3ος τύπος: Αισθητική ευσέβεια
Είναι δύσκολο να εντοπιστεί η προέλευση του αισθητικού τύπου ευσέβειας. Μάλλον θα είχε τους εκπροσώπους της σε όλες τις εποχές, ελαττούμενη κάπως, μόνο όταν η Εκκλησία ήταν αντιμέτωπη με προκλήσεις που προξενούσαν μεγάλη πνευματική ένταση, όταν η Εκκλησία ταρασσόταν από εσωτερικές διαμάχες, όταν διωκόταν, και όταν ήταν υποχρεωμένη να υπερασπιστεί την ίδια την ουσία του Χριστιανισμού. Ακόμη και η προέλευση του Χριστιανισμού στη Ρωσία του Κίεβου - σύμφωνα με τον αρχαίο θρύλο - είχε καθοριστεί από μια πασίγνωστη πράξη ευσέβειας. Ο Άγιος Βλαδίμηρος συνέκρινε τις θρησκείες, όχι επί της ουσίας του εσωτερικού τους περιεχομένου, αλλά επί της ισχύος της εντύπωσης που άφηναν οι εξωτερικές μορφές τους. Έτσι, επέλεξε την Ορθοδοξία για την ομορφιά των ασμάτων, για το μεγαλείο των τελετών της, και για εκείνη την αισθητική εμπειρία που τόσο τον συγκλόνισε. Οι συγγραφείς της Μοσχοβίτικης Ρωσίας (Muscovite Rus) έχουν παράγει μεγάλες και συγκινητικές περιγραφές του κάλλους της Ορθοδοξίας. Μέχρι και ο 19ος αιώνας - που δεν φημίζεται για καμία ιδιαίτερη αισθητική ευαισθησία - παρήγαγε ένα τόσο σπουδαίο δείγμα Ορθόδοξου ωραιολάτρη όπως τον Κωνσταντίνο Λεοντίεβ, για τον οποίο η ομορφιά εμπεριείχε και ένα μέτρο αλήθειας και ο οποίος, έχοντας απορρίψει τον θρησκευτικά κενό μεσοαστικό κόσμο επειδή ήταν τερατώδης, επιζήτησε την Ορθοδοξία επειδή μέσα της υπήρχε το κάλλος.
Δεν είναι παράξενο τότε, που τον 20ο αιώνα, όταν συνέκλιναν δύο παράγοντες - μια λαμπρή και ταλαντούχα έκρηξη καλαισθησίας στα πολιτιστικά "πάνω στρώματα" της Ρωσικής κοινωνίας και η είσοδος στην Εκκλησία ενός μεγάλου αριθμού ανθρώπων από εκείνα τα στρώματα - ο αισθητικός τύπος ευσέβειας ήταν σχεδόν κατακλυσμικός και που έγινε προσδιοριστικός πολλών πραγμάτων. Κατ' αρχήν, αναγνώρισε τους πολύ σπουδαίους θησαυρούς του παρελθόντος. Η αισθητική ανέκαθεν συσχετιζόταν με ένα είδος αρχαιολατρίας, ένα είδος αρχαιολογίας. Συνεπώς, δεν μας εκπλήσσει που κατά την περίοδο αυτή που ευδοκιμούσε, ξανα-ανακαλύφθηκε η αρχαία Ρωσική τέχνη. Αρχαίες εικόνες βρέθηκαν, συντηρήθηκαν και μελετήθηκαν. Ιδρύθηκαν μουσεία εικονογραφίας, ορίστηκαν και περιγράφηκαν σχολές εικονογραφίας, Ο Ρουμπλίεφ και άλλοι άρχισαν να εκτιμώνται. Η αρχαία ψαλμωδία άρχισε να αποκαθίσταται. Ψαλμωδίες του Κιέβου και του Βαλαάμ βρήκαν τον δρόμο τους μέσα στο ρεπερτόριο των ασμάτων της Εκκλησίας. Η αρχιτεκτονική των ναών έγινε πιο γνωστή, χάρη στον μεγάλο αριθμό εκδόσεων για την ιστορία της τέχνης. Χωρίς αμφιβολία, όλα αυτά είναι θετικά κατορθώματα.
