Βίος Αγίου Ευσταθίου
Το μεγάλο θαύμα
Μια μέρα είχε βγει με τους στρατιώτες στο δάσος για κυνήγι. Ξαφνικά βλέπει ανάμεσα στους πυκνόφυλλους θάμνους εκεί κοντά του ένα μεγαλόσωμο ελάφι Πλημμυρίζει από χαρά ο στρατηγός και μονολογεί:
- Μάλιστα! Αυτό είναι κυνήγι... Δεν πρέπει να το χάσω! Το ελάφι όμως αρχίζει να τρέχει. Δρασκελίζει τους θάμνους μ’ ευκολία και φεύγει. Ο στρατηγός Πλακίδας κάνει συναγερμό στους στρατιώτες του και καβάλα όπως είναι στο άλογο του, ακολουθεί κατά πόδι το ελάφι.
Ξαφνικά, ενώ ίδρωτας λούζει τον ίδιο και το άλογό του, φθάνουν μπροστά σ’ ένα χάσμα. Είναι ένα αδιάβατο σημείο. Ένας επικίνδυνος απότομος λάκκος. Και το σημείο αυτό το περνάει εύκολα το ελάφι.
Αντιθέτως, για το άλογο είναι αδύνατο το πέρασμα. Κοιτάζει επίμονα ο στρατηγός να βρει κάποιο άλλο σημείο για να συνέχιση το κυνήγι του.
Ξαφνικά καθώς κοιτάζει προς την κατεύθυνση του ελαφιού και τα χάνει. Το ελάφι είναι εκεί απέναντι του, στην αντίπερα όχθη του λάκκου. Στέκεται εκεί σαν ήμερο. Ο στρατηγός αρχίζει ξαφνικά να χλωμιάζει και μένει εκστατικός, διότι τώρα βλέπει και κάτι άλλο.
Ο Σταυρός είχε επάνω του την θεία μορφή του Εσταυρωμένου Χριστού και άστραφτε σαν τον ήλιο.
Πάνω στην ταραχή του ακούει ο στρατηγός από το σημείο του Σταυρού μια φωνή να του λέγει:
- Γιατί, Πλακίδα με διώκεις; Εγώ είμαι ο Χριστός, τον οποίον συ τιμάς με τάς έργα και την αρετή σου, αν και δεν με γνωρίζεις, μολονότι, δεν είσαι χριστιανός!... Για σένα, ώ ΓΙλακίδα, φανερώθηκα πάνω στο ζώο. Πρέπει να γνωρίζεις, ότι είναι πάντοτε μπροστά μου οι καλοσύνες σου και οι ελεημοσύνες πού κάνεις. Ήρθα, λοιπόν, εδώ για να σε αμείψω για την αρετή. Ήρθα να σε πιάσω στα δίχτυα της φιλανθρωπίας μου. Δεν είναι σωστό εσύ ο καλός και δίκαιος να μένεις στην πλάνη των ειδώλων και να λατρεύεις αναίσθητα αντικείμενα...
Ο στρατηγός συγκλονισμένος από το όραμα και την θεϊκή φωνή, δεν μπορεί να συγκρατηθεί στο άλογό του και πέφτει στη γη. Ύστερα από λίγο συνέρχεται. Παίρνει θάρρος. Κοιτάζει ολόγυρα του και φωνάζει με δυνατή φωνή.
— Ποιος είσαι συ, πού μου μιλάς; Τίνος είναι η φωνή πού ακούω; Πες ποιος είσαι. Φανερώσου σ' εμένα για να σε πιστέψω!
Τότε ακούστηκε επιγραμματική η φωνή του Κυρίου:
— Είμαι ο δημιουργός του Ουρανού και της γης, Πλακίδα... Είμαι ο Χριστός πού σταυρώθηκα, πού τάφηκα και αναστήθηκα εκ νεκρών...
