηκαν βάσει τῶν χειρογράφων κωδίκων τῶν ἔργων του.
13. Ὁ Ἱερομόναχος Ἱερόθεος (ΙΓ΄ Αἰ.) καί τό ἀνέκδοτο συγγραφικό ἔργο του, Κριτική ἔκδοση.
Ἡ μελέτη αὐτή ἀποτελεῖ τήν πρώτη -ὅσο γνωρίζουμε- παρουσίαση τοῦ ἄγνωστου καί ἀνέκδοτου συγγραφικοῦ ἔργου τοῦ ἱερομονάχου τοῦ ΙΓ΄ αἰώνα Ἱεροθέου μέ βάση τούς χειρόγραφους κώδικες πού ἐντοπίσαμε.
Τό ὅλο ἔργο, ἐκτός ἀπό τόν πρόλογο καί τίς συντομογραφίες, διαιρεῖται σέ δύο μέρη:
Τό πρῶτο μέρος περιλαμβάνει εἰσαγωγή, ὅπου ἐκτίθεται μέ συντομία τό ἱστορικό πλαίσιο τῆς ἐποχῆς τοῦ συγγραφέα, καί δύο τμήματα. Στό πρῶτο τμῆμα ἐκτίθεται ὁ βίος τοῦ Ἱεροθέου, ὅπως προκύπτει ἀπό τίς μαρτυρίες τῶν ἴδιων τῶν ἔργων του. Στό δεύτερο τμῆμα παρουσιάζονται συστηματικά ὅλα τά γνωστά ἔργα τοῦ Ἱεροθέου. Ἐξετάζεται ἡ χειρόγραφη παράδοση, ὁ τίτλος, τά αἴτια καί ὁ σκοπός συγγραφῆς, ὁ χρόνος συγγραφῆς καί τό περιεχόμενο κάθε ἔργου χωριστά, καθώς καί γενικῶς οἱ πηγές, ἡ γλώσσα καί τό ὕφος καί ἡ ἀξία ὅλων τῶν ἔργων τοῦ Ἱεροθέου. Στό τμῆμα αὐτό παρουσιάζεται ἐπίσης καί ἡ διδασκαλία τοῦ Ἱεροθέου, στίς ἑξῆς ἐπιμέρους παραγράφους: 1) Οἱ τρεῖς θεῖες ὑποστάσεις στήν Θεότητα, 2) Οὐσία καί ὑποστάσεις, 3) Οὐσία καί ἐνέργειες, 4) Οἱ σχέσεις τῶν θείων ὑποστάσεων ὡς βάση γιά τήν ὀρθή θεώρηση τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί 5) Εἰκονική παράσταση τῆς ἁγίας Τριάδος. Ἡ τριαδική διδασκαλία τοῦ Ἱεροθέου ἔχει πολεμικό καί ἀντιρρητικό χαρακτήρα. Ἀκολουθώντας τήν δογματική παράδοση τῆς ὀρθοόδοξης Ἐκκλησίας ἐξετάζει τήν ἐκπόρευση τοῦ ἁγίου Πνεύματος βάσει τῶν σχέσεων τῶν θείων τριαδικῶν ὑποστάσεων καί ἐλέγχει μέ ὀξύτητα ὅσους φρονοῦν καί γράφουν αἱρετικά γι' αὐτή.
Τό δεύτερο μέρος περιλαμβάνει σέ κριτική ἔκδοση κείμενο τῶν ἔργων τοῦ Ἱεροθέου μέ τήν ἑξῆς σειρά: Α. «Λόγος πρός τούς συκοφαντοῦντας», Β. «Λόγος προσφωνηματικός», Γ. «Ὁμιλία κατά Λατίνων», Δ. «Στιχηρά» καί Ε. «Ἀπόδειξις».
Κάτω ἀπό τό κριτικό κείμενο σημειώνουμε τά ἁγιογραφικά καί πατερικά χωρία πού χρησιμοποιεῖ ὁ συγγραφέας, καί δίδονται οἱ διαφορές τῶν κωδίκων (ὅταν τό ἔργο ἐκδίδεται μέ βάση περισσότερους ἀπό ἕνα κώδικες) ἤ τίς ἀπαραίτητες διορθώσεις (apparatus criticus).
14. ῾Ο Νικηφόρος Βλεμμύδης καί ἡ περί ἐκπορεύσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος διδασκαλία του.