Όμως πλάϊ στην αισθητική αυτή προσέγγιση στην θρησκεία, άρχισε να αναπτύσσεται μια ειδική ηθική νοοτροπία, τα χαρακτηριστικά της οποίας είναι αρκετά εύκολο να εντοπιστούν. Η ομορφιά και η εκτίμηση της ομορφιάς είναι πάντοτε ο χώρος μιας μικρής μειονότητας. Αυτό εξηγεί τον αναπόφευκτο πολιτιστικό εκλεκτισμό της οποιασδήποτε αισθητικής στάσης. Όταν υπερασπίζεται αισθητικές αξίες, ο άνθρωπος διαιρεί ολόκληρο τον κόσμο σε φίλους που κατανοούν και εκτιμούν τις αξίες του, και σε εχθρούς τα βέβηλα πλήθη. Όταν φαντάζεται πως το θεμέλιο της ζωής της Εκκλησίας είναι το κάλλος Της, αυτό το άτομο τότε διαιρεί όλη την ανθρωπότητα σε ένα "μικρό ποίμνιο" με ειδική αισθητική ευαισθησία, και την μάζα όλων εκείνων των αναξίων να βρίσκεται εκτός των συνόρων. Στο μυαλό ενός τέτοιου ατόμου, το μυστήριο της Εκκλησίας ανήκει μόνο στους εκλεκτούς. Όχι μόνο οι πόρνες και οι αμαρτωλοί δεν πρόκειται ποτέ να καθίσουν στα πόδια του Χριστού, αλλά και όλοι εκείνοι που είναι πολύ απλοί και ακαλλιέργητοι θα εξαιρεθούν παρομοίως, ώστε ο ίδιος να μπορέσει να βρει ικανοποίηση, δια της ευγενούς αισθητικής ομορφιάς των θείων λειτουργιών κλπ.
Επειδή θεωρεί την αισθητική ως το μοναδικό κριτήριο του τι είναι σωστό, το μοναδικό μέτρο των πραγμάτων, το άτομο αυτό φαντάζεται τον εαυτό του ως τμήμα κάποιου είδους περίτεχνης σύνθεσης και νοιώθει υποχρεωμένος να μην την χαλάσει, να μην την διαταράξει. Δέχεται τον γενικό ρυθμό της, όμως μετά εισάγει εκείνο τον ρυθμό μέσα στην δική του εσωτερική ζωή. Σαν τον αυστηρό τυπολάτρη, διαμορφώνει και αυτός τον δικό του προσωπικό τρόπο ζωής και μέσα σε αυτό, διακρίνει την μεγαλύτερή του αρετή. Ο ωραιολάτρης πάντα νοιώθει μια έλξη προς το αρχαϊκό. Ορισμένες φορές μπορεί να γοητευτεί ακόμα και από ένα είδος λαϊκής, χωριάτικης τέχνης. Εξ αιτίας αυτού, αναπτύσσεται μια διακριτική έλξη προς συγκεκριμένα τμήματα των λειτουργιών, προς μεμονωμένους ύμνους, τον Μέγα Κανόνα του Ανδρέα της Κρήτης, κλπ. Πολύ συχνά, υπολογίζεται και η καλλιτεχνική αξία εκείνου του υλικού, και, σε περίπτωση που δεν υπάρχει, αυτό λαμβάνεται υπ' όψιν και τότε θα μαγευτεί από την αρχαιότητά της, ή θα εντυπωσιαστεί από την μεγαλόπρεπη σύνθεσή της ή από την ρυθμική ακολουθία της όλης θείας λειτουργίας.