Σεισμός ψυχοσωτήριος γίνεται εκείνη την στιγμή στη ζωή του στρατηγού. Συγκινημένος και ταραγμένος δεν ξέρει πώς να ευχαριστήσει τον Κύριο. Το πρόσωπο του πέφτει στο χώμα και γεμάτο ευγνωμοσύνη και πίστη ομολογεί τον Χριστό:
— Πιστεύω, Κύριε, ότι πράγματι Συ είσαι ο κτίστης και Δημιουργός του κόσμου. Πιστεύω ότι Συ είσαι ο μόνος αληθινός Θεός και κανείς άλλος!... Και τότε ακούει ο στρατηγός την θεία φωνή να του λέγει:
— Και τώρα, πού όπως λέγεις πιστεύεις, πήγαινε στον Αρχιερέα της Πατρίδος σου να βαπτιστής χριστιανός, όπως βαπτίζονται τόσοι και τόσοι...
Αναθαρρεί τότε ο στρατηγός και ρωτάει αν μπορεί, αν επιτρέπεται ν’ ανακοινώσει όλα αυτά στην οικογένειά του για να πιστέψουν στο Χριστό και η γυναίκα του και τα παιδιά του.
— Ναι, του απαντάει η θεία φωνή. Να βαπτισθείτε όλοι και έπειτα να ξαναέρθεις εδώ για να σού φανερώσω τί θα σού συμβεί εις το μέλλον...
Βάπτισε πρώτα τον στρατηγό Πλακίδα, εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος... και του έδωσε το χριστιανικό όνομα Ευστάθιος. Ακολούθως βάπτισε την Τατιανή και της έδωσε το νέο όνομα Θεοπίστη. Εν συνεχεία βαπτίστηκαν τα παιδιά τους τα οποία ονομάσθηκαν Αγάπιος και Θεόπιστος.
Άκουσε τότε την γνώριμη υπερκόσμια φωνή να του λέγει:
— Ευτυχής είσαι Ευστάθιε, διότι δέχθηκες το σωτήριο Βάπτισμα και κατετσάκισες την δύναμη του πονηρού διαβόλου. Να ξέρης όμως ότι ο διάβολος θα σου κηρύξει σκληρό πόλεμο. Δεν θα πάψει να σού προετοιμάζει πειρασμούς. Σχέδιο του και σκοπός του είναι να σε αναγκάσει να βλασφημήσεις, ν’ αρνηθείς την πίστη σου και να κολασθείς αιώνια.
Θα πάθεις όσα ο Ιώβ τον καιρό εκείνο, τελικώς όμως θα νικήσεις τον διάβολο...
— Αγωνίσου με ανδρεία Ευστάθιε υπέρ των καλών έργων. Η χάρις μου θα σε συνοδεύει και σένα και την συντροφιά σου και θα φυλάξει τις ψυχές σας από τα πεπυρωμένα βέλη του πονηρού...
Οι δοκιμασίες αρχίζουν
Χάνει την γυναίκα του
Χάνει τα παιδιά του
Ένας μεγαλόσωμος λύκος του αρπάζει από την όχθη και το δεύτερο παιδί του το μικρότερο. Το αρπάζει και φεύγει, εξαφανίζεται σαν αστραπή μέσα στο δάσος.
Έκλαιγε σαν άνθρωπος, στον μεγάλο πόνο του, έκανε ευλαβικά τα παράπονα του στο Θεό, αλλά τελικά με θερμή προσευχή Τον παρεκάλεσε λέγοντάς:
— Κύριε, δός μου θάρρος και υπομονή. Θέλω και τώρα στις δύσκολες στιγμές να μείνω μαζί Σου, να είμαι δικό Σου. Κύριε μη με εγκαταλείψεις. Προστάτεψε την γυναίκα μου και σώσε τα παιδιά μου. Κάνε το θαύμα σου. Βοήθησέ με να ξαναβρώ την οικογένειά μου.
Περπατώντας μέρες ολόκληρες, νηστικός, άυπνος και συντετριμμένος έφθασε σε κάποια πόλη πού την λέγανε Βάδησσο. Εκεί στάθμευσε ο Άγιος και έπιασε δουλειά για να βγάζει το ψωμί του.
