Ὁ ὅρος Ποίηση ἔχει τὴν ἴδια προέλευση μὲ τὴ λέξη ποὺ ἡ Ἁγία Γραφὴ παίρνει γιὰ νὰ χαρακτηρίση τὴ θεία δημιουργία. Ὁ Θεὸς «ἐποίησε τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν» (Γέν. α' 1). Ὁ Θεὸς εἶπε: «Ποιήσωμεν ἄνθρωπον» (Γέν. α' 26). «Αὐτοῦ ἐσμεν ποίημα, κτισθέντες ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ » (Ἐφεσ. β' 10 ), βεβαιώνει ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν. Μὲ τὴν ταυτότητα τῶν ὅρων, συμφωνεῖ καὶ μία βαθειὰ πραγματικότης, ὡς πρὸς τὰ ὑποκείμενα τῆς ποιητικῆς ἐνέργειας. Ὅπως ὁ Θεὸς εἶναι ποιητὴς ἑνὸς κόσμου « καλοῦ λίαν» (Γέν. α' 31), ἔτσι καὶ ὁ ἄνθρωπος - ποιητὴς εἶναι δημιουργὸς ἑνὸς κόσμου, ἀπὸ φθόγγους, αἰσθήματα καὶ νοήματα, «καλοῦ λίαν», ἑνὸς κόσμου ὑψηλῆς ὡραιότητος. Ἡ ποιητικὴ λειτουργία ἔχει μέσα της τὴ φλόγα τοῦ θεϊκοῦ στοιχείου. Καὶ ὅπως ὁ Θεὸς ἔχτισε τὸν κόσμο ὄχι σὰν μονὰς ἁπλῶς, ἀλλὰ καὶ σὰν κοινωνία προσώπων (Ἁγία Τριὰς), ἔτσι καὶ ἡ ἀνθρώπινη Ποίηση εἶναι δημιούργημα βαθειὰ προσωπικό, ἀλλὰ καὶ κοινωνικό. Ὁ ποιητὴς δὲν μονολογεῖ. Κάνει διάλογο μὲ τὸν ἑαυτό του, μὲ τὸν ἐσωτερικό του ἄνθρωπο, ἀλλὰ ἐπίσης καὶ μὲ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους.
Κάθε ὀμορφιά, στὴ χτίση, εἶναι μιὰ ἀνακοίνωση γιὰ διαλεχτὲς ψυχές, κατὰ τὸ τοῦ Παύλου: «Τὰ ἀόρατα αὐτοῦ ( τοῦ Θεοῦ ) ἀπὸ κτίσεως κόσμου τοῖς ποιήμασι νοούμενα καθορᾶται» (Ρωμ. α' 20. Πρβλ. καὶ τὸ ψαλμικό: «Οἱ οὐρανοὶ διηγοῦνται δόξαν Θεοῦ, ποίησιν δὲ χειρῶν αὐτοῦ ἀναγγέλλει τὸ στερέωμα», ιη' 1). Ἔτσι καὶ στὴν ἀνθρώπινη Ποίηση.
Καὶ στὶς δυὸ περιπτώσεις, ἡ ἀνακοίνωση αὐτὴ εἶναι διττοῦ προορισμοῦ: ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος, προσφορὰ αὐτοῦ ποὺ ὑπάρχει στὴν χτίση, αὐτοῦ ποὺ αἰσθάνθηκε ὁ ποιητής∙ ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος πάτημα γιὰ τὴν ψυχή, ποὺ δέχεται τὴν ἀνακοίνωση, ὥστε νὰ αἰσθανθῆ καὶ νὰ βιώση κάτι δικό της, προσωπικὰ δικό της, μπροστὰ στὴν προσφορὰ ἐκείνη. Καὶ ἐδῶ ἀκριβῶς βρίσκεται ἡ δικαίωση - αἰσθητική, ἠθική, θρησκευτική - τῆς Ποιήσεως ποὺ ἔχει ἀφαίρεση. Ὅσο πιὸ ἐλλειπτικὴ καὶ πιὸ ἀφηρημένη εἶναι ἡ Ποίηση, τόσο καὶ πιὸ ἀνακοινώσιμη.
Ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Χριστό, τὸν Υἱὸ καὶ Λόγο τοῦ Θεοῦ, κανένας ἄνθρωπος δὲν ἔχει νὰ μεταδώση στὸν πλησίον του μιὰν ἀλήθεια καὶ μιὰν αἴσθηση πραγματικὰ δική του (Ματθ. κγ' 8,10 ). Ὁ καθένας εἶναι αὐτουργὸς τοῦ ἐσωτερικοῦ του πλούτου, πλούτου πνευματικῶν γνώσεων καὶ αἰσθητικῶν ἀξιῶν. Ἂν ὁ ἴδιος δὲν ἔχει αὐτὴ τὴ γονιμοποιὸ ἱκανότητα, ἡ ὀμορφιὰ καὶ ἡ ἀλήθεια, μὲ ὅση δύναμη καὶ ἂν μιλήσουν γύρω του, δὲν βρίσκουν ἠχὼ μέσα του. Ἡ Ποίηση, λοιπόν, ὅπως καὶ ἡ θεία Ἀποκάλυψη, στηρίζεται κυρίως στὴν ἀφαίρεση, στὴν ἐλλειπτικότητα, γιὰ νὰ δώση στὸν κάθε δέχτη της τὴν εὐκαιρία καὶ τὴ λαβὴ νὰ φωτισθῆ καὶ νὰ κατανυγῆ, νὰ δημιουργήση μέσα του.
Γιὰ τὸν ποιητή, πλάσμα πάντα ἄπλερο καὶ σκιασμένο ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τὶς ἀδυναμίες τῆς ὕλης, ἡ ἐπίτευξη τῆς τελειότητος στὴ μορφὴ εἶναι ἕνας ἀγών, ἕνα ἀέναο ἄγχος. Γράφοντας τὴν Ποίηση ποὺ κλείνει μέσα του, σκοντάφτει στὴ σκληρότητα τοῦ λόγου, στὴν ἀκαμψία τῆς ὕλης. Ἡ τελειότης, ἡ ἀναμφισβήτητα πνευματικὴ ἀπόδοσή του εἶναι πολλὲς φορὲς ἄπιαστη. Ἡ ἀφαίρεση, ποὺ τὰ ἐγγυᾶται αὐτά, δὲν εἶναι πάντα τοῦ χεριοῦ του καὶ οὔτε μπορεῖ νὰ ταυτισθῆ μὲ τὴν ἰδανικὴ σιωπή. Ἔτσι παραμένει μέσα στὸν ἄνθρωπο, τὸν ποιητὴ ἤ τὸν ἀναγνώστη του, — χωρὶς νὰ ἔχη γίνει στίχος — τὸ ὡραιότερο, τὸ ἀναντίρρητα τέλειο.
Τὰ ἄφθαστα ποιητικὰ ἔργα εἶναι ἐκεῖνα ποὺ εἴτε τὰ ὁραματίσθηκαν οἱ μεγάλοι δημιουργοὶ χωρὶς νὰ κατορθώσουν νὰ τὰ πραγματοποιήσουν, εἴτε τὰ ἔνοιωσαν οἱ « παθητικὲς » μεγαλοφυΐες, καθὼς χαίρονταν τὰ ἀτελῆ πραγματοποιημένα ἔργα (*). Αὐτὴ ἡ ἐσωτερικὴ δημιουργία, ποὺ δὲν ὑπάρχει στὶς σελίδες τῆς Γραμματολογίας, εἶναι μία θεανδρική πραγματικότης ἀκατάγραφη καὶ ἀνιστόρητη, ἡ ἀληθινὴ δόξα τοῦ ἀνθρώπινου πνεύματος.
Γιὰ τὸν ποιητῆ τῆς αὔριον, ἡ λειτουργία του πιθανότατα νὰ ἔχη μιὰ διαφορὰ θέσης σὲ σχέση μὲ τὸν ποιητὴ τῆς χθές. Ἡ ἀνθρωπότης σήμερα βγαίνει ἀπὸ τὴν παιδικότητα, ὅπου ὁ μύθος, τὸ σύμβολο καὶ ἡ ὀνειρικὴ αἴσθηση ὄχι μονάχα στὴ μεταφυσικὴ βίωση, ἀλλὰ καὶ στὴν ἑρμηνεία τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος, ἔχουν τὴ σφραγίδα τους στὴν Τέχνη καὶ στὸν Στοχασμό. Ὁ ποιητὴς ἀπὸ ἐδῶ καὶ πέρα μπορεῖ νὰ στέκεται ἔξω ἀπὸ τὸν μύθο, τὸ σύμβολο καὶ τὴν ὀνειρικὴ αἴσθηση, χρησιμοποιώντας τα σὰν μέσα καὶ ὄχι σὰν ὑλικό τῆς ἴδιας του τῆς ζωῆς.
