Ως εκ παραδόσεως υπέρτατο σύμβολο και δήλωση πίστεως, το «Πιστεύω» της Ορθόδοξης Εκκλησίας ομολογεί «Ένα Θεόν, Πατέρα Παντοκράτορα, ποιητήν ουρανού και γης ορατών τε πάντων και αοράτων». Η Ορθόδοξη Χριστιανική οπτική του φυσικού περιβάλλοντος απορρέει από την θεμελιώδη πεποίθηση ότι ο κόσμος έχει δημιουργηθεί από έναν αγαπώντα Θεό. Η Αγία Γραφή δηλώνει στο βιβλίο της Γενέσεως, ότι «είδεν ο Θεός τα πάντα, όσα εποίησεν, και ιδού καλά λίαν» (1, 31). Σύμπας ο κόσμος λοιπόν περιέχει τα σπέρματα και τα ίχνη ενός ζώντος Θεού.
Επιπλέον, η υλική και φυσική δημιουργία παραχωρήθηκε στην ανθρωπότητα ως δωρεά, με την εντολή «εργάζεσθαι και φυλάττειν αυτήν». (Γεν. 2,15). Αν η γη είναι ιερή, τότε και η σχέση μας με το φυσικό περιβάλλον είναι μυστική η μυστηριακή, περιέχει δηλαδή τα σπέρματα και τα ίχνη του Θεού. Η αμαρτία του Αδάμ συνίσταται κατά πολλές έννοιες στην άρνησή του να δεχθεί τον κόσμο ως δώρο συνάντησης και κοινωνίας με τον Θεό και την υπόλοιπη Κτίση. Η Επιστολή του αποστόλου Παύλου προς Ρωμαίους αναδεικνύει τις συνέπειες της αμαρτίας, το γεγονός δηλαδή ότι «πάσα η κτίσις συστενάζει και συνωδίνει άχρι του νυν» και «η αποκαραδοκία της κτίσεως την αποκάλυψιν των υϊών του Θεού απεκδέχεται» (Ρωμ. 8, 22,19).
Από τη βαθιά αυτή πεποίθηση στην ιερότητα και ωραιότητα της Δημιουργίας, η Ορθόδοξη Εκκλησία διατυπώνει την καθοριστικής σημασίας έννοια της μεταμορφώσεως του κόσμου. Η έμφαση που δίνει η Ορθόδοξη Θεολογία στη μεταμόρφωση του προσώπου και του κόσμου είναι ιδιαίτερα εμφανής στις εορτές του λειτουργικού έτους. Η εορτή της Μεταμορφώσεως, στις 6 Αυγούστου, φωτίζει ακριβώς την ιερότητα της κτίσεως, η οποία δέχεται και αντιπροσφέρει μια πρόγευση της τελικής εξαναστάσεως και της αποκαταστάσεως των πάντων στον μέλλοντα αιώνα. Ο άγιος Μακάριος στις Ομιλίες του προβάλλει τη σχέση μεταξύ της Μεταμορφώσεως του Χριστού και του αγιασμού της ανθρώπινης φύσεως:«Ως γάρ έσωθεν η δόξα του Χριστού ούσα εφηπλώθη επί τω σώματι Αυτού και εξέλαμψε, τον αυτόν τρόπον καν τοις αγίοις η έσωθεν ούσα του Χριστού δύναμις, εν εκείνη τη ημέρα έξωθεν εις τα σώματα αυτών υπερεκχείται».
Οι ύμνοι μάλιστα της εορτής επεκτείνουν το θείο φως και τη μεταμορφωτική του δύναμη σε όλον τον κόσμο: «Φως αναλλοίωτον, Λόγε, φωτός Πατρός αγεννήτου, εν τω φανέντι φωτί σου σήμερον εν Θαβωρίω, φως είδομεν τον Πατέρα, φως και το Πνεύμα, φωταγωγούν πάσαν κτίσιν». Αλλά και η ημέρα της Βαπτίσεως του Κυρίου (6 Ιανουαρίου) είναι γνωστή ως Θεοφάνεια, επειδή φανερώνει την απόλυτη υπακοή του Χριστού στην αρχική επιταγή της Γενέσεως και αποκαθιστά τον σκοπό του κόσμου όπως τέθηκε κατά τη δημιουργία του και όπως ήταν στην πρόθεση του Θεού. Οι ύμνοι της ημέρας αυτής εξαγγέλλουν: «Σήμερον τα του Ιορδάνου νάματα εις ιάματα μεταποιείται τη του Κυρίου παρουσία.Σήμερον ρείθροις μυστικοίς πάσα η κτίσις αρδεύεται…. σήμερον… ο της δικαιοσύνης ήλιος καταυγάζει ημίν… Σήμερον λαμπαδοφεγγεί πάσα η κτίσις άνωθεν… Ίνα και διά στοιχείων και διά αγγέλων και διά ανθρώπων και διά ορωμένων και δι’ αοράτων δοξάζηταί σου το πανάγιον Όνομα συν τω Πατρί και τω αγίω Πνεύματι…» (Ευχή Μεγάλου Αγιασμού).