Τα κριτήρια του ωραιολάτρη σταδιακά αντικαθιστούν τα πνευματικά κριτήρια, και εν καιρώ εκτοπίζουν κάθε άλλο κριτήριο. Οι άνθρωποι μέσα στην Εκκλησία τότε θα φαντάζουν είτε ως μια μάζα προσκυνητών, ως υποστυλώματα που είναι αναγκαία για τον σωστό ρυθμό της λατρείας, ή ως βαρετοί και ενοχλητικοί βάρβαροι, που εξ αιτίας της άγνοιάς τους, της αγαρμποσύνης τους, ή περιστασιακά από τα προσωπικά τους βάσανα και ειδικές ανάγκες, καταπατούν το γενικό μεγαλείο και την τάξη της λειτουργίας.
Ο ωραιολάτρης χάνεται μέσα στα σύννεφα του θυμιάματος, απολαμβάνει τις αρχαίες ψαλμωδίες, θαυμάζει την σοβαρότητα και την εγκράτεια της τεχνοτροπίας του Νόβγκοροντ στην εικονογραφία. Θα σημειώσει νοερά με κάποια καταδεκτικότητα την κάπως απλοϊκή διατύπωση ενός ύμνου. Έχει γευθεί τα πάντα, είναι κορεσμένος, φοβάται να μην χυθεί κάτω ο θησαυρός του αυτός. Φοβάται την ανούσια λεπτομέρεια, τις ανθρώπινες δυστυχίες που προκαλούν την συμπάθεια, και τρέμει τις ανθρώπινες αδυναμίες που του προκαλούν αηδία. Εν ολίγοις, δεν του αρέσει ο ασήμαντος, μπερδεμένος, ανοργάνωτος κόσμος της ανθρώπινης ψυχής.
Χωρίς αμφιβολία, θα ήταν δύσκολο να βρεθεί η αγάπη μέσα στον αισθητικό τύπο θρησκευτικής ζωής. Αλλά επίσης φαίνεται πως δεν διαθέτει και χώρο για το μίσος. Υπάρχει μόνο εκείνη η ψυχρή, ακριβής περιφρόνηση για το βέβηλο πλήθος και ένας εκστατικός ενθουσιασμός για το κάλλος. Υπάρχει μια ξηρότητα, που σχεδόν φτάνει στα όρια του φορμαλισμού. Υπάρχει μια μέριμνα για την διατήρηση του εαυτού και του προσωπικού κόσμου -που είναι τόσο καλά δομημένος και εναρμονισμένος- από την εισβολή οποιουδήποτε στοιχείου που θα μπορούσε να προσβάλει ή να αναστατώσει εκείνη την αρμονία. Ακόμη και οι φλογερές ψυχές σταδιακά ψύχονται, μέσω της αναπόφευκτης ψυχρότητας της καλαισθησίας (για παράδειγμα, ο Κων. Λεοντίεβ είχε εκ φύσεως μια φλογερή ψυχή). Επιμένουν να παγώνουν το κάθε τι που τους περιστοιχίζει, σαν να αναζητούν κάποιο είδος αιωνίου πάγου, κάποιο αιώνιο πόλο κάλλους, κάποιο αιώνιο Βόρειο Σέλας...