Πώς σώθηκαν τα παιδιά του και η γυναίκα του
Αλλά και η γυναίκα του Αγίου γλύτωσε από την ατίμωση, διότι ο πλοίαρχος κατά θεία οικονομία αρρώστησε βαριά την ίδια μέρα πού κατέβασαν τον άγιο Ευστάθιο και τα παιδιά του από το καράβι και έτσι δεν μπόρεσε να εκπληρώσει την αισχρή επιθυμία του. Όταν μάλιστα έφθασε στην Πατρίδα του πέθανε ο αμαρτωλός εκείνος εκβιαστής.
Ο άγιος επειδή είδε ότι υπήρχε λίγος στρατός έδωσε διαταγή να στρατολογηθούν και άλλοι, ανάμεσα σε αυτούς που στρατολογήθηκαν ήταν και οι δύο υιοί του. Ο Άγιος εν τω μεταξύ σημείωσε μεγάλες επιτυχίες στην εκστρατεία του εκείνη. Πολλές πόλεις, φρούρια κι οχυρά ελευθέρωσε. Έπειτα αφού πέρασε τον ποταμόν Χρύσπιν, κατεκυρίευσε την χώρα, φθάνοντας στην πόλη, πού ήταν η Θεοπίστη. Έστησε δε κατά θεία συγκυρία την σκηνή του στον κήπο της Θεοπίστης, διότι αυτό ήταν κτήμα του άρχοντα και πλουσίου πλοιάρχου, πού είχε κατακρατήσει την Θεοπίστη στο πλοίο και ο οποίος είχε πεθάνει. Εκεί με την Θεία Οικονομία η οικογένεια αναγνώρισε ο ένας τον άλλον και ξαναέσμιξε.
Πως μαρτυρεί η οικογένεια
Τότε ο Ευστάθιος, ο σταθερός εκείνος και αδαμάντινος οπαδός του Χριστού, γεμάτος ηρωικό μεγαλείο, γεμάτος θάρρος, και πίστη αληθινή ομολογεί τον Ιησούν Χριστόν λέγοντας:
— Είμαι Χριστιανός αυτοκράτορα. Πιστεύω στο Θεό των Χριστιανών. Μην ελπίζεις λοιπόν, από μένα θυσίες στα ειδωλικά ξόανα, στα σιχαμερά κατασκευάσματα των ανθρώπων.
Ο Αδριανός διέταξε τότε οργισμένος να του βγάλουν την στολή του στρατηγού και συγχρόνως με διάφορα λόγια προσπαθούσε να τους πείσει όλους ν’ αλλάξουν γνώμη, αλλά όλοι τους, όλη η οικογένεια ήταν σταθερή. Μετά απ’ αυτά, τους έβαλε σε μια πεδιάδα κι άφησαν ένα λιοντάρι πεινασμένο να τους κατασπαράξει. Το λιοντάρι τρέχοντας, έφθασε κοντά τους, αλλά δεν τους πείραξε καθόλου. Τουναντίον, γύριζε χαρούμενο γύρω τους σαν ήμερο σκυλάκι.
Στη συνέχεια διατάσσει ο Αυτοκράτορας να κάψουν ένα μεγάλο χάλκινο βόδι και να τους βάλουν μέσα. Έτσι κι έγινε. Προηγουμένως όμως οι Άγιοι εκείνοι και γενναίοι του Χριστού Μάρτυρες παρεκάλεσαν τους στρατιώτες, να προσευχηθούν. Προσευχήθηκαν στο Θεό να τους δώσει δύναμη για να υποφέρουν τα βασανιστήρια και να θάψουν τα σώματά τους όλα μαζί.
Μετά τρεις μέρες άνοιξαν το χάλκινο βόδι κι είδαν με έκπληξη ότι οι μεν ψυχές τους είχαν ταξιδέψει στην αιώνια και ευτυχισμένη κατοικία των ουρανών, αλλά ούτε μία τρίχα δεν είχε θιγή από τα λείψανα των Αγίων. Είδε αυτά ο Αδριανός, φοβήθηκε κι έφυγε.
Ο κόσμος μόλις είδε το θαύμα, φώναξε με όλη τη δύναμη της ψυχής του:
— Μεγάλος ο Θεός των Χριστιανών. Αυτός μόνον είναι Θεός αληθινός και κανείς άλλος!
Οι χριστιανοί εκμεταλλεύτηκαν το θόρυβο και τη σύγχυση και πήραν τα λείψανα των Αγίων και τους ενταφίασαν μαζί. Όπως ήταν και η επιθυμία τους.
Ευστάθιον δούς παγγενή χαλκούς φλέγει, και παγγενή ου του Θεού σώζεις, Λόγε.
Εικάδι Ευστάθιε γενεή άμα εν βοί καύθη.
Ἀπολυτίκον. Ἦχος ἅ΄. Τῆς ἔρημου πολίτης
Ἀγρευθεῖς οὐρανόθεν πρός εὐσέβειαν ἔνδοξε, τή τοῦ σοί ὀφθέντος δυνάμει, δί’ ἐλάφου, Εὐστάθιε, ποικίλους καθυπέστης πειρασμούς, καί ἤστραψας ἐν ἄθλοις ἱεροῖς σύν τή θεία σου συμβίω καί τοῖς υἱοῖς φαιδρύνων τούς βοώντας σοί• δόξα τῷ σέ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σέ στεφανώσαντι, δόξα τῷ δείξαντι σέ ἐν παντί, Ἰώβ παμμάκαρ δεύτερον.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ΄. Τή ὑπερμάχω
Ὡς τῆς ἀνδρείας τοῦ Ἰώβ ἔμψυχον ἄγαλμα. Καί τῶν Μαρτύρων κοινωνόν καί ἀκροθίνιον. Ἐπαξίως εὐφημοῦμεν σέ, Ἀθληφόρε• Ὡς ὁ Παῦλος γάρ θεοκλητός γενόμενος. Ἐμεγάλυνας τόν Λόγον δί’ ἀθλήσεως• Ὅθεν κράζομεν, χαίροις Μάρτυς Εὐστάθιε.
Μεγαλυνάρια
Οὐρανόθεν μάκαρ καταυγασθεῖς, στήλη τῆς ἀνδρείας ἀνεδείχθης ἐν πειρασμοῖς, καί πανοικεσία, Εὐστάθιε, ἀθλήσας, τῆς ἄνω βασιλείας ἀξίως ἔτυχες.
Κάθισμα Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Εὐσεβείας τοῖς τρόποις ἀνδραγαθῶν, καρτερίας τοῖς πόνοις ὑπεραθλῶν, νέος ἀνηγόρευσαι, Ἰὼβ Μάρτυς πανένδοξε· τῶν γὰρ τερπνῶν τοῦ βίου, παθῶν τὴν ἀφαίρεσιν, σὺν γυναικὶ καὶ τέκνοις, Θεῷ ηὐχαρίστησας· ὅθεν ἐπὶ τέλει, τῶν ἀγώνων ὡς νίκης, βραβεῖον παρέσχε σοι, τὴν τοῦ αἵματος πρόσχυσιν, Ἀθλοφόρε Εὐστάθιε· πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων, ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.
Ὁ Οἶκος
Ὕμνον μοι δώρησαι ὁ Θεός μου, ἀνυμνῆσαι καὶ λέγειν νυνὶ τοὺς ἀγῶνας τοῦ Ἀθλοφόρου σου Κύριε, ὅπως εὐρύθμως ἐγκωμιάσω τὸν γενναῖον ἐν τοῖς ἄθλοις Εὐστάθιον, τὸν νικητὴν ἐν πολέμοις ἐχθρῶν γεγονότα ἀεί, τὸν μέγαν ἐν εὐσεβείᾳ, καὶ χορῷ τῶν Μαρτύρων ἐκλάμψαντα· σὺν τούτοις γὰρ ψάλλει ἀπαύστως σοι, μετ' Ἀγγέλων ὁ πάνσοφος, λαμβάνων ἐξ ὕψους θείαν ἄφεσιν.
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.