Δευτέρα 30 Απριλίου 2012

1ος τύπος: της "ιδρυματικής" ευσέβειας




1ος τύπος: της "ιδρυματικής" ευσέβειας

 Η Ρωσική μετανάστευση κύλησε προς την Ευρώπη, θα έλεγε κανείς πριν καν κρυώσει μετά από τον αγώνα της, συνεχίζοντας να βράζει με παθιασμένη οργή αφού στερήθηκε τα ιδανικά εκείνης της μεγάλης Ρωσικής χώρας - της "Λευκής" ιδέας κλπ... Κουβαλούσε μαζί της, όχι μόνο τις θλιβερές αποσκευές της, όχι μόνο τις ξιφολόγχες της και τα στρατιωτικά λάβαρα, αλλά και τους φορητούς Ναούς της, με εικονοστάσια φτιαγμένα από πανί τεντωμένο πάνω σε ξύλινα πλαίσια, τα ιερά σκεύη και τα άμφια. Και, έχοντας φτάσει σε ξένο χώμα, έστησε όχι μόνο παρακλάδια της Ένωσης των Ενόπλων Δυνάμεων, αλλά και δικές της εκκλησίες. Για πολλούς, η Εκκλησία ήταν μια ζωτική ανάγκη για την ψυχή τους. Για πολλούς, ένα είδος αναπόφευκτου γνωρίσματος της ιδέας της Ρωσίας ως Μεγάλης Δυνάμεως, χωρίς την οποία θα ήταν δύσκολο να μιλούν για εθνικισμό, πίστη στις παραδόσεις και τα θεσπίσματα του παρελθόντος.
Η Εκκλησία ήταν ένα αξιόπιστο και αναγνωρισμένο πολιτικό και πατριωτικό σύμβολο. Περιέργως, το εσωτερικό της νόημα δεν προσέλκυε πολλή προσοχή. Το σημαντικό ήταν να μνημονεύονται οι επέτειοι των τραγικών θανάτων των εθνικών ηρώων η οι επέτειοι της ιδρύσεως λαμπρών συνταγμάτων στρατού. Στην εκκλησία ήταν δυνατό να οργανώνονται κατανυκτικές, νηφάλιες επιδείξεις ενότητας και πίστης. Μπορούσε κανείς να συμμετάσχει σε Λειτουργίες παρακλήσεων υπέρ των κεκοιμημένων, να γονατίζει στο ένα γόνατο όταν ψάλλεται το "Αιωνία η μνήμη" (Σημ.: το γονάτισμα στο ένα γόνατο αντί των δύο ήταν η αποδεκτή στρατιωτική στάση, που εμιμείτο με ενθουσιασμό από τα αγόρια και οποιονδήποτε άνδρα που είχε την παραμικρή - πραγματική ή φανταστική - σχέση με το στρατιωτικό), να περιστοιχίζουν τον εκάστοτε παρευρισκόμενο ανώτατο αξιωματικό. Πολύ συχνά, δαπανούσαν μεγάλες ποσότητες ευφυΐας και ενέργειας για την κατασκευή ενός θυμιατού ή για ένα επτάστηλο μανουάλι από άδεια κονσερβοκούτια τροφίμων, ή για να μετατρέψουν μια ετοιμόρροπη παράγκα σε ναό. Η ύπαρξη της Εκκλησίας ήταν ουσιώδης, όμως τα κίνητρα για την ανάγκη αυτή είχαν συχνά ένα μάλλον εθνικιστικό παρά εκκλησιαστικό χαρακτήρα.

 Αν προσπαθήσουμε να ανακαλύψουμε την προέλευση μιας τέτοιας στάσης, δεν θα δυσκολευθούμε να βρούμε τις ρίζες της μέσα στην προηγούμενη εκκλησιαστική εποχή, την λεγόμενη "Συνοδική Περίοδο" της Εκκλησίας. Από τον καιρό του Μεγάλου Πέτρου, η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία μας είχε καταστεί γνώρισμα του δεσποτικού Ρωσικού Κράτους, ένα τμήμα ανάμεσα στα άλλα τμήματά του, και είχε πάρει την θέση Της μέσα στο σύστημα των κρατικών ιδρυμάτων, απορροφώντας μέσα Της τις κυβερνητικές ιδέες, εμπειρίες και την γεύση της δύναμης. Το Κράτος αυτό Της εξασφάλιζε προστασία, τιμωρούσε τις επιθέσεις εναντίον της Εκκλησίας, και σε αντάλλαγμα, απαιτούσε την καταδίκη των επιθέσεων εναντίον του Κράτους. Το Κράτος διόριζε τους Ιεράρχες της Εκκλησίας, παρακολουθούσε τις δραστηριότητές Της με την βοήθεια Αντιπροσώπου, ανέθετε διοικητικές εργασίες στην Εκκλησία, και την έκανε συμμέτοχο στις πολιτικές βλέψεις και ιδανικά.