Το πλάτος λοιπόν και το βάθος της Ορθόδοξης θέασης του κόσμου υπαινίσσεται ότι η ανθρωπότητα είναι μέρος αυτής της θεοφανείας, η οποία υπερβαίνει πάντοτε το άτομο. Το ανθρώπινο γένος, βέβαια, παίζει ρόλο μοναδικό και έχει μοναδική ευθύνη, αλλά δεν παύει να αποτελεί μέρος του σύμπαντος και δεν μπορεί να νοηθεί χωριστά από αυτό. Με τον τρόπο αυτό, το κτιστό σύμπαν παύει να αποτελεί αντικείμενο έξωθεν παρατηρήσεως και εγωϊστικής εκμεταλλεύσεως και γίνεται μέρος της «κοσμικής λειτουργίας».Υπό το φως αυτό, ένας άλλος μυστικός Πατήρ του 6ου αιώνα, ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος, διδάσκει ότι ο σκοπός της πνευματικής ζωής είναι να αποκτήσουμε «ελεήμονα καρδίαν, η οποία να φλέγεται για όλη τη δημιουργία… για όλα τα κτίσματα του Θεού». Τη διδασκαλία δε αυτή απηχεί και η παρακίνηση του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκυ (1821-81) στους Αδελφούς Καραμαζώφ:«Αγαπάτε όλα τα έργα του Θεού, όλη την Κτίση και κάθε κόκκο άμμου. Αγαπάτε κάθε φύλλο, κάθε ακτίνα από το φως του Θεού. Αγαπάτε τα ζώα, αγαπάτε τα φυτά, αγαπάτε κάθε τι. Αν αγαπάτε το κάθε τι, θα αντιληφθείτε το θεϊκό μυστήριο των πραγμάτων».
Η Ορθόδοξη θεολογία κάνει ένα βήμα πιο πέρα και αναγνωρίζει τη φυσική δημιουργία ως αχώριστη από την ταυτότητα και τον προορισμό της ανθρωπότητας, επειδή κάθε ανθρώπινη πράξη αφήνει ένα διαρκές αποτύπωμα στο σώμα της γης. Η ανθρώπινη στάση και συμπεριφορά προς τη δημιουργία έχουν άμεση επίδραση και αντανακλούν τη στάση και τη συμπεριφορά προς τους άλλους ανθρώπους. Η οικολογία σχετίζεται αναπόφευκτα, τόσο ως προς την ετυμολογία όσο και ως προς το νόημα, με την οικονομία∙ η διαχείριση των πόρων του πλανήτη μας υπερβαίνει τις αντοχές του. Διακυβεύεται όχι μόνο η δυνατότητά μας να ζήσουμε υποφερτά αλλά ακόμη και η ίδια η επιβίωσή μας. Οι επιστήμονες υπολογίζουν ότι εκείνοι που θα πληγούν περισσότερο όλων από την υπερθέρμανση της γης θα είναι εκείνοι ακριβώς που δεν θα μπορούν να το αντέξουν. Άρα το πρόβλημα της ρύπανσης είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένο με το κοινωνικό πρόβλημα της φτώχειας· και κάθε οικολογική δράση μετράται εν τέλει και αξιολογείται από την επίδραση που θα έχει επί των λιγότερο προνομιούχων.
