|
ΤΟ ΚΡΙΜΑ |
Άκου , παπά, το κρίμα μου… Δεν είναι αυτό μονάχα,
σαν άνθρωπος αμαρτωλός κρίματα κι άλλα θάχω.
Μα τ’ είναι τ’ άλλα εμπρός σ’αυτό; ό, τι είναι το χορτάρι
κοντά στης λεύκας το κορμί- αυτό που μούχει πάρει
τον ύπνο από τα μάτια μου …αυτό που φαρμακώνει
και το ψωμί και το νερό στο κολασμένο στόμα…
Άκου ,παπά, το κρίμα μου:
Σε χρόνια περασμένα,
ανήλικος, ορφάνεψα κι ορφάνεψε με μένα
και το μικρό τ’ αδέρφι μου … Τυραννισμένα χρόνια.
Μας εφαρμάκων’ ο καημός, η φτώχεια, η καταφρόνια.
Ήταν της μάνας η ευχή κληρονομιά μας μόνη,
κι αυτή μας δίν’ υπομονή , μας διπλοδυναμώνει.
Με την ευχή της μάνας μας και του θεού τη χάρη
άνδρες γενήκαμε κ’ οι δυό…
Καθένας είχε πάρει
το ίσιο δρόμο της δουλείας, μα κι ο καθένας χώρια.
Εκείνος πάει πραματευτής μακριά στα Τουρκοχώρια
κι εγώ τεχνίτης έγινα και στο χωριό μας μένω.
Ξάφνου λαβαίνω μήνυμα πικρό , φαρμακωμένο:
Ο αδερφός μου είν’ άρρωστος… Γυρνώντας με πραμάτια
στην ερημιά νυχτώθηκε- του σκότιζε τα μάτια
η καταχνιά∙- διαβαίνοντας ένα παλιό γεφύρι
παραπατάει τ’ άλογο∙ ζητάει να τα’ ανασύρη,
πέφτει στο ρέμα… Τ’ άλογο και την πραμάτια χάνει…
γλυτώνει μόνος…Σέρνεται βρεμένος σ’ ένα χάνι…
έρημος, άρρωστος εκεί στου πόνου το κρεβάτι
το μήνυμα του μούστειλε με χριστιανό διαβάτη.
Καιρό δεν χάνω∙ ο λογισμός για μιά στιγμή και μόνη
απ’ τη λαχτάρα παραλεί κ’ ύστερα δυναμώνει.
Γεμίζω τα δισάκκια μου , φορτώνω το μουλάρι
κ’ η νύχτα η αστροστέφανη με βρίσκει καβαλάρη
στο μονοπάτι που τραβά στα Τουρκοχώρια πέρα.
Φτάνω στο χάνι αποβραδίς, πριν σβήση η άλλη μέρα.
Πεζεύω , δένω το σκοινί, σπρώχνω την πόρτα, μπαίνω.
Ξανοίγω ανθρώπινο κορμί κατάχαμα πεσμένο.
Αχ! τον εγνώρισ’ η καρδιά πριν τον ιδή το φώς μου∙
το σκέλεθρο , το φάντασμα, ποιος ήταν; ο αδερφός μου!
Γονάτισα στο πλάγι του , στην αγκαλιά τον παίρνω,
την όψη μου στην όψη του τη νεκρωμένη φέρνω.
Νιώθω μές στ’ άλαλο κορμί πως η ζωή είναι λίγη ,
πως η ψυχή του ξεπετά και δένεται να φύγη.
Ο πόνος μου με μιάς ξεσπά, θέλω , ζητώ να τρέξω
και τρέμουνε τα γόνατα…
Μέσα στο χάνι κι έξω
ψυχή δεν είναι ζωντανή! Πάει η φωνή χαμένη∙
κ’ η νύχτα πέφτει γύρω μας βαρειά, σκοτεινιασμένη.
Σαν λυσσασμένος δράκοντας κρύος βοριάς σφυρίζει
και το μουλάρι μου πεινά, φυσά και χλιμιντρίζει.
Κρύο , σκοτάδι , κόλαση και δίχως φώς κανένα.
Σκύβω και βρίσκω στη γωνιά δαυλόξυλα σβησμένα.