 Μετά από διακόσια χρόνια ύπαρξης ενός τέτοιου συστήματος, άλλαξε η ίδια η εσωτερική δομή της Εκκλησίας. Η πνευματική ζωή σπρώχτηκε στο βάθος, ενώ στην επιφάνεια υπήρχε μια επίσημη, εγκεκριμένη από το Κράτος θρησκευτικότητα, με πιστοποιητικά να εκδίδονται για τους κρατικούς λειτουργούς, βεβαιώνοντας πως είχαν προσέλθει στην Εξομολόγηση και την Θεία Κοινωνία, δεδομένου ότι χωρίς μια τέτοια πιστοποίηση, ο λειτουργός δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί πιστός υπήκοος από την πλευρά του Κράτους. Το σύστημα αυτό οδήγησε στην δημιουργία μιας ειδικής θρησκευτικής ψυχολογίας, ένα ειδικό θρησκευτικό τύπο, με ένα ειδικό ηθικό υπόβαθρο, ένα ειδικό είδος κληρικού και ειδικό τρόπο ζωής. Γενιά με γενιά, ο κόσμος δασκαλευόταν με την ιδέα πως η Εκκλησία είναι ύψιστης σημασίας - κάτι απόλυτα απαραίτητο - αλλά και πάλι, παρέμενε γνώρισμα του Κράτους. Η ευσέβεια ήταν μια από τις αρετές του Κράτους, και απαραίτητη, μόνο επειδή το Κράτος είχε ανάγκη από ευσεβείς ανθρώπους. Ο ιερέας ήταν ένας επιστάτης διορισμένος από το Κράτος για να φροντίζει για την ορθή τέλεση των θρησκευτικών εκδηλώσεων από τους πιστούς Ρώσους υπηκόους. Με αυτή την υπόσταση έχαιρε εκτίμησης, όμως ως πρόσωπο, δεν απολάμβανε περισσότερο σεβασμό απ' ότι οι άλλοι λειτουργοί που μεριμνούσαν για την κοινωνική τάξη, τις ένοπλες δυνάμεις, τα οικονομικά κλπ.

 Η Συνοδική Περίοδος γνώρισε μια εντελώς ηττοπαθή αντιμετώπιση του κλήρου, την απόλυτη απουσία του οποιουδήποτε διακριτικού στοιχείου κύρους, ακόμα και μια τάση να του συμπεριφέρνονται σαν να ήταν κάτι κατώτερο, αποκλείοντας την συμμετοχή του στην λεγόμενη "κοινωνία". Οι άνθρωποι πήγαιναν στην Εξομολόγηση μια φορά τον χρόνο επειδή αυτό ήταν το απαιτούμενο. Στην Εκκλησία τελούσαν τους γάμους, βάπτιζαν τα παιδιά τους, έθαβαν τους νεκρούς τους, έστεκαν όρθιοι κατά την διάρκεια Παρακλήσεων στις Θεοπατορικές εορτές, και - αν ήσαν ειδικά ευλαβείς - συμμετείχαν στους Ακάθιστους. Πάντως η Εκκλησία ήταν κάτι εντελώς ξεχωριστό από την υπόλοιπη ζωή. Οι άνθρωποι πήγαιναν στην Εκκλησία όταν χρειαζόταν - και σίγουρα δεν ήταν πρέπον να το παρακάνουν με την εκκλησιαστικότητά τους. Αυτό πιθανόν να το εφάρμοζαν μόνο οι Σλαυόφιλοι, οι οποίοι με την συμπεριφορά τους μετάλλαξαν ελαφρώς τον καθιερωμένο, τυπικό, επίσημο τόνο της ευγενικής σχέσεως προς την Εκκλησία. Φυσικό ήταν ο "ιδρυματικός" τύπος ευσέβειας να είναι εδραιωμένος - στην πρώτη περίπτωση - στα πλαίσια της υπουργικής γραφειοκρατίας της Πετρούπολης, όντας ειδικά συνδεδεμένος με την γραφειοκρατία, και που εξ αυτού εξαπλώθηκε σε όλη την Ρωσία, μέσω επαρχιακών γραφειοκρατικών κέντρων, με τους τοπικούς αντιπροσώπους της Κρατικής εξουσίας.