Το πιο ισχυρό και πιο απίστευτο πράγμα απ' όλα είναι η δυνατότητα εξάπλωσης του αισθητικού τύπου ευσέβειας ανάμεσα στους Ρώσους, των οποίων οι ψυχές ως επί το πλείστον στερούνται την αρμονία, το μέτρο και την μορφή. Θα έλεγε κανείς πως το πύρινο ταμπεραμέντο τους, τα ουσιώδη ρητά τους, και -ορισμένες φορές- το χαοτικό τους στυλ, θα αποτελούσε εγγύηση πως η αισθητική δεν είναι κίνδυνος για αυτούς. Ίσως εδώ ενεργεί κάποιο είδος "νόμου της αντίφασης", που εξαναγκάζει το άτομο να επιζητά μέσα στην κοσμοθεωρία του εκείνο που θα συμπληρώνει τα εσωτερικά του χαρακτηριστικά, και όχι εκείνο που τα εκφράζει. Ίσως να το βρίσκει αδύνατο να περνάει καλά με το εσωτερικό του χάος, να το αντέχει, και ως αποτέλεσμα αυτού, να κινείται προς την άλλη κατεύθυνση. Και όμως, παρατηρεί κανείς - πολύ περισσότερο απ' ότι θα μπορούσε να φανταστεί - μια περίεργη καταστολή εκείνης της φλόγας, που σχεδόν ισοδυναμεί με πνευματική αυτοκτονία, μεταβάλλοντας την φωτιά σε πάγο - μια παρόρμηση προς την ακινησία, προς μια εντατική αναζήτηση ενός ρυθμού με εξωτερικές, δοσμένες μορφές. Δεν υπάρχει φυσικά καμία αμφιβολία πως ο αισθητικός τύπος Ορθοδόξου ευσέβειας, η οποία εκ φύσεως ανήκει στα ανώτερα πολιτιστικά στρώματα του Ρωσικού λαού, δεν μπορεί να βασιστεί σε αριθμητικά ευρύτατη διάδοση.
Το ζήτημα όμως δεν είναι οι αριθμοί, αλλά ακριβώς η ποιότητα - με την πολιτιστική έννοια - αυτών των θησαυρών της Ορθοδόξου αισθητικής. Παρά τους μικρούς αριθμούς τους, μπορούσαν να έχουν - και συνεχίζουν να έχουν - ισχυρή επιρροή στην ζωή της Εκκλησίας, σε όλες τις εκφάνσεις της. Ποια είναι η φύση αυτής της επιρροής; Πόσο μεγάλη είναι η δημιουργική της τάση; Εδώ πρέπει κανείς να μιλήσει για ένα ασυνήθιστο, παράδοξο γεγονός. Οι πραγματικοί φύλακες της δημιουργικής δραστηριότητας - δια μέσου των πολυποίκιλων αιώνων, εθνών και λαών - ανέκαθεν εκτιμούσαν την μεγαλοφυΐα ή το ταλέντα των άλλων. Αυτοί οι ωραιολάτρες, που υπήρξαν οξυδερκείς κριτικοί και ειδικοί στις πιο μικρές λεπτομέρειες και αποχρώσεις της κάθε καλλιτεχνικής σχολής, δεν έχουν ποτέ και πουθενά παράσχει την παραμικρή δημιουργική αρχηγία οι ίδιοι, πιθανόν επειδή αξιολογούσαν τόσο λεπτομερώς και έντονα την εργασία των άλλων. Αυτό πάντοτε είχε ως αποτέλεσμα μια ιδιαίτερη προσωπική ψυχολογία, που συναντάται στους διευθυντές μουσείων, συλλέκτες, ειδικούς και δημιουργούς καταλόγων, αλλά όχι στους δημιουργικούς καλλιτέχνες.
Η δημιουργικότητα, ακόμη και εκείνη που παράγει τα πιο λεπτεπίλεπτα έργα τέχνης, είναι στην ουσία της κάτι μάλλον χονδροειδές. Η δημιουργικότητα, που στοχεύει στην επίτευξη και επιβεβαίωση, πάντοτε αποβάλλει κάτι, απορρίπτει κάτι, κατεδαφίζει κάτι, και ανοίγει ένα χώρο για κάτι νέο. Διψάει τόσο δυνατά για το καινούργιο, που θεωρεί όλα όσα έχουν ήδη δημιουργηθεί, όλα όσα είναι παλαιά, ως μη συγκρίσιμα με το νέο, και συχνά καταστρέφει το παλαιό.