῾Η ὅλη ἐργασία, στήν ὁποία προτάσσεται Πρόλογος, Πίνακας Περιεχομένων, Συντομογραφιες καί Εἰσαγωγή διαιρεῖται σέ δύο Μέρη. Στο πρῶτο Μέρος παρουσιάζεται ὁ βίος (Κεφάλαιο Α΄), οἱ λοιπές δραστηριότητες (Κεφάλαιο Β') καί τό συγγραφικό ἔργο τοῦ Νικηφόρου Βλεμμύδη (Κεφάλαιο Γ΄). Στό δεύτερο Μέρος ἀναλύεται ἡ περί ἐκπορεύσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος διδασκαλία τοῦ Βλεμμύδη σέ δύο κεφάλαια: Στό Κεφάλαιο Α΄ παρουσιά-ζεται ἡ θέση τοῦ συγγραφέα ἔναντι τοῦ Filioque, στό Κεφάλαιο Β΄ ἐκτίθενται οἱ ἀπόψεις τοῦ συγγραφέα γιά τήν ἐκπόρευση τοῦ ἁγίου Πνεύματος βάσει τῆς ῾Αγίας Γραφῆς, καί στό Κεφάλαιο Γ΄ βάσει τῆς πατερικῆς διδασκαλίας. ῾Η ἐργασία κατακλείεται μέ τά ᾿Επιλεγόμενα καί τή Βιβλιο-γραφία.
Ἀναλυτικότερα:
῾Η εἰσαγωγή περιλαμβάνει τό ἱστορικο-ἐκκλησιαστικό πλαίσιο τῆς ἐποχῆς ὅπου ἔζησε καί ἔδρασε ὁ Νικηφόρος Βλεμμύδης. Ἐκτίθεται ἡ πολιτική, πολιτιστική καί ἐκκλησιαστική κατάσταση τῆς ἐποχῆς, μέ ἰδιαίτερη ἀναφορά στήν αὐτοκρατορία τῆς Νικαίας, ὅπου ἔδρασε ἐκ-κλησιαστικῶς καί θεολογικῶς ὁ Βλεμμύδης. Στήν τελευταία παράγραφο τῆς εἰσαγωγῆς ἐκτίθεται τό status quo τῆς ἔρευνας.
Στό πρῶτο μέρος τῆς ἐργασίας, τό ὁποῖο ἐπιγράφεται “Tά κατά τόν Νικηφόρο Βλεμμύδη ἐν γένει”, περιγράφεται ἡ ζωή τοῦ Βλεμμύδη (Κεφ. Α΄). Ὅπως προκύπτει, ὁ Νικηφόρος γεννήθηκε τό 1197 ἤ 1198 πιθανῶς στήν Κων-σταντινούπολη καί πέθανε τό 1272 στή μονή τοῦ ῎Οντος Θεοῦ στήν περιοχή τῶν ᾿Ημαθίων τῆς Μικρᾶς ᾿Ασίας. Μέ κάθε δυνατή λεπτομέρεια περιγράφονται τά πρῶτα ἔτη τοῦ βίου του, ἡ παιδεία τήν ὁποία ἔλαβε, ἡ μοναχική ζωή του στίς μονές τοῦ ῾Αγίου Γρηγορίου τοῦ Θαυματουργοῦ καί τοῦ ῎Οντος Θεοῦ, οἱ σχέσεις του μέ τούς ἄρχοντες τῆς ἐποχῆς του, τά τελευταῖα ἔτη τοῦ βίου του, καί ἐπιχειρεῖται ὁ χαρακτηρισμός τοῦ προσώπου του. ᾿Επίσης ἐκτίθενται οἱ θεολογικές καί παιδαγωγικές δραστηριότητές του (Κεφ. Β΄), οἱ ὁποῖες περιλαμβάνουν τόν προταγωνιστικό ρόλο του στίς θεολογικές συζητήσεις μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Λατίνων στή Νίκαια-Νύμφαῖο (1234) καί στή Νίκαια (1250), καθώς καί τό παιδαγωγικό ἔργο πού ἄσκησε στίς σχολές-φροντηστήρια πού ἵδρυσε στίς μονές ὅπου ἐγκαταβίωνε. ᾿Από τούς θεολογικούς διαλόγους μέ τούς