Τρίτη 28 Μαΐου 2013
57. ΚΑΝΩΝ MOURATORI
Τό 1740 ό L.A. Muratori άνακάλυψε στην Άμβροσιανή βιβλιοθήκη
τοϋ Μιλάνου άπόσπασμα λατινικού κειμένου πού εΐναι ό άρχαιότερος Κατάλογος
κανονικών βιβλίων τής ΚΔ. Τό σωζόμενο άπόσπασμα, άκέφαλο καί κολοβό, είναι σέ
βάρβαρη λατινική καί άνεπιτυχές συμπίλημμα τοΰ Ε'-ΣΤ' αί. δύο κειμένων.
'Αποτελείται άπό 85 στίχους, παρουσιάζει σοβαρά κενά καί προπαντός στό τέλος
του είναι κατεστραμμένο. 'Αρχίζει άπό τό τέλος τής άναφο- ράς του στό Ευαγγέλιο
τοϋ Μάρκου και παραλείπει τήν Πυός 'Εβραίους καί τις 'Επιστολές 'Ιακώβου,
Πέτρου (Α,Β) καί 'Ιωάννου (Γ).
Στή σημερινή του μορφή τό κείμενο δείχνει ότι ό κατάλογος
έχει διακοπή στό σημείο άναγραφής τριών παυλείων έπιστολών (ΙΙρός Κορινθίους,
Γαλάτας καί Ρωμαίους) καί άρχίζει νέος, δπου πάντως παρατηρείται ή παραπάνω
έλλει¬ψη. Συγχρόνως άπορρίπτονται οί νόθες επιστολές τοϋ Παύλου Προς Λαοδικεΐς
καί Άλεξανδρεϊς, άναφέρεται ή Σοφία Σολομώντος (άδηλο αν ώς κανονικό βι¬βλίο),
μνημονεύεται σάν καλό πρός άνάγνωση τό μή κανονικό βιβλίο Ποιμήντοϋ 'Ερμα καί
καταδικάζονται τά άνάλογα έργα τών Ούαλεντίνου, Μαρκίωνα καί Βασιλείδη. Οί δύο
ένωμένοι κατάλογοι δέν εκπροσωπούσαν τήν ιδια παράδο¬ση καί πιθανό στόν πρώτο
νά υπήρχαν οι επιστολές πού άπουσιάζουν οπτό δεύ¬τερο.
Ό τόπος, ό χρόνος καί ό συγγραφέας τοΰ Καταλόγου μας είναι
άγνωστοι. Φαίνεται δμως δτι τό άρχικό κείμενο γράφηκε στή Γαλλία στό τέλος τοϋ
Β' ή τις άρχές τοΰ Γ' αιώνα άπό ελληνόφωνο χριστιανό. Τό άπόσπασμα συνι¬στά
σπουδαία μαρτυρία, άλλά ή σημασία του μειώνεται άπό τήν άνωνυμία, τά κενά καί
τήν συμπίληματικότητά του.
Βφλιογρ.: HENNECKE-SCHNEEMELCHER, I, 18-20. ΣΤΕΡΓΙΟΥ ΣΑΚΚΟΥ,
Ό κατά¬λογος τοϋ Muratori..., είς ΕΕΘΣΠΘ 15(1970)225-287 (κριτική έκδοση
λατινικού κει¬μένου, έπαναφορά του στήν έλληνική γλώσσα καί διερεύνηση τών
προβλημάτων αύτοΰ), Η. LIETZMAN N,Wie wurden die Bucher des Neuen Tesrtaments
heilige Schrift? είς KIT II, Berlin 1958, σσ. 15-98 (έκδ. Κ. Aland), Ν.A. DAHL, Welche Ordnung der Paulus- briefe
wird vom Muratorischen Kanon vorausgesetzt ? είς ZNW 52(1961)39-53. II. VON CAMPENIIAUSEN, Die
Entstehung der christlichen Bibel, Tubingen 1968.
58.
ABEPKIOY ΕΠΙΓΡΑΦΗ
Στό μουσείο τοΰ Λατερανοΰ (Ρώμη) φυλάσσονται δύο άποσπάσματα
έμ-μετρης επιταφίου 'Επιγραφής, πού άνακάλυψε ό W. Ramsey τό 1883 στήν Ί-
ερόπολη τής άνατολικής Φρυγίας. Ή έμμετρη έπιγραφή άποτελεΐται σήμερα άπό 22
στίχους (σειρές) καί οφείλεται στόν Άβέρκιο άπό τήν Ίερόπολη, πού τήν έγραψε
μάλλον στά τέλη τοΰ Β' αί. καί οπωσδήποτε πρό τοΰ 216, δταν ή¬ταν 72 έτών, σέ
γλώσσα μυστική καί συμβολική καί γι' αύτό γριφώδη. Έ¬νεκα τούτου είναι άρκετά
δυσνόητη, άλλ' οπωσδήποτε πληροφορεί δτι ό συν¬τάκτης ύπήρξε μαθητής τοΰ «άγίου
Ποιμένος» καί κατ' έντολήν του ταξίδεψε στή Ρώμη, άπό τήν όποία επέστρεψε κι
έφθασε μέχρι τή Νίσιβη. Ό Βίος τοΰ Άβερκίου, άγιολογικό κείμενο τοΰ Δ' αί. στηριγμένο
στίς πληροφορίες ολόκληρης τής 'Επιγραφής, πληροφορεί δτι ό Άβέρκίος ήταν
έπίσκοπος Ί- εροπόλεως. Ή ύπόθεση δτι ό Άβέρκίος είναι ό Άβέρκιος Μάρκελλος
(Εύσε¬βίου, 'Εκκληα. Ιστ. Ε 16,3), στόν όποιο ό ανώνυμος (βλ. λήμμα) συντάκτης
τοΰ τρίμερους άντιμοντανιστικοΰ έργου άφιερώνει τήν εργασία του, δέν έχει
κανένα στήριγμα.
