5. ΔΙΑΙΡΕΣΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΤΑΞΗ ΤΗΣ ΥΛΗΣ
Καί τό πρόβλημα τής διαιρέσεως τής Πατρολογίας σέ έποχές καί
όμάδες συγγραφέων δέν άπασχόλησε λίγο τούς έρευνητές, πού φυσικά δέν συμφωνούν
πάντοτε στίς έκτιμή- σεις καί τις προτάσεις τους. Ώς κριτήρια στήν προσπάθεια
γιά διαίρεση τής Πατρολογίας χρησιμεύουν συνήθως πολυσήμαντα ίστορικά γεγονότα
: ή κατάπαυση διωγμών (313), ή μονοκρατορία τοΰ Μ. Κωνσταντίνου (323),
οίκουμενικές Σύνοδοι κλπ.
Ή έπικρατέστερη διαίρεση έχει ώς έξής:
Περίοδος πρώτη : τέλος Α' αίώνα έως 325. Χαρακτηρίζεται ώς
έποχή τής θεμελιώσεως. Περίοδος δευτέρα: 325 -451. Έποχή τής μεγάλης άκμής ή
χρυσοΰς αίών. Περίοδος τρίτη : 451 μέχρι τόν 'Ιωάννη Δαμασκηνό (+749). Μία
διαίρεση όμως τής Πατρολογίας καί μάλιστα μέ ίστορικά καί μή ένδο- θεολογικά
κριτήρια δέν έχει σημασία ιδιαίτερη. Ή παραπάνω διαίρεση π.χ. έχει κανείς τήν
έντύπωση δτι προτάθηκε μέ κριτήριο τήν Εκκλησιαστική 'Ιστορία. Έάν έπιθυμοϋμε
νά έπιτύχωμε διαίρεση, ή όποία νά άνταποκρίνεται στά δεδο¬μένα τής πατερικής
παρουσίας στήν Εκκλησία, τότε μονα-δικό κριτήριο γι' αύτή πρέπει νά είναι οί
μεγάλες θεολογικές κρίσεις τής Εκκλησίας καί τό άνάλογο σπουδαίο έργο τών
Πατέρων. Καί τοΰτο διότι ή θεολογία άναπτύχθηκε κάτω άπό τήν πίεση τών
έκκλησιαστικών κρίσεων. Οί Πατέρες δηλαδή συνδέονται έξωτερικά μέν μέ τά μεγάλα
ίστορικά γεγονότα, έσωτερικά δέ μέ μία θεολογική κρίση. Γιά τήν υπέρβαση
μάλιστα τής κρίσεως αύτής έργάσθηκαν πολλοί Πατέρες. Τοΰτο συμβαίνει μέ τούς
Πατέρες τοΰ Δ' αιώνα, πού κύριο μέλημά τους ήταν ή σχετική μέ τήν αγία Τριάδα
κρίση .'Αθανάσιος, Βασίλειος, Γρηγόριος, Άμφιλόχιος, Χρυσόστομος κ.ά.
Καί πάλι ή διαίρεση κατά κρίσεις δέν είναι δυνατή, διότι
στήν έποχή τής τριαδολογίας άρχίζει νά παρουσιάζεται καί ή χριστολογία. Ό Μ.
Αθανάσιος π.χ., πού άσχολήθηκε μέ τή θεολογία τοΰ «ομοουσίου», έθεσε τις βάσεις
καί τής χρι- στολογίας, ή όποία θά συγκλονίση τήν Εκκλησία κατά τούς έπόμενους
αιώνες. "Αλλωστε ή πατερική θεολογία, εί¬παμε καί άλλοΰ, άποτελεΐ ένιαΐο
καί άδιαίρετο γεγονός. Τό κάθε είδος τής θεολογίας έχει φυτρώσει στούς κόλπους
μιάς άλλης έτσι, ώστε παλαιά καί νέα νά μή διακρίνωνται παρά μόνο συμβατικά.