Λατίνους προκύπτει ὅτι ὁ Βλεμμύδης ὑπῆρξε βαθύς θεολόγος, ἱκανός νά ἐκθέτει καί νά ὑπερασπίζεται τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία περί τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος˙ ἀπό τίς παιδαγωγικές δραστηριότητές του ἀναδεικνύεται μέγας διδάσκαλος πού προσέφερε μεγάλες ὑπηρεσίες στήν ὑπόθεση τῆς παιδείας στήν αὐτοκρατορία τῆς Νικαίας (μεγάλο ἐνδιαφέρον παρουσιάζει τό πρόγραμμα σπουδῶν πού ἀκολουθοῦσε ὁ Νικηφόρος στίς σχολές του). Στή συνέχεια δίνεται περιγραφή τῶν ἔργων τοῦ Βλεμμύδη (Κεφ. Γ΄). ᾿
Εξετάζοντας τό κάθε ἔργο, παρουσιάζουμε τή χειρόγραφη παράδοση -γι᾿ αὐτά πού παραμένουν ἀκόμη ἀνέκδοτα ἤ δέν ἔχουν ἐκδοθεῖ κριτικῶς-, τίς ἐκδόσεις -γιά τά ἐκδεδομένα-, τό χρόνο συγγραφῆς καί τό περιεχόμενο. Καταβλήθηκε μεγάλη προσπάθεια γιά τήν ἀνεύρεση καί ταξινόμηση σχεδόν ὅλων τῶν χειρογράφων τῶν ἔργων τοῦ συγγραφέα πού βρίσκονται διασκορπισμένα σέ πολλές βιβλιοθῆκες, μοναστηριακές ἤ μή, ἀνά τόν κόσμο. Μερικά ἀπ᾿ αὐτά τά χειρόγραφα λάβαμε ὑπόψη κατά τήν προετοιμασία τῆς μελέτης αὐτῆς, ἰδιαίτερα αὐτά πού περιλαμβάνουν ἀνέκδοτα ἔργα, πράγμα ἀπαραίτητο γιά τήν παρουσίαση τοῦ περιεχομένου τους. ῾Η ἀναζήτηση τῶν χειρογράφων κωδίκων τῶν ἔργων τοῦ Βλεμμύδη, ἔργο δύσκολο καί ὁπωσδήποτε ἀπό τή φύση του ἀτελές, πρέπει νά θεωρηθεῖ ὡς μία πρώτη προσπάθεια καταγραφῆς τῆς χειρόγραφης παράδοσης, ἡ ὁποία ἀσφαλῶς στό μέλλον θά συμπληρωθεῖ ἀπό τή σχετική ἔρευνα.
Στό δεύτερο μέρος τῆς ἐργασίας, τό ὁποῖο ἐπιγράφε-ται “῾Η περί ἐκπορεύσεως τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος διδασκα-λία” ἐκτίθεται ἡ θέση τοῦ Βλεμμύδη ἔναντι τοῦ Filioque (Κεφ. Α΄). Στίς συζητήσεις πού ἔγιναν μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Λατίνων ὁ Νικηφόρος ὑπερασπίσθηκε τήν ἐκπόρευση τοῦ ἁγίου Πνεύματος “ἐκ μόνου τοῦ Πατρός” ἀπορρί-πτοντας τό λατινικό Filioque. ῾H ἀποτυχία ὅμως τῶν συζη-τήσεων τόν λύπησε βαθύτατα καί ἀποφάσισε νά στραφεῖ πρός τό θησαυρό τῆς πατερικῆς γραμματείας, μέ τήν ἐλπίδα ὅτι ἐκεῖ θά βρεῖ κάποιο σημεῖο σύγκλισης τῶν δύο διαφορε-τικῶν ἀπόψεων ὡς πρός τήν ἐκπόρευση τοῦ ἁγίου Πνεύμα-τος. ῾Η μελέτη τῶν πατερικῶν ἔργων, παρ᾿ ὅτι ἔγινε ἐκ μέρους του μέ προσοχή καί