 Ολόκληρο αυτό το σύστημα προμήνυε πως οι πιο προικισμένοι και ένθερμοι πιστοί δεν θα έβρισκαν θέση μέσα του. Ή πήγαιναν σε μοναστήρια, επιζητώντας να απομονωθούν εντελώς από κάθε επιδερμική δραστηριότητα της Εκκλησίας, ή απλώς επαναστατούσαν, συχνά διαμαρτυρόμενοι όχι μόνο για το ιδρυματικό σύστημα της Εκκλησίας αλλά εναντίον της ίδιας της Εκκλησίας. Αυτό ήταν και η αρχή του αντι-θρησκευτικού φανατισμού των επαναστατών μας, ο οποίος κατά τις πρώιμες εκδηλώσεις του θύμιζε τόσο πολύ το φλογερό πάθος της πραγματικά θρησκευτικής ζωής. Προσέλκυε όλους εκείνους που διψούσαν για μια εσωτερική, ασκητική πρόκληση - για θυσία, ανιδιοτελή υπηρεσία και απαθή αγάπη - πράγματα που η επίσημη Κρατική Εκκλησία δεν μπορούσε να προσφέρει. Πρέπει να αναφερθεί πως κατά την διάρκεια της Συνοδικής Περιόδου ακόμα και τα μοναστήρια είχαν υποχωρήσει στην γενική αυτή διαδικασία διασπάσεως της πνευματικής ζωής. Το παντοδύναμο χέρι του Κράτους απλωνόταν πάνω και από αυτά, πάνω από τα δικά τους ήθη και τρόπο ζωής, μετατρέποντάς τα σε επίσημα κελιά του συνολικού εκκλησιαστικού ιδρύματος.

 Έτσι, μέσα στην Εκκλησία έμειναν ως επί το πλείστον εκείνοι που ήσαν χλιαροί, εκείνοι που μπορούσαν να κρατήσουν τα θρησκευτικά τους ορμέμφυτα υπό έλεγχο, ή εκείνοι που μπορούσαν να διοχετεύσουν τις πνευματικές τους ανάγκες εντός του συστήματος των Κρατικών αξιών. Με αυτό τον τρόπο, αναπτύχθηκε ένα σύστημα ηθικών ιδεών. Αναμφισβήτητα, αυτό που ήταν περισσότερο αξιοσέβαστο ήταν η ευταξία, ο σεβασμός για τον νόμο, μια σχετική επιφυλακτικότητα, μαζί με μάλλον σθεναρά εκδηλούμενα αισθήματα υποχρέωσης, σεβασμού για τους υπερήλικές τους, ένα καταδεκτικό ενδιαφέρον για τους νέους τους, ειλικρίνεια, αγάπη, αγάπη για την Πατρίδα, ευλάβεια προς την εξουσία, κλπ. Δεν υπήρχε η ανάγκη για ιδιαίτερες προσπάθειες. Η δημιουργικότητα καταστελλόταν, για χάρη της ευταξίας και τους γενικούς σκοπούς της Κρατικής μηχανής. Οι "Podvizhniki"[1] μάλλον απουσίαζαν από τους επαρχιακούς καθεδρικούς ναούς. Υπήρχαν άνθρωποι άλλου είδους εδώ: εφημέριοι ήρεμοι, επαγγελματικοί καθεδρικοί αρχιερείς, απόλυτοι γνώστες των Θείων Λειτουργιών, οι οποίοι κατέβαλλαν κάθε προσπάθεια να τις τελούν με ιεροπρέπεια και μεγαλοπρέπεια, μέσα σε λαμπρούς και θαυμάσιους ναούς, άριστοι διαχειριστές και οργανωτές, φύλακες της περιουσίας της Εκκλησίας, επίσημοι λειτουργοί του Συνοδικού ιδρύματος, εντιμότατοι άνθρωποι, ευσυνείδητοι - όμως δεν ενέπνεαν, και δεν διέθεταν δημιουργικότητα.