Τό κείμενο έχει μεγάλη σημασία, διότι είναι γραμμένο σέ
στίχους, κά¬τι πού φανερώνει άφ' ένός μέν τή συνήθεια καί τή διάθεση τών
χριστιανών νά έκφράζωνται σέ στίχους, άφ' ετέρου δέ τήν ύπαρξη στούς κόλπους
της Εκκλη¬σίας φιλολογικών προϋποθέσεων γιά τήν ανάπτυξη της εκκλησιαστικής
ύμνο- λογίας.
Βιβλιογρ.:
W. LijDTKE-Th. NIESSEN, Die Grabinschrift des Aberkios...,Leipzig 1910. Th.
NIESSEN, St.Abercii vita, Leipzig 1912. A. FERRUA, Nuove osservazioni suli'
epitaffio di Abercio, είς
RAC 20(1943) 279-305. BURZACHECHI, είς RAC (1955) 261¬7. P. TESTINI, Archeol. Christiana, Roma 1958, σσ. 423-427.
59. ΥΜΝΟΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟΙ
Κατά τή διάρκεια τοϋ Β' αί. συναντάμε συχνά τόν έμμετρο πεζό
λόγο σέ έργα έκκλησιαστικών συγγραφέων, μεταξύ τών όποιων αναφέρομε τόν
Κλήμεντα Ρώμης, τόν 'Ιγνάτιο, τό Μελίτωνα καί τό συντάκτη τής Πρός Διόγνητον
επιστολής. Σέ γνωστικά δέ καί άπόκρυφα βιβλία διαπιστώνομε τήν ύ¬παρξη όχι μόνο
ρυθμικοϋ πεζού λόγου, πού είναι έξαιρετικά συχνός, άλλά καί στροφικών ύμνων
(όπως είναι τών ούαλεν- τινιανών : «Πάντα κρεμάμενα πνενματι βλέπω...» καί τών
ναασσηνών : ((Νόμος ήν γενικός τοϋ παντός ο πρωτότοκος νόος...». Βλ. J. Wolberg, Griechische religiose
Gedichte der ersten nachchristlichen Jahrh., I,Meisenheimam Glan 1971, σσ. 5- 12). Υπήρχαν άρα οί
απαραίτητες φιλολογικές προϋπο¬θέσεις πρός σύνταξη ποιητικών ύμνων γιά τήν
έκφραση τών έμπειριών πού οί άνθρωποι άποκτοΰσαν στήν Εκκλησία, γιά τήν
ευχαριστία καί τή δοξολογία τοΰ Θεοΰ, γιά τή φανέρωση τής νέας πνευματικής
καταστάσεως, πού οί χριστιανοί εκ¬προσωπούσαν ένώπιον τοΰ κόσμου, γιά τήν
όμολογία καί τή διδασκαλία τής νέας άλήθειας.
Άπό τόν έθνικό Πλίνιο τό 112 (Epist. 10, 96) καί τόν
Ίου-στΐνο ( + 165) («διά λόγου πομπάς [=εύχάς] καί ϋμνους πέ¬μπει ν», Α'
'Απολογία 13) πληροφορούμεθα δτι ή Εκκλησία χρησιμοποιούσε ύμνους κατά τήν
ευχαριστιακή της σύναξη. Καί βέβαια ή κατάσταση διωγμού δέν έπέτρεπε τήν πολύ
με¬γάλη άνάπτυξη ύμνων, άλλ* όπωσδήποτε θά γράφηκαν άρκετοι πρός έκφραση καί
λειτουργική διακονία τής Εκκλησίας. Τέ¬τοιοι ευχαριστιακοί καί δοξολογικοί
ύμνοι είναι αύτοί πού παραδίδονται στό 9 καί 10 κεφ. τής Διδαχής τών 12
'Απο¬στόλων (90-110 μ.Χ), γιά τούς οποίους εγινε λόγος καί οί όποιοι £χουν καί
έφύμνιο.
Σαφείς εξωτερικές μαρτυρίες καί άποδείξεις γιά ιδιαίτε¬ρους
αύτοτελεΐς εκκλησιαστικούς ύμνους στό χώρο τής Εκ¬κλησίας, κατά τόν Β' αι., δέν
υπάρχουν. Εσωτερικοί δμως. λόγοι καί αρχαιότατη παράδοση (Μ. Βασιλείου, Περϊ
άγ. Πνεύματος 29, 73) θέλουν δικαίως τόν κατανυκτικό Αυχνικά υμνο
α' στροφή : «Φως ίλαρόν
άγιας δόξης άθανάτου Πατρός, ουρανίου, άγίου, μάκαρος, Ίησοϋ
Χριστέ,
έφύμνιο : Έλθόντες επί τήν ήλιου δύσιν, υ-υυ--υ-υ-υ ιδόντες
φώς έσπερινόν, υ-υ-υυυ- ύμνοϋμεν Πατέρα, Υίόν υ-υυ-υυ- και άγιον Πνεϋμα, Θεόν.
υ-υυ-υυ-
β' στροφή : "Αξιος εΐ έν πάσι καιροΐς ύμνεΐσθαι φωναΐς όσίαις, Τίέ Θεοΰ, ζωήν ό
διδούς, διό ό κόσμος σέ δοξάζει».