διεισδηκότητα, τόν ὁδήγησε σέ λανθασμένα συμπεράσματα, διότι ἀντιμετώπιζε τά δόγματα τῆς ᾿Εκκλησίας ὄχι μόνο ὡς ἀντικείμενο πίστεως, ἀλλά καί ὡς ἀντικείμενο διανοητικῆς ἐπεξεργασίας. ῎Ετσι θεώρησε ὅτι ἡ πατερική φράση “δι᾿ Υἱοῦ” μπορεῖ νά ἀποτελέσει τή λύση τοῦ προβλήματος˙ τήν ἑρμήνευσε ὅμως μέ τή λατινίζουσα ἐκδοχή τῆς “μεσιτείας” τοῦ Υἱοῦ (ἀναλύεται στό δεύτερο μέρος τοῦ Κεφ. Γ΄). Παρά ταῦτα οὐδέποτε δέχθηκε τό λατινικό Filioque καί θεωροῦσε τόν ἑαυτό του ἀντίθετο πρός τή λατινική διδασκαλία. Στό τέλος τῆς ζωῆς του ἔπαυσε νά ἐνδιαφέρεται γιά τό θεολογικό ἀγῶνα σχετικά μέ τό πρόβλημα τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος καί ἐγκατέλειψε κάθε περαιτέρω προσπάθεια γιά τήν ἕνωση τῶν ᾿Εκκλησιῶν. ῎Ετσι ἐπέστρεψε στίς προηγούμενες θέσεις του, τονίζοντας τή διάκριση μεταξύ φυσικῶν καί ὑποστατικῶν ἰδιοτήτων˙ παραλείποντας τήν ἔκφραση “δι᾿ Υἱοῦ”, διατύπωνε τήν πίστη του μέ τίς φράσεις: “τό Πνεῦμα τό ἅγιον ἐκ τοῦ Πατρός ἀεί ἐκπορευόμενον” καί “ἐκπορευόμενον οὐσιωδῶς παρά Πατρός”.
Στή συνέχεια ἐκτίθενται οἱ κατά πάντα ὀρθόδοξες ἀντιλήψεις του περί ἐκπορεύσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος, τίς ὁποῖες ἐξέθεσε στούς Λατίνους κατά τίς συζητήσεις τοῦ 1234 καί 1250 (Κεφ. Β΄). Οἱ ἀντιλήψεις του αὐτές βασίζονταν ἀποκλειστικά στήν ῾Αγία Γραφή καί ἀπαντοῦσαν στά ἐπιχείρηματα τῶν Λατίνων, πού ἐπικεντρώνονταν στά βιβλικά χωρία “Πνεῦμα τοῦ Υἱοῦ” (Γαλ. 4,6), “Πνεῦμα τῆς ἀληθείας” (᾿Ιω. 14,17· 15,26· 16,13) καί “ἐκ τοῦ ἐμοῦ λήψεται καί ἀναγγελεῖ ὑμῖν” (᾿Ιω. 16,15)˙ ὑποστήριζαν δηλαδή ὅτι ἐπειδή τό Πνεῦμα ὀνομάζεται Πνεῦμα τοῦ Υἱοῦ ἤ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας -ἐφόσον ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ὀνομάζει τόν ἑαυτόν του ἀλήθεια (᾿Ιω.14,6)-, ἕπεται ὅτι ἐκπορεύεται καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ. Ἡ ἀπάντηση τοῦ Βλεμμύδη ἦταν ὅτι τά χωρία αὐτά δέν εἶναι δηλωτικά τῆς ἀΐδιας ὑπαρκτικῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Πνεύματος, ἀλλά ἀναφέρονται κυρίως στή χορηγία τῆς δωρεᾶς τοῦ ἁγίου Πνεύματος μέσα στό πλαίσιο τῆς θείας οἰκονομίας. ῎Ετσι μέ τόν πιό κατηγορηματικό τρόπο ἀποκλείει “τοῦ τόν Υἱόν ἀρχήν (ὑπαρκτικήν) ὅλως