Αύτά μας όδηγοΰν στή σκέψη πώς δ,τι έχει έδώ σημασία είναι ή παρακολούθηση τοΰ
προσώπου, τό ό¬ποιο δημιουργεί έκάστοτε τή θεολογία. Αύτό μόνο διακρίνε¬ται
στον ένιαΐο χώρο τής θεολογίας καί αύτό μόνο άποτελεΐ τό μικρό ή τό μεγάλο
σταθμό στήν πορεία τής θεολογίας.
Έτσι γίνεται, φρονούμε, φανερό γιατί δέ θεωροΰμε σκόπιμη τή
διαίρεση τής Πατρολογίας καί γιατί προτείνομε τήν υπογράμμιση τών μεγάλων
πατερικών μορφών σάν τόν καλύτερο έπαγωγικό τρόπο έκφορας τής πατρολογικής
ύλης. Άλλά ένώ δέν προβαίνομε σέ διαίρεση τής πατρολογικής ύλης, μποροϋμε νά έπισημάνωμε τούς μεγάλους σταθμούς τής
πατερικής θεολογίας, διακινδυνεύοντας τή γενίκευση:
Β' αι. : θεολογία ένότητος τής Εκκλησίας, έγκυρότητος τών
λειτουργημάτων της, ρεαλισμού εύχαριστιακοϋ καί Πα-ραδόσεως (μέ τόν άντιγνωστικό
άγώνα) (Ιγνάτιος, Ειρηναίος).
Γ' αι. : γνησιότης Εκκλησίας, τριαδολογία.
Δ* αϊ. : τριαδολογία, πνευματολογία, χριστολογία.
E'-TJ al. : χριστολογία.
Η' αι. : θεολογία τών ιερών εικόνων.
Τή διαίρεση τής πατρολογικής ΰλης σέ παλαιοχριστιανική καί
πατρολο¬γική δέν θεωρούμε οΰτε αναγκαία οΰτε ρεαλιστική.'Ακόμα ή χρονική
εγγύτητα ώρισμένων έκκλ. συγγραφέων πρός τούς αποστόλους δέν άποτελεΐ λόγο
δια-κρίσεως τους σέ ειδική ομάδα, τήν ομάδα τών 'Αποστολικών Πατέρων. Ot
λεγόμενοι άποστολικοί Πατέρες δέν έ'χουν δλοι τή δηλουμένη άποστολι- κότητα
(γνωριμία τών 'Αποστόλων καί φρόνημα άποστολικό), άφοΰ στήν όμάδα
περιλαμβάνονται καί άνώνυμα έ'ργα δχι άπολύτως ορθόδοξα. 'Αποστο¬λικοί Πατέρες
στήν κυριολεξία υπήρξαν μόνον ό Κλήμης Ρώμης, ό 'Ιγνά¬τιος 'Αντιοχείας καί ό Πολύκαρπος
Σμύρνης. Καί άπό αύτούς μεγάλος θεο¬λόγος μόνον όΊγνάτιος, πού γι'αύτό έγινε ό
πρώτος Πατήρ καί Διδάσκαλος τής Εκκλησίας. Ό άγνωστος συντάκτης τής 'Επιστολής
τοΰ Βαρνάβα, ό συντάκτης τοΰ Ποιμένα τοϋ Έρμα, ό ΙΙαπίας Ίεραπόλεως, ό άγνωστος
συντάκτης τής πρός Διόγνητον επιστολής, καθώς καί οί συντάκτες Τής Διδαχής
τών αποστόλων είναι άμφίβολο άν δλοι τουλάχιστο γνώρισαν τούς 'Α¬ποστόλους καί
βέβαιο δτι δέν ήσαν πάντοτε φορείς τοΰ φρονήματος τους. Γιά τούς λόγους αύτούς
δέν βρίσκομε κανένα λόγο οΰτε πρός διάκριση τής ομάδας τών λεγομένων
'Αποστολικών Πατέρων, οΰτε πρός διατήρηση τοΰ 6ρου πού κακώς έπικρατεΐ, άφότου
τόν χρησιμοποίησε ό J.B. Cotelerius τό 1672 (βλ. σχετικά Στυλ. Γ. Παπαδοπούλου,
Περί τόν ορον «'Αποστολικοί Πατέρες», είς Κληρονομιά Ε [1974] 229-234).