Η ψυχολογία ενός φύλακα μουσείου είναι ασύμβατη με εκείνη του δημιουργικού ατόμου: ο ένας είναι συντηρητικός, ο άλλος επαναστατικός. Τι συμπεράσματα μπορούμε να βγάλουμε για το μέλλον αυτού του τύπου εκκλησιαστικής ευσέβειας; Η σκληρή, έντονη και αγωνιώδης εμπειρία της ζωής μας στρέφεται προς την Εκκλησία με όλους τους πόνους και τα βάσανά της, με όλη την σκληρή έντασή της. Η ζωή μας σήμερα βεβαίως χρειάζεται την δημιουργικότητα - μια δημιουργικότητα που μπορεί, όχι μόνο να ξαναμελετήσει και να αλλάξει ότι είναι παλαιό, αλλά και να δημιουργήσει κάτι καινούργιο, να ανταποκριθεί στα νέα προβλήματα, διεισδύοντας σε νέα και συχνά απολίτιστα κοινωνικά στρώματα. Η Εκκλησία θα πλημμυρίσει από απλοϊκούς ανθρώπους. Η Εκκλησία θα κατακλυσθεί από τα προβλήματά τους. Η Εκκλησία θα πρέπει να κατέβει στο δικό τους επίπεδο. Και φαίνεται πως αυτό μάλλον σφραγίζει την τύχη της ελίτ της αισθητικής.
Όμως, ακριβώς επειδή είναι εκλεκτοί, ελίτ, ακριβώς επειδή είναι ικανοί να διατυπώσουν τις ιδέες τους και να εκφρασθούν, και θεωρούν τον εαυτό τους φύλακα όλων των θησαυρών και αληθειών της Εκκλησίας, και αδυνατούν να προδώσουν, μειώσουν ή αλλάξουν την δική τους αντίληψη περί του κάλλους της Εκκλησίας, και είναι ανίκανοι να προσφέρουν θυσιαστική αγάπη - για όλους αυτούς τους λόγους, θα υπερασπισθούν την δική τους αντίληψη της Εκκλησίας ως φρουρίου, και θα προστατέψουν την Εκκλησία από εισβολή των βέβηλων μαζών με την ίδια την ζωή τους. Το πλήθος θα φωνάζει "Μας κατατρώνε πληγές, δηλητηριαζόμαστε από το μίσος και τον κοινωνικό αγώνα, έχει καταστραφεί ο τρόπος ζωής μας, δεν έχουμε απαντήσεις στα ερωτήματα ζωής και θανάτου - Ω Κύριε, σώσε μας!" Όμως, ανάμεσα στον Χριστό και το πλήθος θα στέκονται οι φρουροί του άρραφου χιτώνα του Χριστού, οι οποίοι θα ανακοινώσουν στο πλήθος πως το μίσος και ο αγώνας έχουν παραμορφώσει τα πρόσωπά τους, πως οι καθημερινοί κόποι τους έχουν καταστρέψει μέσα τους εκείνο το τιμημένο δώρο, ήτοι: την ικανότητα να θαυμάζουν το κάλλος.
Όμως η ίδια η ζωή είναι ένα πράγμα μεγάλου κάλλους, από το οποίο μονάχα όσοι είναι ικανοί έχουν διδαχθεί από αυτό, και οι μελίρρυτοι ψαλμοί, η μελετημένα σιγανή ανάγνωση, η ευωδία του θυμιάματος και μια ευλογημένη, υπνωτική ατμόσφαιρα ομορφιάς θα τυλίξουν μέσα σε ομίχλη την λυπημένη μορφή του Χριστού, θα φέρουν τέλος στο θρήνο, θα κάνει τα κεφάλια να είναι σκυμμένα, θα γίνουν αιτία για να πεθάνει η ελπίδα.
Για μερικούς, αυτή η περιρρέουσα μεγαλοπρέπεια θα είναι ένα προσωρινό νανούρισμα, ενώ άλλοι θα "κλωτσήσουν", οπισθοδρομώντας - και τότε θα εμφανιστεί ένα μεγάλο χάσμα ανάμεσα στην Εκκλησία και την πραγματική ζωή. Οι ωραιολάτρες φύλακες της μεγαλοπρέπειας θα συντηρήσουν εκείνο το χάσμα, εν ονόματι της αρμονίας, του εύρυθμου, της τάξης και του κάλλους.