εἶναι τοῦ Πνεύματος”, δέχεται ὅμως, σύμφωνα μέ τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία, ὅτι στό πλαίσιο τῆς θείας οἰκονομίας ὁ Υἱός εἶναι “δοτήρ τοῦ Πνεύματος”, δηλαδή ὅτι μεταδίδει στά κτίσματα τή χάρη καί τή δωρεά τοῦ ἁγίου Πνεύματος, χωρίς, βέβαια, νά ἔχει τό ρόλο τοῦ αἰτίου. ᾿Επιπλέον, μέ διάφορα παραδείγματα πέτυχε νά παραστήσει ἐναργέστατα τίς σχέσεις τῶν θείων ὑποστάσεων, ὄχι μόνο μέσα ἀπό τήν ἔγχρονη καί πρός τόν κτιστό κόσμο φανέρωσή τους, ἀλλά καί ἀπό τήν προαιώνια ὕπαρξή τους. Κατόρθωσε δηλαδή ὄχι μόνο νά τονίσει τήν ἐκ μόνου τοῦ Πατρός καθ᾿ ὕπαρξιν ἐκπόρευση τοῦ ἁγίου Πνεύματος καί τή συμμετοχή τοῦ Υἱοῦ μόνο στήν ἐν χρόνῳ ἀποστολή του, ἀλλά καί νά ὑπογραμμίσει ὅτι αὐτή δέν εἶναι μόνο ἔγχρονη, ἀλλ᾿ ἐπεκτείνεται καί στήν προαιώνιο ζωή τῆς ἁγίας Τριάδος. ῾Η ἀντίληψη αὐτή τοῦ Νικηφόρου Βλεμμύδη γιά τήν ἀΐδιο καί προαιώνιο ἔκφανση τοῦ Πνεύ-ματος δι᾿ Υἱοῦ ἀποτέλεσε σημαντικό σταθμό στήν περαι-τέρω ἀνάπτυξη τῆς “κατ᾿ ἔκφανσιν” ἤ “κατ᾿ ἐνέργειαν” ἐκπορεύσεως τοῦ Πνεύματος δι᾿ Υἱοῦ, καί τόν ἀναδεικνύει θεολόγο πού κατόρθωσε νά ὑπερβεῖ τό ἀντιρρητικό κλίμα τῆς ἐποχῆς του, νά ἀποφύγει τή στείρα χρήση ἐπιχει-ρημάτων μέ πολεμικό μόνο χαρακτήρα, καί νά ἀρθρώσει λόγο θεολογικό, πού τοῦ ἐπέτρεπε νά διεισδύει κριτικῶς στά ἐπιχειρήματα τῶν συνομιλητῶν του.
Μετά τό 1250, θέλοντας νά συμβάλει στήν ὑπέρβαση τῶν δογματικῶν διαφορῶν πού χώριζαν τίς δύο ᾿Εκκλησίες, στράφηκε, ὅπως ἀναφέραμε, στήν πατερική διδασκαλία καί θεώρησε ὅτι σ᾿ αὐτήν ἀνακάλυψε τή μέση ὁδό πού θά μποροῦσε νά ἑνώσει τίς διιστάμενες ἀπόψεις τῶν Λατίνων καί τῶν ᾿Ορθοδόξων (Κεφ. Γ΄). ῾Η ὁδός αὐτή συνίστατο στήν πατερική φράση “τό Πνεῦμα τό ἅγιον ἐκπορεύεσθαι ἐκ τοῦ Πατρός δι᾿ Υἱοῦ”. Πίστεψε ὅτι ἡ φράση αὐτή δίνει τή λύση τοῦ προβλήματος καί ἄρχισε νά τήν ἑρμηνεύει μέ ἰδιαίτερο ζῆλο. Κατέληξε ὅμως στή λατινίζουσα ἄποψη ὅτι ὁ Υἱός συμμετέχει στήν ὑπαρκτική ἐκπόρευση τοῦ ἁγίου Πνεύματος “μετά τοῦ Πατρός”, χωρίς βεβαίως νά δέχεται τή λατινική ἄποψη ὅτι ὁ Υἱός συνιστᾶ αὐτόνομη καί ἀρχική αἰτία καί πηγή τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος, διότι αὐτό, ὅπως διακήρυττε, ἀνήκει μόνο στόν Πατέρα ὡς “ἴδιον” ἰδίωμά του.