έργο τοϋ Β' αίώνα ( ό Τριπολίτης : άρχές Γ' αί.). Τό κείμενο
είναι περισσότερο ρυθμικός πεζός λόγος καί λιγώτερο στρο¬φικό ποίημα.
Χρησιμοποιεί ώς ένα βαθμό τά στοιχεία τής ό- μοιοκαταληξίας, τής όμοτονίας καί
τής όμοσυλλαβίας (κατά στροφές). Τό εφύμνιό του όμως, πού ίσως νά είναι
μεταγενέ-στερο, αποτελεί κανονική στροφή μέ σχετική τήρηση τών παραπάνω
στοιχείων. Είναι Ιδιαίτερης σημασίας ότι στό κεί¬μενο τούτο και στά
μεταγενέστερα λειτουργικά ποιήματα (κοντάκια) δέν άνευρίσκομε τήν τεχνική τών
άνακρεοντείων στίχων ή κάποια κλασσική στιχουργική. Ή λειτουργική ποίηση, χωρίς
νά είναι άπαλλαγμένη άπό ποικίλες έλληνοϊου- δαϊκές έπιδράσεις, βαδίζει τό δικό
της δρόμο, δημιουργεί τΙς δικές της κανονιστικές άρχές, τίς όποιες δέν έχομε
διακρι¬βώσει άκόμη μέ άκρίβεια. Ή έπισήμανση καί μελέτη τών έλληνικών
λειτουργικών ύμνων τοΰ Β' καί Γ' αί. έδειξε ότι ή εξέλιξη τής έκκλησιαστικής
ποιήσεως είναι άπόλυτα όργανική καί άρα ή θεωρία περί έξαρτήσεως τής
μεταγενέστερης έκ- κλησιαστικής ποιήσεως άπό τήν ποίηση τοϋ μεγάλου σύρου
συνθέτη Έφραίμ (+373) είναι άστήρικτη. Άκριβώς δέ ή όρ¬γανική αύτή έξέλιξη καί
ή συνείδηση τών συνθετών ότι δη¬μιουργούν λειτουργικούς καί όχι προσωπικούς
ύμνους συνέ¬τεινε στή συνεχή άνανέωση, έπεξεργασία καί ένσωμάτωση παλαιότερων
ύμνολογικών κειμένων σέ νεώτερους ύμνους, μέ άποτέλεσμα τήν έξαιρετικά μεγάλη
δυσκολία έπισημάνσεως τέτοιων ύμνων στό Β' αί. (βλ. καί Χρήστου).
"Ενας άλλος ύμνος, τόν όποιο οί έρευνητές άπό συμφώνου
τοποθετούν στόν Β' αίώνα καί τόν όποιο δικαίως θεωρούν σάν τόν άρχαιότερο ύμνο
τής Εκκλησίας, είναι ό Τρισάγιος:
«"Αγιος, άγιος, άγιος Κύριος Σαβαώθ, πλήρης δ ούρανός
καί ή γη τής δόξης αύτοΰ, εύλογητός εις τούς αιώνας, άμήν».
Παραδίδεται άπό τίς 'Αποστολικές Διαταγές (άρχές Δ' αί.) καί
μαρτυ- ρεΐται ήδη άπό τήν έποχή τοϋ Κλήμεντα Ρώμης (34). Πρόκειται γιά δμνο πού
προήλθε μέ τή βοήθεια τοΰ τρισαγίου δμνου τοΰ 'Ησαΐα (6,3) καί τής Ά-
αοκαλύψεως (4,8).
Κατά παράδοση δ Ίγνάντιος εΐναι εισηγητής τής άντιφ(ονίας, ή
όποία προϋποθέτει ύμνους. Ό Ίουστϊνος έγραψε χαμένο ήδη βιβλίο μέ τόν τίτλο
Ψάλ¬της, οπού μάλλον θά υπήρχε ύμνογραφικό ύλικό. Στό χώρο τών άποκρύφων έ¬χομε
συχνά ρυθμικό λόγο. Παράδειγμα οί 42 ΉδέςΣολομώντος, έργο καθώς φαί¬νεται τών
ετών 90-105, καθολοκληρίαν ποιητικό, γιά τό όποιο μιλήσαμε ήδη καί τό όποιο
δμως δέ νομίζομε δτι έπέδρασε στή σύνθεση τών ύμνων, οί όποιοι έφράζουν
διαφορετικό κλΐμα κι* έχουν άλλο ΰφος, περιεχόμενο, πλοκή καί γλωσ¬σικό
αισθητήριο. "Αλλα άπόκρυφα κείμενα, στά όποια σώζονται χριστιανικοί ύμνοι,
δέν άναφέρονται εδώ, έπειδή άπό τή σύγχρονη έρευνα τοποθετούνται στόν Γ' αί.
Πρόκειται γιά τις Πράξεις θωμα καί τις Πράξεις ' Ιωάννου.
Βιβλιογρ.:
F. DOLGER, Lumen Christi, είς AC 5(1936) 11-26. Ε. ΠΑΝΤΕΛΑΚΗ, At άρχαί της έκκλησ. ποιήσεως,
'Αθήνα 1937. Th. KLAUSER,
Akklamation, είς RACh
1(1950) 216-233. Μ.
PELLEGRINO, La poesia greca cristiana dei primi secoli, Tori¬no 1952. M.
SIMONETTI, Studi sull' innologia popolare cristiana dei primi secoli, είς Atti Acad. Naz. Lincei, Mem.
Ser. 8,4 (1952) 341-384. Α. ΦΥΤΡΑΚΗ, Ή έκκλησια- στική ήμών ποίησις κατά τάς
κυριωτέρας αύτης φάσεις, 'Αθήνα 1956. Π. ΧΡΗΣΤΟΥ, ΊΙ υμνολογία της άρχαϊκής
έκκλησίας, εις ΕΕΘΣΠΘ 3(1958) 57-107. E.WELLESZ, A hi¬story of Buzantine Music
and Hymnography, Oxford a1961. G.