Ζυγώνω τ’ άλλα τα κλαδιά, τα’ ανάφτω και φωτίζω.
Παίρνω δαυλί στο χέρι μου, στον άρρωστο γυρίζω.
Και σαν να πήρε από το φώς κ’ η όψη του η σβησμένη
για μια στιγμή ανάλαμψε, και με φωνή , που μένει
μέσα στ’ αυτιά μου ακοίμητη , μου λέει:
«Θα πεθάνω.
Όχι – δεν κλαίω τη ζωή την ψεύτικη που χάνω,
αν ήτανε σαν χριστιανός τα μάτια να σφαλίσω,
να μεταλάβω , του παπά το χέρι να φιλήσω,
και όχι σαν άπιστο σκυλί, καθώς πεθαίνω τώρα».
Και δάκρυσαν τα μάτια μου στη μαύρη εκείνην ώρα.
Άκου, παπά. Τότ’ άξαφνα στο νού το ζαλισμένο
γεννήθηκε το κρίμα μου το φιδογεννημένο.
Θυμήθηκα στην πλάσμα μου μαύρο κρασί πως έχω.
Παίρνω ψωμί απ’ τον κόρφο μου, μές στο κρασί το βρέχω
και , κάνοντας μια προσευχή κι ένα σταυρό σ’ εκείνο
σαν Άγια Μετάδοση στον άρρωστο το δίνω.
Και το κρασί και το ψωμί την ώρ’ αυτή, ας πάρη
την ευλογία του Θεού και του Χριστού τη χάρη.
Τα χέρια αυτά, που το κρατούν , αν είναι κολασμένα,
σ’ εσέναν’ η συχώρεση κ’ η κόλαση σε μένα!
Σαν χριστιανός αληθινός ψυχομανά , πεθαίνει,
κι εφάνηκ’ η συγχώρεση στην όψη του γραμμένη.
Ω μαύρη νύχτα του καημού , νύχτα πλατειά, μεγάλη!
Είπα πως χάθηκε το φώς και δεν θα φέξη πάλι.
Κι όταν το πρώτο χάραμα στις χαραμάδες είδα,
μου φάνηκε άλλου κόσμου φώς κι άλλης ζωής ελπίδα.
Παπά , το κρίμα τ’ άκουσες. Μπορεί να γίνη κι άλλο
στον κόσμο πιο βαρύτερο , πιο μαύρο , πιο μεγάλο;
Εκείνον , που μας έπλασε στα χέρια μου να πλάσω,
το σώμα και το αίμα του ν’αγγίξω και να πιάσω
μ’ αυτά τα δάχτυλα;…
Παπά, παπά, μην πής πως τάχα
ότι ήταν κι απόμεινε: ψωμί , κρασί μονάχα.
Απ’ τη λαχτάρα πούνιωσα τη μαύρη εκείνη ώρα,
από την άσβηστη φωτιά πούχω στα χέρια ω τώρα,
από το φώς του χύθηκε στην όψη τη σβησμένη,
το νιώθω πως το φοβερό Μυστήριο είχε γένει.
Παπά, το κρίμα τα’ άκουσες… μ’ αν ίσως τόχω κάνει,
για χάρη εκείνου , πού έρημος επέθανε στο χάνι,
δεν φταίει εκείνος∙ χριστιανός κοιμάται μές στο μνήμα
μόνον σ’ εμένα η κόλαση , σ’ εμένα και το κρίμα.
Παπά, γιατί τα μάτια σου με βλέπουν δακρυσμένα;
Παπά, τι λέν τα χείλη σου σιγά-σιγά για μένα;
Παπά, γιατί το χέρι σου στην κεφαλή μου αφήνει;
Παπά μου, την κατάρα σου ή την ευχή μου δίνει;
* Παπά , μη μ’ αγριοκοιτάς! δεν τ’ άκουσες ακόμα.
Μη μου τραβάς το χέρι σου απ’ το δικό μου χέρι!
Όχι, παπά, δεν έκλεψα, δε μάτωσα μαχαίρι.
Η εικόνα και το κειμενο της ανάρτησης πρόερχεται
απο το προσωπικο Album Timeline Photos της Theo Sav
https://www.facebook.com/theo.sav.7
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.