Ἡ ἀφαίρεση ὅμως, ἀκόμα καὶ σὲ ἕνα κόσμο τόσο ὀρθολογιστικό, ὅπως θὰ εἶναι ὁ αὐριανός, ἤ μᾶλλον πιὸ πολὺ σ' αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν κόσμο, πρέπει νὰ εἶναι κάτι τὸ ἀπαραίτητο, στὴ μορφὴ καὶ στὴν οὐσία τῆς Ποιήσεως. Γιατί ἡ ἀφαίρεση εἶναι στοιχεῖο sine qua nom τοῦ μυστικοῦ βάθους καὶ τῆς σκοπιμότητος, ὅπως εἴπαμε παρὰ πάνω, μεταδοτικῆς μὲ τὴν ἔννοια τῆς ἀφορμῆς καὶ τῆς λαβῆς καὶ ὄχι κυριολεκτικὰ μεταδοτικῆς. Τὸ μυστικὸ βάθος εἶναι μία αἰώνια ἀπαίτηση τοῦ ἀνθρώπινου πνεύματος, μία ἀνάγκη ὀντολογική. Ὁ ὀρθολογισμός, ὄχι ὁ ἀφελὴς καὶ τόσο περιοριστικὸς στὰ ἀναγωγικά του σχήματα, ποὺ γνωρίστηκε ἀπὸ τὴ Διαφώτιση, τὴν Ἐμπειριοκρατία καὶ τὸν Ὑλισμό, ἀλλὰ ὁ ὀρθολογισμὸς τῆς ὡριμότητος ποὺ ἀρχίζει τώρα νὰ δίνη τοὺς πρώτους της καρπούς, ἀνοίγει ἀκριβῶς πρὸς τὴ μεταφυσικὴ πραγματικότητα τοὺς ὁρίζοντές του καὶ δίνει στὴν Ποίηση ἕνα πνεῦμα λυτρωμένο ἀπὸ τὸ ὄνειρο, μία ἐνατένιση ἔξωθεν.
Αὐτὴ ἡ καινούργια θέση τοῦ ποιητικοῦ ὑποκειμένου θὰ πρέπει νὰ μεταβάλη τὴ μορφή, ἀλλὰ χωρὶς ἄλλο, δὲν θὰ θίξη τὴν οὐσία. Θὰ τὴ διασώση καὶ θὰ τὴν προβάλη ἀπὸ καινούργιους ἐκφραστικοὺς δρόμους, ἴσως πολὺ διαφορετικούς, ἀλλὰ πάντα προικισμένους μὲ τὴν ἀφαίρεση. Ἡ ἀφαίρεση εἶναι συνυφασμένη μὲ τὸ γνήσιο μυστικὸ βάθος καὶ μὲ τὴν ὡριμότητα τῆς διάνοιας. Τὸ βάθος ἐκεῖνο, ὅπως ὑπῆρξε, πρέπει καὶ τώρα νὰ ὑπάρχη. Ἀλλὰ τὸ καινούργιο, ἡ ὡριμότης τῆς διάνοιας, θὰ ἐξωβελίση τὴν ἀφαίρεση; Ὄχι, θὰ πρέπει νὰ τὴν κάνη πιὸ ἀπαραίτητη.
(*) Ἡ φιλαυτία εἶναι τάχα πάντα ἱκανὴ νὰ δώση στὸν δημιουργὸ τὴν ποιότητα φιλαρέσκειας ποὺ τοῦ ἀξίζει; Ὑποπτεύεται κανεὶς ὅτι αὐτὸ δὲν συμβαίνει πάντα. Ὑπάρχουν δημιουργοί, ἀνώτεροι ἀπὸ τὸν ἑαυτό τους ποὺ οἱ ἴδιοι καμαρώνουν στὸ ἔργο τους. Κι αὐτὴ ἡ ἀξία τους εἶναι ἐξ ἀντικειμένου πραγματική, γιατί ἕνα ἔργο τέχνης ὑπάρχει ὡς πρὸς τὸ μέτρο, ποὺ καρποφορεῖ αἰσθητικὰ στοὺς ἄλλους
Θεολογία καὶ Ἀφαίρεση στὴν Ποίηση
Μουστάκης Βασίλης
Χριστιανικὸ Συμπόσιο Γ, ἐκδόσεις Ἑστία
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.