DEVAL, Φώί ίλαρόν είς AcAnt 11(1963) 407-414 καί 13(1965) 455-461. R. DEICHGRABER, Gotteshymnus und Christushymnus in
der friihen Christenheit..., Gottingen 1967. Χ. ΤΖΩΓΑ, *0 Τρισάγιος
"Τμνος, είς Θεολογικόν Συμπόσιον, χαριστήριον είς Π, Χρήστου, Θεσσαλο¬νίκη
1967, σσ. 275-287. Α.
TRIPOLITIS, Φώς ίλαρόν. Ancient hymn and modern eni¬gma, εις VC 14(1970) 189-196. Κ. ΜΗΤΣΑΚΗ, Βυζαντινή ύμνογραφία, Α, Θεσσαλονίκη 1971, σσ. 59-61. K.WENGST, Christologische Formeln und
Lieder des Urchristentums (Studien zum N.T. VII), Gutersloh 1972. M. BRIOSO,
Aportaciones al problema de la m^trica griega tardia, είς Estudios Cldsicos 16(1972)95-138. Π.
ΧΡΗΣΤΟΥ, Ή γέ- νεσις τοϋ Κοντακίου, είς Κληρονομιά 6(1973) 273-348. Μ.
ΦΩΣΚΟΛΟΥ, Ή θεολογία τοΰ Τρισάγιου "Τμνου, είς ΓρΠ 55(1972) 338-346,
515-526.
60. ΑΠΟΚΡΥΦΑ ΚΑΙ ΓΝΩΣΤΙΚΑ
Μολονότι πλέον ή Εκκλησία, μέ τό έργο μεγάλων θεολό¬γων της
άπό τόν 'Ιγνάτιο μέχρι τόν Ειρηναίο, είχε πετύχει νά δείξη και άσφαλίση τή
γνήσια Παράδοσή της και συγχρόνως νά αύξήση αύτή δσο ήταν άναγκαΐο, ή κακοδοξία
καί ή πα-ρέκκλιση άποτελοϋσε γεγονός, πού τήν ταλαιπωρούσε καί τήν άπειλοϋσε
συνεχώς. Δέν είναι καθόλου παράδοξο τό φαι¬νόμενο τής έμφανίσεως άποκρύφων καί
γνωστικών έργων
και στό τέλος τοϋ Β' αίώνα, δπως δέν είναι παράδοξη καί ή
έμφάνισή τους—σέ μικρότερο φυσικά βαθμό — στούς επόμε-νους αιώνες.
ΚΑΙΝΟΔΙΑΘΗΚΙΚΑ
α) Πράξεις Πέτρου. "Ενα άπό τά πολλά άπόκρυφα έργα πού
άποδόθη- καν στόν άπόστολο Πέτρο. Πρόκειται δμως γιά συλλογή διαφορετικών
μετα¬ξύ τους κειμένων, τά όποια έχουν κοινό τίτλο : Πράξεις Πέτρου τοϋ
'Αποστό¬λου. Ή συλλογή αύτή είναι ή άρχαιότερη τοΰ είδους της καί περιλαμβάνει
τά έξης κείμενα.
I. Πράξεις
Πέτρου μετά Σίμωνος (Actus Petri cum Simone). Παραδί¬δονται άπό ένα καί μόνο
λατινικό χειρόγραφο (codex Varc. 158). Πληροφορεί γιά τήν άναχώρηση τοΰ Παύλου
άπό τή Ρώμη στήν 'Ισπανία, γιά τήν άφιξη καί τήν αιρετική δράση τοΰ Σίμωνα
Μάγου στή Ρώμη, γιά τήν έλευση τοΰ Πέτρου στή Ρώμη πρός άντιμετώπηση τοΰ
Σίμωνα, τήν ήττα καί τό θάνατο τοΰ Σίμωνα καί τέλος τό μαρτύριο τοΰ Πέτρου.
II. Μαρτύρων
τοΰ άγίου αποστόλου Πέτρου. Τό κείμενο τοΰτο άποτε¬λοΰσε κάποτε μέρος τοΰ
παραπάνω κειμένου, άπό τό όποιο δμως χωρίσθηκε γρήγορα. Περιλαμβάνει τήν
περίφημη ιστορία Domine quo υαάίε («Κύριε, ποΰ πηγαίνεις;»). 'Αναχωρώντας άπό
τή Ρώμη ό Πέτρος συναντά τόν Κύριο, τόν όποιο ερωτά: Domine quo vadis? Ή
άπάντηση τοΰ Κυρίου «πηγαίνω στή Ρώμη νά σταυρωθώ γιά δεύτερη φορά» δίνει τό
θάρρος στόν Πέτρο νά. έπιστρέψη στή Ρώμη καί νά μαρτυρήση μέ σταυρικό θάνατο,
άφοΰ πρώτα κά¬νει κήρυγμα, πού είναι βαθειά επηρεασμένο άπό τό γνωστικισμό.
Σώζεται καί στήν έλληνική.
III. Δ
ιήγησις περί τών θυγατέρων τοϋ Πέτρου. Βρέθηκε άπό τόν C. Schmidt σέ κοπτικό
πάπυρο καί εκφράζει έγκρατιτικές τάσεις (ύπέρ της παρ¬θενίας κλπ.).
