Μετά την ταφή του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, ευλογημένοι Χριστιανοί, πήγαν οι φθονερότεροι Ιουδαίοι, και είπαν τον Πιλάτο. Ενθυμούμασθε, αυθέντη, ότι ο πλάνος εκείνος, όταν ζούσε, είπε, ότι μετά τρεις ημέρες θέλει αναστηθεί, καί δια τούτο δός μας εξουσία να βουλώσομε τον τάφο, δια να μην πάνε οι Μαθητές Του και τον κλέψουν, και ειπούν, ότι αναστήθηκε, καί γίνει η υστερινή πλάνη χειρότερη από την πρώτη. Και εάν εκείνος είναι πλάνος, ω αρχιερείς, τί σας μέλει δια ένα πλανεμένον;...
Από που γνώρισαν, ότι θέλει αναστηθεί ο Χριστός; από τον λόγο, όπου τους είπε δια τον Προφήτη Ιωνά, ότι: «Ως εγένετο τω Ιωνά εν τη κοιλία του κήτους, ούτως έσται και ο Υιός του ανθρώπου εν τη καρδία της γης», από αυτό εφοβούντο να μην αναστηθεί ο Χριστός. Τότε τους είπε ο Πιλάτος: Έχετε στρατιώτες, πάρτε τους, καί σύρτε, βουλώσετε τον τάφο. Επήγαν λοιπόν οι αρχιερείς, και εβούλωσαν τον τάφο, καί οι πεντήκοντα στρατιώτες εφύλατταν από το ένα μέρος, και οι πεντήκοντα από το άλλο' διότι η κουστωδία, όπου λέγει το Ευαγγέλιο, αυτό σημαίνει τους εκατό στρατιώτες. Τότε δε ήταν εκατόνταρχος ο άγιος Λογγίνος.
Εις το μεσονύκτιο δε σεισμός μέγας έγινε, ότι Άγγελος Κυρίου κατέβει εξ ουρανού, καί εκύλισε τον λίθο από την θύρα του τάφου' οι δε φύλακες εκείνοι από τον φόβο τους έφυγαν' καί τότε ηύραν άδεια οι Μυροφόροι γυναίκες, και πήγαν τα μύρα στον τάφο' και πρώτα μεν και αρχή, η Κυρία Θεοτόκος, και η Μαγδαληνή Μαρία είδαν την Ανάσταση του Χριστού' αλλά δια να μην αμφιβάλλεται η ανάσταση ως προς την Μητέρα Του, δια τούτο λέγουν οι Ευαγγελιστές, ότι στην Μαγδαληνή μόνον εφάνη' αυτή η Μαγδαληνή Μαρία είδε και έναν Άγγελο, όπου εκάθετο επάνω στον τάφο, καί πάλι είδε δύο, οι οποίοι την είπαν: «Ω γύναι, τί κλαίεις; τίνα ζητείς; ηγέρθη, ουκ εστιν ώδε, ίδε ο τόπος, όπου τον έθαψαν, πώς είναι εύκαιρος»' τότε έδραμε, καί πήγε στον Πέτρο καί Ιωάννη τους Αποστόλους, και τους είπε όσα είδε' γυρίζοντας δε με την άλλη Μαρία, τις απάντησε ο Χριστός, καί είπε, «Χαίρετε»' διότι έπρεπε το γένος, όπου άκουσε την κατάρα, «Εν λύπαις τέξη τέκνα», πάλι αυτό να ακούσει καί την χαρά.
Η δε Μαρία από την πολλή της αγάπη θαρρώντας, ότι έχει σώμα υλικό, πήγε να τον πιάσει. Τότε την είπε ο Χριστός, «Μαρία, μη μου άπτου». Οι δε Απόστολοι έδραμαν στον τάφο' και ο μεν Πέτρος έσκυψε μόνον, και είδε μέσα' ο δε Ιωάννης, ως θερμότερος όπου ήταν, εσέβη μέσα, και έπιασε καί το σουδάριο και την σινδόνα.
Πάλι δε η Μαγδαληνή Μαρία προς όρθρο πήγε με άλλες γυναίκες, να ιδούν την αλήθεια καταλεπτώς' στέκοντας δε έξω η Μαγδαληνή Μαρία, έκλαιε, και μετά από λίγη ώρα έσκυψε μέσα στον τάφο, καί είδε δύο Αγγέλους, όπου άστραπταν τα ρούχα τους. Απεκρίθησαν οι Άγγελοι, καί την είπαν: «Τί κλαίεις, ω γύναι; τίνα ζητείς; μη να ζητείτε τον Ναζαρηνόν Ιησού; δεν είναι εδώ' αναστήθηκε, καθώς το προέλεγε' σύρτε στην Γαλιλαία να τον δείτε εκεί, και είπατε στους μαθητές του, καί στον Πέτρο, ότι αυτός ο Χριστός υπάγει πρωτύτερα στην Γαλιλαία, καί ας πάνε καί αυτοί εκεί να τον δουν». Τίνος δε ένεκεν ανέφεραν εξ ονόματος τον Πέτρο; για να πληροφορηθεί, ότι συγχώρησε ο Θεός την αμαρτία του, πώς αρνήθηκε το όνομά Του' δια τούτο οι γυναίκες εκείνες έφυγαν από τον τάφο, καί από τον φόβο τους δεν αποκότησαν να ειπούν τινί τίποτες. Αλλά πάλι η Σαλώμη και η Ιωάννα, όταν ανέτειλε ο ήλιος, πήγαν καί αυτές, και ηύραν ομοίως, ως καί τις άλλες Μυροφόρους' καί καθολικά να πούμε, κατά διάφορες ώρες καί τρόπους πήγαν οι Μυροφόροι γυναίκες στον τάφο. Ιδού όπως μεν έγινε η ανάστασις..»
http://stratisandriotis.blogspot.gr
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.