Θεωροῦσε ὅμως ὅτι ἡ “διά τοῦ Υἱοῦ” συμμετοχή καί “μεσιτεία” του στήν αἰώνια ἐκπόρευση τοῦ ἁγίου Πνεύματος εἶναι ἀναγκαία. ῾Η ἔννοια ὅμως πού ἀπέδωσε στή φράση αὐτή, δέν εἶχε καμία σχέση μέ τή διδασκαλία τῶν ἁγίων πατέρων περί τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος “διά τοῦ Υἱοῦ”, ἡ ὁποία ἀναφέρεται σαφῶς στή διά τοῦ Υἱοῦ πέμψη, χορήγηση ἤ καί φανέρωση τοῦ ἁγίου Πνεύματος, καί ὄχι στήν ὑποστατική του ἐκπό-ρευση. Πάντως πρέπει νά σημειωθεῖ ὅτι ὁ Βλεμμύδης πίστευε ὅτι κινεῖται μέσα στήν πατερική παράδοση ὅταν πρότεινε τήν ἀποδοχή τοῦ Υἱοῦ ὡς ἀπαραίτητου μεσολαβη-τῆ στήν αἰώνια ἐκπόρευση τοῦ ἁγίου Πνεύματος, γι᾿ αὐτό μέμφεται ἐκείνους πού ἀντιτίθενται σ᾿ αὐτή τήν προσπά-θειά του.
῾Η μελέτη αὐτή, φιλοδοξώντας νά προωθήσει περαιτέρω τήν ἔρευνα γιά τόν Νικηφόρο Βλεμμύδη, ἐπεδίωξε:
α) Νά φωτισθεῖ ὅσο τό δυνατόν πληρέστερα ἡ προσωπικότητα καί ἡ δράση τοῦ Νικηφόρου Βλεμμύδη. ῎Αν καί ἔχουν δημοσιευθεῖ κατά καιρούς βιογραφίες τοῦ Βλεμμύδη σέ ἐκτενέστερη ἤ μή μορφή, πιστεύουμε ὅτι πρώτη φορά δημοσιεύεται σέ τόσο ἐκτεταμένη μορφή καί μέ κάθε λεπτομέρεια -βάσει τῆς αὐτοβιογραφίας τοῦ συγγραφέα καί τῶν μαρτυριῶν τῶν βυζαντινῶν ἱστορικῶν- ἡ βιογραφία του, τουλάχιστον στήν ἑλληνική γλώσσα.
β) Νά γίνει συστηματική παρουσίαση τῶν ἔργων τοῦ Βλεμμύδη. Τά ἔργα τοῦ συγγραφέα ἔχουν γίνει μέχρι σήμερα ἀντικείμενο μελέτης, ἀλλά ἀποσπασμα-τικῶς καί ἀτελῶς. Ὅσον ἀφορᾶ αὐτά πού δέν ἔχουν ἐκδοθεῖ κριτικῶς, γίνεται ἡ πληρέστερη δυνατή ἀναφορά στή χειρόγραφη παράδοσή τους καί παρουσιάζεται σχετικά λεπτομερῶς τό περιεχόμενό τους, ὥστε να προλειανθεῖ τό ἔδαφος γιά μία μελλοντική κριτική ἔκδοση καί αὐτῶν.
γ) Νά ἐκτεθεῖ ἡ διδασκαλία τοῦ Βλεμμύδη περί τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος καί νά καταδειχθεῖ κατά πόσον ἀκολουθεῖ τήν ὀρθόδοξη βιβλικο-πατερική παράδοση. Οἱ περισσότεροι μελετητές τῆς πνευματολογίας τοῦ Βλεμμύδη προσέγγισαν τά σχετικά ἔργα του ἀπο-σπασματικά, τά δέ συμπεράσματά τους δέν συμπίπτουν, μάλιστα πολλές φορές εἶναι καί ἀντιφατικά. Ἦταν ἀναγκαία λοιπόν μία διεισδυτική ἀνάλυση τῆς θεολογικῆς σκέψης καί ἐπιχειρηματολογίας τοῦ συγγραφέα, γιά νά ἐλεγχθεῖ σέ ποιό βαθμό ἐκφράζει τήν ὀρθόδοξη παράδοση καί ὡς πρός τί ἀποκλίνει ἀπ᾿ αὐτήν. ῎Αλλωστε, ἀπ᾿ ὅσο εἶναιο γνωστό, εἶναι ἡ πρώτη φορά πού ἀπό ὀρθόδοξη πλευρά ἐπιχειρεῖται μία συστηματική ἀνάλυση καί παρουσίαση τῆς περί ἐκπορεύσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος διδασκαλίας τοῦ Νικηφόρου Βλεμμύδη.
Τό ἔργο κατακλείεται μέ τά ᾿Επιλεγόμενα, ὅπου ἐκτί-θεται συνοπτικῶς τό περιεχόμενο τῆς ὅλης μελέτης, καθώς καί μέ πίνακα βιβλιογραφίας.