IV. Διήγησις
περί τής θυγατρός τοϋ κηπουροϋ. Ή άνήθικη κόρη πεθαί¬νει μέ προσευχή τοΰ Πέτρου
καί άνασταίνεται πάλι άπό τόν Πέτρο κατόπιν παρακλήσεων τοΰ πατέρα της. Τό
κείμενο, πού είναι παράλληλο πρός άλλο απόκρυφο (Τίτου, De dispositione
actimonii), εκφράζει, δπως καί τό προηγούμενο, έγκρατιτικές τάσεις.
Οί Πράξεις Πέτρου γράφηκαν στή Ρώμη ή τή Μικρασία στό τέλος
τοϋ Β' αί. καί πιθανόν μεταξύ 180 καί 190 άπό συντάκτη μέ δοκητικές, έγ-
κρατιτικές καί λαικοευσεβιστικές τάσεις.
L. VOUAUX,
Les Actes de Pierre, Paris 1922. G. SCHMIDT, Die alten Petrus- akten, Berlin
1903. TOY IAIOY, Studien zu den alten Petrusakten, είς ZKG 43(1964) 321-348• 45(1927) 481-513. G.
TURNER, The Latin Acts of Peter, είς JThSt 32(1931) 119-133. HENNECKE-SCHNEEMELCHER, II, 177-221.
β) Πράξεις Παύλου. Στή μερική άποκατάσταση τοΰ έργου, πού ώς
σύν¬ολο έχει άπολεσθή, συνετέλεσε πολύ δ κοπτικός Πάπυρος Heidebberg 1, πού
βρέθηκε τό 1894, καθώς καί σειρά μεταγενέστερων άνευρέσεων χειρο¬γράφων κωδίκων
μέχρι τό 1959. "Ετσι άποδείχθηκε δτι τίς Πράξεις Παύλου συνιστούν κείμενα,
τά όποια σώζονται αποσπασματικά, τά όποια ήσαν άλλοτε Ανεξάρτητα μεταξύ τους
καί τά όποια εκθέτουν:
I. Ταξίδια
καί δράση τοϋ Παύλου στη Δαμασκό, τά 'Ιεροσόλυμα καί τήν Αντιόχεια.
II. Πράξεις
Παύλου καϊ Θέκλης (=ταξίδια καί δράση είς 'Ικόνιο, Αν¬τιόχεια, Μύρα καί
Σελεύκεια). Ή Θέκλα καταγόταν άπό τό 'Ικόνιο κι έγινε -χριστιανή άπό τόν Παϋλο,
τόν όποιο έπειτα άκολούθησε στίς περιοδείες του.
III. Ταξίδια
καί Δράση είς Μύρα, Σιδώνα, Τύρο, Έφεσο, Φιλίππους, Κόρινθο, 'Ιταλία.
IV. Μαρτύριον
τοϋ Παύλου.
Στίς Πράξεις Παύλου καί Θέκλης περιλαμβάνεται επιστολή τών
Κο¬ρινθίων πρός τόν Παϋλο καί άπάντηση αύτοΰ, δηλ. ή Γ' πρός Κορινθίους, ή ■όποία
δμως ενωρίς
άποσπάσθηκε άπό τό δλο σώμα,
καθώς φαίνεται
άπό τήν
-υπαρξή της στόν πάπυρο Bodmer Χ καί άπό
άλλες μαρτυρίες.
Ό χαρακτήρας τοϋ έργου είναι οίκοδομητικός. Ή άναζήτηση
θεολογι¬κών προϋποθέσεων καί τάσεων στό έργο εΤναι μάταιη, διότι ό συντάκτης
σκοπό είχε μόνο νά συμπληρώση τά καινοδιαθηκικά κενά χάριν της 'Εκκλη¬σίας.
Κατήντησε βέβαια στή σύνταξη μυθιστορήματος, άλλά μέ αύτό δέν ά- -πέβλεπε στήν
άλλαγή της καΐνοδιαθηκικής παραδόσεως, τήν όποία γνώριζε καί χρησιμοποίησε
(Ποιμαντικές 'Επιστολές, Πράξεις *Αποστόλων κυρίως).
Ό συντάκτης τών Πράξεων τοϋ Παύλου ήταν μικρασιάτης
πρεσβύτερος καί έγραψε μεταξύ τών έτών 185 καί 195 στήν έλληνική, στήν όποία
έχομε -σημαντικό μέρος άπό τά σωζόμενα τμήματα τοΰ έργου.
L.
VouAux.Les Actes de Paul et ses Lettres apocryphes, 1913. C. SCHMIDT, Πράξεις Παύλου,... unter Mitarbeit vonW. SCHUBART, Hamburg
1936. W. CRUM, είς RJR
5(1920)497 έξ. H.
SANDERS, dqflThR 31(1938) 73-90. G. KILPATRICK - C.Ro- PETS, είς JThSt 47(1946) 196-199. M. TESTUZ,
Pap. Bodmer X: Correspondansce a- pocryphe de s. Paul et des Corinthiens,
Cologny-Gen6ve 1959. TOY ΙΔΙΟΥ, Lite¬rature et theologie paulinienne, 1960, σσ. 217-223. Th. KLAUSER, είς ThLZ 1964, σσ. 241-254. Ε. PETERSON, Fruhkirche, Judentum und Gnosis,
1959, σσ. 183-208. R,
KASSER, Acta Pauli, είς
RHPR 40(1960) 45-57. HENNECKE - SCHNEEMELCHER, II, 221-270. W. SCHNEEMELCHER,
Die Acta Pauli. Neue Funde und neue Aufgaben, εις 'ThLZ 89(1964)241-254.