Ή κατάταξη τής ύλης συνιστά πρόβλημα πού δέν βρήκε άκόμη τή
λύση του. Οί άρχές πού μέχρι τώρα έπικρατούν στήν κατάταξη τής ύλης είναι
τρεις,
α) Ή άρχή τοΰ είδους τοΰ έργου. Τό φιλολογικό είδος γίνεται ειδοποιός
διαφορά γιά τή συνεξέταση π.χ. τών άντιγνωστικών, τών ποιητικών κλπ. έργων,
β)
Ή άρχή τοΰ χρόνου. Οί συγγραφείς καί τά έργα έξετάζονται μέ χρονολογική σειρά.
Σέ όλες όμως τις περιπτώσεις ή άρχή τοΰ χρόνου λαμβάνεται υπ' όψη σέ συν-δυασμό
μέ τήν προηγούμενη καί τήν έπόμενη άρχή.
γ) Ή άρχή τοΰ τόπου, τής σχολής ή τής
γλώσσας. Συνεξετάζονται λ.χ. δσοι θεωροΰνται εκπρόσωποι τής 'Αλεξανδρινής
σχολής ή όσοι έδρασαν στό χώρο τής 'Αντιοχείας ή όσοι έγραψαν λατινικά. Στά
περισσότερα σχετικά έγχειρίδια καί μάλιστα στά έκτενέστερα ή κατάταξη γίνεται
μέ συνδυασμό καί τών τριών άρχών. '
Επικρατεί όμως ή παράθεση τής ύλης κατά
είδος καί όταν είναι δυνατόν τηρείται ή χρονολογική σειρά. Αύτό προδίδει
φιλολογικό ή γραμματολογικό καί λιγώτερο θεολογικό ένδιαφέρον. Μέ τις
εκτιμήσεις καί κατατάξεις αύτές άναδεικνύονται τά φιλολογικά είδη,
σχηματίζονται— μέ γενικεύσεις επικίνδυνες—ομάδες καί σχολές συγγραφέων,
ερευνάται ή γραμματεία μέ σκοπό τή γνώση τής Γραμματείας. Κατανοείται όμως έτσι
ταυτόχρονα καί ή σχέση τής θεολο¬γικής γραμματείας πρός τήν 'Εκκλησία, πρός τις
θεολογικές της κρίσεις, άπό τις όποιες καί γιά τις οποίες προέκυψε;
'Εκτιμούμε τις παραπάνω κατατάξεις, τις όποιες ό έρευ- νητής
πρέπει νά μελετά γιά τή φιλολογική άξιολόγηση τών Εκκλησιαστικών έργων.
Φρονοΰμε όμως ότι κριτήριο τής κα-τατάξεως τής ύλης είναι ή γνώση τής
θεολογικής πορείας τής όλης Εκκλησίας. Τήν πορεία αύτή καθορίζουν βασικά οί
έκάστοτε θεολογικές κρίσεις. Αύτές, καί μάλιστα οί με¬γαλύτερες, άφοροΰσαν σέ
όλη τήν'Εκκλησία, τής'Ανατολής καί τής Δύσεως. Άφοΰ δέ οί σημαντικώτεροι έκκλησ.
συγ¬γραφείς έγραφαν μέ άφορμή τις θεολογικές κρίσεις, σημαίνει ότι μπορούμε νά
κατανοήσωμε όρθά καί βαθειά τούς συγγρα¬φείς αύτούς (άρα καί τή θεολογική
πορεία τής 'Εκκλησίας) άν έξετάσωμε τούς Πατέρες κατά χρονολογική σειρά, όπως
κατά χρονολογική σειρά έμφανίζονται καί οί θεολογικές κρίσεις.