15. “Προσπάθειες Λειτουργικῆς ᾿Ανανεώσεως στήν ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία τῆς Ρωσσίας”, Λατρεύσωμεν εὐαρέστως τῷ Θεῷ. Τό αἴτημα τῆς λειτουργικῆς ἀνανεώσεως στήν Ὀρθόδοξη ᾿Εκκλησία.
Η ἐργασία αὐτή ἀποτελεῖ εἰσήγηση πού ἔγινε στό “Β΄ Πανελλήνιο Λειτουργικό Συμπόσιο”, τό ὁποῖο διοργάνωσε ἡ “Εἰδική Συνοδική ᾿Επιτροπή Λειτουργικῆς ᾿Αναγεννήσεως” τῆς ῾Ιερᾶς Συνόδου τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς ῾Ελλάδος, ἀπό 22-25 ᾿Οκτωβίου 2000 στό Βόλο, μέ γενικό θέμα “"Λατρεύσωμεν εὐαρέστως τῷ Θεῷ". Τό αἴτημα τῆς λειτουργικῆς ἀνανεώσεως στήν ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία”.
῾Η ἐργασία περιλαμβάνει, ἐκτός ἀπό τά προλεγόμενα, τίς ἑνότητες: Α΄ περίοδος (ι΄-ιε΄ αἰώνας), Β΄ περίοδος (ιστ΄-ιθ΄ αἰώνας), Γ΄ περίοδος (κ΄ αἰώνας), Δ΄ περίοδος (σύγχρονη ἐποχή), ᾿Επιλεγόμενα καί Παραπομπές.
Στά προλεγόμενα ἐπισημαίνεται ὡς κύριο χαρακτηρι-στικό τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς Ρωσίας ὁ αὐστηρός συντηρητι-σμός της, ὁ ὁποῖος τήν ὁδηγοῦσε κατά καιρούς νά ἀντιμετωπίζει μέ μεγάλες ἐπιφυλάξεις κάθε σοβαρή προσπάθεια ἀλλαγῆς στή θεία λατρεία. Ὅσον ἀφορᾶ στήν Α΄ περίοδο (ι΄-ιε΄ αἰ.) ἐπιχειρεῖται μιά σύντομη ἀνασκόπηση τῆς ἱστορίας τοῦ λειτουργικοῦ τυπικοῦ τῆς ρωσικῆς ᾿Εκκλησίας κατά τήν ἀρχαία περίοδο. ῾Η μετάδοση τῆς λειτουργικῆς πρακτικῆς ἔγινε εἴτε ἀπευθείας ἀπό τό Βυζάντιο, εἴτε διαμέσου τῶν νοτιοσλαβικῶν λαῶν πού εἶχαν ἤδη βαπτισθεῖ. Τό τυπικό τῆς Μονῆς Στουδίου κατά τόν ια΄ αἰώνα υἱοθετήθηκε ἀπό τή Μονή Πετσέρσκυ (τῶν Σπηλαίων) τοῦ Κιέβου καί ἀπό ἐκεῖ διαδόθηκε σέ ὅλη τή Ρωσία τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Στά τέλη τοῦ ιγ΄ αἰώνα τό τυπικό αὐτό ἀντικαταστάθηκε ἀπό τό τυπικό τοῦ ἁγίου Σάββα. ᾿Επίσης τήν περίοδο αὐτή μεταφράσθηκε καί εἰσήχθη στή λειτουργική χρήση ἡ “Διάταξη τῆς θείας Λειτουργίας” τοῦ πατριάρχη Φιλοθέου Κόκκινου.
