Ι.Ν.Αγ.Νικολάου Πευκακίων |
«Η οργάνωση της τοπικής εκκλησίας κατά τους Β’ και Γ’ αιώνες εκφραζόταν κυρίως με την ορατή κεφαλή κάθε τοπικής εκκλησίας, τον επίσκοπο, τους πρεσβυτέρους και τους διακόνους.
Όπως είδαμε ανωτέρω, κατά την πρώτη μετά τον θάνατο των αποστόλων γενεά τη «λειτουργία» των αποστόλων διαδέχτηκαν οι μαθητές τους, οι οποίοι με την επίθεση των χειρών των αποστόλων διαδέχτηκαν οι μαθητές τους, οι οποίοι με την επίθεση των χειρών των αποστόλωνέλαβαν τη δοθείσα σε αυτούς εξουσία και συνέχισαν το έργο του ευαγγελισμού ως «προφήτες», ήτοι ως κατεσταθέντες με άμεση επιλογή του αγίου Πνεύματος και με την επίθεση των χειρών των αποστόλων.
Το έργο του ευαγγελισμού όμως προϋπόθετε άοκνη ιεραποστολική προσπάθεια και όχι μόνιμη εγκατάσταση σε μια συγκεκριμένη τοπική εκκλησία, γι αυτό και οι μαθητές των αποστόλων, οι πρώτοι δηλαδή επίσκοποι της Εκκλησίας, ανελάμβαναν την ευθύνη ευρύτερων περιοχών, στις οποίες στήριζαν τις ήδη ιδρυθείσες εκκλησίες και ευαγγελίζοντο την εν Χριστώ απολύτρωση (Ευσεβ. Εκκλ. Ιστορία, III, 37). Περί το τέλος όμως της πρώτης μετά τον θάνατο των αποστόλων γενεάς, άρχισε η προϊούσα εγκατάσταση των επιζώντων μαθητών των αποστόλων σε μια τοπική εκκλησία, ενώ στις άλλες είχαν ήδη χειροτονηθεί τοπικοί επίσκοποι.
Συνεπώς, περί το τέλος του Α’ και τις αρχές του Β’ αιώνα, η οργάνωση κάθε τοπικής εκκλησίας έπρεπε να έχει συνήθως ως κεφαλή ιδιαίτερο επίσκοπο. Η διαμόρφωση αυτής της εκκλησιαστικής οργανώσεως στο τελικό σχήμα (επίσκοπος-πρεσβύτεροι-διάκονοι), καίτοι βεβαίως δεν συντελέστηκε συγχρόνως παντού, αποτελούσε τη μόνη κατ’ αποστολική διαδοχή αυθεντική συνέχιση του σχήματος: προφήτες (= μαθητές αποστόλων)- πρεσβύτεροι (ή επίσκοποι)- διάκονοι.
Το σχήμα αυτό καθιερώθηκε κατά την εγκατάσταση των προφητών σε μια συγκεκριμένη τοπική εκκλησία (Διδαχή XI- XIV) και συνειδητοποιήθηκε ταχύτατα, έτσι ώστε να υπάρχει ήδη διαμορφωμένη οργάνωση τουλάχιστον στην Συρία και στη Μ. Ασία ήδη κατά την εποχή του Ιγνατίου (αρχές του Β’ αιώνα). Αναμφιβόλως η εμφάνιση των αιρέσεων, η οποία προκάλεσε την αυθόρμητη ανάπτυξη μιας ευρείας αντιαιρετικής γραμματείας, ενίσχυσε την εξέχουσα θέση του επισκόπου ως ορατής λειτουργικής βάσεως της ενότητας, τόσο στην τοπική, όσο και στην ανά την οικουμένη Μια Εκκλησία του Θεού.
Μία πίστη, ένα βάπτισμα, μια υπό τον επίσκοπο βέβαιη ευχαριστία αποτελούσαν όχι μόνο θεμελιώδεις πυρήνες ενότητας της Εκκλησίας, αλλά και αισθητά σημεία ελέγχου και αποδοκιμασίας κάθε αιρετικής παρασυναγωγής»
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.