Ή κρίση π.χ. τής τριαδολογίας ή τής χριστολογίας ά-
πασχολοΰσε καί τούς άλεξανδρινούς καί τούς άντιοχεια- νούς. 'Εάν έξετάσωμε τούς
μέν καί τούς δέ κατά σχολές καί τόπους όπου έζησαν, ρίπτομε τό βάρος στή γνώση
τών χα¬ρακτηριστικών τών σχολών καί τών τόπων. Έτσι χάνομε ώς ένα βαθμό άπό τά
μάτια μας τή γενική, τήν καθολική πορεία τής θεολογίας πρός άντιμετώπιση τής
κρίσεως, ή όποία πορεία κίνησε τήν πέννα τόσο τών άλεξανδρινών όσο καί τών
άντιο- χειανών. Ή σύγχρονη φιλοσοφική έρευνα, ό υπαρξισμός καί ό δομισμός
(Structuralismus), πού άποτελοΰν τό ξεπέρα¬σμα τοΰ ίστορισμοΰ (Historismus), μέ
τήν έπίδραση τοΰ ό¬ποιου γράφηκαν τά παλαιότερα κλασσικά πατρολογικά έγχει-
ρίδια, έχουν καταδείξει ότι κάθε πνευματικό φαινόμενο κα¬τανοείται σωστά μόνο
σέ σχέση μέ τήν αίτία πού τό προκαλεί. 'Επομένως καί ή θεολογική παρουσία ένός
Πατρός θά κατα- νοηθή καλύτερα όταν έξετασθή σέ σχέση μέ τήν έκάστοτε κρίση.
Καί έχοντας ένώπιό μας στήν ίδια χρονική περίοδο τις παράλληλες προσπάθειες όλων
τών θεολόγων άπό τις διά¬φορες τοπικές 'Εκκλησίες πρός λύση τής κρίσεως,
παρακολουθούμε άριστα τήν άγωνιώδη πορεία όλων τών θεολόγων καί άρα τής
καθόλου 'Εκκλησίας.
'Αντιλαμβανόμεθα ότι προτείνομε κι έφαρμόζομε μία μέθοδο, ή
όποία θά έγείρη πολλές άντιρρήσεις καί συγχρόνως θά προβληματίση μέ τήν
άπλότητά της. Άν όμως ό άναγνώστης θελήση νά δή τούς Πατέρες καί τά έργα τους
όπως έμεϊς, ώς κάτι πού συνδέεται άπόλυτα μέ τή ζωή τής 'Εκκλησίας καί τήν
άνάγκη νά δοθή άπάντηση στά προβλήματά της, τότε θά δεχθή τήν άπλή μας μέθοδο,
γιατί μόνο έτσι κατανοούνται οί Πατέρες στήν πραγματική τους διάσταση.
Γνωρίζομε άκόμη πώς ή άπλή καί άπόλυτα χρονολογική κατάταξη
τής πατρολογικής ύλης έχει τρωτά, μειονεκτήματα, δημιουργεί άρκετά προβλήματα.
Πού θά καταταγοΰν π.χ. άχρονολόγητα έργα, τά πολλά άπόκρυφα, τά συλλογικά; Τί
νόημα έχει νά παρατεθή στήν αύτή χρονική σειρά μέ τόν Α¬θανάσιο ένας άσημος
συγγραφέας τής Δύσεως πού δέν άσχο- λεΐται μέ τήν τριαδολογία ή τή χριστολογία;
Ή άπάντηση είναι άπλή: Κατ' άρχήν τά προβλήματα πού δημιουργεί ή χρονολογική
κατάταξη είναι πολύ λιγώτερα άπό όσα λύνει. Σημασία πρώτιστη έχει ότι μέ τήν
άπλή χρονολογική παρά¬θεση έπιτυγχάνεται ό κύριος σκοπός, ή όρθότερη καί
βαθύ¬τερη κατανόηση τών μεγάλων θεολόγων και Πατέρων. Τά άχρονολόγητα έργίδια
είναι άξια προσοχής, άλλά οπωσδή¬ποτε δευτερεύοντα. Θά τά άντιμετωπίσωμε κάπως
συμβατικά. Θά τά τοποθετήσωμε όπου ή έρευνα προτείνει καί άς μήν εί¬ναι άπόλυτα
βέβαιη. Θά τά συνδέσωμε όσο είναι δυνατό μέ τήν έποχή τους. Οί άσημοι καί οί
άσχετοι πρός τή θεολογική προσπάθεια τών μεγάλων θεολόγων συγγράφεις θά
δείχνουν κάποτε - κάποτε ότι ζοΰν έξω άπό τήν καθολική πορεία τής θεολογίας.