 Και οι καθεδρικοί ναοί - το αποκορύφωμα της έκφρασης της "ιδρυματικής" αρχιτεκτονικής τέχνης - τόσο υπερβολικοί με τον όγκο τους και την ευρυχωρία τους, το χρυσό και το μάρμαρό τους, με τεράστιους τρούλους, με ήχους που αντιλαλούσαν, με τεράστιες βασιλικές θύρες και πανάκριβα άμφια. Κολοσσιαίες χορωδίες εκτελούσαν ειδικούς Ιταλιάνικους και εκκοσμικευμένους ψαλμούς. Οι μορφές των εικονισμάτων μόλις που διακρίνονταν, έχοντας θαφτεί κάτω από χρυσά και αργυρά "φορέματα". Ο διάκονος μόλις και μετά βίας μπορούσε να σηκώσει το βιβλίο των Ευαγγελίων με την βαρύτιμη βιβλιοδεσία του, και διάβαζε με τέτοιο τρόπο, που ορισμένες φορές ήταν αδύνατον να αντιληφθεί κανείς ούτε μία λέξη απ' όσες διάβαζε. Όμως δεν ήταν η δουλειά του να κάνει το ανάγνωσμα κατανοητό: όφειλε να ξεκινήσει με ένα είδος αφάνταστα χαμηλόφωνου μουγκρητού, και να καταλήξει με μια βροντερή κραυγή που έσπαζε τζάμια, επιδεικνύοντας έτσι την πανίσχυρη δύναμη της φωνής του. Τα πάντα είχαν ένα μοναδικό σκοπό, όλα ήταν εναρμονισμένα με την κάθε όψη του κληρικαλισμού, όλα είχαν ως στόχο τους την επίδειξη της δύναμης, του πλούτου και του ακατάλυτου της Ορθοδόξου Εκκλησίας και του μεγάλου Ρωσικού Κράτους που Την προστάτευε.

 Πόσο διαδεδομένη ήταν αυτού του είδους η εκκλησιαστική ψυχολογία; Βεβαίως, δεν θα πρέπει κανείς να φανταστεί πως αυτός ήταν ο μόνος τύπος θρησκευτικής συνείδησης, αλλά αναμφίβολα θα πρέπει να ψάξει κανείς πάρα πολύ προσεκτικά για να βρει οποιονδήποτε άλλο τύπο, μιας και ο "επίσημος" τύπος υπερτερούσε. Αυτό γίνεται ιδιαίτερα σαφές, αν λάβουμε υπ' όψιν πως, δίπλα σε μια τέτοια αντίληψη περί εκκλησιαστικής ζωής και θρησκευτικών τρόπων, δημιουργήσαμε και μια δική μας, έντονη μορφή αθεϊσμού. Οι άνθρωποι αυτοί - όπως παρατήρησε με ακρίβεια ο Soloviev - κατέθεσαν τις ζωές τους για τους φίλους τους, παρ' ό,τι πίστευαν πως ο άνθρωπος καταγόταν από τους πιθήκους. Έτσι, υπήρχε η δυνατότητα να βρει κανείς μια διέξοδο για αγάπη, θυσία και ηρωικές πράξεις έξω από τους τοίχους της εκκλησίας. Όμως μέσα στην Εκκλησία, ο,τιδήποτε ήταν διαφορετικό ήταν - από αυτό το γεγονός και μόνο - σε αντίθεση: έρρεε κόντρα στο ρεύμα, διωκόταν και υποτιμούταν. Αυτή η εκκλησιαστική ψυχολογία ήταν βασισμένη πάνω σε ένα πολύ συμπαγή τρόπο ζωής, και αυτός ο τρόπος ζωής με τη σειρά του, τρεφόταν από αυτήν. Η Παράδοση διαπότιζε τα πάντα - από την προσευχή μέχρι και το μαγειρείο. Απ' όσα έχουν ειπωθεί, είναι προφανές πως σε τέτοιο έδαφος μάλλον δεν αναμενόταν να δει κανείς να αναπτύσσονται οι οποιεσδήποτε δημιουργικές δυνάμεις.