Από την άλλη, οι βέβηλοι δεν θα κάνουν καμία προσπάθεια να υπερπηδήσουν εκείνο το χάσμα, επειδή θα έχουν μείνει με τον πόνο, τον αγώνα, την πικρία και την ασχήμια της ζωής. Θα πάψουν να πιστεύουν πως με τόσο βαρειές αποσκευές θα είναι δυνατό - και απαραίτητο - να πλησιάσουν την Εκκλησία. Και ύστερα, μέσα σε εκείνο τον θλιβερό και άθεο κόσμο, θα αναστηθούν - αν δεν έχουν ήδη αναστηθεί - ψευδόχριστοι και ψευδοπροφήτες, δάσκαλοι σεκτών διαφόρων ειδών και διαφόρων βαθμών επιπολαιότητας και μετριότητας (Βαπτιστές, Ευαγγελικοί, Αντβεντιστές κλπ), οι οποίοι θα προσφέρουν σε αυτούς τους πεινασμένους ανθρώπους κάποια στοιχειώδη αναδιατύπωση της αλήθειας, κάποιο στερημένο υποκατάστατο θρησκευτικής ζωής, μια μικρή γουλιά καλής θέλησης και ασυνάρτητη υστερία. Κάποιοι θα ανταποκριθούν σ' αυτό. Θα ανταποκριθούν πρώτα σε μια βασική ανθρώπινη μέριμνα για τις ανάγκες τους. Όμως δεν θα μπορέσουν να διακρίνουν αμέσως, πως αντί για την αληθινή και παραδοσιακή Ορθόδοξη Χριστιανοσύνη, τους έχουν σερβίρει κάποιο αμφισβητούμενο, ημιμαθές συνονθύλευμα ενός ονειροπαρμένου ιδεαλισμού και αγυρτείας. Το οπιούχο όμως θα επενεργήσει, και θα βαθύνει ακόμα περισσότερο το χάσμα ανάμεσα στην Εκκλησία και τον κόσμο. Παραμένοντας προσεκτικά προστατευμένο από τους εραστές του κάλλους, προστατευμένο από μια αίσθηση αυταπάτης και μίσους για τον κόσμο, το χάσμα αυτό μπορεί να μείνει στη θέση του για πάρα πολύ καιρό.
Ίσως τα μάτια της αγάπης θα μπορέσουν να διακρίνουν τον ίδιο τον Χριστό να αποχωρεί, αθόρυβα και αόρατα, από μέσα από το Ιερό που προστατεύεται από ένα φαντασμαγορικό εικονοστάσιο. Τα άσματα θα συνεχίσουν να αντηχούν, και σύννεφα θυμιάματος θα συνεχίσουν να ανεβαίνουν, και οι πιστοί θα συνεχίσουν να συγκλονίζονται από την εκστατική ομορφιά των λειτουργιών. Ο Χριστός όμως, θα έχει βγει στον αυλόγυρο και θα αναμιγνύεται με το πλήθος - τους φτωχούς, τους λεπρούς, τους απελπισμένους, τους πικραμένους, τους σαλούς. Ο Χριστός θα βγει στους δρόμους, στις φυλακές, στα νοσοκομεία, στα κακόφημα στέκια και καταγώγια. Ξανά και ξανά, ο Χριστός θα καταθέτει την ζωή Του για τους φίλους Του.