Σχετικά μέ τή Β΄ περίοδο (ιστ΄-ιθ΄ αἰώνας) ἐξετάζεται ἡ Σύνοδος “Στογκλάβι” (τῶν ῾Εκατό Κεφαλαίων) τοῦ ἔτους 1551, ἡ ὁποία ἀσχολήθηκε κυρίως μέ λειτουργικά καί κανονικά θέματα καί ἔδειξε ἰδιαίτερη προσκόλληση στά ἔθιμα τοῦ παρελθόντος. Τό σπουδαιότερο γεγονός τῆς λειτουργικῆς ζωῆς στή Ρωσία κατά τήν περίοδο αὐτή συνδέεται μέ τό πρόσωπο τοῦ πατριάρχη Νίκωνα, ὁ ὁποῖος θέλησε νά συντονίσει τό λειτουργικό τυπικό τῆς ρωσικῆς ᾿Εκκλησίας μέ ἐκεῖνο πού ἐπικρατοῦσε στίς ᾿Εκκλησίαες τῆς ᾿Ανατολῆς. Συνεκάλεσε τό 1645 σύνοδο στή Μόσχα, ἡ ὁποία ἀποφάσισε τήν ἄμεση διόρθωση τῶν λειτουργικῶν βιβλίων μέ βάση τά ἑλληνικά καί ρωσικά πρωτότυπα, καί ἐνδιαφέρθηκε γιά τή συλλογή ἑλληνικῶν χειρογράφων καί ἱερῶν ἀκολουθιῶν, μέ σκοπό τή ὁμοφωνία στή λειτουργική τάξη καί τά ἐκκλησιαστικά ἔθιμα τῆς ρωσικῆς ᾿Εκκλησίας μέ τίς ἄλλες ὄρθόδοξες ᾿Εκκλησίες. Οἱ ἐνέργειες αὐτές τοῦ Νίκωνα προκάλεσαν ἀντιδράσεις, οἱ ὁποῖες ὁδήγησαν στή καθαίρεσή του καί στή δημιουργία ξεχωριστῆς ἐκκλησια-στικῆς κονότητας, τῆς λεγομένης ἐκκλησίας τῶν Ρασκόλνι-κων (σχισματικῶν) ἤ Σταροβιέρων (Παλαιοπίστων).
Ἀναφορικῶς πρός τή Γ΄ περίοδο (κ΄ αἰ.), ἀναφέρονται οἱ ἀποφάσεις τῆς τοπικῆς συνόδου τῆς Ρωσικῆς ᾿Εκκλησίας (1917-1918), πού ἀφορούσαν τόσο στή γενική κατάσταση τῆς ᾿Εκκλησίας, ὅπως διαμορφώθηκε μετά τήν ἐπανάσταση, ὅσο καί τή λειτουργική ζωή· ἀποφασίσθηκε ἡ ἐπαναφορά πολλών παραδόσεων πού εἶχαν κατά τό παρελθόν ἀπεμποληθεῖ, συμπεριλαμβανομένων καί λειτουργικῶν. Τό κλῖμα τῶν ἀλλαγῶν πού ἐπέφερε ἡ ἐπανάσταση τῶν μπολσεβίκων, δημιούργησε ὡστόσο καί ἕνα κίνημα τό ὁποῖο ἔπαιξε ἐξαιρετικά ἀρνητικό ρόλο στήν ἱστορία τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς Ρωσίας. Πρόκει-ται γιά τό κίνημα τῶν λεγομένων “᾿Ανανεωτῶν” (Obnovlentsi), πού ἀποτελοῦσαν κυρίως κληρικοί καί διανοούμενοι μέ “ἀριστερές” ἀντιλήψεις.
Σχετικά μέ τή Δ΄ περίοδο (σύγχρονη ἐποχή), γίνεται λόγος γιά τήν ἀπελευθέρωση τῆς ᾿Εκκλησίας ἀπό τά δεσμά τοῦ σοβιετικοῦ κράτους καί γιά ὅ,τι ἐπακολούθησε μέχρις ὅτου ἡ ᾿Εκκλησία βρεῖ τό δρόμο της μέσα στή νέα πραγματικότητα πού διαμορφώθηκε.
Τέλος στά ᾿Επιλεγόμενα ἀναφέρεται συμπερασματι-κῶς ὅτι ἡ ᾿Εκκλησία, ὅταν τό ἀπαιτοῦσαν οἱ περιστάσεις καί χάριν τῆς πραγμάτωσης τῆς σωτηριώδους πορείας της στόν κόσμο, προχώρησε πολλές φορές σέ βαθιές μεταβολές, ὄχι μόνο λειτουργικές ἀλλά καί γενικότερες. Κάθε ἀνα-νέωση στήν ᾿Εκκλησία ὅμως πρέπει νά ἑστιάζεται στήν ἀλήθεια τῆς ᾿Εκκλησίας καί ὄχι στόν παρόντα κόσμο καί τίς ἀπαιτήσεις του.
ΠΗΓΗ
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.