Είναι σαφές ότι μόνο μια από κοινού συλλογική ανταπόκριση -εκ μέρους των θρησκευτικών αρχηγών, των επιστημόνων, των πολιτικών και των οικονομικών φορέων- θα μπορέσει να αντιμετωπίσει σωστά και αποτελεσματικά τα κρίσιμα αυτά θέματα της εποχής μας. Γι’ αυτό και την 1η Σεπτεμβρίου 1989, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Δημήτριος (1914-91) εξέδωσε μια εγκύκλιο επιστολή -την πρώτη μιας σειράς εγκυκλίων έκτοτε- προς όλες τις Ορθόδοξες Εκκλησίες ανά τον κόσμο, καθιερώνοντας την ημέρα εκείνη, η οποία είναι και η πρώτη του Εκκλησιαστικού έτους, ως ημέρα προσευχής, προστασίας και διατήρησης του φυσικού περιβάλλοντος. Την πρόταση αυτή, αμέσως μετά, αγκάλιασε και η Διάσκεψη των Ευρωπαϊκών Εκκλησιών και, με τη σειρά του, το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών. Ως διάδοχός του στον Οικουμενικό Θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως, επιθυμώ πάντοτε να θεωρούμε επείγον αίτημα το μέλημα για το περιβάλλον, ούτως ώστε το πλήρωμα της Εκκλησίας να συνειδητοποιεί και να ευαισθητοποιείται ως προς την τελεσίδικη καταστροφή που απειλεί τον πλανήτη μας σήμερα. Οι ποικίλες πρωτοβουλίες της Εκκλησίας μας περιλαμβάνουν τη δημιουργία της Θρησκευτικής και Επιστημονικής Επιτροπής (1995) και τη διοργάνωση διαφόρων διεπιστημονικών -θρησκευτικών, επιστημονικών και περιβαλλοντικών- Συμποσίων μέχρι σήμερα. Με τον τρόπο αυτό, το Οικουμενικό Πατριαρχείο είναι σε θέση να συμβάλει στη διατήρηση του κόσμου που μας περιβάλλει.
Ορθόδοξη πνευματικότητα και φυσικό περιβάλλον. Με τη λέξη «περιβάλλον» ασφαλώς εννοούμε όλα όσα είναι γύρω μας. Και ως άνθρωποι γεννιόμαστε, ανατρεφόμαστε, ωριμάζουμε, μαθαίνουμε και τελικά αναχωρούμε από τη ζωή μέσα σε κάποιο περιβάλλον. Το περιβάλλον μας, υλικό η πνευματικό, παραμένει μόνιμα καθοριστικός παράγων της ζωής μας. Μας διαμορφώνουν η οικογένεια και οι φίλοι μας, μας επηρεάζουν οι δάσκαλοί μας και οι διάφορες τάσεις, με τον ίδιο τρόπο που ενεργούν πάνω μας η γη και ο αέρας, ο ήλιος και η θάλασσα, η χλωρίδα και η πανίδα. Τον 4ο αιώνα, ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος (329-89) παρατηρούσε ότι πρόθεση του Δημιουργού ήταν ακριβώς μια τέτοια σχέση των ανθρώπων με το φυσικό τους περιβάλλον:
Ο Λόγος του Θεού επιθυμούσε να αποκαλύψει ότι η ανθρωπότητα μετέχει και των δύο κόσμων, τόσο δηλαδή του ορατού όσο και του αοράτου. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο δημιουργήθηκε ο Αδάμ (δηλαδή ολόκληρη η ανθρωπότητα).
Από τη γήϊνη ύλη, πού είχε ήδη δημιουργηθεί, ο Θεός διαμόρφωσε το ανθρώπινο σώμα· από τον πνευματικό κόσμο, ο Θεός ενεφύσησε πνοή ζωής στην ψυχή του Αδάμ, την οποία ονομάζουμε εικόνα του Θεού. Άρα ο Αδάμ τοποθετήθηκε πάνω σ’ αυτή τη γη ως ένας δεύτερος κόσμος, ένας μεγάλος κόσμος μέσα σ’ ένα μικρό κόσμο, ως άγγελος ο οποίος λατρεύει τον Θεό ενώ μετέχει και του υλικού και του πνευματικού κόσμου. Ο Αδάμ δημιουργήθηκε να προστατεύει και να συντηρεί τον ορατό κόσμο, ενώ ταυτόχρονα θα μυείται και στον πνευματικό κόσμο. Ο Αδάμ προοριζόταν να υπηρετεί ως βασιλικός οικονόμος της κτίσεως βασιλεύς, αλλά την ίδια στιγμή υπήκοος ουρανίου βασιλέως∙ επίγειος αλλά και ουράνιος∙ προσωρινός αλλά και αθάνατος∙ ορατός, λόγω του σώματος, αλλά και αόρατος λόγω ψυχής. Ο Αδάμ κλήθηκε να δοξάζει το θείο Ευεργέτη, ενώ την ίδια στιγμή θα υφίσταται την ταπείνωση. Σκοπός και τέλος του ανθρωπίνου μυστηρίου είναι η θέωση. Έτσι ο Αδάμ καλέιται να γίνει θεός κατά χάριν και να στρέφει το βλέμμα του μόνο προς τον Θεό.