Τι είναι η δική μας ομορφιά και η δική μας ασχήμια, συγκριτικά με τον Χριστό, την δική Του αιώνια αλήθεια και αιώνια ομορφιά; Δεν φαντάζει άσχημη η δική μας ομορφιά όταν συγκριθεί με την δική του αιώνια ομορφιά; Ή, μήπως το αντίστροφο; Εκείνος δεν βλέπει - μέσα στις στερημένες μας ζωές, στις πυώδεις πληγές μας, στις σακατεμένες ψυχές μας - δεν διακρίνει εκεί μέσα την δική Του θεϊκή μορφή και τον αντικατοπτρισμό της δικής Του αιώνιας δόξας και αιώνιας ομορφιάς; Έτσι λοιπόν θα επιστρέψει στις εκκλησίες, φέρνοντας μαζί Του όλους εκείνους που θα έχει καλέσει στο γαμήλιο γλέντι, εκείνους που θα έχει μαζέψει από τις λεωφόρους, τους φτωχούς και τους ακρωτηριασμένους, τις πόρνες και τους αμαρτωλούς.
Το πιο τρομερό πράγμα όμως, είναι πως πιθανότατα οι προστάτες του κάλλους - εκείνοι που μελετούν και κατανοούν την ομορφιά του κόσμου - δεν θα κατανοήσουν την ομορφιά του Χριστού, και δεν θα Του επιτρέψουν να μπει μέσα στην εκκλησία, επειδή στο κατόπι Του θα βρίσκεται ένα πλήθος ανθρώπων παραμορφωμένων από την αμαρτία, την ασχήμια, το μεθύσι, τη διαφθορά και το μίσος. Τότε είναι που τα άσματά τους θα σβήσουν στον αέρα, η ευωδιά του θυμιάματος θα σκορπίσει, και Κάποιος θα τους πει: "Πεινούσα, και δεν Μου δώσατε να φάω, διψούσα, και δεν Μου δώσατε να πιώ, ξένος ήμουν, και δεν Με καλοδεχθήκατε, γυμνός και δεν Με ντύσατε, άρρωστος και φυλακισμένος και δεν Με επισκεφθήκατε."
Η ειδωλολατρία που χαρακτηρίζει τον αισθητικό τύπο ευσέβειας είναι αυτό που θα τα επιφέρει όλα αυτά, διότι εμπεριέχει κάτι που θα έπρεπε να εξυπηρετεί μόνο ως το εξωτερικό ένδυμα του Χριστού - μια προσφορά ανθρώπινης ευφυΐας που προσκομίζεται με αγάπη στον Χριστό. Όταν όμως η μεγαλοπρέπεια της Εκκλησίας, οι πανέμορφες ψαλμωδίες και η τάξη των Λειτουργιών Της γίνουν αυτοσκοπός, τότε θα έχουν πάρει την θέση του Χριστού. Οι άνθρωποι αρχίζουν να υπηρετούν αυτή τη μεγαλοπρέπεια, και η μεγαλοπρέπεια γίνεται είδωλο, στο οποίο θυσιάζονται ανθρώπινες ψυχές - των ιδίων, καθώς και των άλλων. Όλη η ασχήμια αυτού του κόσμου, οι πληγές του και ο πόνος του, παραμερίζονται και κρύβονται, για να μην ταράξουν την πραγματική ευσέβεια. Ακόμη και το μαρτύριο και ο θάνατος του Ίδιου του Κυρίου - η ανθρώπινη εξάντλησή Του - αποκτά μια αύρα ομορφιάς η οποία εμπνέει τον θαυμασμό και την απόλαυση. Η αγάπη είναι ένα πολύ επικίνδυνο πράγμα. Είναι φορές που πρέπει να βυθιστεί στα κατώτατα στρώματα του ανθρώπινου πνεύματος, πρέπει να εκθέσει τον εαυτό της στην ασχήμια, στον βιασμό της αρμονίας. Δεν χωράει, εκεί όπου η ομορφιά - άπαξ και ανακαλυφθεί και καθιερωθεί - βασιλεύει παντοτεινά.