γ) Πράξεις 'Ανδρέου. Τό έργο τοΰτο, πού ήταν άπό τά
εκτενέστερα τοΰ είδους του, σώζεται κατά ένα πολύ μικρό μέρος στήν ελληνική, τή
λατι¬νική καί τήν κοπτική. Τά περισσότερα σωζόμενα τμήματα είναι μεταξύ τους
ανεξάρτητα, άνήκουν στό έργο Πράξεις Πέτρου καί εΐναι μεταγενέστερες (καί
μάλιστα τών βυζαντινών χρόνων) επεξεργασίες. Μέ τήν σπουδαία δμως εργασία τοΰ
Flamion (έπί ελληνικών καί λατινικών κειμένων), τή βοήθεια τοΰ God. Vatic, gr.
808 καί τοΰ κοπτικοΰ παπύρου Utrecht 1 έγινε ήδη μερι¬κός εντοπισμός τοΰ
άρχικοΰ έλληνικοΰ πρωτοτύπου τών Πράξεων. "Ετσι π. χ. στό άρχικό έργο
άνήκουν τά κείμενα 'Εγκώμιο (Laudacio) καί τά Μαρτύ¬ρια I καί II. Θέμα δλων τών
σχετικών κειμένων εΐναι ή δράση τοΰ άποστόλου 'Ανδρέα άπό τόν Πόντο μέχρι τό
Βυζάντιο καί τήν Πάτρα ('Αχαΐα), δπου υφί¬σταται τό μαρτυρικό θάνατο, τόν όποιο
άφηγεΐται. Ό συγγραφέας τοΰ έρ¬γου, πού κατά τόν Εύσέβιο (Έκκλησ. ίστ. Γ 25,6)
ύπήρξε αιρετικός, εΐναι άρκετά προσεκτικός στίς περιγραφές του, ώστε νά δίνη σ'
αύτές άληθοφάνεια. Συγχρόνως πρέπει νά λεχθή δτι ό συντάκτης κινείται μάλλον
στό χώρο τής 'Εκκλησίας, οί δέ εξωτερικές έπιδράσεις (γνωστικισμοΰ κλπ.) είναι
τουλάχι¬στον μικρές. Ή σύνταξη τοΰ έργου τοποθετείται στά τέλη τοΰ Β' αί. καί
πάν-τως δχι μετά τό 190.
R.
LIPSIUS-M. BONNET, Acta apostolorum apocrypha, III, Leipzig 1898, σσ. 1-127. J. FLAMION, Les Actes
apocryphes de I'apStre Andri..., Louvain 1911. F. BLATT, Die lateinischen
Bearbeitungen der Acta Andreae et Matthiae.., Berlin 1931. G. QUISPEL, A
Unknown Fragment of the Acts of Andrew, εις VC 10(1956) 129-148. F. DVORNIK, The Idea of
Apostolicity in Byzantium and the Legend of the Apo¬stle Andrew, Cambridge
(Mass) 1958. P. PETERSON, Andrew, Brother of Simon Pe¬ter..., Leiden 1958.
HENNECKE-SCHNEEMELCHER, II, 270-297.
δ) Κηρύγματα Πέτρου. Κηρυγματικό ύλικό καί μία επιστολή τοϋ
Πέ¬τρου πρός τόν 'Ιάκωβο 'Ιεροσολύμων. Υπάρχουν στό σώμα τών Ψενδοκλη~ μεντίων,
πού παραδίδεται ως Όμιλίαι ή ως * Αναγνωρισμοι (=λατινική πα¬ραλλαγή:
Recognitiones), γιά τά όποια γίνεται άλλου λόγος. Τό κηρυγμα¬τικό ύλικό, δηλαδή
τά δήθεν κηρύγματα τοΰ Πέτρου κατά τις περιοδεΐές του, δυνατόν νά έχουν
συνταχθή στό τέλος τοΰ Β' αί. ή περί τό 200.
Β. REHM-F.
PASCHKE, Die Pseudoklementinen, I: Homilien, Berlin 21969. A. SALLES, La
diatribe antipaulinienne dans le «Roman pseudoclemenlin» et l'origi- ne des
«Kerygmes de Pierre», είς
Bb 64(1957) 516- 551. G. QUISPEL, L'fivangile selon Thomas et les Clementines, είς VC 12(1958) 181-196.
ε) Σοφία Ίησοϋ Χριστοΰ. Γνωστικό κείμενο μέ χριστιανικό ένδυμα.
Πα-ραδίδεται άπό τόν ελληνικό πάπυρο Berolin. 8502 καί άπό κοπτικό κώδικα τοΰ
Nag-Hammadi (1946), ένώ άπόσπασμα δύο σελίδων έχομε καί στόν πάπυρο 1081 τής
Όξυρύγχου. Τό έργο έχει τή μορφή τών γνωστικών Εύαγγελίων καί διηγείται
γεγονότα, πού δήθεν έλαβαν χώρα μεταξύ άναστάσεως καί άνα- λήψεως τοΰ Κυρίου σέ
κάποιο βουνό. Οί άπόστολοι καί επτά γυναίκες δέχον¬ται σάν άπαντήσεις άπό τό
Χριστό άποκαλύψεις εξαιρετικά σπουδαίες, λύσεις σέ δλα τά προβλήματα καί
εξηγήσεις δλων τών μυστηρίων. Ή άνάμιξη στο έργο τοΰτο εθνικών, γνωστικών καί
άνατολικοθρησκευτικών άντιλήψεων εί¬ναι προφανής.