Και εδώ έγκειται και η διαφορά του βάθους της Ορθόδοξης πνευματικότητος έναντι της σύγχρονης οικολογίας. Η διαφορά δεν έγκειται τόσο στο επίπεδο της επιθυμίας να διατηρήσουμε και να προστατεύσουμε τους φυσικούς πόρους του πλανήτη, κάτι που θα πρέπει να ανήκει στις προτεραιότητες όλων από τους πολιτικούς ηγέτες μέχρι τα μεμονωμένα άτομα. Έγκειται κυρίως στην κοσμο-άποψη την οποία εγκολπώνεται. Η διαφορά δεν εντοπίζεται τόσο στον τρόπο με τον οποίον αντιλαμβανόμαστε το τελικό αποτέλεσμα, το οποίο πρέπει βεβαίως να επιδιώξουμε και να επιτύχουμε όλοι και προς χάριν όλων, όσο στο εναρκτήριο σημείο της συμπεριφοράς μας: Η Ορθόδοξη θεολογία θεωρεί ότι ο άνθρωπος κατέχει βασιλική, όχι όμως τυραννική, εξουσία έναντι της δημιουργίας και η πίστη μας αυτή σφραγίζεται από βαθιά αίσθηση δικαιοσύνης αλλά και μέτρου.
Δεν δικαιούμεθα να την εξουσιάζουμε με αλαζονεία ούτε να αυτοπεριοριζόμαστε με παραπλανητική ταπεινοφροσύνη. Καλούμαστε να διατηρήσουμε τη δημιουργία υπηρετώντας τον Δημιουργό της. Την συντηρούμε και την απολαμβάνουμε μαζί. Αυτή είναι η ερμηνεία την οποία η Ορθόδοξη πνευματικότητα και λειτουργία δίνει στην εντολή της Γραφής «εργάζεσθαι και φυλάσσειν την γην» (Γεν. 2,15), εντολή η οποία μπορεί κάλλιστα να μεταφραστεί σε «διακονούμε και προστατεύουμε τη γη» και ενεργούμε «ως πιστοί και φρόνιμοι οικονόμοι» του κόσμου μας (Λουκ. 12, 42) και «ως καλοί οικονόμοι ποικίλης χάριτος Θεού» (Α’ Πέτρ. 4, 10). Δεν μπορούμε ποτέ να λειτουργούμε ερήμην του Θεού αλλά πάντοτε με την ταπεινή παραδοχή ότι Αυτός είναι ο Δημιουργός. Η κάθε είδους εξουσία μας επί της γης προέρχεται από Αυτόν και δι’ Αυτού και κατευθύνεται πάντοτε προς Αυτόν και για την δική Του δόξα. (Πρβλ και Παροιμ. 8,15).«Ο κόσμος», κατά τον άγιο Κύριλλο Ιεροσολύμων, «διά την ημετέραν απόλαυσιν εκτίσθη», γι’ αυτό και αποτελεί το μέλημα της Εκκλησίας, η οποία διακαώς προσεύχεται «υπέρ του σύμπαντος κόσμου». Κατά τον ίδιο τρόπο, ο κόσμος οφείλει να αποτελεί το αντικείμενο και της δικής μας προσευχής:
«Μνήσθητι, Κύριε, ευκρασίας αέρων, όμβρων ειρηνικών, δρόσων αγαθών, καρπών ευφορίας, τελείας ευετηρίας και του στεφάνου του ενιαυτού της χρηστότητός Σου∙ οι γάρ οφθαλμοί πάντων εις σε ελπίζουσι και συ δίδως την τροφήν αυτών εν ευκαιρία. Ανοίγεις συ την χείρά σου και εμπιπλάς παν ζώον ευδοκίας»
(Λειτουργία αποστόλου Ιακώβου)
«Τους υετούς πλουσίους κατάπεμψον επί τους χρήζοντας και επί τους δεομένους τόπους. Εύφρανον και ανακαίνισον τη καταβάσει αυτών το πρόσωπον τη γης ίνα εν ταις σταγόσιν αυτών ευφρανθή ανατέλλουσα. Ποτάμια ύδατα ανάγαγε επί το ίδιον μέτρον αυτών∙ εύφρανον και ανακαίνισον τη αναβάσει αυτών το πρόσωπον της γής. Τους αύλακας αυτής μέθυσον, πλήθυνον τα γεννήματα αυτής. Τους καρπούς της γής, Κύριε, ευλόγησον, σώους και ακεραίους ημίν διατήρησον παράστησον αυτούς εις σπέρμα και εις θερισμόν»(Λειτουργία αποστόλου Μάρκου)
Αυτό σημαίνει ότι μέσα από το πρίσμα της Λειτουργίας αντιλαμβανόμαστε με ορθό τρόπο σύμπασα την υλική κτίση.
Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος, «Συνάντηση με το Μυστήριο, Μια σύγχρονη ανάγνωση Ορθοδοξίας», Εκδόσεις «Ακρίτας»
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.