Και εδώ, σαν αποτέλεσμα, οι υπηρέτες του Χριστού, οι ιερείς - διάδοχοι των Αποστόλων και μαθητές - δεν θα χρειάζεται να ακολουθούν στα βήματα των Αποστόλων και των μαθητών και να θεραπεύουν, να διδάσκουν και να μεταδίδουν την αγάπη του Κυρίου στο εξωτερικό. Ένα μόνο απαιτείται από αυτούς: να είναι υπηρέτες της λατρείας αυτής - ναι είναι ιερείς με την σχεδόν παγανιστική έννοια της λέξης. Ένας ιερέας κρίνεται από το πόσο καλά γνωρίζει και αγαπά το ustav (το Ρωσικό Ορθόδοξο Τυπικό), το πόσο μουσικός είναι, πόσο καλή φωνή έχει, πόσο συντονισμένες είναι οι κινήσεις του, κλπ. Δεν είναι σημαντικό αν - σαν καλός ποιμένας - γνωρίζει το ποίμνιό του και αν θα εγκατέλειπε τους ενενήντα εννέα προς αναζήτηση της μίας χαμένης ψυχής, και αν θα καταχαρεί επειδή βρέθηκε.
Ένα δυσοίωνο φαινόμενο συμβαίνει τώρα στην Σοβιετική Ρωσία. Εκεί, όλα απαγορεύονται για την Εκκλησία - είτε να κηρύττει, να διδάσκει, και κάνει ελεημοσύνες είτε οποιαδήποτε οργανωμένη δραστηριότητα, ή να συσπειρώνει τους πιστούς σε μια κοινή ζωή. Ένα μόνο πράγμα Της επιτρέπεται: να τελεί θείες λειτουργίες. Τι συμβαίνει εδώ; Είναι τυχαίο; Είναι κάτι που οι Σοβιετικοί δεν πρόσεξαν; Δεν θα μπορούσε να είναι ένα ψυχολογικό σχέδιο, βασισμένο στο γεγονός πως, χωρίς έργα αγάπης, χωρίς μια ζωή με φανερό πνευματικό αγώνα, χωρίς τον Λόγο του Θεού, οι Ορθόδοξες λειτουργίες μας είναι ικανές να τρέφουν μόνο εκείνους που ήδη πιστεύουν, που ως ένα βαθμό ήδη κατανοούν - αλλά είναι ανήμποροι να μαρτυρούν την Αλήθεια του Χριστού ενώπιον μιας εκκοσμικευμένης και στερημένης από Θεό ανθρωπότητας; Ένας πνευματικά πεινασμένος άνθρωπος θα περάσει το κατώφλι της εκκλησίας και θα ανταποκριθεί καταλλήλως προς την ομορφιά των λειτουργιών που θα τελούνται εκεί, όμως δεν θα λάβει τροφή για την πνευματική του πείνα, επειδή χρειάζεται όχι μόνο την ομορφιά αλλά και την αγάπη, και απαντήσεις σε όλες του τις αμφιβολίες. Με τον τρόπο αυτό οι αρχές, με τις απαιτήσεις τους, έχουν φράξει τις πόρτες προς την Εκκλησία. Πόσο συχνά δεν συμβαίνει αυτό, όταν, κατόπιν αιτήσεως κάποιας ομάδας πιστών, οι πόρτες της εκκλησίας ουσιαστικά κλειδώνονται χωρίς να το απαιτεί καμία κοσμική αρχή, αλλά όπου οι ψυχρές καρδιές των τέκνων της την περιτειχίζουν από τον υπόλοιπο κόσμο εν ονόματι κάποιας αφηρημένης, υπολογισμένης και ξερής μορφής και ομορφιάς. Κατά μια έννοια, ίσως θα ήταν καλύτερα για την Εκκλησία αν δεν είχε επίσημη άδεια να τελεί Θείες Λειτουργίες, και έτσι να κατέληγε χωρίς την δυνατότητα να δείχνει στον κόσμο την πλήρη έκταση της αγάπης του Χριστού, σε κάθε εμπειρία της ζωής Της.
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.