Τό παρόν άπόκρυφο, πού τό χαρακτηρίζομε έτσι μόνο ένεκα τών
σχημά¬των πού διατηρεί άπό τό χριστιανισμό, προδίδει τήν τάση τών γνωστικών νά
ενδύουν τήν κοσμοθεωρία τους καί νά χρησιμοποιούν γιά τήν έκφρασή της τή γλώσσα
τής έποχής, ώστε νά άνθέξη περισσότερο στήν κριτική καί νάπροσ- εχθή άκόμη καί
άπό τούς χριστιανούς. Τό έργο γράφηκε άρχικά στήν έλλη¬νική κατά τό β' ήμισυ
τοΰ Β' ή στίς άρχές τοΰ Γ' αί. "Ηδη έχομε έκδοση καί τής κοπτικής
μεταφράσεως τοΰ έργου.
W. TILL,
Die gnostischen Schriften des koptischen Papyrus Berolinensis- 8502, Berlin
1955, σσ. 52 - 61 καί 194-295. J. DORESSE, Trois livres
gnostiques inidits, εις
VC 2(1948) 146-160. C.WESSELY, είς PO 18(1924) 493-495. HENNECKE- SCHNEEMELCHER, 1,168-173. M. KRAUSE, Das
literarische Verhaltnis des Eugnostos- briefes zur Sophia Jesu Chrisrti, εις Mullus. Festschrift Theodor
Klauser, 1964. H.-M. SCHENKE, Nag-Hammadi Studien, II: Das System der Sophia
Jesu Chrisrti, είς ZRGG
14(1962) 263-278" βλ.
καί σσ. 352-361. P. PERKINS, The soteriology of
So¬phia of Jesus Christ, είς The society of Bibl. Literature 1971, I, σσ. 165-181., W. FOERSTER, Gnosis. A Selection of
Gnostic Texts, II : Coptic and Mandean Sources.., Oxford 1974, σσ. 24-39.
στ) Διάλογος τοϋ Σωνήρος. Σώζεται μόνο κοπτικά καί σέ κακή
κα¬τάσταση στή συλλογή τοΰ Nag-Hammadi (1946).'Ανήκει στόντύπο τών γνω¬στικών
Ευαγγελίων καί ή φιλολογική του μορφή είναι διαλογική. "Οπως στή
Σοφία'ΙησοϋΧριστοΰ, έτσι κι εδώ ό Σωτήρ άπαντά ικανοποιητικά σέ ολα τά
ερωτήματα τών μαθητών του, τά όποια είναι κοσμολογικά, άνθρωπολογικά,
σωτηριολογικά καί έσχατολογικά. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό τοΰ γνωστικού τούτου
κειμένου είναι μερικά συμβολικά επεισόδια καί οράσεις, καθώς έπί- σης καί άπηχήσεις
τών συνοπτικών Εύαγγελίων. Πιθανώτατα ό συντά¬κτης χρησιμοποίησε παλαιότερα
άπόκρυφα Εύαγγέλια, δπως π.χ. τό Εύαγγέλιο κατ' Αιγυπτίους. Ό προσδιορισμός τοΰ
χρόνου, τοΰ τόπου καί τοΰ συντάκτη τοΰ Διαλόγου δέν είναι δυνατός. "Ισως
προέρχεται άπό τό τέλος
Η. PUECH,
Decouverte d' une bibliotheque
gnostique en Haute-Egypte, εις Encyclopedie Franpaise XIX(1957) fasc. 19, 42-47. HENNECKE-SCHNEEMELCHER, I, 173-174. C.D.G. MULLER, Dialog des
Erlbsers, είς Kindlers
Literatur Lexicon, 2, Zurich 1966, σσ. 1149-1150. W. FOERSTER, Gnosis. A Selection of Gnostic Texts, II,
Oxford 1974, σσ. 35-39.
ζ) 'Επιστολή πρύς Ααοδικεΐς ϋαύλον.Τύ σύντομο έπιστολικό
τοΰτο κείμενο συνιστά δυσεπίλυτο φιλολογικό πρόβλημα. Στόν Κανόνα τοΰ Muratori
αναφέρεται ώς μή κανονικό έργο όμοιότιτλη έπιστολή, άλλά δέ γνωρίζομε άν τό
σωζόμενο λατινικό κείμενο εΐναι ή επιστολή τοΰ Murotori. Υπόθε¬ση, κατά τήν
όποία τό σημερινό κείμενο έχει μαρκιωνιτική προέλευση, δέν γίνεται δεκτή (W.
Schneemelcher). Πρόκειται γιά συρραφή παυλείων κειμέ¬νων^ άπό τήν πρός
Φιλιτιπησίονς κυρίως),πού έγινε άπό 6χι σπουδαίο συγγρα¬φέα μεταξύ τοΰ Β' καί
τοΰ Δ' at.
Α. HARNACK,
Apokrypha IV: Die Apokryphen Briefe des Paulus an die Lao- dicener und
Korinther, Berlin^ 1931. G. QUISPEL, De Brief aan de Laodicensen een
Marcionitische vervaking, είς Nederl. Theolog. Tijdschrift 5(1950)43-46. HEWNECKE- SCHNEEMELCHEF, II,
80-84.
ΠΑΛΑΙΟΔΪΑΘΗΚΙΚΑ
Καταχωρίζομε εδώ μερικά παλαιοδιαθηκικά άπόκρυφα, διότι άπό
τις υπάρχουσες ενδείξεις χριστιανοί συγγραφείς ή
τά επεξεργάσθηκαν βάσει πα-λαιότερου ύλικοΰ ή τά έγραψαν έκ νέου ή
προσέθεσαν εις αύτά νέο ύλικό.