 Εδώ, διοχετεύονται τα πάντα προς την διατήρηση, την συντήρηση των θεμελίων, την επανάληψη των συναισθημάτων, των λέξεων και των κινήσεων. Η δημιουργικότητα απαιτεί κάποιο νέο είδος πρόκλησης: εδώ δεν υπήρχε - ούτε στον χώρο των ιδεών, ούτε στον χώρο των τεχνών, ούτε στον τρόπο ζωής. Όλα ήσαν αυστηρά φυλασσόμενα και προστατευμένα. Ο νεωτερισμός δεν επιτρεπόταν. Δεν υπήρχε καμία ανάγκη για οποιαδήποτε δημιουργική αρχή. Ο ιδρυματικός τύπος θρησκευτικής ζωής, που προωθούσε άλλες αξίες μαζί με τις πνευματικές - ήτοι εκείνες του Κράτους, του τρόπου ζωής και μιας συγκεκριμένης παράδοσης, όχι μόνο παραμόρφωνε και συνέχεε την ιεραρχία των αξιών, αλλά συχνά απλώς αντικαθιστούσε την Χριστιανική αγάπη με μια εγωιστική αγάπη για τα πράγματα του κόσμου. Είναι δύσκολο, ακόμα και αδύνατον, να δει κανείς τον Χριστό, να βιώσει την Χριστιανοποίηση της ζωής, ό,που η αρχή της εκκοσμίκευσης της Εκκλησίας δηλώνεται ανοιχτά. Αυτό το είδος ευσέβειας δεν ήταν σε θέση να αποδώσει τα του Καίσαρος τω Καίσαρι.

 Κατά την διάρκεια της μακρόχρονης ύπαρξης αυτού του τύπου, όλο και πιο συχνά επέτρεπε να θριαμβεύει ο Καίσαρας. Μέσω αυτού, ο Ρωμαίος αυτοκράτωρ νικούσε τον Χριστό - όχι μέσα στην αρένα, ούτε στις κατακόμβες, αλλά από την στιγμή που εκείνος αναγνώρισε τον Ουράνιο Βασιλέα: εκείνη ακριβώς την στιγμή, άρχιζε η ανατροπή των εντολών του Χριστού από τις εντολές του κοσμικού Κράτους. Μπορεί κανείς να αποκτήσει την "ιδρυματική" ευσέβεια μέσω της μόρφωσης, μέσω συνήθειας και εθίμου, αλλά επ' ουδενί δεν μπορεί να την αποκτήσει μέσω της επιθυμίας να ακολουθήσει στα βήματα του Χριστού. Από ιστορικής απόψεως, αυτό το σύστημα τάξεως είχε ήδη αρχίσει να εμφανίζει ρωγμές προς το τέλος του 19ου αιώνα. Εντελώς ξαφνικά, εμφανίσθηκε επισκέπτης μέσα στην Εκκλησία, και μάλιστα όχι ευπρόσδεκτος: η Ρωσική διανόηση. Θα μιλήσουμε για τον ρόλο της αργότερα, πάντως ο ρόλος αυτός αρχικά ήταν ριζωμένος μάλλον ρηχά στην ζωή της Εκκλησίας. Ήταν περισσότερο ένα φαινόμενο στις παρυφές της Εκκλησίας.

 Όλα άλλαξαν αποφασιστικά από την στιγμή της Επανάστασης του Φεβρουαρίου (1917), και, στην Εκκλησία, οι αλλαγές αυτές αντικατοπτριστήκαν στο Παν-Ρωσικό Εκκλησιαστικό Συμβούλιο (του 1917-1918) και την επαναφορά του Πατριαρχείου.