Άλλά καί πάλι θά έχωμε κέρδος, διότι αύτό θά. είναι ένδεικτικό τής όλης ζωής
τής Εκκλησίας, ή όποία τή στιγμή πού ταλανίζεται άπό τις χριστολογικές π.χ.
έριδες μπορεί νά σκέπτεται καί άλλα πράγματα. Τήν ώρα πού ό Ίουστΐνος γράφει
τήν * Απολογία του, κάποιος γνωστικίζων χριστιανός συντάσσει άπόκρυφο
Ευαγγέλιο. Τήν έποχή πού ό Αθανάσιος καί οί Καππαδόκες άγωνίζονται κατά τών αι¬ρέσεων,
ό Εύάγριος Ποντικός γράφει τά περίφημα Κεφά¬λαια περί προσευχής. Ή συμπαράθεση
όμως τοΰ Εύαγρίου μέ τούς πρώτους, ένώ έκπλήσσει κάπως, παρέχει τή δυνατό¬τητα
νά γνωρίσωμε τό εύρος καί τόν πολύπλευρο δυναμισμό τής 'Εκκλησίας σέ μία
συγκεκριμένη έποχή. Έτσι μέσω τών Πατέρων θά γνωρίσωμε τήν Εκκλησία καί μέσω
τής Εκ¬κλησίας τούς Πατέρες.
Ή χρονολογική κατάταξη, τήν όποία έφαρμόζομε, μπορεί νά
προκαλέση καί τό έξής έρώτημα. Μέ τήν κατά είδος κα¬τάταξη τής ύλης έχομε τή
δυνατότητα πριν άπό κάθε σχε¬τικό κεφάλαιο νά έξηγοΰμε είσαγωγικά τό είδος τών
συγ¬γραφέων πού άκολουθοΰν. Στή χρονολογική κατάταξη πού θά καταχωρίζωνται τά
κατατοπιστικά γιά κάθε φιλολογικο- θεολογικό είδος; Ή άπάντηση έδώ δέν είναι
δύσκολη. Γιά όλα τά φιλολογικά είδη στήν πατερική γραμματεία έχομε μία
παράγραφο στήν παρούσα «Εισαγωγή». Έκεΐ γίνεται λό¬γος σύντομος γιά κάθε είδος
πατρολογικοΰ έργου, καθώς καί γιά τούς παράγοντες (ιουδαϊσμός, έλληνισμός,
γνωστικισμός, ποικίλες χριστιαν. αιρέσεις, άνατολικές θρησκείες) πού έπέ-
δρασαν στή διαμόρφωση τής θεολογικής σκέψεως τών Πα¬τέρων.Έτσι π.χ. ύπάρχει
παράγραφος γιά τήν έκκλησιαστική ποίηση, τά μαρτυρολόγια, τούς άπολογητές, τό
γνωστικισμό, τόν έλληνισμό κλπ. Άλλωστε στήν περίπτωση κάθε συγγρα¬φέα, πού
έγκαινιάζει κάποιο νέο είδος γραμματείας ή σκέψεως καί προπαντός πού δημιουργεί
«σχολή)), γίνεται ειδικός λό¬γος. Μέ τόν τρόπο αύτό άποκτά ό άναγνώστης τις
άπαραίτη- τες γνώσεις πρός κατανόηση διαφόρων ειδών συγγραφέων, οί όποιοι
παρατίθενται χρονολογικά, μολονότι έκφράσθηκαν μέ διαφορετικά φιλολογικά είδη
καί δημιούργησαν διαφορετικής μορφής έργα.
Σελίδες 90-96
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.