α) Δια&ήκαι τών δώδεχα Πατριαρχών. Τόέ'ργο έχειπροέλευση
ιουδαϊκή, άλλά γνώρισε τήν επεξεργασία χριστιανού συγγραφέα μάλλον στό β' ήμισυ•
τοΰ Β' αιώνα μ.Χ. Παραδίδει τά δήθεν τελευταία λόγια τών υιών τοΰ 'Ιακώβ,,
εκφράζει τις ιουδαϊκές άντιλήψεις περί τοΰ μέλλοντος τοΰ 'Ισραήλ καί τοΰ;
Μεσσία καί φανερώνει τή βαθειά έπίδραση τής ελληνικής λαϊκής σκέψεως στόν
ιουδαϊσμό.
Μ. DE
JONGE, Testament of the twelve patriarchs, Gorcum 1953. Tot ΙΔΙΟΥ, Testamenta XII Patriarcharum,
Leiden 1964. Σ. ΑΓΟΥΡΙΔΟΥ, Διαθήκαι τών XII Πατριαρχών
(Είσαγωγή-κείμενον), 'Αθήνα 1973. Μ. PHILONENKO, Les inter¬polations chretiennes
des Testaments des douze Patriarches et les manuscrits des Qoumr&n, Paris
1960. CH. BURCHARD, Neues zur Oborlieicrung der Tbstamente der zwolf
Patriprclien. Eino unbeachtele griechische Handschrifl (Athos, Laura I 48) und
eine unbekannle neugrichische Fassung (Bucarest, Bibl. Akad. 580 (341), εις WRS 12(1965/6) 245-258. E.
TURDF.ANU, Les Testaments des douze Patriarches, είς Journal for the Study of Judaism 1(1971)
348-184 (άνάλυση τών σλαβικών μετα¬φράσεων). J. BECKER, Untersuchungen zur
Entstehungsgeschichte der Testament der zwolf Patriarchen, Leiden 1970.
β) Μαρτύριον Hal άνάληψις τον 'Ησαΐα. Διμερές έργο τοΰ Β'
αίώναΤ τό όποιο σώθηκε ολόκληρο μόνο στήν αίθιοπική. Έν τούτοις έχομε τμήματά
του στήν ελληνική, τήν κοπτική, τή σλαβική καί τή λατινική. Χριστιανικό χέ¬ρι
έ'χει συντάξει μόνο τό δεύτερο μέρος, δπου ή δράση τοΰ προφήτη, κατά τήν όποία
άνεβαίνει στόν έβδομο ούρανό καί λαμβάνει τήν άποκάλυψη γιά τήν έλευ¬ση τοΰ
Χριστοΰ.
R. II.
CHARLES, The Ascension of Isaiah, London 1919. E. TISSERANT, Ascen¬sion d'
Isaie de la version Sthiopienne, Paris 1909. LEFORT, είς Mu 1938, σσ. 24-32. 1939, σσ. 1-10. P. LACAU, εις Mu 1946, σσ. 453-467. A. IIELMBOLD, Gnostic elements in
the Ascension of Isaiah, εις NTS 18(1972) 222-227. K. IIELSSI, Die Ascencio Isai- ae und ihr
vermeinliches Zeugnis fur ein romisches Martyrium des Ap. Petrus, είς WZ Jena 12 (1963) 269-279.
γ) Τό Ε' Mai ΣΤ' βιβλίον "Εύδρα. 'Ιουδαίο - χριστιανικό αποκαλυ¬πτικό
έργο πού κυριαρχείται άπό τό δραμα τής μεσσιανικής βασιλείας. Δια¬κρίνεται σέ
δύο μέρη. Στό πρώτο έκθέτει τή γενεαλογία τού Έσδρα καί δια¬τυπώνει άπειλή κατά
τών ιουδαίων. Στό δεύτερο άναφέρει τίς ύποσχέσεις πρός τούς χριστιανούς, πού
έχουν πάρει τή θέση τών ιουδαίων σάν εκλεκτός λαός τοΰ Θεοΰ. Τόέθνος τών
χριστιανών άποκαλεΐ «μητέρα». 'Αποτελεί επεξεργασία- διασκευή παλαιότερου
ύλικοΰ άπό χριστιανό στό τέλος τοΰ Β' ή τίς άρχές τοΰ Γ' αίώνα. 'Ολόκληρο τό
έργο σώζεται σέ μετάφραση λατινική, ένώ άπό τό πρω¬τότυπο ελληνικό κείμενο
έχομε μόνον άπόσπασμα. 'ODani61ou ύποστηρίζει τήν άποψη δτι τό έργο γράφηκε άπ'
ευθείας στή λατινική, συγγενεύει μέ τόν Ποιμένα τον Έρμα καί μένει ένεπηρέαστο
άπό τή θύραθεν σκέψη. Τό έργο έπαιξε ιδιαίτερο ρόλο στή λειτουργική ζωή της
Δυτικής Εκκλησίας.
R. BENSLY,
The Fourth Book of Ezra, III 2,1895. D. DE BRUYNE, Fragments d' une apokalypse
perdu, είς RB 33(1921)
97-109. A. OEPKE, Ein bisher unbeachte- tes Zitat aus dem 5.Buch Esra, είς ZNW 42 (1949)158-172.
HENNECKE-SCHNEEMEL¬CHER, II, 488-498. M. STONE, Some Remarks on the Textual
Critisism of IV Esra, είς
HThR 60(1967) 107-115. J. DANIELOU, Le Ve Esdras et le Judio-christianisme
latin au second sifecle, είς Studia G. Widengren, I, Leiden 1972, σσ. 162-171.
Αν σας αρέσει αυτό το άρθρο, μπορείτε να το βάλετε στο Ιστολόγιο σας αντιγράφοντας έναν από τους παρακάτω κωδικούς
If you Like This Article,Then kindly linkback to this article by copying one of the codes below.
URL Of Post:
Paste This HTML Code On Your Page:
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.