 Όσο σημαντικές και αν ήταν αυτές οι αλλαγές για τον ιστορικό τρόπο ζωής της Εκκλησίας, δεν θα μπορούσαν -φυσικά- να αλλάξουν ξαφνικά και την ψυχολογία του κόσμου, και να ξανα-διαμορφώσουν την διάθεση των ψυχών τους. Αυτός ήταν και ο λόγος που η μετανάστευση έφερε μαζί της στους ξένους τόπους τις αναμνήσεις της Συνοδικής Περιόδου της Ρωσικής Εκκλησίας, τον τρόπο ζωής της, την τέχνη της, τον κλήρο της, την δική τους κατανόηση του ρόλου και της σημασίας της Εκκλησίας, μέσα στο όλο πατριωτικό σχήμα. Είναι πολύ πιθανό και τώρα ακόμα να υπερισχύει το "ιδρυματικό" είδος ευσέβειας. Είναι εύκολο να το αποδείξουμε αυτό, αν λάβουμε υπ' όψιν πως ολόκληρη η ομάδα Karlovci [2], η οποία βρίσκεται μέσα στην Εκκλησία μας, ζει με ακρίβεια σύμφωνα με αυτή την ιδεολογία, ενώνοντας Εκκλησία και Κράτος, διατηρώντας τις παλαιές παραδόσεις, μη επιθυμώντας να λάβει γνώση των νέων συνθηκών ζωής, και συνεχίζοντας να διδάσκει Καισαροπαπισμό. Βέβαια, δεν είχαν όλοι προσελκυστεί σε αυτή την συγκεκριμένη ομάδα, όσοι ανήκαν στην "ιδρυματική" ψυχολογία.

 Παντού, μέσα σε ευρύχωρους καθεδρικούς ναούς και σε επαρχιακές πρόχειρες εκκλησίες, μπορούμε να βρούμε ανθρώπους που ομολογούν πως είναι μέλη της Ορθοδόξου Εκκλησίας και μαζί μ' αυτό, να πιστεύουν πως η Εκκλησία είναι απλώς ένα απαραίτητο χαρακτηριστικό γνώρισμα της Ρωσικής εξουσίας.

 Είναι δύσκολο να υπάρχουν δύο απόψεις για το αν αυτή η ψυχολογία έχει κάποιον συσχετισμό με τα τρέχοντα προβλήματα της ζωής της Εκκλησίας. Εν πρώτοις, η ζωή σήμερα απαιτεί από εμάς δημιουργικές προσπάθειες τόσο πιεστικά, που καμία ομάδα χωρίς ατζέντα δημιουργική δεν μπορεί να περιμένει να επιτύχει. Εκτός αυτού, δεν υπάρχει αμφιβολία πως σε ιστορικό επίπεδο, η Συνοδική Περίοδος έχει φτάσει στο τέλος της, χωρίς πιθανότητα επιστροφής, και δεν υπάρχει καμία βάση για να υποθέσουμε πως η ψυχολογία που γεννήθηκε από αυτήν θα επιβιώσει για μεγαλύτερο διάστημα από αυτήν. Κατ' αυτή την έννοια, δεν είναι σημαντικό το πώς θα εκτιμήσουμε έναν τέτοιο θρησκευτικό τύπο. Μονάχα ένα πράγμα είναι σημαντικό: πως αναμφίβολα πεθαίνει, και δεν έχει μέλλον. Το μέλλον προκαλεί την Εκκλησία με τόσο πολύπλοκα, νέα και κρίσιμα προβλήματα, που είναι δύσκολο να πει κανείς πρόχειρα σε ποιόν θρησκευτικό τύπο θα δοθεί η δυνατότητα να αποδείξει τον εαυτό του και να αποκαλύψει τον εαυτό του με τρόπο δημιουργικό.





Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
!-

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

 

FACEBOOK

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ


Histats

ΣΥΝΟΛΙΚΕΣ ΠΡΟΒΟΛΕΣ ΣΕΛΙΔΩΝ

extreme

eXTReMe Tracker

pateriki


web stats by Statsie

ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΣΤΟ FACEBOOK

 PATERIKI


CoolSocial

CoolSocial.net paterikiorthodoxia.com CoolSocial.net Badge

Τελευταία Σχόλια

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ TRANSLATE

+grab this

ON LINE

WEBTREND

Κατάλογος ελληνικών σελίδων
greek-sites.gr - Κατάλογος Ελληνικών Ιστοσελίδων

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

MYBLOGS

myblogs.gr

ΓΙΝΕΤΕ ΜΕΛΟΣ - JOIN US

Καταθέστε τα σχόλια σας με ευπρέπεια ,ανώνυμα, παραπλανητικά,σχόλια δεν γίνονται δεκτά:
Η συμμετοχή σας προυποθέτει τούς Όρους Χρήσης

Please place your comments with propriety, anonymous, misleading, derogatory comments are not acceptable:
Your participation implies in the Terms of Use


| ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ © 2012. All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos | Γιά Εμάς About | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |